Εναρμόνιση των φορολογικών νομοθεσιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας — Έκπτωση του φόρου εισροών — Αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των φορολογουμένων πράξεων του υποκειμένου στον φόρο — Ανάγκη ευθείας και άμεσης σχέσεως μεταξύ των εισροών και της δραστηριότητας του υποκειμένου στον φόρο — Κριτήριο εκτιμήσεως — Φόρος που οφείλεται επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών στο πλαίσιο ποινικής διώξεως ασκηθείσας ατομικώς κατά φυσικών προσώπων, διαχειριστών επιχειρήσεως του υποκειμένου στον φόρο — Δικαίωμα εκπτώσεως — Δεν υφίσταται
(Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/115, άρθρο 17 § 2, στοιχείο αʹ)
Η ύπαρξη ευθείας και άμεσης σχέσεως μεταξύ ορισμένης πράξεως και του συνόλου της δραστηριότητας του υποκειμένου στον φόρο, προκειμένου να καθορισθεί αν τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν από αυτόν «για την πραγματοποίηση των φορολογουμένων πράξεών του», κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας 77/83, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/115, καθορίζεται βάσει του αντικειμενικού περιεχομένου του αγαθού ή της υπηρεσίας που έλαβε ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο.
Το γεγονός ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας ευθείας και άμεσης σχέσεως μεταξύ της παροχής υπηρεσιών και του συνόλου της φορολογητέας οικονομικής δραστηριότητας πρέπει να καθορίζεται βάσει του αντικειμενικού περιεχομένου της εν λόγω παροχής υπηρεσιών δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ληφθεί, επίσης, υπόψη η αποκλειστική αιτία της επίμαχης πράξεως, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως κριτήριο καθορισμού του αντικειμενικού περιεχομένου. Εφόσον αποδεικνύεται ότι μια πράξη δεν διενεργήθηκε για τις ανάγκες των φορολογητέων δραστηριοτήτων ενός υποκειμένου στον φόρο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται ευθεία και άμεση σχέση της πράξεως αυτής με τις εν λόγω δραστηριότητες, ακόμη και αν η εν λόγω πράξη υπόκειται, βάσει του αντικειμενικού περιεχομένου της, στον φόρο προστιθέμενης αξίας.
Όσον αφορά την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, με σκοπό να αποτραπεί η επιβολή ποινικών κυρώσεων σε βάρος φυσικών προσώπων, διαχειριστών επιχειρήσεως του υποκειμένου στον φόρο, η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών δεν παρέχει στην επιχείρηση αυτή το δικαίωμα να εκπέσει ως φόρο εισροών τον οφειλόμενο επί των εν λόγω παρασχεθεισών υπηρεσιών φόρο προστιθέμενης αξίας, όταν, πρώτον, η παροχή των υπηρεσιών αυτών αποσκοπεί ευθέως και αμέσως στην προστασία των ιδιωτικών συμφερόντων των διαχειριστών, οι οποίοι διώκονται για ποινικά αδικήματα λόγω της προσωπικής συμπεριφοράς τους και, δεύτερον, δεν υπάρχει νομική σχέση μεταξύ των ποινικών διώξεων και της επιχειρήσεως του υποκειμένου στον φόρο, με αποτέλεσμα οι εν λόγω υπηρεσίες να πρέπει να θεωρηθούν ως παρασχεθείσες στο σύνολό τους εκτός του πλαισίου των φορολογητέων δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως αυτής.
(βλ. σκέψεις 29-31, 33 και διατακτ.)
Υπόθεση C-104/12
Finanzamt Köln-Nord
κατά
Wolfram Becker
(αίτηση του Bundesfinanzhof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Έκτη οδηγία ΦΠΑ — Άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ — Δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου εισροών — Ανάγκη υπάρξεως ευθείας και άμεσης σχέσεως μεταξύ εισροών και εκροών — Κριτήριο καθορισμού της σχέσεως αυτής — Δικηγορικές υπηρεσίες παρασχεθείσες στο πλαίσιο ποινικής διώξεως για δωροδοκία, η οποία ασκήθηκε ατομικώς κατά του διαχειριστή και βασικού εταίρου εταιρίας περιορισμένης ευθύνης»
Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2013
Εναρμόνιση των φορολογικών νομοθεσιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Έκπτωση του φόρου εισροών – Αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των φορολογουμένων πράξεων του υποκειμένου στον φόρο – Ανάγκη ευθείας και άμεσης σχέσεως μεταξύ των εισροών και της δραστηριότητας του υποκειμένου στον φόρο – Κριτήριο εκτιμήσεως – Φόρος που οφείλεται επί της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών στο πλαίσιο ποινικής διώξεως ασκηθείσας ατομικώς κατά φυσικών προσώπων, διαχειριστών επιχειρήσεως του υποκειμένου στον φόρο – Δικαίωμα εκπτώσεως – Δεν υφίσταται
(Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/115, άρθρο 17 § 2, στοιχείο αʹ)
Η ύπαρξη ευθείας και άμεσης σχέσεως μεταξύ ορισμένης πράξεως και του συνόλου της δραστηριότητας του υποκειμένου στον φόρο, προκειμένου να καθορισθεί αν τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν από αυτόν «για την πραγματοποίηση των φορολογουμένων πράξεών του», κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας 77/83, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/115, καθορίζεται βάσει του αντικειμενικού περιεχομένου του αγαθού ή της υπηρεσίας που έλαβε ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο.
Το γεγονός ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας ευθείας και άμεσης σχέσεως μεταξύ της παροχής υπηρεσιών και του συνόλου της φορολογητέας οικονομικής δραστηριότητας πρέπει να καθορίζεται βάσει του αντικειμενικού περιεχομένου της εν λόγω παροχής υπηρεσιών δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ληφθεί, επίσης, υπόψη η αποκλειστική αιτία της επίμαχης πράξεως, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως κριτήριο καθορισμού του αντικειμενικού περιεχομένου. Εφόσον αποδεικνύεται ότι μια πράξη δεν διενεργήθηκε για τις ανάγκες των φορολογητέων δραστηριοτήτων ενός υποκειμένου στον φόρο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται ευθεία και άμεση σχέση της πράξεως αυτής με τις εν λόγω δραστηριότητες, ακόμη και αν η εν λόγω πράξη υπόκειται, βάσει του αντικειμενικού περιεχομένου της, στον φόρο προστιθέμενης αξίας.
Όσον αφορά την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, με σκοπό να αποτραπεί η επιβολή ποινικών κυρώσεων σε βάρος φυσικών προσώπων, διαχειριστών επιχειρήσεως του υποκειμένου στον φόρο, η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών δεν παρέχει στην επιχείρηση αυτή το δικαίωμα να εκπέσει ως φόρο εισροών τον οφειλόμενο επί των εν λόγω παρασχεθεισών υπηρεσιών φόρο προστιθέμενης αξίας, όταν, πρώτον, η παροχή των υπηρεσιών αυτών αποσκοπεί ευθέως και αμέσως στην προστασία των ιδιωτικών συμφερόντων των διαχειριστών, οι οποίοι διώκονται για ποινικά αδικήματα λόγω της προσωπικής συμπεριφοράς τους και, δεύτερον, δεν υπάρχει νομική σχέση μεταξύ των ποινικών διώξεων και της επιχειρήσεως του υποκειμένου στον φόρο, με αποτέλεσμα οι εν λόγω υπηρεσίες να πρέπει να θεωρηθούν ως παρασχεθείσες στο σύνολό τους εκτός του πλαισίου των φορολογητέων δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως αυτής.
(βλ. σκέψεις 29-31, 33 και διατακτ.)