9.3.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 71/10


Αναίρεση που άσκησε στις 21 Δεκεμβρίου 2012 η Ballast Nedam NV κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 στην υπόθεση T-361/06, Ballast Nedam NV κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-612/06 P)

2013/C 71/16

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ballast Nedam NV (εκπρόσωποι: A.R. Bosman en E. Oude Elferink, advocaten)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει εν όλω ή εν μέρει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, και ειδικότερα το διατακτικό της,

σε περίπτωση που δεχτεί την αίτηση αναιρέσεως:

να δεχτεί εν όλω ή εν μέρει τα αιτήματα που είχε προβάλει η αναιρεσείουσα πρωτοδίκως,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Ballast Nedam προβάλλει δύο λόγους.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως , η Ballast Nedam υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 (1) και προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας καθόσον δεν ακύρωσε (εν μέρει) την […] απόφαση της Επιτροπής (2) κατά το μέτρο που η απόφαση αυτή απευθυνόταν στην αναιρεσείουσα. Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων της 18ης Οκτωβρίου 2004 στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που επιβάλλει συναφώς το δίκαιο της Ένωσης.

Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η Ballast Nedam προβάλλει, πρώτον, ότι, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων ήταν ασαφής ως προς ένα ουσιώδες σημείο, εντούτοις, από τη διαπίστωση αυτή δεν συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας.

Δεύτερον, η Ballast Nedam επικρίνει τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, παρέσχε επαρκή στοιχεία ικανά να διευκρινίσουν τα γεγονότα και τις περιστάσεις που στήριξαν τη θέση του θεσμικού αυτού οργάνου σχετικά με τη διάπραξη παραβάσεως και ότι προσδιόρισε κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση τα νομικά πρόσωπα που μπορούσαν να αναμένουν την επιβολή προστίμου. Στο μέτρο που αφορά την Ballast Nedam, η εκτίμηση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται όσον αφορά το περιεχόμενο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Συναφώς, ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η θυγατρική επιχείρηση της οποίας η παράβαση καταλογίστηκε στην Ballast Nedam δεν εξατομικεύεται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

Τρίτον, η Ballast Nedam βάλλει κατά της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν μπορούσε να αγνοεί ότι, βάσει της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, επρόκειτο να αποτελέσει, ως μητρική επιχείρηση της Ballast Nedam Grond en Wegen B.V. (στο εξής: BN Grond en Wegen), την αποδέκτρια της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής. Καταλήγοντας στη διαπίστωση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο παρερμήνευσε το περιεχόμενο της νομολογίας του Δικαστηρίου βάσει της οποίας η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να προσδιορίζει υπό ποια ιδιότητα καταλογίζονται σε μια επιχείρηση τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά.

Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εξέταση του ζητήματος αν η Επιτροπή σεβάστηκε τα δικαιώματα άμυνας, κακώς έλαβε υπόψη μια εικαζόμενη αντίδραση της Ballast Nedam επί της ουσίας της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως , η Ballast Nedam υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζοντας εσφαλμένα θεμελιώδεις αρχές που ισχύουν στο πλαίσιο του καταλογισμού στις μητρικές εταιρίες παραβάσεων των κανόνων περί συμπράξεων. Κατά την Ballast Nedam, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή ορθώς της καταλόγισε ευθύνη για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ χωρίς καν να έχει διαπιστώσει τέτοια παράβαση.

Προς στήριξη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Ballast Nedam παραπέμπει, πρώτον, στο γεγονός ότι με την απόφαση που εξέδωσε στις 2 Μαρτίου 2011 στην υπόθεση T-382/06, Tomkins κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II-1157), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο της ευθύνης της θυγατρικής η συμπεριφορά της οποίας διαπιστώθηκε ότι συνιστά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Κατά τη Ballast Nedam, η εκτίμηση αυτή έχει την έννοια ότι μια παράβαση δεν μπορεί να καταλογιστεί σε μητρική εταιρία εφόσον η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει την ύπαρξή της.

Συναφώς, η Ballast Nedam υποστηρίζει ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο καθορισμού των μονάδων εντός μιας επιχείρησης οι οποίες δύναται να θεωρηθούν υπεύθυνες για παράβαση των κανόνων περί των συμπράξεων δεν είναι τόσο ευρύ ώστε να της επιτρέπει τον καταλογισμό ευθύνης σε μητρική επιχείρηση για μη διαπιστωθείσα παράβαση.

Δεύτερον, η Ballast Nedam επικρίνει το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι η εν λόγω εταιρία δεν ανέτρεψε το τεκμήριο ότι ασκούσε καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της BN Grond en Wegen στην αγορά. Το γεγονός αυτό συνδέεται άμεσα με την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και επιπλέον, κατά την Ballast Nedam, είναι από νομικής απόψεως αλυσιτελές.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003 L 1, σ. 1).

(2)  Απόφαση C(2006) 4090 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 (ΕΚ) [υπόθεση COMP/F/38.456 — Πίσσα (Κάτω Χώρες)].