Υπόθεση C‑303/12

Guido Imfeld,

Nathalie Garcet

κατά

État belge

(αίτηση του tribunal de première instance de Liège για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ίση μεταχείριση — Φόρος εισοδήματος — Νομοθεσία για την αποφυγή της διπλής φορολογίας — Εισοδήματα που αποκτώνται σε κράτος άλλο από το κράτος κατοικίας — Μέθοδος φοροαπαλλαγής με διατήρηση της προοδευτικότητας του φόρου στο κράτος κατοικίας — Μερικός συνυπολογισμός της προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως — Απώλεια ορισμένων φορολογικών πλεονεκτημάτων που συνδέονται με την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του εργαζομένου»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 2013

Ελευθερία εγκαταστάσεως – Περιορισμοί – Φορολογική νομοθεσία – Φόροι εισοδήματος – Μέθοδος φοροαπαλλαγής με διατήρηση της προοδευτικότητας του φόρου και καταλογισμός των αφορολόγητων ποσών για τέκνο στο υψηλότερο εισόδημα – Εθνική ρύθμιση παρέχουσα φορολογικό πλεονέκτημα στα ζεύγη που αποκτούν σε αυτό το κράτος το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων τους – Μη συνυπολογισμός της προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των φορολογουμένων – Δεν επιτρέπεται – Δικαιολογητικός λόγος – Διατήρηση της κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών – Δεν χωρεί

(Άρθρο 49 ΣΛΕΕ)

Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αντιτίθεται στην εφαρμογή φορολογικής ρυθμίσεως κράτους μέλους έχουσας ως αποτέλεσμα να στερήσει ζεύγος που κατοικεί στο κράτος αυτό και έχει εισοδήματα τόσο στο εν λόγω κράτος όσο και σε άλλο κράτος μέλος από το πραγματικό ευεργέτημα συγκεκριμένου φορολογικού πλεονεκτήματος, λόγω του τρόπου καταλογισμού του ευεργετήματος αυτού, ενώ το ζεύγος αυτό θα ετύγχανε του εν λόγω ευεργετήματος αν ο σύζυγος με τα μεγαλύτερα εισοδήματα δεν είχε αποκτήσει το σύνολο των εισοδημάτων του σε άλλο κράτος μέλος

Μια τέτοια εθνική ρύθμιση δύναται ειδικά να θίξει την ελευθερία εγκαταστάσεως όταν προβλέπει ένα φορολογικό πλεονέκτημα υπέρ των ζευγών, υπό τη μορφή ενός πρόσθετου αφορολόγητου ποσού λόγω συντηρούμενων τέκνων, το οποίο καταλογίζεται στα εισοδήματα του μέλους του ζεύγους που έχει τα μεγαλύτερο μέρος εισοδημάτων, χωρίς, με κανένα τρόπο, να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ο τελευταίος δύναται, συνακόλουθα με την άσκηση των ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη, να μην έχει ατομικώς εισοδήματα στο κράτος μέλος κατοικίας, με άμεση και αυτόματη συνέπεια να χάσει το ζεύγος εξ ολοκλήρου το ευεργέτημα του εν λόγω πλεονεκτήματος. Ανεξαρτήτως της φορολογικής μεταχειρίσεως που επιφυλάχθηκε στον φορολογούμενο στο κράτος μέλος απασχολήσεως, ο αυτόματος χαρακτήρας της απώλειας αυτής θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως.

Μια τέτοια ρύθμιση δεν δύναται να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διατηρήσεως της κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών. Αφενός, ένας τέτοιος δικαιολογητικός λόγος δεν δύναται να τύχει επικλήσεως από το κράτος μέλος κατοικίας ενός φορολογούμενου για να απαλλαγεί το κράτος αυτό από την ευθύνη που έχει, κατ’ αρχήν, να παρέχει στον εν λόγω φορολογούμενο τις προσωπικής και οικογενειακής φύσεως εκπτώσεις που του αντιστοιχούν, εκτός αν το κράτος αυτό έχει συμβατικά αποδεσμευθεί από την υποχρέωσή του να λαμβάνει πλήρως υπόψη την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση των φορολογούμενων που κατοικούν στο έδαφός του και ασκούν εν μέρει την οικονομική τους δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος ή εκτός αν διαπιστώσει ότι, ακόμη και πέραν οποιασδήποτε συμβάσεως, ένα ή περισσότερα κράτη απασχολήσεως παρέχουν, επί των εισοδημάτων που φορολογούν, πλεονεκτήματα συνδεόμενα με τον συνυπολογισμό της προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των φορολογούμενων που δεν κατοικούν στο έδαφος των κρατών αυτών, αλλά που αποκτούν εκεί φορολογητέα εισοδήματα. Ρύθμιση μη συνδέουσα τα φορολογικά πλεονεκτήματα που παρέχει στους κατοίκους του συγκεκριμένου κράτους μέλους με τα φορολογικά πλεονεκτήματα των οποίων αυτοί δύνανται να τύχουν σε άλλο κράτος μέλος, ενώ η μεταξύ αυτών των κρατών μελών σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας δεν επιβάλλει στο κράτος μέλος απασχολήσεως καμία υποχρέωση σχετικά με τον συνυπολογισμό της προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των φορολογούμενων κατοίκων του άλλου κράτους μέλους, δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές.

Αφετέρου, δικαιολογητικός λόγος αναγόμενος στην ανάγκη διασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών δύναται να γίνει δεκτός όταν ειδικά το επίμαχο καθεστώς σκοπό έχει να αποτρέψει συμπεριφορές ικανές να διακυβεύσουν το δικαίωμα ενός κράτους μέλους να ασκεί τη φορολογική του αρμοδιότητα σχετικά με τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στο έδαφός του. Τούτο προϋποθέτει ότι η εξάλειψη του περιοριστικού μέτρου θα είχε ως αποτέλεσμα ότι το κράτος μέλος κατοικίας παραιτείται από μέρος της φορολογικής του αρμοδιότητας υπέρ άλλων κρατών μελών.

(βλ. σκέψεις 62, 69-72, 73-75, 76-80 και διατακτ.)


Υπόθεση C‑303/12

Guido Imfeld,

Nathalie Garcet

κατά

État belge

(αίτηση του tribunal de première instance de Liège για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ίση μεταχείριση — Φόρος εισοδήματος — Νομοθεσία για την αποφυγή της διπλής φορολογίας — Εισοδήματα που αποκτώνται σε κράτος άλλο από το κράτος κατοικίας — Μέθοδος φοροαπαλλαγής με διατήρηση της προοδευτικότητας του φόρου στο κράτος κατοικίας — Μερικός συνυπολογισμός της προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως — Απώλεια ορισμένων φορολογικών πλεονεκτημάτων που συνδέονται με την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του εργαζομένου»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 2013

Ελευθερία εγκαταστάσεως — Περιορισμοί — Φορολογική νομοθεσία — Φόροι εισοδήματος — Μέθοδος φοροαπαλλαγής με διατήρηση της προοδευτικότητας του φόρου και καταλογισμός των αφορολόγητων ποσών για τέκνο στο υψηλότερο εισόδημα — Εθνική ρύθμιση παρέχουσα φορολογικό πλεονέκτημα στα ζεύγη που αποκτούν σε αυτό το κράτος το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων τους — Μη συνυπολογισμός της προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των φορολογουμένων — Δεν επιτρέπεται — Δικαιολογητικός λόγος — Διατήρηση της κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών — Δεν χωρεί

(Άρθρο 49 ΣΛΕΕ)

Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αντιτίθεται στην εφαρμογή φορολογικής ρυθμίσεως κράτους μέλους έχουσας ως αποτέλεσμα να στερήσει ζεύγος που κατοικεί στο κράτος αυτό και έχει εισοδήματα τόσο στο εν λόγω κράτος όσο και σε άλλο κράτος μέλος από το πραγματικό ευεργέτημα συγκεκριμένου φορολογικού πλεονεκτήματος, λόγω του τρόπου καταλογισμού του ευεργετήματος αυτού, ενώ το ζεύγος αυτό θα ετύγχανε του εν λόγω ευεργετήματος αν ο σύζυγος με τα μεγαλύτερα εισοδήματα δεν είχε αποκτήσει το σύνολο των εισοδημάτων του σε άλλο κράτος μέλος

Μια τέτοια εθνική ρύθμιση δύναται ειδικά να θίξει την ελευθερία εγκαταστάσεως όταν προβλέπει ένα φορολογικό πλεονέκτημα υπέρ των ζευγών, υπό τη μορφή ενός πρόσθετου αφορολόγητου ποσού λόγω συντηρούμενων τέκνων, το οποίο καταλογίζεται στα εισοδήματα του μέλους του ζεύγους που έχει τα μεγαλύτερο μέρος εισοδημάτων, χωρίς, με κανένα τρόπο, να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ο τελευταίος δύναται, συνακόλουθα με την άσκηση των ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη, να μην έχει ατομικώς εισοδήματα στο κράτος μέλος κατοικίας, με άμεση και αυτόματη συνέπεια να χάσει το ζεύγος εξ ολοκλήρου το ευεργέτημα του εν λόγω πλεονεκτήματος. Ανεξαρτήτως της φορολογικής μεταχειρίσεως που επιφυλάχθηκε στον φορολογούμενο στο κράτος μέλος απασχολήσεως, ο αυτόματος χαρακτήρας της απώλειας αυτής θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως.

Μια τέτοια ρύθμιση δεν δύναται να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διατηρήσεως της κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών. Αφενός, ένας τέτοιος δικαιολογητικός λόγος δεν δύναται να τύχει επικλήσεως από το κράτος μέλος κατοικίας ενός φορολογούμενου για να απαλλαγεί το κράτος αυτό από την ευθύνη που έχει, κατ’ αρχήν, να παρέχει στον εν λόγω φορολογούμενο τις προσωπικής και οικογενειακής φύσεως εκπτώσεις που του αντιστοιχούν, εκτός αν το κράτος αυτό έχει συμβατικά αποδεσμευθεί από την υποχρέωσή του να λαμβάνει πλήρως υπόψη την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση των φορολογούμενων που κατοικούν στο έδαφός του και ασκούν εν μέρει την οικονομική τους δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος ή εκτός αν διαπιστώσει ότι, ακόμη και πέραν οποιασδήποτε συμβάσεως, ένα ή περισσότερα κράτη απασχολήσεως παρέχουν, επί των εισοδημάτων που φορολογούν, πλεονεκτήματα συνδεόμενα με τον συνυπολογισμό της προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των φορολογούμενων που δεν κατοικούν στο έδαφος των κρατών αυτών, αλλά που αποκτούν εκεί φορολογητέα εισοδήματα. Ρύθμιση μη συνδέουσα τα φορολογικά πλεονεκτήματα που παρέχει στους κατοίκους του συγκεκριμένου κράτους μέλους με τα φορολογικά πλεονεκτήματα των οποίων αυτοί δύνανται να τύχουν σε άλλο κράτος μέλος, ενώ η μεταξύ αυτών των κρατών μελών σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας δεν επιβάλλει στο κράτος μέλος απασχολήσεως καμία υποχρέωση σχετικά με τον συνυπολογισμό της προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των φορολογούμενων κατοίκων του άλλου κράτους μέλους, δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές.

Αφετέρου, δικαιολογητικός λόγος αναγόμενος στην ανάγκη διασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών δύναται να γίνει δεκτός όταν ειδικά το επίμαχο καθεστώς σκοπό έχει να αποτρέψει συμπεριφορές ικανές να διακυβεύσουν το δικαίωμα ενός κράτους μέλους να ασκεί τη φορολογική του αρμοδιότητα σχετικά με τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στο έδαφός του. Τούτο προϋποθέτει ότι η εξάλειψη του περιοριστικού μέτρου θα είχε ως αποτέλεσμα ότι το κράτος μέλος κατοικίας παραιτείται από μέρος της φορολογικής του αρμοδιότητας υπέρ άλλων κρατών μελών.

(βλ. σκέψεις 62, 69-72, 73-75, 76-80 και διατακτ.)