ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 16ης Οκτωβρίου 2014 ( 1 )

Υπόθεση C‑647/13

Office national de l’emploi

κατά

Marie-Rose Melchior

[αίτηση του cour du travail de Bruxelles (Βέλγιο)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Πρόσβαση στα επιδόματα ανεργίας σε κράτος μέλος — Συνυπολογισμός του χρόνου εργασίας που συμπλήρωσε εργαζόμενος ως συμβασιούχος υπάλληλος σε θεσμικό όργανο της Ένωσης — Εξομοίωση του χρόνου ανεργίας στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα με χρόνο εργασίας — Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας»

1. 

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, αφορά την ερμηνεία της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας και του άρθρου 34, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της M.-R. Melchior και του Office national de l’emploi (στο εξής: ONEM), αφορώσας την άρνηση του τελευταίου να της χορηγήσει επίδομα ανεργίας.

I – Το νομικό πλαίσιο

Α – Το δίκαιο της Ένωσης

2.

Κατά το άρθρο 96, παράγραφος 1, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΛΠ), ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος ο οποίος βρίσκεται χωρίς απασχόληση μετά τη λήξη της υπηρεσίας του σε θεσμικό όργανο της Ένωσης δικαιούται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μηνιαίου επιδόματος ανεργίας. Το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου ορίζει ότι ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος, αν δικαιούται επιδόματος ανεργίας δυνάμει εθνικού συστήματος, υποχρεούται να το δηλώσει στο σχετικό όργανο στο οποίο υπαγόταν. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό του εν λόγω επιδόματος αφαιρείται από το επίδομα που καταβάλλεται από την Ένωση.

3.

Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, για να λάβει αυτό το επίδομα, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος υποχρεούται, μεταξύ άλλων, εγγραφεί, κατόπιν σχετικής αιτήσεώς του, ως άνεργος στις αρμόδιες υπηρεσίες απασχολήσεως του κράτους μέλους όπου διαμένει και οφείλει να τηρεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού στον δικαιούχο παροχών ανεργίας βάσει των διατάξεων της νομοθεσίας αυτής. Η παράγραφος 4 ορίζει ότι το επίδομα καταβάλλεται από την ημέρα λήξεως της υπηρεσίας για μέγιστο χρονικό διάστημα 36 μηνών και, σε κάθε περίπτωση, για διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο του πραγματικού χρόνου της παρασχεθείσας υπηρεσίας. Αν όμως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους των παραγράφων 1 και 2, διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος. Το επίδομα καταβάλλεται εκ νέου, αν πριν από τη λήξη του χρονικού αυτού διαστήματος ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος πληροί εκ νέου τους προαναφερόμενους όρους, χωρίς να έχει αποκτήσει δικαίωμα εθνικού επιδόματος ανεργίας.

4.

Σύμφωνα με το άρθρο 96, παράγραφος 7, κάθε συμβασιούχος υπάλληλος συνεισφέρει κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος ασφαλίσεως ανεργίας. Η συνεισφορά αυτή αφαιρείται μηνιαίως από τον μισθό του ενδιαφερομένου και καταβάλλεται, προσαυξημένη από το όργανο κατά τα δύο τρίτα, σε κοινό για τα όργανα ειδικό Ταμείο ανεργίας το οποίο διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

5.

Κατά την παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου, «[ο]ι αρμόδιες υπηρεσίες σε θέματα απασχόλησης και ανεργίας, ενεργώντας στο πλαίσιο της εθνικής τους νομοθεσίας, και η Επιτροπή συνεργάζονται αποτελεσματικά για την καλή εφαρμογή του παρόντος άρθρου».

Β – Το εθνικό δίκαιο

6.

Tο βασιλικό διάταγμα της 25ης Νοεμβρίου 1991, περί ρυθμίσεως ζητημάτων ανεργίας (Moniteur Belge της 31ης Δεκεμβρίου 1991, σ. 29888, στο εξής: βασιλικό διάταγμα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει, στο άρθρο 30, ότι, για να δικαιούται επίδομα ανεργίας, ο εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση άνω των 50 ετών πρέπει να συμπληρώσει περίοδο αναμονής η οποία περιλαμβάνει 624 ημέρες εργασίας στο διάστημα των 36 μηνών που προηγούνται της υποβολής αιτήσεως για επίδομα ανεργίας.

7.

Κατά το άρθρο 37, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος:

«[...] στις παροχές εργασίας συνυπολογίζονται η όντως παρασχεθείσα συνήθης εργασία και οι πρόσθετες παροχές χωρίς αντισταθμιστική άδεια ανάπαυσης, οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή επιχειρήσεων που υπόκεινται στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και δη στον τομέα της ανεργίας, για τις οποίες ταυτόχρονα:

[…]

έχουν γίνει επί της καταβληθείσας αμοιβής οι νόμιμες κρατήσεις για την κοινωνική ασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του κλάδου ανεργίας.

[...]»

8.

Το άρθρο 37, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος ορίζει:

«Η πραγματοποιηθείσα στην αλλοδαπή εργασία λαμβάνεται υπόψη αν πρόκειται για απασχόληση για την οποία στο Βέλγιο γίνονται κρατήσεις για την κοινωνική ασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων των κρατήσεων στον τομέα της ανεργίας.

Το πρώτο εδάφιο ισχύει, πάντως, μόνον εάν ο εργαζόμενος, μετά την εργασία που πραγματοποίησε στην αλλοδαπή, συμπλήρωσε περιόδους εργασίας ως μισθωτός δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας».

Κατά το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο a, του βασιλικού διατάγματος, για την εφαρμογή των άρθρων 30 επ., εξομοιώνονται με ημέρες εργασίας οι ημέρες για τις οποίες καταβλήθηκε αποζημίωση κατ’ εφαρμογήν της σχετικής με την ασφάλιση ανεργίας νομοθεσίας.

II – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9.

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η M.-R. Melchior, Βελγίδα υπήκοος, απασχολήθηκε σε διάφορες θέσεις ως μισθωτή στο Βέλγιο πριν εργασθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες, από την 1η Μαρτίου 2005 έως τις 29 Φεβρουαρίου 2008, ως συμβασιούχος υπάλληλος.

10.

Με απόφαση της 5ης Μαρτίου 2008, ο ΟΝΕΜ της αρνήθηκε τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας, την οποία είχε ζητήσει την 1η Μαρτίου 2008, με την αιτιολογία ότι δεν είχε συμπληρώσει 624 ημέρες εργασίας κατά τη διάρκεια των 36 μηνών πριν από την υποβολή της αιτήσεως, χωρίς να λάβει υπόψη την περίοδο απασχολήσεως της ενδιαφερομένης στην Επιτροπή. Παρέτεινε, ωστόσο, την περίοδο αναφοράς κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στη διάρκεια της απασχολήσεως αυτής.

11.

Αφού έλαβε το προβλεπόμενο από το ΚΛΠ επίδομα ανεργίας διάρκειας 12 μηνών από την 1η Μαρτίου 2008 και απασχολήθηκε σε διάφορες θέσεις στο Βέλγιο από τις 20 Αυγούστου 2008 έως τις 13 Ιουλίου 2009, η Μ.-R. Melchior υπέβαλε εκ νέου αίτηση, στις 14 Ιουλίου 2009, για τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας, η οποία απορρίφθηκε από τον ΟΝΕΜ στις 26 Αυγούστου 2009 με την περαιτέρω αιτιολογία ότι δεν αποδείκνυε ότι είχε συμπληρώσει 624 ημέρες εργασίας κατά τη διάρκεια των 36 μηνών που προηγούνται της υποβολής της εν λόγω αιτήσεως, δηλαδή από τις 14 Ιουλίου 2006 έως τις 13 Ιουλίου 2009. Με τον υπολογισμό του, ο ΟΝΕΜ αρνήθηκε, αφενός, να λάβει υπόψη την περίοδο απασχολήσεως στην Επιτροπή και, αφετέρου, να εξομοιώσει, δυνάμει του άρθρου 38, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο a, του βασιλικού διατάγματος, την περίοδο ανεργίας, για την οποία καταβάλλεται αποζημίωση δυνάμει του ΚΛΠ, με περίοδο εργασίας.

12.

Η Μ.-R. Melchior προσέβαλε την από 26 Αυγούστου 2009 απόφαση του ΟΝΕΜ ενώπιον του tribunal du travail de Bruxelles το οποίο, με απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, ακύρωσε την εν λόγω απόφαση, έκρινε ότι η ενδιαφερομένη πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση του επιδόματος ανεργίας από τις 14 Ιουλίου 2009 και επέβαλε στον ΟΝΕΜ την υποχρέωση να καταβάλει τα οφειλόμενα επιδόματα ανεργίας από την ημερομηνία αυτή.

13.

Ο ΟΝΕΜ άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του cour du travail de Bruxelles, ζητώντας τη μεταρρύθμισή της και την επαναφορά σε ισχύ της αποφάσεως της 26ης Αυγούστου 2009. Έχοντας αμφιβολίες ως προς το αν τα άρθρα 37 και 38, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο a, του βασιλικού διατάγματος είναι συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης, το εθνικό δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Απαγορεύουν η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, αφενός, και το άρθρο 34, παράγραφος 1, του [Χάρτη], αφετέρου, σε κράτος μέλος, όσον αφορά τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως επιδόματος ανεργίας, να αρνείται:

να λαμβάνει υπόψη περιόδους εργασίας που συμπλήρωσε ο εργαζόμενος ως συμβασιούχος υπάλληλος σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με έδρα εντός του εν λόγω κράτους μέλους, ειδικότερα, όταν, τόσο πριν όσο και μετά την περίοδο απασχολήσεώς του ως συμβασιούχου υπαλλήλου, παρείχε υπηρεσίες ως μισθωτός δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους·

να εξομοιώσει τις ημέρες ανεργίας, για τις οποίες καταβάλλεται αποζημίωση στο πλαίσιο του [ΚΛΠ], με ημέρες εργασίας, ενώ, αντιθέτως, οι ημέρες ανεργίας για τις οποίες καταβάλλεται αποζημίωση κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους τυγχάνουν τέτοιας εξομοιώσεως;»

III – Ανάλυση

Α – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

14.

Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί, αφενός, αν η κατάσταση της εφεσίβλητης της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του πρωτογενούς ή παράγωγου δικαίου περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και, αφετέρου, να ληφθεί θέση επί της επιχειρηματολογίας την οποία προβάλλει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της και η οποία αντλείται από τον κανονιστικό χαρακτήρα του ΚΛΠ και την άμεση εφαρμογή του στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης.

1. Επί της εφαρμογής του πρωτογενούς ή παράγωγου δικαίου περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στην κατάσταση της εφεσίβλητης της κύριας δίκης

15.

Κατά πάγια νομολογία, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης –με τον οποίο πρέπει να εξομοιωθεί ένας συμβασιούχος υπάλληλος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΚΛΠ– έχει την ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υπό τον όρο ότι έχει κάνει χρήση του δικαιώματός του στην ελεύθερη κυκλοφορία ( 2 ). Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η προϋπηρεσία σε διεθνή δημόσια υπηρεσία, όπως αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς προϋπηρεσία στη δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους και δεν θα μπορούσε, επομένως, να δημιουργήσει, αφ’ εαυτής, σύνδεσμο με κάποια από τις καταστάσεις που ρυθμίζει η εν λόγω διάταξη της Συνθήκης ( 3 ).

16.

Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι η Μ.-R. Melchior ανέκαθεν κατοικούσε και εργαζόταν στο Βέλγιο, καταρχάς σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, στη συνέχεια στην Επιτροπή και, τέλος, εκ νέου στον ιδιωτικό τομέα. Δεν απέκτησε ποτέ, όπως και η ίδια παραδέχεται, κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού της βίου, την ιδιότητα του διακινούμενου εργαζομένου. Επομένως, η κατάστασή της, η οποία παραμένει αμιγώς εσωτερική, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ( 4 ).

17.

Εξάλλου, και όπως ορθώς παρατήρησε το αιτούν δικαστήριο, η κατάσταση της Μ.-R. Melchior κατά την περίοδο που εργαζόταν στην υπηρεσία της Επιτροπής δεν εμπίπτει ούτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 ( 5 ), ο οποίος εκδόθηκε επί τη βάσει του άρθρου 42 ΕΚ (νυν άρθρου 48 ΣΛΕΕ) και σκοπό έχει τον συντονισμό των νομοθεσιών των κρατών μελών στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως, προς εφαρμογή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Το Δικαστήριο πράγματι διευκρίνισε, επ’ αυτού, ότι «οι υπάλληλοι [της Ένωσης] δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εργαζόμενοι υπό την έννοια του κανονισμού 1408/71, εφόσον δεν υπάγονται σε εθνική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως απαιτεί το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ορίζει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής αυτού» ( 6 ).

18.

Τούτου δοθέντος, πρέπει να εξετασθεί η επιχειρηματολογία που προβάλλεται από την Επιτροπή και αντλείται από τον κανονιστικό χαρακτήρα του ΚΛΠ και την άμεση εφαρμογή του στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης.

2. Επί του κανονιστικού χαρακτήρα του ΚΛΠ και της άμεσης εφαρμογής του στη διαφορά της κύριας δίκης.

19.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι το ΚΛΠ θεσπίστηκε με κανονισμό του Συμβουλίου ο οποίος, βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, έχει γενική ισχύ, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Κατά την Επιτροπή, η κατάσταση της εφεσίβλητης της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 96 του ΚΛΠ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα σε επίδομα ανεργίας για τους πρώην συμβασιούχους υπαλλήλους και χαρακτηρίζει το επίδομα αυτό ως συμπληρωματικό σε σχέση με εκείνο που ενδεχομένως προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία. Κατά την Επιτροπή, ο συμπληρωματικός αυτός χαρακτήρας, που επιβάλλεται στις εθνικές αρχές όπως ο ΟΝΕΜ, αντιτίθεται στον μη συνυπολογισμό των περιόδων εργασίας που συμπλήρωσε εργαζόμενος σε θεσμικό όργανο της Ένωσης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένας πρώην συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται εθνικό επίδομα ανεργίας.

20.

Είναι ομολογουμένως αναμφίβολο ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 259/68 ( 7 ), περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), και το ΚΛΠ είναι, όπως εξάλλου ορίζει ρητώς και το άρθρο 11 αυτού, «δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος». Όπως έχει επανειλημμένως δεχθεί το Δικαστήριο, ο εν λόγω κανονισμός υποχρεώνει τα κράτη μέλη «καθόσον η σύμπραξή τους είναι αναγκαία για την εφαρμογή του» ( 8 ). Εξάλλου, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, στην απόφαση Kristiansen (EU:C:2003:652), το Δικαστήριο έκρινε ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 28α του ΚΛΠ επίδομα ανεργίας, το περιεχόμενο του οποίου ταυτίζεται με αυτό του άρθρου 96, αλλά αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους, έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με το προβλεπόμενο από την εθνική νομοθεσία επίδομα ανεργίας και ότι ο συμπληρωματικός αυτός χαρακτήρας, κατά το μέρος που βασίζεται σε κανονιστική διάταξη, δεσμεύει τα κράτη μέλη και δεν μπορεί να μην λαμβάνεται υπόψη από τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις ( 9 ).

21.

Εντούτοις, για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, δεν συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι η υποχρέωση του ΟΝΕΜ να λάβει υπόψη τις περιόδους κατά τις οποίες η εφεσίβλητη της κύριας δίκης απασχολήθηκε στην υπηρεσία της Επιτροπής, προκειμένου να διαπιστωθεί αν δικαιούται εθνικά επιδόματα, απορρέει από τον συμπληρωματικό χαρακτήρα του προβλεπόμενου από το ΚΛΠ επιδόματος ανεργίας και του κανονιστικού χαρακτήρα αυτού.

22.

Πρώτον, κατά πάγια νομολογία, το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να διαρρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως. Μολονότι τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης ( 10 ), εντούτοις, ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης, εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει, αφενός, τις προϋποθέσεις του δικαιώματος ή της υποχρεωτικής υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και, αφετέρου, τις προϋποθέσεις χορηγήσεως δικαιώματος προς λήψη παροχών ( 11 ).

23.

Δεύτερον, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος υποχρεούται να υποβάλει την αίτηση βάσει του άρθρου 96, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ και το ποσό του εθνικού επιδόματος αφαιρείται από το επίδομα που καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, μόνον όταν εκείνος δικαιούται επιδόματος ανεργίας δυνάμει εθνικού συστήματος. Με άλλα λόγια, το επίδομα ανεργίας με τη χορήγηση του οποίου επιβαρύνεται η Ένωση αποκτά συμπληρωματικό χαρακτήρα μόνον εάν και κατά το μέτρο που ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται επίσης εθνικό επίδομα ανεργίας.

24.

Τρίτον, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 96, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ αντλεί από τη διάταξη αυτή δικαίωμα να λάβει επίδομα ανεργίας του οποίου η ύπαρξη δεν εξαρτάται ούτε από το αν ο οικείος υπάλληλος υπάγεται επίσης σε εθνικό σύστημα ασφαλίσεως ανεργίας ούτε από το αν πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση επιδομάτων βάσει του συστήματος αυτού. Ως εκ τούτου, μολονότι έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, καθόσον προστίθεται σε ενδεχόμενες παροχές εθνικού συστήματος και τις συμπληρώνει, το προβλεπόμενο στο άρθρο 96 του ΚΛΠ επίδομα ανεργίας δεν βρίσκει έρεισμα στη χορήγηση των εν λόγω παροχών. Υφίσταται, επομένως, μια θεμελιώδης αυτονομία μεταξύ του συστήματος ασφαλίσεως ανεργίας που προβλέπει το ΚΛΠ και των αντίστοιχων συστημάτων που οργανώνουν τα κράτη μέλη.

25.

Τέταρτον, το άρθρο 96, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ περιέχει ειδική διάταξη που σκοπεί στη ρύθμιση της σχέσεως μεταξύ των προβλεπόμενων εκ του ΚΥΚ παροχών ανεργίας και αυτών που προβλέπονται από τα εθνικά συστήματα, όταν ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται να λάβει αμφότερες τις παροχές ( 12 ). Αυτή η διάταξη εκπληρώνει διττό σκοπό. Λειτουργεί, αφενός, ως κανόνας που απαγορεύει τη σώρευση παροχών, προς όφελος της Ένωσης, καθόσον ορίζει ότι, όταν ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος πληροί επίσης τις προϋποθέσεως λήψεως των εθνικών επιδομάτων, τα επιδόματα αυτά αφαιρούνται από τα ποσά που οφείλει να καταβάλει η Ένωση, μειώνοντας επομένως το οικονομικό βάρος της τελευταίας ( 13 ). Αφετέρου, καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των συμβασιούχων υπαλλήλων που εργάζονται στην υπηρεσία των θεσμικών οργάνων με έδρα σε διάφορα κράτη μέλη, κατοχυρώνοντας επιδόματα ανεργίας ίδιου (ελάχιστου) ποσού ανεξαρτήτως των κανονιστικών ρυθμίσεων περί ασφαλίσεως ανεργίας στις οποίες ενδεχομένως υπάγονται σε εθνικό επίπεδο ( 14 ).

26.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη τόσο του γράμματος όσο και του λόγου υπάρξεώς του, το άρθρο 96, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ δεν σκοπεί, κατ’ αρχήν, στον περιορισμό του περιθωρίου εκτιμήσεως των κρατών μελών κατά την άσκηση της αναγνωρισθείσας σε αυτά αρμοδιότητας να καθορίζουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως δικαιώματος λήψεως παροχών από τα δικά τους συστήματα ασφαλίσεως ανεργίας. Απαιτεί, πράγματι, μόνον προσαρμογές των εθνικών αυτών συστημάτων οι οποίες καθίστανται αναγκαίες προκειμένου να τηρηθεί ο συμπληρωματικός χαρακτήρας του προβλεπόμενου από τον ΚΥΚ επιδόματος, όταν αυτό συντρέχει με τις αντίστοιχες προβλεπόμενες από τα εν λόγω εθνικά συστήματα παροχές.

27.

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη νομολογία που η Επιτροπή παραθέτει προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της. Πράγματι, τόσο στην υπόθεση Επιτροπή κατά Βελγίου (EU:C:1987:208) όσο και στην υπόθεση Kristiansen (EU:C:2003:652), ο υποχρεωτικός χαρακτήρας των διατάξεων του ΚΥΚ που καθιερώνουν τη συμπληρωματικότητα κοινοτικών επιδομάτων σε σχέση με συναφή επιδόματα εθνικών συστημάτων επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο στο πλαίσιο εκτιμήσεως εθνικών ρυθμίσεων οι οποίες παρεξέκλιναν από την ίδια την αρχή της συμπληρωματικότητας. Στην πρώτη περίπτωση, επρόκειτο για μια νομοθετική τροποποίηση που θεσπίστηκε από το Βασίλειο του Βελγίου το 1982, η οποία προέβλεπε ότι το ποσό των οικογενειακών παροχών θα μειωνόταν κατά το ποσό των ιδίας φύσεως παροχών οφειλομένων, μεταξύ άλλων, δυνάμει των κανόνων που ισχύουν για το προσωπικό ενός διεθνούς οργανισμού, ακόμη και αν, δυνάμει των προαναφερθέντων κανόνων, η χορήγηση των εν λόγω παροχών χαρακτηριζόταν ως συμπληρωματική σε σχέση με τις εθνικές οικογενειακές παροχές. Στη δεύτερη περίπτωση, επρόκειτο αντιθέτως για ζήτημα εφαρμογής ενός κανόνα που ρύθμιζε τη χορήγηση βελγικών επιδομάτων ανεργίας και απαγόρευε τη σώρευση παροχών, σύμφωνα με τον οποίο τα επιδόματα αυτά δεν οφείλονταν αν ο εργαζόμενος λάμβανε αμοιβή, έννοια η οποία κάλυπτε ιδίως τις αποζημιώσεις λόγω διακοπής της εργασιακής σχέσεως και στην οποία μπορούσε επίσης να εμπίπτει το προβλεπόμενο από το ΚΛΠ επίδομα ανεργίας. Είναι ενδιαφέρον, εξάλλου, να σημειωθεί ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Kristiansen (EU:C:2003:652), οι βελγικές αρχές είχαν εφαρμόσει, ομοίως, την επίμαχη στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση διάταξη, αρνούμενες να συνυπολογίσουν τις υπηρεσίες που είχε παράσχει η Ν. Kristiansen ως υπάλληλος της Επιτροπής, προκειμένου να της αναγνωρισθεί δικαίωμα λήψεως εθνικών επιδομάτων ανεργίας ( 15 ). Μολονότι το προδικαστικό ερώτημα αφορούσε πράγματι μόνον την εφαρμογή του προαναφερθέντος κανόνα περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως παροχών, διαπιστώνεται ότι ούτε το Δικαστήριο ούτε ο γενικός εισαγγελέας S. Alber ( 16 ) ούτε η Επιτροπή, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, έθεσαν εν αμφιβόλω, ούτε καν παρεμπιπτόντως, τη συμβατότητα της εν λόγω αποφάσεως περί αρνήσεως συνυπολογισμού των οικείων υπηρεσιών με το άρθρο 28α, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, το οποίο καθιερώνει τον συμπληρωματικό χαρακτήρα των καταβαλλόμενων σε πρώην εκτάκτους υπαλλήλους κοινοτικών επιδομάτων ανεργίας, του οποίου ο υποχρεωτικός χαρακτήρας επιβεβαιώθηκε, ωστόσο, εντόνως από όλους.

28.

Εν προκειμένω, αντιθέτως προς τις υποθέσεις Επιτροπή κατά Βελγίου (EU:C:1987:208) και Kristiansen (EU:C:2003:652), ο κανόνας που αποκλείει τις περιόδους απασχολήσεως σε θεσμικό όργανο της Ένωσης από τον υπολογισμό του απαιτούμενου για τη χορήγηση εθνικών επιδομάτων ανεργίας χρόνου εργασίας δεν αναιρεί τον προβλεπόμενο από το ΚΛΠ συμπληρωματικό χαρακτήρα του επιδόματος.

29.

Βεβαίως, θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι ο συμπληρωματικός χαρακτήρας του προβλεπόμενου από τον ΚΥΚ επιδόματος δύσκολα ευθυγραμμίζεται προς την αυστηρή εφαρμογή της αρχής της ανταποδοτικότητας, όπως αυτή προτείνεται από τη Βελγική Κυβέρνηση, η οποία αποκλείει τον συνυπολογισμό περιόδων εργασίας για τις οποίες δεν καταβλήθηκαν εισφορές στη βελγική κοινωνική ασφάλιση. Ένας τέτοιος αποκλεισμός μπορεί, πράγματι, να οδηγήσει ακριβώς στο συμπέρασμα ότι δεν θα καταβληθεί στον πρώην συμβασιούχο υπάλληλο κανένα εθνικό επίδομα, οπότε με τις υπέρ αυτού παροχές επιβαρύνεται εξ ολοκλήρου το προβλεπόμενο από τον ΚΥΚ σύστημα. Ωστόσο, επειδή το αποτέλεσμα αυτό δεν αποτελεί παρά μόνον τη συνέπεια της εφαρμογής των αντικειμενικών προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση εθνικών επιδομάτων ανεργίας, δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να προσαφθεί στο οικείο κράτος μέλος παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 96, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, στις οποίες δεν καταλέγονται ούτε η υποχρέωση προβλέψεως συστήματος ασφαλίσεως ανεργίας ούτε η υποχρέωση οργανώσεως του συστήματος αυτού κατά τρόπον ώστε να καλύπτεται ασφαλιστικώς η κατάσταση ενός πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου θεσμικού οργάνου της Ένωσης.

30.

Πέμπτον, επισημαίνω ότι, ακόμα και αν δεν ληφθούν υπόψη οι προϋποθέσεις χορηγήσεως δικαιώματος λήψεως βελγικών επιδομάτων ανεργίας και η εφαρμογή τους από τον ΟΝΕΜ, η κατάσταση της εφεσίβλητης της κύριας δίκης, όπως περιγράφεται στην απόφαση περί παραπομπής, δεν συνεπάγεται την από κοινού εφαρμογή του προβλεπόμενου από τον ΚΥΚ συστήματος και του εθνικού συστήματος ασφαλίσεως ανεργίας, ούτως ώστε ο προβλεπόμενος από το άρθρο 96, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ ειδικός κανόνας που απαγορεύει τη σώρευση παροχών να μην μπορεί πάντως να εφαρμοστεί εν προκειμένω. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, μετά τη λήξη των καθηκόντων της στην Επιτροπή, η Μ.-R. Melchior έλαβε το επίδομα ανεργίας δυνάμει του άρθρου 96 του ΚΛΠ για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών από την 1η Μαρτίου 2008. Κατά το άρθρο 96, παράγραφος 4, του ΚΛΠ όμως, το επίδομα αυτό καταβάλλεται στον πρώην συμβασιούχο υπάλληλο από την ημέρα λήξεως της υπηρεσίας του για μέγιστο χρονικό διάστημα τριάντα έξι μηνών και σε κάθε περίπτωση, για διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο του πραγματικού χρόνου της παρασχεθείσας υπηρεσίας. Έπεται ότι, κατά τον χρόνο υποβολής ενώπιον του ΟΝΕΜ της αιτήσεως λήψεως εθνικών επιδομάτων που αποτελεί τη βάση της διαφοράς της κύριας δίκης, ήτοι στις 14 Ιουλίου 2009, η Μ.-R. Melchior, που είχε εργασθεί στην Επιτροπή για περίοδο τριών ετών, είχε ήδη καλυφθεί πλήρως από τις παροχές του προβλεπόμενου στο ΚΥΚ συστήματος. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί, εν προκειμένω, να προσαφθεί στον ΟΝΕΜ ότι δεν έλαβε υπόψη τον συμπληρωματικό χαρακτήρα του προβλεπόμενου από το ΚΛΠ επιδόματος.

31.

Υπό το φως των ως άνω παρατηρήσεων, φρονώ ότι τυχόν υποχρέωση σε βάρος των βελγικών αρχών να λάβουν υπόψη για τον υπολογισμό των αναγκαίων για τη χορήγηση εθνικών επιδομάτων ανεργίας ημερών εργασίας την περίοδο κατά την οποία η εφεσίβλητη της κύριας δίκης εργάστηκε στην υπηρεσία της Επιτροπής δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 96, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ.

32.

Τούτου δοθέντος, η υποχρέωση αυτή θα μπορούσε να απορρέει από άλλες εφαρμοστέες εν προκειμένω αρχές, πράγμα που θα εξετάσω στη συνέχεια των προτάσεών μου.

Β – Επί του προδικαστικού ερωτήματος

1. Επί της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας

33.

Με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά καταρχάς αν η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας ( 17 ) απαγορεύει σε κράτος μέλος, όσον αφορά τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως εθνικών επιδομάτων ανεργίας, να αρνείται, αφενός, να λάβει υπόψη περιόδους εργασίας που συμπλήρωσε ο εργαζόμενος ως συμβασιούχος υπάλληλος στην υπηρεσία ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης και, αφετέρου, να εξομοιώσει τις ημέρες ανεργίας για τις οποίες καταβάλλεται αποζημίωση στο πλαίσιο του ΚΛΠ με ημέρες εργασίας, όπως προβλέπεται και για τις ημέρες ανεργίας για τις οποίες καταβάλλεται αποζημίωση κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας.

34.

Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου επί της δυνατότητας μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων εργαζομένου ο οποίος απασχολήθηκε τόσο σε ιδιώτη εργοδότη όσο και σε θεσμικό όργανο της Ένωσης θα μπορούσε να συναχθεί καταφατική απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα. Υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο επανειλημμένως έκρινε ότι η βελγική νομοθεσία δεν διασφάλιζε επαρκώς μια τέτοια δυνατότητα μεταφοράς, κατά παράβαση ιδίως των υποχρεώσεων που τα κράτη μέλη υπέχουν από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει προς τούτο, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου ( 18 ) και My ( 19 ).

35.

Στην πρώτη εκ των αποφάσεων αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις του εκ της Συνθήκης αρνούμενο να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά των αποκτηθέντων υπό το βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα δικαιωμάτων συντάξεως στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ( 20 ). Στη δεύτερη απόφαση, αντιθέτως, αποφαινόμενο προδικαστικώς επί ερωτημάτων που του είχε υποβάλει το tribunal du travail de Bruxelles, έκρινε ότι το άρθρο 10 ΕΚ, σε συνδυασμό με τον ΚΥΚ, ήταν αντίθετο προς εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμπληρωθέντα έτη εργασίας στην υπηρεσία κοινοτικού οργάνου προς θεμελίωση δικαιώματος λήψεως πρόωρης συντάξεως δυνάμει του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος.

36.

Ο ΟΝΕΜ, κατά τη διαδικασία της κύριας δίκης, καθώς και η Βελγική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου υποστηρίζουν ότι η νομολογία αυτή δεν μπορεί να ισχύσει στο σύστημα ασφαλίσεως ανεργίας. Η Βελγική Κυβέρνηση υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο προσφεύγων στην απόφαση My (EU:C:2004:821) είχε αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα τόσο υπό το βελγικό σύστημα όσο και υπό εκείνο της Ένωσης, ενώ εν προκειμένω η Μ.-R. Melchior ουδέποτε είχε αποκτήσει δικαίωμα λήψεως επιδομάτων ανεργίας υπό το βελγικό καθεστώς. Υποστηρίζει εξάλλου, αφενός, ότι, στην ίδια αυτή απόφαση, το Δικαστήριο στηρίζει το σκεπτικό του σε μια ειδική διάταξη, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, το οποίο ρητώς προβλέπει τη μεταφορά ενδεχόμενων δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν υπό το σύστημα της Ένωσης προς το εθνικό σύστημα και, αφετέρου, ότι καμία ανάλογη διάταξη δεν προβλέπεται στο πεδίο της ασφαλίσεως ανεργίας.

37.

Τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, πειστικά.

38.

Αφενός, μολονότι με την απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (EU:C:1981:237) προσήφθη στο εν λόγω κράτος μέλος ότι κατέστησε αδύνατη, με την παράλειψή του, την εφαρμογή μιας ειδικής διατάξεως του ΚΥΚ και συγκεκριμένα του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, το Δικαστήριο έκρινε, γενικότερα, ότι ενεργεί κατά παράβαση των υποχρεώσεων που επιβάλλει η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρωνόταν τότε στο άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, το κράτος μέλος το οποίο παραλείπει να λάβει όλα τα αναγκαία σε εθνικό επίπεδο μέτρα βάσει διατάξεως του ΚΥΚ ( 21 ) ή ακόμη εμποδίζει την εκπλήρωση των επιδιωκόμενων από τον ΚΥΚ σκοπών ( 22 ).

39.

Αφετέρου, η Βελγική Κυβέρνηση προβαίνει, κατά την άποψή μου, σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως My (EU:C:2004:821).

40.

Πρώτον, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η εν λόγω κυβέρνηση, το εξεταζόμενο από το Δικαστήριο ζήτημα στην απόφαση My (EU:C:2004:821) δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς από το τιθέμενο εν προκειμένω ζήτημα. Πράγματι, τόσο η Μ.-R. Melchior όσο και ο G. My υπάγονταν στο βελγικό ανταποδοτικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως πριν απασχοληθούν σε θεσμικό όργανο της Ένωσης. Όπως και η Μ.-R. Melchior, ο G. My ζητούσε να αναγνωρισθούν οι περίοδοι εργασίας που συμπληρώθηκαν στην υπηρεσία της Ένωσης προκειμένου να του αναγνωρισθεί το δικαίωμα σε μια παροχή που προβλεπόταν στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στο οποίο υπαγόταν, στην προκειμένη περίπτωση την πρόωρη σύνταξη. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το δικαίωμα αυτό εξηρτάτο από το κατά πόσον τα εν λόγω χρονικά διαστήματα λαμβάνονται ή όχι υπόψη κατά τον υπολογισμό των ημερών ή των ετών εργασίας που απαιτούνται κατά την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία για να θεμελιωθεί το δικαίωμα στην επίμαχη παροχή. Το γεγονός, που υπογραμμίζεται από τη Βελγική Κυβέρνηση, ότι, αντιθέτως προς την Μ.-R. Melchior, ο G. My είχε αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα βάσει του βελγικού συστήματος δεν ασκεί καμία επιρροή, κατά το μέτρο που το δικαίωμα στην αιτούμενη παροχή εξηρτάτο, όπως και στην περίπτωση της Μ.-R. Melchior, από προϋποθέσεις τις οποίες ο G. My πληρούσε μόνον εφόσον λαμβάνονταν υπόψη τα έτη που είχε διανύσει στην υπηρεσία του Συμβουλίου.

41.

Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Βελγική Κυβέρνηση, η απόφαση My (EU:C:2004:821) δεν θεμελιωνόταν σε ειδική διάταξη του ΚΥΚ, στην προκειμένη περίπτωση στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

42.

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το προδικαστικό ερώτημα που τέθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση My (EU:C:2004:821) περιείχε δύο σκέλη. Το tribunal du travail de Bruxelles, αφενός, είχε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα τόσο της βελγικής νομοθεσίας όσο και της προαναφερθείσας διατάξεως του ΚΥΚ με τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθώς και με τα δικαιώματα που η Συνθήκη ΕΚ απονέμει στους πολίτες της Ένωσης, κατά το μέτρο που οι διατάξεις αυτές δεν εξασφάλιζαν το δικαίωμα μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από το κοινοτικό σύστημα στο εθνικό. Το εν λόγω δικαστήριο είχε τις ίδιες αμφιβολίες, αφετέρου, σχετικά με τις εθνικές διατάξεις που δεν επέτρεπαν, για τη χορήγηση πρόωρης συντάξεως, τον συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας σε κοινοτικό όργανο.

43.

Με τις σκέψεις 24 έως 26 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης ουδέποτε ζήτησε τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν βάσει του κοινοτικού συστήματος προς το βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα, αλλά είχε ζητήσει μόνον τη χορήγηση πρόωρης εθνικής συντάξεως και αμφισβητούσε, συναφώς, την άρνηση του Office national des pensions (ONP) να λάβει υπόψη τα 27 έτη εργασίας που ο προσφεύγων της κύριας δίκης είχε συμπληρώσει υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου του Συμβουλίου για τον υπολογισμό των 35 ημερολογιακών ετών σταδιοδρομίας προς θεμελίωση του δικαιώματος λήψεως της εν λόγω συντάξεως. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορούσε μόνον το ζήτημα αν το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει στις βελγικές αρχές την υποχρέωση να λάβουν υπόψη τόσο τις περιόδους δραστηριότητας του προσφεύγοντος που συμπληρώθηκαν υπό το βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα όσο και εκείνες που συμπληρώθηκαν υπό το κοινοτικό σύστημα και ότι, επομένως, παρείλκε η απάντηση στο πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος.

44.

Διαχωρίζοντας το ζήτημα της μεταφοράς των δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν υπό το κοινοτικό σύστημα προς το εθνικό σύστημα από το ζήτημα της υπάρξεως υποχρεώσεως των βελγικών αρχών να συνυπολογίζουν τις περιόδους εργασίας σε ένα θεσμικό όργανο, το Δικαστήριο απέκλεισε, εν τοις πράγμασι, τη λυσιτέλεια, τουλάχιστον άμεση, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ για την απάντηση στο υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ( 23 ). Μολονότι στις σκέψεις 44 και 45 της αποφάσεως ( 24 ) το Δικαστήριο φαίνεται να εστιάζει εκ νέου στην εν λόγω διάταξη, εντούτοις, αρκείται στην πραγματικότητα να παραπέμψει στην ερμηνεία της ίδιας διατάξεως που είχε υιοθετήσει στην απόφασή του Επιτροπή κατά Βελγίου, ερμηνεία που χρησιμοποιεί ως αφετηρία του σκεπτικού του στην απόφαση My.

45.

Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Βελγική Κυβέρνηση, το σκεπτικό αυτό δεν θεμελιώνεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, αλλά περισσότερο στη ratio που το δικαιολογεί και την οποία το Δικαστήριο γενίκευσε και ανήγαγε σε κριτήριο επί τη βάσει του οποίου εκτίμησε την κατάσταση των εργαζομένων που εμπίπτουν τόσο στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα ενός κράτους μέλους όσο και σε αυτό που προβλέπεται από τον ΚΥΚ. Αυτή η λειτουργία απορρέει, κατά τη γνώμη μου, σαφώς από τον συνδυασμό των σκέψεων 44, 45 και 46 της αποφάσεως My (EU:C:2004:821). Αφού το Δικαστήριο υπενθύμισε, με τις σκέψεις 44 και 45, ότι, στην απόφασή του Επιτροπή κατά Βελγίου (EU:C:1981:237), είχε κρίνει ότι σκοπός του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ήταν να διευκολύνει τη μετάβαση από εθνικές θέσεις εργασίας, δημόσιες ή ιδιωτικές, στην κοινοτική διοίκηση και να εξασφαλίσει, με τον τρόπο αυτό, τις καλύτερες δυνατότητες επιλογής ειδικευμένου προσωπικού το οποίο διαθέτει ήδη επαγγελματική πείρα, οπόταν η παράβαση του εν λόγω άρθρου θα μπορούσε «να καταστήσει δυσχερέστερη την πρόσληψη από την Κοινότητα υπαλλήλων της εθνικής διοικήσεως που έχουν ορισμένη προϋπηρεσία», το Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 46, ότι «τούτο ισχύει επίσης όταν ένα κράτος μέλος αρνείται να λάβει υπόψη, προς θεμελίωση δικαιώματος λήψεως πρόωρης συντάξεως, δυνάμει του συνταξιοδοτικού συστήματός του, τις περιόδους δραστηριότητας που συμπληρώθηκαν υπό το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα».

46.

Το Δικαστήριο, μη περιοριζόμενο επομένως στο πλαίσιο που οριοθετεί το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, καθόρισε το περιεχόμενο μιας υποχρεώσεως των κρατών μελών αυτοτελούς σε σχέση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη διάταξη αυτή, της οποίας διευκρινίζει τα όρια και την έκταση συνδέοντάς την, στη συνέχεια του σκεπτικού της αποφάσεως, με την προβλεπόμενη στο άρθρο 10 ΕΚ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Ειδικότερα, στη σκέψη 47, αφού έκρινε «ότι μια εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι ικανή να εμποδίσει και, επομένως, να αποθαρρύνει την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», καταλήγει στο συμπέρασμα, στη σκέψη 48, ότι «[τ]έτοιες συνέπειες δεν μπορούν να επιτραπούν με γνώμονα το καθήκον της αγαστής συνεργασίας και συνδρομής που υπέχουν τα κράτη μέλη έναντι της Κοινότητας και εκφράζεται με την υποχρέωση, που προβλέπει το άρθρο 10 ΕΚ, να διευκολύνουν την Κοινότητα στην εκπλήρωση της αποστολής της» ( 25 ).

47.

Συμφώνως προς τη συλλογιστική γραμμή του Δικαστηρίου, το διατακτικό της αποφάσεως δεν κάνει αναφορά στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, αλλά αντλεί την υποχρέωση των βελγικών αρχών να λάβουν υπόψη τα έτη εργασίας που συμπληρώθηκαν από τον προσφεύγοντα στην υπηρεσία του Συμβουλίου από το άρθρο 10 ΕΚ «σε συνδυασμό με τον ΚΥΚ».

48.

Επομένως, πέραν των ιδιαιτεροτήτων των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου (EU:C:1981:237) και My (EU:C:2004:821), το Δικαστήριο επιδίωξε συγκεκριμένα με τις αποφάσεις αυτές να επιβεβαιώσει την αρχή σύμφωνα με την οποία κράτος που υιοθετεί νομοθεσία ικανή να αποθαρρύνει την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας σε θεσμικό όργανο της Ένωσης ενεργεί κατά παράβαση της υποχρεώσεώς του να διευκολύνει την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και κατά παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΚΥΚ. Πρέπει εξάλλου να υπογραμμιστεί ότι, στην απόφαση My (EU:C:2004:821), το Δικαστήριο σιωπηρώς αναγνώρισε ότι μια τέτοια υποχρέωση είναι ικανή να παραγάγει άμεσα έννομα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των πολιτών τους ( 26 ).

49.

Μολονότι η εν λόγω αρχή έχει μέχρι σήμερα γίνει δεκτή μόνο σε υποθέσεις με αντικείμενο συντάξεις ( 27 ), θεωρητικά μπορεί να τύχει εφαρμογής σε κάθε κατάσταση στην οποία δεν απονέμονται σε εργαζόμενο δικαιώματα και κοινωνικά πλεονεκτήματα τα οποία αυτός θα μπορούσε να διεκδικήσει δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους με μόνη αιτιολογία ότι έχει διανύσει μέρος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας σε θεσμικά όργανα της Ένωσης ( 28 ). Στις προτάσεις μου στην υπόθεση Gysen είχα ήδη εξετάσει το ενδεχόμενο εφαρμογής της νομολογίας My (EU:C:2004:821), εκτός του τομέα των συντάξεων, μεταξύ άλλων, και στον τομέα των οικογενειακών επιδομάτων ( 29 ), όπως ορθώς υπενθυμίζει το αιτούν δικαστήριο.

50.

Πρέπει, επομένως, στο στάδιο αυτό να εξακριβωθεί αν η επίμαχη νομοθεσία της κύριας δίκης, όπως ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε από τις βελγικές αρχές, κατά το μέρος που αποκλείει, σε περίπτωση όπως αυτή εν προκειμένω, τον συνυπολογισμό των περιόδων που συμπληρώθηκαν στην υπηρεσία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως επιδομάτων ανεργίας βάσει του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, είναι ικανή να αποθαρρύνει την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας εντός της Ένωσης, είτε αποτρέποντας ορισμένους να εργαστούν στην υπηρεσία αυτής είτε προτρέποντάς τους να εγκαταλείψουν τα καθήκοντα που ασκούν στην Ένωση, και, κατά συνέπεια, να καταστήσει δυσχερέστερη την πρόσληψη και/ή την παραμονή στην υπηρεσία της Ένωσης του πλέον ειδικευμένου προσωπικού. Κατά τη γνώμη μου, η περίπτωση αυτή συντρέχει εν προκειμένω.

51.

Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται από θεσμικά όργανα, υπηρεσίες ή άλλους οργανισμούς της Ένωσης για να εκτελούν καθορισμένα καθήκοντα ή να αντικαθιστούν μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους ενός θεσμικού οργάνου που βρίσκονται προσωρινά σε αδυναμία να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους (άρθρα 3α και 3β του ΚΛΠ) ( 30 ). Η πρόσληψή τους πραγματοποιείται βάσει συμβάσεων ορισμένου χρόνου οι οποίες συνάπτονται για ελάχιστη διάρκεια τριών μηνών και μέγιστη πέντε ετών (για την κατηγορία υπαλλήλων που εμπίπτουν στο άρθρο 3α του ΚΛΠ) ή τριών ετών (για την κατηγορία υπαλλήλων που εμπίπτουν στο άρθρο 3β του ΚΛΠ) και μπορούν να ανανεωθούν για μέγιστη συνολική διάρκεια δέκα και έξι ετών αντιστοίχως. Οι εργαζόμενοι που καταλαμβάνουν τις θέσεις αυτές απασχολούνται επομένως με προοπτική, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, να επανενταχθούν καταρχήν στην εθνική αγορά εργασίας. Πλην όμως, μια ρύθμιση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, όπως ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε από το ΟΝΕΜ, η οποία δεν επιτρέπει να ληφθεί υπόψη η προϋπηρεσία των πρώην συμβασιούχων υπαλλήλων στα όργανα της Ένωσης στον υπολογισμό των ημερών εργασίας που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος στα επιδόματα ανεργίας, εμποδίζει τους υπαλλήλους αυτούς να αποκτήσουν τα δικαιώματα, όσον αφορά την πρόσβαση στα εν λόγω επιδόματα, που θα τους είχαν αναγνωριστεί αν συνέχιζαν να απασχολούνται στην εθνική αγορά εργασίας. Μια τέτοια συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη της προσωρινής φύσεως των καθηκόντων που ασκούν αυτοί οι υπάλληλοι, του γεγονότος ότι η επανένταξή τους στις εθνικές αγορές εργασίας μετά τη λήξη των καθηκόντων τους αποτελεί, για εκείνους, την πιο πιθανή διέξοδο, καθώς και του γεγονότος ότι οι αγορές αυτές χαρακτηρίζονται όλο και περισσότερο από αστάθεια και έλλειψη συνέχειας στην εργασία, πράγμα που καθιστά ρεαλιστική την προοπτική νέων περιόδων αδράνειας, δεν μπορεί να θεωρηθεί πολύ έμμεση και δευτερεύουσα ώστε να μπορεί να προκαλέσει το αποτρεπτικό (ή προτρεπτικό) αποτέλεσμα για το οποίο γίνεται λόγος στην προμνημονευθείσα νομολογία του Δικαστηρίου ( 31 ).

52.

Είναι, βεβαίως, αληθές ότι, κατά τη λήξη των καθηκόντων τους, οι συμβασιούχοι υπάλληλοι δικαιούνται, καταρχήν και ελλείψει υποστηρίξεως από εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, τα προβλεπόμενα από το σύστημα ασφαλίσεως ανεργίας του ΚΛΠ επιδόματα για (μέγιστη) περίοδο τριών ετών ( 32 ). Ωστόσο, αφενός, η κάλυψη αυτή προβλέπεται μόνον όταν ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος συμπλήρωσε ελάχιστη διάρκεια υπηρεσίας έξι μηνών (άρθρο 96, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ) και περιορίζεται σε διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο του πραγματικού χρόνου της παρασχεθείσας υπηρεσίας (άρθρο 96, παράγραφος 4), οπότε είναι ιδιαιτέρως περιορισμένη για τους υπαλλήλους που απασχολούνται βάσει συμβάσεων σύντομης διάρκειας και είναι δυνατόν ακόμη και να απουσιάζει όταν η διάρκεια αυτή είναι μικρότερη των έξι μηνών. Υπό το κράτος, αφετέρου, ρυθμίσεως όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, όπως αυτή ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε από τον ΟΝΕΜ, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος που επανακάμπτει στην εθνική αγορά εργασίας θα στερηθεί, αφ’ ης στιγμής περατωθεί η προβλεπόμενη από το ΚΛΠ περίοδος καλύψεως (ήτοι μέγιστης διάρκειας τριάντα έξι μηνών), ασφαλίσεως από τον κίνδυνο ανεργίας μέχρι τον χρόνο που θα έχει συμπληρώσει τον αριθμό των ημερών εργασίας που απαιτούνται για να θεμελιωθεί το δικαίωμα λήψεως εθνικών επιδομάτων ( 33 ). Υπό το πρίσμα αυτό, μια τέτοια ρύθμιση είναι ικανή να θίξει όλως ιδιαιτέρως τους πρώην συμβασιούχους υπαλλήλους που εργάστηκαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην υπηρεσία της Ένωσης.

53.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, φρονώ ότι η άρνηση των βελγικών αρχών, σε μια περίπτωση όπως αυτή εν προκειμένω, να συνυπολογίσουν, προς θεμελίωση δικαιώματος λήψεως των επιδομάτων ανεργίας επί τη βάσει του εθνικού συστήματος, την προϋπηρεσία στα όργανα της Ένωσης μπορεί, αφενός, να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την προοπτική εντάξεως στη διοίκηση της Ένωσης εργαζομένων με την ιδιότητα συμβασιούχων υπαλλήλων και, αφετέρου, κατά συνέπεια, να επηρεάσει την πολιτική προσλήψεων της Ένωσης όσον αφορά μια σημαντική κατηγορία του προσωπικού της. Αυτή η άρνηση θίγει την απορρέουσα από το άρθρο 10 ΕΚ, σε συνδυασμό με το ΚΛΠ, υποχρέωση των κρατών μελών να λάβουν κάθε αναγκαίο ή κατάλληλο μέτρο τόσο για να διασφαλίσουν πλήρως την εφαρμογή του ΚΛΠ όσο και για να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να θιγούν τα συμφέροντα της Ένωσης και να υπονομευθεί η εκπλήρωση των σκοπών της. Ούτε ο ανταποδοτικός χαρακτήρας του εθνικού συστήματος ασφαλίσεως ανεργίας, που επικαλείται η Βελγική Κυβέρνηση, κατά τον οποίο μόνον οι εργαζόμενοι που έχουν προηγουμένως καταβάλει εισφορές στο σύστημα αυτό μπορούν να απολαύουν των κοινωνικών παροχών που αυτό χορηγεί, ούτε η αναγνωρισμένη στα κράτη μέλη αρμοδιότητα να καθορίζουν τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως του δικαιώματος στις παροχές που προσφέρονται από τα δικά τους κοινωνικοασφαλιστικά συστήματα δεν θα μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω μια τέτοια υποχρέωση, η οποία σκοπεί στη διασφάλιση της συνέχειας των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων που έχουν υπηρετήσει σε θεσμικά όργανα της Ένωσης.

54.

Όσον αφορά τη μη εξομοίωση των ημερών ανεργίας για τις οποίες καταβάλλεται αποζημίωση στο πλαίσιο του ΚΛΠ με ημέρες εργασίας για τον υπολογισμό των ημερών αναμονής που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως επιδομάτων ανεργίας, από τη δικογραφία που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, αν συνυπολογιζόταν η προϋπηρεσία στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, δηλαδή από τις 14 Ιουλίου 2006 έως τις 13 Ιουλίου 2009, η εφεσίβλητη της κύριας δίκης θα δικαιολογούσε τις 624 ημέρες εργασίας που απαιτούνται από το άρθρο 30 του βασιλικού διατάγματος, χωρίς να είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη η περίοδος κατά την οποία αυτή έλαβε το επίδομα ανεργίας που προβλέπεται στο άρθρο 96 του ΚΛΠ ( 34 ). Δεν είναι επομένως αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ζητήματος αυτού.

55.

Ωστόσο, αν το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εξετάσει το ζήτημα αυτό, φρονώ ότι το συμπέρασμα του ανωτέρω σημείου 53 επιβάλλεται, για τους ίδιους λόγους με τους προεκτεθέντες, όσον αφορά το ζήτημα της μη εξομοιώσεως, σε μια περίπτωση όπως η προκειμένη, των ημερών για τις οποίες καταβάλλεται αποζημίωση δυνάμει του ΚΛΠ με ημέρες εργασίας. Συναφώς, οι ανησυχίες που εκφράστηκαν από την Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της και με την απάντησή της στη γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου, δηλαδή ότι μια τέτοια εξομοίωση ενδέχεται να παραβιάζει τον συμπληρωματικό χαρακτήρα του προβλεπόμενου από το ΚΛΠ επιδόματος ή να επιτρέπει τη σώρευση του προβλεπόμενου από τον ΚΥΚ επιδόματος και των εθνικών επιδομάτων, δεν μου φαίνονται βάσιμες. Πράγματι, το γεγονός ότι ένας πρώην συμβασιούχος υπάλληλος που δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως εθνικών επιδομάτων κατά τον χρόνο λήξεως των καθηκόντων του μπορεί να πληροί τις προϋποθέσεις αυτές σε χρόνο μεταγενέστερο, ήτοι κατά την περίοδο κατά την οποία λαμβάνει το προβλεπόμενο από το ΚΛΠ επίδομα ανεργίας (ή ακόμα και μετά το πέρας της περιόδου αυτής), και τούτο λόγω της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία εξομοιώσεως των ημερών για τις οποίες καταβάλλεται αποζημίωση κατά την περίοδο αυτή με ημέρες εργασίας, δεν μου φαίνεται ότι θέτει, αυτό καθεαυτό, εν αμφιβόλω τον συμπληρωματικό χαρακτήρα του προβλεπόμενου από το ΚΥΚ επιδόματος ούτε το ωφέλιμο αποτέλεσμα του προβλεπόμενου από το άρθρο 96 του ΚΛΠ κανόνα περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως παροχών. Ασφαλώς, προκειμένου να τηρηθεί ο εν λόγω συμπληρωματικός χαρακτήρας, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος θα πρέπει να υποβάλει νέα αίτηση λήψεως εθνικών επιδομάτων, μόλις, λαμβανομένης υπόψη της εξομοιώσεως των ημερών ανεργίας για τις οποίες καταβάλλεται αποζημίωση δυνάμει του ΚΛΠ με ημέρες εργασίας, αποκτήσει το δικαίωμα στην καταβολή αυτών των επιδομάτων.

2. Επί του άρθρου 34 του Χάρτη

56.

Δεδομένης της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα κατά το μέρος που αφορά την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, παρέλκει η εξέταση του ερωτήματος αυτού επίσης υπό το φως του άρθρου 34, παράγραφος 1, του Χάρτη. Ως εκ τούτου, οι σύντομες σκέψεις που ακολουθούν αναπτύσσονται επαλλήλως. Προϋποθέτουν, εξάλλου, ότι το Δικαστήριο κρίνει τον Χάρτη εφαρμοστέο αναδρομικώς στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης ( 35 ).

57.

Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης έχουν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά όχι πέραν των καταστάσεων αυτών ( 36 ). Όπως το Δικαστήριο διευκρίνισε στην απόφαση Åkerberg Fransson (EU:C:2013:105), δεν μπορούν να υφίστανται περιπτώσεις οι οποίες να εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, χωρίς να έχουν εφαρμογή τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα. Η δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται τη δυνατότητα εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη ( 37 ). Όταν, αντιθέτως, μια έννομη κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επ’ αυτής και οι διατάξεις του Χάρτη των οποίων ενδεχομένως γίνεται επίκληση δεν μπορούν να θεμελιώσουν, αφ’ εαυτών, την αρμοδιότητα αυτή ( 38 ).

58.

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση της κύριας δίκης, καθορίζοντας τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως του δικαιώματος λήψεως των βελγικών επιδομάτων ανεργίας, δεν εφαρμόζει πράξη παράγωγου δικαίου της Ένωσης. Εξάλλου, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η νομική κατάσταση της Μ.-R. Melchior είναι αμιγώς εσωτερική ( 39 ) και δεν καλύπτεται άμεσα από διάταξη του ΚΥΚ ή του ΚΛΠ ( 40 ). Άλλωστε, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι η κατάσταση ενός υπαλλήλου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης από μόνο το γεγονός ότι υπάρχει εργασιακή σχέση με την Ένωση ( 41 ).

59.

Επομένως, μόνον στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει, όπως προτείνω, ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 10 ΕΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΚΛΠ, στη διαφορά της κύριας δίκης, η κατάσταση της Μ.-R. Melchior θα ρυθμιζόταν από το δίκαιο της Ένωσης και ο Χάρτης θα ετύγχανε, επομένως, εφαρμογής ( 42 ).

60.

Κατά το άρθρο 34, παράγραφος 1, του Χάρτη, «[η] Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα πρόσβασης στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στις κοινωνικές υπηρεσίες που εξασφαλίζουν προστασία […] σε περίπτωση απώλειας της απασχόλησης, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Όπως προκύπτει από το γράμμα του και τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη ( 43 ) (στο εξής: επεξηγήσεις), η διάταξη αυτή θεσπίζει μια «αρχή» ( 44 ) η οποία βρίσκει έρεισμα στα άρθρα 153 ΣΛΕΕ και 156 ΣΛΕΕ, καθώς και στο άρθρο 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και στο σημείο 10 του κοινοτικού Χάρτη των δικαιωμάτων των εργαζομένων ( 45 ). Κατά τα άρθρα 51, παράγραφος 2, και 52, παράγραφος 5, του Χάρτη, οι διατάξεις αυτού που κατοχυρώνουν αρχές απευθύνονται κυρίως στις δημόσιες αρχές, έχουν μόνον προγραμματικό χαρακτήρα ( 46 ) (σε αντίθεση προς τον περιγραφικό χαρακτήρα των διατάξεων που θεσπίζουν «δικαιώματα») και απαιτούν «πράξεις εφαρμογής» ( 47 ). Σε σχέση με την αγωγιμότητά τους, δεν δημιουργούν, τουλάχιστον λόγω της απουσίας «διαμεσολάβησης κανονιστικών ρυθμίσεων», δικαιώματα προς θετική συμπεριφορά εκ μέρους των αρχών των κρατών μελών ( 48 ) και μπορούν να προβληθούν ενώπιον δικαστηρίου μόνον ως ερμηνευτικές αναφορές ή ως παράμετροι ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων που τις εφαρμόζουν ( 49 ).

61.

Εν προκειμένω, η επίμαχη ρύθμιση της κύριας δίκης συγκεκριμενοποιεί στο εθνικό επίπεδο τις αρχές της αλληλεγγύης και της προστασίας, των οποίων έκφραση στο επίπεδο της Ένωσης συνιστά το άρθρο 34, παράγραφος 1, του Χάρτη. Η εφαρμογή μιας τέτοιας ρυθμίσεως σε κατάσταση που εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης πρέπει να γίνεται τηρουμένης αυτής της διατάξεως του Χάρτη. Όμως, αποκλείοντας, για τη θεμελίωση του δικαιώματος λήψεως εθνικών επιδομάτων ανεργίας, τον συνυπολογισμό των περιόδων εργασίας για τις οποίες καταβλήθηκαν εισφορές στο εθνικό κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα με τις περιόδους για τις οποίες καταβλήθηκαν εισφορές στο σύστημα που θεσπίστηκε με το ΚΛΠ, η επίμαχη ρύθμιση της κύριας δίκης, όπως ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε από τις βελγικές αρχές, καταλήγει, σε μια κατάσταση όπως αυτή εν προκειμένω, να στερεί εν τοις πράγμασι το δικαίωμα προσβάσεως του εργαζομένου στις κοινωνικοασφαλιστικές παροχές σε περίπτωση απώλειας εργασίας, παραβιάζοντας την αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 34, παράγραφος 1, του Χάρτη.

62.

Για τους λόγους αυτούς, εκτιμώ ότι, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Χάρτης έχει εφαρμογή ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη ρύθμιση της κύριας δίκης, όπως ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε από τις βελγικές αρχές, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν για τα κράτη μέλη από την προβλεπόμενη στο άρθρο 10 ΕΚ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, σε συνδυασμό με τον ΚΥΚ, η ρύθμιση αυτή είναι επίσης αντίθετη προς το άρθρο 34, παράγραφος 1, του Χάρτη.

IV – Πρόταση

63.

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω να δοθεί η εξής απάντηση στο cour du travail de Bruxelles:

«Το άρθρο 10 ΕΚ, σε συνδυασμό με το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αντιτίθεται, υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία αποκλείει, για τη θεμελίωση δικαιώματος εργαζομένου στη λήψη εθνικών επιδομάτων ανεργίας, τον συνυπολογισμό των περιόδων κατά τις οποίες ο εργαζόμενος αυτός απασχολήθηκε ως συμβασιούχος υπάλληλος στην υπηρεσία θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Echternach και Moritz (389/87 και 390/87, EU:C:1989:130, σκέψη 11)· Schmid (C‑310/91, EU:C:1993:221, σκέψη 20), και Ferlini (C‑411/98, EU:C:2000:530, σκέψη 42).

( 3 ) Βλ. απόφαση My (C‑293/03, EU:C:2004:821, σκέψη 42).

( 4 ) Απόφαση Uecker και Jacquet (C-64/96 και C‑65/96, EU:C:1997:285, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 5 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73). Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (EE L 166, σ. 1).

( 6 ) Βλ. αποφάσεις Ferlini (EU:C:2000:530, σκέψη 41) και My (EU:C:2004:821, σκέψη 35) καθώς και διάταξη Ricci και Pisaneschi (C‑286/09 και C‑287/09, EU:C:2010:420, σκέψη 26).

( 7 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108).

( 8 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου (186/85, EU:C:1987:208, σκέψη 21), και Kristiansen (C‑92/02, EU:C:2003:652, σκέψη 32).

( 9 ) Σκέψη 34. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε με το ίδιο πνεύμα επί των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπονται στο άρθρο 67, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, με την απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (EU:C:1987:208).

( 10 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C-255/09, EU:C:2011:695, σκέψεις 47 έως 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 11 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kristiansen (EU:C:2003:652, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 12 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, περί οικογενειακών επιδομάτων, απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (EU:C:1987:208, σκέψη 22).

( 13 ) Όπ.π. (σκέψη 23).

( 14 ) Όπ.π.

( 15 ) Οι αρχές αυτές είχαν, ωστόσο, εκτιμήσει ότι η περίοδος που είχε συμπληρώσει η Ν. Kristiansen στην υπηρεσία της Επιτροπής έπρεπε να μη ληφθεί καθόλου υπόψη για τον προσδιορισμό της περιόδου αναφοράς.

( 16 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα S. Alber στην υπόθεση Kristiansen (EU:C:2002:141.

( 17 ) Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει επίσης το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Ωστόσο, η Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως επί της υποθέσεως της κύριας δίκης, στις 26 Αυγούστου 2009. Για τον λόγο αυτό, δεν θα αναφέρομαι, στη συνέχεια των προτάσεών μου, στη διάταξη αυτή, αλλά στο άρθρο 10 ΕΚ.

( 18 ) 137/80, EU:C:1981:237.

( 19 ) EU:C:2004:821.

( 20 ) Η ίδια παράλειψη διαπιστώθηκε έναντι του Βασιλείου της Ισπανίας στην απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑52/96, EU:C:1997:382).

( 21 ) Βλ. σκέψη 9 και, υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας (EU:C:1997:382, σκέψη 9).

( 22 ) Εν προκειμένω, την ισότητα μεταξύ των υπαλλήλων της Ένωσης ανεξαρτήτως του κράτους μέλους καταγωγής τους και την πρόσληψη του καλύτερα ειδικευμένου προσωπικού, βλ. σκέψη 19 της αποφάσεως.

( 23 ) Μια τέτοια προσέγγιση επιβαλλόταν, εξάλλου, καθόσον η ενδεχόμενη υποχρέωση για τα κράτη μέλη να τροποποιήσουν τους εφαρμοστέους κανόνες για τη χορήγηση παροχών από το δικό τους κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα προκειμένου να επιτρέψουν τον συνυπολογισμό περιόδων εργασίας που συμπληρώθηκαν στην υπηρεσία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης δεν μπορούσε να συναχθεί από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, ούτε, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, από το άρθρο 69 του ΚΛΠ (βλ. σκέψεις 22 έως 29 ανωτέρω).

( 24 ) Των σκέψεων αυτών είχε προηγηθεί ο τίτλος «Επί του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και του άρθρου 10 ΕΚ».

( 25 ) Το Δικαστήριο προέκρινε ανάλογο σκεπτικό στις αποφάσεις Bruce of Donington (208/80, EU:C:1981:194) και Hurd (44/84, EU:C:1986:2, σκέψεις 38 έως 45), στις οποίες συνήγαγε από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, που κατοχυρωνόταν τότε στο άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, αντιστοίχως, την απαγόρευση επιβολής φόρων επί των αποζημιώσεων που ελάμβαναν τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (των οποίων το καθεστώς των απολαβών διείπετο, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, μόνον από το εθνικό δίκαιο), ως έξοδα ταξιδίου και διαμονής, δημιουργώντας έτσι οικονομικά εμπόδια στην κυκλοφορία τους, και την απαγόρευση επιβολής εθνικών φόρων επί του ευρωπαϊκού συμπληρώματος του διδακτικού προσωπικού ενός ευρωπαϊκού σχολείου, καθώς μια τέτοια επιβολή θα μπορούσε να βλάψει μονομερώς το σύστημα χρηματοδοτήσεως της Κοινότητας και της κατανομής των οικονομικών επιβαρύνσεων μεταξύ των κρατών μελών.

( 26 ) Το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, αυτό καθεαυτό (καθώς και τα πρώην άρθρα 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, 5 της Συνθήκης ΕΚ και 10 ΕΚ), είναι διατυπωμένο κατά τρόπο υπερβολικά γενικό για να μπορεί να γίνει αντικείμενο επικλήσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (υπ’ αυτήν την έννοια, βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση Hurd, EU:C:1986:2, αντικείμενο της οποίας ήταν η απορρέουσα από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ υποχρέωση να μη θίγεται, με μονομερή μέτρα, το σύστημα χρηματοδοτήσεως της Κοινότητας και κατανομής των οικονομικών επιβαρύνσεων μεταξύ των κρατών μελών, υποχρέωση την οποία παρέβη το Ηνωμένο Βασίλειο επιβάλλοντας εθνικούς φόρους επί του ευρωπαϊκού συμπληρώματος του διδακτικού προσωπικού ενός ευρωπαϊκού σχολείου· βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Slynn στην υπόθεση Hurd, EU:C:1985:222, σημείο 30). Φαίνεται ότι διαφορετική είναι, ωστόσο, η προσέγγιση, όταν αυτή η διάταξη εφαρμόζεται από κοινού με άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες έχουν άμεση εφαρμογή (βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση Acereda Herrera, C‑466/04, EU:C:2006:405, σκέψεις 41 έως 45) ή όταν ερμηνεύεται στο πλαίσιο κανόνων που συνάγονται από το εν γένει σύστημα της Συνθήκης ή μιας πράξεως της Ένωσης, όπως στην περίπτωση της αποφάσεως My (EU:C:2004:821), και οι οποίοι κανόνες επιτρέπουν τον καθορισμό με τρόπο αρκούντως ακριβή του περιεχομένου της υποχρεώσεως που η εν λόγω διάταξη επιβάλλει και καταδεικνύουν τον άνευ αιρέσεων χαρακτήρα της (βλ., επίσης, απόφαση Bruce of Donington, EU:C:1981:194, σκέψεις 14 έως 20, στην οποία η επιβολή φόρων επί των αποζημιώσεων που ελάμβαναν ως έξοδα ταξιδίου και διαμονής τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των οποίων το καθεστώς απολαβών διείπετο, κατά το χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, μόνον από το εθνικό δίκαιο, κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι παρακωλύει την εσωτερική λειτουργία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τη δημιουργία οικονομικών εμποδίων στην κυκλοφορία των μελών του, κατά παράβαση του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών).

( 27 ) Επιβεβαιώθηκε, μεταξύ άλλων, στη διάταξη Ricci και Pisaneschi (C‑286/09 και C‑287/09, EU:C:2009:566), στην οποία ετίθετο το ζήτημα δικαιώματος λήψεως συνήθους συντάξεως γήρατος. Βλ., επίσης, την αναφορά στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ στην απόφαση Časta (C‑166/12, EU:C:2013:792, σκέψεις 36 και 37). Αντιθέτως πάντως προς ό,τι φαίνεται να εκτιμά το αιτούν δικαστήριο και όπως, απεναντίας, ορθώς υπογραμμίζει η Βελγική Κυβέρνηση, στις αποφάσεις Öberg (C‑185/04, EU:C:2006:107) και Rockler (C‑137/04, EU:C:2006:106) η κατάσταση των προσφευγόντων της κύριας δίκης, στους οποίους οι σουηδικές αρχές αρνούνταν, για τον υπολογισμό των γονικών επιδομάτων, τον συνυπολογισμό των περιόδων κατά τη διάρκεια των οποίων ενέπιπταν στο κοινό σύστημα της ασφαλίσεως ασθενείας κατά τους κανόνες του ΚΥΚ, αναλύθηκε από το Δικαστήριο μόνον υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, καθώς η παραπομπή στη σκέψη 47 της αποφάσεως My (EU:C:2004:821) έγινε μόνο για να διαπιστωθεί το παραγόμενο από την επίμαχη νομοθεσία αποτρεπτικό αποτέλεσμα στην άσκηση της εν λόγω ελευθερίας.

( 28 ) Εκτός του τομέα της κοινωνικής πολιτικής, ανάλογη συλλογιστική είχε ακολουθήσει το Δικαστήριο σε προγενέστερη της αποφάσεως My (EU:C:2004:821) απόφαση, όπου ετίθετο ζήτημα φορολογικού πλεονεκτήματος το οποίο δεν μπορούσαν να απολαύουν οι υπάλληλοι και τα λοιπά μέλη του προσωπικού των Κοινοτήτων. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο είχε αρνηθεί ότι η απώλεια ενός τέτοιου πλεονεκτήματος θα ήταν ικανή να αποτρέπει την είσοδο στην υπηρεσία των Κοινοτήτων ή τη συνέχιση της υπηρεσίας αυτής και, κατά συνέπεια, να παρακωλύει τη λειτουργία των κοινοτικών οργάνων, βλ. απόφαση Tither (C‑333/88, EU:C:1990:131, σκέψη 16).

( 29 ) Βλ. τις προτάσεις μου Gysen (C‑449/06, EU:C:2007:663, σημεία 54 έως 61). Στην υπόθεση της κύριας δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, ετίθετο το ζήτημα, εν προκειμένω, εθνικής ρυθμίσεως σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο της πληρωμής από τον αρμόδιο εθνικό οργανισμό οικογενειακών επιδομάτων για συντηρούμενα τέκνα ελεύθερου επαγγελματία, το τέκνο του επαγγελματία αυτού για το οποίο δικαιούται οικογενειακά επιδόματα καταβαλλόμενα δυνάμει του ΚΥΚ δεν λαμβανόταν υπόψη για τον καθορισμό της τάξεως των υπολοίπων τέκνων του ίδιου επαγγελματία, η οποία τάξη, κατ’ εφαρμογήν της ρυθμίσεως αυτής, επηρέαζε το ύψος των οικογενειακών επιδομάτων που καταβάλλονται γι’ αυτά.

( 30 ) Η κατηγορία των συμβασιούχων υπαλλήλων εισήχθη στον ΚΛΠ με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων (ΕΕ L 124, σ. 1).

( 31 ) Διατύπωσα αντίθετες απόψεις στις προτάσεις μου στην υπόθεση Gysen (EU:C:2007:663), σχετικά με το ζήτημα των οικογενειακών επιδομάτων.

( 32 ) Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 96, παράγραφος 4, του ΚΛΠ, η καταβολή αυτού του επιδόματος διακόπτεται στην περίπτωση στην οποία ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος επανεντάσσεται στην αγορά εργασίας, το δε επίδομα καταβάλλεται εκ νέου αν, πριν από την παρέλευση χρονικού διαστήματος τριών ετών, ο εργαζόμενος αυτός καθίσταται εκ νέου άνεργος.

( 33 ) Εξάλλου, δεν φαίνεται ότι το βασιλικό διάταγμα, ή μια πάγια πρακτική του ΟΝΕΜ, επιτρέπει τη μη προσμέτρηση των περιόδων εργασίας που παρασχέθηκε στην υπηρεσία της Ένωσης προκειμένου να καθοριστεί η περίοδος αναφοράς των τριών ετών για τον υπολογισμό των ημερών εργασίας που απαιτούνται για να θεμελιωθεί δικαίωμα στα επιδόματα ανεργίας. Συνάγεται, πράγματι, από τον φάκελο ότι το ΟΝΕΜ δεν προσμέτρησε τις περιόδους εργασίας αυτές κατά το πρώτο αίτημα λήψεως επιδομάτων από την M.-R. Melchior, αλλά τις προσμέτρησε κατά το δεύτερο.

( 34 ) Βλ., τον υπολογισμό που πραγματοποίησε το tribunal du travail de Bruxelles στο σημείο 4.1.4 του σκεπτικού της αποφάσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2012 κατά της οποίας το ΟΝΕΜ άσκησε έφεση, από τον οποίο προκύπτει ότι η εφεσίβλητη της κύριας δίκης δικαιολογεί, κατά την περίοδο αναφοράς, 507 ημέρες εργασίας στην υπηρεσία της Επιτροπής και 150 ημέρες εργασίας με την ιδιότητα του προσωρινώς απασχολουμένου στην υπηρεσία ιδιωτικών επιχειρήσεων, συνολικά 657 ημέρες εργασίας, που υπερβαίνουν τις 624 ημέρες που απαιτούνται από το άρθρο 30 του βασιλικού διατάγματος. Βλ. επίσης την από 13 Ιανουαρίου 2012 γνώμη του Εισαγγελέα.

( 35 ) Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι η υπό κρίση υπόθεση διακρίνεται από αυτές επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις DEB (C-279/09, EU:C:2010:811) και Banif Plus Bank (C‑472/11, EU:C:2013:88), στις οποίες έγινε επίκληση μιας γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, εν προκειμένω της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία προϋπήρχε της κατοχυρώσεώς της στο άρθρο 47 του Χάρτη.

( 36 ) Βλ., απόφαση Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 19). Βλ, επίσης, απόφαση Pfleger κ.λπ. (C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 33).

( 37 ) Βλ. αποφάσεις Åkerberg Fransson (EU:C:2013:105, σκέψη 21) και Pfleger κ.λπ. (EU:C:2014:281, σκέψη 34).

( 38 ) Βλ. απόφαση Åkerberg Fransson (EU:C:2013:105, σκέψη 22).

( 39 ) Βλ. σημεία 15 και 16 ανωτέρω.

( 40 ) Βλ. σημεία 19 έως 31 ανωτέρω.

( 41 ) Βλ. απόφαση Johannes (C‑430/97, EU:C:1999:293, σκέψεις 26 έως 29).

( 42 ) Υπογραμμίζω, παρεμπιπτόντως, ότι ο Χάρτης θα εφαρμοζόταν ακόμη και στην περίπτωση που θα έπρεπε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το άρθρο 10 ΕΚ, μολονότι έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να προβληθεί ενώπιον δικαστηρίου από την M.-R.Melchior. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από την απόφαση Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψεις 30 έως 41).

( 43 ) ΕΕ 2007, C 303, σ. 17.

( 44 ) Η διάκριση μεταξύ «αρχών» και «δικαιωμάτων» που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη εξαγγέλλεται στο προοίμιό του και επεξηγείται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 51, παράγραφος 1.

( 45 ) Βλ. τις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 34 του Χάρτη.

( 46 ) Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, τα δικαιώματα πρέπει να γίνονται αντικείμενο σεβασμού, ενώ οι αρχές πρέπει μόνο να «τηρούνται» ή να «προάγονται».

( 47 ) Βλ. άρθρο 52, παράγραφος 5, πρώτη περίοδος, του Χάρτη.

( 48 ) Επί του μη άμεσα αγώγιμου χαρακτήρα των κοινωνικών αρχών που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη, βλ., σχετικά με το άρθρο 27 αυτού, την απόφαση Association de médiation sociale (EU:C:2014:2, σκέψεις 42 έως 49). Η απόφαση αυτή περιόρισε επίσης την αγωγιμότητα των εν λόγω αρχών, σε καταστάσεις οριζόντιας εφαρμογής, μόνο στη δυνατότητα ερμηνευτικής επικλήσεως.

( 49 ) Βλ. άρθρο 52, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη.