ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 19ης Ιανουαρίου 2016 ( *1 )

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά των έργων που αφορούν εξοπλισμούς μεταγωγής με μόνωση αερίου — Απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν της μερικής ακύρωσης της αρχικής απόφασης από το Γενικό Δικαστήριο — Πρόστιμα — Δικαιώματα άμυνας — Υποχρέωση αιτιολόγησης — Ίση μεταχείριση — Αρχικό ποσό — Βαθμός συμμετοχής στην παράβαση»

Στην υπόθεση T‑404/12,

Toshiba Corp., με έδρα το Τόκυο (Ιαπωνία), εκπροσωπούμενη από την J. MacLennan, solicitor, και τους A. Schulz και Σ. Σακελλαρίου, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους N. Khan και F. Ronkes Agerbeek,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή που έχει ως κύριο αίτημα την ακύρωση της απόφασης C(2012) 4381 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2012, για την τροποποίηση της απόφασης C(2006) 6762 τελικό, της 24ης Ιανουαρίου 2007, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (νυν άρθρου 101 ΣΛΕΕ) και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, στον βαθμό που απευθύνεται στη Mitsubishi Electric Corp. και στην Toshiba Corp. (υπόθεση COMP/39.966 — Εξοπλισμοί μεταγωγής με μόνωση αερίου — πρόστιμα), και ως επικουρικό αίτημα τη μείωση του ύψους του προστίμου που έχει επιβληθεί στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τον H. Kanninen, πρόεδρο, την I. Pelikánová (εισηγήτρια) και τον E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 21ης Απριλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Η προσφεύγουσα, η Toshiba Corp., είναι ιαπωνική εταιρία η οποία δραστηριοποιείται σε διαφόρους τομείς, μεταξύ των οποίων ο τομέας των εξοπλισμών μεταγωγής με μόνωση αερίου (στο εξής: ΕΜΜΑ). Κατά το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Απριλίου 2005 η δραστηριότητά της στον τομέα των ΕΜΜΑ ασκούνταν από την TM T&D Corp., εταιρία που ανήκε κατά το ήμισυ στην Toshiba Corp. και κατά το άλλο ήμισυ στη Mitsubishi Electric Corp. (στο εξής: Melco) και η οποία λύθηκε το 2005.

2

Στις 24 Ιανουαρίου 2007 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε την απόφαση C(2006) 6762 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/38.899 — Εξοπλισμοί μεταγωγής με μόνωση αερίου) (στο εξής: απόφαση του 2007).

3

Με την απόφαση του 2007, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι κατά το διάστημα μεταξύ 15ης Απριλίου 1988 και 11ης Μαΐου 2004 είχε τελεστεί μια ενιαία και διαρκής παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο στην αγορά των ΕΜΜΑ εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) και επέβαλε στους αποδέκτες της απόφασης αυτής, δηλαδή σε ορισμένους Ευρωπαίους και Ιάπωνες κατασκευαστές ΕΜΜΑ, πρόστιμα, το ύψος των οποίων υπολογίστηκε κατ’ εφαρμογή της μεθόδου που καθορίζεται με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων), καθώς και με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3).

4

Η παράβαση την οποία αφορούσε η απόφαση του 2007 περιελάμβανε τρία βασικά στοιχεία:

μια συμφωνία που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 15 Απριλίου 1988 (στο εξής: συμφωνία GQ) και η οποία αποσκοπούσε στη συνομολόγηση κανόνων που να διέπουν την ανάθεση των έργων σχετικά με τους ΕΜΜΑ σε παγκόσμια κλίμακα, ώστε να διατηρηθούν οι ποσοστώσεις που αποτύπωναν σε μεγάλο βαθμό τα «εκτιμώμενα μερίδια που παραδοσιακώς κατείχαν στην αγορά» οι ενδιαφερόμενοι κατασκευαστές, συμφωνία που θα εφαρμοζόταν σε ολόκληρο τον πλανήτη, πλην Ηνωμένων Πολιτειών, Καναδά, Ιαπωνίας και 17 χωρών της Δυτικής Ευρώπης, και βασιζόταν στην παραχώρηση μιας «κοινής ιαπωνικής ποσόστωσης» στους Ιάπωνες κατασκευαστές και μιας «κοινής ευρωπαϊκής ποσόστωσης» στους Ευρωπαίους κατασκευαστές,

μια παράλληλη συμφωνία (στο εξής: κοινό σύμφωνο), δυνάμει της οποίας αφενός τα έργα ΕΜΜΑ στην Ιαπωνία και στις χώρες των ευρωπαϊκών μελών της σύμπραξης προορίζονταν αποκλειστικά και μόνο για τις ιαπωνικές και τις ευρωπαϊκές αντίστοιχα εταιρίες που ήταν μέλη της σύμπραξης και αφετέρου τα έργα ΕΜΜΑ στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες επίσης προορίζονταν αποκλειστικά για την ομάδα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων του καρτέλ, καθόσον οι Ιάπωνες κατασκευαστές ανέλαβαν τη δέσμευση να μη μετέχουν σε διαγωνισμούς για έργα στην Ευρώπη, αλλά σε αντάλλαγμα της δέσμευσης αυτής προβλεπόταν η κοινοποίηση των έργων αυτών στην ιαπωνική ομάδα επιχειρήσεων και η υπαγωγή τους στην «κοινή ευρωπαϊκή ποσόστωση» που πρόβλεπε η συμφωνία GQ,

μια συμφωνία που υπογράφηκε από τα μέλη της ευρωπαϊκής ομάδας κατασκευαστών στη Βιέννη στις 15 Απριλίου 1988 και επιγραφόταν «E‑Group Operation Agreement for GQ-Agreement» (στο εξής: συμφωνία EQ) και η οποία αποσκοπούσε στην κατανομή των έργων ΕΜΜΑ που προορίζονταν για την ομάδα αυτή δυνάμει της συμφωνίας GQ.

5

Με το άρθρο 1 της απόφασης του 2007 η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει μέρος στην παράβαση κατά το διάστημα μεταξύ 15ης Απριλίου 1988 και 11ης Μαΐου 2004.

6

Για τη διαπιστωθείσα με το άρθρο 1 της απόφασης του 2007 παράβαση επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, με το άρθρο 2 της ίδιας απόφασης, πρόστιμο ύψους 90900000 ευρώ, για την καταβολή δε των 4650000 ευρώ, τα οποία αντιστοιχούσαν στη διαπραχθείσα από την TM T&D παράβαση, η προσφεύγουσα ευθυνόταν σε ολόκληρο με τη Melco.

7

Στις 18 Απριλίου 2007 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης του 2007.

8

Με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T‑113/07, Συλλογή, EU:T:2011:343), το Γενικό Δικαστήριο αφενός απέρριψε την προσφυγή ως προς το αίτημα ακύρωσης του άρθρου 1 της απόφασης του 2007. Αφετέρου ακύρωσε το άρθρο 2, στοιχεία ηʹ και θʹ, της απόφασης του 2007, καθόσον αφορούσε την προσφεύγουσα, διότι η Επιτροπή, επιλέγοντας, κατά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, άλλο έτος αναφοράς για την προσφεύγουσα από ό,τι για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση, είχε παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

9

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση αναίρεσης κατά της προπαρατεθείσας στη σκέψη 8 απόφασης Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343).

10

Στις 15 Φεβρουαρίου 2012 η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα έκθεση πραγματικών περιστατικών, με την οποία της γνωστοποιούσε ότι είχε την πρόθεση να εκδώσει νέα απόφαση επιβολής προστίμου (στο εξής: έκθεση πραγματικών περιστατικών). Η Επιτροπή εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά που θεωρούσε, κατόπιν της προπαρατεθείσας στη σκέψη 8 απόφασης Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343), κρίσιμα για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου αυτού.

11

Στις 7 και στις 23 Μαρτίου 2012 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της έκθεσης αυτής.

12

Στις 12 Ιουνίου 2012 πραγματοποιήθηκε συνάντηση των εκπροσώπων της προσφεύγουσας και της ομάδας της Επιτροπής στην οποία είχε ανατεθεί η υπόθεση.

13

Με την απόφαση C(2012) 4381 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2012, για την τροποποίηση της απόφασης του 2007, στον βαθμό που απευθυνόταν στη Melco και στην προσφεύγουσα (υπόθεση COMP/39.966 — Εξοπλισμοί μεταγωγής με μόνωση αερίου — πρόστιμα) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το άρθρο 2 της απόφασης του 2007 τροποποιήθηκε με την προσθήκη δύο νέων στοιχείων ηʹ και θʹ. Με το στοιχείο ηʹ επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο ύψους 4650000 ευρώ, για την καταβολή του οποίου η προσφεύγουσα ευθυνόταν σε ολόκληρο με τη Melco. Με το στοιχείο θʹ επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο ύψους 56793000 ευρώ, για την καταβολή του οποίου ευθυνόταν αποκλειστικώς η προσφεύγουσα.

14

Η Επιτροπή, για να αρθεί η άνιση μεταχείριση την οποία επέκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343), στηρίχθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, στους συνολικούς κύκλους εργασιών σχετικά με τους ΕΜΜΑ του 2003. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών της TM T&D για το 2003, καθόσον οι δραστηριότητες της προσφεύγουσας και της Melco σχετικά με τους ΕΜΜΑ ασκούνταν κατά το έτος εκείνο από την εν λόγω εταιρία (αιτιολογικές σκέψεις 59 και 60 της προσβαλλόμενης απόφασης).

15

Έτσι, πρώτον, στο πλαίσιο της διαφοροποιημένης μεταχείρισης που αποσκοπούσε στην αποτύπωση της διαφορετικής συμβολής καθενός από τα μέλη της σύμπραξης, η Επιτροπή υπολόγισε το μερίδιο αγοράς της TM T&D το 2003 στον τομέα των ΕΜΜΑ (15 % έως 20 %) και την κατέταξε στη δεύτερη κατηγορία, σύμφωνα με τη μέθοδο κατηγοριοποίησης που προβλέπεται στις αιτιολογικές σκέψεις 482 έως 488 της απόφασης του 2007. Κατά συνέπεια, για την TM T&D υπολογίστηκε ένα υποθετικό αρχικό ποσό 31000000 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλόμενης απόφασης).

16

Δεύτερον, για να αποτυπωθεί κατάλληλα η διαφορετική συμβολή της προσφεύγουσας και της Melco στην παράβαση κατά το διάστημα που προηγήθηκε της σύστασης της TM T&D, το αρχικό ποσό της τελευταίας αυτής εταιρίας διαιρέθηκε μεταξύ των μετόχων της ανάλογα με τις πωλήσεις ΕΜΜΑ που είχαν πραγματοποιήσει το 2001, δηλαδή το τελευταίο έτος πριν από τη σύσταση της TM T&D. Κατά συνέπεια, για την προσφεύγουσα υπολογίστηκε ένα αρχικό ποσό 10863199 ευρώ και για τη Melco ένα αρχικό ποσό 20136801 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 62 και 63 της προσβαλλόμενης απόφασης).

17

Τρίτον, για να διασφαλιστεί η αποτρεπτική λειτουργία του προστίμου, η Επιτροπή εφάρμοσε στην προσφεύγουσα, με βάση τον κύκλο εργασιών της του 2005, έναν συντελεστή αποτροπής ίσο με 2 (αιτιολογικές σκέψεις 69 έως 71 της προσβαλλόμενης απόφασης).

18

Τέταρτον, για να αποτυπωθεί η διάρκεια της παράβασης κατά το διάστημα που προηγήθηκε της σύστασης της TM T&D, το αρχικό ποσό της προσφεύγουσας αυξήθηκε κατά 140 % (αιτιολογικές σκέψεις 73 έως 76 της προσβαλλόμενης απόφασης).

19

Πέμπτον, για να αποτυπωθεί η διάρκεια της παράβασης κατά το διάστημα λειτουργίας της TM T&D, επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα και στη Melco, ως ευθυνόμενες σε ολόκληρο, ποσό ίσο με το 15 % του υποθετικού αρχικού ποσού της TM T&D (αιτιολογική σκέψη 77 της προσβαλλόμενης απόφασης).

20

Τέλος, έκτον, το ποσό του προστίμου που είχε επιβληθεί αλληλεγγύως και σε ολόκληρο πολλαπλασιάστηκε με τον συντελεστή αποτροπής της προσφεύγουσας και το γινόμενο, κατά το μέρος κατά το οποίο υπερέβαινε το πρόστιμο που είχε επιβληθεί σε ολόκληρο, επιβλήθηκε ως πρόστιμο ατομικά στην προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλόμενης απόφασης).

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21

Η προσφεύγουσα, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Σεπτεμβρίου 2012, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

22

Με διάταξη του προέδρου του τέταρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 2013, η διαδικασία αναστάλθηκε μέχρι την έκδοση απόφασης στην υπόθεση C‑498/11 P, Toshiba Corp. κατά Επιτροπής.

23

Κατόπιν της τροποποίησης της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, η εισηγήτρια δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

24

Το Δικαστήριο, με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κατά Επιτροπής (C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, EU:C:2013:866), απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα κατά της προπαρατεθείσας στη σκέψη 8 απόφασης Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343). Κατόπιν αυτού, επαναλήφθηκε η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση.

25

Κατόπιν έκθεσης της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε στις 3 Φεβρουαρίου 2015 να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, κάλεσε τους διαδίκους να καταθέσουν ένα έγγραφο και τους έθεσε εγγράφως ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν σε όσα τους ζήτησε το Γενικό Δικαστήριο.

26

Η προσφεύγουσα, με έγγραφο της 15ης Απριλίου 2015, που περιλαμβάνεται στον φάκελο της υπόθεσης, υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των απαντήσεων της Επιτροπής στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Στο έγγραφο αυτό επισύναψε μια περίληψη που είχαν συντάξει οι δικηγόροι της κατόπιν της συνάντησης της 12ης Ιουνίου 2012.

27

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Απριλίου 2015.

28

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

επικουρικά, να μειώσει το ποσό του προστίμου,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων που οφείλονται στην τραπεζική εγγύηση.

29

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως στερούμενη νομικού ερείσματος,

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

Επί του κύριου αιτήματος: ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης

30

Η προσφεύγουσα προβάλλει με την προσφυγή της, προς στήριξη του κύριου αιτήματός της, πέντε λόγους ακύρωσης. Ο πρώτος λόγος αφορά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας. Ο δεύτερος αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας. Ο τρίτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όσον αφορά το αρχικό ποσό του προστίμου. Ο τέταρτος λόγος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης. Ο πέμπτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όσον αφορά τον προσδιορισμό του βαθμού ευθύνης της προσφεύγουσας σε σχέση με τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράνομη σύμπραξη.

31

Η προσφεύγουσα, απαντώντας σε ερώτηση που της έθεσε εγγράφως το Γενικό Δικαστήριο, δήλωσε ότι, κατόπιν της έκδοσης της προπαρατεθείσας στη σκέψη 24 απόφασης Siemens κατά Επιτροπής (EU:C:2013:866), παραιτούνταν από τον πρώτο λόγο ακύρωσης. Κατά συνέπεια, απομένει να εξεταστούν οι λοιποί τέσσερις λόγοι. Συναφώς το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει τους λόγους που αφορούν τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και την αιτιολόγηση της απόφασης αυτής, δηλαδή τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο ακύρωσης, πριν εξετάσει τον τρίτο και τον πέμπτο λόγο, οι οποίοι αφορούν το βάσιμο του υπολογισμού του προστίμου με την απόφαση αυτή.

Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης: προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας

32

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πρόσβαλε τα δικαιώματα άμυνάς της, καθόσον αφενός δεν απέστειλε νέα ανακοίνωση αιτιάσεων πριν εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και αφετέρου δεν εξέτασε, στην έκθεση πραγματικών περιστατικών, όλα τα στοιχεία που ήταν σημαντικά για τον υπολογισμό του ύψους του επιβληθέντος προστίμου.

33

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ως αβάσιμα.

– Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακύρωσης: μη αποστολή νέας ανακοίνωσης αιτιάσεων

34

Η προσφεύγουσα, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να της αποστείλει, πριν εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, νέα ανακοίνωση αιτιάσεων και όχι απλώς μια έκθεση πραγματικών περιστατικών.

35

Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει συναφώς ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων αποτελεί «ουσιώδη διαδικαστική εγγύηση», η οποία διασφαλίζει το δικαίωμα ακρόασης του αποδέκτη της απόφασης της Επιτροπής, και υποστηρίζει ότι η έκθεση πραγματικών περιστατικών δεν παρέχει τα ίδια εχέγγυα, καθόσον ιδίως δεν παρέχει στον αποδέκτη αυτό το δικαίωμα να ζητήσει ακρόαση από τον ανεξάρτητο σύμβουλο ακροάσεων της ομάδας που έχει αναλάβει την υπόθεση.

36

Κατά την προσφεύγουσα, κακώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων είναι αναγκαία μόνο όταν διατυπώνονται νέες αιτιάσεις. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, η έκδοση ανακοίνωσης αιτιάσεων είναι απαραίτητη για να δοθεί στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση η δυνατότητα να αμυνθεί όχι μόνο κατά της διαπίστωσης παράβασης, αλλά και κατά της επιβολής νέου προστίμου. Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού επιβεβαιώνεται από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των διαδικασιών που αφορούν τα άρθρα 101 [ΣΛΕΕ] και 102 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2011, C 308, σ. 6, στο εξής: ανακοίνωση για τις βέλτιστες πρακτικές), καθώς και από δηλώσεις του αρμόδιου για τον ανταγωνισμό Επιτρόπου. Ομοίως, η έκδοση νέας ανακοίνωσης αιτιάσεων θα ήταν σύμφωνη με την πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή για την έκδοση των αποφάσεών της στις παρεμφερείς με την προκείμενη υποθέσεις, όταν η προηγούμενη απόφασή της έχει ακυρωθεί από τον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

37

Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, κατά τη νομολογία, η διαδικασία που εφαρμόζεται προς αντικατάσταση της ακυρωθείσας διαδικασίας συνεχίζεται καταρχήν από το σημείο ακριβώς στο οποίο τελέστηκε η παρανομία. Εν προκειμένω, το σφάλμα λόγω του οποίου ακυρώθηκε η απόφαση του 2007 είναι σφάλμα ουσιαστικού δικαίου, το οποίο επηρέασε αναπόφευκτα το κύρος των προπαρασκευαστικών της απόφασης αυτής μέτρων, οπότε ήταν απαραίτητη η έκδοση νέας ανακοίνωσης αιτιάσεων.

38

Η Επιτροπή εκτιμά ότι εν προκειμένω δεν ήταν απαραίτητη η έκδοση νέας ανακοίνωσης αιτιάσεων, αφού δεν είχε νέα στοιχεία σε βάρος της προσφεύγουσας.

39

Κατά τη νομολογία, η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να εκθέτει τις αιτιάσεις κατά τρόπο αρκούντως σαφή, έστω και συνοπτικό, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν ποιες ενέργειες τους καταλογίζει η Επιτροπή. Υπ’ αυτή και μόνο την προϋπόθεση μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία την οποία της αναθέτουν οι κανονισμοί της Ένωσης και η οποία συνίσταται στην παροχή όλων των αναγκαίων στοιχείων στις επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσουν να αμυνθούν προσηκόντως πριν η Επιτροπή εκδώσει οριστική απόφαση (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2006, BASF κατά Επιτροπής, T‑15/02, Συλλογή, EU:T:2006:74, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40

Όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας σε σχέση με την επιβολή προστίμων, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, αν η Επιτροπή αναφέρει ρητά, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι πρόκειται να εξετάσει κατά πόσον πρέπει να επιβάλει πρόστιμα στις οικείες επιχειρήσεις και εκθέτει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που ενδέχεται να επισύρουν την επιβολή προστίμου, όπως είναι η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης και το γεγονός ότι αυτή διαπράχθηκε «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας», το θεσμικό αυτό όργανο εκπληρώνει την υποχρέωσή του να σέβεται το δικαίωμα ακρόασης των επιχειρήσεων. Η Επιτροπή, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέχει στις επιχειρήσεις τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν όχι μόνον κατά της διαπίστωσης της παράβασης, αλλά και κατά της επιβολής προστίμου (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 39 απόφαση BASF κατά Επιτροπής, EU:T:2006:74, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, εφόσον έχει αναφέρει τα πραγματικά και τα νομικά στοιχεία επί των οποίων θα στηρίξει τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, να διευκρινίσει με ποιον τρόπο θα χρησιμοποιήσει καθένα από τα στοιχεία αυτά για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Η παροχή ενδείξεων σχετικά με το ύψος των προστίμων των οποίων μελετάται η επιβολή πριν δοθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί των αιτιάσεων που έχουν γίνει δεκτές κατ’ αυτών θα προδίκαζε κατά τρόπο ανεπίτρεπτο την απόφαση της Επιτροπής (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 39 απόφαση BASF κατά Επιτροπής, EU:T:2006:74, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42

Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι πριν από την έκδοση της απόφασης του 2007 είχε αποσταλεί στην προσφεύγουσα στις 20 Απριλίου 2006 ανακοίνωση αιτιάσεων (στο εξής: ανακοίνωση αιτιάσεων του 2006). Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπει ρητά ότι συνιστά τροποποιητική απόφαση της απόφασης του 2007, η διαδικασία έκδοσής της αποτελεί συνέχεια της διαδικασίας που κατέληξε στην απόφαση του 2007. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το περιεχόμενο της ανακοίνωσης αιτιάσεων του 2006 μπορεί να ληφθεί υπόψη για να εξακριβωθεί κατά πόσον τηρήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέτρο κατά το οποίο το περιεχόμενο αυτό δεν έχει θεωρηθεί παράνομο με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343).

43

Συναφώς επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, στο σημείο 9.2 της ανακοίνωσης αιτιάσεων του 2006, ανακοίνωσε ρητά την πρόθεσή της να επιβάλει πρόστιμα στους αποδέκτες του εν λόγω εγγράφου (αιτιολογική σκέψη 408) και προσδιόρισε τους βασικούς παράγοντες για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων αυτών (αιτιολογικές σκέψεις 409 έως 416), μεταξύ των οποίων καταλέγονταν ιδίως η βαρύτητα της παράβασης, το ότι ήταν εσκεμμένη και διαρκής, ο μυστικός και θεσμοποιημένος χαρακτήρας της σύμπραξης, η γεωγραφική της διάσταση, το ειδικό βάρος της παράβασης καθεμιάς από τις επιχειρήσεις, όσον αφορά κυρίως τη διάρκεια της συμμετοχής της και το πόσο σημαντική θέση κατείχε στην αγορά των ΕΜΜΑ, και η βούληση διασφάλισης του αποτρεπτικού αποτελέσματος των προστίμων.

44

Επομένως, παρά τα όσα υποστήριξε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ανακοίνωση αιτιάσεων του 2006 ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που έχουν τεθεί με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 40 νομολογία σχετικά με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας.

45

Επιπλέον, η προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343), μολονότι ακύρωσε την απόφαση του 2007 κατά το μέρος κατά το οποίο επέβαλλε πρόστιμο στην προσφεύγουσα, δεν περιέχει εντούτοις αμφισβήτηση της ορθότητας, της λυσιτέλειας ή του βασίμου των πραγματικών και των νομικών στοιχείων για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου που παρατέθηκαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων του 2006 και συνοψίστηκαν παραπάνω στη σκέψη 43.

46

Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν επέκρινε ούτε τη βούληση της Επιτροπής να εξασφαλίσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων ούτε την απόφασή της να λάβει υπόψη το ειδικό βάρος της παράβασης καθεμιάς από τις επιχειρήσεις σε σχέση με την περισσότερο ή λιγότερο σημαντική θέση της στην αγορά των ΕΜΜΑ, καθόσον περιορίστηκε να τονίσει ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν ήταν δικαιολογημένο να βασιστεί η εκτίμηση αυτή σε έτη αναφοράς που να διαφέρουν από τη μία επιχείρηση στην άλλη.

47

Κατά συνέπεια, οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343) δεν αποτελούν εμπόδιο για να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον τηρήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, οι ενδείξεις που παρέχονταν με την ανακοίνωση αιτιάσεων του 2006 σχετικά με τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου.

48

Το λοιπά επιχειρήματα που διατύπωσε η προσφεύγουσα προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακύρωσης δεν αναιρούν την ορθότητα του συμπεράσματος αυτού.

49

Για παράδειγμα, η προσφεύγουσα επικαλείται τη νομολογία κατά την οποία η έκδοση ανακοίνωσης αιτιάσεων είναι απαραίτητη για να δοθεί στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση η δυνατότητα να αμυνθεί όχι μόνο κατά της διαπίστωσης παράβασης, αλλά και κατά της επιβολής προστίμου για την οποία δεν έγινε λόγος σε προγενέστερη ανακοίνωση αιτιάσεων (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής,T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Συλλογή, EU:T:2000:77, σκέψη 480).

50

Η νομολογία αυτή όμως αφορά την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή, με την τελική απόφασή της, επέβαλε πρόστιμα τόσο σε επιχειρήσεις όσο και σε επαγγελματικές ενώσεις, ενώ στην ανακοίνωση αιτιάσεων γινόταν λόγος μόνο για την πρόθεση της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις. Επομένως, είχαν προσβληθεί τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερόμενων επαγγελματικών ενώσεων, καθόσον η Επιτροπή δεν είχε καλέσει τις ενώσεις αυτές, κατά τη διοικητική διαδικασία, να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ενδεχόμενο άσκησης από την Επιτροπή της εξουσίας της να τους επιβάλει πρόστιμο (προπαρατεθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:T:2000:77, σκέψη 480).

51

Αντίθετα, εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 408 της ανακοίνωσης αιτιάσεων του 2006 γινόταν ρητή αναφορά της πρόθεσης της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμα στους αποδέκτες του εν λόγω εγγράφου, μεταξύ των οποίων καταλεγόταν και η προσφεύγουσα. Κατά συνέπεια, η προπαρατεθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (EU:T:2000:77) εκδόθηκε εντός τελείως διαφορετικού πραγματικού πλαισίου και δεν μπορεί συνεπώς να θεμελιώσει το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

52

Η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται και σε σχέση με τον ισχυρισμό σχετικά με την πρακτική της Επιτροπής ως προς την έκδοση των αποφάσεών της, ο οποίος αφορά τρεις αποφάσεις.

53

Συγκεκριμένα, όσον αφορά την απόφαση 94/215/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1994, η οποία εκδόθηκε εκ νέου στις 8 Νοεμβρίου 2006 (υπόθεση COMP/38.907 — Δοκοί χάλυβα), η αποστολή νέας ανακοίνωσης αιτιάσεων οφειλόταν στο ότι η προηγούμενη ανακοίνωση αιτιάσεων είχε αποσταλεί στην TradeArbed SA, ενώ το πρόστιμο είχε επιβληθεί τελικά στη μητρική εταιρία, την Arbed SA. Όσον αφορά την απόφαση 98/247/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 21ης Ιανουαρίου 1998, η οποία εκδόθηκε εκ νέου στις 20 Δεκεμβρίου 2006 (υπόθεση COMP/39.234 — Προσαύξηση της τιμής του κράματος, επανέκδοση), η έλλειψη νομιμότητας οφειλόταν στο γεγονός ότι με την τελική απόφαση η ThyssenKrupp Stainless AG είχε θεωρηθεί υπεύθυνη για τη συμμετοχή της Thyssen Stahl AG στη σύμπραξη, χωρίς να έχει γίνει μνεία της υπαιτιότητας αυτής στην ανακοίνωση αιτιάσεων και χωρίς επομένως να έχει δοθεί στην ThyssenKrupp Stainless η δυνατότητα να αμυνθεί κατά της σχετικής αιτίασης. Όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής της 20ής Δεκεμβρίου 2001, η οποία εκδόθηκε εκ νέου στις 23 Ιουνίου 2010 (υπόθεση COMP/36.212 — Αυτοαντιγραφικό χαρτί), η έλλειψη νομιμότητας οφειλόταν αντίθετα στο γεγονός ότι η Bolloré SA δεν μπορούσε να συναγάγει από την προγενέστερη ανακοίνωση αιτιάσεων την πρόθεση της Επιτροπής να βασιστεί στην άμεση συμμετοχή στη σύμπραξη όχι μόνο της Copigraph, θυγατρικής της Bolloré, αλλά και της ίδιας της Bolloré.

54

Επομένως, στις τρεις αυτές περιπτώσεις η αποστολή νέας ανακοίνωσης αιτιάσεων οφειλόταν στο γεγονός ότι η Επιτροπή είχε αποφασίσει να καταλογίσει στις επιχειρήσεις ορισμένες μορφές συμπεριφοράς που δεν αναφέρονταν στην προγενέστερη ανακοίνωση αιτιάσεων. Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, πράγμα που εξάλλου δεν αμφισβητεί ούτε η προσφεύγουσα.

55

Όσον αφορά την ανακοίνωση για τις βέλτιστες πρακτικές, τα σημεία που αφορούν το περιεχόμενο της ανακοίνωσης αιτιάσεων σχετικά με την επιβολή των προστίμων είναι διατυπωμένα ως εξής:

«84.

Η [ανακοίνωση] αιτιάσεων πρέπει να αναφέρει σαφώς αν η Επιτροπή προτίθεται να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις, σε περίπτωση που υιοθετηθούν οι αιτιάσεις [άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003]. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η [ανακοίνωση] αιτιάσεων παραπέμπει στις σχετικές αρχές που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων. Στην [ανακοίνωση] αιτιάσεων η Επιτροπή πρέπει να αναφέρει τα βασικά πραγματικά περιστατικά και τα νομικά ζητήματα που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμου, όπως η διάρκεια και η σοβαρότητα της παράβασης και αν αυτή διαπράχθηκε σκόπιμα ή από αμέλεια. Η [ανακοίνωση] αιτιάσεων αναφέρει επίσης με επαρκή ακρίβεια ότι ορισμένα πραγματικά περιστατικά μπορούν να θεωρηθούν ως επιβαρυντικές περιστάσεις και, εάν είναι δυνατόν, ελαφρυντικές περιστάσεις.

85.

Αν και δεν υπάρχει νομική υποχρέωση ως προς αυτό, για λόγους μεγαλύτερης διαφάνειας, η Επιτροπή προσπαθεί να περιλάβει στην [ανακοίνωση] αιτιάσεων (χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα στοιχεία) και άλλα ζητήματα συναφή με τυχόν μεταγενέστερο υπολογισμό προστίμων, όπως τα στοιχεία για τις πωλήσεις που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τον αριθμό ετών για τον υπολογισμό της αξίας αυτών των πωλήσεων. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να κοινοποιηθούν στους εμπλεκόμενους και μετά την έκδοση της [ανακοίνωσης] αιτιάσεων. Και στις δύο περιπτώσεις, παρέχεται στα εμπλεκόμενα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις.»

56

Καταρχάς, όπως τονίζει η Επιτροπή, το σημείο 7 της ανακοίνωσης για τις βέλτιστες πρακτικές προβλέπει ρητά ότι «η [εν λόγω] ανακοίνωση δεν δημιουργεί νέα δικαιώματα ή υποχρεώσεις ούτε μεταβάλλει τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη [ΛΕΕ], από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003, τον εκτελεστικό κανονισμό και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Επομένως, η ανακοίνωση για τις βέλτιστες πρακτικές δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλίνει από τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 39 έως 41.

57

Εξάλλου, η ίδια διαπίστωση ισχύει κατά μείζονα λόγο σχετικά με τα ζητήματα που αναφέρει το σημείο 85 της ανακοίνωσης για τις βέλτιστες πρακτικές, καθόσον η Επιτροπή διευκρίνισε ρητά ότι δεν υπάρχει καμία νομική υποχρέωση για την παράθεση των ζητημάτων αυτών στην ανακοίνωση αιτιάσεων και ότι η ίδια έχει, εν πάση περιπτώσει, τη δυνατότητα να τα γνωστοποιήσει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις σε μεταγενέστερο στάδιο.

58

Τέλος, τα ζητήματα στα οποία αναφέρεται το σημείο 84 της ανακοίνωσης για τις βέλτιστες πρακτικές αντιστοιχούν στα ζητήματα που αφορά η νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 39 έως 41. Υπό τις περιστάσεις αυτές, από την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε παραπάνω στις σκέψεις 43 και 44 προκύπτει ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων του 2006 ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που θέτει το σημείο 84 της ανακοίνωσης για τις βέλτιστες πρακτικές.

59

Κατά συνέπεια, από την εξέταση της ανακοίνωσης για τις βέλτιστες πρακτικές δεν αποδεικνύεται η ορθότητα των ισχυρισμών της προσφεύγουσας.

60

Το ίδιο ισχύει και για τις δηλώσεις στις οποίες προέβη στις 14 Απριλίου 2011 ο αρμόδιος για τον ανταγωνισμό Επίτροπος και στις οποίες αναφέρθηκε η προσφεύγουσα. Πράγματι, οι δηλώσεις αυτές δεν είναι δυνατόν να δεσμεύουν την Επιτροπή κατά τη λήψη των αποφάσεων επιβολής προστίμων για παράβαση των νομικών κανόνων που διέπουν τον ανταγωνισμό. Εξάλλου, η άποψη που εξέφρασε ο εν λόγω Επίτροπος αποτυπώνει, όπως την παρέθεσε η προσφεύγουσα, μια πολιτικής φύσης δέσμευση για το μέλλον και δεν αποτελεί την έκφραση ισχύοντος δεσμευτικού κανόνα δικαίου.

61

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι το σφάλμα λόγω του οποίου ακυρώθηκε η απόφαση του 2007 συνιστά σφάλμα ουσιαστικού δικαίου, το οποίο επηρέασε αναπόφευκτα το κύρος των προπαρασκευαστικών της απόφασης αυτής μέτρων, πράγμα που καθιστούσε, κατά την προσφεύγουσα, απαραίτητη την έκδοση νέας ανακοίνωσης αιτιάσεων.

62

Η προσφεύγουσα όμως δεν διευκρινίζει πώς η προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343) κατέστησε παράνομα τα προπαρασκευαστικά μέτρα της απόφασης του 2007.

63

Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, όπως τονίστηκε παραπάνω κυρίως στις σκέψεις 45 και 46, τα σημεία στα οποία το Γενικό Δικαστήριο επέκρινε την Επιτροπή με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343) δεν αφορούσαν ούτε τον προσδιορισμό των πραγματικών περιστατικών ούτε τον νομικό χαρακτηρισμό της παράβασης της προσφεύγουσας ούτε τον προσδιορισμό των παραγόντων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Το Γενικό Δικαστήριο επέκρινε μόνο την επιλογή των στοιχείων αναφοράς που θα λαμβάνονταν υπόψη για τον λεπτομερή υπολογισμό, ο οποίος συνεπώς είναι και το μόνο προπαρασκευαστικό μέτρο που θα μπορούσε να έχει καταστεί παράνομο κατόπιν της προπαρατεθείσας στη σκέψη 8 απόφασης Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343). Από τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 39 έως 41 προκύπτει όμως ότι ο υπολογισμός αυτός δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων, διότι η παράθεση των κρίσιμων παραγόντων που θα ληφθούν υπόψη αρκεί για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, ούτε το επιχείρημα που αφορά τα προπαρασκευαστικά μέτρα αποδεικνύει ότι ήταν αναγκαία εν προκειμένω μια νέα ανακοίνωση αιτιάσεων.

64

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το συμπέρασμα είναι, πρώτον, ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων του 2006 παρέσχε στην προσφεύγουσα όλα τα αναγκαία στοιχεία, ώστε να μπορέσει να αμυνθεί προσηκόντως, ακόμη και σε σχέση με την επιβολή προστίμου, δεύτερον, ότι η ορθότητα, η λυσιτέλεια και το βάσιμο των στοιχείων αυτών δεν επηρεάστηκαν από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343) και, τέλος, ότι η Επιτροπή δεν παρέθεσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, νέα στοιχεία σε βάρος της προσφεύγουσας, διαφορετικά από αυτά που είχε παραθέσει στην ανακοίνωση αιτιάσεων του 2006.

65

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αποστείλει στην προσφεύγουσα νέα ανακοίνωση αιτιάσεων, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης.

– Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακύρωσης: προσβολή του δικαιώματος ακρόασης της προσφεύγουσας ως προς το πρόσθετο ποσό

66

Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έχουν προσβληθεί τα δικαιώματά της άμυνας, διότι η έκθεση πραγματικών περιστατικών δεν εξέθετε όλα τα στοιχεία που είχαν σημασία για τον υπολογισμό του ύψους του επιβληθέντος προστίμου, παρά την υποχρέωση της Επιτροπής να περιλάβει στην εν λόγω έκθεση όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη μέθοδο του υπολογισμού αυτού.

67

Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, η έκθεση πραγματικών περιστατικών δεν ανέφερε την πρόθεση της Επιτροπής να επιβάλει ως πρόστιμο ένα πρόσθετο ποσό, ύψους 4,65 εκατομμυρίων ευρώ, κατόπιν της εφαρμογής, όσον αφορά την προσφεύγουσα, του προαναφερθέντος στη σκέψη 20 συντελεστή αποτροπής για το διάστημα της δραστηριότητας της TM T&D (στο εξής: πρόσθετο ποσό).

68

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει συνεπώς ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με την επιβολή του πρόσθετου ποσού, η οποία προβλέπεται στην αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλόμενης απόφασης, πράγμα που σημαίνει ότι η Επιτροπή πρόσβαλε τα δικαιώματά της άμυνας.

69

Η προσφεύγουσα θεωρεί εξάλλου ότι είναι εσφαλμένη η επιβολή του πρόσθετου ποσού, με δεδομένη την επιβολή προστίμου στην TM T&D.

70

Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

71

Όσον αφορά την αιτίαση περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών επιβάλλει να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή του σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που εκθέτει η Επιτροπή καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι υπάρχει παράβαση της Συνθήκης (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Συλλογή, EU:C:2004:6, σκέψη 66).

72

Επιπλέον, όπως υπενθυμίστηκε παραπάνω στη σκέψη 40, αν η Επιτροπή αναφέρει ρητά, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι πρόκειται να εξετάσει κατά πόσον πρέπει να επιβάλει πρόστιμα στις οικείες επιχειρήσεις και εκθέτει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που ενδέχεται να επισύρουν την επιβολή προστίμου, το θεσμικό αυτό όργανο εκπληρώνει την υποχρέωσή του να σέβεται το δικαίωμα ακρόασης των επιχειρήσεων, αφού τους παρέχει έτσι τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν όχι μόνον κατά της διαπίστωσης της παράβασης, αλλά και κατά της επιβολής προστίμου (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 39 απόφαση BASF κατά Επιτροπής, EU:T:2006:74, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73

Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ρητά ότι σκοπός της επιβολής του πρόσθετου ποσού είναι η διασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα. Όπως όμως διαπιστώθηκε παραπάνω με τη σκέψη 43, η πρόθεση διασφάλισης του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου αναφέρθηκε δεόντως στο σημείο 9.2 της ανακοίνωσης αιτιάσεων του 2006, η οποία μπορεί να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω (βλ. παραπάνω τη σκέψη 42). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ανταποκρίθηκε, όσον αφορά το πρόσθετο ποσό, στις απαιτήσεις που θέτει η νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 40 και 72.

74

Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί πάντως το γεγονός ότι η Επιτροπή, κατόπιν της αποστολής της ανακοίνωσης αιτιάσεων, ήταν υποχρεωμένη να παράσχει στην προσφεύγουσα, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 71, πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τους τρόπους υλοποίησης της πρόθεσής της να διασφαλίσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου, ώστε η προσφεύγουσα να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει δεόντως την άποψή της επ’ αυτών, ακόμη και σε σχέση με την επιβολή του πρόσθετου ποσού.

75

Αντίθετα όμως από ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν είναι αναγκαίο, αφού η έκθεση πραγματικών περιστατικών δεν διέπεται από ιδιαίτερο καθεστώς εντός της όλης διαδικασίας, τα εν λόγω στοιχεία να έχουν διασαφηνιστεί από την Επιτροπή με αυτό ακριβώς το έγγραφο. Πρέπει μάλλον να εξακριβωθεί κατά πόσον, με δεδομένη την εξέλιξη της όλης διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δόθηκε δεόντως στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να κατανοήσει την πρόθεση αυτή και να απαντήσει.

76

Πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι τα κρίσιμα συναφώς στοιχεία προκύπτουν από την απόφαση του 2007. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 491 της απόφασης αυτής καθορίζεται ο συντελεστής αποτροπής που θα εφαρμοζόταν στην προσφεύγουσα, ενώ η αιτιολογική σκέψη 503 προβλέπει ρητά, αντίθετα από ό,τι υποστήριξε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι για το διάστημα της δραστηριότητας της TM T&D θα επιβαλλόταν στην προσφεύγουσα ένα πρόσθετο ποσό, που θα υπολογιζόταν βάσει του ίδιου αυτού συντελεστή. Επομένως, η προσφεύγουσα μπορούσε, με βάση τις αιτιολογικές σκέψεις αυτές, να αντιληφθεί ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να διασφαλίσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου ακόμη και για το διάστημα της δραστηριότητας της TM T&D.

77

Δεύτερον, από κανένα στοιχείο της προπαρατεθείσας στη σκέψη 8 απόφασης Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343) δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επιλογή της Επιτροπής να διασφαλίσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα ακόμη και για το διάστημα της δραστηριότητας της TM T&D είναι παράνομη ή εσφαλμένη, αφού η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν πραγματεύεται το ζήτημα αυτό.

78

Τρίτον, η Επιτροπή εξέθεσε στο σημείο 20 της έκθεσης πραγματικών περιστατικών ότι δεν επρόκειτο να διατυπώσει, στη νέα απόφαση που θα εξέδιδε κατόπιν της προπαρατεθείσας στη σκέψη 8 απόφασης Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343), νέες αιτιάσεις κατά της προσφεύγουσας και ότι ο υπολογισμός του νέου προστίμου θα βασιζόταν στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβανόταν στην απόφαση του 2007, υπό την επιφύλαξη βέβαια των αρχών που τέθηκαν με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343) και με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Mitsubishi Electric κατά Επιτροπής (T‑133/07, Συλλογή, EU:T:2011:345). Με τα σημεία 22, 31 και 32 της έκθεσης πραγματικών περιστατικών η Επιτροπή υπενθύμισε την πρόθεσή της να καθορίσει το ποσό του προστίμου σε τέτοιο ύψος, ώστε να διασφαλίζεται το αποτρεπτικό αποτέλεσμά του, και διευκρίνισε ότι η εκτίμησή της θα βασιζόταν στον συνολικό κύκλο εργασιών της προσφεύγουσας και της Melco. Με τα σημεία 21 και 41 της έκθεσης πραγματικών περιστατικών η Επιτροπή κάλεσε την προσφεύγουσα και τη Melco να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ιδίως όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού και τις σχετικές παραμέτρους, και τους έταξε προθεσμία για την υποβολή αυτή.

79

Επομένως, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση, κατόπιν απλής ανάγνωσης της έκθεσης πραγματικών περιστατικών, να αντιληφθεί αφενός ότι οι παράμετροι του υπολογισμού του ύψους του προστίμου που είχε επιβληθεί με την απόφαση του 2007, εφόσον και καθόσον ήταν συμβατές με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343), θα χρησιμοποιούνταν και πάλι στην απόφαση που επρόκειτο να εκδοθεί και αφετέρου ότι μεταξύ των παραμέτρων αυτών καταλεγόταν η βούληση διασφάλισης του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου. Αφού δε η βούληση αυτή είχε οδηγήσει την Επιτροπή να επιβάλει στην προσφεύγουσα, με την απόφαση του 2007, ένα πρόσθετο ποσό για το διάστημα της δραστηριότητας της TM T&D, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι ήταν πιθανό να της επιβληθεί ανάλογο πρόσθετο ποσό από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

80

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει συναφώς ότι η έκθεση πραγματικών περιστατικών δεν έκανε, στα σημεία 31 και 32, καμία αναφορά στην απόφαση του 2007, όσον αφορά την επιβολή του πρόσθετου ποσού, ενώ υπάρχουν άλλες αναφορές, π.χ. στα σημεία 26 και 39, σε άλλες πτυχές του υπολογισμού του ύψους του προστίμου.

81

Στο σημείο αυτό δεν χρειάζεται να εξεταστεί το παραδεκτό του επιχειρήματος αυτού, παραδεκτό που αμφισβητεί η Επιτροπή, διότι αρκεί η παρατήρηση ότι, όπως τονίστηκε παραπάνω στις σκέψεις 78 και 79, το γεγονός ότι η απόφαση που επρόκειτο να εκδοθεί θα βασιζόταν, στο μέτρο του δυνατού, στις παραμέτρους που περιλαμβάνονταν στην απόφαση του 2007 προέκυπτε σαφώς από την έκθεση πραγματικών περιστατικών, και συγκεκριμένα από το σημείο 20 της έκθεσης αυτής, παρά το γεγονός ότι τα σημεία 31 και 32 της έκθεσης δεν κάνουν καμία αναφορά στην απόφαση του 2007.

82

Τέταρτον, η προσφεύγουσα, στα σημεία 21 και 22 των παρατηρήσεών της επί της έκθεσης πραγματικών περιστατικών, αναφέρθηκε στον συντελεστή αποτροπής που θα εφαρμοζόταν στην περίπτωσή της, χωρίς να θέσει κανένα ζήτημα για τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής του. Επομένως, οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί της έκθεσης πραγματικών περιστατικών δεν κάνουν λόγο για αβεβαιότητες ως προς τον καθορισμό αυτής της περιόδου.

83

Πέμπτον, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ζήτημα αν η εφαρμογή του συντελεστή αποτροπής για το διάστημα της δραστηριότητας της TM T&D συζητήθηκε κατά τη συνάντηση της 12ης Ιουνίου 2012. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι συζητήθηκε και συναφώς στηρίζεται στα πρακτικά που συντάχθηκαν από την ίδια για ενδοϋπηρεσιακή χρήση. Η προσφεύγουσα αντικρούει την ερμηνεία της Επιτροπής, αναφερόμενη στην περίληψη που συνέταξαν οι δικηγόροι της κατόπιν της συνάντησης αυτής και την οποία επισύναψε στο έγγραφο που απέστειλε στις 15 Απριλίου 2015.

84

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι τα πρακτικά που συντάχθηκαν για εσωτερική χρήση των υπηρεσιών της Επιτροπής περιέχουν στην τρίτη σελίδα, δεύτερη παύλα, ένα χωρίο που θα μπορούσε ενδεχομένως να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναφέρεται στην εφαρμογή του συντελεστή αποτροπής για το διάστημα της δραστηριότητας της TM T&D, το χωρίο αυτό, όπως ομολόγησε η ίδια η Επιτροπή, δεν έχει διατυπωθεί με επαρκή σαφήνεια, οπότε δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο.

85

Παρά το γεγονός αυτό, από άλλα χωρία των πρακτικών αυτών της Επιτροπής, τα οποία έχουν διατυπωθεί με σαφήνεια και ακρίβεια, αλλά και από την περίληψη που συνέταξαν οι δικηγόροι της προσφεύγουσας και η οποία μπορεί να ληφθεί υπόψη καθόσον αποτελεί απάντηση στους ισχυρισμούς που διατύπωσε η Επιτροπή απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. επ’ αυτού απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Γάκη-Κακούρη κατά Δικαστηρίου, C‑243/04 P, EU:C:2005:238, σκέψη 32), προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή είχε την άποψη ότι δεν υπήρχε λόγος μεταβολής των παραμέτρων υπολογισμού του ύψους του προστίμου που προβλέπονταν στην απόφαση του 2007 και για τις οποίες δεν την είχε επικρίνει το Γενικό Δικαστήριο και ότι επομένως η μόνη αλλαγή στη μεθοδολογία θα έπρεπε να αφορά το έτος αναφοράς. Όπως όμως διαπιστώθηκε παραπάνω στις σκέψεις 76 και 77, η Επιτροπή εφάρμοσε με την απόφαση του 2007 τον συντελεστή αποτροπής στο διάστημα της δραστηριότητας της TM T&D χωρίς να επικριθεί στη συνέχεια από το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με αυτό το στοιχείο υπολογισμού του ύψους του προστίμου.

86

Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η άποψη που εξέφρασε η Επιτροπή κατά τη συνάντηση της 12ης Ιουνίου 2012, όπως έχει αποτυπωθεί στα ενδοϋπηρεσιακά πρακτικά και στην περίληψη που συνέταξαν οι δικηγόροι της προσφεύγουσας, επιβεβαίωνε τα λοιπά κρίσιμα στοιχεία, από τα οποία προέκυπτε ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να εφαρμόσει τον συντελεστή αποτροπής στο διάστημα της δραστηριότητας της TM T&D και να επιβάλει επομένως στην προσφεύγουσα το πρόσθετο ποσό.

87

Κατόπιν των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ήδη από την ανακοίνωση αιτιάσεων του 2006 ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να διασφαλίσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου που θα επέβαλλε. Το αργότερο δε από την έκδοση της απόφασης του 2007 ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι η πρόθεση αυτή σήμαινε την επιβολή πρόσθετου ποσού για το διάστημα της δραστηριότητας της TM T&D. Με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343) δεν τέθηκε κανένα ζήτημα σχετικά με την πρόθεση αυτή, την οποία η Επιτροπή εκδήλωσε και πάλι τόσο στην έκθεση πραγματικών περιστατικών όσο και κατά τη συνάντηση της 12ης Ιουνίου 2012.

88

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει, με τα επιχειρήματά της, ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνάς της όσον αφορά την πρόθεση της Επιτροπής να της επιβάλει το πρόσθετο ποσό. Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί, καθόσον στηρίζεται στον ισχυρισμό περί προσβολής των δικαιωμάτων αυτών.

89

Όσον αφορά δε τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η επιβολή του πρόσθετου ποσού οφείλεται σε σφάλμα, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου ακύρωσης, καθόσον δεν αποσκοπεί σε απόδειξη της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας.

90

Εξάλλου, σχετικά με το ζήτημα αυτό η προσφεύγουσα περιορίζεται, εν πάση περιπτώσει, να τονίσει ότι, αφού με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκαν διαφορετικά πρόστιμα «για την Toshiba» και «για την TM T&D», το πρόσθετο ποσό δεν μπορούσε να επιβληθεί επιπροσθέτως προς το δεύτερο πρόστιμο, δεδομένου ότι η TM T&D είχε αυτοτέλεια έναντι των μετόχων της και ο κύκλος εργασιών της δεν ήταν τόσο σημαντικός, ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή συντελεστή αποτροπής. Το επιχείρημα αυτό όμως στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επέβαλε χωριστά πρόστιμα «για την Toshiba» και «για την TM T&D», αλλά ένα ενιαίο πρόστιμο στην προσφεύγουσα για τη συμμετοχή της στην παράβαση. Το γεγονός άλλωστε ότι ένα μέρος του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα αντιστοιχεί στο διάστημα της δραστηριότητας της TM T&D δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το ίδιο αυτό μέρος του προστίμου δεν μπορεί να αυξηθεί κατά το πρόσθετο ποσό, ώστε να διασφαλιστεί το αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι της προσφεύγουσας, η οποία θεωρήθηκε υπεύθυνη για την παράβαση που διέπραξε η TM T&D.

91

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης και, συνακόλουθα, ο δεύτερος αυτός λόγος στο σύνολό του.

Επί του τέταρτου λόγου ακύρωσης: παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

92

Με τον τέταρτο λόγο ακύρωσης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο το αρχικό ποσό της TM T&D στο οποίο βασίστηκε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για να υπολογίσει το αρχικό ποσό του προστίμου της προσφεύγουσας, το πρόστιμο που αντιστοιχούσε στο διάστημα της δραστηριότητας της TM T&D και το πρόσθετο ποσό. Η προσφεύγουσα εκθέτει συναφώς αφενός ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε, με την απόφαση του 2007, ποιο ήταν το έρεισμα του υπολογισμού του αρχικού ποσού των 31000000 ευρώ για την TM T&D και αφετέρου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χρησιμοποιεί πάλι το ίδιο αυτό ποσό χωρίς να παρέχει καμία πρόσθετη εξήγηση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού της TM T&D, ενήργησε, κατά την προσφεύγουσα, αυθαίρετα και παραβίασε την υποχρέωση αιτιολόγησης.

93

Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

94

Κατά τη νομολογία, από την απαιτούμενη κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση των λόγων που υπαγόρευσαν τη λήψη του μέτρου, προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Volkswagen κατά Επιτροπής, C‑338/00 P, Συλλογή, EU:C:2003:473, σκέψη 124 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Μολονότι η Επιτροπή υποχρεούται, βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, να εκθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η αιτιολόγηση της απόφασης και τους νομικούς λόγους που την οδήγησαν να την εκδώσει, η εν λόγω διάταξη δεν της επιβάλλει εντούτοις την υποχρέωση να πραγματεύεται όλα τα πραγματικά και νομικά σημεία που εξετάστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Volkswagen κατά Επιτροπής, EU:C:2003:473, σκέψη 127 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). H υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περίπτωσης, ιδίως σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της πράξης, τη φύση της παρατιθέμενης αιτιολογίας και το συμφέρον για παροχή διευκρινίσεων που έχουν ενδεχομένως οι αποδέκτες της πράξης ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, Συλλογή, EU:C:1998:154, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η παραπάνω νομολογία ισχύει, κατ’ αναλογία, και για τις αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

95

Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπει ρητά ότι συνιστά τροποποιητική απόφαση της απόφασης του 2007, όσον αφορά τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα και στη Melco. Υπό τις περιστάσεις αυτές, κατά την εξέταση του υπό κρίση λόγου ακύρωσης μπορεί να ληφθεί υπόψη η αιτιολογία που παρατίθεται στην απόφαση του 2007, καθόσον το κύρος της δεν επηρεάστηκε από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343) και καθόσον δεν αντιφάσκει προς το γράμμα της προσβαλλόμενης απόφασης.

96

Από την άποψη αυτή, η Επιτροπή έκρινε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 57 έως 61 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, επειδή η σχετική παράβαση ήταν πολύ σοβαρή, έπρεπε να εφαρμοστεί διαφοροποιημένη μεταχείριση, ώστε να αποτυπώνεται η διαφορετική ικανότητα των διαφόρων επιχειρήσεων να παραβλάψουν σημαντικά τον ανταγωνισμό. Η Επιτροπή έκρινε ότι η διαφοροποιημένη αυτή μεταχείριση έπρεπε να λάβει τη μορφή κατηγοριοποίησης των αρχικών ποσών, η οποία να συναρτάται προς τον κύκλο εργασιών που είχε πραγματοποιήσει το 2003 σε παγκόσμια κλίμακα στον τομέα των ΕΜΜΑ καθεμία από τις μετέχουσες στην παράβαση επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν παράσχει οι επιχειρήσεις αυτές. Η Επιτροπή, παραπέμποντας στην κατηγοριοποίηση στην οποία είχε προβεί με τις αιτιολογικές σκέψεις 484 έως 488 της απόφασης του 2007, τόνισε, με την αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η TM T&D ανήκε, με βάση τον κύκλο εργασιών της στον τομέα των ΕΜΜΑ σε παγκόσμια κλίμακα, στη δεύτερη κατηγορία, οπότε το υποθετικό αρχικό ποσό για την επιχείρηση αυτή ανερχόταν σε 31000000 ευρώ.

97

Με την αιτιολογική σκέψη 483 της απόφασης του 2007 διευκρινίζεται επιπλέον ότι οι κατηγορίες προβλέφθηκαν κατά τρόπο ώστε οι διαφορές στα μερίδια αγοράς στον τομέα των ΕΜΜΑ μεταξύ των επιχειρήσεων της ίδιας κατηγορίας να είναι μικρότερες από τις διαφορές στα μερίδια αγοράς των επιχειρήσεων που κατατάχθηκαν σε διαφορετικές κατηγορίες.

98

Στο πλαίσιο αυτό, από το σημείο 1 A των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων προκύπτει εξάλλου ότι, όσον αφορά τις πολύ σοβαρές παραβάσεις, το προβλεπόμενο καταρχήν αρχικό ποσό υπερέβαινε τα 20000000 ευρώ.

99

Τα στοιχεία αυτά παρέχουν όμως στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τα στοιχεία με βάση τα οποία η Επιτροπή εκτίμησε τη βαρύτητα της παράβασής της, πράγμα που σημαίνει ότι η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της ως προς την παράθεση αιτιολογίας και ότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν ήταν υποχρεωμένο να παραθέσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αναλυτικότερη αιτιολογία ή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον επακριβή τρόπο καθορισμού του αρχικού ποσού για την TM T&D (βλ. επ’ αυτού απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑236/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Συλλογή, EU:T:2004:118, σκέψη 252).

100

Επιπλέον, αν και η Επιτροπή δεν αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους επέλεξε το συγκεκριμένο ποσό των 31000000 ευρώ για τις επιχειρήσεις που κατατάχθηκαν στη δεύτερη κατηγορία, μεταξύ των οποίων καταλεγόταν και η TM T&D, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αυθαίρετη και δεν υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει συναφώς το εν λόγω όργανο (βλ. κατ’ αναλογία την προπαρατεθείσα στη σκέψη 99 απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:T:2004:118, σκέψη 224), αφού η επιλογή αυτή συνοδεύεται από τα στοιχεία που υπενθυμίστηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 96 έως 98.

101

Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η απόρριψη του τέταρτου λόγου ακύρωσης.

Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης: παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όσον αφορά το αρχικό ποσό του προστίμου

102

Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, υπολογίζοντας το πρόστιμο που της επέβαλε βάσει του αρχικού ποσού της TM T&D και όχι βάσει του κύκλου εργασιών της εταιρίας αυτής, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

103

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται συναφώς ότι η Επιτροπή όφειλε, αντί να καθορίσει ένα υποθετικό αρχικό ποσό για την TM T&D και να το επιμερίσει στη συνέχεια μεταξύ της ίδιας και της Melco, να επιμερίσει καταρχάς μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων τον κύκλο εργασιών της TM T&D του 2003, να υπολογίσει στη συνέχεια το μερίδιο αγοράς που έλεγχε σε παγκόσμια κλίμακα καθεμία από αυτές το 2003 βάσει του μεριδίου τους στον κύκλο εργασιών της TM T&D και, τέλος, να τις κατατάξει στην κατάλληλη κατηγορία αρχικών ποσών, η οποία καθοριζόταν στην απόφαση του 2007 σε συνάρτηση με το μερίδιο κάθε επιχείρησης στην παγκόσμια αγορά. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έτσι θα είχε αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο όπως και οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές.

104

Η προσφεύγουσα θεμελιώνει την άποψή της προβάλλοντας τέσσερις δέσμες επιχειρημάτων.

105

Πρώτον, επικαλείται την απόφαση του 2007, την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343), καθώς και ορισμένα χωρία της προσβαλλόμενης απόφασης, από τα οποία προκύπτει, κατά την προσφεύγουσα πάντα, ότι ο καθορισμός του ύψους των προστίμων έπρεπε να βασιστεί στην αξία των πωλήσεων ΕΜΜΑ το 2003.

106

Δεύτερον, η προσφεύγουσα διατυπώνει διάφορα επιχειρήματα που βάλλουν κατ’ ουσία κατά της ασυνέπειας που υπάρχει, κατά την προσφεύγουσα, μεταξύ της επιλογής καθορισμού ενός αρχικού ποσού για την TM T&D και του γεγονότος ότι τα πρόστιμα επιβλήθηκαν στην ίδια την προσφεύγουσα.

107

Τρίτον, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της διαπίστωσης της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 66 της προσβαλλόμενης απόφασης) ότι η μέθοδος που πρότεινε η προσφεύγουσα θα είχε ως συνέπεια να ληφθεί ως βάση ο εικονικός κύκλος εργασιών της για το 2001.

108

Τέταρτον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή αρνήθηκε να ακολουθήσει τη μέθοδο που της είχε προτείνει, χωρίς να αιτιολογήσει δεόντως την άρνησή της και χωρίς να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους η μέθοδος αυτή ήταν εσφαλμένη ή ακατάλληλη.

109

Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

110

Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 99 απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:T:2004:118, σκέψη 216 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

111

Το ύψος του προστίμου καθορίζεται από την Επιτροπή σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παράβασης και, κατά περίπτωση, με τη διάρκειά της. Η σοβαρότητα της παράβασης πρέπει να αξιολογείται βάσει κριτηρίων όπως οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και η αποτρεπτική λειτουργία των προστίμων. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένα αντικειμενικά στοιχεία, όπως το περιεχόμενο των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό ενεργειών, ο αριθμός και η έντασή τους, η έκταση της επηρεασθείσας αγοράς και η επιδείνωση που υπέστη η δημόσια οικονομική τάξη. Κατά τη σχετική εξέταση πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη το σχετικό μέγεθος των ευθυνόμενων επιχειρήσεων και το μερίδιο αγοράς που κατέχουν, καθώς και η τυχόν καθ’ υποτροπή τέλεση τέτοιων αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πράξεων (προπαρατεθείσα στη σκέψη 71 απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:2004:6, σκέψεις 89 έως 91).

112

Η Επιτροπή πάντως, όταν αποφασίζει να επιβάλει πρόστιμα δυνάμει του δικαίου του ανταγωνισμού, οφείλει να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως αυτή ερμηνεύεται από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής,T‑59/02, Συλλογή, EU:T:2006:272, σκέψη 315). Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ή της απαγόρευσης των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο και διαφορετικές καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 1998, BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, T‑311/94, Συλλογή, EU:T:1998:93, σκέψη 309 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

113

Εν προκειμένω τονίζεται ευθύς εξαρχής ότι η προσφεύγουσα δεν αρνείται ότι κατά το έτος αναφοράς, δηλαδή το 2003, δεν είχε πραγματοποιήσει η ίδια πωλήσεις ΕΜΜΑ, δεδομένου ότι το 2002 είχε μεταβιβάσει τις δραστηριότητές της στον τομέα αυτό στην TM T&D.

114

Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι το πρόστιμο της προσφεύγουσας δεν μπορούσε να υπολογιστεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως τα πρόστιμα για τους Ευρωπαίους αποδέκτες της απόφασης του 2007 και ότι συνεπώς η προσφεύγουσα δεν τελούσε, από την άποψη αυτή, σε παρόμοια κατάσταση με τους εν λόγω αποδέκτες.

115

Υπό τις περιστάσεις αυτές, ορθώς η Επιτροπή αποφάσισε να καθορίσει ένα υποθετικό αρχικό ποσό για την TM T&D και να το επιμερίσει μεταξύ των μετόχων της, αντί να επιμερίσει τις παγκόσμιες πωλήσεις ΕΜΜΑ της TM T&D μεταξύ των μετόχων της και να καθορίσει το αρχικό ποσό για καθέναν από αυτούς με βάση το μερίδιό του στις πωλήσεις αυτές.

116

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλόμενης απόφασης και την αιτιολογική σκέψη 61 της απόφασης του 2007, η TM T&D αποτελούσε κοινή επιχείρηση, η οποία είχε την πλήρη ευθύνη της παραγωγής και της πώλησης των ΕΜΜΑ. Επομένως, η TM T&D αποτελούσε διακριτή οντότητα έναντι των μετόχων της, μολονότι οι μέτοχοί της αυτοί την έλεγχαν από κοινού.

117

Το γεγονός αυτό προκύπτει άλλωστε από το σημείο 7.2.7 της απόφασης του 2007, το οποίο προσδιορίζει τους αποδέκτες της. Συγκεκριμένα, με τις αιτιολογικές σκέψεις 407 και 435 της εν λόγω απόφασης, γίνεται ρητά δεκτό ότι η προσφεύγουσα και η Melco ήταν υπεύθυνες, ως μέτοχοι, για την «παράβαση που τέλεσε η TM T&D από την 1η Οκτωβρίου 2002 μέχρι τις 11 Μαΐου 2004».

118

Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν κλονίζουν την ορθότητα του συμπεράσματος αυτού.

119

Συγκεκριμένα, με την πρώτη δέσμη επιχειρημάτων, η οποία παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 105, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από την απόφαση του 2007, από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343) και από τις αιτιολογικές σκέψεις 59, 60, 62 και 66 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο καθορισμός του ύψους των προστίμων έπρεπε να βασιστεί στην αξία των πωλήσεων ΕΜΜΑ αφενός της ίδιας και αφετέρου της Melco του έτους 2003.

120

Από τις αιτιολογικές σκέψεις 59 και 60 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει όμως κατ’ ουσία ότι, στην περίπτωση της προσφεύγουσας, ο γενικός κανόνας που εφαρμόστηκε με την απόφαση του 2007 και επί του οποίου ενέμεινε το Γενικό Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343), δηλαδή η αναγωγή του έτους 2003 σε έτος αναφοράς για τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων, πρέπει να εφαρμοστεί με ιδιαίτερο τρόπο, διότι κατά το εν λόγω έτος η προσφεύγουσα δεν πραγματοποίησε η ίδια πωλήσεις ΕΜΜΑ, αφού είχε μεταβιβάσει στην TM T&D τις δραστηριότητές της στον εν λόγω τομέα.

121

Η ορθότητα της ερμηνείας αυτής επιβεβαιώνεται τόσο από τις αιτιολογικές σκέψεις 62 και 66 της προσβαλλόμενης απόφασης όσο και από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343), στην οποία το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε ρητά τη μέθοδο που εφάρμοσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση ως κατάλληλο παράδειγμα.

122

Όσον αφορά τη δεύτερη δέσμη επιχειρημάτων, η οποία παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 106, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή αναφέρεται στη «συμβολή της TM T&D στην παράβαση», αφού η Επιτροπή όφειλε να καθορίσει όχι το πρόστιμο της TM T&D, αλλά τα πρόστιμα για τις εταιρίες των οποίων η εταιρία αυτή ήταν θυγατρική. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει συναφώς ότι ο κύκλος εργασιών της TM T&D αποτελεί το άθροισμα των κύκλων εργασιών της προσφεύγουσας και της Melco, όσον αφορά τους ΕΜΜΑ.

123

Επισημαίνεται καταρχάς ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 117 της παρούσας απόφασης, το γεγονός ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε στην παράβαση που τέλεσε η TM T&D συνάδει πλήρως προς τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη με την απόφαση του 2007.

124

Στη συνέχεια, αφού η TM T&D αποτελούσε διακριτή οντότητα, κακώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο κύκλος εργασιών της TM T&D αποτελεί το άθροισμα των κύκλων εργασιών των μετόχων της, όσον αφορά τους ΕΜΜΑ.

125

Τέλος, γενικότερα, το γεγονός ότι, κατόπιν της λύσης της TM T&D το 2005, τα πρόστιμα που προβλέφθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκαν μόνο στην προσφεύγουσα και στη Melco δεν μπορεί να συνεπάγεται την υποχρέωση της Επιτροπής να χωρίσει τεχνητά στα δύο τον κύκλο εργασιών της TM T&D, παρά το γεγονός ότι η εταιρία αυτή δρούσε στην αγορά κατά το έτος αναφοράς ως αυτοτελής επιχειρηματίας έναντι των μετόχων της. Η προσέγγιση αυτή θα είχε πράγματι ως αποτέλεσμα να μην υλοποιηθεί η πρόθεση της Επιτροπής να βασιστεί, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, στους κύκλους εργασιών που είχαν πραγματοποιηθεί κατά το εν λόγω έτος.

126

Με την τρίτη δέσμη επιχειρημάτων, η οποία υπενθυμίστηκε ανωτέρω στη σκέψη 107, η προσφεύγουσα αντικρούει τον ισχυρισμό ότι η εφαρμογή της μεθόδου που προτείνει θα είχε ως συνέπεια να ληφθούν ως βάση «εικονικοί κύκλοι εργασιών για το 2001». Η προσφεύγουσα καθιστά σαφές ότι ο κύκλος εργασιών της για το 2001 ήταν πραγματικός και όχι εικονικός και ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή καλούνταν να υπολογίσει τον εικονικό κύκλο εργασιών της όχι για το 2001, αλλά για το 2003, και στη συνέχεια να τον συγκρίνει με τους πραγματικούς κύκλους εργασιών των λοιπών επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση.

127

Στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έννοια της πέμπτης περιόδου της αιτιολογικής σκέψης 66 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία η μέθοδος που πρότειναν οι προσφεύγουσες «είναι ακατάλληλη, καθόσον θα συνεπαγόταν τη σύγκριση των εικονικών κύκλων εργασιών της Melco και της Toshiba για το 2001 με τους κύκλους εργασιών των άλλων επιχειρήσεων για το 2003», δεν είναι τελείως σαφής, δεδομένου ιδίως ότι η Επιτροπή δεν έδωσε κανέναν ορισμό του «εικονικού κύκλου εργασιών για το 2001».

128

Παρά ταύτα, η Επιτροπή, με την τρίτη και την τέταρτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 66 της προσβαλλόμενης απόφασης, εξήγησε ότι η μέθοδος που πρότεινε η προσφεύγουσα δεν έδινε τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος της TM T&D ως προς την παράβαση, με το δεδομένο ότι η εταιρία αυτή αποτελούσε οντότητα που είχε μετάσχει στην παράβαση το 2003. Συγκεκριμένα, η πέμπτη περίοδος της ίδιας αυτής αιτιολογικής σκέψης 66, ερμηνευόμενη εντός της αλληλουχίας των αμέσως προηγούμενων περιόδων, αποτυπώνει την άποψη της Επιτροπής ότι η μέθοδος που προτείνει η προσφεύγουσα θα είχε ως συνέπεια τον τεχνητό διαχωρισμό του κύκλου εργασιών της TM T&D στα δύο, παρά τον χαρακτήρα της ως διακριτής οντότητας έναντι των μετόχων της, προκειμένου να καθοριστούν οι εικονικοί κύκλοι εργασιών των μετόχων αυτών. Όπως όμως προκύπτει από τις σκέψεις 115 έως 117 και 123 έως 125 της παρούσας απόφασης, η διαπίστωση αυτή της Επιτροπής είναι βάσιμη.

129

Με την τέταρτη δέσμη επιχειρημάτων, η οποία συνοψίστηκε ανωτέρω στη σκέψη 108, η προσφεύγουσα βάλλει κατά του ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την απόρριψη της μεθόδου που της είχε προτείνει και κυρίως ότι δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω όργανο θεωρούσε ότι η μέθοδος αυτή ήταν εσφαλμένη ή ακατάλληλη.

130

Πρώτον, δεδομένου ότι ο υπό εξέταση λόγος ακύρωσης δεν αφορά την παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, ο παραπάνω ισχυρισμός της προσφεύγουσας είναι αλυσιτελής στο πλαίσιο εντός του οποίου προβάλλεται.

131

Δεύτερον, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι, εν πάση περιπτώσει, προδήλως αβάσιμος. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω στις σκέψεις 127 και 128, η Επιτροπή εξέθεσε στην αιτιολογική σκέψη 66 της προσβαλλόμενης απόφασης τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ακατάλληλη τη μέθοδο που είχε προτείνει η προσφεύγουσα.

132

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πέμπτου λόγου ακύρωσης: παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όσον αφορά τον προσδιορισμό του βαθμού ευθύνης της προσφεύγουσας σε σχέση με τους Ευρωπαίους κατασκευαστές

133

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης, καθόσον δεν έλαβε υπόψη, κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού των προστίμων, τον μικρότερο βαθμό ευθύνης της σε σχέση με τους Ευρωπαίους κατασκευαστές. Η προσφεύγουσα εξηγεί συναφώς, με το δικόγραφο της προσφυγής, ότι, ενώ οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση μετείχαν σε δύο παραβάσεις, και συγκεκριμένα στο κοινό σύμφωνο και στην ανάθεση των έργων σχετικά με τους ΕΜΜΑ εντός του ΕΟΧ, οι ιαπωνικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η ίδια, μετείχαν μόνο στο κοινό σύμφωνο.

134

Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν μετέσχε σε όλα τα συστατικά της σύμπραξης στοιχεία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης και κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Κατά την εφαρμογή όμως των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, η εκτίμηση αυτή πρέπει κατ’ ανάγκη να γίνεται στο στάδιο του καθορισμού του αρχικού ποσού, αφού η επιχείρηση που έχει μετάσχει σε μία μόνο από τις εκφάνσεις της σύμπραξης έχει τελέσει λιγότερο σοβαρή παράβαση από την επιχείρηση που έχει μετάσχει σε πολλές εκφάνσεις της ίδιας αυτής σύμπραξης.

135

Με το δικόγραφο απάντησης, η προσφεύγουσα, απαντώντας στα επιχειρήματα της Επιτροπής, διευκρινίζει ότι ο πέμπτος λόγος δεν αφορά ούτε την έννοια της ενιαίας και διαρκούς παράβασης ούτε τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς της, στην οποία αναφέρεται η σκέψη 260 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 8 απόφασης Toshiba κατά Επιτροπής (EU:T:2011:343), αλλά τον βαθμό της συμμετοχής της στη σύμπραξη, ο οποίος πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

136

Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή εκθέτει ειδικότερα ότι η παράβαση που διαπιστώθηκε με την απόφαση του 2007 αποτελούσε ενιαία και διαρκή παράβαση και ότι η συμμετοχή των ιαπωνικών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, στην παράβαση δεν ήταν λιγότερο σοβαρή από ό,τι των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

137

Κατά τη νομολογία, εφόσον μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πολλές επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σοβαρότητα της συμμετοχής καθεμιάς από αυτές σε σύγκριση με τη συμμετοχή των άλλων (βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, C‑49/92 P, Συλλογή, EU:C:1999:356, σκέψη 150 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, το ότι μια επιχείρηση δεν έχει μετάσχει σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας σύμπραξης ή ότι είχε ήσσονα ρόλο σε όσες πτυχές της σύμπραξης έχει μετάσχει πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης και κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, EU:C:1999:356, σκέψη 90).

138

Εν προκειμένω, πρώτον, όπως υπενθυμίστηκε ανωτέρω με τις σκέψεις 2 έως 4, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει με την απόφαση του 2007 την τέλεση μιας ενιαίας και διαρκούς παράβασης, η οποία περιελάμβανε το κοινό σύμφωνο, τη συμφωνία GQ και τη συμφωνία EQ. Επομένως, είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είχαν μετάσχει σε δύο παραβάσεις, ενώ η ίδια σε μία μόνο.

139

Δεύτερον, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, ο βαθμός συμμετοχής της στην παράβαση δεν καθίσταται μικρότερος από το γεγονός ότι δεν μετέσχε στην ανάθεση των έργων σχετικά με τους ΕΜΜΑ εντός του ΕΟΧ, η οποία διεπόταν από τη συμφωνία EQ.

140

Από την άποψη αυτή, δεν αμφισβητείται βέβαια ότι η συμμετοχή των Ιαπώνων κατασκευαστών και των Ευρωπαίων κατασκευαστών στις συμφωνίες και στις εναρμονισμένες πρακτικές που διαπιστώθηκαν με την απόφαση του 2007 και αφορούσαν τον ΕΟΧ δεν ήταν της ίδιας φύσης. Συγκεκριμένα, οι ιαπωνικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, ανέλαβαν τη δέσμευση, στο πλαίσιο του κοινού συμφώνου, να μη διεισδύσουν στην αγορά του ΕΟΧ και, επομένως, η συμμετοχή τους συνίστατο σε παράλειψη. Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις διαμοιράσθηκαν τα διάφορα έργα ΕΜΜΑ εντός της αγοράς του ΕΟΧ μέσω θετικών συμπαιγνιακών πράξεων (βλ. επ’ αυτού την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής, EU:T:2011:343, σκέψη 260).

141

Επισημαίνεται εντούτοις ότι η παράλειψη αυτή των ιαπωνικών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την κατανομή των έργων ΕΜΜΑ εντός του ΕΟΧ μεταξύ των Ευρωπαίων κατασκευαστών σύμφωνα με τους κανόνες που είχαν συνομολογηθεί προς τούτο (βλ. επ’ αυτού την προπαρατεθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Toshiba κατά Επιτροπής, EU:T:2011:343, σκέψη 261). Επομένως, η τήρηση από τις ιαπωνικές επιχειρήσεις των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει με το κοινό σύμφωνο αποτελούσε αναγκαία συμβολή στη συνολική λειτουργία της παράβασης.

142

Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η συμβολή της προσφεύγουσας στην παράβαση είναι παρόμοια με τη συμβολή των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, πράγμα που σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

143

Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η απόρριψη του πέμπτου λόγου ακύρωσης.

144

Δεδομένου ότι όλοι οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη του κύριου αιτήματος της προσφυγής απορρίφθηκαν, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Επί του επικουρικού αιτήματος: μείωση του ύψους του προστίμου

145

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να μειώσει το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συναφώς αναφέρεται σε έναν εναλλακτικό τρόπο υπολογισμού, τον οποίο εξέθεσε σε παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής της.

146

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το υπό εξέταση αίτημα είναι απαράδεκτο, καθόσον δεν στηρίζεται σε κανέναν ισχυρισμό ή αποδεικτικό στοιχείο.

147

Επισημαίνεται ότι, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί απόφαση επί της ένστασης απαραδέκτου που πρόβαλε η Επιτροπή, ο εναλλακτικός τρόπος υπολογισμού που πρότεινε η προσφεύγουσα δεν στηρίζεται σε άλλα επιχειρήματα, πέρα από αυτά που εξετάστηκαν στο πλαίσιο του κύριου αιτήματος, και ότι συνίσταται ουσιαστικά στην εφαρμογή της μεθόδου της οποίας υπεραμύνθηκε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακύρωσης. Κατά συνέπεια, κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων και με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν εν προκειμένω άλλα στοιχεία που να δικαιολογούν τη μείωση του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, ότι δεν συντρέχει λόγος να δεχθεί το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας.

148

Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η απόρριψη της προσφυγής στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

149

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την Toshiba Corp. στα δικαστικά έξοδα.

 

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Ιανουαρίου 2016.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

 

Ιστορικό της διαφοράς

 

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 

Σκεπτικό

 

Επί του κύριου αιτήματος: ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης

 

Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης: προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας

 

– Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακύρωσης: μη αποστολή νέας ανακοίνωσης αιτιάσεων

 

– Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακύρωσης: προσβολή του δικαιώματος ακρόασης της προσφεύγουσας ως προς το πρόσθετο ποσό

 

Επί του τέταρτου λόγου ακύρωσης: παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

 

Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης: παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όσον αφορά το αρχικό ποσό του προστίμου

 

Επί του πέμπτου λόγου ακύρωσης: παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όσον αφορά τον προσδιορισμό του βαθμού ευθύνης της προσφεύγουσας σε σχέση με τους Ευρωπαίους κατασκευαστές

 

Επί του επικουρικού αιτήματος: μείωση του ύψους του προστίμου

 

Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 )   Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.