ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

MELCHIOR WATHELET

της 15ης Ιανουαρίου 2014 ( 1 )

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑533/12 P και C‑536/12 P

Société nationale maritime Corse-Méditerranée (SNCM) SA,

Γαλλική Δημοκρατία

κατά

Corsica Ferries France SAS

«Αίτηση αναιρέσεως — Ενίσχυση λόγω αναδιαρθρώσεως — Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς — Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής — Έκταση του δικαιοδοτικού ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου — Εικόνα του Δημοσίου — Απαίτηση τομεακής και γεωγραφικής αναλύσεως — Αρκούντως εδραιωμένη πρακτική — Καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως»

1. 

Η παρούσα υπόθεση έχει ως αντικείμενο τις αιτήσεις αναιρέσεως που ασκήθηκαν από τη Société nationale maritime Corse-Méditerranée (SNCM) SA (στο εξής: SNCM) και τη Γαλλική Δημοκρατία κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση Corsica Ferries France κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) ( 2 ), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 2009/611/ΕΕ της Επιτροπής της 8ης Ιουλίου 2008, που αφορά τα μέτρα C 58/02 (πρώην N 118/02) τα οποία έλαβε η Γαλλία υπέρ της SNCM (στο εξής: επίμαχη απόφαση) ( 3 ).

2. 

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Ιανουαρίου 2013 αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑533/12 P και C‑536/12 P.

I – Ιστορικό της διαφοράς

3.

Η SNCM είναι ναυτιλιακή εταιρία που πραγματοποιεί τακτικές συνδέσεις από την ηπειρωτική Γαλλία (Μασσαλία, Τουλόν και Νίκαια) προς την Κορσική, τη Βόρεια Αφρική (Αλγερία και Τυνησία) και τη Σαρδηνία.

4.

Το 2002, το κεφάλαιο της SNCM κατείχαν κατά ποσοστό 20 % η Société nationale des chemins de fer και σε ποσοστό 80 % η Compagnie générale maritime et financière (στο εξής: CGMF), ανήκουσες κατά ποσοστό 100 % στο Γαλλικό Δημόσιο. Κατά την προσφορά μετοχών το 2006, δύο ιδιώτες αγοραστές, η Butler Capital Partners (στο εξής: BCP) και η Veolia Transport (στο εξής: VT), απέκτησαν, αντιστοίχως, το 38 % και το 28 % του κεφαλαίου, ενώ η CGMF παρέμεινε στην εταιρία έχοντας στην κατοχή της το 25 %, το δε 9 % του κεφαλαίου κατείχαν οι εργαζόμενοι. Η BCP μεταβίβασε στη συνέχεια το μερίδιό της στη VT.

5.

Η Corsica Ferries France SAS (στο εξής: Corsica Ferries) είναι ναυτιλιακή εταιρία που πραγματοποιεί τακτικές θαλάσσιες συνδέσεις από την ηπειρωτική Γαλλία (Μασσαλία, Τουλόν και Νίκαια) και από την Ιταλία προς την Κορσική. Πρόκειται για μία από τις σημαντικές ανταγωνίστριες εταιρίες της SNCM. Κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, η Corsica Ferries δέσποζε στις θαλάσσιες συνδέσεις μεταξύ της ηπειρωτικής χώρας και της Κορσικής, το δε μερίδιό της στην αγορά συνεχώς μεγάλωνε ( 4 ).

6.

Με έγγραφο της 18ης Φεβρουαρίου 2002, η Γαλλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο ενισχύσεως για αναδιάρθρωση υπέρ της SNCM ύψους 76 εκατομμυρίων ευρώ (στο εξής: σχέδιο του 2002).

7.

Με την απόφαση 2004/166/ΕΚ της 9ης Ιουλίου 2003, σχετικά με την ενίσχυση αναδιάρθρωσης την οποία η Γαλλία είχε την πρόθεση να χορηγήσει στην SNCM (στο εξής: απόφαση του 2003) ( 5 ), η Επιτροπή ενέκρινε, με ορισμένους όρους, τη χορήγηση ενισχύσεως για αναδιάρθρωση υπέρ της SNCM συνολικού ύψους 76 εκατομμυρίων ευρώ, καταβλητέας σε δύο δόσεις, η μία ύψους 66 εκατομμυρίων ευρώ, καταβλητέα αμέσως, και η άλλη ανώτατου ποσού 10 εκατομμυρίων ευρώ, καταβλητέα αναλόγως του καθαρού προϊόντος που θα προέκυπτε από την εκποίηση, μεταξύ άλλων, των πλοίων της SNCM. Το μοναδικό στοιχείο του σχεδίου του 2002 που αμφισβητείται είναι το υπόλοιπο αναδιάρθρωσης τελικού ύψους 15,81 εκατομμυρίων ευρώ ( 6 ).

8.

Με την απόφαση 2005/36/ΕΚ της 8ης Σεπτεμβρίου 2004, για την τροποποίηση της απόφασης του 2003 ( 7 ), η Επιτροπή τροποποίησε έναν από τους όρους του άρθρου 2 της αποφάσεως του 2003. Αυτές οι τροποποιήσεις δεν έχουν καμιά επίπτωση στις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως.

9.

Στις 13 Οκτωβρίου 2004 η Corsica Ferries άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως του 2003.

10.

Με απόφαση της 16ης Μαρτίου 2005, η Επιτροπή ενέκρινε τη μερική καταβολή της μνημονευθείσας στο σημείο 7 των ανά χείρας προτάσεων δεύτερης δόσης της ενισχύσεως για αναδιάρθρωση, ποσού 3327400 ευρώ, βάσει της αποφάσεως του 2003.

11.

Με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005 ( 8 ), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του 2003 λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως του ελάχιστου χαρακτήρα του ποσού της ενισχύσεως, οφειλόμενης κυρίως σε σφάλματα κατά τον υπολογισμό του καθαρού προϊόντος από τις εκποιήσεις, ενώ απέρριψε όλους τους άλλους λόγους ακυρώσεως που αφορούσαν ελλιπή αιτιολόγηση και παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΕΚ (νυν άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ) ( 9 ), και των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων ( 10 ).

12.

Με επιστολή της 7ης Απριλίου 2006, οι γαλλικές αρχές ζήτησαν από την Επιτροπή να αποφανθεί ότι ένα μέρος της ενισχύσεως για αναδιάρθρωση που εγκρίθηκε στο πλαίσιο του σχεδίου του 2002, ύψους 53,48 εκατομμυρίων ευρώ, δεν έπρεπε, καθόσον επρόκειτο για αποζημίωση λόγω παροχής δημόσιας υπηρεσίας, να χαρακτηριστεί ως «μέτρο που ελήφθη στο πλαίσιο ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης, αλλά μη ενίσχυση βάσει της νομολογίας στην υπόθεση Altmark, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (Συλλογή 2003, σ. I-7747), ή αυτόνομο και ανεξάρτητο μέτρο του σχεδίου αναδιάρθρωσης βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΚ» ( 11 ).

13.

Στις 21 Απριλίου 2006 κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή το σχέδιο συγκέντρωσης για την από κοινού απόκτηση του ελέγχου της SNCM από την BCP και τη VT ( 12 ), βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων. Η Επιτροπή ενέκρινε αυτήν την πράξη συγκέντρωσης στις 29 Μαΐου 2006 βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού.

14.

Στις 16 Μαΐου 2006 η BCP, η VT και η CGMF υπέγραψαν πρωτόκολλο συμφωνίας, βάσει του οποίου το 75 % του κεφαλαίου της SNCM παραχωρήθηκε σε ιδιώτες αγοραστές. Αυτό το πρωτόκολλο περιέχει τρεις τύπους κρατικών μέτρων που τέθηκαν στο επίκεντρο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και εξετάζονται στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας:

η μεταβίβαση της SNCM σε αρνητική τιμή 158 εκατομμυρίων ευρώ (εισφορά κεφαλαίου 142,5 εκατομμύρια ευρώ και ανάληψη δαπανών ταμείων αλληλοβοήθειας για ποσό 15,5 εκατομμύρια ευρώ),

η προκαταβολή σε τρεχούμενο λογαριασμό από την CGMF ποσού 38,5 εκατομμυρίων ευρώ υπέρ των απολυμένων της SNCM και

η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 8,75 εκατομμύρια ευρώ που ενέγραψε από κοινού και ταυτόχρονα η CGMF στην εισφορά των 26,25 εκατομμυρίων ευρώ που πραγματοποίησαν οι VT και BCP.

15.

Μετά τη διαβίβαση, στις 13 Σεπτεμβρίου 2006, από τις γαλλικές αρχές πληροφοριών σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την ιδιωτικοποίηση της SNCM, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία και να εξετάσει στο πλαίσιο αυτό τα νέα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή υπέρ της SNCM συμπεριλαμβάνοντας το σχέδιο του 2002 ( 13 ).

16.

Με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι η προβλεφθείσα στο σχέδιο του 2002 εισφορά κεφαλαίου 53,48 εκατομμυρίων ευρώ έναντι υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας συνιστούσε παράνομη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αλλά ήταν συμβατή με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ και του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΕΚ και ότι τα μέτρα του σχεδίου ιδιωτικοποίησης του 2006 δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

II – Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

17.

Με την προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Corsica Ferries ζήτησε την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως.

18.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή. Σχετικά με τα τρία μέτρα που συνοδεύουν το πρωτόκολλο συμφωνίας της 16ης Μαΐου 2006 και το υπόλοιπο της αναδιάρθρωσης που περιέχεται στο σχέδιο του 2002 έκρινε ότι:

η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η έγκριση της μεταβίβασης της SNCM σε αρνητική τιμή 158 εκατομμυρίων ευρώ δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ,

η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η εισροή κεφαλαίου από την CGMF 8,75 εκατομμυρίων ευρώ δεν συνιστούσε ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ,

η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η προκαταβολή ποσού 38,5 εκατομμυρίων ευρώ στην SNCM από την CGMF δεν συνιστούσε ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ,

η Επιτροπή δεν θεμελίωσε εγκύρως την ανάλυσή της που αφορά το υπόλοιπο αναδιάρθρωσης τελικού ποσού 15,81 εκατομμυρίων ευρώ και υπέπεσε συνεπώς σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως εγκρίνοντας το υπόλοιπο αυτό βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

19.

Βάσει των διαπιστώσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της επίμαχης αποφάσεως.

III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

20.

Με την αίτηση αναιρέσεως που κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 22 Νοεμβρίου 2012, η SNCM ζήτησε τη μερική εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Με την αίτηση αναιρέσεως που κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 26 Νοεμβρίου 2012, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Στις 28 Φεβρουαρίου 2013 η Corsica Ferries κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως. Στις 6 Νοεμβρίου 2013 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις η SNCM, η Γαλλική Δημοκρατία καθώς και η Corsica Ferries.

21.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή, της οποίας η απόφαση ακυρώθηκε εν μέρει από το Γενικό Δικαστήριο, δεν βάλλει κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν άσκησε αίτηση αναιρέσεως ούτε παρενέβη υπέρ της SNCM και της Γαλλικής Δημοκρατίας ούτε μετείχε στην προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

IV – Η αίτηση αναιρέσεως

22.

Η SNCM και η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλουν τέσσερις λόγους αναιρέσεως που αφορούν το καθένα από τα τέσσερα μέτρα που αναφέρθηκαν στο σημείο 18 των προτάσεων μου.

Α– Επί του πρώτου λόγου σχετικά με τη μεταβίβαση της SNCM σε αρνητική τιμή

1. Η επίμαχη απόφαση

23.

Με τις αιτιολογικές σκέψεις 259 έως 348 της επίμαχης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι, για να καθορίσει αν η ιδιωτικοποίηση της SNCM σε αρνητική τιμή πώλησης 158 εκατομμυρίων ευρώ ενείχε στοιχεία κρατικής ενισχύσεως έπρεπε να εκτιμήσει αν, σε παρόμοιες συνθήκες, ένας ιδιώτης επενδυτής θα προχωρούσε σε εισφορές κεφαλαίων αυτού του μεγέθους στο πλαίσιο της πωλήσεως της SNCM ή αντιθέτως θα επέλεγε την εκκαθάριση αυτής.

24.

Κατά την Επιτροπή, οι μεγάλοι όμιλοι επιχειρήσεων δεν θα μπορούσαν να αδιαφορούν σήμερα, κατά το κλείσιμο εγκαταστάσεων ή την εκκαθάριση θυγατρικών, για τις κοινωνικές επιπτώσεις από τις ενέργειες αυτές. Προσέθεσε ότι εφαρμόζουν συνήθως προγράμματα κοινωνικών μέτρων που περιλαμβάνουν ενδεχομένως αποζημιώσεις απολύσεως που υπερβαίνουν τα επιβαλλόμενα από τον νόμο και τις συλλογικές συμβάσεις.

25.

Η Επιτροπή θεώρησε επομένως ότι, σε περίπτωση εκκαθάρισης της SNCM, παρόμοια μέτρα θα είχαν τεθεί σε εφαρμογή πέραν των νομικών υποχρεώσεων, για να μην αμαυρωθεί η καλή εικόνα της εταιρίας και του απώτερου μετόχου της, δηλαδή του Γαλλικού Δημοσίου.

26.

Η Επιτροπή εξέτασε στη συνέχεια αν το κόστος των αποζημιώσεων απολύσεως που βαίνουν πέραν του επιβαλλομένου βάσει του νόμου και των συλλογικών συμβάσεων υπερέβη την αρνητική τιμή της πώλησης και κατέληξε ότι αυτό δεν ίσχυε. Βάσει αυτού του συμπεράσματος, η Επιτροπή δέχθηκε ότι η επιλογή μεταβίβασης της SNCM στην αρνητική τιμή των 158 εκατομμυρίων ευρώ δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, στον βαθμό που είναι σύμφωνη με την επιλογή που θα έκανε ένας ιδιωτικός όμιλος ενεργώντας σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς, τούτου δε λαμβανομένου υπόψη του κόστους των κοινωνικών μέτρων που θα επέφερε η εκκαθάριση της επιχειρήσεως.

2. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

27.

Ερευνώντας την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι, για να καθοριστεί η συμπεριφορά του συνετού ιδιώτη επενδυτή, έπρεπε επίσης να ληφθούν υπόψη οι ευθύνες που του αναλογούν σε κοινωνική οικονομία της αγοράς έναντι του συνόλου των ενδιαφερομένων παραγόντων της επιχείρησης καθώς και η εξέλιξη του κοινωνικού, οικονομικού και περιβαλλοντικού πλαισίου εντός του οποίου εκμεταλλεύεται την επιχείρησή του ( 14 ).

28.

Με το σκεπτικό αυτό, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι η καταβολή από έναν ιδιώτη επενδυτή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως μπορεί να αποτελεί νόμιμη και εύλογη πρακτική με σκοπό τον ειρηνικό κοινωνικό διάλογο και τη διαφύλαξη της καλής εικόνας μιας εταιρίας ή ενός ομίλου εταιριών ( 15 ). Εντούτοις, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η ανάληψη κόστους που υπερβαίνει τις αναγκαίες εκ του νόμου και εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις, εάν δεν δικαιολογείται οικονομικά, έστω και μακροπρόθεσμα, πρέπει να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση ( 16 ).

29.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν προσδιόρισε τις οικονομικές δραστηριότητες του Γαλλικού Δημοσίου για τις οποίες μπορεί ενδεχομένως να υπάρξει ανάγκη προστασίας της εικόνας του και σε σχέση με τις οποίες έπρεπε να εκτιμήσει την οικονομική ορθολογικότητα της μεταβίβασης έναντι της συμφωνηθείσας στην προκειμένη περίπτωση αρνητικής τιμής ( 17 ).

30.

Ελλείψει του προσδιορισμού αυτού, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να ελέγξει τη μακροπρόθεσμη οικονομική ορθολογικότητα της αρνητικής τιμής πώλησης στην οποία συναίνεσε το Γαλλικό Δημόσιο προκειμένου να αποφύγει την καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως σε περίπτωση εκκαθάρισης. Συμπέρανε συνεπώς ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ( 18 ).

31.

Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε επαρκή αντικειμενικά και αξιόπιστα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως αποτελεί εδραιωμένη πρακτική μεταξύ των ιδιωτικών επιχειρήσεων και ότι παρέλειψε να προβάλει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα κοινωνικού κόστους το οποίο δικαιολογεί την καταβολή αυτών των αποζημιώσεων ( 19 ).

32.

Προτού κάνει δεκτό τον προβαλλόμενο από την Corsica Ferries λόγο ακυρώσεως σύμφωνα με τον οποίο η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως δεχόμενη ότι η έγκριση της μεταβίβασης της SNCM σε αρνητική τιμή δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση ( 20 ), το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε ότι, «[ε]πομένως, η Επιτροπή δεν προσκόμισε στοιχεία ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμο, ότι ο συνυπολογισμός του σημαντικού κόστους των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως, οι οποίες, εξάλλου, μπορεί να ανέλθουν στο δεκαπλάσιο του ποσού των νόμιμων και συμβατικών υποχρεώσεων, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 277 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δικαιολογείται, εν προκειμένω, από την εύλογη πιθανότητα να αποκομίσει το Γαλλικό Δημόσιο έμμεσο υλικό όφελος, έστω και μακροπρόθεσμο. Μολονότι είναι αδύνατο να αποτραπεί ο κίνδυνος ορισμένων κοινωνικών επιπτώσεων στις άλλες δημόσιες υπηρεσίες σε περίπτωση εκκαθάρισης της SNCM χωρίς την καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως, το μέγεθος του συγκεκριμένου έμμεσου κοινωνικού κόστους καθώς και η πιθανότητα επελεύσεώς του δεν αναλύθηκε καθόλου από την Επιτροπή ούτε με τις γραπτές απαντήσεις της προς το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μακροπρόθεσμη οικονομική ορθολογικότητα της συμπεριφοράς του Γαλλικού Δημοσίου δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο» ( 21 ).

3. Ανάλυση

α) Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου της SNCM

33.

Η SNCM υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν συνεκτίμησε το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς.

34.

Στις σκέψεις 86 και 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο τόνισε ότι, στο πλαίσιο του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, εναπόκειται στην Επιτροπή να προσδιορίσει τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους, ιδίως σε γεωγραφικό και τομεακό επίπεδο, σε σχέση με τις οποίες πρέπει να εκτιμηθεί η ορθότητα της μακροπρόθεσμης οικονομικής συμπεριφοράς του. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, αυτή η ανάλυση είναι απαραίτητη για να εξακριβωθεί, βάσει αντικειμενικών και αξιόπιστων στοιχείων, αν υφίσταται αρκούντως εδραιωμένη πρακτική μεταξύ των προκαθορισμένων ιδιωτών επενδυτών αναφοράς καθώς και να αποδειχθεί η ύπαρξη εύλογης και επαρκώς βάσιμης πιθανότητας ότι το κράτος μέλος θα αποκομίσει έμμεσο υλικό κέρδος από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά.

35.

H SNCM υποστηρίζει ότι αυτές οι κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου υπερβαίνουν κατά πολύ την εξέταση του ενδεχόμενου πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως της Επιτροπής και αμφισβητούν την οικονομική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που τέθηκαν υπόψη της καθώς και την ποιότητα της εργασίας του διορισθέντος από την Επιτροπή ανεξάρτητου πραγματογνώμονα. Κατά την SNCM, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη στη θεσμική ισορροπία με την έννοια ότι το Γενικό Δικαστήριο ανέλαβε ρόλο πραγματογνώμονα ως προς τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις της επιχειρήσεως.

36.

Προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της SNCM για τους εξής λόγους.

37.

Πρέπει ασφαλώς να υπομνησθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση της οικονομικής καταστάσεως εκείνη της Επιτροπής ( 22 ). Συγκεκριμένα, όπως το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, «τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης ασκούν στις περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις της Επιτροπής περιορισμένο έλεγχο ο οποίος αφορά μόνο την επαλήθευση της τηρήσεως των περί διαδικασίας και αιτιολογήσεως κανόνων, καθώς και της ακριβείας των πραγματικών περιστατικών και της μη συνδρομής πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας ( 23 ).

38.

Πάντως, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η SNCM, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποκατέστησε την Επιτροπή αλλά επισήμανε ορισμένα κενά στη συλλογιστική της και κυρίως στον τρόπο θεμελίωσης αυτής, τα οποία διακύβευσαν την ορθή εφαρμογή του άρθρου 87 ΕΚ από την Επιτροπή.

39.

Δεν συμφωνώ ούτε με τον ισχυρισμό κατά τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε ορίσει ανεξάρτητο πραγματογνώμονα και είχε θεμελιώσει την απόφασή της στα πορίσματά του θέτοντας συνεπώς εν αμφιβόλω το περιεχόμενο της εργασίας του πραγματογνώμονα. Όπως επισημαίνει η Corsica Ferries, το Γενικό Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε τα πορίσματα του πραγματογνώμονα, αλλά και πάλι προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν τεκμηρίωσε επαρκώς τη δική της συλλογιστική και ότι δεν επικαλέστηκε προς στήριξη του διατακτικού της αποφάσεώς της επαρκώς αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία, που είχαν τεθεί στη διάθεσή της κατόπιν της εργασίας του πραγματογνώμονα.

β) Επί του δευτέρου και του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου της SNCM και επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου της Γαλλικής Δημοκρατίας

40.

Ο πρώτος λόγος της Γαλλικής Δημοκρατίας και ειδικότερα το πρώτο σκέλος του θέτει το ερώτημα αν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η καλή εικόνα του Δημοσίου ως παγκόσμιου οικονομικού παράγοντα στην οικονομία της αγοράς, προκειμένου να αποκλεισθεί από την έννοια της κρατικής ενισχύσεως η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως. Με δεδομένο ότι το ερώτημα αυτό έχει σημασία μόνον αν οι επίμαχες αποζημιώσεις υπερβαίνουν τα ποσά που επιβάλλονται από τις εκ του νόμου και εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις και μόνον αν δεν ήταν δυνατό να αποδειχθεί ότι η καταβολή αυτή συνιστούσε εδραιωμένη πρακτική στην επίμαχη αγορά, μου φαίνεται λογικό να εξετάσω πρώτα το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απαιτώντας από την Επιτροπή να αποδείξει ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως συνιστούσε αρκούντως εδραιωμένη, ή ακόμα και πάγια, πρακτική μεταξύ των ιδιωτών επενδυτών.

41.

Η SNCM κινείται στο ίδιο πνεύμα προσάπτοντας στο Γενικό Δικαστήριο ότι, για την ερμηνεία και την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, εισήγαγε στις σκέψεις 86 και 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ένα «κριτήριο εξ ολοκλήρου νομολογιακό» που απαιτεί από την Επιτροπή να εφαρμόσει ανάλυση τομεακή ή γεωγραφική (υπό i), η οποία αποδεικνύει μια αρκούντως εδραιωμένη πρακτική (υπό ii) και η οποία προϋποθέτει ένα επίπεδο αποδείξεως υπέρμετρα υψηλό για την αξιολόγηση της υπάρξεως πιθανότητας έμμεσου υλικού οφέλους (υπό iii).

i) Επί της απαίτησης εφαρμογής γεωγραφικής ή τομεακής ανάλυσης

42.

Στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, «στο πλαίσιο του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, εναπόκειται στην Επιτροπή, εφαρμόζοντας το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει, να προσδιορίσει τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους, ιδίως σε γεωγραφικό και τομεακό επίπεδο, σε σχέση με τις οποίες πρέπει να εκτιμηθεί η ορθότητα της μακροπρόθεσμης οικονομικής συμπεριφοράς του» ( 24 ).

43.

Το Γενικό Δικαστήριο προσάπτει επομένως στην Επιτροπή ότι δεν προσκόμισε τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για να κριθεί η οικονομική ορθολογικότητα της καταβολής συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως.

44.

Όπως υποστηρίζει η Corsica Ferries, η χρήση του επιρρήματος «ιδίως» αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο άφησε ανοικτή τη δυνατότητα να λάβει υπόψη του και άλλες περιστάσεις, χωρίς να εγκλωβίσει την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε μια γεωγραφική ή τομεακή ανάλυση.

45.

Περαιτέρω, από τη νομολογία δεν προκύπτουν στοιχεία ικανά να εμποδίσουν το Γενικό Δικαστήριο να επισημάνει ότι η γεωγραφική και τομεακή ανάλυση μπορεί να είναι λυσιτελής προκειμένου να κριθεί η μακροπρόθεσμη οικονομική ορθολογικότητα της συμπεριφοράς του Δημοσίου. Επίσης, η ανάλυση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι οικονομικές δραστηριότητες του συγκεκριμένου κράτους καλύπτουν πολύ ευρεία ζώνη και πολλαπλούς τομείς. Θα μπορούσε επίσης να είναι χρήσιμη στον βαθμό που οι μισθοί και οι αποζημιώσεις απολύσεως ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με τις αγορές και τους οικείους τομείς.

46.

Η SNCM επικαλείται την απόφαση Italie και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «πρέπει να εξακριβωθεί αν, υπό παρόμοιες περιστάσεις, ένας ιδιώτης επενδυτής οικονομικής ισχύος ανάλογης προς αυτήν των οργανισμών του δημόσιου τομέα θα μπορούσε να λάβει την απόφαση να προβεί σε εισφορές κεφαλαίων του ίδιου ύψους» ( 25 ).

47.

Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο ορισμός αποβλέπει ακριβώς στον καθορισμό από απόψεως εμπορικού μεγέθους του τύπου ιδιώτη επενδυτή που θα ήταν συγκρίσιμος με το Δημόσιο, στον προσδιορισμό δε του εν λόγω τύπου επενδυτή μπορεί να συνεισφέρει μια ανάλυση «ιδίως σε γεωγραφικό και τομεακό επίπεδο» των οικονομικών δραστηριοτήτων του Δημοσίου, όπως προτείνει το Γενικό Δικαστήριο.

48.

Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της SNCM πρέπει επίσης να απορριφθεί κατά το μέρος που αυτή επικαλείται παράβαση του άρθρου 295 ΕΚ κατά το οποίο «[η] παρούσα συνθήκη δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη». Η SNCM είναι της γνώμης ότι η αναφερθείσα από το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως γεωγραφική και τομεακή ανάλυση δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι υπάρχουν ιδιωτικές εταιρίες holdings σε μεγάλο βαθμό διαφοροποιημένες, των οποίων οι δραστηριότητες δεν περιορίζονται σε έναν τομέα ή σε μία δεδομένη γεωγραφική ζώνη. Αδυνατώ να αντιληφθώ πώς μια τέτοια γεωγραφική και τομεακή ανάλυση των οικονομικών δραστηριοτήτων του Δημοσίου καθώς και το γεγονός ότι ορισμένες ιδιωτικές εταιρίες holdings δεν περιορίζονται σε έναν μόνον τομέα ή σε μία μόνο γεωγραφική ζώνη θα μπορούσε να επηρεάσει την προστασία της οποίας απολαύει το υφιστάμενο στα κράτη μέλη καθεστώς της ιδιοκτησίας.

ii) Επί της αποδείξεως αρκούντως εδραιωμένης πρακτικής

49.

Στις σκέψεις 95 και 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή «δεν προσκόμισε επαρκή αντικειμενικά και αξιόπιστα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως, υπό παρεμφερείς συνθήκες, αποτελεί [εδραιωμένη] πρακτική των ιδιωτικών επιχειρήσεων» και «περιορίστηκε στο να υποστηρίξει ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως […] αποτελούσε την τρέχουσα πρακτική στους μεγάλους ομίλους επιχειρήσεων […]». Το Γενικό Δικαστήριο της προσήψε ότι δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με αυτήν την παραδοχή.

50.

Η SNCM υποστηρίζει ότι, με αυτήν την αντιμετώπιση της συλλογιστικής της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο εισάγει μια νέα προϋπόθεση η οποία βαίνει πέραν του μέτρου που απαιτείται για την ορθή εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 345 ΣΛΕΕ. Η Γαλλική Δημοκρατία όπως και η SNCM υποστηρίζουν ότι, προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, αρκούσε να αποδειχθεί ότι σε μία περίπτωση ιδιωτική επιχείρηση κατέβαλε τις συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως σε παρόμοιες περιστάσεις.

51.

Δεν συμμερίζομαι αυτήν τη μομφή κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

52.

Υπενθυμίζω ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, προκειμένου να προσδιοριστεί αν το κόστος εκκαθάρισης της SNCM ξεπερνούσε αυτό της μεταβίβασης σε αρνητική τιμή 158 εκατομμυρίων ευρώ, με άλλα λόγια αν ένας ιδιώτης επενδυτής στη θέση του Δημοσίου θα προχωρούσε στη μεταβίβαση αυτή.

53.

Είναι επομένως απαραίτητο να καθοριστεί αν το κόστος εκκαθάρισης θα συμπεριελάμβανε τις επίμαχες συμπληρωματικές αποζημιώσεις. Αυτό θα συνέβαινε αν επρόκειτο για αποζημιώσεις που προβλέπονται από τον νόμο ή από συλλογικές συμβάσεις. Με δεδομένο, εν προκειμένω, ότι οι συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως υπερβαίνουν κατά πολύ τις νόμιμες και συμβατικές προβλέψεις, ο μόνος λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό του κόστους εκκαθάρισης είναι το γεγονός ότι η καταβολή τους βασίζεται σε αρκούντως εδραιωμένη πρακτική.

54.

Η SNCM και η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζουν ότι η δυνατότητα ή το γεγονός ότι ένας μόνο ιδιώτης επενδυτής θα μπορούσε να αποφασίσει να καταβάλει ή θα είχε πράγματι καταβάλει παρόμοιες συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως αρκεί για να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό του κόστους εκκαθάρισης.

55.

Αυτό μου φαίνεται σαφώς ανεπαρκές, κυρίως μάλιστα αν αυτή η μόνη δυνατότητα ή αυτή η μόνη ευκαιρία κατά την οποία ένας ιδιώτης επενδυτής θα μπορούσε να λάβει ή έλαβε αυτήν την απόφαση συγκαταλέγεται μεταξύ περισσοτέρων παραδειγμάτων ιδιωτών επενδυτών που δεν το έπραξαν, διότι αυτό θα αποδείκνυε ότι, εκτός από μία περίπτωση τελείως εξαιρετική, η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως δεν είναι οικονομικώς ορθολογική.

56.

Όπως επισήμανε η Corsica Ferries κατά την προφορική διαδικασία, η απόδειξη της ύπαρξης εδραιωμένης πρακτικής, τρέχουσας ή πάγιας στην αγορά, δεν συνιστά στο πλαίσιο αυτό μια νέα ή εξαιρετική προϋπόθεση. Η ίδια η Επιτροπή ανέφερε σε ανακοίνωσή της επί θεμάτων κρατικών ενισχύσεων ότι οι δημόσιοι πόροι συνιστούν ενισχύσεις αν «δεν εμπίπτουν στην έννοια της παροχής κεφαλαίου επιχειρηματικού κινδύνου σύμφωνα με τη συνήθη επενδυτική πρακτική στην οικονομία της αγοράς» ( 26 ). Η διαφορά ορολογίας («κανονική πρακτική», «εδραιωμένη πρακτική» ( 27 ), «αρκούντως [εδραιωμένη] πρακτική» ( 28 ), «τρέχουσα πρακτική» ( 29 ) ή «πάγια πρακτική» ( 30 )) δεν αποδεικνύει, κατά τη γνώμη μου, τη δημιουργία ενός νέου προαπαιτούμενου αποδείξεως στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.

57.

Άλλωστε στην αιτιολογική σκέψη 268 της επίμαχης αποφάσεως, η Επιτροπή δέχεται ότι οι μεγάλοι όμιλοι επιχειρήσεων «εφαρμόζουν συνήθως προγράμματα κοινωνικών μέτρων […] που υπερβαίνουν τα επιβαλλόμενα από τον νόμο και τις συλλογικές συμβάσεις». Η λέξη «συνήθως» δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε εδραιωμένη πρακτική, η ύπαρξη της οποίας πρέπει προφανώς να αποδειχθεί.

58.

Τούτου λεχθέντος, εκτός του ελέγχου της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως καθώς και του ελέγχου της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας ( 31 ), η διαπίστωση αρκούντως εδραιωμένης πρακτικής απόκειται όχι στον δικαστή της Ένωσης αλλά στην Επιτροπή, η οποία είναι άλλωστε σιωπηρώς επιφορτισμένη με το καθήκον να αποδείξει, έστω και με απλές διαπιστώσεις, ότι επρόκειτο περί εδραιωμένης πρακτικής στην αγορά ( 32 ).

59.

Το Γενικό Δικαστήριο όμως διαπίστωσε ότι η Επιτροπή, στην υποσημείωση 135 της επίμαχης αποφάσεως, παρέθεσε μόνον ένα παράδειγμα που χρονολογείται από το 1991, στο οποίο όμως δεν ετίθετο ζήτημα καταβολής αποζημιώσεων συγκρίσιμων με αυτές της παρούσας υποθέσεως, καθώς και δέκα άλλες περιπτώσεις προγραμμάτων κοινωνικών μέτρων που αναφέρονταν, όπως δέχθηκε η Επιτροπή κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, σε πράξεις αναδιαρθρώσεως και όχι εκκαθαρίσεως, που συντελούνται επιπλέον σε τομείς που δεν σχετίζονται με τις θαλάσσιες μεταφορές ( 33 ).

60.

Εντός των εν λόγω ορίων συνεπώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή, δεχόμενη απλώς ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως αποτελούσε εδραιωμένη πρακτική μεταξύ των ιδιωτών επενδυτών, «χωρίς ωστόσο να προσκομίσει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο» ( 34 ), δεν θεμελίωσε επαρκώς την απόφασή της.

61.

Στο στάδιο αυτό, μπορώ επίσης να απορρίψω το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου της SNCM, με το οποίο η SNCM προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι μη ορίζοντας τις έννοιες «αρκούντως [εδραιωμένη] πρακτική» και «πάγια πρακτική» δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

62.

Εκτός του ότι αυτές οι εκφράσεις είναι αρκετά σαφείς και ότι αναφέρονται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, το Γενικό Δικαστήριο δεν όφειλε να τις ορίσει, τούτο δε τοσούτω μάλλον που δεν απαιτείται λεπτομερής αιτιολογία ώστε να γίνει αντιληπτό ότι ένα μόνον ή ορισμένα κατά τα λοιπά μη πειστικά παραδείγματα δεν δύνανται να συνιστούν «πρακτική πάγια» ή «αρκούντως [εδραιωμένη]».

63.

Κατά τη γνώμη μου, ορθώς επομένως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει επαρκώς ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως αποτελούσε αρκούντως εδραιωμένη πρακτική μεταξύ των ιδιωτών επενδυτών.

iii) Επί της αποδείξεως συμπεριφοράς που εκκινεί από εύλογη πιθανότητα αποκομίσεως έμμεσου υλικού κέρδους

64.

Στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει εδραιωμένης πρακτικής σχετικά με την καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως, η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε ότι η επίμαχη καταβολή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την εύλογη πιθανότητα της Γαλλικής Δημοκρατίας να αποκομίσει έμμεσο υλικό κέρδος, έστω και μακροπρόθεσμα.

65.

Η SNCM ισχυρίζεται ότι, κρίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο επέβαλε στην Επιτροπή ένα υπέρμετρο βάρος αποδείξεως, στον βαθμό που θα έπρεπε να προσδιορίσει ποσοτικώς με ακρίβεια τη βλάβη που θα υποστεί σε περίπτωση υποβάθμισης της καλής εικόνας του Δημοσίου, μολονότι ένας τέτοιος ποσοτικός προσδιορισμός βασίζεται εκ φύσεως σε δυσχερώς προβλέψιμα στοιχεία.

66.

Η ανάγνωση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι ορθή. Στη σκέψη 102 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «η Επιτροπή δεν προέβαλε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κανένα στοιχείο που να εξηγεί έστω τη συγκεκριμένη φύση της ζημίας που υπέστη η εικόνα της εταιρίας και ειδικότερα να διευκρινίζει έναντι ποιων παραγόντων της επιχείρησης (καταναλωτών, πελατών, προμηθευτών ή και του προσωπικού) πλήττεται η εικόνα της CGMF και του Γαλλικού Δημοσίου. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Επιτροπή επιχείρησε να προσδιορίσει το μέγεθος της ζημίας, μολονότι η ζημία αυτή πρέπει κατ’ ανάγκη να αντιπαραβληθεί με το εκτιμώμενο κόστος των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως διότι αποτελεί τη δικαιολογία για την καταβολή τους».

67.

Χωρίς να κάνει λόγο για «ακριβή ποσοτική αποτίμηση», το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «[η] Επιτροπή περιορίστηκε, στις αιτιολογικές σκέψεις 270 και 271 της [επίμαχης] αποφάσεως, στη διαπίστωση ότι οι κοινωνικές εντάσεις στην επιχείρηση, οι οποίες, κατ’ αυτήν, αποδεικνύονται από την κοινωνική σύγκρουση του 2004, θα κατέληγαν, σε περίπτωση εκκαθάρισης της SNCM, σε κοινωνικές αναταραχές που μπορούσαν να πλήξουν την εικόνα της μητρικής εταιρίας της και του τελικού της μετόχου» ( 35 ).

68.

Επίσης, κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή δέχθηκε ότι ουδόλως είχε εξετάσει την εύλογη πιθανότητα κοινωνικού κόστους (για παράδειγμα, απεργίες) που να δικαιολογούσε την καταβολή των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως ( 36 ). Μου φαίνεται επομένως ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως επέβαλε υπέρμετρο βάρος αποδείξεως και ότι περιορίστηκε να διαπιστώσει την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της αποφάσεως της Επιτροπής στο σημείο αυτό.

γ) Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου της Γαλλικής Δημοκρατίας

69.

Όπως ήδη τόνισα στο σημείο 40 των προτάσεων μου, με τον πρώτο της λόγο, η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, στο πλαίσιο της εξέτασης του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή, να λάβει υπόψη της τον κίνδυνο αμαυρώσεως της καλής εικόνας του Δημοσίου ως παγκόσμιου οικονομικού παράγοντα στην οικονομία της αγοράς.

70.

Πιο συγκεκριμένα, με το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου, η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, στις σκέψεις 90, 93 και 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε κατ’ ουσίαν τη δυνατότητα για ένα κράτος μέλος να λάβει υπόψη τον κίνδυνο αμαυρώσεως στην καλή εικόνα του ως παγκόσμιου οικονομικού παράγοντα, μια δυνατότητα που φαινόταν πάντως να αναγνωρίζεται στη σκέψη 85 της αποφάσεώς του.

71.

Η Γαλλική Δημοκρατία είναι της άποψης ότι η Επιτροπή είχε δικαίωμα να λάβει υπόψη έναν τέτοιο επιχειρηματικό κίνδυνο προκειμένου να εξακριβώσει αν η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως ανταποκρινόταν σε προοπτικές μακροπρόθεσμης αποδόσεως και αν, σε παρόμοιες συνθήκες, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα είχε επίσης οδηγηθεί να καταβάλει τέτοιες αποζημιώσεις για να προστατέψει την καλή του εικόνα.

72.

Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως είναι απαραίτητη για να προστατευθεί η καλή εικόνα του Δημοσίου. Προς στήριξη της απόψεώς της, αναφέρεται στον κίνδυνο κήρυξης διαδιδόμενων σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα απεργιών αλληλεγγύης που θα είχαν ως αποτέλεσμα να παραλύσουν την οικονομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων αυτού του τομέα.

73.

Στο πλαίσιο αυτό, η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι μια επιδημία απεργιών έχει ως αποτέλεσμα σημαντικές οικονομικές απώλειες για το Δημόσιο. Αναφέρεται στη βίαιη διακοπή των συμβατικών σχέσεων μεταξύ των επιχειρήσεων σε απεργία και των προμηθευτών και πελατών τους και στις δυσκολίες πληρωμής και προμήθειας που υποχρεώνουν τους μη επαγγελματίες πελάτες των δημοσίων επιχειρήσεων να προσανατολιστούν προς ανταγωνίστριες ιδιωτικές επιχειρήσεις.

74.

Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει επομένως ότι η αποφυγή αυτών των δυσμενών οικονομικών συνεπειών αντιπροσωπεύει το έμμεσο υλικό κέρδος που επιθυμούσε να αποκομίσει το κράτος από την καταβολή των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως.

75.

Δεν συμφωνώ με αυτή τη συλλογιστική.

76.

Πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι, στη σκέψη 83 της αποφάσεώς του, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι «τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα καταβολής συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως σε περίπτωση εκκαθάρισης δημόσιας επιχείρησης, έστω και αν οι υποχρεώσεις τους δεν μπορούν a priori να υπερβούν τις ελάχιστες απαιτούμενες εκ του νόμου ή εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις».

77.

Στη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ωστόσο ότι, ελλείψει κάθε οικονομικής ορθολογικότητας, μια καταβολή αυτού του τύπου που υπερβαίνει τις αναγκαίες εκ του νόμου και εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις πρέπει να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, προσθέτοντας στη σκέψη 85 της ίδιας αποφάσεως ότι δεν αρκεί η περιληπτική αναφορά στην καλή εικόνα του Δημοσίου ως παγκόσμιου οικονομικού παράγοντα για να αποφευχθεί ο χαρακτηρισμός της καταβολής αυτής ως κρατικής ενισχύσεως.

78.

Στην ίδια σκέψη 85, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, αν δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και δεν υφίσταται ιδιαίτερα πειστική αιτιολογία, η προστασία της καλής εικόνας του Δημοσίου που ενεργεί ως παγκόσμιος επενδυτής στην οικονομία της αγοράς δεν μπορεί να αποτελεί επαρκή δικαιολογία για τη μακροπρόθεσμη οικονομική ορθολογικότητα της αναλήψεως πρόσθετου κόστους, όπως οι συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως.

79.

Συνεπώς, εν αντιθέσει προς την άποψη της Γαλλικής Δημοκρατίας, ακόμα και αν το Γενικό Δικαστήριο απαιτεί την παρουσία κατά περίπτωση «εξαιρετικ[ών] περιστάσε[ων] και […] ιδιαίτερα πειστική αιτιολογία» ( 37 ), πάντως δεν απέκλεισε εξαρχής και άνευ ετέρου να λαμβάνεται υπόψη η καλή εικόνα του Δημοσίου ως παγκόσμιου επενδυτή στην οικονομία της αγοράς εντός ενός πραγματικού και νομικού πλαισίου όπως αυτό της παρούσας υποθέσεως. Είμαι της γνώμης ότι αυτή η θέση του Γενικού Δικαστηρίου συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

80.

Καταρχάς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι υπάρχει περιορισμένη νομολογία σχετικά με την καλή εικόνα του Δημοσίου υπό την ιδιότητά του ως οικονομικού παράγοντα. Η πρώτη απόφαση σχετική με το σημείο αυτό, μνημονευθείσα άλλωστε από την Επιτροπή στην επίμαχη απόφαση ( 38 ), είναι η απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής στην οποία το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η απόφαση κάλυψης των ζημιών «είναι δυνατόν να υπαγορεύ[ε]ται όχι μόνο από την πιθανότητα αποκομίσεως εμμέσου υλικού κέρδους, αλλά και από άλλες θεωρήσεις όπως είναι η ανάγκη διατηρήσεως του καλού ονόματος του ομίλου ή της στροφής σε άλλες δραστηριότητες» ( 39 ).

81.

Εντούτοις, το Δικαστήριο προχώρησε σ’ αυτήν τη διαπίστωση σε σχέση με ιδιώτη επενδυτή ο οποίος επιθυμεί «[να εξασφαλίσει] την επιβίωση μιας επιχειρήσεως που αντιμετωπίζει παροδικές δυσχέρειες» ή «[να επιτρέψει στη θυγατρική] να παύσει τις δραστηριότητες της υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες» ( 40 ).

82.

Βάσει της αναλύσεως αυτής, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι «[ό]ταν […] οι εισφορές κεφαλαίου πραγματοποιούνται […] χωρίς να υπάρχει προοπτική αποδοτικότητας ούτε μακροχρονίως, τότε πρέπει να θεωρηθούν ως [κρατικές] ενισχύσεις» ( 41 ). Κατ’ ουσίαν, κατά το Δικαστήριο, στην υπόθεση αυτή, «η αντιστάθμιση των ζημιών πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες που θα ήταν απαράδεκτες για έναν ιδιώτη επενδυτή, ο οποίος ενεργεί υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς και […] κανένας ιδιώτης επενδυτής, ούτε και εταιρία επενδύσεων βιομηχανίας, δεν θα ελάμβανε υπόψη τις προαναφερθείσες θεωρήσεις για τις οποίες κάνουν λόγο η Ιταλική και η Ισπανική Κυβέρνηση» ( 42 ), δηλαδή θεωρήσεις κοινωνικού ή περιφερειακού χαρακτήρα ( 43 ), ίδιας τάξεως με αυτές που επικαλείται η Γαλλική Δημοκρατία στην παρούσα υπόθεση.

83.

Η καλή εικόνα του Δημοσίου μνημονεύθηκε, για δεύτερη φορά, εντός του πλαισίου του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή από την Ισπανική Κυβέρνηση στην απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής ( 44 ). Η Ισπανική Κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να δικαιολογήσει την αύξηση του κεφαλαίου στην ελεγχόμενη μέσω του Patrimonio del Estado κρατική εταιρία Hytasa εξηγώντας ότι «η ανάγκη διατηρήσεως του καλού ονόματος του ομίλου συνιστούσε θεμιτή ανησυχία. Αν το Patrimonio del Estado έπαυε τις δραστηριότητές του σε μια περιοχή μεγάλης ανεργίας και κοινωνικής στερήσεως, το καλό του όνομα θα υφίστατο σοβαρή βλάβη. Μια ιδιωτική εταιρία στην ίδια κατάσταση με αυτήν του Patrimonio del Estado θα ήταν εξίσου ευαίσθητη σε συνδικαλιστικές και πολιτικές πιέσεις» ( 45 ).

84.

Στην υπόθεση αυτή, σε απάντηση του ισχυρισμού της Ισπανικής Κυβέρνησης κατά τον οποίο η συμπεριφορά της ήταν αυτή ενός ιδιώτη επενδυτή δεδομένου ότι η εναλλακτική λύση, δηλαδή η εκκαθάριση της Hytasa θα ήταν πιο δαπανηρή για το Δημόσιο, ο γενικός εισαγγελέας F. Jacobs παρατήρησε ότι «[έπρεπε] να γίνει διάκριση μεταξύ των υποχρεώσεων του Patrimonio del Estado, ως διαθέτοντος το μετοχικό κεφάλαιο της Hytasa, και των υποχρεώσεων του Ισπανικού Δημοσίου, ως παρέχοντος κοινωνική ασφάλιση και επιδόματα ανεργίας» ( 46 ). Κατά τον γενικό εισαγγελέα, «[αυτό] το τελευταίο είδος υποχρεώσεων δεν μπορ[ούσε] να λαμβάνεται υπόψη όταν εφαρμόζεται το κριτήριο περί του ιδιώτη επενδυτή» ( 47 ).

85.

Έκρινε επομένως αλυσιτελή τον ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο η εισφορά κεφαλαίου στην Hytasa ήταν δικαιολογημένη για να διαφυλαχθεί η καλή εικόνα του Patrimonio del Estado. Σε αυτήν τη βάση συμπέρανε ότι «[ή]ταν δύσκολο να γίνει δεκτό ότι μια εταιρία holding που ανήκει στο Δημόσιο θα πρέπει να ανησυχεί τόσο πολύ για τη βλάβη που η αποτυχία μιας επιχειρήσεώς της θα προξενήσει στο καλό όνομα που έχει ως σύνολο, ούτως ώστε, για τον μοναδικό αυτό λόγο, να προσφέρει σε μια ιδιωτική εταιρία τεράστια χρηματικά ποσά ως κίνητρο της αναλήψεώς της από τρίτον» ( 48 ).

86.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με τον γενικό εισαγγελέα F. Jacobs εκφράζοντας αμφιβολίες, όπως αυτός, ως προς την οικονομική ορθολογικότητα μιας τέτοιας συμπεριφοράς του κράτους ( 49 ).

87.

Η έννοια της καλής εικόνας του Δημοσίου επανεμφανίστηκε στη νομολογία του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αίτησης αναστολής εκτελέσεως αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας σε γερμανική επιχείρηση το εταιρικό κεφάλαιο της οποίας ανήκε κατά 45 % σ’ αυτό ( 50 ). Το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας της χορήγησε δάνεια τα οποία ήταν εξοφλητέα μόνο αν η επιχείρηση είχε πραγματοποιήσει κέρδη το προηγούμενο έτος ( 51 ). Η Γερμανική Κυβέρνηση προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτή τη συμπεριφορά υποστηρίζοντας ότι «[η] εκκαθάριση της επιχειρήσεως θα συνεπαγόταν συμπληρωματικές δαπάνες για το ομόσπονδο κράτος, θα έβλαπτε επίσης σημαντικά την καλή του φήμη ως επιχειρηματία και θα παρεκώλυε τις συμπράξεις που θα προέκυπταν από τον αναπροσανατολισμό όλου του ομίλου» ( 52 ).

88.

Στη διάταξή του, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «σε μια πρώτη ανάλυση, οι γενικής φύσεως προβαλλόμενοι ισχυρισμοί, που αφορούν ιδίως τη διατήρηση της καλής φήμης του ομόσπονδου κράτους ή την αναδιοργάνωση των δραστηριοτήτων του, δεν αρκούν για να στοιχειοθετηθεί πρόδηλη πλάνη της Επιτροπής» ( 53 ). Είχε προηγουμένως επισημάνει σχετικά με την ανάλυση της Επιτροπής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή ότι δεν προέκυπτε ότι «η αιτούσα και η παρεμβαίνουσα προέβαλαν συγκεκριμένα επαρκώς σημαντικά στοιχεία προς στήριξη του ισχυρισμού σύμφωνα με τον οποίο το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας μπορούσε βασίμως να αναμένει ότι τα δάνεια θα του εξοφληθούν» ( 54 ).

89.

Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Γερμανική Κυβέρνηση επανέλαβε τον ισχυρισμό της σχετικά με την καλή εικόνα του Δημοσίου ( 55 ). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν «σε τι συνίσταται η καλή φήμη του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας ως ιδιώτη επενδυτή στον [εν λόγω βιομηχανικό] τομέα [εν προκειμένω της χαλυβουργίας] ούτε με ποιον τρόπο θα μπορούσε η πτώχευση της [επίμαχης επιχείρησης] να αμαυρώσει την εν λόγω καλή του φήμη» ( 56 ). Το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε συνεπώς ότι «δεν φαίνεται πιθανό να αναγκάστηκε το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας να καταβάλει σημαντικό χρηματικό ποσό σε μια ιδιωτική εταιρία […] για να την παρακινήσει να αναλάβει [την επίμαχη εταιρία], ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να βλάψει σοβαρά η πτώχευση της εταιρίας αυτής την καλή φήμη του ομόσπονδου κράτους» ( 57 ).

90.

Η αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής του Γενικού Δικαστηρίου απορρίφθηκε με διάταξη του Δικαστηρίου, χωρίς το Δικαστήριο να διατυπώσει κρίση επί της σημασίας της καλής εικόνας του Δημοσίου ( 58 ).

91.

Βάσει των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο δεν πλανήθηκε περί το δίκαιο συμπεραίνοντας ότι «η προστασία της εικόνας ενός κράτους μέλους που ενεργεί ως συνολικός επενδυτής στην οικονομία της αγοράς δεν μπορεί να αποτελεί, αν δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και δεν υφίσταται ιδιαίτερα πειστική αιτιολογία, επαρκή δικαιολογία για τη μακροπρόθεσμη οικονομική ορθολογικότητα της αναλήψεως πρόσθετου κόστους, όπως οι συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως» ( 59 ) και ότι αυτός ο ισχυρισμός περί της καλής εικόνας του Δημοσίου δεν αφορούσε σε καμία περίπτωση την επικεφαλής του ομίλου εταιρία CGMF η οποία δεν είχε κανένα άλλο περιουσιακό στοιχείο στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών ( 60 ).

92.

Χωρίς να αποκλείσω εξαρχής και άνευ ετέρου ότι είναι δυνατή η απόδειξη όπως αυτή απαιτείται από το Γενικό Δικαστήριο, επισημαίνω ότι μου φαίνεται εξαιρετικώς απίθανο οι μέχρι τώρα προβληθείσες από τα κράτη μέλη εκτιμήσεις με βάση την καλή τους εικόνα ως παγκόσμιοι επενδυτές στην οικονομία της αγοράς να μπορούσαν να αποτρέψουν τον χαρακτηρισμό των αποφάσεών τους ως κρατικών ενισχύσεων υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

93.

Αυτό το κριτήριο επιβάλλει κατ’ ελάχιστον, έστω μακροπρόθεσμα, προοπτική αποδοτικότητας των μέτρων ανακεφαλαιοποίησης και αποπληρωμής των δανεισθέντων ποσών. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 26 της προπαρατεθείσας αποφάσεώς του Ισπανία κατά Επιτροπής, «ο ιδιώτης επενδυτής, που εφαρμόζει σφαιρικώς ή σε συγκεκριμένο τομέα μία διαρθρωτική πολιτική στηριζόμενη σε προοπτικές μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας, δεν μπορεί λογικά να αποφασίσει, μετά από σειρά ετών με συνεχείς ζημίες, να προβεί σε εισφορά κεφαλαίου, η οποία όχι μόνον αποδεικνύεται, από οικονομικής απόψεως, περισσότερο ζημιογόνος από την εκποίηση του ενεργητικού, αλλά και επιπλέον συνδέεται με την πώληση της επιχειρήσεως, πράγμα που του αφαιρεί οποιαδήποτε προοπτική, ακόμα και μελλοντικώς, πραγματοποιήσεως κέρδους». Αυτό συνεπάγεται ότι «όταν πάντως οι εισφορές κεφαλαίου πραγματοποιούνται από τον δημόσιο επενδυτή χωρίς να υπάρχει, ούτε καν μακροχρονίως, προοπτική αποδοτικότητας, πρέπει να θεωρούνται ως κρατικές ενισχύσεις» ( 61 ).

94.

Οι ανησυχίες όμως που εκφράστηκαν από τα κράτη μέλη με βάση την καλή τους εικόνα ως παγκόσμιοι επενδυτές στην οικονομία της αγοράς, όσο θεμιτές και αν είναι από άλλες απόψεις, δεν έχουν σχέση με αυτές ενός ιδιώτη επενδυτή, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για «πολιτικό κόστος» (εκτός από το οικονομικό και κοινωνικό) κλεισίματος επιχείρησης ( 62 ), για «συνδικαλιστικές και πολιτικές πιέσεις» ( 63 ), για παρουσία επιχείρησης σε οικονομική δυσχέρεια «σε έναν τομέα που διέρχεται κοινωνική κρίση» ( 64 ), ή στην παρούσα υπόθεση, για κίνδυνο απεργιών αλληλεγγύης που θα διαδίδονταν σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα ( 65 ). Από αυτές τις εκτιμήσεις είναι απούσα κάθε προοπτική αποδοτικότητας, ακόμη και μακροπρόθεσμης, για την ωφελούμενη από το κρατικό μέτρο επιχείρηση.

95.

Περαιτέρω, συμμερίζομαι απολύτως την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο έκρινε ότι «[η] πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων [της Ένωσης] σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις θα εξασθένιζε κατά πολύ αν γινόταν δεκτό το επιχείρημα […] ότι κάθε συμμετοχή του Δημοσίου σε μια επιχείρηση θα καθιστούσε δυνατές, διά της επικλήσεως της καλής φήμης του εμπλεκομένου κρατικού οργάνου και των λοιπών συμμετοχών του, απεριόριστες οικονομικές εισφορές με τη χρήση δημοσίων πόρων, χωρίς οι εισφορές αυτές να θεωρούνται ενισχύσεις» ( 66 ).

96.

Προτείνω επομένως στο Δικαστήριο να απορρίψει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της Γαλλικής Δημοκρατίας.

δ) Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου της SNCM

97.

Η SNCM προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίμαχης αποφάσεως κρίνοντας, στη σκέψη 93 της αποφάσεώς του, ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε επαρκώς κατά νόμο τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους σε σχέση με τις οποίες έπρεπε να εξεταστεί η οικονομική ορθολογικότητα της μεταβίβασης σε αρνητική τιμή.

98.

Δεν προκαλεί έκπληξη ότι η SNCM προβάλλει αυτό το επιχείρημα, εφόσον η αναφορά στην καλή εικόνα του Δημοσίου, την οποία η SNCM αντιλαμβάνεται ως περιλαμβάνουσα όλες τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους, αρκεί για να θεμελιώσει την επίμαχη απόφαση.

99.

Επισήμανα στην απάντηση σχετικά με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν ευσταθεί. Δεν υπάρχει επομένως παραμόρφωση της επίμαχης αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον διαπίστωσε ότι απόψεις και γενικεύσεις χωρίς αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν επαρκή αιτιολογία.

B – Επί του δευτέρου λόγου σχετικά με την εισφορά κεφαλαίου ποσού 8,75 εκατομμυρίων ευρώ από την CGMF

1. Η επίμαχη απόφαση

100.

Στις αιτιολογικές σκέψεις 355 έως 360 της επίμαχης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, δεδομένου ότι η εισφορά των ιδιωτών αγοραστών ύψους 26,25 εκατομμυρίων ευρώ ήταν σημαντική και ταυτόχρονη, μπορούσε εξαρχής να αποκλειστεί ότι η εισφορά κεφαλαίου της CGMF είχε τον χαρακτήρα ενισχύσεως. Στις αιτιολογικές σκέψεις 361 έως 365 της επίμαχης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι το σταθερό ποσοστό αποδοτικότητας ύψους 10 % συνιστούσε εύλογη αμοιβή για τα επενδυμένα κεφάλαια και ότι η ύπαρξη ρήτρας με δικαίωμα υπαναχώρησης από τη μεταβίβαση ( 67 ) δεν υπονομεύει την ίση μεταχείριση. Συμπέρανε επομένως ότι η εισφορά κεφαλαίου της CGMF, για ποσό 8,75 εκατομμυρίων ευρώ, δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

101.

Σχετικά με το σταθερό ποσοστό αποδοτικότητας ύψους 10 %, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα αν αυτή η απόδοση της συμμετοχής της CGMF θα ήταν αποδεκτή από έναν υποθετικό ιδιώτη επενδυτή. Εκτίμησε ότι, κατά το μέτρο που η σταθερή απόδοση απάλλασσε την CGMF από κάθε κίνδυνο κατά την εκτέλεση του επιχειρηματικού σχεδίου, η εν λόγω απόδοση των επενδυθέντων κεφαλαίων ήταν εύλογη μακροπρόθεσμα. Άλλωστε, ο πραγματογνώμονας της Επιτροπής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, από πλευράς κινδύνου, η εν λόγω εισφορά κεφαλαίου προσιδίαζε μάλλον σε ομόλογο σταθερού τοκομεριδίου παρά σε επένδυση σε μετοχές.

102.

Σχετικά με τη ρήτρα υπαναχωρήσεως που περιλαμβανόταν στη σύμβαση μεταβιβάσεως της SNCM, η Επιτροπή δέχθηκε ότι η ύπαρξη αυτής της ρήτρας δεν υπονομεύει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των επενδυτών. Κατά την Επιτροπή, η ρήτρα αυτή αφορούσε πράγματι την ολοκληρωτική μεταβίβαση της SNCM στους ιδιώτες αγοραστές και όχι την ταυτόχρονη επένδυση των ιδιωτών αγοραστών και του κράτους στην ιδιωτικοποιημένη SNCM.

2. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

103.

Το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε καταρχάς ότι η Επιτροπή αναγνώρισε, απαντώντας σε ερώτησή του, ότι η χρονική σύμπτωση δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων δεν μπορούσε, αυτή και μόνο, ακόμη και αν υπάρχουν σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις, να αποτελέσει επαρκές στοιχείο εκ του οποίου θα μπορούσε να συναχθεί ότι δεν υπήρξε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της Συνθήκης, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα λοιπά κρίσιμα πραγματικά ή νομικά στοιχεία.

104.

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον η Επιτροπή, κατά την εκτίμησή της ως προς το αν οι όροι επενδύσεως των ταυτόχρονων εισφορών κεφαλαίων ιδιωτών αγοραστών και της CGMF είναι παρόμοιοι, έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων και ειδικότερα τα ζητήματα της αποδοτικότητας και των επιπτώσεων της ρήτρας υπαναχωρήσεως. Κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα ( 68 ).

105.

Στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να μην αναλύσει σε βάθος τις επιπτώσεις των διαφορών στην απόδοση των εταιρικών μεριδίων της CGMF και των εταιρικών μεριδίων των ιδιωτών αγοραστών στο πλαίσιο της εξετάσεως της ίσης μεταχειρίσεως.

106.

Σχετικά με τη ρήτρα υπαναχωρήσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι αυτή μπορεί, τουλάχιστον, να εξαλείψει κάθε κίνδυνο των ιδιωτών αγοραστών σε περίπτωση επελεύσεως ενός εκ των συμβάντων που ενεργοποιούν τον κίνδυνο και ότι η εν λόγω ρήτρα μπορεί, επομένως, να αποτιμηθεί οικονομικά. Η ρήτρα αυτή ενδέχετο, ως εκ τούτου, να μεταβάλει το είδος κινδύνου των εισφορών κεφαλαίου των ιδιωτών αγοραστών και της CGMF και να θέσει υπό αμφισβήτηση το συγκρίσιμο των όρων επενδύσεως. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή δεν μπορούσε, κατά το Γενικό Δικαστήριο, να μην αναλύσει σε βάθος την οικονομική επίπτωση της ρήτρας υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση μεταβιβάσεως.

3. Ανάλυση

107.

Η SNCM υποστηρίζει ότι, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίμαχης αποφάσεως. Κατά την SNCM, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η σταθερή απόδοση ύψους 10 % της επενδύσεως σε κεφάλαιο του Δημοσίου στην SNCM αποτελούσε για έναν ιδιώτη επενδυτή ικανοποιητική μακροπρόθεσμη απόδοση των επενδυμένων κεφαλαίων. Η SNCM υποστηρίζει ότι μία σταθερή απόδοση σε επίπεδο ιδιαίτερα υψηλό είναι επομένως εξασφαλισμένη για τον εν λόγω τύπο επενδύσεως, γεγονός που αποδεικνύει ότι το ποσοστό αποδόσεως ύψους 10 % θα ήταν αποδεκτό για έναν υποθετικό ιδιώτη επενδυτή. Σε περίπτωση ενεργοποιήσεως της ρήτρας υπαναχωρήσεως, γεγονός που θα ανέτρεπε αναδρομικά τη σύμβαση μεταβιβάσεως, η επένδυση του Δημοσίου θα ακυρωνόταν και επομένως η απόδοσή της θα ήταν μηδενική, γεγονός που καταδεικνύει, κατά την SNCM, ότι η επίπτωση της ρήτρας υπαναχωρήσεως ήταν ουδέτερη και δεν απαιτούσε εμπεριστατωμένη ανάλυση εκ μέρους της Επιτροπής.

108.

Ως προς την ύπαρξη της ρήτρας υπαναχωρήσεως αυτής καθεαυτήν, η SNCM και η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζουν ότι, κατά την απόκτηση της SNCM, οι ιδιώτες αγοραστές διασφάλισαν το δικαίωμα ανακτήσεως της καταβληθείσας από αυτούς εισφοράς κεφαλαίου σε περίπτωση επελεύσεως ενός εκ των γεγονότων που επιτρέπουν την εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας υπαναχωρήσεως. Κατά την άποψή τους, η ρήτρα υπαναχωρήσεως δεν κλονίζει την ισορροπία των όρων επενδύσεως των μεταγενέστερων εισφορών κεφαλαίου των ιδιωτών επενδυτών και του Γαλλικού Δημοσίου.

109.

Κατά τη γνώμη μου, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή είχε παραλείψει να λάβει υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων, και ιδίως την αποδοτικότητα, κατά την εκτίμησή της συγκρισιμότητας των όρων επενδύσεως των ταυτόχρονων εισφορών κεφαλαίου, ιδιωτικών και δημοσίων, ούτε κατά μείζονα λόγο να χαρακτηρίσει αυτή την παράλειψη ως σφάλμα εκτιμήσεως.

110.

Εντούτοις, το συμπέρασμά του να δεχθεί την αιτίαση με την οποία αμφισβητείται το βάσιμο της αναλύσεως της Επιτροπής που κατέληξε στην τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των ιδιωτών επενδυτών και του CGMF παραμένει βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους ( 69 ).

111.

Πράγματι, μολονότι η Επιτροπή επικαλέστηκε στην απόφασή της τα ζητήματα της σταθερής αποδοτικότητας και των επιπτώσεων της ρήτρας υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση μεταβιβάσεως, εντούτοις η αιτιολογία των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε συναφώς δεν είναι επαρκής.

112.

Επί του ζητήματος της αποδοτικότητας, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 361 έως 363 της επίμαχης αποφάσεως, εκτίμησε ότι το ποσοστό σταθερής αποδόσεως ήταν σε τέτοιο ύψος που ένας ιδιώτης επενδυτής θα δεχόταν να συμμετάσχει στην εισφορά κεφαλαίου υπέρ της SNCM υπό αυτές τις συνθήκες. Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι τη ρήτρα υπαναχωρήσεως μπορούν να επικαλεστούν μόνο οι ιδιώτες αγοραστές δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ του δημόσιου επενδυτή και των ιδιωτών επενδυτών.

113.

Το Γενικό Δικαστήριο αμφισβήτησε το συμπέρασμα αυτό λόγω ελλείψεως επαρκούς αιτιολογίας και επισήμανε ότι, αντιθέτως προς την περίπτωση του Γαλλικού Δημοσίου, η αποδοτικότητα της εισφοράς κεφαλαίου των ιδιωτών αγοραστών δεν είχε καθοριστεί από το πρωτόκολλο συμφωνίας και ότι «το ποσοστό πάγιας αποδόσεως [του Γαλλικού Δημοσίου] δεν [ήταν] εξασφαλισμένο στον βαθμό που, σε περίπτωση ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση μεταβιβάσεως […], η σταθερή απόδοση θα παύσει να εισπράττεται» ( 70 ). Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης τη δυσαναλογία μεταξύ της εισφοράς κεφαλαίου των ιδιωτών αγοραστών και της αντιπαροχής η οποία συνίσταται, σύμφωνα με την απόφασή του, σε «σημαντικές δεσμεύσεις, υπό διάφορες μορφές, του Γαλλικού Δημοσίου» ( 71 ).

114.

Επί του ζητήματος της ρήτρας υπαναχωρήσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει την έλλειψη αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως «η οποία περιορίζεται στο να διαπιστώσει ότι δεν υπονομεύει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των επενδυτών που πραγματοποιούν εισφορές κεφαλαίου ταυτόχρονα, αλλά δεν περιλαμβάνει καμία ανάλυση οικονομικής φύσεως» ( 72 ). Η συλλογιστική της Επιτροπής συνοψίζεται σε τέσσερις γραμμές της αιτιολογικής σκέψεως 364 της επίμαχης αποφάσεως όπου η Επιτροπή διαπιστώνει άνευ ετέρου ότι η επίμαχη ρήτρα «αφορά ουσιαστικά την ολοκληρωτική μεταβίβαση της SNCM στους ιδιώτες αγοραστές και όχι την ταυτόχρονη επένδυση (35 εκατομμύρια ευρώ) των ιδιωτών αγοραστών (26,25 εκατομμύρια ευρώ) και του κράτους (8,75 εκατομμύρια ευρώ) στην ιδιωτικοποιημένη SNCM».

115.

Συμπεραίνω επομένως ότι η αποδοχή από το Γενικό Δικαστήριο της επίμαχης αιτιάσεως είναι βάσιμη λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν είχε καθόλου ή δεν είχε επαρκώς θεμελιώσει την απόφασή της στην ίση μεταχείριση των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων στην SNCM.

Γ– Επί του τρίτου λόγου σχετικά με την προκαταβολή της CGMF σε τρεχούμενο λογαριασμό ποσού 38,5 εκατομμυρίων ευρώ υπέρ του απολυμένου προσωπικού της SNCM

1. Η επίμαχη απόφαση

116.

Στις αιτιολογικές σκέψεις 366 έως 379 της επίμαχης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα μέτρα ενίσχυσης σε πρόσωπα τα οποία υπερβαίνουν τις προβλεπόμενες από την κοινωνική νομοθεσία και τις εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις αποζημιώσεις, ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ, και τα οποία κατατέθηκαν σε δεσμευμένο λογαριασμό, θα εφαρμόζονταν σε περίπτωση ενός νέου κοινωνικού σχεδίου εκτελεστέου από τους ιδιώτες αγοραστές και δεν αφορούσαν την περικοπή προσωπικού που προβλεπόταν στο σχέδιο του 2002.

117.

Οι ενισχύσεις αυτές, κατά την Επιτροπή, καταβάλλονται σε άτομα των οποίων η σύμβαση εργασίας με την SNCM είχε προηγουμένως λυθεί. Τα μέτρα αυτά δεν συνιστούν επομένως επιβαρύνσεις που απορρέουν από τη συνήθη εφαρμογή της κοινωνικής νομοθεσίας που αφορά τη λύση της συμβάσεως εργασίας. Η Επιτροπή συμπέρανε ότι οι ενισχύσεις αυτές σε πρόσωπα, που εγκρίθηκαν από το κράτος υπό την ιδιότητα του φορέα ασκήσεως δημόσιας εξουσίας και όχι από το κράτος υπό την ιδιότητα του μετόχου, εντάσσονταν στην κοινωνική πολιτική των κρατών μελών και δεν συνιστούσαν, ως εκ τούτου, ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

118.

Στις σκέψεις 142 έως 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη απόφαση βαρυνόταν με πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά το μέρος που η Επιτροπή δεν είχε ορθώς προσδιορίσει τη φύση και τις συνέπειες της καταρτίσεως του δεσμευμένου λογαριασμού.

119.

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο δεν απορρέει από αυστηρά δεσμευτικές νόμιμες και συμβατικές υποχρεώσεις δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκλείσει ότι πρόκειται για κρατική ενίσχυση. Δεύτερον, έκρινε ότι η ύπαρξη του δεσμευμένου λογαριασμού ήταν ικανή να παροτρύνει τους μισθωτούς της SNCM να εγκαταλείψουν την επιχείρηση χωρίς να διαπραγματευθούν τους όρους της αποχωρήσεώς τους, μεταξύ άλλων την ενδεχόμενη χορήγηση συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως, πράγμα που, κατά το Γενικό Δικαστήριο, θα συνιστούσε έμμεσο οικονομικό πλεονέκτημα για την SNCM.

3. Ανάλυση

120.

Η SNCM προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίμαχης αποφάσεως, κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε υποστηρίξει ότι το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο δεν απέρρεε από αυστηρά δεσμευτικές νόμιμες και συμβατικές υποχρεώσεις ήταν, εκ φύσεως, ικανό να αποκλείσει τον χαρακτήρα του ως κρατική ενίσχυση. Η SNCM υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο πλανήθηκε περί το δίκαιο, θίγοντας το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει η Επιτροπή κατά την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων. Η SNCM και η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτουν εντέλει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αιτιολόγησε την απόφασή του χαρακτηρίζοντας το επίμαχο μέτρο ως κρατική ενίσχυση χωρίς να εξακριβώσει, επικουρικώς, αν αυτό το μέτρο ανταποκρινόταν ή όχι στο κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή, όπως υποστήριζε πάντως η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 378 της επίμαχης αποφάσεως.

121.

Προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον τρίτο λόγο για τους εξής λόγους.

α) Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου της SNCM

122.

Σχετικά με το επιχείρημα της SNCM περί παραμορφώσεως του περιεχομένου της αποφάσεως της Επιτροπής, φρονώ ότι στη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο ορθώς αντελήφθη τη θέση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία, προκειμένου να αποκλειστεί η φύση του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, έπρεπε να εξακριβωθεί «ότι το μέτρο δεν απαλλάσσει την SNCM από τις επιβαρύνσεις της τρέχουσας διαχείρισης, στη συγκεκριμένη περίπτωση δηλαδή από τα έξοδα που απορρέουν από τη συνήθη εφαρμογή της κοινωνικής νομοθεσίας που εφαρμόζεται στον εξεταζόμενο τομέα σε θέματα λύσης της σύμβασης εργασίας» ( 73 ).

123.

Η συλλογιστική της Επιτροπής όπως εκτέθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 371 έως 377 της επίμαχης αποφάσεως επιδιώκει να καταδείξει ότι το επίμαχο μέτρο απορρέει από υποχρεώσεις που υπερβαίνουν τις αποζημιώσεις που προβλέπονται από την κοινωνική νομοθεσία και τις εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις. Προκύπτει σαφώς, ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 377 της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής, ότι αυτή είχε την άποψη ότι το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο δεν απέρρεε από νόμιμες και συμβατικές υποχρεώσεις δεν μπορεί να αποκλείσει ότι πρόκειται για κρατική ενίσχυση.

124.

Είμαι της γνώμης ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως παραμόρφωσε το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής υπό την προβαλλόμενη με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως έννοια.

β) Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου της SNCM

125.

Η SNCM ισχυρίζεται ότι, στη σκέψη 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο θίγοντας το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που η Επιτροπή διαθέτει όταν προβαίνει σε περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις.

126.

Στη ίδια σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι «η ύπαρξη δεσμευμένου λογαριασμού μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για τους εργαζομένους της SNCM να αποχωρήσουν από την επιχείρηση ή, έστω, να αποχωρήσουν χωρίς να διαπραγματευτούν την αποχώρησή τους, ειδικότερα όσον αφορά την ενδεχόμενη χορήγηση συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως […], πράγμα που σε κάθε περίπτωση θα δημιουργούσε έμμεσο οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της SNCM».

127.

Το ζήτημα αν ο δεσμευμένος λογαριασμός μπορεί να παροτρύνει τους μισθωτούς της SNCM να εγκαταλείψουν την εταιρία χωρίς να διαπραγματευθούν την αποχώρησή τους και αν απονέμει έμμεσο οικονομικό πλεονέκτημα στην SNCM είναι προφανώς ζήτημα διαπιστώσεως πραγματικών περιστατικών, το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο εξετάσεως μιας αιτήσεως αναιρέσεως.

128.

Το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της SNCM είναι συνεπώς απαράδεκτο και πρέπει να απορριφθεί.

γ) Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου της SNCM και του τρίτου λόγου της Γαλλικής Δημοκρατίας

129.

Κατά την SNCM και τη Γαλλική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόφασή του χαρακτηρίζοντας το επίμαχο μέτρο ως κρατική ενίσχυση χωρίς να επαληθεύσει, επικουρικώς, αν το εν λόγω μέτρο πληρούσε το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή.

130.

Η ουσία αυτού του επιχειρήματος έγκειται στο ότι, ακόμα και αν η ύπαρξη του δεσμευμένου λογαριασμού είχε ως αποτέλεσμα να ελαφρύνει τις επιβαρύνσεις της SNCM, αυτό το μέτρο μπορούσε να μη χαρακτηρισθεί κρατική ενίσχυση αν εφαρμοζόταν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

131.

Η SNCM και η Γαλλική Δημοκρατία διατείνονται (όπως η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 378 της επίμαχης αποφάσεως) ότι αν η αξία του δεσμευμένου λογαριασμού, δηλαδή 38,5 εκατομμύρια ευρώ, προστίθετο στην αρνητική τιμή της μεταβιβάσεως, δηλαδή 158 εκατομμύρια ευρώ, η συνολική τιμή της μεταβιβάσεως, δηλαδή 196,5 εκατομμύρια ευρώ, θα ήταν πάντοτε χαμηλότερη από το κόστος της εκκαθαρίσεως. Αυτό αποδεικνύει, κατά τους ισχυρισμούς τους, ότι και ένας ιδιώτης επενδυτής θα ελάμβανε αυτό το μέτρο το οποίο επομένως δεν θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

132.

Από την αιτιολογική σκέψη 70 της αποφάσεως όμως, και από την υποσημείωση 66, προκύπτει σαφώς ότι ο δεσμευμένος λογαριασμός έχει προβλεφθεί προκειμένου να καταβληθούν οι συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως. Κατά την ανάλυση του πρώτου λόγου, εξέφρασα ήδη την άποψη μου επί της εφαρμογής στις αποζημιώσεις αυτής της μορφής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

133.

Για τους λόγους που παρατίθενται στα σημεία 51 έως 63, και 79 έως 96 των προτάσεων μου, φρονώ ότι η Επιτροπή δεν στήριξε επαρκώς τη θέση της ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα κατέβαλε παρόμοιες συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως σε συγκρίσιμες περιστάσεις ούτε κατά μείζονα λόγο ότι θα προσέθετε την αξία του δεσμευμένου λογαριασμού στο κόστος της μεταβιβάσεως.

134.

Η SNCM υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως τεκμηρίωσε ή αιτιολόγησε το σκεπτικό του σχετικά με τον δεσμευμένο λογαριασμό που συνοψίστηκε στη σκέψη 144 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Κατά τη γνώμη μου, οι λόγοι για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο δεσμευμένος λογαριασμός απονέμει έμμεσο οικονομικό πλεονέκτημα στην SNCM προκύπτει σαφώς από το σκεπτικό της αποφάσεώς του.

135.

Όπως επισημαίνει η Corsica Ferries, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συντάχθηκε με την Επιτροπή, δηλαδή δέχθηκε το γεγονός ότι «η έννοια της ενισχύσεως δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι αναλαμβάνεται από το Δημόσιο μια εκ του νόμου επιβαλλόμενη υποχρέωση, αλλά μάλλον ότι παρέχεται μια ελάφρυνση από τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως». Αυτό ισχύει εν προκειμένω για την SNCM σε περίπτωση νέας μειώσεως προσωπικού.

136.

Αυτό προκύπτει ακόμα σαφέστερα από τις αιτιολογικές σκέψεις 374 και 375 της επίμαχης αποφάσεως όπου η Επιτροπή δέχθηκε ότι η θέσπιση του δεσμευμένου λογαριασμού είχε ως αποτέλεσμα να αναλαμβάνει το Δημόσιο το κόστος των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως των μισθωτών που θα απολύονταν όταν η SNCM θα πωλείτο σε ιδιώτες αγοραστές.

137.

Φρονώ συνεπώς ότι το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του από την άποψη αυτή και συμπεραίνω ότι το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου της SNCM καθώς και ο τρίτος λόγος της Γαλλικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθούν.

Δ– Επί του τετάρτου λόγου σχετικά το υπόλοιπο αναδιαρθρώσεως ύψους 15,81 εκατομμυρίων ευρώ

1. Η επίμαχη απόφαση

138.

Στην αιτιολογική σκέψη 434 της επίμαχης αποφάσεως, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η κρατική ενίσχυση υπό μορφή εισφοράς κεφαλαίου ύψους 15,81 εκατομμυρίων ευρώ ( 74 ) ήταν συμβατή με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΕΚ.

2. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

139.

Στη σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με το υπόλοιπο αναδιαρθρώσεως στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι το σχέδιο ιδιωτικοποιήσεως του 2006 δεν περιείχε στοιχεία κρατικών ενισχύσεων. Στις σκέψεις 152 και 153 αυτής της αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε ότι, κατά το μέτρο που η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ικανή να αμφισβητήσουν αυτή την παραδοχή, η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή για το υπόλοιπο αναδιαρθρώσεως δεν θεμελιωνόταν σε κανένα στοιχείο.

3. Ανάλυση

140.

Η SNCM και η Γαλλική Δημοκρατία δέχονται ότι η ευδοκίμηση του τετάρτου λόγου τους εξαρτάται από την απόφαση του Δικαστηρίου να δεχθεί ή όχι τους άλλους λόγους που προβάλλονται με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως.

141.

Έχοντας υπόψη την προηγούμενη ανάλυσή μου και την πρότασή μου προς το Δικαστήριο να απορρίψει τους τρεις πρώτους λόγους της SNCM και της Γαλλικής Δημοκρατίας, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς δέχθηκε την προσφυγή της Corsica Ferries με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως.

142.

Προτείνω επομένως στο Δικαστήριο να απορρίψει τον τέταρτο λόγο της SNCM και της Γαλλικής Δημοκρατίας.

V – Συμπέρασμα

143.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως και

να καταδικάσει τη Société nationale maritime Corse-Méditerranée (SNCM) SA και τη Γαλλική Δημοκρατία να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Corsica Ferries France SAS ισομερώς.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑565/08.

( 3 ) ΕΕ 2009, L 225, σ. 180.

( 4 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 40 της επίμαχης αποφάσεως.

( 5 ) ΕΕ 2004, L 61, σ. 13.

( 6 ) Το ποσό αυτό είναι η διαφορά μεταξύ του καθαρού ταμειακού δανεισμού της SNCM, δηλαδή 19,75 εκατομμύρια ευρώ, και του καθαρού προϊόντος των μεταβιβάσεων στοιχείων του ενεργητικού κατόπιν της αποφάσεως του 2003, δηλαδή 3,94 εκατομμύρια ευρώ, από την πώληση ενός πλοίου και των συμμετοχών σε τρεις εταιρίες. Βλ. την υποσημείωση 201 της επίμαχης αποφάσεως.

( 7 ) ΕΕ 2005, L 19, σ. 70.

( 8 ) Απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, T-349/03, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II-2197).

( 9 ) Στη συνέχεια των προτάσεών μου, θα αναφερθώ στα άρθρα της Συνθήκης ΕΚ που ίσχυε όταν εκδόθηκε η επίμαχη απόφαση.

( 10 ) ΕΕ 1999, C 288, σ. 2.

( 11 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 17 της επίμαχης αποφάσεως.

( 12 ) ΕΕ L 24, σ. 1.

( 13 ) ΕΕ 2006, C 303, σ. 53.

( 14 ) Βλ. σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 15 ) Όπ.π. (σκέψη 83).

( 16 ) Όπ.π. (σκέψη 84).

( 17 ) Όπ.π. (σκέψεις 90 έως 93).

( 18 ) Όπ.π. (σκέψεις 93 και 94).

( 19 ) Όπ.π. (σκέψεις 95 έως 108).

( 20 ) Όπ.π. (σκέψη 109).

( 21 ) Όπ.π. (σκέψη 108).

( 22 ) Βλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2007, C-525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing (Συλλογή 2007, σ. I-9947, σκέψη 57), και της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, C-290/07 P, Επιτροπή κατά Scott (Συλλογή 2010, σ. I-7763, σκέψη 66).

( 23 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Scott (σκέψη 66). Βλ. επίσης απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, C-501/06 P, C-513/06 P, C-515/06 P και C-519/06 P, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I-9291, σκέψη 163).

( 24 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 25 ) Απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, C-328/99 και C-399/00, Italie και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-4035, σκέψη 38).

( 26 ) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη — Εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 5 της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής επί των δημοσίων επιχειρήσεων στον κλάδο της μεταποίησης (ΕΕ 1993, C 307, σ. 3, σημείο 14).

( 27 ) Σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 28 ) Όπ.π. (σκέψη 87).

( 29 ) Όπ.π. (σκέψη 96).

( 30 ) Όπ.π.

( 31 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Scott (σκέψη 66).

( 32 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 267 έως 268 και 272 της επίμαχης αποφάσεως.

( 33 ) Σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 34 ) Όπ.π. (σκέψη 96).

( 35 ) Όπ.π. (σκέψη 102).

( 36 ) Όπ.π. (σκέψη 105).

( 37 ) Βλ. σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 38 ) Βλ. υποσημείωση 137 της επίμαχης αποφάσεως.

( 39 ) Απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991, C-303/88 (Συλλογή 1991, σ. I-1433, σκέψη 21).

( 40 ) Όπ.π.

( 41 ) Όπ.π. (σκέψη 22).

( 42 ) Όπ.π. (σκέψη 24).

( 43 ) Όπ.π. (σκέψη 18).

( 44 ) Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, υποθέσεις C-278/92 έως C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. Ι-4103).

( 45 ) Σημείο 24 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής.

( 46 ) Όπ.π. (σκέψη 29).

( 47 ) Όπ.π.

( 48 ) Όπ.π. (σκέψη 30).

( 49 ) Προπαρατεθείσα απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής (σκέψεις 25 και 26).

( 50 ) Βλ., κατά την έννοια αυτή, διάταξη της 3ης Μαΐου 1996, C-399/95 R, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. Ι-2441).

( 51 ) Όπ.π. (σκέψη 14).

( 52 ) Όπ.π. (σκέψη 32).

( 53 ) Όπ.π. (σκέψη 70).

( 54 ) Όπ.π. (σκέψη 66).

( 55 ) Βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1999, Τ‑129/95, Τ‑2/96 και Τ‑97/96, Neue Maxhütte Stahlwerke και Lech-Stahlwerke κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-17, σκέψη 122).

( 56 ) Όπ.π. (σκέψη 126).

( 57 ) Όπ.π. (σκέψη 127).

( 58 ) Βλ. διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 2001, C-111/99 P, Lech-Stahlwerke κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I-727).

( 59 ) Σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 60 ) Όπ.π. (σκέψη 91).

( 61 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής (σκέψη 22).

( 62 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής (σκέψη 24).

( 63 ) Σημείο 24 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής.

( 64 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Neue Maxhütte Stahlwerke και Lech-Stahlwerke κατά Επιτροπής (σκέψη 122).

( 65 ) Βλ. σημεία 58 έως 61 της αιτήσεως αναιρέσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας.

( 66 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Neue Maxhütte Stahlwerke και Lech-Stahlwerke κατά Επιτροπής (σκέψη 125). Βλ., στο ίδιο πνεύμα, σκέψη 85 in fine της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 67 ) Το τμήμα III.5 του πρωτοκόλλου συμφωνίας της 16ης Μαΐου 2006 είναι σχετικό με τη ρήτρα υπαναχωρήσεως ως προς τη μεταβίβαση, η οποία μπορεί να ενεργοποιηθεί ταυτόχρονα από τους αγοραστές, εάν συμβεί ένα από τα ακόλουθα γεγονότα: i) η μη ανάθεση της συμβάσεως παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας θαλάσσιας συγκοινωνιακής εξυπηρετήσεως της Κορσικής για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2007 ή ii) η κοινοποίηση στη Γαλλική Κυβέρνηση αποφάσεως της Επιτροπής που θα κήρυσσε το σύνολο ή μέρος των ποσών που εισφέρθηκαν από το Γαλλικό Δημόσιο στην SNCM ως κρατική ενίσχυση αντίθετη στο δίκαιο της Ένωσης.

( 68 ) Σκέψεις 120 έως 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 69 ) Βλ. αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 1992, C-30/91 P, Lestelle κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-3755, σκέψη 28), της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-320/92 P, Finsider κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-5697, σκέψη 37), της 12ης Νοεμβρίου 1996, C-294/95 P, Ojha κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-5863, σκέψη 52), και της 13ης Ιουλίου 2000, C-210/98 P, Salzgitter κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-5843, σκέψη 58).

( 70 ) Σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 71 ) Όπ.π. (σκέψη 125).

( 72 ) Όπ.π. (σκέψη 127).

( 73 ) Αιτιολογική σκέψη 371 της επίμαχης αποφάσεως.

( 74 ) Βλ. υποσημείωση 6 των προτάσεων μου.