4.8.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 235/9


Αναίρεση που άσκησε την 1η Ιουνίου 2012 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της απόφασης που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στις 21 Μαρτίου 2012 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-50/06 RENV, T-56/06 RENV, T-60/06 RENV, T-62/06 RENV και T-69/06 RENV, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-272/12 P)

2012/C 235/16

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: V. Di Bucci, G. Conte, D. Grespan, N. Khan και K. Walkerová)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Γαλλική Δημοκρατία, Ιρλανδία, Ιταλική Δημοκρατία, Eurallumina SpA, Aughinish Alumina Ltd

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 21ης Μαρτίου 2012, που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 23 Μαρτίου 2012, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-50/06 RENV, T-56/06 RENV, T-60/06 RENV, T-62/06 RENV και T-69/06 RENV, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής,

να αναπέμψει τις υποθέσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για επανεξέταση,

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή άσκησε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-50/06 RENV, T-56/06 RENV, T-60/06 RENV, T-62/06 RENV και T-69/06 RENV, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2006/323/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία (1).

Η αναιρεσείουσα προβάλλει πέντε λόγους προς στήριξη της αίτησης αναίρεσης, οι οποίοι αφορούν την αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, πλημμέλειες της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου που θίγουν τα συμφέροντα της Επιτροπής και παράβαση του δικαίου της Ένωσης.

Πρώτον, κατά την αναιρεσείουσα, η αυτεπάγγελτη εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο, στις πέντε συνεκδικασθείσες υποθέσεις, ενός λόγου ακύρωσης που αφορούσε την παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ είναι νομικά εσφαλμένη, λόγω της μη ύπαρξης δυνατότητας καταλογισμού των επίμαχων εθνικών μέτρων στα κράτη μέλη. Εν πάση περιπτώσει, στις υποθέσεις T-56/06 RENV και T-60/06 RENV το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αυτεπαγγέλτως τους λόγους ακύρωσης που αφορούσαν την παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και/ή το τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης και προχώρησε σε ακύρωση της απόφασης στη σύνολό της, μολονότι οι λόγοι αυτοί είχαν προβληθεί απλώς και μόνο ως λόγοι που εμποδίζουν την ανάκτηση των ενισχύσεων.

Δεύτερον, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο όρος «στρέβλωση του ανταγωνισμού» έχει το ίδιο εννοιολογικό περιεχόμενο τόσο στον τομέα της εναρμόνισης των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών όσο και στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, αντίθετα από ό,τι δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, C-89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I-11245), είναι νομικά εσφαλμένη και αντιβαίνει ειδικότερα στο άρθρο 61, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο προβλέπει ότι, σε περίπτωση αναίρεσης της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου από το Δικαστήριο και αναπομπής της στο Γενικό Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται ως προς τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Τρίτον, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι επίμαχες απαλλαγές δεν αποτελούν κρατικές ενισχύσεις, διότι επιτράπηκαν από το Συμβούλιο με βάση τους κανόνες για τη φορολογική εναρμόνιση, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ευθύνονται γι’ αυτές τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και ότι επομένως οι απαλλαγές αυτές δεν υπόκεινται στη διαδικασία ελέγχου των ενισχύσεων που προβλέπει η Συνθήκη, είναι νομικά εσφαλμένη, καθόσον αφορά την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων αφενός του Συμβουλίου και αφετέρου της Επιτροπής και τη σχέση μεταξύ φορολογικής εναρμόνισης και ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, με αποτέλεσμα να αντιβαίνει στα άρθρα 87 και 88 ΕΚ και στην αρχή της ισόρροπης κατανομής των εξουσιών μεταξύ των οργάνων.

Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε contra legem την απόφαση 2001/224/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης και τις απαλλαγές από τους φόρους αυτούς, όσον αφορά ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς (2). Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο βάσισε συγκεκριμένα την ερμηνεία του στην απάντηση που έδωσε το Συμβούλιο σε μια ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, κατά παράβαση των κανόνων που διέπουν την ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών οργάνων, και παραμόρφωσε την έννοια της εν λόγω απάντησης του Συμβουλίου.

Τέλος, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, κατά το μέρος κατά το οποίο στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, του τεκμηρίου νομιμότητας και της αρχής της χρηστής διοίκησης, είναι ελλιπώς αιτιολογημένη ή ενέχει τις ίδιες πλημμέλειες κατά των οποίων βάλλει η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο αναίρεσης.


(1)  ΕΕ 2006, L 119, σ. 12.

(2)  ΕΕ L 84, σ. 23.