Υπόθεση C‑527/12

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Κρατικές ενισχύσεις ασύμβατες με την εσωτερική αγορά — Υποχρέωση ανακτήσεως — Άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ — Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 — Άρθρο 14, παράγραφος 3 — Απόφαση της Επιτροπής — Μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τα κράτη μέλη»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Σεπτεμβρίου 2014

  1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασύμβατο ενισχύσεως προς την κοινή αγορά και διατάσσεται η ανάκτησή της – Υποχρεώσεις των κρατών μελών – Υποχρέωση ανακτήσεως – Περιεχόμενο – Αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως

    (Άρθρο 108 § 2 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 1)

  2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου – Προϋποθέσεις – Εφαρμογή διαδικασίας που διασφαλίζει την άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής – Εκτίμηση σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε μεμονωμένης υποθέσεως

    (Άρθρο 108 § 2 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 1)

  3. Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Μη τήρηση της υποχρεώσεως ανακτήσεως των παρανόμων ενισχύσεων – Μέσα άμυνας – Απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως – Δυσχέρειες κατά την εκτέλεση – Υποχρέωση της Επιτροπής και του κράτους μέλους να συνεργαστούν προς εξεύρεση λύσεως σύμφωνης με τη Συνθήκη

    (Άρθρο 4 § 3 ΣΕΕ· άρθρο 108 § 2 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 3)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 37, 42)

  2.  Το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί να πραγματοποιείται η εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής ανάκτηση από τον δικαιούχο μιας παράνομης ενισχύσεως βάσει μόνον της αποφάσεως περί ανακτήσεως της Επιτροπής. Συναφώς, το οικείο κράτος μέλος είναι ελεύθερο να επιλέξει τα μέσα με τα οποία θα εκπληρώσει την υποχρέωσή του να ανακτήσει μια ενίσχυση που κρίθηκε ασύμβατη με την εσωτερική αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι τα επιλεγέντα μέτρα δεν θίγουν την ισχύ και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης.

    Επομένως, η ελευθερία των κρατών μελών ως προς την επιλογή των μέσων ανακτήσεως μιας τέτοιας ενισχύσεως είναι περιορισμένη διότι τα μέσα αυτά δεν μπορούν εν τέλει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη την ανάκτηση την οποία επιτάσσει το δίκαιο της Ένωσης. Η εφαρμογή των εθνικών διαδικασιών υπόκειται στην προϋπόθεση να καθιστούν αυτές δυνατή την άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής, προϋπόθεση που απορρέει από τις επιταγές της αρχής της αποτελεσματικότητας. Κατά συνέπεια, το ζήτημα κατά πόσον, με την επιλογή των μέσων αυτών, το οικείο κράτος μέλος εκπλήρωσε, όσον αφορά την επιταγή περί αποτελεσματικότητας, την υποχρέωσή του ανακτήσεως μιας ενισχύσεως που κρίθηκε ασύμβατη με την εσωτερική αγορά πρέπει να εκτιμάται ανά περίπτωση, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε μεμονωμένης υποθέσεως.

    (βλ. σκέψεις 39-41, 43)

  3.  Όσον αφορά τη δικαιολόγηση μιας σημαντικής καθυστερήσεως κατά την ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως, ο μοναδικός αμυντικός ισχυρισμός που μπορεί να προβάλει κράτος μέλος κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως ασκηθείσας από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, είναι αυτός που βασίζεται σε απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως της συγκεκριμένης αποφάσεως. Η απόλυτη αυτή αδυναμία ενδέχεται, επίσης, να είναι νομικής φύσεως, οφειλόμενη σε αποφάσεις που έλαβαν τα εθνικά δικαστήρια, υπό τον όρο ότι αυτές συνάδουν προς το δίκαιο της Ένωσης.

    Επομένως, στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι οι εθνικοί κανόνες του αστικού δικαίου δεν καθιστούν δυνατή την πραγματική ανάκτηση της επίδικης ενισχύσεως, θα ήταν ενδεχομένως αναγκαίο, ανάλογα με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, να παραμείνει ανεφάρμοστος ο κανόνας της εθνικής νομοθεσίας και να χρησιμοποιηθούν άλλα μέτρα, δεδομένου ότι τα τελευταία δεν μπορούν να αποκλεισθούν για λόγους που ανάγονται στην εθνική έννομη τάξη.

    Συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ καθιερώνει, επίσης, για τα εθνικά δικαστήρια υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας με την Επιτροπή και με τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και να απέχουν από την λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης.

    Εξάλλου, ο εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου έλεγχος ενός εκτελεστού τίτλου εκδοθέντος προς ανάκτηση παράνομης κρατικής ενισχύσεως και η ενδεχόμενη ακύρωση του τίτλου αυτού πρέπει να θεωρούνται απλή συνέπεια της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

    (βλ. σκέψεις 45-48, 49, 55, 56)