ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 24ης Οκτωβρίου 2013 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους — Περιβάλλον — Οδηγία 2000/60/ΕΚ — Πλαίσιο κοινοτικής δράσεως στον τομέα της πολιτικής των υδάτων — Μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των άρθρων 4, παράγραφος 8, 7, παράγραφος 2, 10, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και του παραρτήματος V, τμήματα 1.3 και 1.4, της οδηγίας 2000/60 — Ενδοκοινοτικές και διακοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού — Άρθρο 149, παράγραφος 3, in fine, του ισπανικού Συντάγματος — Συμπληρωματική ρήτρα»

Στην υπόθεση C‑151/12,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ στις 26 Μαρτίου 2012,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Valero Jordana, E. Manhaeve και B. Simon, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου της Ισπανίας, εκπροσωπούμενου από τον A. Rubio González,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, A. Rosas, D. Šváby και C. Vajda (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Απριλίου 2013,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 30ής Μαΐου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά των άρθρων 4, παράγραφος 8, 7, παράγραφος 2, 10, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και των τμημάτων 1.3 και 1.4 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327, σ. 1), σε σχέση με τις ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, αθέτησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

2

Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/60, σκοπός της είναι η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των εσωτερικών επιφανειακών, των μεταβατικών, των παράκτιων και των υπόγειων υδάτων.

3

Κατά το άρθρο 2, σημείο 13, της οδηγίας αυτής, «[λ]εκάνη απορροής ποταμού» είναι «η εδαφική έκταση από την οποία συγκεντρώνεται το σύνολο της απορροής μέσω διαδοχικών ρευμάτων, ποταμών και πιθανώς λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα».

4

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Περιβαλλοντικοί στόχοι», ορίζει στην παράγραφο 8 τα εξής:

«Κατά την εφαρμογή των παραγράφων 3, 4, 5, 6 και 7 τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η εφαρμογή να μην αποκλείει μονίμως ή να μην υπονομεύει την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας σε άλλα υδατικά συστήματα της ίδιας περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού και να συμβαδίζει με την εφαρμογή άλλων κοινοτικών περιβαλλοντικών νομοθετημάτων.»

5

Το άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ύδατα που χρησιμοποιούνται για την άντληση πόσιμου ύδατος», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Για κάθε υδατικό σύστημα που προσδιορίζεται κατά την παράγραφο 1, επιπλέον της τήρησης των στόχων του άρθρου 4 σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας για τα συστήματα επιφανειακών υδάτων, συμπεριλαμβανομένων των ποιοτικών προτύπων που καθορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο δυνάμει του άρθρου 16, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, υπό το εφαρμοζόμενο καθεστώς επεξεργασίας του ύδατος και σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, το ύδωρ που προκύπτει πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 80/778/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/83/ΕΚ.»

6

Το άρθρο 8 της οδηγίας 2000/60, το οποίο επιγράφεται «Παρακολούθηση της κατάστασης των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων και των προστατευόμενων περιοχών», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«[Τα προγράμματα παρακολουθήσεως της καταστάσεως των υδάτων] τίθενται σε εφαρμογή το αργότερο έξι έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, εκτός αν ορίζεται άλλως στην οικεία νομοθεσία. Η ως άνω παρακολούθηση πρέπει να συμφωνεί με τις απαιτήσεις του παραρτήματος V.»

7

Το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Η συνδυασμένη προσέγγιση για σημειακές και διάχυτες πηγές», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλες οι αναφερόμενες στην παράγραφο 2 απορρίψεις σε επιφανειακά ύδατα ελέγχονται σύμφωνα με τη συνδυασμένη προσέγγιση που εκτίθεται στο παρόν άρθρο.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την καθιέρωση ή/και εφαρμογή:

α)

των ελέγχων εκπομπών βάσει των καλύτερων διαθέσιμων τεχνικών, ή

β)

των σχετικών οριακών τιμών εκπομπής, ή

γ)

στην περίπτωση διάχυτων επιπτώσεων, των ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των βέλτιστων περιβαλλοντικών πρακτικών,

που ορίζονται:

στην οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης [(ΕΕ L 257, σ. 26)],

στην οδηγία 91/271/[ΕΟΚ] του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων [(ΕΕ L 135, σ. 40)],

στην οδηγία 91/676/[ΕΟΚ] του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης [(ΕΕ L 375, σ. 1)],

στις οδηγίες που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 της παρούσας οδηγίας,

στις οδηγίες που αναφέρονται στο παράρτημα IX,

σε οιοδήποτε άλλο σχετικό κοινοτικό νομοθέτημα,

το αργότερο δώδεκα έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, εκτός εάν ορίζεται άλλως στη σχετική νομοθεσία.»

8

Το παράρτημα V της οδηγίας 2000/60 περιλαμβάνει το τμήμα 1.3, το οποίο επιγράφεται «Παρακολούθηση της οικολογικής και χημικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων». Το τμήμα αυτό ορίζει τα εξής:

«Το δίκτυο παρακολούθησης των επιφανειακών υδάτων καθορίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 8. Το δίκτυο παρακολούθησης σχεδιάζεται έτσι ώστε να παρέχει μια συνεκτική και συνολική εποπτεία της οικολογικής και χημικής κατάστασης σε κάθε λεκάνη απορροής ποταμού και επιτρέπει την ταξινόμηση των υδατικών συστημάτων σε πέντε κατηγορίες που αντιστοιχούν στους κανονιστικούς ορισμούς του σημείου 1.2. Τα κράτη μέλη παρέχουν έναν ή περισσότερους χάρτες, στους οποίους φαίνεται το δίκτυο παρακολούθησης των επιφανειακών υδάτων στο σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού.

Με βάση τον χαρακτηρισμό και την εκτίμηση των επιπτώσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 5 και το παράρτημα II, τα κράτη μέλη, για κάθε περίοδο εφαρμογής ενός σχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, καταρτίζουν ένα πρόγραμμα εποπτικής παρακολούθησης και ένα πρόγραμμα επιχειρησιακής παρακολούθησης. Μπορεί επίσης να χρειαστεί σε ορισμένες περιπτώσεις τα κράτη μέλη να καταρτίσουν και προγράμματα διερευνητικής παρακολούθησης.

Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τις παραμέτρους που είναι ενδεικτικές της κατάστασης κάθε σχετικού ποιοτικού στοιχείου. Κατά την επιλογή παραμέτρων για στοιχεία βιολογικής ποιότητας, τα κράτη μέλη εντοπίζουν το κατάλληλο ταξινομικό επίπεδο που απαιτείται για να επιτευχθεί η δέουσα πιστότητα και ακρίβεια στην ταξινόμηση των ποιοτικών στοιχείων. Στο σχέδιο παρέχονται εκτιμήσεις για τον βαθμό πιστότητας και ακρίβειας των παρεχόμενων από τα προγράμματα παρακολούθησης αποτελεσμάτων.»

9

Τα υποτμήματα 1.3.1 έως 1.3.6 του παραρτήματος V της οδηγίας αυτής προβλέπουν κανόνες που αφορούν τον σχεδιασμό της εποπτικής παρακολουθήσεως, τον σχεδιασμό της επιχειρησιακής παρακολουθήσεως, τον σχεδιασμό της διερευνητικής παρακολουθήσεως, τη συχνότητα της παρακολουθήσεως, πρόσθετες απαιτήσεις για την παρακολούθηση προστατευόμενων περιοχών και πρότυπα για την παρακολούθηση ποιοτικών στοιχείων.

10

Το τμήμα 1.4 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60, το οποίο επιγράφεται «Ταξινόμηση και παρουσίαση της οικολογικής κατάστασης», περιλαμβάνει το υποτμήμα 1.4.1, το οποίο επιγράφεται «Συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων βιολογικής παρακολούθησης» και προβλέπει τα εξής:

«i)

Τα κράτη μέλη καταρτίζουν συστήματα παρακολούθησης προκειμένου να εκτιμήσουν τις τιμές των ποιοτικών βιολογικών στοιχείων που ορίζονται για κάθε κατηγορία επιφανειακών υδάτων ή για ιδιαίτερα τροποποιημένα και τεχνητά συστήματα επιφανειακών υδάτων. Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας που περιγράφεται παρακάτω σε ιδιαίτερα τροποποιημένα ή τεχνητά υδατικά συστήματα, οι αναφορές στην οικολογική κατάσταση πρέπει να θεωρούνται ως αναφορές στο οικολογικό δυναμικό. Τα συστήματα αυτά μπορούν να χρησιμοποιούν ιδιαίτερα είδη ή ομάδες ειδών αντιπροσωπευτικών του ποιοτικού στοιχείου στο σύνολό του.

ii)

Για να εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα αυτών των συστημάτων παρακολούθησης, τα αποτελέσματα των συστημάτων που εφαρμόζει κάθε κράτος μέλος εκφράζονται ως λόγοι οικολογικής ποιότητας για τους σκοπούς της ταξινόμησης της οικολογικής κατάστασης. Οι λόγοι αυτοί αντιπροσωπεύουν τη σχέση μεταξύ των τιμών των βιολογικών παραμέτρων που έχουν παρατηρηθεί σε ένα δεδομένο σύστημα επιφανειακών υδάτων και των τιμών των παραμέτρων αυτών στις συνθήκες αναφοράς που εφαρμόζονται στο εν λόγω σύστημα. Ο λόγος εκφράζεται ως αριθμητική τιμή μεταξύ του μηδενός και του ενός, όπου η υψηλή οικολογική κατάσταση δηλώνεται με τιμές γύρω στο ένα και η κακή οικολογική κατάσταση με τιμές γύρω στο μηδέν.

iii)

Κάθε κράτος μέλος, στο σύστημα παρακολούθησης που εφαρμόζει, διαιρεί την κλίμακα λόγων οικολογικής ποιότητας για κάθε κατηγορία επιφανειακών υδάτων σε πέντε κλάσεις που κυμαίνονται από υψηλή έως κακή οικολογική κατάσταση, όπως ορίζεται στο σημείο 1.2, αποδίδοντας μια αριθμητική τιμή σε κάθε όριο μεταξύ διαδοχικών κλάσεων. Η τιμή του ορίου μεταξύ των κλάσεων της υψηλής και της καλής κατάστασης, καθώς και η τιμή του ορίου μεταξύ της καλής και της μέτριας καθορίζονται με την εφαρμογή της διαβαθμονόμησης που περιγράφεται παρακάτω.

[...]»

Το ισπανικό δίκαιο

11

Στο πλαίσιο της διαχειρίσεως των υδάτων, η ισπανική νομοθεσία διακρίνει δύο ειδών λεκάνες απορροής ποταμού και συγκεκριμένα τις «διακοινοτικές» λεκάνες απορροής ποταμού, οι οποίες καλύπτουν τα ύδατα που κυκλοφορούν στο έδαφος περισσοτέρων από μίας Αυτόνομων Κοινοτήτων και εμπίπτουν στην αποκλειστική νομοθετική αρμοδιότητα του κράτους, και τις «ενδοκοινοτικές» λεκάνες απορροής ποταμού, οι οποίες εκτείνονται στο έδαφος μίας μόνον Αυτόνομης Κοινότητας και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων των Αυτόνομων Κοινοτήτων.

12

Κατά το άρθρο 149, παράγραφος 3, του Συντάγματος:

«Οι αρμοδιότητες που δεν απονέμονται ρητώς από το Σύνταγμα στο [κεντρικό] κράτος μπορούν να ασκούνται από τις Αυτόνομες Κοινότητες δυνάμει των αντίστοιχων καθεστώτων. Οι αρμοδιότητες που δεν ασκούνται από τις Αυτόνομες Κοινότητες ανήκουν στο [κεντρικό] κράτος, του οποίου οι κανόνες υπερέχουν σε περίπτωση συγκρούσεως έναντι των κανόνων των Αυτόνομων Κοινοτήτων σε όλους τους τομείς που δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητά τους. Η εθνική νομοθεσία συμπληρώνει σε κάθε περίπτωση τη νομοθεσία των Αυτόνομων Κοινοτήτων.»

13

Όσον αφορά τις διακοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2000/60 τέθηκαν σε εφαρμογή με την κανονιστική απόφαση ARM/2656/2008, της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, για την έγκριση των οδηγιών που αφορούν τον υδρολογικό σχεδιασμό (BOE αριθ. 229, της 22ας Σεπτεμβρίου 2008, σ. 38472, στο εξής: κανονιστική απόφαση του 2008).

14

Το μοναδικό άρθρο, παράγραφος 2, της κανονιστικής αποφάσεως του 2008 ορίζει ότι «οι οδηγίες που εγκρίνονται ισχύουν για τις διακοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού».

15

Η κανονιστική απόφαση του 2008 τροποποιήθηκε σε διάφορα σημεία με την κανονιστική απόφαση ARM/1195/2011, της 11ης Μαΐου 2011 (BOE αριθ. 114, της 13ης Μαΐου 2011, σ. 48584, στο εξής: κανονιστική απόφαση του 2011).

16

Όσον αφορά τις ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, μόνον η Αυτόνομη Κοινότητα της Καταλωνίας άσκησε τη ρυθμιστική αρμοδιότητά της για να θέσει σε εφαρμογή τις επίμαχες διατάξεις της οδηγίας 2000/60. Για τον σκοπό αυτό εξέδωσε δύο πράξεις και συγκεκριμένα το διάταγμα 380/2006, της 10ης Οκτωβρίου 2006, για την έγκριση των κανόνων υδρολογικού σχεδιασμού στην Καταλωνία (Diario Oficial de la Generalidad de Cataluña αριθ. 4740, της 16ης Οκτωβρίου 2006, σ. 42776, στο εξής: διάταγμα 380/2006), και την κυβερνητική συμφωνία GOV/128/2008, της 3ης Ιουνίου 2008, για το πρόγραμμα παρακολουθήσεως και ελέγχου της λεκάνης απορροής ποταμού της Καταλωνίας (στο εξής: κυβερνητική συμφωνία του 2008).

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

17

Με έγγραφο οχλήσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή πληροφόρησε το Βασίλειο της Ισπανίας ότι, κατά την εκτίμησή της, δεν είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπείχε από ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2000/60, και ιδίως από τα άρθρα 4, παράγραφος 8, 7, παράγραφος 2, 10, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και από τα τμήματα 1.3 και 1.4 του παραρτήματος V της οδηγίας αυτής, προβαίνοντας σε πλημμελή μεταφορά και εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων στην ισπανική έννομη τάξη.

18

Το Βασίλειο της Ισπανίας απάντησε με έγγραφο της 23ης Ιουνίου 2009.

19

Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι από την απάντηση αυτή δεν μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η οδηγία 2000/60 είχε μεταφερθεί πλήρως στο εθνικό δίκαιο, απηύθυνε, στις 22 Μαρτίου 2010, αιτιολογημένη γνώμη στο Βασίλειο της Ισπανίας, καλώντας το να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την αιτιολογημένη αυτή γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από της λήψεώς της. Η προθεσμία αυτή έληξε στις 22 Μαΐου 2010.

20

Το Βασίλειο της Ισπανίας απάντησε, μετά τη λήξη της προθεσμίας που όριζε η αιτιολογημένη γνώμη, με τέσσερα έγγραφα με τα οποία γνωστοποιούσε τα μέτρα που επρόκειτο να λάβει σύντομα για να συμμορφωθεί με την ανωτέρω γνώμη. Ομοίως, το εν λόγω κράτος μέλος κοινοποίησε στην Επιτροπή τις εκθέσεως προόδου σχετικά με την επεξεργασία των μέτρων αυτών καθώς και ορισμένες πράξεις που είχαν εκδοθεί για τον σκοπό αυτό. Μεταξύ των πράξεων που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή συγκαταλέγεται η κανονιστική απόφαση του 2011.

21

Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων, η Επιτροπή έκρινε ότι η κατάσταση εξακολουθούσε να μην είναι ικανοποιητική όσον αφορά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των άρθρων 4, παράγραφος 8, 7, παράγραφος 2, 10, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και των τμημάτων 1.3 και 1.4 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60 σε σχέση με τις ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού. Αποφάσισε, συνεπώς, να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

Επί της προσφυγής

Επί των αιτιάσεων που αντλούνται από τη μη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 2000/60 σε σχέση με τις ευρισκόμενες εκτός Καταλωνίας ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

22

Η Επιτροπή παραδέχεται ότι το παράρτημα V, τμήμα 1.4, της οδηγίας 2000/60, αφενός, και τα άρθρα 4, παράγραφος 8, 7, παράγραφος 2, 10, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και το παράρτημα V, τμήμα 1.3, της οδηγίας αυτής, αφετέρου, μεταφέρθηκαν στην ισπανική έννομη τάξη με το τμήμα 5.1 της κανονιστικής αποφάσεως του 2008 και με το μοναδικό άρθρο, παράγραφοι 2 έως 6, της κανονιστικής αποφάσεως του 2011 αντιστοίχως. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι εν λόγω κανονιστικές αποφάσεις ισχύουν μόνο για τις διακοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού το συμπέρασμα ότι οι ανωτέρω διατάξεις της οδηγίας 2000/60 δεν μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο σε σχέση με τις ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού.

23

Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις επίμαχες διατάξεις της οδηγίας 2000/60 για τις ευρισκόμενες εκτός Καταλονίας ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού διασφαλίζεται με τη συμπληρωματική ρήτρα του άρθρου 149, παράγραφος 3, in fine, του Συντάγματος. Από την εν λόγω συμπληρωματική ρήτρα προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι, όταν η Αυτόνομη Κοινότητα που έχει τη ρυθμιστική αρμοδιότητα σε ορισμένο τομέα δεν κάνει χρήση της αρμοδιότητας αυτής ή την ασκεί μόνο μερικώς, εξακολουθούν να ισχύουν, εν όλω ή εν μέρει, οι εθνικοί κανόνες δικαίου επί των σημείων που δεν ρυθμίζονται από την Αυτόνομη Κοινότητα. Το Βασίλειο της Ισπανίας διατείνεται επίσης, επικαλούμενο την κανονιστική απόφαση του 2008, ότι η πλήρης εφαρμογή των εθνικών κανόνων δικαίου διασφαλίζεται, εν προκειμένω, σε σχέση με τις ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού. Περαιτέρω, το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι επεδίωξε να επιβάλει, κατά παράβαση των άρθρων 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ και 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, συγκεκριμένο τρόπο μεταφοράς των οικείων διατάξεων στην έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους.

24

Η Επιτροπή αντικρούει την ανωτέρω τελευταία επίκριση. Όσον αφορά τη συμπληρωματική εφαρμογή των εθνικών κανόνων δικαίου στις ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, υποστηρίζει ότι η προτεινόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας ερμηνεία της συμπληρωματικής ρήτρας δεν είναι αποδεκτή από την ισπανική συνταγματική νομολογία. Εν πάση περιπτώσει, κατά την άποψη της Επιτροπής, οι ανωτέρω κανονιστικές αποφάσεις δεν εφαρμόζονται πράγματι, εν προκειμένω, σε σχέση με τις ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τη μη μεταφορά του παραρτήματος V, τμήμα 1.4, της οδηγίας 2000/60, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής

25

Πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί, όσον αφορά την αιτίαση της Επιτροπής περί μη μεταφοράς του παραρτήματος V, τμήμα 1.4, της οδηγίας 2000/60, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή περιόρισε την αιτίαση αυτή στη μη μεταφορά των σημείων i έως iii του υποτμήματος 1.4.1 του παραρτήματος V της οδηγίας αυτής.

26

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να τίθενται σε εφαρμογή με αναμφισβήτητη δεσμευτική ισχύ, με την απαιτούμενη ιδιαιτερότητα, ακρίβεια και σαφήνεια προκειμένου να πληρούται η επιταγή της ασφάλειας δικαίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2003, C-296/01, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2003, σ. I-13909, σκέψη 54, και της 16ης Ιουλίου 2009, C-427/07, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 2009, σ. I-6277, σκέψη 55).

27

Εντούτοις, κατά το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα επιλογής του τύπου και των μέσων συμμορφώσεως με τις οδηγίες, ώστε να εξασφαλιστεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το αποτέλεσμα που αυτές επιδιώκουν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη μεταφορά οδηγίας στο εθνικό δίκαιο δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη η κίνηση νομοθετικής διαδικασίας σε κάθε κράτος μέλος.

28

Το Δικαστήριο έχει, επίσης, επανειλημμένως αποφανθεί ότι δεν απαιτείται πάντοτε η κατά γράμμα επανάληψη των διατάξεων μιας οδηγίας σε ρητή και ειδική νομική διάταξη, καθόσον η εφαρμογή της οδηγίας μπορεί, ανάλογα με το περιεχόμενό της, να αρκεστεί σε γενικό νομικό πλαίσιο. Ειδικότερα, η ύπαρξη γενικών αρχών συνταγματικού ή διοικητικού δικαίου μπορεί να καταστήσει περιττή τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη με ειδικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι οι αρχές αυτές διασφαλίζουν πράγματι την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας από την εθνική διοίκηση και ότι, σε περίπτωση που η επίμαχη διάταξη της οδηγίας αποβλέπει στη δημιουργία δικαιωμάτων για τους ιδιώτες, η έννομη κατάσταση που απορρέει από τις αρχές αυτές είναι επαρκώς ακριβής και σαφής και οι δικαιούχοι είναι σε θέση να γνωρίζουν το σύνολο των δικαιωμάτων τους και, ενδεχομένως, να τα επικαλούνται ενώπιον των εθνικών αρχών (βλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2006, C-32/05, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 2006, σ. I-11323, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29

Με γνώμονα αυτή τη νομολογία πρέπει να εξεταστεί η αιτίαση της Επιτροπής.

30

Δεν αμφισβητείται ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν έλαβε νομοθετικά μέτρα για τη μεταφορά του παραρτήματος V, τμήμα 1.4, της οδηγίας 2000/60 σε σχέση με τις ευρισκόμενες εκτός Καταλωνίας ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, καθόσον η κανονιστική απόφαση του 2008 αφορούσε μόνον τις διακοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού.

31

Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, η μεταφορά αυτή διασφαλίζεται με τη συμπληρωματική ρήτρα του άρθρου 149, παράγραφος 3, in fine, του Συντάγματος, κατά την οποία, καθόσον οι Αυτόνομες Κοινότητες δεν άσκησαν τη ρυθμιστική αρμοδιότητά τους για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/60, η κανονιστική απόφαση του 2008 ετύγχανε εφαρμογής και στην περίπτωση των εν λόγω ενδοκοινοτικών λεκανών απορροής.

32

Κατ αρχάς, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι είναι δυνατή εν προκειμένω η εφαρμογή της συμπληρωματικής ρήτρας, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν εξήγησε, εντούτοις, με ποιον τρόπο η αρχή αυτή μπορεί να καλύψει την έλλειψη κανονιστικής ρυθμίσεως για τις ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, λαμβανομένου υπόψη του ρητού περιορισμού του πεδίου εφαρμογής της κανονιστικής αποφάσεως του 2008 στις διακοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού.

33

Στη συνέχεια πρέπει να επισημανθεί ότι, εάν η συμπληρωματική εφαρμογή της κανονιστικής αποφάσεως του 2008 έχει την έννοια ότι οι προβλεπόμενες στο τμήμα 5.1 της αποφάσεως αυτής διατάξεις περί εφαρμογής ισχύουν, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 23 έως 25 των προτάσεών της, για τις ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού καθ’ υπέρβαση του γράμματος του μοναδικού άρθρου, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής, η προκύπτουσα νομική κατάσταση δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας που πρέπει να χαρακτηρίζουν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη (βλ., συναφώς, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-372/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. I-819, σκέψη 18).

34

Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι η Επιτροπή, χωρίς το Βασίλειο της Ισπανίας να την αντικρούει στο σημείο αυτό, προβάλλει, στηριζόμενη σε έκθεση του Consejo de Estado της 15ης Δεκεμβρίου 2010, μια αβεβαιότητα στο παρόν στάδιο εξελίξεως του ισπανικού συνταγματικού δικαίου, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής ρήτρας ως εγγυήσεως για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

35

Τέλος πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά τη νομολογία του Tribunal Constitucional, την οποία παραθέτει το Βασίλειο της Ισπανίας στις παρατηρήσεις του, το άρθρο 149, παράγραφος 3, in fine, του Συντάγματος προφανώς δεν επιτρέπει τη συμπληρωματική εφαρμογή εθνικών κανόνων δικαίου ελλείψει κανονιστικής ρυθμίσεως των Αυτόνομων Κοινοτήτων, αλλά απλώς την πλήρωση των κενών που διαπιστώνονται. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Βασίλειο της Ισπανίας επιβεβαίωσε ότι, εν προκειμένω, οι Αυτόνομες Κοινότητες, πλην της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλωνίας, δεν άσκησαν τη ρυθμιστική αρμοδιότητά τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα εφαρμογής της συμπληρωματικής ρήτρας στις ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού εκτός Καταλωνίας.

36

Όσον αφορά την περιεχόμενη στα σχέδια διαχειρίσεως των ενδοκοινοτικών λεκανών απορροής ποταμού παραπομπή στην κανονιστική απόφαση του 2008, η οποία προβλήθηκε προς απόδειξη της πλήρους εφαρμογής της εν λόγω αποφάσεως στις συγκεκριμένες λεκάνες απορροής, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε ότι οι Αυτόνομες Κοινότητες ενήργησαν βάσει νομικής υποχρεώσεως, όταν προέβησαν σε μνεία της κανονιστικής αποφάσεως του 2008 στα σχέδια διαχειρίσεως των εν λόγω λεκανών απορροής. Πάντως, εάν η παραπομπή απηχεί απλώς μια διοικητική πρακτική, η οποία είναι εκ της φύσεώς της τροποποιήσιμη ανά πάσα στιγμή και στερούμενη προσήκουσας δημοσιότητας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συνιστά έγκυρη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2011, C-490/09, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 2011, σ. I-247, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37

Όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η Επιτροπή αποπειράθηκε να επιβάλει, κατά παράβαση των άρθρων 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ και 288, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, συγκεκριμένο τρόπο μεταφοράς των επίμαχων διατάξεων, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του δικογράφου της προσφυγής της Επιτροπής. Πράγματι, η Επιτροπή, με την προσφυγή της, δεν υπέδειξε ούτε πρότεινε στο Δικαστήριο τον τρόπο με τον οποίο οι επίμαχες διατάξεις της οδηγίας 2000/60 έπρεπε να μεταφερθούν στην ισπανική έννομη τάξη.

38

Κατόπιν των προεκτεθέντων πρέπει να κριθεί βάσιμη η αιτίαση που αντλείται από τη μη μεταφορά του παραρτήματος V, υποτμήμα 1.4.1, σημεία i έως iii, της οδηγίας 2000/60, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

– Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τη μη μεταφορά των άρθρων 4, παράγραφος 8, 7, παράγραφος 2, και 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/60 καθώς και του παραρτήματος V, τμήμα 1.3, της οδηγίας αυτής, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας

39

Δεν αμφισβητείται ότι η κανονιστική απόφαση του 2008, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που όριζε η αιτιολογημένη γνώμη, δεν προέβλεπε καμία διάταξη για τη θέση σε εφαρμογή των άρθρων 4, παράγραφος 8, 7, παράγραφος 2, και 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/60 καθώς και του παραρτήματος V, τμήμα 1.3, της οδηγίας αυτής, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

40

Το Βασίλειο της Ισπανίας, με τις γραπτές παρατηρήσεις του, επικαλείται τη μεταφορά των διατάξεων αυτών με την κανονιστική απόφαση του 2011 σε συνδυασμό με τη συμπληρωματική ρήτρα. Πρέπει να επισημανθεί, συναφώς, ότι η κανονιστική απόφαση του 2011 τέθηκε, εν πάση περιπτώσει, σε ισχύ μετά τη λήξη της προθεσμίας που όριζε η αιτιολογημένη γνώμη. Κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το οικείο κράτος μέλος κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη και οι μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, C-286/12, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41

Όσον αφορά, εξάλλου, την προβλεπόμενη στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/60 προθεσμία των δώδεκα ετών για την καθιέρωση και/ή εφαρμογή ορισμένων ελέγχων εκπομπών που ορίζει η διάταξη αυτή, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 24, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας καθορίζει την προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 10. Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση, όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 7 των προτάσεών της, ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/60 δεν ορίζει την προθεσμία μεταφοράς της διατάξεως αυτής, αλλά την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να πραγματοποιηθούν οι έλεγχοι.

42

Συνεπώς, η αιτίαση που αντλείται από τη μη μεταφορά των άρθρων 4, παράγραφος 8, 7, παράγραφος 2, και 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/60 καθώς και του παραρτήματος V, τμήμα 1.3, της οδηγίας αυτής, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, είναι βάσιμη.

Επί των αιτιάσεων που αντλούνται από τη μη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 2000/60 σε σχέση με τις ευρισκόμενες στην Καταλωνία ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

43

Το Βασίλειο της Ισπανίας στηρίζεται σε δύο μέτρα που ελήφθησαν από την εν λόγω Αυτόνομη Κοινότητα εντός της προθεσμίας που όριζε η αιτιολογημένη γνώμη, και συγκεκριμένα στο διάταγμα 380/2006 και στην κυβερνητική συμφωνία του 2008 για να αποδείξει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2000/60 σε σχέση με τις ευρισκόμενες στην Καταλονία ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού. Επιπροσθέτως, επικαλείται τρία άλλα μέτρα που έλαβε η εν λόγω Αυτόνομη Κοινότητα μετά τη λήξη της προθεσμίας που όριζε η αιτιολογημένη γνώμη, και συγκεκριμένα το σχέδιο διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού στην Καταλωνία της 23ης Νοεμβρίου 2010, το πρόγραμμα μέτρων που εγκρίθηκε με την κυβερνητική συμφωνία της Generalidad de Cataluña της 23ης Νοεμβρίου 2010 (στο εξής: πρόγραμμα μέτρων της 23ης Νοεμβρίου 2010) και το βασιλικό διάταγμα 1219/2011 περί εγκρίσεως του σχεδίου διαχειρίσεως της λεκάνης απορροής ποταμού της Καταλωνίας (BOE της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, στο εξής: βασιλικό διάταγμα 1219/2011), χωρίς εντούτοις να επισημαίνει, όσον αφορά το τελευταίο μέτρο, τις διατάξεις της οδηγίας 2000/60 που σκοπεί να θέσει σε εφαρμογή το μέτρο αυτό.

44

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, αθετώντας την υποχρέωσή του καλόπιστης συνεργασίας, δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 2000/60 που αφορούσαν τις ευρισκόμενες στην Καταλωνία ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, και επιπλέον δεν επισύναψε τα εν λόγω μέτρα στο υπόμνημά του αντικρούσεως. Επικουρικώς, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το βασιλικό διάταγμα 1219/2011 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, καθόσον εκδόθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας που όριζε η αιτιολογημένη γνώμη.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

45

Κατ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη το πρόγραμμα μέτρων της 23ης Νοεμβρίου 2010 και το βασιλικό διάταγμα 1219/2011 που επικαλείται το Βασίλειο της Ισπανίας ως μέτρα μεταφοράς των διατάξεων της οδηγίας 2000/60 στην εσωτερική έννομη τάξη, καθόσον τα μέτρα αυτά ελήφθησαν μετά τη λήξη της προθεσμίας που όριζε η αιτιολογημένη γνώμη.

46

Όσον αφορά τη μεταφορά των άρθρων 7, παράγραφος 2, και 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/60, το Βασίλειο της Ισπανίας στηρίζεται, συναφώς, πέρα από το διάταγμα 380/2006 και την κυβερνητική συμφωνία του 2008, και στο πρόγραμμα μέτρων της 23ης Νοεμβρίου 2010. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές της οδηγίας 2000/60 μεταφέρθηκαν μόνον εν μέρει εντός της προθεσμίας που όριζε η αιτιολογημένη γνώμη.

47

Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής που αντλούνται από την εκ μέρους του Βασιλείου της Ισπανίας μη μεταφορά των διατάξεων αυτών της οδηγίας 2000/60 είναι βάσιμες.

48

Όσον αφορά τη μεταφορά του άρθρου 4, παράγραφος 8, της οδηγίας αυτής, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι οι διατάξεις αυτές μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο με το διάταγμα 380/2006. Όσον αφορά τη μεταφορά του παραρτήματος V, τμήμα 1.3 και υποτμήμα 1.4.1, σημεία i έως iii, της εν λόγω οδηγίας, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, το εν λόγω κράτος μέλος στηρίζεται, συναφώς, στην κυβερνητική συμφωνία του 2008.

49

Συναφώς πρέπει, βεβαίως, να επισημανθεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας επικαλέστηκε τα συγκεκριμένα μέτρα μεταφοράς για πρώτη φορά κατά το στάδιο υποβολής του υπομνήματος αντικρούσεως, γεγονός το οποίο δεν συνάδει με την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας που βαρύνει τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής δεν είναι, εντούτοις, η αθέτηση της υποχρεώσεως ενημερώσεως, αλλά η αθέτηση της υποχρεώσεως μεταφοράς ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2000/60 στην εθνική έννομη τάξη. Το γεγονός και μόνον ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν ενημέρωσε την Επιτροπή, στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ότι η εν λόγω οδηγία είχε ήδη μεταφερθεί στην εσωτερική νομοθεσία δεν αρκεί προς απόδειξη της προβαλλόμενης παραβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, C-456/03, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2005, σ. I-5335, σκέψεις 46 και 47).

50

Πράγματι, εφόσον οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που επικαλείται το Βασίλειο της Ισπανίας ίσχυαν κατά τη λήξη της προθεσμίας που όριζε η αιτιολογημένη γνώμη, πρέπει να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο προς εκτίμηση του υποστατού της παραβάσεως αυτής (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 48).

51

Όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 8, της οδηγίας 2000/60 και το παράρτημα V, τμήμα 1.3 και υποτμήμα 1.4.1, σημεία i έως iii, της οδηγίας αυτής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν προβάλλει καμία ουσιαστική αντίρρηση κατά του διατάγματος 380/2006 και της κυβερνητικής συμφωνίας του 2008 που, όπως υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, μετέφεραν τις ανωτέρω διατάξεις της οδηγίας 2000/60 στην εσωτερική έννομη τάξη.

52

Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αντλείται από τη μη μεταφορά του άρθρου 4, παράγραφος 8, και του παραρτήματος V, τμήμα 1.3 και υποτμήμα 1.4.1, σημεία i έως iii, της οδηγίας 2000/60, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, πρέπει να απορριφθεί.

53

Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στο μέτρο που ζητείται να διαπιστωθεί η μη μεταφορά από το Βασίλειο της Ισπανίας του άρθρου 4, παράγραφος 8, και του παραρτήματος V, τμήμα 1.3 και υποτμήμα 1.4.1, σημεία i έως iii, της οδηγίας 2000/60, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, σε σχέση με τις ευρισκόμενες στην Καταλωνία ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού.

54

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, μη λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά των άρθρων 4, παράγραφος 8, 7, παράγραφος 2, 10, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και του παραρτήματος V, τμήμα 1.3 και υποτμήμα 1.4.1, σημεία i έως iii, της οδηγίας 2000/60, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, σε σχέση με τις ευρισκόμενες εκτός Καταλωνίας ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, καθώς και των άρθρων 7, παράγραφος 2, και 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/60, σε σχέση με τις ευρισκόμενες στην Καταλονία ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, αθέτησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία.

55

Η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

Επί των δικαστικών εξόδων

56

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Εντούτοις, εάν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

57

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει ζητήσει να καταδικαστεί το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα, το οποίο ηττήθηκε ως προς τα ουσιώδη αιτήματά του, και στον βαθμό που το εν λόγω κράτος μέλος παρέλειψε να παράσχει, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, όλα τα χρήσιμα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου με τις οποίες θεωρούσε ότι εκπλήρωσε τις διάφορες υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2000/60, πρέπει να καταδικαστεί στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Το Βασίλειο της Ισπανίας, μη λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά των άρθρων 4, παράγραφος 8, 7, παράγραφος 2, 10, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και του παραρτήματος V, τμήμα 1.3 και υποτμήμα 1.4.1, σημεία i έως iii, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, σε σχέση με τις ευρισκόμενες εκτός Καταλονίας ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, καθώς και των άρθρων 7, παράγραφος 2, και 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/60, σε σχέση με τις ευρισκόμενες στην Καταλονία ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, αθέτησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία.

 

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

 

3)

Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.