ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 12ης Ιουνίου 2014 ( 1 )

Υπόθεση C‑311/13

O. Tümer

κατά

Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen

[αίτηση του Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 80/987/ΕΟΚ — Οδηγία 2002/74/ΕΚ — Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Μισθωτός υπήκοος τρίτης χώρας χωρίς έγκυρη άδεια διαμονής — Δικαίωμα να είναι εγγυημένες οι μισθολογικές απαιτήσεις»

1. 

Δύναται μισθωτός υπήκοος τρίτου κράτους να αποκλειστεί του δικαιώματος να είναι εγγυημένες οι ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις του σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, λόγω του ότι διαμένει παρανόμως στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους;

2. 

Αυτό είναι στην ουσία το ερώτημα που έθεσε το Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες) μετά την απόρριψη από το Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen (διοικητικό συμβούλιο του Ιδρύματος διαχειρίσεως των ασφαλίσεων για τους μισθωτούς) ( 2 ) της υποβληθείσας από τον Ο. Tümer αιτήσεως αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας.

3. 

Με τις παρούσες προτάσεις, θα προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει αρνητική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, το οποίο αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη ( 3 ), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 ( 4 ).

4. 

Προς την κατεύθυνση αυτή, θα υποστηρίξω, κατ’ αρχάς, ότι από τη νομική βάση της οδηγίας 2002/74 δεν προκύπτει ότι οι υπήκοοι τρίτων κρατών αποκλείονται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 80/987.

5. 

Ακολούθως, θα εξηγήσω ότι εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξαρτά από προϋπόθεση νόμιμης διαμονής το δικαίωμα υπηκόου τρίτης χώρας έχοντος, σύμφωνα με το εθνικό αστικό δίκαιο, την ιδιότητα του μισθωτού να λάβει αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη του θίγει τη γενική οικονομία της οδηγίας 80/987 και την πρακτική της αποτελεσματικότητα και παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, θεωρούμενη υπό το πρίσμα των σκοπών της οδηγίας αυτής.

I – Το νομικό πλαίσιο

Α — Το δίκαιο της Ένωσης

6.

Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία 80/987 έχει εφαρμογή επί των απαιτήσεων των μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητας, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

7.

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987 επιτρέπει στα κράτη μέλη, κατ’ εξαίρεση, να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις απαιτήσεις ορισμένων κατηγοριών μισθωτών, λόγω της υπάρξεως άλλων μορφών εγγυήσεως, εφόσον διαπιστώνεται ότι αυτές διασφαλίζουν στους ενδιαφερόμενους ισοδύναμη προστασία.

8.

Το άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 80/987 ορίζει ότι η οδηγία αυτή δεν θίγει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό των όρων «μισθωτός», «εργοδότης», «αμοιβή εργασίας», «κεκτημένο δικαίωμα» και «δικαίωμα προσδοκίας», χωρίς όμως τα κράτη μέλη να δύνανται να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τους εργαζόμενους μερικής απασχολήσεως, τους εργαζόμενους με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή τους εργαζόμενους με σχέση πρόσκαιρης απασχολήσεως ούτε να εξαρτήσουν το δικαίωμα των εργαζομένων για εγγύηση από μια ελάχιστη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ή της σχέσεως εργασίας.

9.

Κατά το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/987, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι οργανισμοί εγγυήσεως να διασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4 της ίδιας οδηγίας, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας, περιλαμβανομένης, όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, της καταβολής αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας. Οι απαιτήσεις τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός εγγυήσεως είναι, κατά το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, όσες αφορούν ανεξόφλητες αμοιβές εργασίας που αντιστοιχούν σε περίοδο που προηγείται και/ή, ενδεχομένως, έπεται μιας ημερομηνίας που καθορίζουν τα κράτη μέλη.

10.

Κατ’ εξαίρεση, το άρθρο 4 της οδηγίας 80/987 αναγνωρίζει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να περιορίζουν την κατά το άρθρο της 3 υποχρέωση πληρωμής των οργανισμών εγγυήσεως, καθορίζοντας τη διάρκεια της περιόδου την οποία αφορά η πληρωμή, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, ή καθορίζοντας ανώτατο όριο για την πληρωμή αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας.

11.

Η οδηγία 80/987 καταργήθηκε και κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη ( 5 ), η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 17 Νοεμβρίου 2008.

Β — Η ολλανδική νομοθεσία

12.

Ο νόμος περί ανεργίας (Werkloosheidswet) ( 6 ) διατυπώνει, στο άρθρο του 61, την αρχή ότι μισθωτός δικαιούται αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας αν έχει κατά του εργοδότη που κηρύχθηκε σε πτώχευση απαίτηση αφορώσα μισθούς, επίδομα διακοπών ή επίδομα αδείας ή αν μπορεί να υποστεί οικονομική ζημία επειδή ο εν λόγω εργοδότης δεν κατέβαλε ποσά που οφείλει σε τρίτους σχετικά με την εξαρτημένη εργασία του μισθωτού.

13.

Ο WW ορίζει, στο άρθρο του 3, παράγραφος 1, τον μισθωτό ως «το φυσικό πρόσωπο ηλικίας κάτω των 65 ετών το οποίο απασχολείται στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου».

14.

Παρά ταύτα, το άρθρο 3, παράγραφος 3, του WW διευκρινίζει ότι, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, δεν θεωρείται μισθωτός ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος δεν έχει νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες.

15.

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, στοιχεία a έως e και l, του νόμου περί αλλοδαπών (Vreemdelingenwet), της 23ης Νοεμβρίου 2000 ( 7 ), αλλοδαπός έχει νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες αν είναι κάτοχος άδειας διαμονής ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή αν, ως υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει διαμονή βάσει ρυθμίσεως θεσπισθείσας δυνάμει της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή της Συμφωνίας της 2ας Μαΐου 1992 για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ( 8 ) ή ακόμη αν στηρίζει το δικαίωμά του διαμονής στην απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως ( 9 ), το οποίο συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας ( 10 ).

II – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16.

O Ο. Tümer είναι Τούρκος υπήκοος, ο οποίος διαμένει στις Κάτω Χώρες από το 1988.

17.

Κατά την περίοδο από τις 18 Αυγούστου 1988 έως τις 31 Μαρτίου 1995 είχε άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου, εκδοθείσα υπό τον περιορισμό να διαμένει στην κατοικία της συζύγου του. Το 1996 διαζεύχθηκε.

18.

Όταν, στις 14 Οκτωβρίου 2005, ο Ο. Tümer ζήτησε άδεια διαμονής αορίστου χρόνου, η αίτησή του απορρίφθηκε από τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης. Η διοικητική ένσταση που υποβλήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής κηρύχθηκε αβάσιμη με απόφαση της 16ης Απριλίου 2007, κατά της οποίας ο Ο. Tümer άσκησε προσφυγή που απορρίφθηκε στις 28 Αυγούστου 2008 από το Vreemdelingenkamer (τμήμα αλλοδαπών) του Rechtbank’s-Gravenhage. Κατά της τελευταίας αποφάσεως δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο. Από τις 25 Απριλίου 2007, ο Ο. Tümer δεν είναι πλέον κάτοχος άδειας διαμονής.

19.

Ο Ο. Tümer εργάστηκε από το έτος 1997 περιοδικά στις Κάτω Χώρες. Στις 3 Ιανουαρίου 2005 προσλήφθηκε από τη Halfmoon Cosmetics BV, η οποία κατέβαλε για λογαριασμό του εισφορές σύμφωνα με τον WW κατά το έτος 2007. Από τον Αύγουστο 2007 η Halfmoon Cosmetics BV κατέβαλλε πλέον μόνο μέρος του μισθού, και στις 22 Ιανουαρίου 2008 κηρύχθηκε σε πτώχευση. Στις 26 Ιανουαρίου 2008 ο Ο. Tümer απολύθηκε.

20.

Ο Ο. Tümer υπέβαλε βάσει του WW αίτηση αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας της Halfmoon Cosmetics BV, αλλά η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2008, κατά της οποίας ο Ο. Tümer υπέβαλε διοικητική ένσταση που κηρύχθηκε αβάσιμη με απόφαση του UWV της 10ης Ιουνίου 2008, με την αιτιολογία ότι ο Ο. Tümer, ο οποίος δεν έχει νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες, δεν είναι μισθωτός κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, του WW. Στις 18 Δεκεμβρίου 2009 το Rechtbank’s-Hertogenbosch απέρριψε, με το ίδιο σκεπτικό, την προσφυγή που ο Ο. Tümer είχε ασκήσει κατά της αποφάσεως της 10ης Ιουνίου 2008.

21.

Το Centrale Raad van Beroep, το οποίο, επιληφθέν της εφέσεως που ασκήθηκε κατά της εν λόγω αποφάσεως, θεωρεί ότι, αν ο αποκλεισμός των υπηκόων τρίτων κρατών που δεν διαθέτουν άδεια διαμονής πρέπει να θεωρηθεί ως περιορισμός της υποχρεώσεως πληρωμής των οργανισμών εγγυήσεως, ο εν λόγω αποκλεισμός δεν θα είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Λαμβανομένου υπόψη επίσης του άρθρου 137, παράγραφος 2, [ΕΚ] (νυν άρθρου 153, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ) το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της, μήπως η οδηγία [2008/94], και ειδικότερα τα άρθρα της 2, 3 και 4, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή που περιέχεται στα άρθρα 3, παράγραφος 3, και 61 του [WW], κατά την οποία ο αλλοδαπός υπήκοος τρίτου κράτους ο οποίος δεν έχει νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες, υπό την έννοια του άρθρου 8, στοιχεία a έως και e και l, του [νόμου περί αλλοδαπών], δεν θεωρείται μισθωτός, περιλαμβανομένης της καταστάσεως [υπηκόου τρίτου κράτους] υποβαλόντος αίτηση αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας, ο οποίος κατά το αστικό δίκαιο πρέπει να χαρακτηριστεί ως μισθωτός και πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της εν λόγω αποζημιώσεως;»

III – Ανάλυση

Α — Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1. Τα παρασχεθέντα από το αιτούν δικαστήριο πραγματικά και νομικά στοιχεία

22.

Τόσο με τις γραπτές όσο και με τις προφορικές παρατηρήσεις της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστήριξε, αφενός, ότι ο Ο. Tümer πληροί τις προϋποθέσεις για να μπορέσει να επικαλεστεί τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, ή του άρθρου 7 της αποφάσεως 1/80 και, αφετέρου, ότι από την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων που διατυπώνει το άρθρο 10 της αποφάσεως αυτής καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η άδεια διαμονής και η άδεια εργασίας είναι δύο διαφορετικά πράγματα, προκύπτει ότι, αν κράτος μέλος χορηγήσει άδεια εργασίας σε Τούρκο υπήκοο, δεν μπορεί να του αρνηθεί το ευεργέτημα της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας επειδή ο υπήκοος αυτός δεν είναι πια κάτοχος άδειας διαμονής.

23.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή πρότεινε στο Δικαστήριο να μην περιοριστεί να απαντήσει στο ερώτημα που του έθεσε το αιτούν δικαστήριο, αλλά να εξετάσει επίσης αν, βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης, ο Ο. Tümer πράγματι διαμένει παρανόμως στις Κάτω Χώρες.

24.

Θεωρώ ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να προβεί στην εξέταση αυτή.

25.

Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, έργο του Δικαστηρίου είναι να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση, που θα του παράσχει τη δυνατότητα να λύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, αναδιατυπώνοντας, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν ( 11 ), προκειμένου να ερμηνεύσει όλες τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που το εθνικό δικαστήριο έχει ανάγκη για να αποφανθεί. Προς τούτο, το Δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς ( 12 ).

26.

Παρά ταύτα, η δυνατότητα αναδιατυπώσεως των προδικαστικών ερωτημάτων με ενδεχόμενη διεύρυνση των στοιχείων του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας δεν δύναται να οδηγήσει το Δικαστήριο στο να προτείνει ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης λαμβάνοντας υπόψη κατάσταση διαφορετική από αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, να αντικαταστήσει τις πραγματικές διαπιστώσεις των εθνικών δικαστηρίων με δικές του ή να αμφισβητήσει το δεδικασμένο που απορρέει από εθνικές αποφάσεις.

27.

Πάντως, από την αλληλουχία των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι στην απόφαση της 28ης Αυγούστου 2008, κατά της οποίας ο Ο. Tümer δεν άσκησε ένδικο μέσο, κρίθηκε ότι αυτός δεν μπορεί να αντλήσει δικαιώματα από τα άρθρα 6 ή 7 της αποφάσεως 1/80, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ότι είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας ή ότι η πρώην σύζυγός του είχε εργαστεί κατά την περίοδο πριν από τις 31 Μαρτίου 1995. Μολονότι η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό και μολονότι πράγματι υπάρχουν αδιευκρίνιστα σημεία όσον αφορά την ακριβή κατάσταση του Ο. Tümer ( 13 ), έστω και αν οι εξηγήσεις της Ολλανδικής Κυβερνήσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση έριξαν φως στα σημεία αυτά, το πραγματικό αυτό στοιχείο πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο για τους σκοπούς της παρούσας αναλύσεως.

28.

Εξάλλου, από την ανάγνωση της αποφάσεως περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι το Centrale Raad van Beroep διαπίστωσε ότι ο Ο. Tümer ήταν κάτοχος άδειας εργασίας.

29.

Το να ερμηνευθεί η απόφαση 1/80 όπως υποδεικνύει η Επιτροπή όχι μόνο δεν θα κατέληγε στο να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο απάντηση που να του παράσχει τη δυνατότητα να λύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, αλλά και θα μετέβαλλε το πραγματικό και νομικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί διαφοράς με διαφορετικό αντικείμενο, επί της οποίας έχει ήδη αποφανθεί άλλο εθνικό δικαστήριο.

30.

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί μόνον το ερώτημα που τέθηκε από το Centrale Raad van Beroep, χωρίς η συζήτηση να επεκταθεί στην ερμηνεία της αποφάσεως 1/80.

2. Το εφαρμοστέο ratione temporis δίκαιο της Ένωσης

31.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις που αναφέρει το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, δηλαδή τα άρθρα 2 και 4 της οδηγίας 2008/94, δεν είχαν ακόμη τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης.

32.

Κατά πάγια νομολογία που στηρίζεται στην ανάγκη να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο ( 14 ), πρέπει να αναδιατυπωθεί το ερώτημα προκειμένου να ερμηνευθούν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης όπως είχαν εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, δηλαδή εν προκειμένω οι διατάξεις της οδηγίας 80/987 και, ειδικότερα, τα άρθρα της 2 έως 4, των οποίων άλλωστε η διατύπωση είναι στην ουσία πανομοιότυπη με αυτή των διατάξεων που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο.

Β — Εκτίμηση

33.

Η Ολλανδική Κυβέρνηση, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εθνική νομοθεσία είναι συμβατή με την οδηγία 80/987, προβάλλει διαδοχικώς δύο κύρια επιχειρήματα που αντλούνται, το πρώτο, από τη νομική βάση της οδηγίας αυτής ( 15 ) και, το δεύτερο, από τη διακριτική ευχέρεια που η οδηγία αυτή αφήνει στα κράτη μέλη για τον ορισμό την έννοιας του μισθωτού.

34.

Πρώτον, η οδηγία 80/987 δεν θα μπορούσε να αφορά τους υπηκόους τρίτων κρατών, επειδή η οδηγία αυτή στηρίζεται στο άρθρο 137 ΕΚ, διάταξη που δεν συνιστά νομική βάση για την αναγνώριση δικαιωμάτων στους εν λόγω υπηκόους, ακόμη και αν έχουν νόμιμη διαμονή.

35.

Δεύτερον, η παραπομπή στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό την έννοιας του μισθωτού και τη διευκρίνιση του περιεχομένου της παρέχει, σε κάθε περίπτωση, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποκλείσουν από την έννοια αυτή τους παρανόμως διαμένοντες σε αυτά υπηκόους τρίτων κρατών.

36.

Η διττή αυτή επιχειρηματολογία δημιουργεί, κατ’ αρχάς, ερωτηματικά ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 80/987 στους υπηκόους τρίτων κρατών, πριν εξεταστεί στη συνέχεια αν η οδηγία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε εκείνους από τους υπηκόους αυτούς των οποίων η κατάσταση δεν είναι νόμιμη.

1. Η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 80/987 στους υπηκόους τρίτων κρατών

37.

Αποκλείει η νομική βάση της οδηγίας 2002/74 τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 80/987 στους υπηκόους τρίτων κρατών;

38.

Πριν εξεταστεί σε βάθος το ερώτημα αυτό, πρέπει ευθύς εξαρχής να σημειωθεί ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση, με την επιχειρηματολογία της που στηρίζεται στη νομική βάση της οδηγίας 80/987, μεταθέτει σε μεγάλο βαθμό τη συζήτηση στο ζήτημα της προϋποθέσεως ιθαγενείας, ενώ το ερώτημα αφορά, και μάλιστα σωστά, μόνο τη δυνατότητα εξαρτήσεως του δικαιώματος αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας από την προϋπόθεση να είναι νόμιμη η διαμονή.

39.

Διαπιστώνεται συναφώς ότι η θέση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως δεν είναι συμβατή με την ολλανδική νομοθεσία, όπως αυτή περιγράφεται στην απόφαση περί παραπομπής, επειδή από μια a contrario ανάγνωση του άρθρου 3, παράγραφος 3, του WW προκύπτει ότι η αναγνώριση της ιδιότητας του «μισθωτού» και, επομένως, το δικαίωμα για αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας δεν υπόκεινται σε καμία προϋπόθεση ιθαγένειας. Πάντως, η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν υποστήριξε ότι, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας στους υπηκόους τρίτων κρατών που έχουν νόμιμη διαμονή στην ημεδαπή, θα επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής ratione personae της οδηγίας 80/987 ασκώντας την προβλεπόμενη στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας δυνατότητα εφαρμογής ή θεσπίσεως ευνοϊκότερων διατάξεων για τους μισθωτούς.

40.

Σε κάθε περίπτωση, δεν νομίζω ότι η εξέταση της νομικής βάσεως της οδηγίας 2002/74 οδηγεί σε περιορισμό του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 80/987 μόνο στους πολίτες της Ένωσης.

41.

Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 137, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, με τη μορφή που είχε πριν από τη Συνθήκη της Νίκαιας και βάσει της οποίας εκδόθηκε η οδηγία 2002/74 ( 16 ), επέτρεπε τον καθορισμό, μέσω οδηγιών, ελάχιστων προδιαγραφών που είχαν ως σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 137, παράγραφος 1, ΕΚ, να συμβάλουν στην υλοποίηση των κατά το άρθρο 136 ΕΚ στόχων κοινωνικής πολιτικής, στους οποίους συγκαταλέγονταν η βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων καθώς και η κατάλληλη κοινωνική προστασία τους.

42.

Είναι αλήθεια ότι, μεταξύ των τομέων στους οποίους το άρθρο 137, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ παρείχε στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την εξουσία να καθορίζει, μέσω οδηγιών, τις ελάχιστες προδιαγραφές προκειμένου να υλοποιηθούν οι στόχοι του άρθρου 136 ΕΚ, το άρθρο 137, παράγραφος 1, ΕΚ δεν ανέφερε τις «συνθήκες απασχόλησης των υπηκόων των τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στο έδαφος της Κοινότητας», των οποίων γινόταν μνεία στο άρθρο 137, παράγραφος 3, ΕΚ, το οποίο αποτελούσε χωριστή νομική βάση επιβάλλουσα την εφαρμογή διαφορετικής διαδικασίας. Ενώ το άρθρο 137, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ επέβαλλε την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 251 ΕΚ, της λεγόμενης διαδικασίας «συναποφάσεως», η οποία συνεπαγόταν ειδική πλειοψηφία εντός του Συμβουλίου και πλήρη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη νομοθετική διαδικασία, το άρθρο 137, παράγραφος 3, ΕΚ απαιτούσε ομοφωνία εντός του Συμβουλίου μετά από απλή διαβούλευση με το Κοινοβούλιο ( 17 ).

43.

Πάντως, κακώς, κατά την άποψή μου, το UWV και η Ολλανδική Κυβέρνηση συνάγουν από την εν λόγω νομική βάση ότι η οδηγία 80/987 δεν μπορεί να αφορά τους υπηκόους τρίτων κρατών.

44.

Πράγματι, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην προκείμενη ότι διάταξη του παραγώγου δικαίου δύναται να παρέχει δικαιώματα στους υπηκόους τρίτων κρατών μόνον όταν έχει ως νομική βάση διάταξη του πρωτογενούς δικαίου, όπως το άρθρο 63, σημείο 4, ΕΚ, ρητώς παρέχουσα στον νομοθέτη της Ένωσης την εξουσία να θεσπίσει μέτρα προοριζόμενα να ρυθμίσουν την κατάσταση των εν λόγω υπηκόων.

45.

Η προκείμενη αυτή, η οποία άπτεται του θεμελιώδους ζητήματος του καθορισμού του πεδίου εφαρμογής ratione personae του δικαίου της Ένωσης ( 18 ), νομίζω ότι είναι ανακριβής.

46.

To πρωτογενές δίκαιο περιέχει πράγματι κανόνες των οποίων η εμβέλεια είναι ρητώς περιορισμένη όσον αφορά τα πρόσωπα που αυτοί αφορούν.

47.

Ορισμένες διατάξεις καθορίζουν τις νομικές βάσεις που καθιστούν δυνατή τη θέσπιση μέτρων αφορώντων ειδικά τους υπηκόους τρίτων κρατών. Αυτό ισχύει για τις διατάξεις του τίτλου IV του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ, ο οποίος επιγράφεται «Θεωρήσεις, άσυλο, μετανάστευση και άλλες πολιτικές σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων», στις οποίες συγκαταλέγεται το άρθρο 63 ΕΚ το οποίο αναφέρει η Ολλανδική Κυβέρνηση.

48.

Αντιθέτως, άλλες διατάξεις έχουν πεδίο εφαρμογής που περιορίζεται μόνο στους πολίτες της Ένωσης. Έτσι, οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εξαρτούν την αναγνώριση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας από την ιθαγένεια ενός από τα κράτη μέλη της Ένωσης ( 19 ).

49.

Πάντως, υπάρχουν επίσης διατάξεις οι οποίες, μη προβλέποντας ειδικό περιορισμό του προσωπικού πεδίου εφαρμογής τους, δύνανται να εφαρμοστούν ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των συγκεκριμένων προσώπων και, επομένως, μπορεί να γίνει επίκλησή τους τόσο από τους υπηκόους τρίτων κρατών όσο και εις βάρος αυτών, εφόσον υπάρχει στοιχείο συνδέσεως της καταστάσεώς τους με το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η έκταση του προσωπικού πεδίου εφαρμογής των μέτρων με νομική βάση μη έχουσα ρητό περιορισμό πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της συγκεκριμένης ρυθμίσεως ( 20 ).

50.

Με εξαίρεση το άρθρο 137, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, ΕΚ, οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 1 του τίτλου ΧΙ του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ, οι οποίες παρείχαν στην Κοινότητα κανονιστική αρμοδιότητα στον κοινωνικό τομέα, πρέπει να καταταγούν στην κατηγορία των διατάξεων που επιτρέπουν τη θέσπιση μέτρων εχόντων εφαρμογή ανεξαρτήτως ιθαγενείας.

51.

Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, μεταξύ των τομέων στους οποίους η Κοινότητα είχε αρμοδιότητες για να υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών, προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους του άρθρου 136 ΕΚ, το άρθρο 137, παράγραφος 1, ΕΚ αφορούσε την προστασία της υγείας και της ασφάλειας καθώς και την ενημέρωση και διαβούλευση με τους «εργαζομένους», την αφομοίωση των αποκλειομένων από την αγορά εργασίας «προσώπων», την «ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών», χωρίς να αναφέρει οποιαδήποτε προϋπόθεση ιθαγενείας.

52.

Ο αποκλεισμός των εργαζομένων υπηκόων τρίτων κρατών από τα μέτρα προστασίας που έχουν εφαρμογή στους μισθωτούς που είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης δύσκολα συνάδει με τους στόχους της κοινωνικής πολιτικής της Ένωσης, όπως αυτοί εξαγγέλλονται στο άρθρο 136, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, ιδίως επειδή ο εν λόγω αποκλεισμός θα μπορούσε να ευνοήσει την πρόσληψη αλλοδαπού εργατικού δυναμικού για να μειωθεί το εργατικό κόστος. Με την απόφασή του στην υπόθεση Γερμανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (281/85, 283/85 έως 285/85 και 287/85, EU:C:1987:351), το Δικαστήριο τόνισε τη στενή αλληλεξάρτηση μεταξύ της κοινωνικής πολιτικής της Ένωσης και εκείνης που μπορεί να ακολουθηθεί έναντι του εργατικού δυναμικού που προέρχεται από τρίτα κράτη. Το πεδίο εφαρμογής των μέτρων που λαμβάνει η Ένωση στον κοινωνικό τομέα πρέπει να νοείται σε συνάρτηση ακριβώς με την πραγματικότητα αυτή ( 21 ).

53.

Επομένως, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η νομική βάση της οδηγίας 2002/74 ουδόλως αποκλείει τη δυνατότητα να έχει η οδηγία 80/987 εφαρμογή στους υπηκόους τρίτων κρατών.

54.

Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία 80/987 καθιστά την ύπαρξη ανεξόφλητων απαιτήσεων από συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας μεταξύ μισθωτών και εργοδότη σε κατάσταση αφερεγγυότητας γενεσιουργό αιτία των υποχρεώσεων που προβλέπει εις βάρος των οργανισμών εγγυήσεως. Ουδεμία προϋπόθεση ιθαγενείας απαιτείται να πληρούν οι μισθωτοί προκειμένου να μπορέσουν να τύχουν της εγγυήσεως. Επομένως, το να εξαρτηθεί το ευεργέτημα της εγγυήσεως από προϋπόθεση ιθαγενείας θα ισοδυναμούσε με προσθήκη στο κείμενο της εν λόγω οδηγίας, κατά παράβαση του σκοπού της, μιας προϋποθέσεως που δεν προβλέπει η οδηγία. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εν λόγω οδηγία έχει κοινωνικό σκοπό ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση σε όλους τους μισθωτούς μιας ελάχιστης προστασίας στο επίπεδο της Ένωσης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, με την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων που απορρέουν από συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας και αφορούν τις αποδοχές συγκεκριμένης περιόδου ( 22 ).

55.

Απομένει να καθοριστεί αν τα κράτη μέλη έχουν, παρά ταύτα, διακριτική ευχέρεια που τους παρέχει τη δυνατότητα να αποκλείσουν τους παρανόμως διαμένοντες μισθωτούς υπηκόους τρίτων κρατών.

2. Η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 80/987 στους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων κρατών

56.

Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η έλλειψη ορισμού της έννοιας του μισθωτού στην οδηγία 80/987 παρέχει στο εθνικό δίκαιο τη δυνατότητα να προσδιορίσει το περιεχόμενο της έννοιας αυτής και, ενδεχομένως, να αποκλείσει τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων κρατών.

57.

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

58.

Είναι αλήθεια ότι η προς το εθνικό δίκαιο παραπομπή στην οποία προβαίνει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987 αφήνει στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια προκειμένου να καθορίσουν το πεδίο εφαρμογής ratione personae της οδηγίας αυτής. Πράγματι, ελλείψει προβλέψεως ενιαίου επιπέδου προστασίας για το σύνολο της Ένωσης βάσει κοινών κριτηρίων, στην εθνική νομοθεσία εναπόκειται ο ορισμός των κατηγοριών μισθωτών στις οποίες προορίζεται να εφαρμοστεί η εν λόγω οδηγία ( 23 ).

59.

Πάντως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εν λόγω διακριτική ευχέρεια δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να τεθεί υπό αμφισβήτηση ούτε η γενική οικονομία ούτε η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 80/987 και πρέπει να ασκείται τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως των θεμελιωδών αρχών του, στις οποίες συγκαταλέγεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων ( 24 ).

60.

Πάντως, εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, εξαρτώσα το δικαίωμα μισθωτού να λάβει αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας από την προϋπόθεση της νομιμότητας της διαμονής του, έχει ως αποτέλεσμα να θίγει τη γενική οικονομία της οδηγίας 80/987 και την πρακτική της αποτελεσματικότητα και συγχρόνως παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

61.

Πρώτον, μια τέτοια διάταξη θίγει τη γενική οικονομία της οδηγίας 80/987 και την πρακτική της αποτελεσματικότητα.

62.

Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν σε «όλους» ( 25 ) τους μισθωτούς ένα ελάχιστο όριο προστασίας αποτελεί τον βασικό κανόνα, και ο κανόνας αυτός συνοδεύεται από εξαιρέσεις που πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται με αυστηρό τρόπο, λαμβανομένων υπόψη του χαρακτήρα τους, ως παρεκκλίσεων, και του σκοπού της οδηγίας 80/987 ( 26 ).

63.

Οι εν λόγω εξαιρέσεις, που απαριθμούνται περιοριστικά στα άρθρα 1, παράγραφος 2, 2, παράγραφος 2, 4 και 10 της οδηγίας 80/987, παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποκλείουν, κατ’ εξαίρεση, από το πεδίο εφαρμογής της ορισμένες κατηγορίες μισθωτών λόγω της υπάρξεως άλλων μορφών εγγυήσεως που τους διασφαλίζουν ισοδύναμη προστασία ( 27 ) και να περιορίζουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, την προστασία που η εν λόγω οδηγία σκοπό έχει να διασφαλίσει στους μισθωτούς. Ουδεμία από αυτές προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίσουν ή, κατά μείζονα λόγο, να καταργήσουν την εγγύηση λόγω της παράνομης καταστάσεως του μισθωτού όσον αφορά τους κανόνες σχετικά με την είσοδο και τη διαμονή στα κράτη αυτά.

64.

Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987, ακόμη και όταν τα κράτη μέλη ορίζουν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, τον όρο «μισθωτός», δεν μπορούν να αποκλείσουν ούτε τους εργαζόμενους μερικής απασχολήσεως κατά την έννοια της οδηγίας 97/81/ΕΚ ( 28 ) ούτε τους εργαζόμενους με σύμβαση ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της οδηγίας 1999/70/ΕΚ ( 29 ) ούτε και τους εργαζόμενους με σχέση πρόσκαιρης απασχολήσεως κατά την έννοια της οδηγίας 91/383/ΕΟΚ ( 30 ).

65.

Στην πραγματικότητα, η παραπομπή στο εθνικό δίκαιο για τον ορισμό της έννοιας του μισθωτού δεν απορρέει από τη βούληση να παρασχεθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα περιορισμού του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 80/987 κατά το δοκούν ( 31 ), αλλά στην ουσία εξηγείται από τη δυσκολία διαμορφώσεως ενιαίου ορισμού μιας έννοιας ο οποίος πρέπει να λάβει υπόψη την ποικιλία των μορφών απασχολήσεως και των σχέσεων εργασίας, η οποία έχει συμβάλει στο να καταστεί πιο αόριστη η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ μισθωτής εργασίας και ανεξάρτητης απασχολήσεως, καθώς και την ποικιλία των στόχων που έχουν οι διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις ( 32 ).

66.

Παρά τη διακριτική ευχέρεια που έχει αφεθεί στα κράτη μέλη, από την οδηγία 80/987 προκύπτει σαφώς ότι όλα τα πρόσωπα που κατά το εθνικό δίκαιο χαρακτηρίζονται ως «μισθωτοί» μπορούν να τύχουν της εγγυήσεως, εκτός αν άλλη μορφή εγγυήσεως διασφαλίζει στα πρόσωπα αυτά ισοδύναμη προστασία.

67.

Πάντως, από τα παρασχεθέντα από το αιτούν δικαστήριο στοιχεία, τα οποία ως προς το σημείο αυτό δεν αντικρούστηκαν από την Ολλανδική Κυβέρνηση, προκύπτει ότι κατά το ολλανδικό αστικό δίκαιο οι υπήκοοι τρίτων κρατών θεωρούνται μισθωτοί, η δε ιδιότητα αυτή δεν τους αναγνωρίζεται μόνο για τον αποκλεισμό τους από το ευεργέτημα της εγγυήσεως λόγω αφερεγγυότητας.

68.

Νομίζω ότι ο αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987 προσώπων που κατά το εθνικό κοινό δίκαιο χαρακτηρίζονται ως «μισθωτοί» δεν συνάδει με την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής και είναι ικανός να τη διακυβεύσει. Κατά την άποψή μου, μολονότι η εν λόγω οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ορίσουν την έννοια του μισθωτού, παρά ταύτα επιβάλλει σε αυτά ο ορισμός που ισχύει στο εθνικό εργατικό δίκαιο να συμπίπτει με τον ορισμό που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής των μέτρων μεταφοράς της ίδιας οδηγίας, προκειμένου κάθε μισθωτός, κατά την έννοια του εθνικού εργατικού δικαίου, να μπορεί να τύχει της εγγυήσεως των μισθολογικών απαιτήσεων. Με άλλα λόγια, ο ορισμός του μισθωτού δεν μπορεί να μεταβάλλεται αναλόγως του αν πρόκειται για τις σχέσεις του εργαζομένου με τον εργοδότη ή για τις σχέσεις του με τον οργανισμό εγγυήσεως.

69.

Δεύτερον, κατά την άποψή μου, η εξάρτηση του δικαιώματος εγγυήσεως των μισθολογικών απαιτήσεων από τη νομιμότητα της διαμονής του μισθωτού υπηκόου τρίτου κράτους δεν συνάδει με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

70.

Η αρχή αυτή αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, κατοχυρωνόμενη, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι διατάξεις του οποίου απευθύνονται τόσο στα θεσμικά και λοιπά όργανα και στους οργανισμούς της Ένωσης όσο και στα κράτη μέλη όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, όπως προκύπτει ειδικότερα από το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη ( 33 ).

71.

Πάντως, όταν κράτος μέλος, στο πλαίσιο της από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987 παραπομπής στο εθνικό δίκαιο, ορίζει τις κατηγορίες μισθωτών στις οποίες η εν λόγω οδηγία προορίζεται να έχει εφαρμογή, εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης και, συνεπώς, οφείλει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

72.

Κατά πάγια νομολογία, η αρχή αυτή επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο συγκρίσιμες καταστάσεις και με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά ( 34 ).

73.

Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν διάφορες καταστάσεις και, έτσι, τον συγκρίσιμο χαρακτήρα τους πρέπει, ειδικότερα, να καθορίζονται και να αξιολογούνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως του δικαίου της Ένωσης που προβαίνει στην εν λόγω διάκριση. Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η πράξη αυτή ( 35 ).

74.

Κατά το Δικαστήριο, η προσέγγιση πρέπει να είναι η ίδια, mutatis mutandis, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της συμβατότητας, με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, των εθνικών μέτρων εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ( 36 ).

75.

Πάντως, όπως υπογράμμισα ανωτέρω, από τα παρασχεθέντα από το αιτούν δικαστήριο στοιχεία προκύπτει ότι, κατά το ολλανδικό αστικό δίκαιο, οι παρανόμως διαμένοντες στη χώρα υπήκοοι τρίτων κρατών έχουν την ιδιότητα του μισθωτού και μπορούν να ζητήσουν την καταβολή αμοιβής βάσει της συμβάσεώς τους εργασίας. Παρά ταύτα, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, το άρθρο 3, παράγραφος 3, του WW επιφυλάσσει σε αυτούς διαφορετική μεταχείριση, εφόσον τους αποκλείει από το δικαίωμα να είναι εγγυημένες οι ανεξόφλητες απαιτήσεις τους.

76.

Μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δεν δικαιολογείται αντικειμενικά.

77.

Προς στήριξή της, το UWV και η Ολλανδική Κυβέρνηση προβάλλουν δύο σειρές επιχειρημάτων.

78.

Πρώτον, αν γινόταν δεκτό ότι η οδηγία 80/987 αφορά τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων κρατών, θα καθίσταντο κενές περιεχομένου οι οδηγίες που αναγνωρίζουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ίση μεταχείριση υπέρ των υπηκόων τρίτων κρατών, αλλά με την επιφύλαξη της νομιμότητας της διαμονής τους ( 37 ).

79.

Η αντίρρηση αυτή δεν με πείθει.

80.

Το να θεωρηθεί αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων η υπό το πρίσμα των στόχων της οδηγίας 80/987 αδυναμία των παρανόμως διαμενόντων μισθωτών να τύχουν της εγγυήσεως των μισθολογικών απαιτήσεών τους σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω υπήκοοι θα βρίσκονται πάντοτε σε κατάσταση συγκρίσιμη με αυτή των πολιτών της Ένωσης ή των νομίμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων κρατών και ότι δεν θα μπορεί ποτέ να ισχύσει για αυτούς διαφορετική μεταχείριση. Η λύση που προτείνω, η οποία περιορίζεται στον τομέα της εγγυήσεως των μισθολογικών απαιτήσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη και συνδέεται με την ιδιότητα του αλλοδαπού ως μισθωτού, έστω και αν διαμένει παρανόμως, δεν θέτει γενικά υπό αμφισβήτηση την προϋπόθεση της νομιμότητας της διαμονής.

81.

Δεύτερον, η υπέρ των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων κρατών αναγνώριση του δικαιώματος εγγυήσεως λόγω αφερεγγυότητας θα ήταν αντίθετη προς την πολιτική που ακολουθείται για την καταπολέμηση της παράνομης μεταναστεύσεως. Συναφώς, το UWV και η Ολλανδική Κυβέρνηση παρατηρούν ότι η ολλανδική νομοθεσία ακολουθεί μια λογική «συζεύξεως» που συνίσταται στη σύνδεση μεταξύ του δικαιώματος λήψεως παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως και της νομιμότητας της διαμονής στις Κάτω Χώρες. Κατά συνέπεια, από το ότι ο εργοδότης που δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του ελέγχου και απασχολεί παράνομο εργαζόμενο δεν μπορεί να αποφύγει να τον πληρώσει για την παρασχεθείσα εργασία δεν συνάγεται η ύπαρξη δικαιώματος κοινωνικής προστασίας σε περίπτωση που ο εν λόγω εργοδότης κηρυχθεί σε πτώχευση.

82.

Ούτε η αντίρρηση αυτή αντέχει σε κριτική.

83.

Πρώτον, μολονότι η οδηγία 80/987 επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να αποφευχθούν καταστρατηγήσεις, παρά ταύτα η δυνατότητα αυτή εντάσσεται σε αυστηρό πλαίσιο και δεν μπορεί να στηρίξει μια γενική παρέκκλιση από την αρχή της εγγυήσεως των μισθολογικών απαιτήσεων. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, αφενός, ότι οι καταστρατηγήσεις τις οποίες αφορά το άρθρο 10, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής είναι οι καταχρηστικές πρακτικές που ζημιώνουν τους οργανισμούς εγγυήσεως δημιουργώντας τεχνητώς απαίτηση μισθού και, έτσι, υποχρέωση πληρωμής βαρύνουσα τους οργανισμούς αυτούς και, αφετέρου, ότι τα μέτρα τα οποία επιτρέπεται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη είναι τα αναγκαία προς αποτροπή τέτοιων πρακτικών ( 38 ).

84.

Δεύτερον, νομίζω ότι η αντίρρηση που προέβαλαν το UWV και η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν συνάδει με τους στόχους του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της καταπολεμήσεως της παράνομης μεταναστεύσεως. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι η οδηγία 2009/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την επιβολή ελάχιστων προτύπων όσον αφορά τις κυρώσεις και τα μέτρα κατά των εργοδοτών που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων κρατών ( 39 ), ρητώς επιτρέπει στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν την απαγόρευση απασχολήσεως των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων κρατών σε εκείνους από τους υπηκόους αυτούς η απέλαση των οποίων έχει αναβληθεί και στους οποίους έχει επιτραπεί να εργαστούν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ( 40 ).

85.

Επιπλέον, η εν λόγω οδηγία ορίζει ότι, σε περίπτωση παραβάσεως της απαγορεύσεως απασχολήσεως, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο εργοδότης να καταβάλει τις ανεξόφλητες αποδοχές, και ειδικότερα κάθε ανεξόφλητο μισθό, περιλαμβανομένης κάθε δαπάνης που προκύπτει από την αποστολή καθυστερημένων οφειλών στη χώρα καταγωγής του εργαζομένου, και τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως ( 41 ).

86.

Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη έχουν τις ακόλουθες εναλλακτικές επιλογές.

87.

Αφενός, να δεχθούν ότι υπήκοοι τρίτων χωρών, μολονότι παρανόμως διαμένουν σε αυτά, μπορούν νομίμως να εργαστούν. Στην περίπτωση αυτή, τίποτα δεν δικαιολογεί να αρνηθούν να αναγνωρίσουν στους εν λόγω αλλοδαπούς τις εγγυήσεις που απορρέουν από την αναγνώριση της ιδιότητας του μισθωτού και, ειδικότερα, αυτήν που προβλέπει η οδηγία 80/987 σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη.

88.

Αφετέρου, να εφαρμόσουν την απαγόρευση απασχολήσεως των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων κρατών. Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης εξακολουθεί να οφείλει τις ανεξόφλητες αποδοχές. Πάντως, οι μισθολογικές απαιτήσεις έχουν, από την ίδια τη φύση τους, μεγάλη σημασία για τους ενδιαφερόμενους και επίσης έχουν την ιδιαιτερότητα ότι αποτελούν την αντιπαροχή παρασχεθείσας εργασίας από την οποία ωφελήθηκε ο εργοδότης.

89.

Συναφώς, οι παρανόμως διαμένοντες υπήκοοι τρίτων κρατών που εργάστηκαν και κατέβαλαν εισφορές βρίσκονται, κατά την άποψή μου, σε κατάσταση συγκρίσιμη με αυτή των λοιπών μισθωτών, οπότε θεωρώ ότι, παρά την περιοριστική διατύπωση της αιτιολογικής σκέψεως 14 της οδηγίας 2009/52 ( 42 ), τίποτα δεν δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά την εγγύηση που οφείλεται σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη.

90.

Η μόνη εξαίρεση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει διαφορετική λύση και να στερήσει τον υπήκοο τρίτου κράτους από το δικαίωμά του για εγγύηση είναι η περίπτωση όπου αυτός ενήργησε με απατηλό τρόπο, ιδίως προσκομίζοντας πλαστό τίτλο διαμονής στον εργοδότη.

91.

Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην περίπτωση του Ο. Tümer. Μολονότι διέμενε παρανόμως στο ολλανδικό έδαφος, ο Ο. Tümer εργάστηκε εκεί και δηλώθηκε από τον εργοδότη του, ο οποίος κατέβαλε για λογαριασμό του εισφορές δυνάμει του WW κατά το έτος 2007. Επιπλέον, ο Ο. Tümer, έχοντας επανειλημμένως ζητήσει τη χορήγηση άδειας διαμονής, σαφέστατα ήταν γνωστός στις εθνικές αρχές, έστω και αν, για να επαναλάβω την έκφραση που χρησιμοποίησε η Ολλανδική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ( 43 ), ενίοτε είχε «εξέλθει του οπτικού πεδίου» των εν λόγω αρχών.

92.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Ο. Tümer είχε δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας. Η άρνηση σε αυτόν της αποζημιώσεως αυτής θα είχε, τελικά, ως αποτέλεσμα αυτός να τιμωρηθεί με το να στερηθεί μια απαίτηση με χαρακτήρα διατροφής, η οποία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αντιπαροχή για παρασχεθείσα από αυτόν εργασία, λόγω σφαλμάτων που διέπραξαν τόσο ο εργοδότης όσο και η διοίκηση που επί πολλά έτη ανέχθηκε μια μη σύννομη κατάσταση.

93.

Κατά συνέπεια, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη νομοθεσία αντίκειται στην οδηγία 80/987 καθώς και στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

IV – Πρόταση

94.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο προδικαστικό ερώτημα του Centrale Raad van Beroep την εξής απάντηση:

Η οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, καθώς και η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, θεωρούμενη υπό το πρίσμα των σκοπών της προαναφερθείσας οδηγίας, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξαρτά το δικαίωμα υπηκόου τρίτου κράτους να λάβει αποζημίωση λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη του από την προϋπόθεση της νομιμότητας της διαμονής του, μολονότι αναγνωρίζει σε αυτόν την ιδιότητα του μισθωτού κατά το αστικό δίκαιο.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Στο εξής: UWV.

( 3 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35.

( 4 ) ΕΕ L 270, σ. 10, στο εξής: οδηγία 80/987.

( 5 ) ΕΕ L 283, σ. 36.

( 6 ) Στο εξής: WW.

( 7 ) Stb. 2000, αριθ. 495.

( 8 ) ΕΕ 1994, L 1, σ. 3.

( 9 ) Στο εξής: απόφαση 1/80.

( 10 ) Η συμφωνία αυτή υπογράφτηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα, αφενός, από τη Δημοκρατία της Τουρκίας και, αφετέρου, από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48).

( 11 ) Βλ. απόφαση Betriu Montull (C‑5/12, EU:C:2013:571, σκέψη 40).

( 12 ) Αυτόθι (σκέψη 41).

( 13 ) Ειδικά, μεταξύ της 31ης Μαρτίου 1995, ημερομηνίας από την οποία ο Ο. Tümer έπαυσε να έχει άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου, και της 25ης Απριλίου 2007, ημερομηνίας από την οποία δεν είναι πλέον κάτοχος άδειας διαμονής.

( 14 ) Βλ. αποφάσεις Derudder (C‑290/01, EU:C:2004:120, σκέψεις 37 και 38) και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C‑157/10, EU:C:2011:813, σκέψεις 17 έως 21).

( 15 ) Η Ολλανδική Κυβέρνηση αναφέρεται στο άρθρο 137 ΕΚ το οποίο, στην πραγματικότητα, αποτελεί τη νομική βάση της οδηγίας 2002/74.

( 16 ) Όπως είχε υπενθυμίσει η Επιτροπή με την κατατεθείσα από αυτήν πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη [COM(2000) 832 τελικό], η προσφυγή στο άρθρο 100 της Συνθήκης ΕΚ ως νομική βάση της οδηγίας 80/987, στην αρχική της μορφή, εξηγούνταν από την έλλειψη, την εποχή εκείνη, συγκεκριμένης νομικής βάσεως για τη θέσπιση μέτρων στον κοινωνικό τομέα (σημείο 6).

( 17 ) Επιπλέον, κατά τη συζήτηση της προτάσεως της Επιτροπής στην ομάδα «Κοινωνικά Θέματα» του Συμβουλίου στις 19 Μαρτίου 2001, η βρετανική αντιπροσωπεία είχε εκφράσει αμφιβολίες ως προς τη νομική βάση του κειμένου, ζητώντας τη γνώμη της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου.

( 18 ) Για γενική θεώρηση, βλ. Dubos, O., «Quel statut personnel pour les ressortissants des États tiers?», Revue des affaires européennes, 2003-2004/1, σ. 83· Guild, E., και Peers, S., «Out of the Ghetto? The Personal Scope of EU Law», EU Immigration and Asylum Law: Text and Commentary, 1η έκδ., Martinus Nijhoff Publishers, Leiden, σ. 81· Martin, D., «La protection des ressortissants de pays tiers par l’ordre juridique communautaire», L’union européenne et les droits fondamentaux, Bruylant, Bruxelles, 1999, σ. 173, και Mavridis, P., «Union européenne: un prix Nobel de protection sociale des ressortissants des pays tiers?», Revue de droit du travail, αριθ. 12, 2012, σ. 719 και αριθ. 1, 2013, σ. 57.

( 19 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Βλ., επίσης, στον τομέα της προσβάσεως στην απασχόληση, άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ L 141, σ. 1), το οποίο άρθρο αναγνωρίζει την ελεύθερη πρόσβαση στην απασχόληση μόνον υπέρ των υπηκόων των κρατών μελών.

( 20 ) Μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει την αναγνώριση γενικού τεκμηρίου ότι υπήκοοι τρίτων χωρών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ρητή διάταξη. Βλ., στο ίδιο πνεύμα, Guild, E., και Peers, S., «Out of the Ghetto? The Personal Scope of EU Law», EU Immigration and Asylum Law: Text and Commentary, όπ.π. Οι συγγραφείς αυτοί υποστηρίζουν ότι «[i]f Member States were free to exempt third-country nationals from EC social legislation, a significant section of the workforce would have limited prospects of ‘improved living and working conditions’ and there would be little progress towards ‘combating of exclusion’ — rather the reverse» (σ. 95). Βλ., επίσης, Martin, D., «La protection des ressortissants de pays tiers par l’ordre juridique communautaire», L’union européenne et les droits fondamentaux, όπ.π., ο οποίος θεωρεί ότι «τόσο η Συνθήκη όσο και το παράγωγο δίκαιο έχουν εφαρμογή επί των υπηκόων τρίτων χωρών, εκτός αν ρητώς προβλέπεται το αντίθετο» (σ. 173).

( 21 ) Το άρθρο 136, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, που ορίζει τους στόχους για την υλοποίηση των οποίων το Συμβούλιο μπορεί, στους τομείς που αφορά το άρθρο 137, παράγραφος 1, ΕΚ, να καθορίζει, μέσω οδηγιών, τις ελάχιστες προδιαγραφές, παραπέμπει στον ευρωπαϊκό κοινωνικό χάρτη, που υπογράφτηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961 και αναθεωρήθηκε στο Στρασβούργο στις 3 Μαΐου 1996, και στον κοινοτικό χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, που υιοθετήθηκε κατά τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Στρασβούργο στις 9 Δεκεμβρίου 1989. Πάντως, δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η εν λόγω παραπομπή, η οποία παραμένει αρκετά αόριστη και αποβλέπει στο να υπογραμμίσει τη σύνδεση των κρατών μελών με την προστασία των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων, έχει ως λειτουργία να καθορίσει το πεδίο εφαρμογής της κοινωνικής πολιτικής της Ένωσης με αναφορά στο ratione personae περιεχόμενο των δύο αυτών χαρτών. Βλ., συναφώς, Guild, E., και Peers, S., «Out of the Ghetto? The Personal Scope of EU Law», EU Immigration and Asylum Law: Text and Commentary, όπ.π. (σ. 94 και 95).

( 22 ) Βλ. αποφάσεις Andersson (C‑30/10, EU:C:2011:66, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και van Ardennen (C‑435/10, EU:C:2011:751, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 23 ) Βλ., κατ’ αναλογία, για τον ορισμό του όρου «αμοιβές», απόφαση Visciano (C‑69/08, EU:C:2009:468, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 24 ) Βλ., ως προς το ότι υπόκειται στις επιταγές της αρχής της ισότητας και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων η δυνατότητα που η οδηγία 80/987 αναγνωρίζει στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον προσδιορισμό των παροχών με τις οποίες επιβαρύνεται ο οργανισμός εγγυήσεως, απόφαση Robledillo Núñez (C‑498/06, EU:C:2008:109, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 25 ) Βλ. αποφάσεις Andersson (EU:C:2011:66, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και van Ardennen (EU:C:2011:751, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 26 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση van Ardennen (EU:C:2011:751, σκέψη 34).

( 27 ) Οι αναγόμενοι στην ιδιαίτερη φύση της συμβάσεως εργασίας ή της σχέσεως εργασίας των μισθωτών αποκλεισμοί, που προέβλεπε η αρχική μορφή της οδηγίας 80/987, καταργήθηκαν με την οδηγία 2002/74.

( 28 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχολήσεως που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9).

( 29 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43).

( 30 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1991, για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφαλείας και της υγείας κατά την εργασία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας (ΕΕ L 206, σ. 19).

( 31 ) Επιπλέον, η Επιτροπή εξέθεσε, με την κατατεθείσα από αυτήν πρόταση οδηγίας που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 16, ότι περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της προστασίας που παρέχεται από την οδηγία 80/987, απορρέων από πολύ περιοριστικό ορισμό της έννοιας του μισθωτού από κράτος μέλος, «φαίνεται ανεπιθύμητο[ς] και, στην περίπτωση ορισμένων εργαζομένων, δύσκολα συμβιβάσιμο[ς] με τους στόχους της κοινοτικής κοινωνικής πολιτικής, που αποσκοπεί στην εξεύρεση μιας ισορροπίας μεταξύ ευελιξίας στην αγορά της εργασίας και ασφάλειας για τους εργαζόμενους» (σημείο 4.1.2).

( 32 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, Barnard, C., EU Employment Law, 4η έκδ., Oxford University Press, 2012, σ. 144. Βλ., επίσης, όσον αφορά τον ορισμό του μισθωτού στο δίκαιο της Ένωσης, Coursier, P., «La notion de travailleur salarié en droit social communautaire», Droit social αριθ. 3, 2003, σ. 305.

( 33 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση IBV & Cie (C‑195/12, EU:C:2013:598, σκέψη 48).

( 34 ) Αυτόθι (σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 35 ) Αυτόθι (σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 36 ) Αυτόθι (σκέψη 53).

( 37 ) Βλ. οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (ΕΕ L 180, σ. 22)· οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16), και οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44).

( 38 ) Βλ. απόφαση Walcher (C‑201/01, EU:C:2003:450, σκέψεις 39 και 40).

( 39 ) ΕΕ L 168, σ. 24. Μολονότι η οδηγία 2009/52 δεν έχει εφαρμογή ratione temporis λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, παρά ταύτα παρέχει τη δυνατότητα να γίνουν αντιληπτοί οι στόχοι και η λογική της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της καταπολεμήσεως της παράνομης απασχολήσεως.

( 40 ) Άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

( 41 ) Άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.

( 42 ) Κατά την τελευταία περίοδο της αιτιολογικής αυτής σκέψεως, όταν ο εργοδότης δεν καταβάλλει τις καθυστερούμενες οφειλές, τα κράτη μέλη δεν πρέπει να είναι υποχρεωμένα να εκπληρώσουν αντί του εργοδότη την υποχρέωση αυτή.

( 43 ) Η κυβέρνηση αυτή εξήγησε, ειδικότερα, ότι ο εργοδότης του Ο. Tümer δεν είχε ζητήσει άδεια απασχολήσεως γι’ αυτόν κατά την περίοδο εξετάσεως της αιτήσεώς του άδειας διαμονής, ενώ τέτοια άδεια θα είχε παράσχει στον Ο. Tümer το δικαίωμα να εργαστεί νομίμως κατά την περίοδο αυτή.