26.1.2013 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 26/60 |
Προσφυγή της 15ης Νοεμβρίου 2012 — Ryanair κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-500/12)
2013/C 26/120
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ryanair Ltd (Δουβλίνο, Ιρλανδία) (εκπρόσωποι: B. Kennelly, Barrister, E. Vahida και I. Μεταξάς-Μαραγκίδης, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
— |
να ακυρώσει το άρθρο 1 της αποφάσεως της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 2012 στην αφορώσα κρατική ενίσχυση υπόθεση SA.29064 (2011/C) (πρώην 2011/NN), με την οποία διαπιστώθηκε ότι οι διαφοροποιημένοι συντελεστές που εφαρμόζονταν στον ιρλανδικό φόρο αερομεταφορών (ΑΤΤ) μεταξύ της 30ής Μαρτίου 2009 και της 1ης Μαρτίου 2011 συνιστούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση αντίθετη στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ· |
— |
να ακυρώσει τα άρθρα 4, 5 και 6 της ίδιας αποφάσεως· |
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως.
1) |
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι ο ανερχόμενος σε 10 ευρώ ΑΤΤ ήταν ο «συνήθης» ή ο θεμιτός «συνήθως εφαρμοζόμενος» συντελεστής, παρά το γεγονός ότι αυτός ο υψηλότερος συντελεστής ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, παράνομος υπό το πρίσμα του δικαίου της ΕΕ. |
2) |
Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση του χορηγηθέντος στο πλαίσιο του ΑΤΤ πλεονεκτήματος, διαπιστώνοντας ότι η Ryanair και η Aer Arann τελούσαν στην ίδια θέση όσον αφορά το οικονομικό και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που παρείχε ο ΑΤΤ, παραβλέποντας εντελώς τα ιδιαίτερα αποτελέσματα που είχε ο ΑΤΤ από πλευράς ανταγωνισμού, ως είχαν μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus, σφάλλοντας κατά την εκτίμηση του πλεονεκτήματος το οποίο φέρεται να αποκόμισε η Ryanair έναντι άλλων, μη Ιρλανδών αερομεταφορέων και αγνοώντας τα πλεονεκτικά αποτελέσματα του ΑΤΤ για τους ανταγωνιστές της Ryanair. |
3) |
Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σε σχέση με την απόφαση περί ανακτήσεως, στερώντας από την Ιρλανδία την απαιτούμενη διακριτική ευχέρεια προκειμένου να εκτιμήσει σε ποιο μέτρο η κρατική ενίσχυση στρέβλωνε τον ανταγωνισμό και, ως εκ τούτου, να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση, παραλείποντας να εκτιμήσει την επιρροή που ασκούσε η δυνατότητα των πληττομένων αεροπορικών εταιριών να μετακυλίσουν τον ΑΤΤ στους πελάτες τους και παραβλέποντας τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που θα προκληθούν από τον συνδυασμό της αποφάσεως περί ανακτήσεως με το δικαίωμα επιστροφής το οποίο αντλούσαν οι φερόμενες ως «λήπτριες» αεροπορικές εταιρίες από το δίκαιο της ΕΕ και από το Ιρλανδικό δίκαιο. |
4) |
Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να ειδοποιήσει τη Ryanair για την απόφασή της περί ανακτήσεως, όπως επιβάλλει το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 (1) και το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
5) |
Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως, παραλείποντας να δικαιολογήσει για ποιο λόγο, αντιθέτως προς την πάγια νομολογία, ο φόρος των 10 ευρώ μπορούσε να είναι παράνομος κατά το δίκαιο της ΕΕ και συγχρόνως το «σύνηθες» και «θεμιτό» σημείο αναφοράς και παραλείποντας να εξετάσει τα οικονομικά και τα από πλευράς ανταγωνισμού αποτελέσματα του εν λόγω μέτρου. |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999 L 83, σ. 1).