Υπόθεση C‑539/12

Z. J. R. Lock

κατά

British Gas Trading Limited

(αίτηση του Employment Tribunal, Leicester για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κοινωνική πολιτική — Οργάνωση του χρόνου εργασίας — Οδηγία 2003/88/ΕΚ — Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών — Σύνθεση των αποδοχών — Βασικός μισθός και προμήθεια υπολογιζόμενη βάσει του πραγματοποιούμενου κύκλου εργασιών»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Μαΐου 2014

  1. Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης με ιδιαίτερη σημασία

    (Άρθρο 6 § 1 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 31 § 2· οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· οδηγία 93/104 του Συμβουλίου)

  2. Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Αποδοχές αδείας υπολογιζόμενες μόνο βάσει του βασικού μισθού, χωρίς να συνυπολογίζεται η προμήθεια η οποία αποτελεί τμήμα των αποδοχών

    (Οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7)

  3. Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Εκτίμηση από τον εθνικό δικαστή των μεθόδων υπολογισμού των αποδοχών αδείας στην περίπτωση που οι αποδοχές αποτελούνται από περισσότερα του ενός στοιχεία – Συνεκτίμηση των κριτηρίων που θέτει η νομολογία του Δικαστηρίου και του σκοπού που επιδιώκει το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88

    (Οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 14)

  2.  Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις και πρακτικές δυνάμει των οποίων αποτελούνται μόνο από τον βασικό μισθό οι αποδοχές που δικαιούνται να λαμβάνουν κατά την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών οι εργαζόμενοι των οποίων οι αποδοχές περιλαμβάνουν, αφενός, βασικό μισθό και, αφετέρου, προμήθεια της οποίας το ποσό καθορίζεται βάσει των συμβάσεων που συνάπτει ο εργοδότης ως αποτέλεσμα των πωλήσεων που πραγματοποιούν οι ως άνω εργαζόμενοι.

    Ειδικότερα, ο σκοπός της υποχρεώσεως καταβολής αποδοχών ετήσιας άδειας έγκειται στην εξασφάλιση υπέρ του εργαζομένου, κατά τη διάρκεια της εν λόγω άδειας και όσον αφορά τις αποδοχές του, καταστάσεως παρόμοιας με εκείνη των περιόδων εργασίας του.

    Ομολογουμένως, οι εθνικές διατάξεις και πρακτικές πληρούν κατά τα φαινόμενα τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88, καθόσον ο εργαζόμενος έχει στη διάθεσή του κατά την περίοδο της ετήσιας άδειας συνολικό ποσό παρόμοιο με εκείνο που λαμβάνει κατά τις περιόδους εργασίας. Συνεπώς, το ποσό αυτό που καταβάλλεται, αφενός, για την ετήσια άδεια του εργαζομένου και, αφετέρου, για τις πωλήσεις που αυτός πραγματοποίησε κατά τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της περιόδου της ετήσιας άδειάς του, του παρέχει τη δυνατότητα να λάβει πράγματι την άδεια που δικαιούται.

    Εντούτοις, ο εργαζόμενος αυτός, παρά τις αποδοχές τις οποίες λαμβάνει κατά το χρονικό διάστημα που κάνει χρήση της ετήσιας άδειας, ενδέχεται να μην ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια, λαμβανομένου υπόψη του ετεροχρονισμένου μεν, πλην όμως πραγματικού, οικονομικού μειονεκτήματος που υφίσταται κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά την ετήσια άδεια.

    (βλ. σκέψεις 17, 20, 21, 24, διατακτ. 1)

  3.  Οι μέθοδοι υπολογισμού της προμήθειας την οποία δικαιούται κατά την ετήσια άδειά του εργαζόμενος, του οποίου οι αποδοχές περιλαμβάνουν, αφενός, βασικό μισθό και, αφετέρου, προμήθεια της οποίας το ποσό καθορίζεται βάσει των συμβάσεων που συνάπτει ο εργοδότης ως αποτέλεσμα των πωλήσεων που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος αυτός, πρέπει να εκτιμηθούν από τον εθνικό δικαστή, επί τη βάσει των κανόνων και των κριτηρίων που θέτει η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας.

    Ειδικότερα, κάθε μειονέκτημα που συνδέεται εγγενώς με την εκτέλεση των καθηκόντων που αναλαμβάνει ο εργαζόμενος δυνάμει της συμβάσεως εργασίας και που αντισταθμίζεται με χρηματικό ποσό συνυπολογιζόμενο για τον καθορισμό των συνολικών αποδοχών του εργαζομένου πρέπει οπωσδήποτε να αποτελεί τμήμα του ποσού που δικαιούται ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειάς του.

    Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας πρέπει να συνεχίζεται η καταβολή όλων των στοιχείων των συνολικών αποδοχών τα οποία συνδέονται με το προσωπικό καθεστώς και την επαγγελματική θέση του εργαζομένου. Ως εκ τούτου, κατά περίπτωση, πρέπει να διατηρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την ιδιότητά του ως προϊσταμένου, την προϋπηρεσία του και τα επαγγελματικά του προσόντα.

    Αντιθέτως, τα στοιχεία των συνολικών αποδοχών του εργαζομένου που αφορούν αποκλειστικά την κάλυψη περιστασιακών ή πρόσθετων εξόδων στα οποία υποβάλλεται ο εργαζόμενος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναλαμβάνει δυνάμει της συμβάσεως εργασίας δεν πρέπει να συνυπολογίζονται για τον καθορισμό των καταβλητέων αποδοχών κατά την ετήσια άδεια.

    (βλ. σκέψεις 29-31, 35, διατακτ. 2)


Υπόθεση C‑539/12

Z. J. R. Lock

κατά

British Gas Trading Limited

(αίτηση του Employment Tribunal, Leicester για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κοινωνική πολιτική — Οργάνωση του χρόνου εργασίας — Οδηγία 2003/88/ΕΚ — Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών — Σύνθεση των αποδοχών — Βασικός μισθός και προμήθεια υπολογιζόμενη βάσει του πραγματοποιούμενου κύκλου εργασιών»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Μαΐου 2014

  1. Κοινωνική πολιτική — Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων — Οργάνωση του χρόνου εργασίας — Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών — Αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης με ιδιαίτερη σημασία

    (Άρθρο 6 § 1 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 31 § 2· οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· οδηγία 93/104 του Συμβουλίου)

  2. Κοινωνική πολιτική — Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων — Οργάνωση του χρόνου εργασίας — Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών — Αποδοχές αδείας υπολογιζόμενες μόνο βάσει του βασικού μισθού, χωρίς να συνυπολογίζεται η προμήθεια η οποία αποτελεί τμήμα των αποδοχών

    (Οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7)

  3. Κοινωνική πολιτική — Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων — Οργάνωση του χρόνου εργασίας — Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών — Εκτίμηση από τον εθνικό δικαστή των μεθόδων υπολογισμού των αποδοχών αδείας στην περίπτωση που οι αποδοχές αποτελούνται από περισσότερα του ενός στοιχεία — Συνεκτίμηση των κριτηρίων που θέτει η νομολογία του Δικαστηρίου και του σκοπού που επιδιώκει το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88

    (Οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 14)

  2.  Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις και πρακτικές δυνάμει των οποίων αποτελούνται μόνο από τον βασικό μισθό οι αποδοχές που δικαιούνται να λαμβάνουν κατά την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών οι εργαζόμενοι των οποίων οι αποδοχές περιλαμβάνουν, αφενός, βασικό μισθό και, αφετέρου, προμήθεια της οποίας το ποσό καθορίζεται βάσει των συμβάσεων που συνάπτει ο εργοδότης ως αποτέλεσμα των πωλήσεων που πραγματοποιούν οι ως άνω εργαζόμενοι.

    Ειδικότερα, ο σκοπός της υποχρεώσεως καταβολής αποδοχών ετήσιας άδειας έγκειται στην εξασφάλιση υπέρ του εργαζομένου, κατά τη διάρκεια της εν λόγω άδειας και όσον αφορά τις αποδοχές του, καταστάσεως παρόμοιας με εκείνη των περιόδων εργασίας του.

    Ομολογουμένως, οι εθνικές διατάξεις και πρακτικές πληρούν κατά τα φαινόμενα τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88, καθόσον ο εργαζόμενος έχει στη διάθεσή του κατά την περίοδο της ετήσιας άδειας συνολικό ποσό παρόμοιο με εκείνο που λαμβάνει κατά τις περιόδους εργασίας. Συνεπώς, το ποσό αυτό που καταβάλλεται, αφενός, για την ετήσια άδεια του εργαζομένου και, αφετέρου, για τις πωλήσεις που αυτός πραγματοποίησε κατά τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της περιόδου της ετήσιας άδειάς του, του παρέχει τη δυνατότητα να λάβει πράγματι την άδεια που δικαιούται.

    Εντούτοις, ο εργαζόμενος αυτός, παρά τις αποδοχές τις οποίες λαμβάνει κατά το χρονικό διάστημα που κάνει χρήση της ετήσιας άδειας, ενδέχεται να μην ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια, λαμβανομένου υπόψη του ετεροχρονισμένου μεν, πλην όμως πραγματικού, οικονομικού μειονεκτήματος που υφίσταται κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά την ετήσια άδεια.

    (βλ. σκέψεις 17, 20, 21, 24, διατακτ. 1)

  3.  Οι μέθοδοι υπολογισμού της προμήθειας την οποία δικαιούται κατά την ετήσια άδειά του εργαζόμενος, του οποίου οι αποδοχές περιλαμβάνουν, αφενός, βασικό μισθό και, αφετέρου, προμήθεια της οποίας το ποσό καθορίζεται βάσει των συμβάσεων που συνάπτει ο εργοδότης ως αποτέλεσμα των πωλήσεων που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος αυτός, πρέπει να εκτιμηθούν από τον εθνικό δικαστή, επί τη βάσει των κανόνων και των κριτηρίων που θέτει η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας.

    Ειδικότερα, κάθε μειονέκτημα που συνδέεται εγγενώς με την εκτέλεση των καθηκόντων που αναλαμβάνει ο εργαζόμενος δυνάμει της συμβάσεως εργασίας και που αντισταθμίζεται με χρηματικό ποσό συνυπολογιζόμενο για τον καθορισμό των συνολικών αποδοχών του εργαζομένου πρέπει οπωσδήποτε να αποτελεί τμήμα του ποσού που δικαιούται ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειάς του.

    Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας πρέπει να συνεχίζεται η καταβολή όλων των στοιχείων των συνολικών αποδοχών τα οποία συνδέονται με το προσωπικό καθεστώς και την επαγγελματική θέση του εργαζομένου. Ως εκ τούτου, κατά περίπτωση, πρέπει να διατηρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την ιδιότητά του ως προϊσταμένου, την προϋπηρεσία του και τα επαγγελματικά του προσόντα.

    Αντιθέτως, τα στοιχεία των συνολικών αποδοχών του εργαζομένου που αφορούν αποκλειστικά την κάλυψη περιστασιακών ή πρόσθετων εξόδων στα οποία υποβάλλεται ο εργαζόμενος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναλαμβάνει δυνάμει της συμβάσεως εργασίας δεν πρέπει να συνυπολογίζονται για τον καθορισμό των καταβλητέων αποδοχών κατά την ετήσια άδεια.

    (βλ. σκέψεις 29-31, 35, διατακτ. 2)