ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PAOLO MENGOZZI
της 16ης Μαΐου 2013 ( 1 )
Υπόθεση C‑203/12
Billerud Karlsborg AB,
Billerud Skärblacka AB
κατά
Naturvårdsverket
[αίτηση του Högsta domstolen (Σουηδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας — Υποχρέωση του φορέα εκμεταλλεύσεως ο οποίος δεν παραδίδει το αργότερο έως τις 30 Απριλίου εκάστου έτους επαρκή αριθμό δικαιωμάτων για την κάλυψη των εκπομπών του να καταβάλει πρόστιμο, ανεξαρτήτως του λόγου της μη παραδόσεως των δικαιωμάτων — Απουσία ρυπάνσεως ανώτερης της επιτρεπόμενης ποσότητας — Μη δυνατότητα διαγραφής ή μειώσεως του ύψους του προστίμου — Αναλογικότητα»
1. |
Με την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο καλεί το Δικαστήριο να διευκρινίσει το καθεστώς επιβολής κυρώσεων τις οποίες επισύρουν οι παραβάσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου ( 2 ), και, πιο συγκεκριμένα, η παράβαση από φορέα εκμεταλλεύσεως της υποχρεώσεως παραδόσεως, μέχρι τις 30 Απριλίου του συγκεκριμένου έτους, των δικαιωμάτων που αντιστοιχούν στις συνολικές εκπομπές της εγκαταστάσεως κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. |
I – Το νομικό πλαίσιο
Α– Η οδηγία 2003/87
2. |
Η οδηγία 2003/87 θεσπίζει, όπως ορίζει το άρθρο της 1, «ένα σύστημα για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας […] προκειμένου να προωθήσει τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό». |
3. |
Το σύστημα έχει οργανωθεί με τον εξής τρόπο. Τα κράτη μέλη επεξεργάζονται, το καθένα χωριστά, ένα εθνικό σχέδιο το οποίο διευκρινίζει τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων που σκοπεύουν να κατανείμουν για την υπό εξέταση περίοδο και τον τρόπο κατανομής τους ( 3 ). Εν συνεχεία, κάθε εθνικό σχέδιο δημοσιεύεται και κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη ( 4 ). Για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2005 έως 31 Δεκεμβρίου 2007, τα κράτη μέλη έπρεπε να κατανείμουν τουλάχιστον το 95 % των δικαιωμάτων δωρεάν ( 5 ). |
4. |
Επί τη βάσει αυτών των εθνικών σχεδίων, έκαστο κράτος μέλος «αποφασίζει τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων που θα κατανείμει […] και την κατανομή των εν λόγω δικαιωμάτων στον φορέα εκμεταλλεύσεως κάθε εγκαταστάσεως» ( 6 ). Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να μεταβιβαστούν ( 7 ) και πρέπει να παραδίδονται κάθε έτος ούτως ώστε «[τ]α κράτη μέλη [να] μεριμνούν ώστε ο φορέας εκμεταλλεύσεως κάθε εγκαταστάσεως να παραδίδει μέχρι τις 30 Απριλίου κάθε έτους αριθμό δικαιωμάτων που αντιστοιχεί στις συνολικές εκπομπές από την εν λόγω εγκατάσταση κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ημερολογιακού έτους, όπως έχουν πιστοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 15, και στη συνέχεια τα εν λόγω δικαιώματα να ακυρώνονται» ( 8 ). |
5. |
Προκειμένου να διασφαλίσουν την τήρηση των επιταγών της οδηγίας 2003/87, «[τ]α κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβίασης των εθνικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας, και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές» ( 9 ). Το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 διευκρινίζει τις κυρώσεις λόγω μη παραδόσεως δικαιωμάτων και προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε φορέας εκμετάλλευσης που δεν παραδίδει έως τις 30 Απριλίου κάθε έτους επαρκή δικαιώματα για την κάλυψη των εκπομπών κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους υπόκειται στην καταβολή προστίμου για υπέρβαση εκπομπών» ( 10 ). Για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2005 έως 1 Δεκεμβρίου 2007, τα κράτη μέλη έπρεπε να επιβάλλουν, για τις καθ’ υπέρβαση εκπομπές, πρόστιμο 40 ευρώ για κάθε τόνο εκπομπών ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα από εγκατάσταση για την οποία ο φορέας δεν παρέδωσε δικαιώματα ( 11 ). Εν πάση περιπτώσει, η καταβολή του προστίμου δεν ήρε την υποχρέωση του φορέα εκμεταλλεύσεως να παραδώσει, κατά την παράδοση δικαιωμάτων για το επόμενο ημερολογιακό έτος, δικαιώματα ίσα προς αυτές τις καθ’ υπέρβαση εκπομπές ( 12 ). |
Β – Το σουηδικό δίκαιο
6. |
Ο νόμος 1199 του 2004 περί εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής [lagen (2004:1199) om handel med utsläppsrättigheter, στο εξής: νόμος ΕΔΕ] μετέφερε στο σουηδικό δίκαιο την οδηγία 2003/87. Στο κείμενο του νόμου αυτού, ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, προβλεπόταν ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως έπρεπε να καθορίζει ή να υπολογίζει τις εκπομπές του σε διοξείδιο του άνθρακα και να υποβάλλει κατ’ έτος εξακριβωμένη έκθεση περί των εν λόγω εκπομπών ( 13 ). Η έκθεση περί εκπομπών για το προηγούμενο έτος πρέπει να υποβάλλεται στη Naturvårdsverket (εποπτική αρχή) το αργότερο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επομένου ημερολογιακού έτους ( 14 ). Εν συνεχεία, το αργότερο μέχρι τις 30 Απριλίου κάθε έτους, ο φορέας εκμεταλλεύσεως πρέπει να παραδίδει στη Statens energimyndighet (εθνική αρχή για την ενέργεια), η οποία είναι επιφορτισμένη με την τήρηση του μητρώου, τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στις συνολικές εκπομπές εκάστης εγκαταστάσεως κατά τη διάρκεια του προηγουμένου ημερολογιακού έτους ( 15 ). Ο φορέας εκμεταλλεύσεως που δεν παρέδωσε επαρκή αριθμό δικαιωμάτων για την κάλυψη των εκπομπών του υποχρεούται στην καταβολή προστίμου για τις καθ’ υπέρβαση εκπομπές ύψους 40 ευρώ για κάθε τόνο εκπομπών ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα που απελευθερώθηκε από την εγκατάσταση και για τον οποίον ο φορέας δεν παρέδωσε δικαιώματα ( 16 ). Η καταβολή του προστίμου δεν απαλλάσσει τον φορέα εκμεταλλεύσεως από την υποχρέωσή του να παραδώσει αριθμό δικαιωμάτων ίσο προς τις καθ’ υπέρβαση εκπομπές του κατά την παράδοση των δικαιωμάτων που αντιστοιχούν στο επόμενο ημερολογιακό έτος ( 17 ). |
II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
7. |
Οι Billerud Karlsborg AB και Billerud Skärblacka AB είναι δύο εταιρίες σουηδικού δικαίου που έχουν άδεια να προβαίνουν σε εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Για το ημερολογιακό έτος 2006, οι εκπομπές των εταιριών αυτών ήσαν αντιστοίχως 10828 και 42433 τόνοι διοξειδίου του άνθρακα. Δεν αμφισβητείται ότι οι εν λόγω εταιρίες διέθεταν στους σχετικούς λογαριασμούς τους δικαιώματα εκπομπών που αντιστοιχούσαν στις πραγματικές εκπομπές για το 2006. |
8. |
Εντούτοις, κανένα δικαίωμα δεν παραδόθηκε από τις εν λόγω εταιρίες έως τις 30 Απριλίου 2007. Ως εκ τούτου, η αρμόδια για την τήρηση του μητρώου αρχή δέσμευσε τους σχετικούς λογαριασμούς των δύο εταιριών, τα αντιστοιχούντα στις συνολικές εκπομπές της εγκαταστάσεως δικαιώματα για το ημερολογιακό έτος 2006 έπρεπε να παραδοθούν πριν από τις 30 Απριλίου 2008, ταυτοχρόνως με τα δικαιώματα που αντιστοιχούσαν στις συνολικές εκπομπές της εγκαταστάσεως αυτών των δύο εταιριών για το 2007. |
9. |
Λόγω αυτής της παραβιάσεως της υποχρεώσεως παραδόσεως, έως τις 30 Απριλίου το αργότερο, την οποία υπέχουν οι φορείς εκμεταλλεύσεως, η Naturvårdsverket επέβαλε, επίσης, στις 10 Δεκεμβρίου 2007 πρόστιμο ύψους 3959366 SEK στη Billerud Karlsborg AB και 15516051 SEK στη Billerud Skärblacka AB. Οι εν λόγω εταιρίες άσκησαν προσφυγή κατά των αποφάσεων περί επιβολής των προστίμων, μετά δε την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως άσκησαν έφεση, η οποία απερρίφθη. |
10. |
Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου άσκησαν αναίρεση προβάλλοντας περαιτέρω ότι συντρέχει σοβαρή διαδικαστική πλημμέλεια, δεδομένου ότι διέθεταν, στους αντίστοιχους λογαριασμούς τους, στις 30 Απριλίου 2007, δικαιώματα ίσα προς τις πραγματικές εκπομπές του 2006 και δεδομένου ότι η παράδοση, στην οποία αμφότερες είχαν την πρόθεση να προβούν, εμποδίστηκε από εσωτερικές διοικητικές παραλείψεις. Φρονούν ότι δεν συντρέχει πραγματική παράβαση των διατάξεων του νόμου ΕΔΕ και ότι, ως εκ τούτου, δεν υφίσταται νομική βάση για την επιβολή των δύο προστίμων. Έστω και εάν θεωρηθεί ότι οι αποφάσεις περί επιβολής των προστίμων δεν στερούνται νομικής βάσεως, οι δύο αναιρεσείουσες εταιρίες ζητούν από το αιτούν δικαστήριο είτε να μηδενίσει τα χρηματικά πρόστιμα είτε να τα μειώσει σε 20000 SEK ή σε κάποιο εύλογο ποσό, στον βαθμό που τα επιβληθέντα πρόστιμα, συνολικού ύψους περίπου 20 εκατομμυρίων SEK, είναι δυσαναλόγως υψηλά, αφού είναι βέβαιον ότι οι εν λόγω εταιρίες δεν προέβησαν σε εκπομπές μεγαλύτερες από αυτές για τις οποίες είχαν άδεια. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι τα επιβληθέντα πρόστιμα μπορούν να συγκριθούν με ποινική δίωξη, τυχόν ανελαστική εφαρμογή των κανόνων περί κυρώσεων που προβλέπει ο νόμος ΕΔΕ, χωρίς τη δυνατότητα μειώσεως, θα αντέβαινε στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. |
11. |
Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι διατάξεις περί κυρώσεων που προβλέπει ο νόμος ΕΔΕ λόγω μη παραδόσεως έως την 30ή Απριλίου εμπνέονται απευθείας από την οδηγία 2003/87, η οποία ορίζει ότι επιβάλλεται πρόστιμο 40 ευρώ για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα στους φορείς εκμεταλλεύσεως που δεν παρέδωσαν επαρκή δικαιώματα έως την 30ή Απριλίου. Το αιτούν δικαστήριο έχει επιφυλάξεις ως προς το αν ένα τέτοιο πρόστιμο, το οποίο στηρίζεται στην αρχή που θέτει το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87, επιβάλλεται μόνο σε περιπτώσεις καθ’ υπέρβαση εκπομπών ή αν πρέπει να επιβάλλεται και οσάκις διαπιστώνεται ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως διέθετε μεν επαρκή δικαιώματα, πλην όμως δεν τα παρέδωσε συνεπεία απλής παραλείψεως. Περαιτέρω, λόγω των παραπομπών της οδηγίας 2003/87 στα θεμελιώδη δικαιώματα ( 18 ), καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας ( 19 ), το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως, χωρίς να παραβιαστούν οι επιταγές της εν λόγω οδηγίας, θα ήταν δυνατό να μειωθεί το ποσό των επιβληθέντων προστίμων. |
12. |
Αντιμέτωπο με πρόβλημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, το Högsta domstolen (Σουηδία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Απριλίου 2012 και περιλαμβάνει τα ακόλουθα δύο προδικαστικά ερωτήματα: «1) Συνεπάγεται το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ […] ότι ένας φορέας εκμεταλλεύσεως που δεν παραδίδει επαρκή αριθμό δικαιωμάτων εκπομπής στις 30 Απριλίου πρέπει να καταβάλει πρόστιμο ανεξαρτήτως του λόγου της μη παραδόσεως, ο οποίος μπορεί για παράδειγμα να συνίσταται στο ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως διέθετε πράγματι επαρκή αριθμό δικαιωμάτων εκπομπής στις 30 Απριλίου, αλλά λόγω αμελείας, διοικητικού σφάλματος ή τεχνικού προβλήματος δεν παρέδωσε τα εν λόγω δικαιώματα έως την ημερομηνία αυτή; 2) Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, συνεπάγεται το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87 ότι το πρόστιμο πρέπει ή μπορεί να διαγραφεί ή να μειωθεί σε μια περίπτωση όπως αυτή που διαλαμβάνεται στο πρώτο ερώτημα;» |
III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
13. |
Οι δύο αναιρεσείουσες της κύριας δίκης εταιρίες, η Naturvårdsverket, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. |
IV – Νομική ανάλυση
14. |
Προκειμένου να απαντήσω στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να διευκρινίσω, κατ’ αρχάς, τη λογική που διέπει το σύστημα εμπορίας που θέσπισε η οδηγία 2003/87. Εν συνεχεία, θα εξετάσω, ιδίως υπό το πρίσμα του άρθρου 16, παράγραφοι 3 και 4, της εν λόγω οδηγίας, την κατάσταση του φορέα εκμεταλλεύσεως που δεν παραδίδει επαρκή δικαιώματα εκ του λόγου ότι δεν έχει στην κατοχή του επαρκή αριθμό τέτοιων δικαιωμάτων και δεν έχει προβεί σε προμήθειά τους από την αγορά σε σχέση προς την κατάσταση του φορέα εκμεταλλεύσεως που παραβιάζει την υποχρέωση παραδόσεως την οποία προβλέπει η οδηγία 2003/87 μολονότι διαθέτει επαρκή αριθμό δικαιωμάτων για να καλύψει τις εκπομπές του. Το συμπέρασμα που θα προκύψει εντεύθεν είναι ότι η νομική βάση των προστίμων που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης δεν είναι το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87, αλλά το άρθρο 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, θα ανακύψει δε μια νέα προβληματική ως προς το κατά πόσον τα εν λόγω πρόστιμα είναι σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας πράγμα το οποίο θα απαιτήσει τη διατύπωση ορισμένων τελικών παρατηρήσεων. |
Α – Η λογική του συστήματος εμπορίας το οποίο καθιέρωσε η οδηγία 2003/87
15. |
Η έκδοση της οδηγίας 2003/87 αποτελεί την υλοποίηση, στο δίκαιο της Ένωσης, της δεσμεύσεως που ανέλαβαν η Κοινότητα και τα κράτη μέλη στη διεθνή σκηνή να μετάσχουν σε μια συλλογική προσπάθεια εξορθολογισμού και μειώσεως των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που ευθύνονται για τις δυσμενείς για το περιβάλλον κλιματικές αλλαγές ( 20 ). Προκειμένου να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα για την περίοδο 2008-2012 ο σκοπός της μειώσεως κατά 8 % των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε σύγκριση με το επίπεδο εκπομπών του 1990 ( 21 ), η οδηγία 2003/87 προβλέπει τη σταδιακή δημιουργία «μιας εύρυθμης ευρωπαϊκής αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου […] [με στόχο] να περιορίσει, κατά το δυνατόν, τις αρνητικές επιπτώσεις της στην οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση» ( 22 ). |
16. |
Κατ ουσίαν, το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να περιγραφεί ως εξής. |
17. |
Κάθε εγκατάσταση της οποίας η δραστηριότητα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/87 ( 23 ) πρέπει, από 1ης Ιανουαρίου 2005, να είναι κάτοχος αδείας εκπομπών αερίων θερμοκηπίου ( 24 ). Η άδεια αυτή εκδίδεται μόνον εφόσον η αρμόδια εθνική αρχή φρονεί ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως που έχει την ευθύνη για την εγκατάσταση «είναι ικανός να παρακολουθεί τις εκπομπές και να υποβάλλει εκθέσεις γι’ αυτές» ( 25 ). |
18. |
Εκ παραλλήλου, κάθε κράτος μέλος χωριστά επεξεργάζεται ένα εθνικό σχέδιο κατανομής των δικαιωμάτων για κάθε περίοδο που ορίζει η οδηγία 2003/87 ( 26 ) αποφασίζοντας τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων που θα κατανείμει κατά την οικεία περίοδο ( 27 ). Ως εκ τούτου, για την τριετή περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2005 – αυτή κατά την οποία επιβλήθηκαν τα δύο πρόστιμα που αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης–, τα κράτη μέλη έπρεπε να αποφασίσουν σχετικά με τη συνολική ποσότητα των κατανεμόμενων δικαιωμάτων και για την κατανομή τους στον φορέα εκμεταλλεύσεως κάθε εγκαταστάσεως ( 28 ). Ένα τμήμα της ποσότητας δικαιωμάτων που καθορίζεται για το σύνολο της περιόδου χορηγείται κάθε έτος στους φορείς εκμεταλλεύσεως το αργότερο έως τις 28 Φεβρουαρίου ( 29 ). |
19. |
Οι φορείς εκμεταλλεύσεως πρέπει να παρακολουθούν τις εκπομπές ( 30 ) και έκαστος εξ αυτών υποχρεούται, προς τούτο, να δηλώνει στην αρμόδια αρχή τις εκπομπές της εγκαταστάσεώς του ( 31 ). Αυτή η δήλωση περί εκπομπών για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος πρέπει να επαληθεύεται από ελεγκτή ανεξάρτητο από τον φορέα εκμεταλλεύσεως ( 32 ), η δε αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να ενημερώνεται ( 33 ). Εάν προκύψει ότι η δήλωση περί εκπομπών για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος δεν έχει αναγνωριστεί ως ικανοποιητική, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα ώστε ο οικείος φορέας εκμεταλλεύσεως να μην μπορεί πλέον να πραγματοποιεί μεταβιβάσεις δικαιωμάτων ( 34 ). |
20. |
Στις 30 Απριλίου κάθε έτους το αργότερο, κάθε φορέας εκμεταλλεύσεως μιας εγκαταστάσεως υποχρεούται να προβεί στην παράδοση δικαιωμάτων, ήτοι να παραδώσει έναν αριθμό δικαιωμάτων που αντιστοιχούν στις συνολικές εκπομπές της εγκαταστάσεώς του κατά τη διάρκεια του προηγουμένου ημερολογιακού έτους ( 35 ). Και στην άδεια περί εκπομπών αερίων θερμοκηπίου διευκρινίζεται έναντι του φορέα εκμεταλλεύσεως ότι υφίσταται αυτή η υποχρέωση ετήσιας παραδόσεως ( 36 ). Αυτή η παράδοση προηγείται του τελευταίου σταδίου που είναι αυτό της ακυρώσεως των χορηγηθέντων δικαιωμάτων τα οποία αφορούν πραγματοποιηθείσες εν συνεχεία εκπομπές ( 37 ). |
21. |
Το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου χαρακτηρίζεται από μια ιδιαιτέρως έντονη λογιστική λογική ( 38 ). Εξάλλου, τηρείται εθνικό μητρώο το οποίο περιλαμβάνει χωριστούς λογαριασμούς για την καταχώριση των δικαιωμάτων που κατέχει κάθε εμπλεκόμενο πρόσωπο στο οποίο εκχωρούνται ή μεταβιβάζονται δικαιώματα ( 39 ). Η τήρηση αυτής της αυστηρής λογιστικής είναι κατά μείζονα λόγο αναγκαία εκ του λόγου ότι, εν τέλει, από την τήρηση εκ μέρους των φορέων εκμεταλλεύσεως των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από το σύστημα εμπορίας εξαρτάται επίσης η τήρηση της δεσμεύσεως που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη και η Ένωση, σε κοινοτικό και διεθνές επίπεδο, να μειώσουν αισθητά τις ανθρωπογενείς εκπομπές τους αερίων του θερμοκηπίου ( 40 ). |
22. |
Η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος διασφαλίζεται από την επιβολή κυρώσεων τις οποίες προβλέπει το άρθρο 16 της οδηγίας 2003/87. Ως είθισται, η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα κυρώσεων που εφαρμόζεται σε περίπτωση παραβάσεως των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας. Οι κυρώσεις που προβλέπουν τα κράτη μέλη πρέπει να είναι «αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές». |
23. |
Οι εφαρμοστέες κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως περί παραδόσεως «επαρκών» δικαιωμάτων δεν επαφίενται στην ελευθερία επιλογής των κρατών μελών, αλλά καθορίζονται από την ίδια την οδηγία 2003/87. |
24. |
Αφενός, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβαίνουν στη δημοσίευση του ονόματος του φορέα εκμεταλλεύσεως που παραβίασε τις απαιτήσεις «για την παράδοση επαρκών δικαιωμάτων» ( 41 ). Αφετέρου, τα εν λόγω κράτη μέλη υποχρεούνται επίσης να επιβάλλουν πρόστιμο σε κάθε φορέα εκμεταλλεύσεως ο οποίος δεν έχει παραδώσει, μέχρι τις 30 Απριλίου εκάστου έτους, «επαρκή δικαιώματα για την κάλυψη των εκπομπών κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους» ( 42 ). Το πρόστιμο αποτελεί, κατά τη διατύπωση του άρθρου 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87, «πρόστιμ[ο] για υπέρβαση εκπομπών». Ο ίδιος ο νομοθέτης έχει ορίσει το ποσό του προστίμου αυτού. Έτσι, για την περίοδο 2005‑2008, «τα κράτη μέλη εφαρμόζουν [...] πρόστιμο για καθ’ υπέρβαση εκπομπές, το οποίο ανέρχεται σε 40 ευρώ για κάθε τόνο εκπομπών ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα από την εν λόγω εγκατάσταση για τον οποίο ο φορέας δεν παρέδωσε δικαιώματα» ( 43 ). Επίσης, διευκρινίζεται ότι «[η] καταβολή του προστίμου δεν αίρει την υποχρέωση του φορέα να παραδώσει, κατά την παράδοση δικαιωμάτων για το επόμενο ημερολογιακό έτος, δικαιώματα για ποσότητες εκπομπών ίσες με τις καθ’ υπέρβαση εκπομπές» ( 44 ). |
Β– Ο πολύμορφος χαρακτήρας της παραβιάσεως της υποχρεώσεως παραδόσεως δικαιωμάτων
25. |
Από τη διατύπωση του άρθρου 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87 συνάγεται ότι το πρόστιμο νοείται ως «πρόστιμ[ο] για υπέρβαση εκπομπών», το δε ποσό που ορίζει ο νομοθέτης εφαρμόζεται «για κάθε τόνο εκπομπών ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα από την εν λόγω εγκατάσταση για τον οποίο ο φορέας δεν παρέδωσε δικαιώματα». Τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν ακριβώς το κατά πόσον το πρόστιμο πρέπει να επιβάλλεται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις στον φορέα εκμεταλλεύσεως ο οποίος, χωρίς να έχει προβεί σε εκπομπές ανώτερες από την επιτρεπόμενη ποσότητα, εντούτοις δεν παρέδωσε τύποις τα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, δηλαδή αν για κάθε τόνο εκπομπών ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα για τον οποίο δεν παραδόθηκε κανένα δικαίωμα μέχρι τις 30 Απριλίου, μολονότι ήταν στην κατοχή του οικείου φορέα εκμεταλλεύσεως, πρέπει να επιβάλλεται το καθοριζόμενο από την εν λόγω οδηγία πρόστιμο. |
26. |
Συναφώς, η Naturvårdsverket, η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν την εξής άποψη. Ο μηχανισμός επιβολής κυρώσεων που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87 διασφαλίζει την ομοιόμορφη, αποτελεσματική και διαφανή εφαρμογή της οδηγίας αυτής. Λαμβανομένου υπόψη του βασικού σκοπού της εν λόγω οδηγίας, που συνίσταται στην προστασία του περιβάλλοντος, και δεδομένου ότι η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος εμπορίας εξαρτάται από την πειθαρχία που επιδεικνύει κάθε εμπλεκόμενος, το πρόστιμο οφείλεται ανεξαρτήτως του εάν ο φορέας εκμεταλλεύσεως κατείχε ή όχι δικαιώματα αντίστοιχα προς τις πραγματικές εκπομπές. Δεδομένου ότι το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87 αποτελεί lex specialis σε σχέση προς το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η κύρωση που επιβάλλει πρέπει να εφαρμόζεται αυστηρά, το δε πρόστιμο που προβλέπει πρέπει να πλήττει εξίσου, εν ονόματι του γενικού συμφέροντος, τόσο τη μη έγκαιρη παράδοση δικαιωμάτων επαρκών για την κάλυψη των εκπομπών όσο και την υπέρβαση των δικαιωμάτων εκπομπών. Η έννοια των «καθ’ υπέρβαση εκπομπών» του άρθρου 16, παράγραφοι 3 και 4, της εν λόγω οδηγίας πρέπει να νοείται ότι αφορά κάθε δικαίωμα, είτε αυτό κατέχεται είτε όχι, το οποίο δεν παραδίδεται εμπροθέσμως. |
27. |
Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω την επιχειρηματολογία αυτή. Μολονότι αντιλαμβάνομαι ευχερώς τη σημασία που έχει, για το σύνολο του συστήματος εμπορίας, η τήρηση από κάθε εμπλεκόμενο φορέα των υποχρεώσεων που προβλέπει η οδηγία 2003/87, εντούτοις φρονώ ότι η παράβαση της υποχρεώσεως παραδόσεως δεν είναι της αυτής βαρύτητας οσάκις είναι απολύτως σαφές και βέβαιο ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως κατέχει επαρκή αριθμό δικαιωμάτων ή οσάκις, αντιθέτως, ευθύνεται για καθ’ υπέρβαση εκπομπές, μεγαλύτερες από αυτές που επιτρέπει ο αριθμός των δικαιωμάτων που κατέχει. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιβολή της αυτής κυρώσεως επί δύο παραβάσεων της οδηγίας 2003/87 διαφορετικής φύσεως και περιεχομένου είναι προβληματική. Η γραμματική και τελολογική ανάλυση του άρθρου 16, παράγραφοι 3 και 4, της εν λόγω οδηγίας επιβεβαιώνουν, κατά την άποψή μου, ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ αυτών των δύο καταστάσεων. |
28. |
Πράγματι, από γραμματικής απόψεως, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η διατύπωση του άρθρου 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87 δεν στερείται βεβαίως ασαφειών. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, στον βαθμό που ολόκληρο το σύστημα στηρίζεται στην αρχή ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως είναι κάτοχοι αδείας εκπομπών και ότι, συνεπεία της αδείας αυτής, τους έχει χορηγηθεί ορισμένος αριθμός δικαιωμάτων, είναι προφανές ότι η έννοια των «καθ’ υπέρβαση εκπομπών» του εν λόγω άρθρου αφορά κατ’ ανάγκη εκπομπές οι οποίες δεν καλύπτονται από δικαιώματα που έχουν χορηγηθεί και κατέχονται. Επίσης, από τη διατύπωση του εν λόγω άρθρου συνάγεται ότι αυτό αφορά «κάθε φορέα[ς] εκμετάλλευσης που δεν παραδίδει [...] επαρκή δικαιώματα για την κάλυψη των εκπομπών κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους» ( 45 ), ενώ θα μπορούσε να περιοριστεί στη φράση «κάθε φορέας εκμετάλλευσης που δεν παραδίδει [δικαιώματα]». Από τη διευκρίνιση αυτή πρέπει να συναχθεί ότι το πρόστιμο που επιβάλλεται δυνάμει του ιδίου άρθρου συνιστά κύρωση όχι λόγω της παραβάσεως της υποχρεώσεως παραδόσεως per se, αλλά, αντιθέτως, λόγω της παραβάσεως της υποχρεώσεως παραδόσεως που απορρέει από το γεγονός ότι ένας φορέας εκμεταλλεύσεως δεν κατέχει επαρκή δικαιώματα προς κάλυψη των εκπομπών του και ότι δεν έχει προμηθευτεί δικαιώματα στην αγορά, με συνέπεια ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως να ευθύνεται για καθ’ υπέρβαση εκπομπές νοούμενες ως εκπομπές για τις οποίες δεν έχει χορηγηθεί άδεια. |
29. |
Μια τέτοια γραμματική ερμηνεία επιρρωννύεται από την τελολογική ανάλυση. Έτσι, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας συνάγεται ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός από την κύρωση που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87 είναι «οι ποινές για τη μη συμμόρφωση να είναι αρκετά υψηλές ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν υπάρχει περίπτωση ο φορέας εκμετάλλευσης να μην ενδιαφερθεί να ερευνήσει εκτός και να αγοράσει από την αγορά επαρκή αριθμό δικαιωμάτων για την κάλυψη των πραγματικών εκπομπών της εγκατάστασης» ( 46 ). Κατά συνέπεια, το ύψος του προστίμου καθορίστηκε από τον νομοθέτη σε συνάρτηση με την εκτιμώμενη τιμή του δικαιώματος ούτως ώστε να παρακινήσει τους φορείς εκμεταλλεύσεως να τα προμηθεύονται στην αγορά ( 47 ). |
30. |
Ωστόσο, η κατάσταση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης διαφοροποιείται κατά το ότι δεν αμφισβητείται ότι, για το 2007, οι δύο εταιρίες στις οποίες επιβλήθηκε πρόστιμο κατείχαν αριθμό δικαιωμάτων κατά πολύ ανώτερο από την ποσότητα πραγματικών εκπομπών. Συνεπώς, δεν ήσαν αναγκασμένες να επιδιώξουν να αγοράσουν στην αγορά τα ελλείποντα δικαιώματα. Επομένως, ο σκοπός της παροτρύνσεως τον οποίο επιδιώκει η προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο κύρωση επιβεβαιώνει μάλλον ότι η διάταξη αυτή αφορά την περίπτωση ενός φορέα εκμεταλλεύσεως ο οποίος δεν παρέδωσε επαρκή δικαιώματα προς κάλυψη των εκπομπών του εκ του λόγου ότι δεν προμηθεύτηκε τα δικαιώματα που του έλειπαν από την αγορά. Αυτού του είδους η συμπεριφορά συνιστά απάτη ιδιαίτερης απαξίας η οποία πρέπει να επισύρει σοβαρές κυρώσεις και να κολάζεται με το πρόστιμο που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87. |
31. |
Αντιθέτως, μολονότι η μη έγκαιρη παράδοση συνιστά αναμφισβήτητα διατάραξη του συστήματος, λόγω της άκαμπτης λογιστικής λογικής που το διέπει, δεν πρέπει να παροράται ότι οι εν λόγω εταιρίες δεν προκάλεσαν επιπλέον ρύπανση και ότι δεν διαπιστώθηκε ότι η αιτιολογία που προβλήθηκε από αυτές τις δύο εταιρίες για την εκπρόθεσμη παράδοση σκοπούσε αποδεδειγμένως στην καταστρατήγηση του συστήματος, στην κερδοσκοπία στην αγορά και/ή στην άντληση ωφελημάτων κατά τρόπο δυνάμενο να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό ( 48 ), και τούτο κατά μείζονα λόγο αφού, βάσει των όσων υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης, οι αντίστοιχοι λογαριασμοί τους δεσμεύθηκαν ταχέως από την επιφορτισμένη με τη διαχείριση του μητρώου αρχή ( 49 ). Ωστόσο, κατά τη διατύπωση του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/87, το πρόστιμο συνοδεύεται, περαιτέρω, από τη δημοσίευση των ονομάτων των «φορέων εκμετάλλευσης που έχουν παραβιάσει απαιτήσεις για την παράδοση επαρκών δικαιωμάτων». Αυτή η μέθοδος που εμπνέεται από το «name and shame», το οποίο εφαρμόζεται στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής, έχει νόημα μόνον εάν αφορά τους φορείς εκμεταλλεύσεως που ευθύνονται για εκπομπές μεγαλύτερες από την επιτρεπόμενη ποσότητα παραβιάζοντας τους κανόνες της αγοράς, ήτοι χωρίς να προμηθεύονται τα δικαιώματα που τους έλειπαν από την αγορά και οι οποίοι, με την πράξη τους αυτή, θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία. Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι η δημοσίευση του ονόματος των δύο αναιρεσειουσών της κύριας δίκης εταιριών, η οποία συμπληρώνει την κύρωση του άρθρου 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87, θα ήταν προδήλως άδικη για τους λόγους που εξέθεσα ανωτέρω. |
32. |
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν καλύπτει την περίπτωση της παραβάσεως της υποχρεώσεως παραδόσεως από φορέα εκμεταλλεύσεως που διαθέτει πράγματι επαρκή αριθμό δικαιωμάτων στις 30 Απριλίου του συγκεκριμένου έτους προς κάλυψη των εκπομπών του κατά το προηγούμενο έτος και ο οποίος, ως εκ τούτου, δεν ευθύνεται για ρύπανση μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη ποσότητα. Από τη διαπίστωση αυτή συνάγεται ότι το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι άνευ σημασίας για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. |
33. |
Το συμπέρασμα αυτό δεν σημαίνει εντούτοις ότι η παράβαση της υποχρεώσεως παραδόσεως για την οποία ευθύνονται οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης πρέπει να μην τιμωρηθεί, αλλά απλώς ότι η κύρωση που επισύρει η παράλειψη από φορέα εκμεταλλεύσεως με επαρκή αριθμό δικαιωμάτων προς κάλυψη των εκπομπών του κατά το προηγούμενο έτος να παραδώσει έως τις 30 Απριλίου τα εν λόγω δικαιώματα δεν έχει εναρμονιστεί από τον νομοθέτη της Ένωσης και έχει αφεθεί στην εκτίμηση των κρατών μελών. Συνεπώς, νομική βάση για την επιβολή των δύο προστίμων που αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης δεν είναι το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87, αλλά το άρθρο 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. |
34. |
Ωστόσο, το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέψουν ένα καθεστώς κυρώσεων το οποίο να είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, είναι χρήσιμο να διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις προκειμένου να τεθούν υπόψη του αιτούντος δικαστηρίου το οποίο, προκειμένου να επιλύσει τη διαφορά που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης θα πρέπει βεβαίως να εξετάσει εάν η διάταξη του σουηδικού δικαίου βάσει της οποίας επιβλήθηκαν τα δύο πρόστιμα πληροί αυτή την απαίτηση της αναλογικότητας. |
Γ – Τελικές παρατηρήσεις επί του αναλογικού χαρακτήρα των επίμαχων στο πλαίσιο της κύριας δίκης προστίμων
35. |
Συνεπώς, η νομική βάση των δύο προστίμων που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες της κύριας δίκης εταιρίες είναι το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87. Βάσει του εν λόγω άρθρου, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν το καθεστώς κυρώσεων που εφαρμόζεται σε περίπτωση παραβάσεως των εθνικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας, οι δε κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. |
36. |
Ελλείψει συνολικής εναρμονίσεως του καθεστώτος κυρώσεων των παραβάσεων των κανόνων που θέτει η οδηγία 2003/87, πρέπει να αναγνωριστεί ευρύ περιθώριο ελιγμού στα κράτη μέλη ( 50 ). Εξάλλου, από πάγια νομολογία συνάγεται ότι, «ελλείψει εναρμονίσεως της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση μη τηρήσεως των προϋποθέσεων που προβλέπει σύστημα το οποίο έχει θεσπιστεί με τη νομοθεσία αυτή, τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να επιλέγουν τις κυρώσεις που θεωρούν κατάλληλες. Οφείλουν πάντως να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης και τις γενικές αρχές του και, κατά συνέπεια, την αρχή της αναλογικότητας» ( 51 ). Έτσι, οι εν λόγω κυρώσεις «δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα προσήκοντα και αναγκαία όρια για την επίτευξη των σκοπών που θεμιτώς επιδιώκονται με τη σχετική νομοθεσία» και «τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς» ( 52 ). Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλεται «στα κράτη μέλη όχι μόνον όσον αφορά […] τον ορισμό των κανόνων σχετικά με την αυστηρότητα των προστίμων, αλλά και όσον αφορά την εκτίμηση των στοιχείων που είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου» ( 53 ). |
37. |
Η εφαρμογή του κεφαλαίου 8, άρθρο 6, του νόμου ΕΔΕ επί των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης εταιριών πρέπει επομένως να νοηθεί ως η εφαρμοζόμενη από την αρμόδια σουηδική αρχή κύρωση για την παράβαση της υποχρεώσεως παραδόσεως από φορέα εκμεταλλεύσεως ο οποίος διέθετε, στις 30 Απριλίου του οικείου έτους, επαρκή αριθμό δικαιωμάτων προς κάλυψη των εκπομπών του για το προηγούμενο έτος και ο οποίος δεν ευθύνεται για ρύπανση μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη ποσότητα. Έτσι, οι εν λόγω δύο εταιρίες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν πρόστιμο σημαντικού ύψους (3959366 SEK και 15516051 SEK αντιστοίχως), το οποίο εφαρμόστηκε κατά τρόπο αυτόματο, χωρίς προειδοποίηση και –όπως φαίνεται– χωρίς τη δυνατότητα κλιμακώσεως, για κάθε τόνο εκπομπής ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα κατά το προηγούμενο έτος. Ωστόσο, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε σκόπιμο να διευκρινίσει όχι μόνον ότι η οδηγία 2003/87 σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα ( 54 ), αλλά επίσης ότι η δημιουργία της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να περιορίζει «κατά το δυνατόν, τις αρνητικές επιπτώσεις της στην οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση» ( 55 ). |
38. |
Έτσι, η αρμόδια σουηδική αρχή ευθυγράμμισε το καθεστώς των κυρώσεων με αυτό που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87. Η ευθυγράμμιση αυτή, λόγω του έντονα κατασταλτικού χαρακτήρα της, σκοπεί να συμβάλει στην επίτευξη του σκοπού που θεμιτώς επιδιώκει η οδηγία 2003/87, ήτοι της προστασίας του περιβάλλοντος μέσω της μειώσεως, μακροπρόθεσμα, των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της αποτροπής κάθε συμπεριφοράς που διαταράσσει το σύστημα εμπορίας το οποίο εισάγει η εν λόγω οδηγία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιβολή προστίμου αποτελεί κατ’ ανάγκην το ενδεδειγμένο μέσο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η νομοθεσία της Ένωσης. |
39. |
Εντούτοις, τίθεται το ερώτημα μήπως η επιβολή προστίμου υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την επίτευξη των θεμιτώς επιδιωκομένων σκοπών. Συναφώς, θα περιοριστώ στην επισήμανση των πλέον χαρακτηριστικών στοιχείων του μηχανισμού κυρώσεων που προβλέπει το κεφάλαιο 8, άρθρο 6, του νόμου ΕΔΕ. |
40. |
Συνεπώς, υπενθυμίζω ότι από τη δικογραφία δεν συνάγεται ότι κάποιου είδους προειδοποίηση ή υπενθύμιση απευθύνθηκε στις δύο αναιρεσείουσες της κύριας δίκης εταιρίες πριν από την επιβολή των προστίμων. Ωστόσο, ήταν δυνατόν να ληφθεί ένα λιγότερο επαχθές μέτρο ( 56 ). Περαιτέρω, η αυτόματη και άμεση επιβολή του προστίμου εμποδίζει τη διενέργεια οποιουδήποτε ελέγχου ή οποιαδήποτε συνεκτίμηση των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μολονότι, πρώτον, αιτία της παραβάσεως της υποχρεώσεως που επιβάλλει η οδηγία υπήρξε κάποια διοικητική ή τεχνική παράλειψη, δεύτερον, δεν προκλήθηκε ρύπανση μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη ποσότητα ούτε διαπιστώθηκε in concreto κάποιου είδους κατάχρηση και, τρίτον, από τη δικογραφία συνάγεται –υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο– ότι οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης είχαν έρθει σε επαφή, ήδη από τις 14 Μαΐου 2007, με την αρχή που είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση του μητρώου προκειμένου να τακτοποιήσουν τα ζητήματά τους, η δε αρχή είχε ήδη προβεί σε δέσμευση των σχετικών λογαριασμών τους. |
41. |
Υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, μπορεί να διαπιστωθεί ότι, εν τελευταία αναλύσει, η εφαρμογή του ιδιαιτέρως αυστηρού κεφαλαίου 8, άρθρο 6, του νόμου ΕΔΕ επί των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης εταιριών είναι εν πολλοίς άσχετη προς τον βαθμό διαταράξεως που προκλήθηκε στο σύστημα εμπορίας. |
42. |
Έτσι, από τα στοιχεία που παρατίθενται ανωτέρω συνάγεται ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, η απαίτηση τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας που θέτει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87 εμποδίζει την εφαρμογή ενός μηχανισμού κυρώσεων όπως είναι αυτός που προβλέπει το κεφάλαιο 8, άρθρο 6, του νόμου ΕΔΕ, στον βαθμό που εφαρμόζεται, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, κατά τρόπο αυτόματο, άμεσο και χωρίς εξέταση των περιστάσεων, στον φορέα εκμεταλλεύσεως που παρέβη την υποχρέωση παραδόσεως, μολονότι διέθετε επαρκή αριθμό δικαιωμάτων προς κάλυψη των εκπομπών του, και ο οποίος δεν ευθύνεται για ρύπανση μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη ποσότητα. |
V – Πρόταση
43. |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα υποβληθέντα από το Högsta domstolen προδικαστικά ερωτήματα τις ακόλουθες απαντήσεις: Το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι δεν καλύπτει την περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως παραδόσεως από φορέα εκμεταλλεύσεως που διαθέτει πράγματι επαρκή δικαιώματα την 30ή Απριλίου του συγκεκριμένου έτους προς κάλυψη των εκπομπών του κατά το προηγούμενο έτος και ο οποίος δεν ευθύνεται για ρύπανση μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη ποσότητα. Νομική βάση στην οποία στηρίζεται η κύρωση λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως παραδόσεως από φορέα εκμεταλλεύσεως για τον οποίο υπάρχει η βεβαιότητα ότι κατέχει επαρκή δικαιώματα προς κάλυψη των εκπομπών του κατά το προηγούμενο έτος και ο οποίος δεν ευθύνεται για ρύπανση ανώτερη από την επιτρεπόμενη ποσότητα αποτελεί το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87. Υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης, η απαίτηση τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας που θέτει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87 εμποδίζει, υπό την επιφύλαξη των αναγκαίων επαληθεύσεων των πραγματικών περιστατικών, την εφαρμογή ενός μηχανισμού κυρώσεων όπως ο προβλεπόμενος στο κεφάλαιο 8, άρθρο 6, του νόμου 1199 του 2004 περί εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής [lagen (2004:1199) om handel med utsläppsrättigheter], στον βαθμό που εφαρμόστηκε, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, κατά τρόπο αυτόματο, άμεσο και χωρίς εξέταση των περιστάσεων, στον φορέα εκμεταλλεύσεως που παρέβη την υποχρέωση παραδόσεως, μολονότι διέθετε επαρκή αριθμό δικαιωμάτων προς κάλυψη των εκπομπών του, και ο οποίος δεν ευθύνεται για ρύπανση μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη ποσότητα. |
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
( 2 ) EE L 275, σ. 32.
( 3 ) Άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/87.
( 4 ) Άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/87.
( 5 ) Άρθρο 10 της οδηγίας 2003/87.
( 6 ) Άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87.
( 7 ) Άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87.
( 8 ) Άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87.
( 9 ) Άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87.
( 10 ) Άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87.
( 11 ) Άρθρο 16, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/87.
( 12 ) Άρθρο 16, παράγραφος 4, in fine, της οδηγίας 2003/87.
( 13 ) Κεφάλαιο 5, άρθρο 1, του νόμου ΕΔΕ. Ο φορέας εκμεταλλεύσεως ο οποίος δεν έχει διαβιβάσει την εξακριβωμένη έκθεση έως την 31η Μαρτίου του επομένου έτους πρέπει να καταβάλει πρόστιμο λόγω καθυστερήσεως ύψους 20000 σουηδικών κορωνών (SEK), εκτός εάν το εν λόγω πρόστιμο είναι προδήλως αδικαιολόγητο. Δεν είναι δυνατή η μείωση του προστίμου, αλλά μόνον η διαγραφή του (βλ. κεφάλαιο 8, άρθρο 5a, του νόμου ΕΔΕ).
( 14 ) Κεφάλαιο 5, άρθρο 1, του νόμου ΕΔΕ.
( 15 ) Κεφάλαιο 6, άρθρο 1, του νόμου ΕΔΕ.
( 16 ) Κεφάλαιο 8, άρθρο 6, του νόμου ΕΔΕ. Η συναλλαγματική ισοτιμία προς τις σουηδικές κορώνες καθορίζεται στο κεφάλαιο 8, άρθρο 6, τρίτο εδάφιο, του νόμου ΕΔΕ.
( 17 ) Κεφάλαιο 8, άρθρο 7, του νόμου ΕΔΕ.
( 18 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2003/87.
( 19 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 30 και άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87.
( 20 ) Βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-127/07, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. I-9895, σκέψεις 28 επ.).
( 21 ) Δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/87.
( 22 ) Πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/87.
( 23 ) Μολονότι τούτο δεν συνδέεται με την παρούσα υπόθεση, επισημαίνω ότι το εν λόγω πεδίο εφαρμογής διευρύνθηκε εσχάτως με την οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ με στόχο τη βελτίωση και την επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου της Κοινότητας (ΕΕ L 140, σ. 63).
( 24 ) Άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 2003/87.
( 25 ) Άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87.
( 26 ) Άρθρο 11 της οδηγίας 2003/87.
( 27 ) Άρθρο 9 της οδηγίας 2003/87.
( 28 ) Άρθρα 10 και 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87.
( 29 ) Άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/87.
( 30 ) Άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/87.
( 31 ) Άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87.
( 32 ) Άρθρο 15, πρώτο εδάφιο, και παράρτημα V της οδηγίας 2003/87.
( 33 ) Άρθρο 15, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/87.
( 34 ) Άρθρο 15, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/87. Επί του μεταβιβάσιμου χαρακτήρα των δικαιωμάτων, βλ. άρθρο 12, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.
( 35 ) Άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87. Η διαδικασία παραδόσεως ρυθμίζεται από τα άρθρα 52 επ. του κανονισμού (ΕΚ) 2216/2004 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τυποποιημένο και ασφαλές σύστημα μητρώων δυνάμει της οδηγίας 2003/87 και της απόφασης 280/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 386, σ. 1).
( 36 ) Άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87.
( 37 ) Άρθρο 12, παράγραφος 3, in fine, της οδηγίας 2003/87.
( 38 ) Άρθρο 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87.
( 39 ) Άρθρο 19 της οδηγίας 2003/87.
( 40 ) Βλ. τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/87.
( 41 ) Άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/87.
( 42 ) Άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87.
( 43 ) Άρθρο 16, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/87. Έτσι, το ποσό του προστίμου καθορίζεται σε χαμηλότερα επίπεδα κατά τη διάρκεια της λεγόμενης περιόδου «εκμαθήσεως» (ήτοι για την περίοδο 2005-2008).
( 44 ) Άρθρο 16, παράγραφος 4, in fine, της οδηγίας 2003/87.
( 45 ) Η υπογράμμιση δική μου.
( 46 ) Σημείο 17 της αιτιολογικής εκθέσεως της προτάσεως οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος για την εμπορία των δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου [COM(2001) 581 τελικό].
( 47 ) Βλ. προπαρατεθείσα πρόταση της οδηγίας (σ. 52).
( 48 ) Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ένα δραστικό μέσο για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε απόπειρας κερδοσκοπίας εκ μέρους των φορέων εκμεταλλεύσεως και ταυτόχρονα για τη διασφάλιση ενός πλεονεκτήματος για το περιβάλλον θα ήταν η δραστική μείωση των αριθμών των δικαιωμάτων που χορηγούν τα κράτη μέλη [βλ. προαναφερθείσα απόφαση Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (σκέψη 31)]. Έτσι, από τη δικογραφία συνάγεται ότι, στις 30 Απριλίου 2007 –ήτοι, βεβαίως, κατά τη διάρκεια της περιόδου εκμαθήσεως του συστήματος– οι Billerud Karlsborg AB και Billerud Skärblacka AB κατείχαν, αντιστοίχως, 66705 δικαιώματα (εκ των οποίων 10828 υπέκειντο στην υποχρέωση παραδόσεως) και 178 405 δικαιώματα (εκ των οποίων 42433 υπέκειντο στην υποχρέωση παραδόσεως).
( 49 ) Βάσει των όσων υποστήριξαν οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης, οι αντίστοιχοι λογαριασμοί τους δεσμεύθηκαν σε κάποια ημερομηνία μεταξύ 1ης και 14ης Μαΐου 2007.
( 50 ) Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, C-505/09 P, Επιτροπή κατά Εσθονίας (σκέψη 53).
( 51 ) Απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2012, C-210/10, Urbán (σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)
( 52 ) Προμνησθείσα απόφαση Urbán (σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 53 ) Βλ., κατ’ αναλογία, προμνησθείσα απόφαση Urbán (σκέψη 54).
( 54 ) Αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2003/87.
( 55 ) Πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/87.
( 56 ) Όσον αφορά την επιβολή του προστίμου που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2003/87, το γαλλικό δίκαιο π.χ. προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή προβαίνει σε όχληση του φορέα εκμεταλλεύσεως που έχει παραβεί την υποχρέωση παραδόσεως επαρκούς αριθμού δικαιωμάτων προς κάλυψη των εκπομπών του κατά το προηγούμενο έτος προκειμένου να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αυτή εντός προθεσμίας ενός μηνός (βλ. άρθρο L.229-18, παράγραφος II, του περιβαλλοντικού κώδικα).