ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο τμήμα)

της 7ης Μαρτίου 2013 ( *1 )

«Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας — Οδηγία 2005/29/ΕΚ — Εθνική διάταξη επιβάλλουσα γενική απαγόρευση προσφοράς προς πώληση ή πωλήσεως αγαθών με ζημιά»

Στην υπόθεση C-343/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υποβληθείσα από το rechtbank van koophandel te Gent (Βέλγιο) με απόφαση της 27ης Ιουνίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Ιουλίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Euronics Belgium CVBA

κατά

Kamera Express BV,

Kamera Express Belgium BVBA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Berger, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet και J.-J. Kasel (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ και 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές) (ΕΕ L 149, σ. 22).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Euronics Belgium CVBA (στο εξής: Euronics) και, αφετέρου, της Kamera Express BV (στο εξής: ΚΕ) και της Kamera Express Belgium BVBA (στο εξής: ΚΕΒ), σχετικά με την τιμή πωλήσεως διαφόρων φωτογραφικών μηχανών.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Στις αιτιολογικές σκέψεις 6, 8 και 17 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές εκτίθενται τα εξής:

«(6)

[...] η παρούσα οδηγία επιδιώκει την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της αθέμιτης διαφήμισης, οι οποίες βλάπτουν άμεσα τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και, συνεπώς, έμμεσα τα οικονομικά συμφέροντα των θεμιτών ανταγωνιστών. [...] Δεν καλύπτει ούτε θίγει τους εθνικούς νόμους για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν μόνο τα οικονομικά συμφέροντα των ανταγωνιστών ή τις πρακτικές που αφορούν εμπορικές συναλλαγές· τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τους την αρχή της επικουρικότητας, θα συνεχίσουν να είναι σε θέση να ρυθμίζουν τέτοιου είδους πρακτικές, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, εφόσον επιλέξουν να το πράττουν. [...]

[...]

(8)

Η παρούσα οδηγία προστατεύει τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές. [...]

[...]

(17)

Είναι σκόπιμο να καθοριστούν οι εμπορικές πρακτικές που είναι αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, χάριν μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου. Στο παράρτημα Ι περιλαμβάνεται ο πλήρης κατάλογος όλων αυτών των πρακτικών. Είναι οι μόνες εμπορικές πρακτικές που μπορούν να θεωρηθούν αθέμιτες, χωρίς κατά περίπτωση αξιολόγηση, παρά τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 9. Ο κατάλογος μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με αναθεώρηση της οδηγίας.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών.»

5

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[...]

δ)

“εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές” (οι οποίες αναφέρονται στο εξής και ως “εμπορικές πρακτικές”): κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές·

[...]»

6

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία ισχύει για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές, όπως αυτές θεσπίζονται στο άρθρο 5, πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζομένη με ένα συγκεκριμένο προϊόν.»

7

Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές:

«Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν ούτε την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ούτε την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών για λόγους που εμπίπτουν στον τομέα όπου επιδιώκεται η προσέγγιση της νομοθεσίας μέσω της παρούσας οδηγίας.»

8

Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών», έχει ως εξής:

«1.   Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

2.   Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη όταν:

α)

είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας,

και

β)

στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.

[...]

4.   Ιδιαιτέρως, εμπορικές πρακτικές, είναι αθέμιτες όταν:

α)

είναι παραπλανητικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 6 και 7,

ή

β)

είναι επιθετικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 8 και 9.

5.   Το παράρτημα Ι περιέχει τον κατάλογο των εμπορικών πρακτικών που θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. Ο ίδιος ενιαίος κατάλογος ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας.»

Το βελγικό δίκαιο

9

Κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του νόμου της 6ης Απριλίου 2010 περί των πρακτικών της αγοράς και περί προστασίας του καταναλωτή (Belgisch Staatsblad, 12 Απριλίου 2010, σ. 20803, στο εξής: LPPC), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 12 Μαΐου 2010, «απαγορεύεται σε κάθε επιχείρηση να προσφέρει προς πώληση ή να πωλεί αγαθά με ζημιά».

10

Κατά το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, «ως πώληση με ζημιά θεωρείται κάθε πώληση σε τιμή που δεν είναι τουλάχιστον ίση με την τιμή στην οποία η επιχείρηση αγόρασε το αγαθό ή την οποία η επιχείρηση θα έπρεπε να καταβάλει κατά τον ανεφοδιασμό της, μετά από αφαίρεση των τυχόν μειώσεων που χορηγήθηκαν και αποκτήθηκαν οριστικά. Για να καθοριστεί η ύπαρξη πωλήσεως με ζημιά, δεν λαμβάνονται υπόψη μειώσεις που χορηγήθηκαν, είτε αποκλειστικά είτε όχι, σε αντάλλαγμα δεσμεύσεων της επιχειρήσεως άλλων από την αγορά αγαθών».

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, οι ΚΕ και ΚΕΒ προσέφεραν προς πώληση μια φωτογραφική μηχανή Panasonic Lumix DMC-TZ20 στην τιμή των 229 ευρώ, συνοδευόμενη με εγγύηση πέντε ετών, καθώς και μια φωτογραφική μηχανή Canon EOS5D Mark II Body στην τιμή των 1695 ευρώ, επίσης συνοδευόμενη με εγγύηση πέντε ετών.

12

Η Euronics θεώρησε ότι οι ΚΕ και ΚΕΒ πωλούσαν με ζημιά τις φωτογραφικές αυτές μηχανές, επειδή η επίσημη τιμή αγοράς για τα προϊόντα αυτά μη συνυπολογιζομένου του φόρου προστιθεμένης αξίας ανερχόταν, αντιστοίχως, σε 277,84 ευρώ και 1 634,78 ευρώ. Πράγματι, ακόμη και αν συνυπολογιστούν οι τυχόν μειώσεις που χορηγούνται οριστικά, η τιμή ουδέποτε δύναται να φθάσει τόσο χαμηλά, εκτός αν οι εν λόγω φωτογραφικές μηχανές πωληθούν με ζημιά. Πάντως, κατά τη Euronics, τέτοια πώληση με ζημιά απαγορεύεται από το άρθρο 101 του LPPC. Κατά συνέπεια, η Euronics προσέφυγε στο rechtbank van koophandel te Gent (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εμπορικών υποθέσεων της Γάνδης) προκειμένου να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 101 του LPPC και να διαταχθεί η άμεση παύση των επίμαχων πρακτικών, περιλαμβανομένης της σχετικής διαφημίσεως.

13

Στο πλαίσιο αυτό, το rechtbank van koophandel te Gent αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι το άρθρο 101 του [LPPC] το οποίο σκοπεύει, μεταξύ άλλων, να προστατεύσει τα συμφέροντα των καταναλωτών […] αντίθετο προς την οδηγία [για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές] επειδή το άρθρο αυτό απαγορεύει την πώληση με ζημιά, ενώ η εν λόγω οδηγία δεν απαγορεύει εμφανώς μια τέτοια πρακτική και είναι δυνατόν οι διατάξεις του βελγικού νόμου να είναι αυστηρότερες από εκείνες της εν λόγω οδηγίας, πράγμα που απαγορεύεται από το άρθρο [της] 4;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

14

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί στην ουσία να διευκρινιστεί αν η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αποκλείει εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει γενική απαγόρευση προσφοράς προς πώληση ή πωλήσεως αγαθών με ζημιά.

15

Βάσει του άρθρου 99 του Κανονισμού του Διαδικασίας, όταν η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα δύναται σαφώς να συναχθεί από τη νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη η οποία παραπέμπει στη σχετική νομολογία.

16

Το Δικαστήριο εκτιμά ότι αυτό συμβαίνει εν προκειμένω καθώς η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε δύναται σαφώς να συναχθεί από τις αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2010, C-304/08, Plus Warenhandelsgesellschaft (Συλλογή 2010, σ. I-217, σκέψεις 35 έως 51), και της 9ης Νοεμβρίου 2010, C-540/08, Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag (Συλλογή 2010, σ. I-10909, σκέψεις 15 έως 38), καθώς και από τις διατάξεις της 30ής Ιουνίου 2011, C-288/10, Wamo (Συλλογή 2011, σ. Ι-5835, σκέψεις 20 έως 40), και της 15ης Δεκεμβρίου 2011, C-126/11, ΙΝΝΟ (σκέψεις 22 έως 32).

17

Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε, πρέπει κατ’ αρχάς να καθοριστεί αν το άρθρο 101 του LPPC έχει σκοπούς που ανάγονται στην προστασία των καταναλωτών, οπότε δύναται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

18

Συναφώς, στην απόφασή του περί παραπομπής, το rechtbank van koophandel te Gent σημειώνει ότι, καίτοι δύναται να θεωρηθεί ότι η απαγόρευση που προβλέπεται από το άρθρο 101 του LPPC έχει συνέπειες στις σχέσεις μεταξύ των επιχειρηματιών, παρά ταύτα το άρθρο αυτό έχει ως στόχο την προστασία των καταναλωτών.

19

Ακριβώς λαμβανομένων υπόψη των κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιορισθέντων σκοπών του εν λόγω άρθρου, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αποκλείει έναν τέτοιο κανόνα.

20

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει ακόμη να καθοριστεί αν η προσφορά προς πώληση αγαθών με ζημιά ή η ίδια η πώληση με ζημιά, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της επίμαχης στην κύρια δίκη απαγορεύσεως, συνιστούν εμπορικές πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και, επομένως, υπόκεινται στις διατάξεις της (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσες αποφάσεις Plus Warenhandelsgesellschaft, σκέψη 35, και Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftverlag, σκέψη 16, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Wamo, σκέψη 29).

21

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ορίζει, χρησιμοποιώντας ιδιαιτέρως ευρεία διατύπωση, την έννοια της «εμπορικής πρακτικής» ως «κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπο συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές» (προαναφερθείσες αποφάσεις Plus Warenhandelsgesellschaft, σκέψη 36, και Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftverlag, σκέψη 17, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Wamo, σκέψη 30).

22

Πάντως, δράσεις πωλήσεως με ζημιά, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, οι οποίες, όπως σημειώνει το αιτούν δικαστήριο, λειτουργούν ως «κράχτης», έχουν ως σκοπό να προσελκύσουν καταναλωτές στους εμπορικούς χώρους ενός εμπόρου και να παροτρύνουν τους εν λόγω καταναλωτές να πραγματοποιήσουν αγορές. Συνεπώς, εντάσσονται στο πλαίσιο της εμπορικής στρατηγικής ενός επιχειρηματία και αποβλέπουν άμεσα στην προώθηση των προϊόντων του και στη διάθεσή τους στην αγορά. Επομένως, συνιστούν εμπορικές πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και, κατά συνέπεια, εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftverlag, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Wamo, σκέψη 31).

23

Κατόπιν αυτού, πρέπει ακόμη να εξακριβωθεί αν η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αντιτίθεται σε απαγόρευση να προσφέρονται προς πώληση ή να πωλούνται αγαθά με ζημιά, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 101 του LPPC.

24

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, ευθύς εξαρχής, ότι εφόσον η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές, τα κράτη μέλη, όπως ρητώς ορίζει το άρθρο της 4, δεν δύνανται να λαμβάνουν μέτρα αυστηρότερα των οριζομένων από την οδηγία αυτή, ακόμη και αν σκοπός των μέτρων αυτών είναι η διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών (προαναφερθείσα απόφαση Plus Warenhandelsgesellschaft, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Wamo, σκέψη 33).

25

Στη συνέχεια, επισημαίνεται επίσης ότι το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας θέτει τα κριτήρια που καθιστούν δυνατό να καθοριστούν οι περιστάσεις υπό τις οποίες μια εμπορική πρακτική πρέπει να θεωρείται αθέμιτη και, κατά συνέπεια, απαγορευμένη.

26

Έτσι, σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτού του άρθρου 5, εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη αν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας και επηρεάζει ουσιωδώς ή δύναται να επηρεάσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή σε σχέση με το προϊόν.

27

Επιπλέον, το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ορίζει δύο συγκεκριμένες κατηγορίες αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, δηλαδή τις «παραπλανητικές πρακτικές» και τις «επιθετικές πρακτικές» οι οποίες πληρούν τα κριτήρια που διευκρινίζονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 6 και 7 καθώς και 8 και 9 της οδηγίας αυτής.

28

Τέλος, στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας απαριθμούνται περιοριστικά 31 εμπορικές πρακτικές οι οποίες, κατά το άρθρο της 5, παράγραφος 5, θεωρούνται αθέμιτες «υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις». Κατά συνέπεια, όπως ρητώς διευκρινίζει η αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, μόνον αυτές οι εμπορικές πρακτικές μπορούν να θεωρηθούν αθέμιτες χωρίς να γίνει κατά περίπτωση αξιολόγηση βάσει των διατάξεων των άρθρων 5 έως 9 της οδηγίας αυτής (προαναφερθείσες αποφάσεις Plus Warenhandelsgesellschaft, σκέψη 45, και Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag, σκέψη 34, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Wamo, σκέψη 37).

29

Όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη, δεν αμφισβητείται ότι πρακτικές που συνίστανται στην προσφορά προς πώληση ή στην πώληση αγαθών με ζημιά δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να απαγορευθούν «υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις», αλλά μόνον κατόπιν ειδικής αναλύσεως καθιστώσας δυνατό να αποδειχθεί ο αθέμιτος χαρακτήρας τους (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag, σκέψη 35, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Wamo, σκέψη 39).

30

Πάντως, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το άρθρο 101 του LPPC επιβάλλει γενική απαγόρευση προσφοράς προς πώληση ή πωλήσεως αγαθών με ζημιά, χωρίς να είναι αναγκαίο να καθοριστεί, με γνώμονα το πραγματικό πλαίσιο κάθε περιπτώσεως, αν η επίμαχη εμπορική πράξη έχει «αθέμιτο» χαρακτήρα υπό το πρίσμα των κριτηρίων που θέτουν τα άρθρα 5 έως 9 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και χωρίς να αναγνωρίζεται στα αρμόδια δικαστήρια περιθώριο εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αυτό (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσες αποφάσεις Plus Warenhandelsgesellschaft, σκέψη 48, και Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag, σκέψη 36, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Wamo, σκέψη 39).

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, στο ερώτημα που τέθηκε πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αποκλείει εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει γενική απαγόρευση προσφοράς προς πώληση ή πωλήσεως αγαθών με ζημιά, εφόσον η διάταξη αυτή έχει σκοπούς που ανάγονται στην προστασία των καταναλωτών.

Επί των δικαστικών εξόδων

32

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

H οδηγία 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές), αποκλείει εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει γενική απαγόρευση προσφοράς προς πώληση ή πωλήσεως αγαθών με ζημιά, εφόσον η διάταξη αυτή έχει σκοπούς που ανάγονται στην προστασία των καταναλωτών.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.