ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

MELCHIOR WATHELET

της 18ης Ιουλίου 2013 ( 1 )

Υπόθεση C‑347/12

Caisse nationale des prestations familiales

κατά

Ulrike Wiering,

Markus Wiering

[αίτηση του Cour de cassation (Λουξεμβούργο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική ασφάλιση — Κανονισμοί (ΕΟΚ) 1408/71 και 574/72 — Οικογενειακές παροχές — Κανόνες που απαγορεύουν τη σώρευση — Άρθρα 12, 73 και 76 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 — Άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 — “Elterngeld” — “Kindergeld” — Επίδομα ανατροφής τέκνων — Υπολογισμός της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής — Παροχές της ίδιας φύσεως»

I – Εισαγωγή

1.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Ιουλίου 2012, αφορά την ερμηνεία των κανονισμών της Ένωσης σχετικά με τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, και συγκεκριμένα την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 ( 2 ), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 ( 3 ) (στο εξής: κανονισμός 1408/71), και ειδικότερα των άρθρων του 12, 73 και 76 καθώς και την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 ( 4 ), και ειδικότερα του άρθρου του 10, παράγραφος 1.

2.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εντάσσεται στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Caisse nationale des prestations familiales (στο εξής: CNPF) και του Μ. και της U. Wiering, σχετικά με την έκταση του δικαιώματός τους λήψεως οικογενειακών παροχών στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου μετά τη γέννηση του δεύτερου τέκνου τους.

3.

Κατ’ ουσίαν, το ζεύγος Wiering, το οποίο λαμβάνει οικογενειακές παροχές (τις λεγόμενες Kindergeld και Elterngeld, στο εξής: παροχή Kindergeld και παροχή Elterngeld αντίστοιχα) στη Γερμανία όπου και διαμένει, ζήτησε, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στο οποίο εργάζεται ο Μ. Wiering, να λάβει συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή ίση με τη διαφορά μεταξύ των γερμανικών και των λουξεμβουργιανών οικογενειακών παροχών.

4.

H ένδικη διαφορά μεταξύ του CNPF και του ζεύγους Wiering αφορά τις γερμανικές οικογενειακές παροχές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό ενδεχόμενης συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής, στο πλαίσιο της οποίας το CNPF υποστηρίζει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι γερμανικές παροχές Kindergeld και Elterngeld, ενώ το ζεύγος Wiering εκτιμά ότι η παροχή Elterngeld είναι άλλου είδους παροχή και δεν πρέπει να συνυπολογίζεται.

II – Το νομικό πλαίσιο

A – Η νομοθεσία της Ένωσης

1. Ο κανονισμός 1408/71

5.

Το άρθρο 1, στοιχείο καʹ, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει τα εξής:

«i)

Ως “οικογενειακή παροχή” νοείται κάθε παροχή σε είδος ή σε χρήμα, προοριζόμενη να αντισταθμίσει τα οικογενειακά βάρη, στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, με εξαίρεση τα ειδικά επιδόματα τοκετού ή υιοθεσίας […],

ii)

ως “οικογενειακό επίδομα” νοείται η περιοδική παροχή [σε] χρήμα που χορηγείται αποκλειστικά ανάλογα με τον αριθμό και, ενδεχομένως, την ηλικία των μελών της οικογενείας.»

6.

Το άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής καθ’ ύλη», ορίζει τα εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:

[…]

η)

οικογενειακές παροχές.

[…]»

7.

Το άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Απαράδεκτο σωρεύσεως των παροχών», έχει ως εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός δεν δύναται να παρέχει ή να διατηρεί δικαίωμα λήψεως περισσότερων παροχών της ίδιας φύσεως που αφορούν την ίδια περίοδο υποχρεωτικής ασφαλίσεως […].

[…]»

8.

Κατά το άρθρο 73 του κανονισμού 1408/71 που αφορά τους μισθωτούς ή τους μη μισθωτούς των οποίων τα μέλη της οικογένειας κατοικούν σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος:

«Ο μισθωτός ή μη μισθωτός που υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους δικαιούται, για τα μέλη της οικογένειάς του που κατοικούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, τις οικογενειακές παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους, σαν να κατοικούσαν τα μέλη αυτά στο έδαφος του κράτους αυτού […]».

9.

Το άρθρο 76, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Κανόνες προτεραιότητας σε περίπτωση σώρευσης δικαιωμάτων οικογενειακών παροχών δυνάμει της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους και δυνάμει της νομοθεσίας της χώρας όπου τα μέλη της οικογένειας έχουν την κατοικία τους», προβλέπει τα εξής:

«1.   Όταν καταβάλλονται οικογενειακές παροχές, κατά την ίδια περίοδο, και για το ίδιο μέλος της οικογενείας λόγω ασκήσεως μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχουν την κατοικία τους τα μέλη της οικογενείας, αναστέλλεται το δικαίωμα προς είσπραξη οικογενειακών παροχών που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, ενδεχομένως, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 73 και 74, μέχρι του ποσού που προβλέπεται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους.»

2. Ο κανονισμός 574/72

10.

Τα άρθρα 7 έως 10α του κανονισμού 574/72 ορίζουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 12 του κανονισμού 1408/71.

11.

Το άρθρο 10 του κανονισμού 574/72 προβλέπει τα εξής:

α)

Το δικαίωμα οικογενειακών παροχών ή επιδομάτων που οφείλονται κατά τη νομοθεσία κράτους μέλους, σύμφωνα με την οποία η κτήση αυτού του δικαιώματος παροχών ή επιδομάτων δεν εξαρτάται από όρους ασφαλίσεως, απασχόλησης ή μη μισθωτής δραστηριότητας, αναστέλλεται όταν, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου και για το ίδιο μέλος της οικογένειας, οφείλονται παροχές είτε δυνάμει μόνο της εθνικής νομοθεσίας άλλου κράτους μέλος είτε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 73, 74, 77 ή 78 του κανονισμού, και τούτο μέχρι του ποσού των παροχών αυτών.

β)

Πάντως, αν έχει ασκηθεί επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους:

i)

στην περίπτωση των παροχών που οφείλονται, είτε δυνάμει μόνο της εθνικής νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους είτε δυνάμει των άρθρων 73 ή 74 του κανονισμού, από το άτομο που έχει δικαίωμα οικογενειακών παροχών ή από το άτομο στο οποίο έχουν αυτές χορηγηθεί, το δικαίωμα οικογενειακών παροχών που οφείλονται, είτε δυνάμει μόνο της εθνικής νομοθεσίας αυτού του άλλου κράτους μέλους είτε δυνάμει των εν λόγω άρθρων, αναστέλλεται μέχρι του ποσού των οικογενειακών παροχών που προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί το μέλος της οικογενείας. Οι παροχές που καταβάλλονται από το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου κατοικεί το μέλος της οικογενείας βαρύνουν το κράτος μέλος αυτό·

[…]».

Β – Το εθνικό νομικό πλαίσιο του Λουξεμβούργου

12.

Το Δικαστήριο υπέβαλε, στις 15 Μαρτίου 2013, στο αιτούν δικαστήριο αίτηση παροχής διευκρινίσεων δυνάμει του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του. Το αιτούν δικαστήριο κλήθηκε να εκθέσει επακριβέστερα τις λουξεμβουργιανές οικογενειακές παροχές και τις προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους. Με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2013, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης λουξεμβουργιανές οικογενειακές παροχές ήταν τα οικογενειακά επιδόματα και το επίδομα ανατροφής τέκνων, προσθέτοντας ότι η αποζημίωση γονικής αδείας δεν αποτελούσε αντικείμενο της εκκρεμούσης ενώπιόν του υποθέσεως, καθόσον οι συναφείς αιτιάσεις του ζεύγους Wiering είχαν κριθεί απαράδεκτες.

1. Τα οικογενειακά επιδόματα

13.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, τα οικογενειακά επιδόματα προέρχονται από ένα μηχανισμό αναδιανομής μέρους του εθνικού εισοδήματος υπέρ των τέκνων βάσει της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης. Επιπροσθέτως, τα οικογενειακά επιδόματα δεν πρέπει να θεωρείται ότι αποτελούν προσαύξηση μισθού των προσώπων που έχουν συντηρούμενα τέκνα, αλλά ότι επιδιώκουν αυτοτελή σκοπό, κυρίως μετά την καθιέρωση ενιαίου ποσού παροχών για όλα τα τέκνα, ανεξαρτήτως της επαγγελματικής θέσεως των γονέων τους. Για να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού αυτού, ο νομοθέτης καθιέρωσε το προσωπικό δικαίωμα των τέκνων να λαμβάνουν τα οικογενειακά επιδόματα.

14.

Το άρθρο 269, πρώτο εδάφιο, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, το οποίο επιγράφεται «Προϋποθέσεις χορηγήσεως», ορίζει τα εξής:

«Δικαιούται τα οικογενειακά επιδόματα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο,

a)

για τον εαυτό του, κάθε τέκνο που διαμένει όντως και αδιαλείπτως στο Λουξεμβούργο, όπου έχει και τη νόμιμη κατοικία του,

[…]».

15.

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 271, πρώτο εδάφιο, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, το επίδομα οφείλεται από τη γέννηση έως τη συμπλήρωση του δεκάτου ογδόου έτους. Κατά το άρθρο 271, τρίτο εδάφιο, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και της δευτεροβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης με κύρια ενασχόληση την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών διατηρούν το δικαίωμα λήψεως οικογενειακών επιδομάτων το αργότερο έως τη συμπλήρωση του εικοστού εβδόμου έτους της ηλικίας τους.

2. Το επίδομα ανατροφής τέκνων

16.

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 299, παράγραφος 1, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως:

«Το επίδομα ανατροφής τέκνων χορηγείται κατόπιν αιτήσεως οιουδήποτε:

a)

έχει τη νόμιμη κατοικία του στο μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, όπου όντως διαμένει, ή υπάγεται υποχρεωτικώς βάσει της επαγγελματικής δραστηριότητάς του στο λουξεμβουργιανό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κοινοτικών κανονισμών,

b)

ανατρέφει στην κατοικία του ένα ή περισσότερα τέκνα, για τα οποία καταβάλλονται στον αιτούντα ή στον μη εν διαστάσει σύζυγό του ή στον σύντροφό του […], οικογενειακά επιδόματα και τα οποία πληρούν έναντι αυτού τις προϋποθέσεις του άρθρου 270 [του ίδιου κώδικα περί καθορισμού του οικογενειακού κύκλου],

c)

ασχολείται κυρίως με την ανατροφή των τέκνων στην οικογενειακή εστία και δεν ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα ούτε λαμβάνει αντισταθμιστικό εισόδημα.»

17.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Ιουνίου 2013, το CNPF διευκρίνισε ότι οι προϋποθέσεις χορηγήσεως ήταν σωρευτικές.

18.

Κατά το άρθρο 299, παράγραφος 2, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, «[κ]ατά παρέκκλιση από την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1, στοιχείο cʹ προϋπόθεση, δικαιούται επίσης να λάβει επίδομα όποιος ασκεί μία ή περισσότερες επαγγελματικές δραστηριότητες ή λαμβάνει αντισταθμιστικό εισόδημα και, ανεξαρτήτως της διάρκειας της παρεχόμενης εργασίας, διαθέτει εισοδήματα από κοινού με τον μη εν διαστάσει σύζυγό του ή με το πρόσωπο με το οποίο συζεί [τα οποία δεν υπερβαίνουν ορισμένο ποσό]».

19.

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 299, παράγραφος 3, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως:

«Κατά παρέκκλιση [από την] προϋπόθεση […] που προβλέπουν [...] η παράγραφος 1, στοιχείο cʹ και η παράγραφος 2, δικαιούται να λάβει το ήμισυ του επιδόματος ανατροφής τέκνων, ανεξαρτήτως του εισοδήματός του, όποιος

a)

ασκεί μία ή περισσότερες επαγγελματικές δραστηριότητες μερικής απασχολήσεως και ασχολείται κυρίως με την ανατροφή των τέκνων στην οικογενειακή εστία για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ίσο με το ήμισυ της συνήθους διάρκειας της εργασίας […].

[…]»

20.

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 304 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως:

«Η καταβολή του επιδόματος ανατροφής τέκνων αναστέλλεται μέχρι το ύψος κάθε μη λουξεμβουργιανής παροχής της ίδιας φύσεως που οφείλεται για το ίδιο ή για τα ίδια τέκνα.

[…], δεν οφείλεται στην περίπτωση που ένας εκ των γονέων λαμβάνει για το ίδιο ή για τα ίδια τέκνα την προβλεπόμενη στο κεφάλαιο VI του παρόντος βιβλίου αποζημίωση γονικής αδείας ή τυχόν άλλη μη λουξεμβουργιανή παροχή, η οποία καταβάλλεται δυνάμει γονικής αδείας. […]»

Γ – Το γερμανικό νομικό πλαίσιο

21.

Στις 19 Μαρτίου 2013, το Δικαστήριο κάλεσε τη Γερμανική Κυβέρνηση, δυνάμει του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του, να διευκρινίσει τους σκοπούς και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών Kindergeld και Elterngeld στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Απριλίου 2013, η Γερμανική Κυβέρνηση παρέσχε τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω παροχές.

1. Η παροχή Kindergeld

22.

Σκοπός της παροχής Kindergeld είναι, όπως προβλέπει το άρθρο 31 του γερμανικού νόμου περί φορολογίας εισοδήματος (Einkommensteuergesetz, στο εξής: EStG), να αντισταθμίσει τα οικογενειακά βάρη και, συνεπώς, να διασφαλίσει στο τέκνο ένα ελάχιστο επίπεδο διαβιώσεως.

23.

Κατά το άρθρο 62, παράγραφος 1, του EStG, για να δικαιούται (κατά κανόνα ένας γονέας) την εν λόγω παροχή πρέπει να έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στη Γερμανία ή να φορολογείται απεριορίστως ή να θεωρείται ότι φορολογείται απεριορίστως στη Γερμανία. Το τέκνο πρέπει να έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ελβετία, στην Ισλανδία, στο Λιχτενστάιν ή στη Νορβηγία.

24.

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 4, του EStG, το τέκνο λαμβάνεται υπόψη για την παροχή Kindergeld, άνευ ετέρου, έως τη συμπλήρωση του δεκάτου ογδόου έτους της ηλικίας του ή έως τη συμπλήρωση του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας του, εφόσον δεν εργάζεται και είναι εγγεγραμμένο ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία στην εθνική υπηρεσία απασχολήσεως (Agentur für Arbeit im Imland) ή έως τη συμπλήρωση του εικοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του, εάν παρακολουθεί ορισμένο πρόγραμμα καταρτίσεως ή παρέχει αναγνωρισμένες εθελοντικές υπηρεσίες ή τέλος, ανεξαρτήτως ηλικίας, εάν λόγω φυσικής ή διανοητικής αναπηρίας δεν είναι σε θέση να επιληφθεί των υποθέσεών του.

25.

Το ύψος της παροχής Kindergeld ανέρχεται επί του παρόντος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 66, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του EStG, σε 184 ευρώ τον μήνα για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα, σε 190 ευρώ για το τρίτο τέκνο και σε 215 ευρώ για κάθε άλλο τέκνο και τούτο ανεξαρτήτως των εισοδημάτων και των περιουσιακών στοιχείων όλων των μελών της οικογένειας, και λαμβανομένης υπόψη της επαγγελματικής δραστηριότητας των γονέων μόνο στην περίπτωση αλλοδαπών γονέων που δεν απολαύουν της ελεύθερης κυκλοφορίας.

2. Η παροχή Elterngeld

26.

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 1, του ομοσπονδιακού νόμου περί Elterngeld και της ιδιότητας του γονέα (Bundeselterngeld- und Elternzeitgesetz, στο εξής: BEEG), την παροχή Elterngeld δικαιούται όποιος έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στη Γερμανία και συζεί με το τέκνο του υπό την ίδια στέγη, ασχολείται δε με την επιμέλεια και την ανατροφή του τέκνου αυτού και δεν ασκεί καμία επαγγελματική δραστηριότητα ή επαγγελματική δραστηριότητα πλήρους απασχολήσεως ( 5 ). Η παροχή Elterngeld μπορεί να καταβάλλεται από τη γέννηση του τέκνου έως τη συμπλήρωση των 14 μηνών ( 6 ).

27.

Η παροχή Elterngeld αντιστοιχεί στο 67 % του εισοδήματος που ο γονέας αποκόμιζε από την επαγγελματική δραστηριότητά του πριν από τη γέννηση του τέκνου. Καταβάλλεται δε, μέχρι ενός ανώτατου μηνιαίου ποσού ύψους 1800 ευρώ καθ’ όλη τη διάρκεια των μηνών κατά τους οποίους ο δικαιούχος δεν αποκόμισε κανένα εισόδημα από την επαγγελματική δραστηριότητά του.

28.

Στην περίπτωση που τα προερχόμενα από ορισμένη δραστηριότητα εισοδήματα πριν από τη γέννηση του τέκνου ήταν κατώτερα των 1000 ευρώ, το ποσοστό 67 % προσαυξάνεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του BEEG, κατά 0,1 % για κάθε 2 ευρώ που υπολείπονται του εν λόγω εισοδήματος των 1000 ευρώ, και έως το 100 %. Στην περίπτωση που το εισόδημα εκ της επαγγελματικής δραστηριότητας πριν από τη γέννηση υπερέβαινε τα 1200 ευρώ, το ποσοστό 67 % μειώνεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του BEEG, κατά 0,1 % για κάθε 2 ευρώ που υπερβαίνουν το εν λόγω εισόδημα των 1200 ευρώ και έως το 65 %. Η παροχή Elterngeld ανέρχεται, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του BEEG, τουλάχιστον σε 300 ευρώ μηνιαίως και τούτο, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του ίδιου νόμου, ακόμη και αν ο δικαιούχος δεν είχε κανένα εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα πριν από τη γέννηση του τέκνου. Κατά το χρονικό διάστημα καταβολής του ελάχιστου ποσού των 300 ευρώ, ο δικαιούχος δεν μπορεί να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα πλήρους απασχολήσεως ( 7 ).

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

29.

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, όπως προκύπτουν από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία και υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεώς τους από το αιτούν δικαστήριο, είναι τα ακόλουθα.

30.

Ο M. και η U. Wiering κατοικούν στη Γερμανία όπου εργάζεται η U. Wiering, ενώ ο σύζυγός της εργάζεται στο Λουξεμβούργο.

31.

Μετά τη γέννηση, στις 12 Μαΐου 2007, ενός δεύτερου τέκνου, η U. Wiering έλαβε άδεια μητρότητας από τις 13 Μαΐου 2007 έως τις 16 Ιουλίου 2007 και στη συνέχεια γονική άδεια από τις 17 Ιουλίου 2007 έως τις 11 Μαΐου 2008. Κατά τη διάρκεια της γονικής άδειας, η U. Wiering λάβαινε στη Γερμανία την παροχή Elterngeld. Ο M. και η U. Wiering λάβαιναν την παροχή Kindergeld για καθένα από τα τέκνα τους από τη γέννησή τους.

32.

Στις 12 Οκτωβρίου 2007, ο M. Wiering ζήτησε από το CNPF να του καταβληθεί για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2007 έως 31 Μαΐου 2008 συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή σε σχέση με τις οφειλόμενες για τα δύο τέκνα του παροχές ίση με τη διαφορά μεταξύ των καταβαλλόμενων στη Γερμανία οικογενειακών παροχών και των παροχών που προέβλεπε το λουξεμβουργιανό δίκαιο.

33.

Με απόφαση της 17ης Απριλίου 2008, η διευθύνουσα επιτροπή του CNPF αρνήθηκε να καταβάλει συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή στον M. και στην U. Wiering με το αιτιολογικό ότι οι καταβαλλόμενες στη Γερμανία παροχές, δηλαδή οι παροχές Kindergeld και Elterngeld, υπερέβαιναν για την επίμαχη περίοδο τις προβλεπόμενες από το λουξεμβουργιανό δίκαιο παροχές, δηλαδή τα οικογενειακά επιδόματα και το επίδομα ανατροφής τέκνων.

34.

Θα ήθελα να επισημάνω ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εκπρόσωπος του CNPF δήλωσε ότι το ζεύγος Wiering δεν είχε ζητήσει το επίδομα ανατροφής τέκνων, το οποίο συνεπώς περιελήφθη αυτεπαγγέλτως στον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής από το CNPF. Είναι εξάλλου προφανές, γεγονός το οποίο πρέπει να επαληθεύσει το αιτούν δικαστήριο, ότι δυνάμει του άρθρου 304 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, το ζεύγος Wiering δεν θα δικαιούνταν ποτέ το επίδομα αυτό, εάν το είχε ζητήσει.

35.

Στις 25 Αυγούστου 2008, ο M. και η U. Wiering άσκησαν προσφυγή κατά της αποφάσεως της 17ης Απριλίου 2008 ενώπιον του Conseil arbitral des assurances sociales (διαιτητικού συμβουλίου κοινωνικών ασφαλίσεων), το οποίο έκρινε την προσφυγή αβάσιμη στις 31 Ιουλίου 2009.

36.

Κατόπιν εφέσεως που άσκησαν ο M. και η U. Wiering στις 9 Σεπτεμβρίου 2009, το Conseil supérieur de la sécurité sociale (ανώτατο συμβούλιο κοινωνικής ασφαλίσεως, στο εξής: CSSS) αναθεώρησε, με απόφαση της 16ης Μαρτίου 2011, την απόφαση της 31ης Ιουλίου 2009 του Conseil arbitral des assurances sociales και έκρινε ότι ο M. και η U. Wiering δικαιούνταν να λάβουν τη συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή για τα δύο τέκνα τους κατά την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2007 έως 31 Μαΐου 2008.

37.

Το CSSS έκρινε ότι «μόνον οι οικογενειακές παροχές που οφείλονται για το ίδιο μέλος της οικογένειας» (εν προκειμένω το τέκνο, ακόμη και αν καταβάλλονται στους γονείς) μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής, κάτι το οποίο δεν ίσχυε για την παροχή Elterngeld, η οποία οφείλεται μόνο στο μέλος της οικογένειας που ασχολείται με την ανατροφή των τέκνων και όχι στα ίδια τα τέκνα. Κατά το CSSS, το CNPF είχε, συνεπώς, εσφαλμένως λάβει υπόψη την καταβαλλόμενη στην U. Wiering παροχή Elterngeld, για να αρνηθεί την καταβολή της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής για τα δύο τέκνα.

38.

Το CNPF άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής της 20ής Μαΐου 2011 προβάλλοντας τέσσερις λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος αντλούνται από παράβαση, μη εφαρμογή ή εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, του κανονισμού 574/72, 10, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού και 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 αντίστοιχα. Το CNPF προσάπτει στην απόφαση του CSSS ότι δεν έλαβε υπόψη, κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, την παροχή Elterngeld για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής, με το αιτιολογικό ότι το εν λόγω επίδομα οφειλόταν και καταβαλλόταν στη μητέρα, και ότι κατά τον εν λόγω υπολογισμό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα επιδόματα που οφείλονται στα τέκνα, ακόμη και αν αυτά καταβάλλονται στην πραγματικότητα στους γονείς.

39.

Υπό τις συνθήκες αυτές, έχοντας αμφιβολίες σχετικά με τις οικογενειακές παροχές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής, το Cour de cassation (Λουξεμβούργο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία στις 12 Ιουλίου 2012 και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει, στο πλαίσιο του υπολογισμού της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής που ενδεχομένως οφείλεται κατά τα άρθρα 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, και 76, του κανονισμού […] 1408/71 […] και το άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού […] 574/72 […], από τον αρμόδιο οργανισμό του κράτους απασχολήσεως, να λαμβάνονται υπόψη, ως οικογενειακές παροχές της ίδιας φύσεως, όλες οι παροχές που καταβλήθηκαν στην οικογένεια του διακινούμενου εργαζομένου στο κράτος κατοικίας, και ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, αμφότερες οι προβλεπόμενες από τη γερμανική νομοθεσία [παροχές Elterngeld και Kindergeld];»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

40.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο Μ. και η U. Wiering, το CNPF και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις.

41.

Ο Μ. και η U. Wiering είναι της γνώμης ότι για τον υπολογισμό του ύψους της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον οι παροχές της ίδιας φύσεως. Εκτιμώντας ότι η παροχή Elterngeld δεν είναι της ίδιας φύσεως με την παροχή Kindergeld, η παροχή Elterngeld δεν πρέπει, κατά τη γνώμη τους, να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής. Κατά την άποψη του M. και της U. Wiering, τα μεν τέκνα τους ήταν οι μόνοι δικαιούχοι της παροχής Kindergeld η δε U. Wiering ήταν η μόνη δικαιούχος της παροχής Elterngeld, η οποία έπρεπε συνεπώς να θεωρηθεί ως αντισταθμιστικός μισθός καταβαλλόμενος στον γονέα που διακόπτει προσωρινώς εν όλω ή εν μέρει την επαγγελματική δραστηριότητά του για να αφοσιωθεί αποκλειστικώς ή κυρίως στην ανατροφή του τέκνου ή των τέκνων του.

42.

Το CNPF φρονεί ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν προβλέπει προδήλως καμία διαφοροποίηση μεταξύ των οικογενειακών παροχών βάσει του λήπτη ή του δικαιούχου τους. Κατά το CNPF, δεν είναι δυνατόν η παροχή Elterngeld να θεωρείται ως παροχή εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών 1408/71 και 574/72 και διαφορετική από τα ειδικά επιδόματα γέννησης ή υιοθεσίας ( 8 ) και ταυτοχρόνως να μη συνεκτιμάται κατά τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής, διότι λαμβάνεται μόνον από το «μέλος της οικογένειας που ασχολείται με την ανατροφή των τέκνων, εν προκειμένω τη σύζυγο, και όχι από τα ίδια τα τέκνα ή για λογαριασμό των τέκνων».

43.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε, εν προκειμένω, η φύση των επίμαχων παροχών ως «οικογενειακών». Κατά την Επιτροπή, η οποία επικαλείται την απόφαση Feyerbacher ( 9 ), η παροχή Elterngeld συνιστά γονική παροχή χορηγούμενη στο πρόσωπο που μεριμνά το ίδιο για την επιμέλεια και την ανατροφή του τέκνου ή των τέκνων του και έχει, συνεπώς, παρόμοιο σκοπό με το επίμαχο στην υπόθεση Hoever και Zachow επίδομα ανατροφής τέκνων ( 10 ). Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ένα τέτοιο επίδομα αποτελεί όντως «οικογενειακή παροχή» και αποσκοπεί στην αντιστάθμιση των οικογενειακών βαρών κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, του κανονισμού 1408/71 και, ειδικότερα, στην παροχή ανταμοιβής για την ανατροφή του τέκνου, στην αντιστάθμιση των λοιπών δαπανών για τη φροντίδα και την ανατροφή του και, ενδεχομένως, στον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων που επάγεται η απώλεια εισοδήματος από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας με πλήρες ωράριο. Η Επιτροπή εκτιμά ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι τα επιδόματα που χορηγούνται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στους εργαζομένους που διακόπτουν την επαγγελματική σταδιοδρομία τους στο πλαίσιο γονικής αδείας πρέπει να εξομοιώνονται με οικογενειακή παροχή, κατά την έννοια των άρθρων 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, και 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1408/71.

44.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή εγκατέλειψε το επιχείρημα που είχε προβάλει με τις γραπτές παρατηρήσεις της, κατά το οποίο η εφαρμοστέα διάταξη ήταν το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 574/72, καθόσον η U. Wiering είχε διακόψει την επαγγελματική σταδιοδρομία της κατά τη διάρκεια της γονικής αδείας της, με αποτέλεσμα το πρωτευόντως αρμόδιο κράτος να είναι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και όχι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, γεγονός το οποίο θα καθιστούσε λήξαν οποιοδήποτε ζήτημα σχετικά με ενδεχόμενη συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

45.

Εν προκειμένω δεν έχει σημασία εάν η U. Wiering διέκοψε ή όχι πλήρως την επαγγελματική σταδιοδρομία της κατά τη διάρκεια της γονικής αδείας της, γεγονός το οποίο αμφισβητείται μεταξύ των μετεχόντων στη διαδικασία. Πράγματι όλοι συμφωνούν ότι εν πάση περιπτώσει δεν απώλεσε την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου του Δήμου Trier και, συνεπώς, την ιδιότητα του εργαζομένου. Τούτο έχει ως επακόλουθο να τυγχάνει, εν προκειμένω, εφαρμογής το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 574/72 και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να καθίσταται το πρωτευόντως αρμόδιο κράτος μέλος, γεγονός το οποίο συνάδει, άλλωστε, με το δεδομένο στο οποίο στηρίζεται το προδικαστικό ερώτημα.

46.

Θα ήθελα να προσθέσω ότι θα ήταν παράλογο να μη θεωρείται εργαζόμενη η μητέρα που διακόπτει την επαγγελματική δραστηριότητά της κατά τη διάρκεια της γονικής αδείας της ( 11 ). Για να δικαιούται να λάβει την παροχή Elterngeld στη Γερμανία, η U. Wiering οφείλει να διακόψει ή να περιορίσει τις επαγγελματικές δραστηριότητές της ( 12 ). Εάν, για παράδειγμα, η U. Wiering διέκοπτε τις επαγγελματικές δραστηριότητές της, θα εφαρμοζόταν το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 574/72, διότι δεν θα ήταν πλέον εργαζόμενη. Εξ αυτού του γεγονότος, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα έπαυε να είναι το πρωτίστως αρμόδιο κράτος μέλος και δεν θα όφειλε να καταβάλλει πλέον την παροχή Elterngeld και όλα θα άλλαζαν εκ νέου εάν η U. Wiering συνέχιζε να εργάζεται με ωράριο μερικής απασχολήσεως ( 13 ).

V – Ανάλυση

47.

Το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορά το ζήτημα εάν όλες οι οικογενειακές παροχές, τις οποίες λαμβάνει η οικογένεια ενός διακινούμενου εργαζομένου στο κράτος κατοικίας του, (εν προκειμένω, η παροχή Kindergeld και η παροχή Elterngeld που καταβάλλονται στην οικογένεια Wiering στη Γερμανία) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως παροχές της ίδιας φύσεως για τον υπολογισμό τυχόν συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής που οφείλεται από το κράτος του τόπου απασχολήσεως ενός εκ των γονέων (εν προκειμένω, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου) σύμφωνα με τα άρθρα 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, και 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, 12 και 76 του κανονισμού 1408/71, καθώς και το άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 574/72.

Α – Οι έννοιες της «σωρεύσεως» και της «συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής» στον τομέα των οικογενειακών παροχών

48.

Λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του υποβληθέντος ερωτήματος, είναι αναγκαίο κατ’ αρχάς να διευκρινιστούν, σε σχέση με τον κανονισμό 1408/71, οι έννοιες της σωρεύσεως και της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής στο πλαίσιο των οικογενειακών παροχών.

49.

Το άρθρο 73 του κανονισμού 1408/71 προβλέπει ότι ο μισθωτός ή μη μισθωτός δικαιούται, για τα μέλη της οικογένειάς του που κατοικούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, τις οικογενειακές παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο εργάζεται, ωσάν να κατοικούσαν τα μέλη αυτά στο έδαφος του κράτους αυτού. Η διάταξη αυτή έχει σκοπό να διευκολύνει τη λήψη εκ μέρους των διακινούμενων εργαζομένων των οικογενειακών παροχών στο κράτος μέλος στο οποίο εργάζονται, όταν η οικογένειά τους δεν έχει μετακινηθεί μαζί τους ( 14 ).

50.

Εντούτοις, σε περίπτωση που προβλέπονται οικογενειακές παροχές, κατά την ίδια περίοδο, για το ίδιο μέλος της οικογένειας, τόσο από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικούν τα μέλη της οικογένειας όσο και από τη νομοθεσία του κράτους απασχολήσεως του διακινούμενου εργαζομένου, τα άρθρα 12 και 76 του κανονισμού 1408/71 και το άρθρο 10 του κανονισμού 574/72 προβλέπουν ακριβείς κανόνες για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι πρωτίστως αρμόδιο για την καταβολή των οικογενειακών παροχών προκειμένου να αποφευχθεί η αδικαιολόγητη σώρευσή τους.

51.

Πράγματι, σύμφωνα με τον εκτιθέμενο στην εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71 σκοπό της αποφυγής των αδικαιολόγητων σωρεύσεων παροχών, το άρθρο 12 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Απαράδεκτο σωρεύσεως των παροχών», ορίζει, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 1, ότι ο κανονισμός «δεν δύναται να παρέχει ή να διατηρεί δικαίωμα λήψεως περισσότερων παροχών της ίδιας φύσεως που αφορούν την ίδια περίοδο υποχρεωτικής ασφαλίσεως» ( 15 ).

52.

Δεδομένου ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1408/71 περιλαμβάνεται στον τίτλο I του κανονισμού αυτού που αφορά τις γενικές διατάξεις, οι αρχές που απορρέουν από τη διάταξη αυτή ισχύουν για τους κανόνες προτεραιότητας σε περίπτωση σωρεύσεως δικαιωμάτων λήψεως των οικογενειακών παροχών ή επιδομάτων που προβλέπονται τόσο στο άρθρο 76 του κανονισμού αυτού ( 16 ), όσο και στο άρθρο 10 του κανονισμού 574/72 ( 17 ).

53.

Εντούτοις, με την απόφασή του Ferraioli ( 18 ), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ο επιδιωκόμενος από τις Συνθήκες σκοπός της καθιερώσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων αποτελεί τη βάση ερμηνείας των διατάξεων του κανονισμού 1408/71 και ότι το άρθρο 76 του κανονισμού αυτού δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατά τρόπο που να στερεί από τον εργαζόμενο τα ευνοϊκότερα επιδόματα, υποκαθιστώντας τα χορηγούμενα σε ορισμένο κράτος μέλος επιδόματα με τα οφειλόμενα σε άλλο κράτος μέλος επιδόματα. Κατά το Δικαστήριο, οι αρχές από τις οποίες εμπνέεται ο κανονισμός 1408/71 επιτάσσουν, σε περίπτωση που το ποσό των παροχών που καταβάλλονται από το κράτος κατοικίας είναι μικρότερο από το ποσό των παροχών που χορηγούνται από το άλλο κράτος οφειλέτη, να διατηρεί ο εργαζόμενος το δικαίωμα να λάβει το μεγαλύτερο ποσό και να δικαιούται να λάβει, από τον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα του εν λόγω άλλου κράτους, συμπληρωματική παροχή ίση με τη διαφορά των δύο ποσών ( 19 ).

54.

Ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των διατάξεων που απαγορεύουν τη σώρευση των οικογενειακών παροχών προβλέποντας, μεταξύ άλλων, την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορέων των κρατών μελών κατοικίας και απασχολήσεως, με σκοπό τη σύγκριση των επίμαχων παροχών και του ύψους τους προκειμένου να μπορεί να καθοριστεί η τυχόν συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή ( 20 ).

Β – Παροχές «της ίδιας φύσεως»

55.

Δεδομένου ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1408/71 προβλέπει ότι αδικαιολόγητη σώρευση αποτελεί μόνον το δικαίωμα λήψεως περισσότερων παροχών της ίδιας φύσεως που αφορούν την ίδια περίοδο ( 21 ), προκειμένου να καθοριστεί, εν προκειμένω, εάν υφίσταται δικαίωμα λήψεως συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής πρέπει προηγουμένως να διαπιστωθεί η φύση των επίμαχων παροχών.

56.

Με άλλα λόγια, μόνον οι οικογενειακές παροχές της ίδιας φύσεως είναι συγκρίσιμες και δεν μπορούν να σωρευθούν. Αντιθέτως, καθόσον ο δικαιούχος δικαιούται τη μεγαλύτερη εκ των δύο παροχών, θα λάβει συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή εάν το ποσό που χορηγεί το πρωτίστως αρμόδιο κράτος μέλος είναι μικρότερο της παροχής αυτής.

57.

Είμαι της γνώμης ότι από την πάγια συναφή νομολογία προκύπτει ότι η εξέταση της φύσεως των παροχών με σκοπό, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 έχει απαραιτήτως δύο σκέλη: το πρώτο συνδέεται με τον καθορισμό των σκοπών και των χαρακτηριστικών των παροχών και το δεύτερο με τον προσδιορισμό των δικαιούχων των παροχών αυτών.

58.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την απόφασή του Knoch ( 22 ), ότι οι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως πρέπει, ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών, να θεωρούνται της ίδιας φύσεως, όταν είναι πανομοιότυποι το αντικείμενο και ο σκοπός τους καθώς και η βάση υπολογισμού τους και οι όροι χορηγήσεώς τους. Αντιθέτως, αμιγώς τυπικά χαρακτηριστικά δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τη διαφοροποίηση των παροχών.

59.

Εντούτοις, το Δικαστήριο προσθέτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, η απαίτηση της πλήρους ομοιότητας των βάσεων υπολογισμού και των προϋποθέσεων χορηγήσεως θα είχε ως συνέπεια τον σημαντικό περιορισμό της εφαρμογής της απαγορεύσεως της σωρεύσεως του άρθρου 12. Το αποτέλεσμα αυτό θα αντέβαινε προς τον σκοπό της εν λόγω απαγορεύσεως, ήτοι την αποφυγή των αδικαιολόγητων σωρεύσεων κοινωνικών παροχών ( 23 ).

60.

Επιπροσθέτως με την απόφαση Dammer ( 24 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι, από το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προκύπτει ότι, σώρευση υπάρχει όταν δύο διαφορετικά πρόσωπα, εν προκειμένω οι δύο γονείς, έχουν δικαιώματα προς λήψη οικογενειακών παροχών προς όφελος ενός και του αυτού τέκνου. Το πνεύμα των διατάξεων του κανονισμού 1408/71 οι οποίες ρυθμίζουν τη σώρευση οικογενειακών παροχών, καθώς και οι λύσεις που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές σε περίπτωση σωρεύσεως καταδεικνύουν, επίσης, ότι το άρθρο 12 έχει ως σκοπό να αποτρέψει το ενδεχόμενο να δικαιούνται συγχρόνως δύο παροχές της ίδιας φύσεως τόσο ο άμεσος δικαιούχος οικογενειακής παροχής, δηλαδή ο εργαζόμενος, όσο και οι έμμεσοι δικαιούχοι της, δηλαδή τα μέλη της οικογένειας του εργαζομένου ( 25 ).

Γ – Εφαρμογή στην επίμαχη υπόθεση

1. Τα λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα και η γερμανική παροχή Elterngeld

61.

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου έπρεπε να καταβάλει συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή, μόνον εάν οι σ’ αυτό ισχύουσες οικογενειακές παροχές είναι μεγαλύτερες από τις καταβαλλόμενες στη Γερμανία. Το κρίσιμο ζήτημα είναι, συνεπώς, εάν η παροχή Elterngeld είναι της ίδιας φύσεως με τα λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι τα εν λόγω επιδόματα είναι της ίδιας φύσεως με την παροχή Kindergeld.

62.

Πράγματι, η παροχή Kindergeld, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στα σημεία 22 επ. ανωτέρω, έχει ως κύριο σκοπό να «διασφαλίσει στο τέκνο ένα ελάχιστο επίπεδο διαβιώσεως», χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα ή τα περιουσιακά στοιχεία των μελών της οικογένειας ή η τυχόν επαγγελματική δραστηριότητα των γονέων. Σε ορισμένες περιπτώσεις η παροχή Kindergeld χορηγείται στο ίδιο το τέκνο.

63.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, καίτοι σκοπός της παροχής Kindergeld είναι να παρέχει στους γονείς τη δυνατότητα να καλύπτουν τις δαπάνες που συνδέονται με τις ανάγκες του τέκνου, τελικός δικαιούχος της είναι το τέκνο και όχι οι γονείς. Η παροχή Kindergeld είναι αναμφισβήτητα της ίδιας φύσεως με τα λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα που περιγράφονται λεπτομερώς στα σημεία 13 έως 15 ανωτέρω. Η παροχή αυτή εξαρτάται μόνον από την ύπαρξη τέκνων, καθόσον ο εθνικός νομοθέτης έχει καθιερώσει το προσωπικό δικαίωμα των τέκνων να λαμβάνουν την εν λόγω παροχή.

64.

Όσον αφορά την παροχή Elterngeld, πρέπει να επισημανθεί κατ’ αρχάς ότι, εν προκειμένω, ούτε οι διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης ούτε η Επιτροπή αμφισβητούν τον χαρακτηρισμό της ως «οικογενειακή παροχή», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1408/71. Συμφωνώ με την άποψη αυτή. Πράγματι, από τις απαντήσεις του αιτούντος δικαστηρίου και της Γερμανικής Κυβερνήσεως στις αιτήσεις παροχής διευκρινίσεων προκύπτει σαφώς ότι η παροχή αυτή χορηγείται άνευ ετέρου σε όσους πληρούν ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια, χωρίς οποιαδήποτε εξατομικευμένη και κατά διακριτική ευχέρεια στάθμιση των ατομικών αναγκών τους ( 26 ) και ότι έχει σχέση με κάποιον από τους ρητώς απαριθμούμενους στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 κινδύνους, καθόσον έχει ως σκοπό να συνδράμει τους ασφαλισμένους που φέρουν οικογενειακά βάρη μέσω της συμβολής του κοινωνικού συνόλου στα βάρη αυτά.

65.

Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την απόφασή του Kuusijärvi ( 27 ), ότι πρέπει να εξομοιώνεται με οικογενειακό επίδομα, κατά την έννοια των άρθρων 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, και 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1408/71, το επίδομα που σκοπεί να επιτρέψει σε έναν από τους γονείς να αφιερωθεί στην ανατροφή ενός μικρού παιδιού, ειδικότερα δε να παράσχει ανταμοιβή για την ανατροφή του τέκνου, να αντισταθμίσει τα λοιπά έξοδα επιμέλειας και ανατροφής και, ενδεχομένως, να μετριάσει τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες από την απώλεια εισοδήματος λόγω μη ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας.

66.

Φρονώ, εντούτοις, ότι η παροχή Elterngeld διακρίνεται σαφώς από τα λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα από πολλές απόψεις, όσον αφορά, αφενός, τους σκοπούς και τα χαρακτηριστικά τους και, αφετέρου, τους δικαιούχους τους και ότι, καίτοι αμφότερα μπορούν να καταταγούν στις «οικογενειακές παροχές» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1408/71, δεν είναι εντούτοις «της ίδιας φύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού αυτού.

67.

Από την απάντηση της Γερμανικής Κυβερνήσεως στην αίτηση παροχής διευκρινίσεων προκύπτει όντως ότι σκοπός της παροχής Elterngeld είναι, πρώτον, να βοηθήσει τις οικογένειες να διατηρήσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς τους, όταν οι γονείς αφιερώνονται πρωτίστως στην ανατροφή των τέκνων τους, και, δεύτερον, να βοηθήσει τους γονείς, ιδίως κατά την αρχική περίοδο μετά τη γέννηση του τέκνου τους, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να ασχοληθούν μόνο με τα τέκνα τους κατά την περίοδο αυτή, με αποτέλεσμα την προσωρινή, εν όλω ή εν μέρει, διακοπή οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας. Εάν ο γονέας που έχει την επιμέλεια ενός τέκνου διακόψει ή μειώσει την επαγγελματική δραστηριότητά του, δικαιούται να λάβει, βάσει των προσωπικών εισοδημάτων του, μια αντισταθμιστική παροχή για την απώλεια εισοδήματος κατά το πρώτο έτος της ηλικίας του τέκνου, καθώς και βοήθημα το οποίο προορίζεται για τη διατήρηση των συνθηκών διαβιώσεως της οικογένειας.

68.

Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, σκοπός της παροχής Elterngeld είναι, επίσης, να συμβάλει στην παροχή στους δύο γονείς της δυνατότητας να διασφαλίσουν καλύτερα, μακροπρόθεσμα, τις οικονομικές συνθήκες διαβιώσεώς τους. Πρέπει δε να αποτρέπει μόνιμες ζημίες που ενέχουν τον κίνδυνο εξαρτήσεως από τις παροχές του κράτους, να διασφαλίζει την ελευθερία επιλογής μεταξύ οικογένειας και απασχολήσεως και να προάγει την οικονομική ανεξαρτησία.

69.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όταν ένας γονέας, όπως η U. Wiering, μόνιμη υπάλληλος στον Δήμο Trier, ασχολείται με την επιμέλεια του τέκνου της αντί να ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητά της, η παροχή Elterngeld αντισταθμίζει εν μέρει την απώλεια του εισοδήματος του εν λόγω γονέα, γεγονός το οποίο της προσδίδει τον χαρακτήρα αντισταθμιστικού εισοδήματος.

70.

Ο εν λόγω χαρακτήρας της παροχής αυτής ως αντισταθμιστικού εισοδήματος ενισχύεται από το γεγονός ότι η παροχή Elterngeld ανέρχεται, κατά κανόνα, στο 67 % του προηγούμενου μισθού με ανώτατο μηνιαίο όριο το ποσό των 1800 ευρώ.

71.

Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ορισμένες προϋποθέσεις χορηγήσεως της παροχής Elterngeld έχουν προφανώς σχέση με το τέκνο, όπως για παράδειγμα αυτές που αφορούν την ίδια την ύπαρξη τέκνου και την ηλικία του ( 28 ), είμαι της γνώμης ότι από τους σκοπούς και τα χαρακτηριστικά της παροχής Elterngeld προκύπτει αναμφισβήτητα ότι δικαιούχος της είναι ο γονέας που έχει την επιμέλεια του τέκνου και όχι το ίδιο το τέκνο. Πλην των 300 ευρώ, τα οποία χορηγούνται ακόμη και αν ο γονέας δεν άσκησε καμία προγενέστερη επαγγελματική δραστηριότητα, υπό την προϋπόθεση, εντούτοις, ότι δεν ασκεί καμία δραστηριότητα πλήρους απασχολήσεως ( 29 ) κατά την περίοδο που του χορηγείται το εν λόγω ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό, είναι συνεπώς προφανής η βαρύνουσα σημασία της σχέσεως μεταξύ, αφενός, της ασκήσεως ή μη μιας επαγγελματικής δραστηριότητας και των εισοδημάτων που απορρέουν απ’ αυτή και, αφετέρου, της παροχής Elterngeld ( 30 ).

72.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η παροχή Elterngeld που χορηγήθηκε στην U. Wiering κατά τη διάρκεια της γονικής αδείας της δεν είναι της ίδιας φύσεως με τα λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της οφειλόμενης συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής για τα τέκνα του M. και της U. Wiering, εάν η γερμανική παροχή Kindergeld είναι μικρότερη από τα εν λόγω επιδόματα.

2. Το λουξεμβουργιανό επίδομα ανατροφής τέκνων και η γερμανική παροχή Elterngeld

73.

Εάν η συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή για την οποία γίνεται λόγος από το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εννοηθεί ως ενδεχόμενο συμπλήρωμα των δύο οικογενειακών παροχών που ισχύουν στο μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, δηλαδή, των οικογενειακών επιδομάτων και του επιδόματος ανατροφής τέκνων, πρέπει επίσης να εξεταστεί εάν η παροχή Elterngeld πρέπει να θεωρηθεί ως οικογενειακή παροχή της ίδιας φύσεως με το λουξεμβουργιανό επίδομα ανατροφής τέκνων.

74.

Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι το ζεύγος Wiering δεν ζήτησε το εν λόγω επίδομα ανατροφής τέκνων, το οποίο περιελήφθη αυτεπαγγέλτως στον υπολογισμό του CNPF και ότι υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το ζήτημα εάν το ζεύγος Wiering δικαιούνταν το επίδομα αυτό ( 31 ).

75.

Υπό την επιφύλαξη των εν λόγω διακριβώσεων εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, το προβλεπόμενο στο άρθρο 299, παράγραφος 1, του λουξεμβουργιανού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως επίδομα ανατροφής τέκνων έχει ως σκοπό, όπως και η παροχή Elterngeld, να αντισταθμίσει τουλάχιστον εν μέρει την απώλεια του εισοδήματος του γονέα, ο οποίος ασχολείται κυρίως με την ανατροφή των τέκνων του στην οικογενειακή εστία και δεν ασκεί καμία επαγγελματική δραστηριότητα ούτε λαμβάνει οποιοδήποτε αντισταθμιστικό εισόδημα. Όποιος ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα ή λαμβάνει αντισταθμιστικό εισόδημα μπορεί να ζητήσει το επίδομα ανατροφής τέκνων, μόνον όταν το οικογενειακό εισόδημα υπολείπεται ορισμένου ποσού και κατά παρέκκλιση από την αρχή της παραγράφου 1 ( 32 ). Η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου 299 προβλέπει, εξάλλου, ότι όποιος, κατ’ ουσίαν, ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα μερικής απασχολήσεως και ασχολείται κυρίως με την ανατροφή των τέκνων στην οικογενειακή εστία για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ίσο με το ήμισυ της συνήθους διάρκειας της εργασίας μπορεί να λάβει το ήμισυ του επιδόματος ανατροφής τέκνων, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει τη σύνδεση του λουξεμβουργιανού επιδόματος ανατροφής τέκνων με την αντισταθμιστική παροχή για την απώλεια εισοδήματος από επαγγελματική δραστηριότητα ή αντισταθμιστικού εισοδήματος.

76.

Είναι, συνεπώς, προφανές ότι το λουξεμβουργιανό επίδομα ανατροφής τέκνων και η παροχή Elterngeld πρέπει να θεωρηθούν ως οικογενειακές παροχές της ίδιας φύσεως τόσο από απόψεως των σκοπών και των χαρακτηριστικών τους όσο και από απόψεως των ενδεχόμενων δικαιούχων τους.

3. Σύνοψη

77.

Βάσει των προεκτεθέντων, η παροχή Elterngeld δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό της τυχόν οφειλόμενης από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής βάσει των οικογενειακών επιδομάτων που δικαιούνται τα τέκνα του M. και της U. Wiering.

78.

Σε περίπτωση, αντιθέτως, που τεθεί το ζήτημα εάν το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου οφείλει συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή βάσει των προβλεπόμενων οικογενειακών επιδομάτων και του επιδόματος ανατροφής τέκνων, πρέπει να γίνει η εξής διάκριση: για τον υπολογισμό της τυχόν οφειλόμενης συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής βάσει των λουξεμβουργιανών οικογενειακών επιδομάτων πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τη σύγκριση μόνον η γερμανική παροχή Kindergeld, ενώ για τον υπολογισμό της τυχόν οφειλόμενης συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής βάσει του επιδόματος ανατροφής τέκνων πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τη σύγκριση μόνον η παροχή Elterngeld.

VI – Πρόταση

79.

Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Cour de cassation του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου:

Τα άρθρα 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, 12, 73 και 76 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, και το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, έχουν την έννοια ότι οικογενειακή παροχή, όπως η προβλεπόμενη από τη γερμανική νομοθεσία παροχή«Elterngeld» δεν είναι της ίδιας φύσεως με την προβλεπόμενη από την εν λόγω νομοθεσία παροχή «Kindergeld» ή με τα προβλεπόμενα από τη λουξεμβουργιανή νομοθεσία οικογενειακά επιδόματα και δεν πρέπει, συνεπώς, να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής στα τυχόν οφειλόμενα οικογενειακά επιδόματα για τα τέκνα ενός μετακινούμενου εργαζομένου.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ L 28, σ. 1.

( 3 ) ΕΕ L 392, σ. 1.

( 4 ) ΕΕ L 74, σ. 1.

( 5 ) Ένα πρόσωπο δεν θεωρείται ότι ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα πλήρους απασχολήσεως, εάν η διάρκεια της εργασίας του δεν υπερβαίνει τις 30 ώρες εβδομαδιαίως κατά μηνιαίο μέσο όρο (άρθρο 1, παράγραφος 6, του BEEG).

( 6 ) Εάν και οι δύο γονείς πληρούν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως, συμφωνούν μεταξύ τους σχετικά με τον τρόπο επιμερισμού των μηνιαίων καταβολών. Ο γονέας λαμβάνει την παροχή Elterngeld για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο μηνών και έως δώδεκα το πολύ μηνών. Ο γονέας λαμβάνει μόνος επίδομα 14 μηνών εάν, μεταξύ άλλων, είναι ο μόνος δικαιούχος ασκήσεως της γονικής μέριμνας ή του δικαιώματος επιμέλειας.

( 7 ) Βλ. υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων.

( 8 ) Βλ. άρθρο 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, του κανονισμού 1408/71.

( 9 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C‑62/11.

( 10 ) Απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 1996, C-245/94 και C-312/94 (Συλλογή 1996, σ. I-4895).

( 11 ) Με την απόφασή του της 7ης Ιουνίου 2005, C-543/03, Dodl και Oberhollenzer (Συλλογή 2005, σ. I-5049, σκέψη 34), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι έχει την ιδιότητα του εργαζομένου, κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71, όποιος είναι ασφαλισμένος, έστω και κατά ενός μόνον κινδύνου, δυνάμει υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφαλίσεως στο πλαίσιο γενικού ή ειδικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως διαλαμβανομένου στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, τούτο δε ανεξαρτήτως της υπάρξεως εργασιακής σχέσεως.

( 12 ) Βλ. σημείο 26 των παρουσών προτάσεων.

( 13 ) Βλ. άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 574/72.

( 14 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, C-16/09, Schwemmer (Συλλογή 2010, σ. I-9717, σκέψη 41).

( 15 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Μαΐου 1980, 143/79, Walsh (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 197, σκέψη 15), σχετικά με τις παροχές μητρότητας.

( 16 ) Το άρθρο 76 του κανονισμού 1408/71 προβλέπει την αναστολή του δικαιώματος λήψεως οικογενειακών παροχών στο κράτος μέλος απασχολήσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73 του κανονισμού 1408/71, εάν οι οικογενειακές παροχές οφείλονται από το κράτος μέλος κατοικίας δυνάμει της ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας εκ μέρους του ενδιαφερομένου. Βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, C-153/03, Weide (Συλλογή 2005, σ. I-6017, σκέψεις 20 έως 22).

( 17 ) Η παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του άρθρου αυτού, που εφαρμόζεται στην υπόθεση Wiering, διευκρινίζει ότι το δικαίωμα λήψεως των χορηγούμενων από το κράτος κατοικίας επιδομάτων υπερέχει έναντι του αφορώντος τα χορηγούμενα από το κράτος απασχολήσεως επιδόματα, τα οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο αναστέλλονται. Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Weide (σκέψη 28).

( 18 ) Απόφαση της 23ης Απριλίου 1983, 153/84 (Συλλογή 1983, σ. 1401).

( 19 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Ferraioli (σκέψεις 16 έως 18). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 1989, 24/88, Georges (Συλλογή 1989, σ. 1905, σκέψεις 11 έως 13), της 14ης Δεκεμβρίου 1989, C-168/88, Dammer (Συλλογή 1989, σ. 4553, σκέψη 25), και της 9ης Δεκεμβρίου 1992, C-119/91, Mc Menamin (Συλλογή 1992, σ. I-6393, σκέψη 26).

( 20 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση 91/425/ΕΟΚ, της 10ης Οκτωβρίου 1990, απόφαση 147, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 76 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (ΕΕ 1991, L 235, σ. 21). Βλ., επίσης, απόφαση 2006/442/ΕΚ, της 7ης Απριλίου 2006, απόφαση 207 σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 76 και του άρθρου 79, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 και του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 σχετικά με τη σώρευση οικογενειακών παροχών και επιδομάτων (ΕΕ L 175, σ. 83).

( 21 ) Η επίμαχη περίοδος στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αμφισβητείται. Διαρκεί από την 1η Ιουλίου 2007 έως τις 31 Μαΐου 2008.

( 22 ) Απόφαση της 8ης Ιουλίου 1992, C-102/91 (Συλλογή 1992, σ. I-4341).

( 23 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Knoch (σκέψεις 40 και 42). Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι παροχές ανεργίας συνιστούν παροχές της ίδιας φύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1408/71, όταν σκοπός τους είναι να υποκαταστήσουν τον απολεσθέντα λόγω της ανεργίας μισθό, προς κάλυψη των αναγκών συντηρήσεως ενός προσώπου, οι δε διαφορές που υφίστανται μεταξύ των παροχών αυτών, ιδίως όσες αφορούν τη βάση υπολογισμού και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως, απορρέουν από διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ των εθνικών συστημάτων. Βλ, επίσης, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 1983, 171/82, Valentini (Συλλογή 1983, σ. 2157, σκέψη 13), σχετικά με τη σώρευση παροχών γήρατος και πρόωρης συνταξιοδοτήσεως και της 18ης Ιουλίου 2006, C-406/04, De Cuyper (Συλλογή 2006, σ. I-6947, σκέψη 25).

( 24 ) Προπαρατεθείσα απόφαση (σκέψη 10).

( 25 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Dammer (σκέψη 12). Θα ήθελα να επισημάνω ότι η αναγκαιότητα προσδιορισμού του δικαιούχου προκύπτει, επίσης, από το γράμμα των άρθρων 76 του κανονισμού 1408/71 και 10 του κανονισμού 574/72, τα οποία προβλέπουν τους κανόνες που αποκλείουν τη σώρευση των δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου «για το ίδιο μέλος της οικογένειας».

( 26 ) Συναφώς, θα ήθελα να επισημάνω ότι, κατά πάγια νομολογία, μια παροχή μπορεί να θεωρείται ως παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως μόνον εάν, αφενός, χορηγείται στους δικαιούχους σε νομοθετικώς προβλεπόμενες περιπτώσεις χωρίς οποιαδήποτε εξατομικευμένη και κατά διακριτική ευχέρεια στάθμιση των ατομικών αναγκών τους και εάν, αφετέρου, έχει σχέση με κάποιον από τους ρητώς απαριθμούμενους στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 κινδύνους. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1992, C-78/91, Hughes (Συλλογή 1992, σ. I-4839, σκέψη 15), της 15ης Μαρτίου 2001, C-85/99, Offermanns (Συλλογή 2001, σ. I-2261, σκέψη 28), και της 7ης Νοεμβρίου 2002, C-333/00, Maaheimo (Συλλογή 2002, σ. I-10087, σκέψη 22).

( 27 ) Απόφαση της 11ης Ιουνίου 1998, C-275/96 (Συλλογή 1998, σ. I-3419, σκέψη 60).

( 28 ) Βλ. σημείο 26 των παρουσών προτάσεων.

( 29 ) Βλ. υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων.

( 30 ) Θα ήθελα να επισημάνω, συναφώς, ότι ο BEEG είναι ένα από τα μέτρα για τη μεταφορά στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας της οδηγίας 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια που συνήφθη από τις οργανώσεις BUSINESSEUROPE, UEAPME, CEEP και ETUC και με την κατάργηση της οδηγίας 96/34/EK (ΕΕ L 68, σ. 13). Η οδηγία 2010/18 καθώς και η προγενέστερη οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και την CES (ΕΕ L 145, σ. 4), η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών στην υπόθεση της κύριας δίκης, θεσπίζουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για τη γονική άδεια. Είμαι της γνώμης ότι, καίτοι η επισυναπτόμενη στην οδηγία 96/34 και στην οδηγία 2010/18 συμφωνία-πλαίσιο δεν περιέχει καμία διάταξη που να αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κράτη μέλη θεσπίζουν συστήματα γονικής άδειας μετ’ αποδοχών ή άλλες συναφείς παροχές, οι ρυθμίσεις αυτές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη γονική άδεια αφ’ εαυτής. Οι εν λόγω ρυθμίσεις για τη χορήγηση παροχών αφορούν, συνεπώς, απαραιτήτως τους γονείς που έλαβαν τη γονική άδεια.

( 31 ) Βλ. σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.

( 32 ) Βλ. άρθρο 299, παράγραφος 2, του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων, καθώς και το σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.