6.10.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 303/16


Αναίρεση που άσκησε στις 24 Ιουλίου 2012 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 4ης Μαΐου 2012 στην υπόθεση T-529/09, Sophie in 't Veld κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Υπόθεση C-350/12 P)

2012/C 303/29

Γλώσσα της διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: P. Berman, B. Driessen, Cs. Fekete)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Sophie in 't Veld, Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου,

να αποφανθεί οριστικώς επί των ζητημάτων που εγείρονται με την ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως,

και

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στην υπόθεση T-529/09 στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο πρωτοδίκως και στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση δίκης.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

H εν λόγω αίτηση αναιρέσεως αφορά την ερμηνεία των εξαιρέσεων σχετικά με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στον τομέα των διεθνών σχέσεων και την προστασία των νομικών γνωμοδοτήσεων. Οι εξαιρέσεις αυτές προβλέπονται αντιστοίχως στο μεν άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α', τρίτη περίπτωση ως απόλυτη εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού, στο δε άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού (1) ως σχετική εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού.

Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τις εν λόγω εξαιρέσεις, υπέπεσε σε τέσσερα σφάλματα.

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι μια διαφωνία ως προς την επιλογή της νομικής βάσεως δεν μπορεί να διακυβεύσει τα συμφέροντα της ΕΕ στις διεθνείς σχέσεις. Οι διαφορές μεταξύ των θεσμικών οργάνων σχετικά με την αρμοδιότητα της Ένωσης και την επιλογή νομικής βάσεως συνδέονται στενά με διαφωνίες ως προς το περιεχόμενο των διεθνών συμβάσεων. Οι διαφορές σχετικά με τις αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων μπορούν, επίσης, να επηρεάσουν τη διαπραγματευτική θέση της ΕΕ, να έχουν επιπτώσεις στην αξιοπιστία της ως διαπραγματευόμενης και να διακυβεύσουν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένο κανόνα ελέγχου και υποκατέστησε την εκτίμηση του Συμβουλίου με τη δική του σχετικά με τη σημασία του οικείου εγγράφου για τις διεθνείς σχέσεις. Όσον αφορά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στον τομέα των διεθνών σχέσεων, κατά τον εν λόγω δικαστικό έλεγχο πρέπει να αναγνωρίζεται «ευρεία ευχέρεια» στο οικείο όργανο αντί να απαιτείται η απόδειξη «πραγματικής και συγκεκριμένης βλάβης». Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, προβαίνοντας σε πλήρη έλεγχο της αιτιολογίας του Συμβουλίου, στο πλαίσιο του οποίου εφάρμοσε τον κανόνα περί «πραγματικής και συγκεκριμένης βλάβης» υποκαθιστώντας, συνεπώς, την εκτίμηση του Συμβουλίου με τη δική του σχετικά με τις συνέπειες της δημοσιοποιήσεως του εγγράφου στην εξωτερική πολιτική.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, παραλείποντας να εκτιμήσει το ευαίσθητο περιεχόμενο της αιτουμένης νομικής γνωμοδοτήσεως και τις συγκεκριμένες περιστάσεις που επικρατούσαν όταν ζητήθηκε η παροχή προσβάσεως. Το αντικείμενο της νομικής γνωμοδοτήσεως αφορά ευαίσθητες διεθνείς διαπραγματεύσεις, οι οποίες βρίσκονταν σε εξέλιξη κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως παροχής προσβάσεως, κατά τον οποίο, αφενός, διακυβεύονταν ουσιώδη και ζωτικά συμφέροντα στον τομέα της υπερατλαντικής συνεργασίας για την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της χρηματοδοτήσεώς της και, αφετέρου, το ζήτημα της επιλογής της νομικής βάσεως που πραγματεύεται η νομική γνωμοδότηση αποτελούσε αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των οργάνων. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα εν λόγω συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της νομικής γνωμοδοτήσεως.

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εξομοίωσε εσφαλμένως, κατά την εφαρμογή του κανόνα του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, τη διαπραγμάτευση και σύναψη μιας διεθνούς συμβάσεως με τις νομοθετικές δραστηριότητες των οργάνων. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη σημαντικές διαφορές μεταξύ της διαπραγματεύσεως διεθνών συμβάσεων, κατά την οποία η συμμετοχή του κοινού είναι αναγκαίως περιορισμένη λόγω των εμπλεκομένων στρατηγικών και τακτικών συμφερόντων, και της συνάψεως και επικυρώσεως των εν λόγω συμβάσεων.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).