ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 6ης Φεβρουαρίου 2014 ( *1 )

«Τελωνειακή ένωση και κοινό δασμολόγιο — Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως με την Αίγυπτο — Άρθρο 20 του πρωτοκόλλου 4 — Πιστοποιητικό καταγωγής — Πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 — Πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 κατ’ αντικατάσταση εκδοθέν από τελωνειακή αρχή όταν το εμπόρευμα δεν βρισκόταν πλέον υπό τον έλεγχό της — Άρνηση εφαρμογής του προτιμησιακού καθεστώτος»

Στην υπόθεση C‑613/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Δεκεμβρίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Helm Düngemittel GmbH

κατά

Hauptzollamt Krefeld,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, A. Ó Caoimh, C. Toader και E. Jarašiūnas (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Helm Düngemittel GmbH, εκπροσωπούμενη από τον H. Nehm, Rechtsanwalt,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.‑R. Killmann και T. Scharf,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, αφετέρου, που υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 25 Ιουνίου 2001, και εγκρίθηκε με την απόφαση 2004/635/EΚ του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 304, σ. 39, στο εξής: Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως με την Αίγυπτο), και, πιο συγκεκριμένα, του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου 4 της εν λόγω συμφωνίας, για τον ορισμό της έννοιας «καταγόμενα προϊόντα» ή «προϊόντα καταγωγής» και των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας, όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 1/2006 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΕ-Αιγύπτου, της 17ης Φεβρουαρίου 2006 (ΕΕ L 73, σ. 1, στο εξής: πρωτόκολλο 4).

2

Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς μεταξύ της Helm Düngemittel GmbH (στο εξής: Helm Düngemittel) και του Hauptzollamt Krefeld (τελωνειακή αρχή του Krefeld, Γερμανία), με αντικείμενο την επιβολή εισαγωγικών δασμών.

Το νομικό πλαίσιο

Η Σύμβαση της Βιέννης

3

Κατά το άρθρο 1 της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331, στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης), το οποίο φέρει τον τίτλο «Εφαρμογή της παρούσης Συμβάσεως», η συγκεκριμένη Σύμβαση εφαρμόζεται επί των συνθηκών μεταξύ κρατών.

4

Το άρθρο 3 της Συμβάσεως της Βιέννης, επιγραφόμενο «Διεθνείς Συμφωνίαι μη εμπίπτουσαι εις τα πλαίσια της παρούσης Συμβάσεως», ορίζει τα εξής:

«Το γεγονός ότι, η παρούσα Σύμβασις δεν εφαρμόζεται επί διεθνών συμφωνιών μεταξύ κρατών και άλλων υποκειμένων του Διεθνούς Δικαίου ή μεταξύ των ως άνω ετέρων υποκειμένων του Διεθνούς Δικαίου, ή επί διεθνών συμφωνιών, συνομολογηθεισών εις άγραφον τύπον, δεν επηρεάζει:

[...]

β)

την εφαρμογήν επ’ αυτών οιουδήποτε των κανόνων των θεσπιζομένων εν τη παρούση συμβάσει, εις τους οποίους θα υπήγοντο, κατά το Διεθνές Δίκαιον, ανεξαρτήτως της εν λόγω Συμβάσεως,

[...]».

5

Το άρθρο 26 της Συμβάσεως της Βιέννης, υπό τον τίτλο «Pacta sunt servanda», έχει ως εξής:

«Εκάστη συνθήκη εν ισχύι, δεσμεύει τα εις αυτήν συμβαλλόμενα μέρη και δέον να τηρείται καλή τη πίστει.»

6

Το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Βιέννης, που επιγράφεται «Γενικός κανόνας ερμηνείας», προβλέπει στην παράγραφό του 1:

«Η συνθήκη δέον να ερμηνεύηται καλή τη πίστει, συμφώνως προς την συνήθη έννοιαν ήτις δίδεται εις τους όρους της συνθήκης, εν τω συνόλω αυτών και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της.»

Η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως με την Αίγυπτο

7

Η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως με την Αίγυπτο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2004.

8

Κατά το άρθρο 1 της ίδιας Συμφωνίας:

«1.   Εγκαθιδρύεται σύνδεση μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Αιγύπτου, αφετέρου.

2.   Οι στόχοι της παρούσας συμφωνίας είναι οι ακόλουθοι:

[...]

να καθορίσει τους όρους της προοδευτικής απελευθέρωσης των συναλλαγών στον τομέα των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων,

[...]».

9

Tο άρθρο 6, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο II της εν λόγω Συμφωνίας, σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, ορίζει τα εξής:

«Η Κοινότητα και η Αίγυπτος δημιουργούν προοδευτικά ζώνη ελευθέρων συναλλαγών εντός μεταβατικής περιόδου που δεν υπερβαίνει τα δώδεκα έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας, με τον τρόπο που περιγράφεται στον παρόντα τίτλο και σύμφωνα με τις διατάξεις της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 και των λοιπών πολυμερών συμφωνιών για τις εμπορευματικές συναλλαγές, οι οποίες προσαρτώνται στη συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) [...]».

10

Το άρθρο 8 της ίδιας Συμφωνίας, το οποίο, κατά την επικεφαλίδα του τίτλου II, κεφάλαιο 1, της εν λόγω Συμφωνίας, εφαρμόζεται σε βιομηχανικά προϊόντα, έχει ως εξής:

«Τα προϊόντα καταγωγής Αιγύπτου εισάγονται στην Κοινότητα με απαλλαγή από δασμούς και επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος καθώς και από ποσοτικούς περιορισμούς και κάθε άλλο περιορισμό ισοδυνάμου αποτελέσματος.»

11

Κατά το άρθρο 27 της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας Συνδέσεως με την Αίγυπτο:

«Η έννοια “καταγόμενα προϊόντα” ή “προϊόντα καταγωγής” καθώς και οι σχετικές μέθοδοι διοικητικής συνεργασίας καθορίζονται, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος τίτλου, στο πρωτόκολλο 4.»

12

Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου 4, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο V της Συμφωνίας και επιγράφεται «Πιστοποιητικό καταγωγής»:

«Τα προϊόντα καταγωγής Κοινότητας, κατά την εισαγωγή τους στην Αίγυπτο και τα προϊόντα καταγωγής Αιγύπτου, κατά την εισαγωγή τους στην Κοινότητα, υπάγονται στη συμφωνία, εφόσον προσκομιστεί:

α)

πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 […]

[…]».

13

Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου 4, «[τ]ο πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή EUR-MED εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής [...]».

14

Το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου 4 προβλέπει:

«Όταν προϊόντα καταγωγής υφίστανται έλεγχο εκ μέρους τελωνείου της Κοινότητας ή της Αιγύπτου, είναι δυνατή η αντικατάσταση του πρωτοτύπου του πιστοποιητικού καταγωγής από ένα ή περισσότερα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 ή EUR-MED με σκοπό την αποστολή όλων ή ορισμένων από τα προϊόντα αυτά σε άλλα τελωνεία της Κοινότητας ή της Αιγύπτου. Τα πιστοποιητικά αντικατάστασης EUR.1 ή EUR-MED εκδίδονται από το τελωνείο στον έλεγχο του οποίου υποβάλλονται τα προϊόντα.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Helm Düngemittel αγόρασε μια παρτίδα 9300 μετρικών τόνων ουρίας στην Αίγυπτο και ναύλωσε πλοίο για τη μεταφορά ενός μέρους του εμπορεύματος αυτού στο Terneuzen (Κάτω Χώρες) και του υπολοίπου στο Αμβούργο (Γερμανία). Στις 2 Φεβρουαρίου 2009, οι αιγυπτιακές τελωνειακές αρχές εξέδωσαν πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 (στο εξής: πιστοποιητικό κυκλοφορίας) για το σύνολο του εμπορεύματος, στο οποίο οριζόταν η Αίγυπτος ως χώρα καταγωγής.

16

Στις 11 Φεβρουαρίου 2009 η Helm Düngemittel υπέβαλε το πιστοποιητικό αυτό στις ολλανδικές τελωνειακές αρχές και τους ζήτησε να εκδώσουν πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 κατ’ αντικατάσταση (στο εξής: πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση) με σκοπό την κατάτμηση του εμπορεύματος και την αποστολή μέρους αυτού στη Γερμανία.

17

Στις 12 Φεβρουαρίου 2009 αφίχθη το πλοίο στο λιμάνι του Terneuzen, όπου και εκφορτώθηκε το μέρος του εμπορεύματος που προοριζόταν για τις Κάτω Χώρες. Στις 13 Φεβρουαρίου 2009 το πλοίο απέπλευσε από τις Κάτω Χώρες. Το υπόλοιπο εμπόρευμα εκφορτώθηκε στο Αμβούργο και τέθηκε σε ελεύθερη κυκλοφορία στις 16 Φεβρουαρίου 2009.

18

Στις 24 Φεβρουαρίου 2009 οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές εξέδωσαν πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση για το μέρος του εμπορεύματος που απεστάλη από τις Κάτω Χώρες στη Γερμανία.

19

Στις 2 Μαρτίου 2009 η Helm Düngemittel κατέθεσε συμπληρωματική τελωνειακή δήλωση για τον Φεβρουάριο του 2009, ως προς το μέρος του εμπορεύματος που είχε τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία στη Γερμανία. Στη δήλωση αυτή επισύναψε το εκδοθέν από τις ολλανδικές τελωνειακές αρχές πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση και ζήτησε την υπαγωγή του εμπορεύματος στο προτιμησιακό τελωνειακό καθεστώς που προβλέπει η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως με την Αίγυπτο για το προαναφερθέν μέρος του εμπορεύματος.

20

Στις 15 Απριλίου 2009 το Hauptzollamt Krefeld ζήτησε από τις ολλανδικές τελωνειακές αρχές πληροφορίες σχετικά με το εκδοθέν από αυτές πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση. Στην απάντησή τους, οι ολλανδικές αρχές επισήμαναν ότι, κατά την έκδοση του συγκεκριμένου πιστοποιητικού, το εν λόγω εμπόρευμα δεν βρισκόταν πλέον στις Κάτω Χώρες και ότι το περί ου ο λόγος πιστοποιητικό είχε, ως εκ τούτου, εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου 4, δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως του επίμαχου πιστοποιητικού, το εμπόρευμα δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους.

21

Με την από 19 Νοεμβρίου 2010 πράξη το Hauptzollamt Krefeld επέβαλε στη Helm Düngemittel εισαγωγικούς δασμούς ύψους 68382,54 ευρώ, με το αιτιολογικό ότι η προτιμησιακή αιγυπτιακή καταγωγή του μέρους του εμπορεύματος που απεστάλη στη Γερμανία δεν ήταν δυνατό να αποδειχθεί με το πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση.

22

Στις 24 Φεβρουαρίου 2011, σε απάντηση προς νέο αίτημα των γερμανικών τελωνειακών αρχών, οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές επισήμαναν ότι το περιεχόμενο του πιστοποιητικού κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση ήταν ορθό και ότι ούτε θα το ανακαλούσαν ούτε θα το χαρακτήριζαν ως μη έγκυρο.

23

Η Helm Düngemittel άσκησε ένσταση κατά της πράξεως επιβολής εισαγωγικών δασμών που εξέδωσε το Hauptzollamt Krefeld, την οποία αυτό απέρριψε με την από 16 Νοεμβρίου 2011 απόφαση.

24

Η Helm Düngemittel προσέβαλε την εν λόγω απόφαση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας την ακύρωση της από 19 Νοεμβρίου 2010 πράξεως επιβολής εισαγωγικών δασμών. Υποστηρίζει ότι το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου 4 καθιερώνει δικαίωμα αποκτήσεως πιστοποιητικού κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση και ότι το δικαίωμα αυτό δεν είναι συνάρτηση της χρονικής περιόδου κατά την οποία το τελωνείο μπορεί να ελέγξει το εμπόρευμα. Επιπλέον, η εκ των υστέρων επιβολή εισαγωγικών δασμών δεν είναι συμβατή με το δικαίωμα σε προτιμησιακή μεταχείριση που προβλέπει η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως με την Αίγυπτο. Ειδικότερα, η εκτίμηση των αρχών της χώρας εξαγωγής έχει καθοριστική σημασία για το ζήτημα αν ένα εμπόρευμα είναι προτιμησιακής καταγωγής. Εν προκειμένω, στο πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση που εξέδωσαν οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές πρέπει να προσδίδεται, όσον αφορά την απόδειξη της καταγωγής, η αξία που θα είχε το εν λόγω πιστοποιητικό αν είχε εκδοθεί από τη χώρα εξαγωγής.

25

Το Hauptzollamt Krefeld ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής. Κατ’ αυτό, το πρωτόκολλο 4 δεν προβλέπει την εκ των υστέρων έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση. Συνεπώς, από το επίμαχο πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση δεν προκύπτει η καταγωγή του μέρους του εμπορεύματος που εισήχθη στη Γερμανία.

26

Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν αμφισβητείται ότι το επίμαχο εμπόρευμα είναι προϊόν καταγωγής Αιγύπτου. Αμφίβολο είναι, κατ’ αυτό, μόνο το αν με το προσκομισθέν από τη Helm Düngemittel πιστοποιητικό καταγωγής κατ’ αντικατάσταση μπορεί να αποδειχθεί η προτιμησιακή καταγωγή του μέρους του εμπορεύματος που εισήχθη στη Γερμανία, κατά την έννοια του πρωτοκόλλου 4. Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι, κατά το άρθρο 20 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου, πιστοποιητικό καταγωγής μπορεί να εκδοθεί μόνο σε περίπτωση που το εμπόρευμα βρίσκεται υπό τον έλεγχο του τελωνείου του κράτους μέλους που εκδίδει το εν λόγω πιστοποιητικό, προκειμένου αυτό να είναι σε θέση να ελέγξει αν το συγκεκριμένο εμπόρευμα είναι πανομοιότυπο με το περιγραφόμενο στο πρωτότυπο του πιστοποιητικού κυκλοφορίας. Δεδομένου ότι το επίμαχο εμπόρευμα είχε τεθεί ήδη σε ελεύθερη κυκλοφορία κατά την έκδοση του πιστοποιητικού κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση, τούτο δεν συνέβη εν προκειμένω. Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι υπάρχουν εξαιρέσεις από την αρχή ότι η υπαγωγή σε προτιμησιακό καθεστώς προϋποθέτει την προσκόμιση ισχύοντος πιστοποιητικού προτιμησιακού καθεστώτος. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, εν προκειμένω, η άρνηση αποδοχής του πιστοποιητικού κυκλοφορίας ως αποδεικτικού στοιχείου της καταγωγής στηρίζεται σε αμιγώς τυπικό λόγο.

27

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Finanzgericht Düsseldorf αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν έχει αποδειχθεί η καταγωγή ενός εμπορεύματος, όταν για το εμπόρευμα εκδόθηκε, ως προς ένα μέρος αυτού, πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατά το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου 4 […], μολονότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτής της διατάξεως, διότι κατά τον χρόνο εκδόσεως του πιστοποιητικού κυκλοφορίας το εμπόρευμα δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχο της τελωνειακής αρχής που εξέδωσε το εν λόγω πιστοποιητικό;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

28

Με το προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως με την Αίγυπτο έχει την έννοια ότι η αιγυπτιακή καταγωγή εμπορεύματος, κατά την έννοια του προτιμησιακού τελωνειακού καθεστώτος που καθιερώνει η εν λόγω Συμφωνία, μπορεί να αποδειχθεί ακόμη και όταν το εμπόρευμα έχει κατατμηθεί κατά την είσοδό του στο πρώτο κράτος μέλος, με σκοπό την αποστολή ενός μέρους αυτού στο δεύτερο κράτος μέλος, και όταν το πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση που εξέδωσαν οι τελωνειακές αρχές του πρώτου κράτους μέλους για το μέρος εκείνο του εμπορεύματος που έχει αποσταλεί στο δεύτερο κράτος μέλος δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου 4 της προαναφερθείσας Συμφωνίας όσον αφορά την έκδοση τέτοιου είδους πιστοποιητικού.

29

Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, κατά το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου 4, όταν προϊόντα καταγωγής κράτους μέλους ή της Αιγύπτου «υφίστανται έλεγχο» εκ μέρους τελωνείου κράτους μέλους ή της Αιγύπτου, είναι δυνατή, ιδίως με σκοπό την αποστολή όλων ή ορισμένων από τα προϊόντα αυτά αλλού στην Ένωση, η αντικατάσταση του πρωτοτύπου του πιστοποιητικού καταγωγής από ένα ή περισσότερα πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων κατ’ αντικατάσταση, τα οποία εκδίδονται από το τελωνείο «στον έλεγχο του οποίου υποβάλλονται τα προϊόντα».

30

Από το περιεχόμενο της τελευταίας φράσεως προκύπτει ότι το πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση πρέπει να εκδίδεται από τελωνειακές αρχές ενόσω το εμπόρευμα βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους ή, σε περίπτωση πραγματικού ελέγχου του εμπορεύματος από τις εν λόγω αρχές, μετά το πέρας του εν λόγω ελέγχου και δη το ταχύτερο δυνατό.

31

Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει η κατάτμηση του επίμαχου εμπορεύματος στις Κάτω Χώρες, προκειμένου ένα μέρος αυτού να μεταφερθεί στη Γερμανία. Το σχετικό με το ως άνω μέρος του εμπορεύματος πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση εκδόθηκε από τις ολλανδικές τελωνειακές αρχές έντεκα ημέρες μετά την απομάκρυνση του συγκεκριμένου μέρους του εμπορεύματος από την ολλανδική επικράτεια. Εντούτοις, εκ των προαναφερθέντων δεν συνάγεται κατ’ ανάγκη το συμπέρασμα ότι η καταγωγή του συγκεκριμένου μέρους του εμπορεύματος δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί βάσει του δικαίου της Ένωσης.

32

Πάντως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το πιστοποιητικό κυκλοφορίας συνιστά δικαιολογητικό στοιχείο της προτιμησιακής καταγωγής εμπορεύματος και, αν επιτραπεί να μπορούν να χρησιμοποιούνται εκτός των εν λόγω πιστοποιητικών καταγωγής και άλλα αποδεικτικά μέσα, θα θιγόταν η ενιαία και ασφαλής εφαρμογή των συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών με τρίτα κράτη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1995, C-334/93, Bonapharma, Συλλογή 1995, σ. I-319, σκέψη 16). Εντούτοις, η απαίτηση περί έγκυρου πιστοποιητικού καταγωγής εκδιδόμενου από την αρμόδια αρχή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλός τύπος, δυνάμενος να μην τηρηθεί σε περίπτωση που ο τόπος καταγωγής προσδιορίζεται με άλλα αποδεικτικά μέσα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, C-386/08, Brita, Συλλογή 2010, σ. I-1289, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33

Πάντως, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι στις αρχές της χώρας εξαγωγής απόκειται να αποδείξουν την καταγωγή εμπορεύματος και ότι οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών πρέπει καταρχήν να αναγνωρίζουν τις εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνουν οι τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής, ειδικώς όταν το προτιμησιακό καθεστώς έχει θεσπιστεί με διεθνή συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και τρίτης χώρας βάσει αμοιβαίων υποχρεώσεων (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2011, C-409/10, Afasia Knits Deutschland, Συλλογή 2011, σ. I-13331, σκέψη 29, καθώς και της 8ης Νοεμβρίου 2012, C‑438/11, Lagura Vermögensverwaltung, σκέψεις 34 έως 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34

Επιπλέον, η αναγνώριση από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών των αποφάσεων που λαμβάνουν οι αρχές της χώρας εξαγωγής που συνδέεται με την Ένωση στο πλαίσιο καθεστώτος ελευθέρων συναλλαγών είναι αναγκαία, για να μπορέσει και η Ένωση να ζητήσει από τις αρχές της εν λόγω χώρας την αναγνώριση των αποφάσεων που έχουν λάβει οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών ως προς την καταγωγή των προϊόντων που εξάγονται από την Ένωση προς τη χώρα αυτή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 12ης Ιουλίου 1984, 218/83, Les Rapides Savoyards κ.λπ., Συλλογή 1984, σ. 3105, σκέψη 27).

35

Από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην απόφαση περί παραπομπής, τα οποία δεν αμφισβητούνται, προκύπτει ότι η προτιμησιακή καταγωγή του εμπορεύματος που εισήγαγε από την Αίγυπτο η Helm Düngemittel επιβεβαιώθηκε από πιστοποιητικό κυκλοφορίας εκδοθέν από αιγυπτιακές τελωνειακές αρχές. Κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, τέτοιου είδους πιστοποιητικό δεσμεύει το σύνολο των τελωνειακών αρχών της Ένωσης όσον αφορά την προτιμησιακή καταγωγή των εμπορευμάτων που αναφέρονται σε αυτό.

36

Συναφώς, είναι σκόπιμο να υπογραμμισθεί ότι κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης δεν είναι συγκρίσιμη με κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας το πιστοποιητικό κυκλοφορίας που εκδίδει η χώρα εξαγωγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του πρωτοκόλλου 4. Ειδικότερα, στη δεύτερη περίπτωση, δεν μπορεί να αποδειχθεί η προτιμησιακή καταγωγή ολόκληρου του εισαχθέντος στην Ένωση εμπορεύματος, ενώ, στην πρώτη περίπτωση, η καταγωγή του εμπορεύματος που εισήχθη στην Ένωση αποδεικνύεται από το πιστοποιητικό κυκλοφορίας που εκδόθηκε νομοτύπως από τις αιγυπτιακές τελωνειακές αρχές.

37

Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το διεθνές δίκαιο των συνθηκών κωδικοποιήθηκε, κατ’ ουσίαν, με τη Σύμβαση της Βιέννης και ότι οι κανόνες που περιέχονται στην Σύμβαση αυτή εφαρμόζονται επί συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ κράτους και διεθνούς οργανισμού, όπως η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως με την Αίγυπτο, στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί αποτελούν έκφραση του εθιμικού γενικού διεθνούς δικαίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Brita, προαναφερθείσα, σκέψεις 40 και 41).

38

Κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας απορρίπτεται η αίτηση εισαγωγέα ο οποίος έχει στην κατοχή του πιστοποιητικό κυκλοφορίας εκδοθέν από τη χώρα εξαγωγής κατ’ εφαρμογή του πρωτοκόλλου 4 για την υπαγωγή του εισαχθέντος από αυτόν εμπορεύματος στην Ένωση σε προτιμησιακό καθεστώς δεν συνάδει ούτε με τις αρχές που κατοχυρώνουν τα άρθρα 26 και 31 της Συμβάσεως της Βιέννης ούτε με τους σκοπούς της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας Συνδέσεως με την Αίγυπτο, οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο της 1, και προσκρούει στο άρθρο 8 αυτής.

39

Εντούτοις, σε περίπτωση που το περί ου ο λόγος εμπόρευμα έχει κατατμηθεί κατά την είσοδό του στην Ένωση, με σκοπό την αποστολή μέρους του σε άλλο σημείο εντός της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου 4, απόκειται στον εισαγωγέα στον οποίο χορηγήθηκε πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση, μολονότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της προαναφερθείσας διατάξεως, και ο οποίος επικαλείται παρά ταύτα το εκδοθέν από τις αιγυπτιακές τελωνειακές αρχές πιστοποιητικό, να αποδείξει ότι το μέρος του εμπορεύματος που έχει κατατμηθεί ανήκει πράγματι στο εμπόρευμα η προτιμησιακή καταγωγή του οποίου αποδεικνύεται με το εκδοθέν από τις αιγυπτιακές τελωνειακές αρχές πιστοποιητικό κυκλοφορίας.

40

Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των εκτιμήσεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως με την Αίγυπτο έχει την έννοια ότι η αιγυπτιακή καταγωγή εμπορεύματος, κατά την έννοια του προτιμησιακού τελωνειακού καθεστώτος της εν λόγω Συμφωνίας, μπορεί να αποδειχθεί ακόμη και όταν το εμπόρευμα έχει κατατμηθεί κατά την είσοδό του στο πρώτο κράτος μέλος, με σκοπό την αποστολή ενός μέρους αυτού στο δεύτερο κράτος μέλος, και όταν το πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση που εξέδωσαν οι τελωνειακές αρχές του πρώτου κράτους μέλους για το μέρος εκείνο του εμπορεύματος που έχει αποσταλεί στο δεύτερο κράτος μέλος δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου 4 της προαναφερθείσας Συμφωνίας, όσον αφορά την έκδοση τέτοιου είδους πιστοποιητικού.

41

Εντούτοις, προκειμένου να αποδειχθούν τα ανωτέρω, αφενός, η προτιμησιακή καταγωγή του εμπορεύματος που εισήχθη αρχικώς από την Αίγυπτο πρέπει να προκύπτει από πιστοποιητικό κυκλοφορίας εκδοθέν από τις αιγυπτιακές τελωνειακές αρχές, κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου, και, αφετέρου, ο εισαγωγέας πρέπει να αποδείξει ότι το μέρος του εμπορεύματος που έχει κατατμηθεί στο πρώτο κράτος μέλος και απεστάλη στο δεύτερο κράτος μέλος αποτελεί μέρος του εμπορεύματος που εισήχθη από την Αίγυπτο στο πρώτο κράτος μέλος. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ελέγξει εάν οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται στη διαφορά της κύριας δίκης.

Επί των δικαστικών εξόδων

42

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, αφετέρου, που υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 25 Ιουνίου 2001, και εγκρίθηκε με την απόφαση 2004/635/EΚ του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, έχει την έννοια ότι η αιγυπτιακή καταγωγή εμπορεύματος, κατά την έννοια του προτιμησιακού τελωνειακού καθεστώτος της εν λόγω Συμφωνίας, μπορεί να αποδειχθεί ακόμη και όταν το εμπόρευμα έχει κατατμηθεί κατά την είσοδό του στο πρώτο κράτος μέλος, με σκοπό την αποστολή ενός μέρους αυτού στο δεύτερο κράτος μέλος, και όταν το πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατ’ αντικατάσταση που εξέδωσαν οι τελωνειακές αρχές του πρώτου κράτους μέλους για το μέρος εκείνο του εμπορεύματος που έχει αποσταλεί στο δεύτερο κράτος μέλος δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου 4 της ως προαναφερθείσας Συμφωνίας, για τον ορισμό της έννοιας «καταγόμενα προϊόντα» ή «προϊόντα καταγωγής» και των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας, όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 1/2006 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΕ‑Αιγύπτου, της 17ης Φεβρουαρίου 2006, όσον αφορά την έκδοση τέτοιου είδους πιστοποιητικού.

 

Εντούτοις, προκειμένου να αποδειχθούν τα ανωτέρω, αφενός, η προτιμησιακή καταγωγή του εμπορεύματος που εισήχθη αρχικώς από την Αίγυπτο πρέπει να προκύπτει από πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 εκδοθέν από τις αιγυπτιακές τελωνειακές αρχές, κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου, και, αφετέρου, ο εισαγωγέας πρέπει να αποδείξει ότι το μέρος του εμπορεύματος που έχει κατατμηθεί στο πρώτο κράτος μέλος και απεστάλη στο δεύτερο κράτος μέλος αποτελεί μέρος του εμπορεύματος που εισήχθη από την Αίγυπτο στο πρώτο κράτος μέλος. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ελέγξει εάν οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται στη διαφορά της κύριας δίκης.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.