Υπόθεση C‑176/12

Association de médiation sociale

κατά

Union locale des syndicats CGT κ.λπ.

[αίτηση του Cour de cassation (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 2002/14/EK — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 27 — Συγκρότηση οργάνων εκπροσωπήσεως του προσωπικού η οποία υπόκειται σε ορισμένα κατώτατα όρια απασχολούμενων εργαζομένων — Υπολογισμός των κατωτάτων ορίων — Εθνική νομοθεσία αντιβαίνουσα στο δίκαιο της Ένωσης — Ρόλος του εθνικού δικαστή»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Ιανουαρίου 2014

  1. Κοινωνική πολιτική – Ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων – Οδηγία 2002/14 – Πεδίο εφαρμογής – Υπολογισμός των κατωτάτων ορίων απασχολούμενων εργαζομένων – Εθνική νομοθεσία που εξαιρεί από τον εν λόγω υπολογισμό μια συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων – Δεν επιτρέπεται

    (Οδηγία 2002/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

  2. Κοινωνική πολιτική – Ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων – Οδηγία 2002/14 – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Άμεσο αποτέλεσμα – Δυνατότητα επικλήσεως οδηγίας έναντι ιδιωτών – Δεν υφίσταται

    (Οδηγία 2002/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

  3. Κοινωνική πολιτική – Ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων – Οδηγία 2002/14 – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Υποχρεώσεις του εθνικού δικαστή – Υποχρέωση μιας σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας της εθνικής νομοθεσίας – Όρια – Τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου – Contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου

    (Οδηγία 2002/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

  4. Θεμελιώδη δικαιώματα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχειρήσεως – Δυνατότητα επικλήσεως στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να μην εφαρμοσθεί μια αντιβαίνουσα προς την οδηγία 2002/14 εθνική διάταξη – Αποκλείεται – Πιθανή υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να ανορθώσει τη ζημία την οποία υπέστησαν οι ιδιώτες εξαιτίας της μη συμβατότητας του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 27· οδηγία 2002/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

  1.  Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη η οποία αποκλείει τους εργαζομένους που απασχολούνται στο πλαίσιο επιδοτούμενων συμβάσεων από τον υπολογισμό του προσωπικού της επιχειρήσεως, στο πλαίσιο του καθορισμού των κατωτάτων νομίμων ορίων για τη συγκρότηση των οργάνων εκπροσωπήσεως του προσωπικού.

    Ειδικότερα, έστω και αν η προώθηση της απασχολήσεως συνιστά, ασφαλώς, θεμιτό σκοπό της κοινωνικής πολιτικής και τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των μέτρων που είναι πρόσφορα για την υλοποίηση των σκοπών της κοινωνικής τους πολιτικής, εντούτοις το περιθώριο αυτό εκτιμήσεως δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά κενή περιεχομένου την εφαρμογή μιας θεμελιώδους αρχής ή μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης.

    (βλ. σκέψεις 26, 27, 29)

  2.  Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραγωγή αμέσου αποτελέσματος. Ειδικότερα, έστω και αν η εν λόγω οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως, καθόσον δεν καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους εργαζομένους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της κατά τον υπολογισμό των κατωτάτων ορίων απασχολούμενων εργαζομένων, το γεγονός αυτό δεν αλλοιώνει τον επακριβή και απαλλαγμένο αιρέσεων χαρακτήρα της υποχρεώσεως, που προβλέπεται στο ως άνω άρθρο, να μην αποκλείεται από τον εν λόγω υπολογισμό μία συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων που εμπίπτει, καταρχάς, στο πλαίσιο των προσώπων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

    Εντούτοις, ακόμη και μια σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων διάταξη οδηγίας, η οποία αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων ή στην επιβολή υποχρεώσεων στους ιδιώτες, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, αυτή καθεαυτήν, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς ανακύπτουσας αποκλειστικώς μεταξύ ιδιωτών.

    (βλ. σκέψεις 33-36)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 38-40)

  4.  Το άρθρο 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο ή σε συνδυασμό με τις διατάξεις της οδηγίας 2002/14, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που εθνική διάταξη μεταφοράς της ως άνω οδηγίας είναι ασυμβίβαστη προς το δίκαιο της Ένωσης, δεν είναι δυνατή η επίκληση του ως άνω άρθρου του Χάρτη σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να μην εφαρμοσθεί η αντιβαίνουσα στο δίκαιο της Ένωσης εθνική διάταξη.

    Ειδικότερα, από το γράμμα του άρθρου 27 του Χάρτη προκύπτει σαφώς ότι, προκειμένου το ως άνω άρθρο να παραγάγει πλήρως τα αποτελέσματά του, πρέπει να εξειδικευθεί με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου. Συναφώς η απευθυνόμενη στα κράτη μέλη απαγόρευση, την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14, του αποκλεισμού από τον υπολογισμό του προσωπικού της επιχειρήσεως μιας συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων που εμπίπτει καταρχάς στο πεδίο των προσώπων τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον εν λόγω υπολογισμό, δεν προκύπτει, υπό τη μορφή ενός απευθείας εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου, ούτε από το γράμμα του άρθρου 27 του Χάρτη ούτε από τις επεξηγήσεις σχετικά με το εν λόγω άρθρο. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση αυτού καθεαυτό του άρθρου 27 του Χάρτη σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να κριθεί ότι η ασυμβίβαστη προς την οδηγία 2002/14 εθνική διάταξη δεν πρέπει να εφαρμοσθεί. Δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή ο συνδυασμός του άρθρου 27 του Χάρτη με τις διατάξεις της οδηγίας 2002/14, δεδομένου ότι, στο μέτρο που το ως άνω άρθρο δεν είναι αφεαυτού ικανό να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί ως τέτοιο, τα πράγματα δεν μπορούν να είναι διαφορετικά στην περίπτωση ενός συνδυασμού του ως άνω άρθρου με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

    Πάντως, ο διάδικος ο οποίος θίγεται από το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο δεν είναι σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να επικαλεσθεί τη νομολογία που προέκυψε από την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, C‑6/90 και C‑9/90, Francovich κ.λπ., προκειμένου, ενδεχομένως, να αποκατασταθεί η ζημία την οποία υπέστη.

    (βλ. σκέψεις 45, 46, 48-50 και διατακτ.)


Υπόθεση C‑176/12

Association de médiation sociale

κατά

Union locale des syndicats CGT κ.λπ.

[αίτηση του Cour de cassation (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 2002/14/EK — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 27 — Συγκρότηση οργάνων εκπροσωπήσεως του προσωπικού η οποία υπόκειται σε ορισμένα κατώτατα όρια απασχολούμενων εργαζομένων — Υπολογισμός των κατωτάτων ορίων — Εθνική νομοθεσία αντιβαίνουσα στο δίκαιο της Ένωσης — Ρόλος του εθνικού δικαστή»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Ιανουαρίου 2014

  1. Κοινωνική πολιτική — Ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων — Οδηγία 2002/14 — Πεδίο εφαρμογής — Υπολογισμός των κατωτάτων ορίων απασχολούμενων εργαζομένων — Εθνική νομοθεσία που εξαιρεί από τον εν λόγω υπολογισμό μια συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων — Δεν επιτρέπεται

    (Οδηγία 2002/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

  2. Κοινωνική πολιτική — Ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων — Οδηγία 2002/14 — Άρθρο 3, παράγραφος 1 — Άμεσο αποτέλεσμα — Δυνατότητα επικλήσεως οδηγίας έναντι ιδιωτών — Δεν υφίσταται

    (Οδηγία 2002/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

  3. Κοινωνική πολιτική — Ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων — Οδηγία 2002/14 — Άρθρο 3, παράγραφος 1 — Υποχρεώσεις του εθνικού δικαστή — Υποχρέωση μιας σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας της εθνικής νομοθεσίας — Όρια — Τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου — Contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου

    (Οδηγία 2002/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

  4. Θεμελιώδη δικαιώματα — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχειρήσεως — Δυνατότητα επικλήσεως στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να μην εφαρμοσθεί μια αντιβαίνουσα προς την οδηγία 2002/14 εθνική διάταξη — Αποκλείεται — Πιθανή υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να ανορθώσει τη ζημία την οποία υπέστησαν οι ιδιώτες εξαιτίας της μη συμβατότητας του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 27· οδηγία 2002/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

  1.  Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη η οποία αποκλείει τους εργαζομένους που απασχολούνται στο πλαίσιο επιδοτούμενων συμβάσεων από τον υπολογισμό του προσωπικού της επιχειρήσεως, στο πλαίσιο του καθορισμού των κατωτάτων νομίμων ορίων για τη συγκρότηση των οργάνων εκπροσωπήσεως του προσωπικού.

    Ειδικότερα, έστω και αν η προώθηση της απασχολήσεως συνιστά, ασφαλώς, θεμιτό σκοπό της κοινωνικής πολιτικής και τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των μέτρων που είναι πρόσφορα για την υλοποίηση των σκοπών της κοινωνικής τους πολιτικής, εντούτοις το περιθώριο αυτό εκτιμήσεως δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά κενή περιεχομένου την εφαρμογή μιας θεμελιώδους αρχής ή μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης.

    (βλ. σκέψεις 26, 27, 29)

  2.  Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραγωγή αμέσου αποτελέσματος. Ειδικότερα, έστω και αν η εν λόγω οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως, καθόσον δεν καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους εργαζομένους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της κατά τον υπολογισμό των κατωτάτων ορίων απασχολούμενων εργαζομένων, το γεγονός αυτό δεν αλλοιώνει τον επακριβή και απαλλαγμένο αιρέσεων χαρακτήρα της υποχρεώσεως, που προβλέπεται στο ως άνω άρθρο, να μην αποκλείεται από τον εν λόγω υπολογισμό μία συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων που εμπίπτει, καταρχάς, στο πλαίσιο των προσώπων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

    Εντούτοις, ακόμη και μια σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων διάταξη οδηγίας, η οποία αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων ή στην επιβολή υποχρεώσεων στους ιδιώτες, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, αυτή καθεαυτήν, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς ανακύπτουσας αποκλειστικώς μεταξύ ιδιωτών.

    (βλ. σκέψεις 33-36)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 38-40)

  4.  Το άρθρο 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο ή σε συνδυασμό με τις διατάξεις της οδηγίας 2002/14, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που εθνική διάταξη μεταφοράς της ως άνω οδηγίας είναι ασυμβίβαστη προς το δίκαιο της Ένωσης, δεν είναι δυνατή η επίκληση του ως άνω άρθρου του Χάρτη σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να μην εφαρμοσθεί η αντιβαίνουσα στο δίκαιο της Ένωσης εθνική διάταξη.

    Ειδικότερα, από το γράμμα του άρθρου 27 του Χάρτη προκύπτει σαφώς ότι, προκειμένου το ως άνω άρθρο να παραγάγει πλήρως τα αποτελέσματά του, πρέπει να εξειδικευθεί με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου. Συναφώς η απευθυνόμενη στα κράτη μέλη απαγόρευση, την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14, του αποκλεισμού από τον υπολογισμό του προσωπικού της επιχειρήσεως μιας συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων που εμπίπτει καταρχάς στο πεδίο των προσώπων τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον εν λόγω υπολογισμό, δεν προκύπτει, υπό τη μορφή ενός απευθείας εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου, ούτε από το γράμμα του άρθρου 27 του Χάρτη ούτε από τις επεξηγήσεις σχετικά με το εν λόγω άρθρο. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση αυτού καθεαυτό του άρθρου 27 του Χάρτη σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να κριθεί ότι η ασυμβίβαστη προς την οδηγία 2002/14 εθνική διάταξη δεν πρέπει να εφαρμοσθεί. Δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή ο συνδυασμός του άρθρου 27 του Χάρτη με τις διατάξεις της οδηγίας 2002/14, δεδομένου ότι, στο μέτρο που το ως άνω άρθρο δεν είναι αφεαυτού ικανό να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί ως τέτοιο, τα πράγματα δεν μπορούν να είναι διαφορετικά στην περίπτωση ενός συνδυασμού του ως άνω άρθρου με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

    Πάντως, ο διάδικος ο οποίος θίγεται από το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο δεν είναι σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να επικαλεσθεί τη νομολογία που προέκυψε από την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, C‑6/90 και C‑9/90, Francovich κ.λπ., προκειμένου, ενδεχομένως, να αποκατασταθεί η ζημία την οποία υπέστη.

    (βλ. σκέψεις 45, 46, 48-50 και διατακτ.)