Υπόθεση T‑494/12
Biscuits Poult SAS
κατά
Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)
«Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα — Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας — Καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που απεικονίζει ένα κομμένο μπισκότο — Λόγος ακυρότητας — Απουσία ατομικού χαρακτήρα — Άρθρα 4, 6 και άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002»
Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2014
Κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα – Προϋποθέσεις προστασίας – Ορατότητα των πτυχών του προϊόντος οι οποίες απεικονίζονται στο σχέδιο ή στο υπόδειγμα
(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 3, στοιχεία αʹ και βʹ, και 4 § 1)
Κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα – Προϋποθέσεις προστασίας – Σχέδιο ή υπόδειγμα που αποτελεί μέρος σύνθετου προϊόντος – Μέρος του προϊόντος που πρέπει να παραμένει ορατό κατά τη συνήθη χρήση του ώστε να δύναται να θεωρηθεί ότι είναι νέο και έχει ατομικό χαρακτήρα
(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 3, στοιχεία αʹ και γʹ, και 4 §§ 2 και 3)
Κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα – Λόγοι ακυρότητας – Απουσία ατομικού χαρακτήρα – Σχέδιο ή υπόδειγμα που δεν δημιουργεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση από εκείνη που δημιουργεί προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα – Απεικόνιση ενός κομμένου μπισκότου
(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 1 και 25 § 1, στοιχείο βʹ)
Από το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 6/2002, προκύπτει ότι ως «σχέδιο ή υπόδειγμα» ορίζεται «η εικόνα την οποία παρουσιάζει το σύνολο ή μέρος ενός προϊόντος η οποία προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του, και ιδίως από τη γραμμή, το περίγραμμα, το χρώμα, το σχήμα, την υφή ή/και τα υλικά του ίδιου του προϊόντος ή/και της διακόσμησης που φέρει». Εξ αυτού συνάγεται ότι «η προστασία σχεδίου ή υποδείγματος» υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 συνίσταται στην προστασία της εικόνας ενός προϊόντος, ήτοι, κατά το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, κάθε βιομηχανικού αντικειμένου ή χειροτεχνήματος, ή μέρους αυτού. Εξάλλου, προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 7, 12 και 14 του κανονισμού 6/2002, οι οποίες αναφέρονται στην προστασία της βιομηχανικής αισθητικής, στον περιορισμό της προστασίας στα ορατά χαρακτηριστικά και στη συνολική εντύπωση που προκαλείται στον ενημερωμένο χρήστη ο οποίος αντικρίζει την εικόνα του προϊόντος, ότι ο εν λόγω κανονισμός παρέχει αποκλειστικώς προστασία στα ορατά μέρη των προϊόντων ή μερών των προϊόντων τα οποία δύνανται, κατά συνέπεια, να καταχωρισθούν ως σχέδια ή υποδείγματα. Κατά συνέπεια, τα μη ορατά χαρακτηριστικά του προϊόντος, τα οποία δεν συνδέονται προς την εμφάνισή του, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να κριθεί εάν το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα μπορεί να τύχει προστασίας.
(βλ. σκέψεις 18-20, 29)
Το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 6/2002 για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα να πολλαπλασιάσει τις πτυχές ενός προϊόντος που δύνανται να αποτελέσουν σχέδιο ή υπόδειγμα κατά το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, αλλά να θεσπίσουν έναν ειδικό κανόνα που αφορά ειδικώς τα σχέδια ή τα υποδείγματα τα οποία εφαρμόζονται σε ένα προϊόν ή ενσωματώνονται σε ένα προϊόν το οποίο αποτελεί συστατικό σύνθετου προϊόντος υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, τα εν λόγω σχέδια ή υποδείγματα προστατεύονται μόνον εάν, πρώτον, το συστατικό, αφού ενσωματωθεί στο σύνθετο προϊόν, παραμένει ορατό κατά τη συνήθη χρήση του προϊόντος, και, δεύτερον, εάν τα ορατά χαρακτηριστικά του συστατικά πληρούν, αυτά καθεαυτά, τις προϋποθέσεις ως προς τον νεωτερισμό και τον ατομικό χαρακτήρα.
Συγκεκριμένα, δεδομένης της ιδιαίτερης φύσεως των συστατικών ενός συνθέτου προϊόντος υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002, τα οποία δύνανται να αποτελέσουν το αντικείμενο χωριστής παραγωγής και εμπορευματοποιήσεως από την παραγωγή και την εμπορευματοποίηση του συνθέτου προϊόντος, είναι εύλογο ο νομοθέτης να τους αναγνωρίζει τη δυνατότητα να καταχωρισθούν ως σχέδια ή υποδείγματα, αλλά υπό την επιφύλαξη ότι είναι ορατά μετά την ενσωμάτωσή τους στο σύνθετο προϊόν και αποκλειστικώς για τα ορατά επίμαχα συστατικά κατά τη συνήθη χρήση του συνθέτου προϊόντος και στο μέτρο που τα συστατικά αυτά είναι νέα και έχουν ατομικό χαρακτήρα.
(βλ. σκέψεις 21-23)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 25, 28, 33, 34)
Υπόθεση T‑494/12
Biscuits Poult SAS
κατά
Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)
«Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα — Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας — Καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που απεικονίζει ένα κομμένο μπισκότο — Λόγος ακυρότητας — Απουσία ατομικού χαρακτήρα — Άρθρα 4, 6 και άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002»
Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2014
Κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα – Προϋποθέσεις προστασίας – Ορατότητα των πτυχών του προϊόντος οι οποίες απεικονίζονται στο σχέδιο ή στο υπόδειγμα
(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 3, στοιχεία αʹ και βʹ, και 4 § 1)
Κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα – Προϋποθέσεις προστασίας – Σχέδιο ή υπόδειγμα που αποτελεί μέρος σύνθετου προϊόντος – Μέρος του προϊόντος που πρέπει να παραμένει ορατό κατά τη συνήθη χρήση του ώστε να δύναται να θεωρηθεί ότι είναι νέο και έχει ατομικό χαρακτήρα
(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 3, στοιχεία αʹ και γʹ, και 4 §§ 2 και 3)
Κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα – Λόγοι ακυρότητας – Απουσία ατομικού χαρακτήρα – Σχέδιο ή υπόδειγμα που δεν δημιουργεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση από εκείνη που δημιουργεί προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα – Απεικόνιση ενός κομμένου μπισκότου
(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 1 και 25 § 1, στοιχείο βʹ)
Από το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 6/2002, προκύπτει ότι ως «σχέδιο ή υπόδειγμα» ορίζεται «η εικόνα την οποία παρουσιάζει το σύνολο ή μέρος ενός προϊόντος η οποία προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του, και ιδίως από τη γραμμή, το περίγραμμα, το χρώμα, το σχήμα, την υφή ή/και τα υλικά του ίδιου του προϊόντος ή/και της διακόσμησης που φέρει». Εξ αυτού συνάγεται ότι «η προστασία σχεδίου ή υποδείγματος» υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 συνίσταται στην προστασία της εικόνας ενός προϊόντος, ήτοι, κατά το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, κάθε βιομηχανικού αντικειμένου ή χειροτεχνήματος, ή μέρους αυτού. Εξάλλου, προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 7, 12 και 14 του κανονισμού 6/2002, οι οποίες αναφέρονται στην προστασία της βιομηχανικής αισθητικής, στον περιορισμό της προστασίας στα ορατά χαρακτηριστικά και στη συνολική εντύπωση που προκαλείται στον ενημερωμένο χρήστη ο οποίος αντικρίζει την εικόνα του προϊόντος, ότι ο εν λόγω κανονισμός παρέχει αποκλειστικώς προστασία στα ορατά μέρη των προϊόντων ή μερών των προϊόντων τα οποία δύνανται, κατά συνέπεια, να καταχωρισθούν ως σχέδια ή υποδείγματα. Κατά συνέπεια, τα μη ορατά χαρακτηριστικά του προϊόντος, τα οποία δεν συνδέονται προς την εμφάνισή του, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να κριθεί εάν το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα μπορεί να τύχει προστασίας.
(βλ. σκέψεις 18-20, 29)
Το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 6/2002 για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα να πολλαπλασιάσει τις πτυχές ενός προϊόντος που δύνανται να αποτελέσουν σχέδιο ή υπόδειγμα κατά το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, αλλά να θεσπίσουν έναν ειδικό κανόνα που αφορά ειδικώς τα σχέδια ή τα υποδείγματα τα οποία εφαρμόζονται σε ένα προϊόν ή ενσωματώνονται σε ένα προϊόν το οποίο αποτελεί συστατικό σύνθετου προϊόντος υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, τα εν λόγω σχέδια ή υποδείγματα προστατεύονται μόνον εάν, πρώτον, το συστατικό, αφού ενσωματωθεί στο σύνθετο προϊόν, παραμένει ορατό κατά τη συνήθη χρήση του προϊόντος, και, δεύτερον, εάν τα ορατά χαρακτηριστικά του συστατικά πληρούν, αυτά καθεαυτά, τις προϋποθέσεις ως προς τον νεωτερισμό και τον ατομικό χαρακτήρα.
Συγκεκριμένα, δεδομένης της ιδιαίτερης φύσεως των συστατικών ενός συνθέτου προϊόντος υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002, τα οποία δύνανται να αποτελέσουν το αντικείμενο χωριστής παραγωγής και εμπορευματοποιήσεως από την παραγωγή και την εμπορευματοποίηση του συνθέτου προϊόντος, είναι εύλογο ο νομοθέτης να τους αναγνωρίζει τη δυνατότητα να καταχωρισθούν ως σχέδια ή υποδείγματα, αλλά υπό την επιφύλαξη ότι είναι ορατά μετά την ενσωμάτωσή τους στο σύνθετο προϊόν και αποκλειστικώς για τα ορατά επίμαχα συστατικά κατά τη συνήθη χρήση του συνθέτου προϊόντος και στο μέτρο που τα συστατικά αυτά είναι νέα και έχουν ατομικό χαρακτήρα.
(βλ. σκέψεις 21-23)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 25, 28, 33, 34)