29.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 93/16


Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 13ης Φεβρουαρίου 2014 [αίτηση του Administrativen sad Sofia-grad (Βουλγαρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Maks Pen EOOD κατά Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» Sofia, πρώην Direktor na Direktsia «Obzhalvane i upravlenie na izpalnenieto» Sofia

(Υπόθεση C-18/13) (1)

(Φορολογία - Κοινό σύστημα του φόρου προστιθέμενης αξίας - Οδηγία 2006/112/ΕΚ - Έκπτωση του φόρου εισροών - Παρεχόμενες υπηρεσίες - Έλεγχος - Πάροχος που δεν διαθέτει τα αναγκαία μέσα - Έννοια της φοροδιαφυγής - Υποχρέωση αυτεπάγγελτης διαπιστώσεως της φοροδιαφυγής - Απαίτηση πραγματικής παροχής της υπηρεσίας - Υποχρέωση τηρήσεως αρκούντως λεπτομερούς λογιστικής - Ένδικες διαφορές - Απαγόρευση του ποινικού χαρακτηρισμού της απάτης εκ μέρους του δικαστή και της χειροτερεύσεως της καταστάσεως του προσφεύγοντος)

2014/C 93/25

Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική

Αιτούν δικαστήριο

Administrativen sad Sofia-grad

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Maks Pen EOOD

κατά

Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» Sofia, πρώην Direktor na Direktsia «Obzhalvane i upravlenie na izpalnenieto» Sofia

Αντικείμενο

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως — Administrativen sad Sofia-grad — Ερμηνεία των άρθρων 63, 178, παράγραφος 1, στοιχείο α', 226, παράγραφος 1, σημείο 6, καθώς και 242 και 273 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347, σ. 1) — Έννοια της «φοροδιαφυγής» — Μνεία στο τιμολόγιο προμηθευτή ο οποίος δεν διαθέτει το προσωπικό, τα υλικά μέσα και τα στοιχεία ενεργητικού που απαιτούνται για την παροχή της υπηρεσίας — Απουσία λογιστικών αποδείξεων — Έκδοση πλαστών εγγράφων προς δικαιολόγηση της παροχής της υπηρεσίας — Υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη φοροδιαφυγής — Εξάρτηση του δικαιώματος εκπτώσεως του φόρου από την πραγματική παροχή της υπηρεσίας — Απαίτηση τηρήσεως των διεθνών λογιστικών προτύπων προκειμένου η τηρούμενη λογιστική να είναι επαρκώς λεπτομερής ώστε να επιτρέπει τον έλεγχο του δικαιώματος εκπτώσεως — Ενδεχόμενη ανάγκη αναγραφής επί των τιμολογίων πληροφοριών σχετικά με την πραγματική παροχή της υπηρεσίας — Εθνική νομοθεσία που θεωρεί την υπηρεσία ως παρασχεθείσα κατά την ημερομηνία κατά την οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεως του προερχόμενου από την εν λόγω παροχή εσόδου σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία

Διατακτικό

1)

Η οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας, έχει την έννοια ότι αποκλείει την εκ μέρους υποκειμένου στον φόρο έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας που αναγράφεται στα εκδοθέντα από τον πάροχο τιμολόγια, οσάκις, μολονότι η υπηρεσία παρασχέθηκε, αποδεικνύεται ότι δεν έχει πράγματι εκτελεστεί από αυτόν τον πάροχο ή από τον υπεργολάβο του, ιδίως διότι αυτοί δεν διέθεταν το προσωπικό, τα υλικά μέσα και τα στοιχεία ενεργητικού που ήταν αναγκαία για την παροχή των υπηρεσιών, ότι το κόστος της παροχής δεν τεκμηριώθηκε στα λογιστικά βιβλία τους και ότι εκδόθηκαν πλαστά έγγραφα από πρόσωπα που τα υπέγραψαν ως πάροχοι, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι τα εν λόγω περιστατικά συνιστούν απάτη και, αφετέρου, ότι αποδεικνύεται, λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών στοιχείων που παρέσχον οι φορολογικές αρχές, ότι ο υποκείμενος στον φόρο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πράξη της οποίας γίνεται επίκληση προς θεμελίωση δικαιώματος εκπτώσεως έλαβε χώρα στο πλαίσιο της εν λόγω απάτης, προϋπόθεση τη συνδρομή της οποίας οφείλει να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο.

2)

Όταν τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση ή την ευχέρεια να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως τους νομικούς ισχυρισμούς που στηρίζονται σε δεσμευτικό κανόνα του εθνικού δικαίου, οφείλουν να τους εξετάζουν σε σχέση με δεσμευτικό κανόνα του δικαίου της Ένωσης όπως αυτός που απαιτεί από τις εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια να μην επιτρέπουν την άσκηση του δικαιώματος προς έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας, όταν αποδεικνύεται, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι η επίκληση του δικαιώματος αυτού γίνεται δολίως ή καταχρηστικώς. Στα δικαστήρια αυτά απόκειται, οσάκις εξετάζουν αν η επίκληση του εν λόγω δικαιώματος προς έκπτωση έγινε δολίως ή καταχρηστικώς, να ερμηνεύσουν το εθνικό δίκαιο κατά το μέτρο του δυνατού με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της οδηγίας 2006/112, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή αποτελέσματος, προς εξασφάλιση της οποίας απαιτείται να πράττουν ό,τι εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κανόνων του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας μεθόδους ερμηνείας που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό.

3)

Η οδηγία 2006/112, απαιτώντας ειδικότερα, κατά το άρθρο της 242, από κάθε υποκείμενο στον φόρο να τηρεί αρκούντως λεπτομερή λογιστική, ούτως ώστε να καθίσταται δυνατή η εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και ο έλεγχός της από τις φορολογικές αρχές, έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει το οικείο κράτος μέλος να επιβάλλει στον υποκείμενο στον φόρο, εντός των ορίων που προβλέπει το άρθρο 273 της οδηγίας αυτής, υποχρέωση τηρήσεως του συνόλου των εθνικών λογιστικών κανόνων που συνάδουν με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, εφόσον τα σχετικώς θεσπιζόμενα μέτρα δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου ορίου για την εκπλήρωση των σκοπών εξασφαλίσεως της εισπράξεως του ακριβούς ποσού φόρου και αποτροπής των καταχρήσεων. Συναφώς, η οδηγία 2006/112 αντιτίθεται σε εθνική διάταξη κατά την οποία η υπηρεσία θεωρείται παρασχεθείσα κατά τον χρόνο κατά τον οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεως του προερχόμενου από την οικεία παροχή εσόδου.


(1)  ΕΕ C 79 της 16.3.2013.