Υπόθεση C‑558/12 P

Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

κατά

riha WeserGold Getränke GmbH & Co. KG

«Αίτηση αναίρεσης — Κοινοτικό σήμα — Λεκτικό σήμα WESTERN GOLD — Ανακοπή του δικαιούχου των εθνικών λεκτικών σημάτων, του διεθνούς και του κοινοτικού λεκτικού σήματος WeserGold, Wesergold και WESERGOLD»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 23ης Ιανουαρίου 2014

  1. Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες – Κίνδυνος σύγχυσης με το προγενέστερο σήμα – Ενισχυμένος διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος – Δεν έχει σημασία σε περίπτωση έλλειψης ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημάτων

    (Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

  2. Αναίρεση – Έννομο συμφέρον – Προϋπόθεση – Αίτηση αναίρεσης δυνάμενη να προσπορίσει όφελος στον διάδικο που την άσκησε – Παραδεκτό του αιτήματος αντικατάστασης σημείων του σκεπτικού που προβάλλεται ως αμυντικός ισχυρισμός κατά λόγου αναίρεσης

    (Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 56, εδ. 2)

  1.  Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, ενόψει της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, ο κίνδυνος σύγχυσης προϋποθέτει ταυτότητα ή ομοιότητα μεταξύ του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος, καθώς και ταυτότητα ή ομοιότητα των προϊόντων ή υπηρεσιών που αφορά η αίτηση καταχώρισης με εκείνα για τα οποία είχε καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα και ότι οι προϋποθέσεις αυτές τίθενται σωρευτικώς.

    Επί του ζητήματος αυτού υπάρχει πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει επανειλημμένα ότι, αν δεν υπάρχει ομοιότητα του προγενέστερου σήματος με το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, ούτε ο ενισχυμένος διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος ούτε το γεγονός ότι οι οικείες υπηρεσίες ή τα οικεία προϊόντα είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια αρκούν για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης των επίμαχων σημάτων.

    Επιπλέον, το Δικαστήριο απέρριψε ως προδήλως αβάσιμο τον λόγο αναίρεσης που στηριζόταν στον ισχυρισμό ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε νομικό σφάλμα, επειδή είχε δεχτεί ότι η ανακοπή που στηρίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να απορρίπτεται κατόπιν απλώς και μόνο της εξέτασης της ομοιότητας των επίμαχων σημάτων και επομένως, μεταξύ άλλων, χωρίς να εξετάζεται ο ενδεχομένως ενισχυμένος διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε υποπέσει σε νομικό σφάλμα, όταν δέχτηκε ότι το τμήμα προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), αφού είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το σχετικό κοινό δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρήσει ότι τα επίμαχα σήματα ήταν παρόμοια, καλώς συνήγαγε ότι αποκλειόταν οποιοσδήποτε κίνδυνος σύγχυσης, χωρίς να είναι προηγουμένως απαραίτητο να εξετάσει, κατά τη συνολική εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης, κατά πόσον ιδίως το προγενέστερο σήμα είχε ενδεχομένως ενισχυμένο διακριτικό χαρακτήρα.

    Η ομοιότητα των επίμαχων σημάτων αποτελεί συνεπώς αναγκαία προϋπόθεση, ενόψει της εκτίμησης της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Κατά συνέπεια, η έλλειψη ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημάτων καθιστά ανεφάρμοστο το εν λόγω άρθρο 8.

    Ο ενισχυμένος διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος λόγω της χρήσης του αποτελεί συνεπώς στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εκτιμάται αν η ομοιότητα μεταξύ των σημείων ή μεταξύ των προϊόντων και υπηρεσιών είναι αρκετή για να δημιουργήσει κίνδυνο σύγχυσης.

    (βλ. σκέψεις 41-45)

  2.  Το παραδεκτό του αιτήματος αντικατάστασης σημείων του σκεπτικού προϋποθέτει την ύπαρξη έννομου συμφέροντος, υπό την έννοια ότι το αίτημα αυτό πρέπει να μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να προσπορίζει όφελος στον διάδικο που το έχει υποβάλει. Αυτό συμβαίνει όταν το αίτημα αντικατάστασης σημείων του σκεπτικού συνιστά αμυντικό ισχυρισμό κατά λόγου αναίρεσης.

    (βλ. σκέψη 55)


Υπόθεση C‑558/12 P

Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

κατά

riha WeserGold Getränke GmbH & Co. KG

«Αίτηση αναίρεσης — Κοινοτικό σήμα — Λεκτικό σήμα WESTERN GOLD — Ανακοπή του δικαιούχου των εθνικών λεκτικών σημάτων, του διεθνούς και του κοινοτικού λεκτικού σήματος WeserGold, Wesergold και WESERGOLD»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 23ης Ιανουαρίου 2014

  1. Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Κίνδυνος σύγχυσης με το προγενέστερο σήμα — Ενισχυμένος διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος — Δεν έχει σημασία σε περίπτωση έλλειψης ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημάτων

    (Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

  2. Αναίρεση — Έννομο συμφέρον — Προϋπόθεση — Αίτηση αναίρεσης δυνάμενη να προσπορίσει όφελος στον διάδικο που την άσκησε — Παραδεκτό του αιτήματος αντικατάστασης σημείων του σκεπτικού που προβάλλεται ως αμυντικός ισχυρισμός κατά λόγου αναίρεσης

    (Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 56, εδ. 2)

  1.  Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, ενόψει της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, ο κίνδυνος σύγχυσης προϋποθέτει ταυτότητα ή ομοιότητα μεταξύ του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος, καθώς και ταυτότητα ή ομοιότητα των προϊόντων ή υπηρεσιών που αφορά η αίτηση καταχώρισης με εκείνα για τα οποία είχε καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα και ότι οι προϋποθέσεις αυτές τίθενται σωρευτικώς.

    Επί του ζητήματος αυτού υπάρχει πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει επανειλημμένα ότι, αν δεν υπάρχει ομοιότητα του προγενέστερου σήματος με το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, ούτε ο ενισχυμένος διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος ούτε το γεγονός ότι οι οικείες υπηρεσίες ή τα οικεία προϊόντα είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια αρκούν για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης των επίμαχων σημάτων.

    Επιπλέον, το Δικαστήριο απέρριψε ως προδήλως αβάσιμο τον λόγο αναίρεσης που στηριζόταν στον ισχυρισμό ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε νομικό σφάλμα, επειδή είχε δεχτεί ότι η ανακοπή που στηρίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να απορρίπτεται κατόπιν απλώς και μόνο της εξέτασης της ομοιότητας των επίμαχων σημάτων και επομένως, μεταξύ άλλων, χωρίς να εξετάζεται ο ενδεχομένως ενισχυμένος διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε υποπέσει σε νομικό σφάλμα, όταν δέχτηκε ότι το τμήμα προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), αφού είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το σχετικό κοινό δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρήσει ότι τα επίμαχα σήματα ήταν παρόμοια, καλώς συνήγαγε ότι αποκλειόταν οποιοσδήποτε κίνδυνος σύγχυσης, χωρίς να είναι προηγουμένως απαραίτητο να εξετάσει, κατά τη συνολική εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης, κατά πόσον ιδίως το προγενέστερο σήμα είχε ενδεχομένως ενισχυμένο διακριτικό χαρακτήρα.

    Η ομοιότητα των επίμαχων σημάτων αποτελεί συνεπώς αναγκαία προϋπόθεση, ενόψει της εκτίμησης της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Κατά συνέπεια, η έλλειψη ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημάτων καθιστά ανεφάρμοστο το εν λόγω άρθρο 8.

    Ο ενισχυμένος διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος λόγω της χρήσης του αποτελεί συνεπώς στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εκτιμάται αν η ομοιότητα μεταξύ των σημείων ή μεταξύ των προϊόντων και υπηρεσιών είναι αρκετή για να δημιουργήσει κίνδυνο σύγχυσης.

    (βλ. σκέψεις 41-45)

  2.  Το παραδεκτό του αιτήματος αντικατάστασης σημείων του σκεπτικού προϋποθέτει την ύπαρξη έννομου συμφέροντος, υπό την έννοια ότι το αίτημα αυτό πρέπει να μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να προσπορίζει όφελος στον διάδικο που το έχει υποβάλει. Αυτό συμβαίνει όταν το αίτημα αντικατάστασης σημείων του σκεπτικού συνιστά αμυντικό ισχυρισμό κατά λόγου αναίρεσης.

    (βλ. σκέψη 55)