ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 30ής Μαΐου 2013 ( 1 )

Υπόθεση C‑85/12

Société Landsbanki Islands HF

κατά

Kepler Capital Markets SA

Frédéric Giraux

[αίτηση του Cour de cassation (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ελευθερία εγκαταστάσεως — Πιστωτικά ιδρύματα — Οδηγία 2001/24/ΕΚ — Προϋποθέσεις για τη λήψη μέτρων εξυγιάνσεως και εκκαθαρίσεως πιστωτικών ιδρυμάτων — Αρμόδιες αρχές για τη λήψη των μέτρων αυτών — Ειδικός νόμος — Ίση μεταχείριση — Δικαστική προστασία — Lex fori — Lex concursus»

1. 

Στο πλαίσιο της καταρρεύσεως του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ισλανδίας λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσεως που ξέσπασε το 2008, το Ισλανδικό Κοινοβούλιο εξέδωσε ορισμένα μέτρα εξυγιάνσεως διαφόρων πιστωτικών ιδρυμάτων που είχαν την έδρα τους στην εν λόγω χώρα, ένα δε μέτρο εξ αυτών, στηριζόμενο στην οδηγία 2001/24/EK ( 2 ), αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση δύο κατασχέσεων που επιβλήθηκαν στη Γαλλία από τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού. Το βασικό ερώτημα του Cour de cassation είναι εάν τα εν λόγω μέτρα εξυγιάνσεως, έστω και αν ελήφθησαν από τη νομοθετική εξουσία, καλύπτονται από την οδηγία, της οποίας σκοπός είναι η αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων εξυγιάνσεως και των διαδικασιών εκκαθαρίσεως στα οποία προβαίνουν οι διοικητικές και δικαστικές αρχές.

2. 

Η υπό κρίση αίτηση αφορά μια χαρακτηριστική περίπτωση των δυσχερειών που μπορούν ενίοτε να ανακύψουν στο πλαίσιο της χρήσεως ορισμένων βασικών κατηγοριών των εθνικών δικαίων από το δίκαιο της Ένωσης. Όπως θα εκθέσω εν συνεχεία, πέραν των μορφών και της ονομασίας, επιβάλλεται στις περιπτώσεις αυτές να δοθεί έμφαση στο περιεχόμενο και, ειδικότερα, στους σκοπούς τους οποίους εξυπηρετούν οι κατηγορίες αυτές στο δίκαιο της Ένωσης, αφενός, και στα δίκαια των κρατών μελών, αφετέρου. Από το εν λόγω πνεύμα προσαρμογής των εθνικών κατηγοριών στο πλαίσιο της Ένωσης πρέπει επίσης να εμφορείται και η αντιμετώπιση των δυσχερειών που δημιουργεί, εν προκειμένω, η ερμηνεία οδηγίας η οποία, όπως η οδηγία 2001/24, δεν μπόρεσε να προβλέψει την περίπτωση μιας χρηματοπιστωτικής κρίσεως με τα χαρακτηριστικά και τις διαστάσεις αυτής που υφιστάμεθα ακόμη και σήμερα. Βεβαίως, όλη αυτή η κατάσταση οδηγεί στο ερώτημα εάν εθνική νομοθεσία έκτακτης ανάγκης, όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, καθώς και οι αποφάσεις που ελήφθησαν προς εφαρμογή της, πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/24. Εντούτοις, δεν είναι αυτό το ερώτημα το οποίο θέτει στο Δικαστήριο η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

3. 

Βάσει των ανωτέρω, και προσεγγίζοντας το ερώτημα βάσει της κατά γράμμα διατυπώσεώς του, προτείνω μια ούτως ειπείν «λειτουργική» ερμηνεία των εννοιών «διοικητική αρχή» και «δικαστική αρχή» κατά την οδηγία 2001/24, ούτως ώστε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η αναφορά στις αρχές αυτές να μπορεί επίσης να περιλάβει τη «νομοθετική αρχή». Με άλλα λόγια, η μεσολάβηση της εθνικής νομοθετικής εξουσίας κατά τη λήψη των μέτρων που προβλέπει η οδηγία δεν πρέπει να έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό τους από το πεδίο εφαρμογής της.

I – Το κανονιστικό πλαίσιο

Α – Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Η οδηγία 2001/24 ορίζει τους κανόνες για την αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων εξυγιάνσεως και των διαδικασιών εκκαθαρίσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ενδιαφέρον για την υπό κρίση υπόθεση έχουν ορισμένες από τις αιτιολογικές σκέψεις της:

«(6)

Επιβάλλεται να ανατεθεί στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, η αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζουν και να εφαρμόζουν τα μέτρα εξυγίανσης που προβλέπονται στη νομοθεσία και τα συναλλακτικά ήθη του εν λόγω κράτους μέλους. Λόγω της δυσχέρειας που παρουσιάζει η εναρμόνιση των νομοθεσιών και των συναλλακτικών ηθών των κρατών μελών, θα πρέπει να καθιερωθεί η αμοιβαία αναγνώριση, εκ μέρους των κρατών μελών, των μέτρων που λαμβάνει έκαστο εξ αυτών για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα των ιδρυμάτων στα οποία έχει χορηγήσει άδεια.

(7)

Είναι απαραίτητο να εξασφαλισθεί ότι τα μέτρα εξυγίανσης που λαμβάνουν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνουν τα πρόσωπα ή τα όργανα στα οποία οι αρχές αυτές αναθέτουν τη διαχείριση αυτών των μέτρων εξυγίανσης, παράγουν τα αποτελέσματά τους σε όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και προκειμένου για μέτρα που καθιστούν δυνατή την αναστολή πληρωμών, την αναστολή εκτελεστικών μέτρων ή τη μείωση απαιτήσεων καθώς και οιοδήποτε μέτρο ικανό να θίξει προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων.

[…]

(12)

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών, όσον αφορά τη δυνατότητά τους να ασκήσουν ένδικα μέσα [ή βοηθήματα], επιβάλλει στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι πιστωτές του κράτους μέλους υποδοχής να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους των ένδικων μέσων [ή βοηθημάτων], εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας.

[…]

(16)

Η ισότητα των πιστωτών απαιτεί να εκκαθαρίζεται το πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τις αρχές της ενότητας και της καθολικότητας, οι οποίες ορίζουν την αποκλειστική αρμοδιότητα των διοικητικών ή δικαστικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και την αναγνώριση των αποφάσεών τους που πρέπει να μπορούν να παράγουν, χωρίς καμία άλλη διατύπωση, σε όλα τα άλλα κράτη μέλη, τα αποτελέσματα που τους αποδίδει το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, εκτός εάν η παρούσα οδηγία ορίζει άλλως.

[…]

(20)

Εξίσου σημαντική με τη δημόσια ανακοίνωση είναι η κατ’ ιδίαν ενημέρωση των γνωστών πιστωτών, η οποία να τους επιτρέπει, εάν χρειασθεί, να αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους ή να υποβάλλουν παρατηρήσεις σχετικά με τις απαιτήσεις τους εντός τακτής προθεσμίας. Αυτό δεν πρέπει να δημιουργεί διακρίσεις εις βάρος των πιστωτών που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος από το κράτος μέλος καταγωγής, βάσει του τόπου διαμονής τους ή της φύσης των απαιτήσεών τους. Η ενημέρωση των πιστωτών πρέπει να συνεχίζεται τακτικά και με τον κατάλληλο τύπο κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης.

[…]

(23)

Μολονότι είναι σημαντικό να γίνει δεκτή η αρχή, βάσει της οποίας το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής καθορίζει όλα τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή των διαδικασιών εκκαθάρισης, δικονομικά ή ουσιαστικά, πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη ότι τα αποτελέσματα αυτά μπορεί να συγκρούονται με τους συνήθως ισχύοντες κανόνες στα πλαίσια της οικονομικής και χρηματοδοτικής δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος και των υποκαταστημάτων του στα άλλα κράτη μέλη. Η παραπομπή στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους αποτελεί ενίοτε αναγκαίο μέσο μετριασμού της αρχής της εφαρμογής του δικαίου του κράτους μέλους καταγωγής.

[…]

(30)

Τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή των διαδικασιών εκκαθάρισης επί εκκρεμοδικίας διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, κατ’ εξαίρεση από την εφαρμογή της lex cοncursus [·] τα αποτελέσματα αυτών των μέτρων και διαδικασιών επί των επιμέρους πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης που προκύπτουν από τις δίκες αυτές διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα που θέτει η παρούσα οδηγία.»

5.

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/24 περιλαμβάνει, όσον αφορά τα κρίσιμα ζητήματα της παρούσας υποθέσεως, διάφορους ορισμούς:

«[…]

“διοικητικές ή δικαστικές αρχές”: οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών μελών οι αρμόδιες για τα μέτρα εξυγίανσης ή για τις διαδικασίες εκκαθάρισης,

“μέτρα εξυγίανσης”: τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των απαιτήσεων,

[…]

“διαδικασίες εκκαθάρισης”: οι συλλογικές διαδικασίες τις οποίες κινούν και ελέγχουν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές κράτους μέλους με σκοπό τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων υπό την εποπτεία των αρχών αυτών, ακόμη και όταν η διαδικασία αυτή περατώνεται με πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο,

[…]».

6.

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/24, με τίτλο «Λήψη μέτρων εξυγίανσης-Εφαρμοστέο δίκαιο», προβλέπει τα εξής:

«1.   Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής είναι οι μόνες αρμόδιες να αποφασίζουν για την εφαρμογή ενός ή περισσότερων μέτρων εξυγίανσης σε πιστωτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη [υποκαταστημάτων].

2.   Τα μέτρα εξυγίανσης διέπονται από τους νόμους, κανονισμούς και διαδικασίες που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, εκτός αν άλλως ορίζει η παρούσα οδηγία.

Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν όλα τα αποτελέσματά τους σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους σε ολόκληρη την Κοινότητα, χωρίς άλλες διατυπώσεις, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη μέλη, και αν ακόμη οι ισχύουσες διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής δεν προβλέπουν τέτοια μέτρα ή εξαρτούν την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται.

Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν τα αποτελέσματά τους σε ολόκληρη την Κοινότητα μόλις παράγουν τα αποτελέσματά τους στο κράτος μέλος όπου έχουν ληφθεί.»

7.

Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης – Ενημέρωση των άλλων αρμόδιων αρχών», ορίζει στην παράγραφό του 1 τα εξής:

«Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εκκαθάριση είναι μόνες αρμόδιες να αποφασίζουν την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη.

Η απόφαση περί ενάρξεως διαδικασίας εκκαθάρισης, την οποία λαμβάνει η διοικητική ή δικαστική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, αναγνωρίζεται, χωρίς άλλες διατυπώσεις, στο έδαφος όλων των άλλων κρατών μελών, στα οποία και παράγει αποτελέσματα μόλις η απόφαση αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της στο κράτος μέλος έναρξης της διαδικασίας.»

8.

Το άρθρο 10 της οδηγίας 2001/24, με τίτλο «Εφαρμοστέο δίκαιο», προβλέπει τα εξής:

«1.   Το πιστωτικό ίδρυμα εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τους νόμους, κανονισμούς και διαδικασίες που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, εκτός αν άλλως ορίζει η παρούσα οδηγία.

2.   Το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής καθορίζει ιδίως τα εξής:

[…]

ε)

τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης επί των ατομικών διώξεων, εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 32,

[…]

ιβ)

τους κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, ακυρωσίας και κήρυξης του ανενεργού των επιβλαβών για το σύνολο των πιστωτών δικαιοπραξιών.»

9.

Δυνάμει του άρθρου 32 της οδηγίας «[τ]α αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή της διαδικασίας εκκαθάρισης επί εκκρεμούς δίκης με αντικείμενο πράγμα ή δικαίωμα των οποίων απεκδύθη το πιστωτικό ίδρυμα, διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο υφίσταται η εκκρεμοδικία.»

10.

Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, και των άρθρων 7, 13 και 14 της οδηγίας 2001/24, οι αποφάσεις μέσω των οποίων διατάσσεται η λήψη μέτρου εξυγιάνσεως ή η έναρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως πρέπει να δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γνωστοποιούνται στους γνωστούς πιστωτές του οικείου χρηματοπιστωτικού οργανισμού που έχουν την κατοικία τους ή την έδρα τους στα λοιπά κράτη μέλη.

Β– Το ισλανδικό δίκαιο

11.

Στην Ισλανδία, το κοινό καθεστώς των διαδικασιών πτωχεύσεως διέπεται από τον νόμο 21/91, της 26ης Μαρτίου 1991, του οποίου το άρθρο 138 ορίζει ότι, σε περίπτωση εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως που κηρύττει την πτώχευση, ακυρώνεται αυτομάτως η κατάσχεση της περιουσίας του πτωχού, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω περιουσία περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται στην περίπτωση ενεχύρου που έχει συσταθεί εντός των έξι μηνών που προηγήθηκαν της ημερομηνίας κηρύξεως της πτωχεύσεως καθώς και στην περίπτωση των κατασχέσεων και των μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως που επιβάλλονται, με αίτηση μέλους της οικογενείας του πτωχού, μεταξύ των έξι και των είκοσι τεσσάρων μηνών πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως, εκτός εάν το μέλος της οικογενείας αποδείξει ενώπιον του δικαστηρίου ότι, παρά την επιβολή του επίμαχου μέτρου, ο πτωχός ήταν φερέγγυος κατά την ανωτέρω ημερομηνία.

12.

Με τον νόμο 161/2002, της 20ής Δεκεμβρίου 2002 περί πιστωτικών ιδρυμάτων, μεταφέρθηκε η οδηγία 2001/24 στην εσωτερική έννομη τάξη.

13.

Προφανώς, ως πρώτο νομοθετικό μέτρο μετά την έναρξη της τραπεζικής και χρηματοπιστωτικής κρίσεως στην Ισλανδία, ο νόμος 125/2008, της 6ης Οκτωβρίου 2008, περί καταβολών από το Δημόσιο Ταμείο λόγω έκτακτων περιστάσεων, παρέσχε την εξουσία στην ισλανδική αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας (στο εξής: FME) να παρεμβαίνει στις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων με μέτρα όπως η άσκηση των εξουσιών της γενικής συνελεύσεως των μετόχων, η καθαίρεση του διοικητικού συμβουλίου και η ανάληψη των εργασιών του ιδρύματος ή ο διορισμός προσωρινής διαχειριστικής επιτροπής.

14.

Ένα μήνα αργότερα, ο νόμος 129/2008, της 13ης Νοεμβρίου 2008, που τροποποίησε το άρθρο 98 του νόμου 161/2002, απαγόρευσε την άσκηση ένδικων προσφυγών κατά των πιστωτικών ιδρυμάτων που είχαν λάβει την άδεια αναστολής της πληρωμής των χρεών τους, και επέβαλε την αναστολή των εκκρεμών δικών, εκτός εάν ο νόμος προέβλεπε άλλως ή είχε διαπραχθεί ποινικό αδίκημα.

15.

Λίγους μήνες μετά, ο νόμος 44/2009, της 15ης Απριλίου 2009, στον οποίον ρητώς παραπέμπει το πρώτο από τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, εισήγαγε ορισμένες μεταβατικές διατάξεις δυνάμει των οποίων οι διατάξεις του νόμου 161/2002 για την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων έπρεπε να εφαρμόζονται στα ιδρύματα τα οποία είχαν αναστείλει την πληρωμή των χρεών τους κατά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του εν λόγω νόμου 44/2009. Η εν λόγω εφαρμογή έπρεπε να πραγματοποιηθεί, βάσει του νόμου 44/2009, «ως εάν η εκκαθάριση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος να είχε διαταχθεί με δικαστική απόφαση κατά την έναρξη ισχύος του νόμου».

16.

Ταυτοχρόνως, ο νόμος 44/2009 κατήργησε την απαγόρευση που είχε εισαχθεί με τον νόμο 129/2008.

17.

Οι προαναφερθείσες μεταβατικές διατάξεις προέβλεπαν, στο σημείο II.2, ότι, άμα τη λήξει της «αδείας αναστολής πληρωμής των χρεών», τα ιδρύματα που είχαν υπαχθεί στο εν λόγω ευνοϊκό καθεστώς θα θεωρούνταν ότι έχουν υπαχθεί αυτομάτως σε διαδικασία εκκαθαρίσεως, χωρίς να μεσολαβήσει συγκεκριμένη δικαστική απόφαση.

18.

Τέλος, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, ο νόμος 161/2002 τροποποιήθηκε εκ νέου με τον νόμο 132/2010, της 16ης Νοεμβρίου 2010, υπό την έννοια ότι η διαδικασία εκκαθαρίσεως δεν θα κινείτο εφεξής αυτομάτως μετά την αναστολή της πληρωμής των χρεών, αλλά ότι η εκκαθάριση θα γινόταν μόνον εάν η προσωρινή διαχειριστική επιτροπή και η επιτροπή εκκαθαρίσεως το ζητούσαν από κοινού από τη δικαστική αρχή πριν από τη λήξη της «αδείας αναστολής της πληρωμής των χρεών».

II – Τα πραγματικά περιστατικά

19.

Η εταιρία Landsbanki Islands HF (στο εξής: Landsbanki) είναι πιστωτικό ίδρυμα ισλανδικού δικαίου, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο [δύο συντηρητικών κατασχέσεων] στη Γαλλία στις 10 Νοεμβρίου 2008 κατόπιν σχετικού αιτήματος του F. Giraux που έχει την ιδιότητα του πιστωτή και κατοικεί στο εν λόγω κράτος μέλος.

20.

Η Landsbanki προσέβαλε τις εν λόγω κατασχέσεις ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων επικαλούμενη τα μέτρα εξυγιάνσεως και εκκαθαρίσεως που είχαν ληφθεί προηγουμένως από τις ισλανδικές αρχές ( 3 ).

21.

Επομένως, η Landsbanki υποστήριξε πρωτοδίκως ενώπιον του Tribunal de grande instance de Paris ότι τα μέτρα που ελήφθησαν στην Ισλανδία μπορούσαν να αντιταχθούν στον Γάλλο πιστωτή της και ότι, βάσει της ισλανδικής νομοθεσίας (νόμος 44/2009 και νόμος 21/1991), όλα τα μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως που είχαν επιβληθεί από τις 15 Μαΐου 2008 ακυρώνονταν αναδρομικά.

22.

Το Tribunal de grande instance απέρριψε όσα προέβαλε η Landsbanki με απόφαση της 25ης Ιουνίου 2009. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα εξυγιάνσεως και εκκαθαρίσεως που προέβλεπε ο ισλανδικός νόμος 44/2009 δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/24 και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν στη Γαλλία και, κατά συνέπεια, δεν έπρεπε να αρθούν οι δύο συντηρητικές κατασχέσεις που είχαν επιβληθεί τη αιτήσει του F. Giraux.

23.

Η απόφαση του Tribunal de grande instance επικυρώθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2010 από το Cour d’appel de Paris. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η εφαρμογή του ισλανδικού κανονιστικού πλαισίου δεν συνεπαγόταν την αναδρομική ακύρωση την οποία επικαλείτο η Landsbanki και, αφετέρου, ότι, ακόμη και αν είχε τέτοια συνέπεια, οι νομοθετικές διατάξεις από τις οποίες απέρρεε δεν αποτελούσαν μέτρα εξυγιάνσεως και εκκαθαρίσεως ληφθέντα από «διοικητικές ή δικαστικές αρχές» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24.

24.

Το Cour d’appel διευκρίνισε ότι το ισλανδικό κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο εμπόδιζε την άσκηση ένδικων προσφυγών κατά πιστωτικών ιδρυμάτων στα οποία είχε χορηγηθεί άδεια αναστολής της πληρωμής των χρεών τους (νόμος 161/2002), είχε καταργηθεί στις 15 Απριλίου 2009 με τον νόμο 44/2009.

25.

Επιληφθέν αναιρέσεως, το Cour de cassation υπέβαλε την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

III – Το προδικαστικό ερώτημα

26.

Το προδικαστικό ερώτημα έχει ως εξής:

«1. Έχουν τα άρθρα 3 και 9 της οδηγίας 2001/24/ΕΚ για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων την έννοια ότι μέτρα εξυγίανσης ή εκκαθάρισης ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, όπως τα απορρέοντα από τον ισλανδικό νόμο 44/2009, της 15ης Απριλίου 2009, πρέπει να θεωρούνται ως μέτρα λαμβανόμενα από διοικητική ή δικαστική αρχή, κατά την έννοια των ανωτέρω άρθρων;

2. Έχει το άρθρο 32 της οδηγίας 2001/24/ΕΚ την έννοια ότι εμποδίζει εθνική διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 98 του ισλανδικού νόμου [161/2002] της 20ής Δεκεμβρίου 2002 που απαγόρευε ή ανέστελλε την άσκηση ένδικης προσφυγής κατά χρηματοπιστωτικού ιδρύματος από της θέσεως ισχύος αδείας βάσει της οποίας αναστέλλεται η πληρωμή των χρεών (χρεωστάσιο), να εφαρμόζεται επί συντηρητικών μέτρων τα οποία ελήφθησαν σε άλλο κράτος μέλος πριν από την επιβολή του χρεωστασίου;»

27.

Το Cour de cassation υπενθυμίζει ότι, βάσει της οδηγίας 2001/24, οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής είναι οι μόνες αρμόδιες να αποφασίζουν την εφαρμογή μέτρων εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως σε πιστωτικό ίδρυμα, περιλαμβανομένων των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη υποκαταστημάτων του.

IV – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

28.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Φεβρουαρίου 2012.

29.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η εποπτική αρχή της ΕΖΕΣ (στο εξής: ΑΕΖΕΣ), η Γαλλική, η Ισλανδική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή.

30.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Μαρτίου 2013, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους οι διάδικοι της κύριας δίκης, η ΑΕΖΕΣ, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

V – Επιχειρήματα των διαδίκων

Α – Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

31.

Η Landsbanki υποστηρίζει ότι η διαδικασία εκκαθαρίσεως η οποία προβλέπεται ειδικώς στις μεταβατικές διατάξεις του νόμου 44/2009 αποτελεί έννομο αποτέλεσμα, το οποίο ο εν λόγω νόμος συναρτά προς τη δικαστική απόφαση περί χορηγήσεως αδείας αναστολής της πληρωμής των χρεών, εν προκειμένω προς την απόφαση του Πρωτοδικείου του Ρέικιαβικ της 5ης Δεκεμβρίου 2008. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα μέτρα εξυγιάνσεως και εκκαθαρίσεως που επιβλήθηκαν στην Ισλανδία διατάχθηκαν από τις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24, επιβάλλεται δε η αναγνώρισή τους στη Γαλλία. Τυχόν διαφορετική προσέγγιση θα αντέβαινε στην προστασία και την ίση μεταχείριση των πιστωτών. Αφετέρου, κατά την άποψή της, καθοριστική σημασία έχει το ότι τα ληφθέντα από τον Ισλανδό νομοθέτη μέτρα δεν διαφέρουν, από λειτουργικής απόψεως, από διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση, αφού αφορούν καταστάσεις και συμφέροντα ιδιωτών και, πέραν τούτου, μπορούν επίσης να προσβληθούν όπως ακριβώς οι διοικητικές πράξεις και οι δικαστικές αποφάσεις. Η Γαλλική Κυβέρνηση συντάσσεται με τις δύο αυτές τελευταίες παρατηρήσεις.

32.

Ο F. Giraux υποστηρίζει ότι τα μέτρα εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως μπορούν να λαμβάνονται μόνον από διοικητικές ή δικαστικές αρχές, καθώς το γεγονός ότι μια νομοθετική πράξη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσβολής συνεπάγεται ότι μόνον οι διοικητικές και δικαστικές αποφάσεις μπορούν να διασφαλίσουν έναντι των πιστωτών ότι τα μέτρα λαμβάνονται ενόψει της ιδιαίτερης κάθε φορά χρηματοπιστωτικής καταστάσεως και υπάρχει η δυνατότητα προσβολής τους. Αφετέρου, ο F. Giraux τονίζει ότι η οδηγία διακρίνει με μεγάλη σαφήνεια μεταξύ μέτρων εξυγιάνσεως και διαδικασιών εκκαθαρίσεως, τόσο δε τα εν λόγω μέτρα όσο και οι εν λόγω διαδικασίες διέπονται από ειδικό καθεστώς που είναι προσαρμοσμένο στους αντίστοιχους σκοπούς που επιδιώκουν. Ως εκ τούτου, αμφότερα χρήζουν αυτοτελούς διοικητικής ή δικαστικής αποφάσεως, χωρίς να μπορεί, βάσει της οδηγίας 2001/24, η λήψη μέτρου εξυγιάνσεως να παράγει τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθαρίσεως.

33.

Η Γαλλική, η Ισλανδική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι τα άρθρα 2, 3 και 9 της οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται επί των μέτρων που λαμβάνονται βάσει του νόμου 44/2009. Μόνο με τον τρόπο αυτόν, κατά την άποψή τους, μπορεί να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος από την οδηγία σκοπός που δεν είναι άλλος από την αμοιβαία και αυτόματη αναγνώριση των μέτρων εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως που λαμβάνουν οι αρχές ενός κράτους μέλους.

34.

Η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι θα ήταν αντιφατικό να μην αναγνωρίζονται τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του νόμου 44/2009, αλλά, αντιθέτως, να αναγνωρίζονται οι διοικητικές ή δικαστικές αποφάσεις που εφαρμόζουν τα ίδια αυτά μέτρα. Σε σχέση με το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο σκοπός που επιδιώκουν δεν είναι τόσο να διασφαλιστεί η λήψη των μέτρων από τη διοικητική ή τη δικαστική αρχή όσο ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να λαμβάνονται μόνον από τις αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, αποκλειομένων των λοιπών κρατών μελών. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το νομικό καθεστώς που καθορίζει το σύνολο των αποτελεσμάτων της εφαρμογής των μέτρων εξυγιάνσεως πρέπει να περιλαμβάνει διοικητικά ή δικαστικά μέτρα.

35.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι δεν έχουν εναρμονιστεί οι εθνικοί κανόνες του πτωχευτικού δικαίου, η οδηγία 2001/24 αρκείται στην αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων που λαμβάνονται προκειμένου να καταστούν βιώσιμα τα πιστωτικά ιδρύματα. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, με την τήρηση των ελάχιστων κριτηρίων που προβλέπει η οδηγία, εναπόκειται στο κράτος καταγωγής να καθορίσει τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη λήψη των μέτρων αυτών. Η ελευθερία αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται από τη νομική και συνταγματική κουλτούρα εκάστου κράτους μέλους και από το περιεχόμενο που μπορούν να έχουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οι έννοιες της διοικητικής και νομοθετικής πράξεως.

36.

Κατά την Επιτροπή, καθοριστική σημασία δεν έχει το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο ελήφθη από κοινοβούλιο ή από δικαστήριο· το κρίσιμο είναι, βάσει της οδηγίας, ότι τα μέτρα δικαιολογούνται από την οικονομική κατάσταση ενός συγκεκριμένου ιδρύματος, γεγονός που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τα γενικά και απρόσωπα μέτρα ενιαίας εφαρμογής που λαμβάνονται για το σύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα. Κατά την άποψή της, στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των διατάξεων του νόμου 161/2002, ως είχε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, οι οποίες, λόγω του γενικού και απρόσωπου χαρακτήρα τους, δεν μπορούν να εμπίπτουν στο πλαίσιο εφαρμογής της οδηγίας 2001/24, και των αποφάσεων που έλαβε η FME και το Πρωτοδικείο του Ρέικιαβικ στο πλαίσιο ασκήσεως των εξουσιών που τους παρέσχε ο εν λόγω νόμος 161/2002. Οι τελευταίες αυτές αποφάσεις, που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν του νόμου αυτού, κατά την Επιτροπή, καταλογίζονται σαφώς σε διοικητική ή δικαστική αρχή κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24.

37.

Η ΕΑΖΕΣ υποστηρίζει ότι, στην παρούσα υπόθεση, το σύνολο των μέτρων ελήφθη από τη FME ή την αρμόδια δικαστική αρχή. Κατά την άποψή της, δεν εφαρμόστηκε το «αυτόματο σύστημα» κινήσεως της διαδικασίας εκκαθαρίσεως που προβλέπει ο νόμος 44/2009 και το οποίο καταργήθηκε εν συνεχεία από τον νόμο 132/2010.

Β – Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

38.

Η Landsbanki υπεραμύνεται της απόψεως ότι το άρθρο 32 της οδηγίας 2001/24 δεν εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 98 του νόμου 161/2002, δυνάμει του οποίου ανεστάλη η πληρωμή των χρεών της, οπότε καθίστανται ανίσχυρες οι κατασχέσεις που επιβλήθηκαν στη Γαλλία. Κατά τη Landsbanki, η έκφραση «εκκρεμοδικία» του άρθρου 32 αφορά μόνο δίκες επί της ουσίας. Επιπλέον, η τριακοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αναγνωρίζει, κατά την άποψή της, ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής είναι αυτή που πρέπει να ορίζει τα αποτελέσματα μέτρων όπως είναι η αναστολή της πληρωμής των χρεών «επί των επιμέρους πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως» που προκύπτουν από τις δίκες που εκκρεμούν, καθώς συνομολογείται ότι η κατάσχεση αποτελεί πράξη τέτοιας φύσεως.

39.

Ο F. Giraux φρονεί ότι το ερώτημα είναι απαράδεκτο, διότι το άρθρο 98 του νόμου 161/2002 δεν εφαρμόζεται επί της υπό κρίση υποθέσεως. Κατά την άποψή του, εάν η διάταξη αυτή εμποδίζει μόνον την άσκηση ένδικων προσφυγών κατά ιδρύματος στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια αναστολής της πληρωμής των χρεών του, δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατά κατασχέσεως που έχει επιβληθεί πριν από την εν λόγω άδεια. Κατά τα λοιπά, υποστηρίζει ότι η διάταξη έχει κριθεί αντισυνταγματική και έχει αντικατασταθεί από τον νόμο 44/2009.

40.

Η Γαλλική και η Ισλανδική Κυβέρνηση, η Επιτροπή και η ΑΕΖΕΣ υποστηρίζουν ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων «εκκρεμοδικίας», που διέπονται από τη νομοθεσία του κράτους του οποίου τα δικαστήρια έχουν επιληφθεί (lex fori), και των «επιμέρους πράξεων» που διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής (lex concursus). Τούτο προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 32 της οδηγίας 2001/24 υπό το πρίσμα της τριακοστής αιτιολογικής σκέψεως και του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της ιδίας οδηγίας. Το άρθρο 32 καλύπτει μόνον τις επί της ουσίας δίκες και όχι τις παρεπόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως. Λαμβανόμενων υπόψη των σκοπών της οδηγίας (ειδικότερα, της καθολικότητας και της ισότητας των πιστωτών), οι κατασχέσεις αποτελούν επιμέρους πράξεις που διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής.

41.

Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως, περιλαμβανόμενων των κατασχέσεων των οποίων τα έννομα αποτελέσματα παρατείνονται χρονικώς, πρέπει να διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής από της ημερομηνίας λήψεως των μέτρων εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως, έστω και αν τα μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως επιβλήθηκαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία. Κατά την άποψή της, τα μέτρα εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως παράγουν αναδρομικά αποτελέσματα επί των πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως οσάκις προβλεπόταν από το εφαρμοστέο δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής.

42.

Γενικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η οδηγία 2001/24 δεν συνεπάγεται την αυτόματη απαγόρευση ή αναστολή όλων των μέτρων που έχουν ληφθεί σε άλλα κράτη μέλη σε σχέση με ένα ίδρυμα ευθύς αμέσως επιβληθούν επ’ αυτού, σε κάποιο άλλο κράτος μέλος, μέτρα εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως. Βεβαίως, μόνον το τελευταίο αυτό κράτος μέλος μπορεί να προβεί στη λήψη μέτρων εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως επί ιδρύματος που εδρεύει στο έδαφός του (μέτρα τα οποία μπορούν να είναι αποτελεσματικά μόνον εάν παράγουν τα αποτελέσματά τους σε όλα τα κράτη μέλη), ωστόσο καμία διάταξη της οδηγίας δεν εμποδίζει τα λοιπά κράτη μέλη να προβαίνουν στη λήψη μέτρων ή να κινούν διαδικασίες άλλης φύσεως, όπως είναι η άσκηση αγωγών βάσει συμβατικής ευθύνης ή η κίνηση ποινικών διαδικασιών.

VI – Εκτίμηση

43.

Το Cour de cassation θέτει δύο ερωτήματα των οποίων η πολυπλοκότητα διαφέρει κατά πολύ. Τούτο καταδεικνύεται από το γεγονός ότι η συζήτηση που προκλήθηκε μεταξύ των συμμετεχόντων στην παρούσα διαδικασία επικεντρώθηκε στο πρώτο εξ αυτών, δεδομένου ότι σχεδόν άπαντες συμφωνούν ως προς την απάντηση που προσήκει στο δεύτερο.

44.

Χωρίς βεβαίως να παραλείψω να προτείνω στο Δικαστήριο την απάντηση που φρονώ ότι πρέπει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, θα επικεντρωθώ κυρίως στο πρώτο ερώτημα. Περαιτέρω, θα επιχειρήσω να περιοριστώ αυστηρά στο αντικείμενο του εν λόγω ερωτήματος.

Α– Το πρώτο ερώτημα

1. Οριοθέτηση του αντικειμένου του

45.

Το πρώτο ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί κατά τρόπο πολύ απλό: Μπορεί ένα κοινοβούλιο, και δη μέσω της νομοθετικής διαδικασίας, να προβεί σε μέτρα τη λήψη των οποίων η οδηγία 2001/24 αναθέτει αδιακρίτως στις εθνικές «διοικητικές ή δικαστικές αρχές» του κράτους μέλους καταγωγής; Το Cour de cassation δεν προσδιορίζει ρητώς τα νομοθετικά μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο του ερωτήματός του, δεδομένου ότι αναφέρεται γενικώς στα «μέτρα εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως ενός πιστωτικού ιδρύματος, όπως αυτά που απορρέουν από τον ισλανδικό νόμο 44/2009 της 15ης Απριλίου 2009».

46.

Εντούτοις, τόσο από τη διάταξη περί παραπομπής όσο και από τη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων συνάγεται ότι τα μέτρα του νόμου 44/2009 που αποτελούν το επίμαχο εν προκειμένω ζήτημα είναι κατ’ ουσίαν οι μεταβατικές αυτές διατάξεις δυνάμει των οποίων τα ιδρύματα στα οποία έχει δοθεί άδεια αναστολής της πληρωμής των χρεών τους κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του νόμου 44/2009 –όπως είναι εν προκειμένω η Landsbanki που είχε λάβει την άδεια αυτή στις 5 Δεκεμβρίου 2008– έπρεπε αυτομάτως να θεωρούνται ότι τελούσαν σε διαδικασία εκκαθαρίσεως, χωρίς να απαιτείται προς τούτο έκδοση δικαστικής αποφάσεως.

47.

Η συγκεκριμένη αυτή νομοθετική διάταξη είχε ως συνέπεια, κατά τη Landsbanki, την εφαρμογή εν προκειμένω της ισλανδικής ρυθμίσεως περί των διαδικασιών εκκαθαρίσεως και, ειδικότερα, την άρση της κατασχέσεως των περιουσιακών στοιχείων της. Ωστόσο, το κατά πόσον πρέπει ή όχι να είναι αυτή η συνέπεια του εν λόγω μέτρου αποτελεί ζήτημα του οποίου η απάντηση παρέλκει εν προκειμένω.

48.

Πράγματι, από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ότι η ερμηνεία των κρίσιμων στο πλαίσιο της κύριας δίκης διατάξεων του ισλανδικού δικαίου αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, όπερ επιβάλλει στο Cour de cassation να αποφανθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης επί της εκτιμήσεως του Cour d’appel ότι δεν αποδείχθηκε η εφαρμογή επί της Landsbanki του άρθρου 138 του νόμου 21/91, ο οποίος διέπει το κοινό καθεστώς των πτωχεύσεων, πράγμα το οποίο θα συνεπαγόταν την άρση των κατασχέσεων που έχουν επιβληθεί επί των περιουσιακών στοιχείων της.

49.

Εντούτοις, το καθοριστικό επιχείρημα για την απόφαση που εξέδωσε το Cour d’appel δεν ήταν η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του ισλανδικού κανονιστικού πλαισίου, την οποία επικαλούνταν η Landsbanki –ζήτημα το οποίο, όπως ελέχθη, δεν έχει ακόμη επιλυθεί–, αλλά το γεγονός ότι, εν πάση περιπτώσει, το κανονιστικό αυτό πλαίσιο δεν περιλαμβανόταν σε διοικητική ή δικαστική απόφαση κατά την έννοια της οδηγίας, αλλά σε διάταξη νόμου, οπότε δεν ενέπιπτε στην οδηγία 2001/24, πράγμα το οποίο καθιστά άνευ σημασίας την προβληματική σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του νόμου 21/91 επί της υποθέσεως.

50.

Συνεπώς, τούτο αποτελεί ένα προκαταρκτικό ζήτημα από το οποίο εξαρτάται το κατά πόσον το αιτούν δικαστήριο πρέπει ή όχι να υπεισέλθει στην ουσία της προβληματικής περί του καθορισμού του κρίσιμου και εφαρμοστέου στην κύρια δίκη ισλανδικού δικαίου. Πράγματι, όπως είναι προφανές, εάν το Δικαστήριο αποφανθεί ότι τα μέτρα που περιλαμβάνονται στον νόμο 44/2009 δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς διοικητικές ή δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24, δεν συντρέχει η απαιτούμενη προϋπόθεση προκειμένου η Landsbanki να μπορέσει να στηρίξει κατά νόμον την προβληθείσα ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων αξίωση περί αναγνωρίσεως στη Γαλλία των αποτελεσμάτων των μέτρων αυτών, δεδομένου ότι η Γαλλία υποχρεούται να αναγνωρίσει τα αποτελέσματα αυτά μόνον εάν τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

51.

Τέλος, πρέπει να διευκρινίσω επίσης ότι, κατ’ εμέ, δεν έχει στην υπό κρίση δίκη σημασία ούτε το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο του Ρέικιαβικ διέταξε να κινηθεί επί της Landsbanki, με απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2010, η διαδικασία εκκαθαρίσεως. Η εν λόγω απόφαση ως προερχόμενη από δικαστήριο εμπίπτει προφανώς στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/24 και, ως εκ τούτου, θα καθιστούσε υποθετικό το ερώτημα που αφορά την αυτόματη εκκαθάριση του νόμου 44/2009.

52.

Εντούτοις, το βέβαιον είναι ότι είχε ήδη κινηθεί η διαδικασία εκκαθαρίσεως της Landsbanki, δεδομένου ότι από τις 29 Απριλίου 2009, λίγες ημέρες μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου 44/2009, είχε διοριστεί με δικαστική απόφαση επιτροπή εκκαθαρίσεως. Με τον διορισμό αυτόν, ο αυτοματισμός της εκκαθαρίσεως που προβλέπει ο νόμος 44/2009 έκανε αισθητές, σε ορισμένο βαθμό, τις συνέπειές του επί της Landsbanki ευθύς εξαρχής, παρέχοντάς της, επομένως, τη δυνατότητα να επικαλείται ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων την ισλανδική νομοθεσία περί πτωχεύσεων με σκοπό την άρση της κατασχέσεως επί των περιουσιακών στοιχείων της. Στην πραγματικότητα, η απόφαση του Πρωτοδικείου του Ρέικιαβικ της 22ας Νοεμβρίου 2010 δεν διέταξε να κινηθεί η διαδικασία εκκαθαρίσεως επί της Landsbanki, αλλά, όπως προκύπτει από την πέμπτη παράγραφό της, να εξακολουθήσει η ήδη κινηθείσα βάσει του νόμου 44/2009 διαδικασία. Η απόφαση αυτή ήταν αναγκαία στον βαθμό που η αυτόματη εκκαθάριση είχε μόλις καταργηθεί με τον νόμο 132/10, ο οποίος ετέθη σε ισχύ πέντε ημέρες πριν από την ημερομηνία της ανωτέρω δικαστικής αποφάσεως

53.

Εν κατακλείδι, και για να συνοψίσω, θα απαντήσω ευθύς αμέσως στα ερωτήματα που αφορούν ειδικώς τον νόμο 44/2009.

2. Εξέταση του ζητήματος επί της ουσίας

54.

Στη συνέχεια, θα αναλύσω σε τρία μέρη τη βάση και τις δύο προϋποθέσεις οι οποίες μπορούν, κατά την εκτίμησή μου, να δικαιολογήσουν τη συμπερίληψη ορισμένων νομοθετικών μέτρων στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/24.

Τα «μέτρα εξυγιάνσεως» δεν κείνται εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2001/24 εκ του λόγου και μόνον ότι ελήφθησαν από τον εθνικό νομοθέτη

55.

Απαντώντας ευθύς αμέσως μετά το πρώτο ερώτημα του Cour de cassation, επιβάλλεται η αναμφισβήτητη διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη του κατά γράμμα περιεχομένου τους, τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/24 δεν αφήνουν κανένα περιθώριο στις «νομοθετικές αρχές», δεδομένου ότι αναφέρουν ρητώς μόνον τις «διοικητικές ή δικαστικές αρχές» ως «μόνες αρμόδιες» για τη λήψη τέτοιων μέτρων ( 4 ). Εντούτοις, φρονώ ότι η ερμηνεία αυτή θα ήταν αντιφατική όχι μόνον προς το πνεύμα και τον σκοπό της οδηγίας 2001/24, αλλά κυρίως προς τη συστηματική διάρθρωσή της ( 5 ).

56.

Από το σύνολο των διατάξεων αυτών καθίσταται σαφές ότι σημαντικότερος από τον προσδιορισμό των αρμόδιων αρχών για τη λήψη των μέτρων εξυγιάνσεως στα οποία παραπέμπει η οδηγία 2001/24 είναι ο χαρακτηρισμός των αρχών αυτών ως αρχών του κράτους μέλους «καταγωγής» κατά την έννοια της οδηγίας. Φρονώ ότι ένα άλλο εξίσου σημαντικό στοιχείο των διατάξεων αυτών είναι ο χαρακτήρας των εν λόγω μέτρων, καθώς και η κεντρική τους θέση στο σύστημα της οδηγίας.

57.

Πράγματι, σκοπός του συνόλου των διατάξεων της οδηγίας 2001/24 είναι «να καθιερωθεί η αμοιβαία αναγνώριση, εκ μέρους των κρατών μελών, των μέτρων που λαμβάνει έκαστο εξ αυτών για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα των ιδρυμάτων στα οποία έχει χορηγήσει άδεια» ( 6 ), διασφαλίζοντας ότι «παράγουν τα αποτελέσματά τους σε όλα τα κράτη μέλη» ( 7 ).

58.

Αφετέρου, βάσει του άρθρου 2 της οδηγίας, ως «μέτρα εξυγιάνσεως» νοούνται αυτά «τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος» ( 8 ). Επομένως, πρόκειται για συγκεκριμένα, εξειδικευμένα μέτρα τα οποία αφορούν επιμέρους χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χωρίς να εγείρουν την αξίωση να καλύψουν το σύνολο των ιδρυμάτων αυτών ή να ρυθμίσουν το νομικό καθεστώς του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει το γράμμα των άρθρων 3 και 9 της οδηγίας τα οποία αναφέρονται πάντοτε σε μέτρα λαμβανόμενα από «πιστωτικό ίδρυμα».

59.

Βεβαίως, ο εξατομικευμένος ή εξειδικευμένος χαρακτήρας των αποδεκτών των μέτρων εξυγιάνσεως άγει αβίαστα στον συσχετισμό τους προς τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές ως αρμόδιες για τη λήψη τους. Παρά τις τυχόν διαφορές μεταξύ των συνταγματικών δομών των κρατών μελών, αποτελεί κοινή αρχή των εθνικών παραδόσεων ότι, εξ ορισμού, ο νόμος έχει γενική και αφηρημένη ισχύ, αντίθετα προς τον εξατομικευμένο και εξειδικευμένο χαρακτήρα τόσο των διοικητικών όσο και των δικαστικών αποφάσεων που λαμβάνονται ως πράξεις εφαρμογής, ακριβώς, των διατάξεων γενικής ισχύος του νόμου. Υπό την έννοια αυτή, η απλή ανάγνωση του συνόλου της οδηγίας καθιστά εμφανή τη σημασία που δίδεται στην αρχή της νομιμότητας.

60.

Υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω, από τη συγκριτική εξέταση των εθνικών συνταγματικών τάξεων καθίσταται προφανές ότι σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν «ειδικοί νόμοι», ήτοι νόμοι συγκεκριμένου ή εξειδικευμένου χαρακτήρα, είτε λόγω του περιεχομένου τους είτε λόγω των προσώπων στα οποία απευθύνονται ( 9 ). Καθόσον τέτοιου είδους νόμοι γίνονται αποδεκτοί στις έννομες τάξεις των κρατών μελών ( 10 ), δεν υπάρχει κατ’ αρχήν τίποτα στο δίκαιο της Ένωσης στο οποίο να προσκρούει η χρήση τους ως ρυθμιστικών πράξεων για την άσκηση της εθνικής δημόσιας εξουσίας. Εντούτοις, όπως θα δείξω εν συνεχεία, στη συγκεκριμένη περίπτωση της οδηγίας 2001/24, πρέπει να τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

61.

Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι η κατ’ επανάληψη αναφορά της οδηγίας στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές ανταποκρίνεται κατ’ ουσίαν στην αναμφισβήτητη αρχή ότι, εν γένει, ακριβώς οι αρχές αυτές καλούνται να λάβουν τα μέτρα εξυγιάνσεως των οποίων την αναγνώριση από τα κράτη μέλη επιδιώκει η οδηγία. Αντιθέτως, φρονώ ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έκφραση της ρητής βουλήσεως να αποκλείεται σε κάθε περίπτωση «η νομοθετική αρχή» του κράτους μέλους από τον αριθμό των εθνικών αρχών που καλούνται να λάβουν μέτρα των οποίων η γενικευμένη αναγνώριση επιδιώκεται από την οδηγία.

62.

Ως ενδιάμεσο συμπέρασμα και υπό την επιφύλαξη όσων θα προσθέσω εν συνεχεία, φρονώ ότι τα μέτρα που έλαβε ο Ισλανδός νομοθέτης στο πλαίσιο αυτό, και ειδικότερα αυτά που περιλαμβάνονται στον νόμο 44/2009 δεν κείνται εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2001/24 εκ του λόγου και μόνον ότι ελήφθησαν με διατάξεις νόμου.

β) Εντούτοις, για να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/24, τα μέτρα που λαμβάνει ο νομοθέτης πρέπει πράγματι να έχουν τον χαρακτήρα αυτόν

63.

Κατ’ αρχάς, φρονώ ότι η νομοθετική εξουσία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαιρείται από την οδηγία 2001/24 παρά μόνο στον βαθμό που θεσπίζει γενικά και αόριστα μέτρα, ήτοι διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στην έννοια των «μέτρων εξυγιάνσεως» της οδηγίας 2001/24. Αντιθέτως, εάν η νομοθετική εξουσία μπορεί επίσης να θεσπίζει, βάσει του εσωτερικού δικαίου, μέτρα τα οποία λόγω του συγκεκριμένου και εξειδικευμένου χαρακτήρα τους ανταποκρίνονται στην έννοια της οδηγίας 2001/24, τίποτα δεν εμποδίζει να εξομοιώνονται τα μέτρα αυτά προς μέτρα λαμβανόμενα από διοικητικές ή δικαστικές αρχές και, ως εκ τούτου, να τυγχάνουν της αναγνωρίσεως την οποία διασφαλίζει η οδηγία, σε όλη την Ένωση, στα μέτρα εξυγιάνσεως που λαμβάνει ένα κράτος μέλος.

64.

Κατ’ αρχήν, ο νόμος 44/2009 έχει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός νόμου, κατά την τυπική και παραδεδεγμένη έννοια του όρου. Πράγματι, προβαίνει σε τροποποίηση νόμου με τα χαρακτηριστικά αυτά, όπως είναι ο νόμος 161/2002 περί χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Εντούτοις, ο νόμος 44/2009 αφορά ειδικώς, δυνάμει των μεταβατικών διατάξεών του, τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία χορηγήθηκε άδεια αναστολής πληρωμής των χρεών τους. Κατά την ημερομηνία θέσεώς του σε ισχύ, ήτοι τον Απρίλιο του 2009, η Landsbanki είχε περιέλθει στην κατάσταση αυτή κατόπιν δικαστικής αποφάσεως που εξεδόθη στις 5 Δεκεμβρίου 2008. Βάσει όσων υποστήριξε η Ισλανδική Κυβέρνηση ( 11 ), αυτή είναι επίσης η κατάσταση τεσσάρων ακόμη πιστωτικών ιδρυμάτων.

65.

Στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσεως που έγινε αισθητή στην Ισλανδία το 2008, ο Ισλανδός νομοθέτης δεν μπορούσε να αγνοήσει την ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Landsbanki. Αυτή ακριβώς η κατάσταση του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος ήταν, μεταξύ άλλων, ο λόγος για τον οποίον ελήφθησαν κατεπειγόντως όλα τα νομοθετικά μέτρα από της 6ης Οκτωβρίου 2008, ημερομηνίας δημοσιεύσεως του νόμου 125/2008, που παρέσχε στην FME τη δυνατότητα λήψεως ορισμένων μέτρων ( 12 ). Συνεπώς, ιστάμεθα ενώπιον ενός συνόλου νομοθετικών μέτρων τα οποία, λόγω του περιεχομένου τους, εφαρμόζονται prima facie σε ένα σαφώς καθοριζόμενο και ευχερώς προσδιορίσιμο σύνολο ατομικών αποδεκτών.

66.

Αφετέρου, δεν μπορεί να παροραθεί το γεγονός ότι για τη λήψη των μέτρων που ήσαν αναγκαία για την εξυγίανση της Landsbanki έπρεπε ενδεχομένως να εκδοθούν ρυθμιστικές διατάξεις με ισχύ νόμου μη δυνάμενες, ως εκ τούτου, να προέλθουν από διοικητικές ή δικαστικές αρχές. Όπως τόνισα στην αρχή των προτάσεών μου, από την άποψη αυτήν πρέπει να ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα της κρίσεως την οποία επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν οι ισλανδικές αρχές. Λόγω των διαστάσεων της κρίσεως αυτής, οι εθνικές αρχές έκριναν ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο με τη λήψη διορθωτικών μέτρων του νομοθετικού πλαισίου και την κατάργηση ορισμένων διατάξεων του εφαρμοζόμενου επί των πιστωτικών ιδρυμάτων κοινού καθεστώτος. Πάντως, στον βαθμό που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, τα μέτρα αυτά φαίνεται ότι ελήφθησαν κατά περίπτωση και, πέραν αυτού, είχαν μεταβατικό χαρακτήρα, δεν ήσαν γενικής ισχύος και αόριστης διάρκειας, όπως τούτο επιβεβαιώνεται από τις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο που μας απασχολεί εν προκειμένω.

67.

Κατά συνέπεια, οσάκις τα αναγκαία μέτρα εξυγιάνσεως προς αντιμετώπιση της καταστάσεως ενός πιστωτικού ιδρύματος είναι κατ’ ανάγκην –λόγω του νομοθετικού χαρακτήρα των διατάξεων των οποίων επηρεάζουν την ισχύ– μέτρα επίσης νομοθετικού χαρακτήρα, δεν θα είχε νόημα να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/24 αυτά που ελήφθησαν από ένα κοινοβούλιο εκ του λόγου και μόνον ότι δεν προέρχονται από διοικητική ή δικαστική αρχή· με άλλα λόγια επειδή δεν προέρχονται από αρχή η οποία δεν μπορούσε να τα λάβει. Αντιθέτως, υπό το πρίσμα αυτό, το μόνον που πρέπει να έχει σημασία, κατά την άποψή μου, είναι το γεγονός ότι τα επίμαχα μέτρα είναι αυτά που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης καταστάσεως ενός ορισμένου ιδρύματος, διότι ο εξειδικευμένος και συγκεκριμένος χαρακτήρας των μέτρων αποτελεί το καθοριστικό κριτήριο –πλην όμως όχι το μόνον όπως θα εξηγήσω εν συνεχεία– προκειμένου να έχει εφαρμογή η οδηγία 2001/24 ( 13 ).

68.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι, στο σημείο αυτό, πρέπει να λεχθεί ότι το τεθέν ερώτημα δεν «απενεργοποιείται» από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, στον βαθμό που οι επίμαχες νομοθετικές διατάξεις εφαρμόστηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση της Landsbanki μέσω ορισμένων διοικητικών και δικαστικών αποφάσεων, οι τελευταίες αποφάσεις είναι στην πραγματικότητα τα «μέτρα» που έχουν σημασία για τους σκοπούς της οδηγίας και όχι ο νόμος 44/2009, ο οποίος απλώς θέσπισε το νομικό έρεισμα των συγκεκριμένων αυτών πράξεων εφαρμογής.

69.

Το επιχείρημα δεν ευσταθεί, διότι οι επίμαχες διατάξεις του νόμου 44/2009 αποτελούν καθ’ εαυτές «μέτρο» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24 στον βαθμό που προσδίδουν στην άδεια αναστολής πληρωμής των χρεών, που χορηγήθηκε βάσει δικαστικής αποφάσεως στη Landsbanki, αποτελέσματα τα οποία δεν μπορούσε να προσδώσει στην απόφασή της η δικαστική αρχή κατά τον χρόνο εκδόσεώς της. Συνεπώς, δεν πρόκειται για νομική πρόβλεψη η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε εκ των υστέρων από κάποιον δικαστή, αλλά για νομοθετική διάταξη την οποία ο ίδιος ο νομοθέτης εφαρμόζει ως πρόσθετη και αυτόματη συνέπεια προγενέστερης δικαστικής αποφάσεως.

70.

Τέλος, θεωρώ ότι δεν ευσταθεί επίσης η εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη της Πορτογαλίας ότι η οδηγία 2001/24 περιλαμβάνει, πέραν των μέτρων των διοικητικών και δικαστικών αρχών, τους νομικούς κανόνες που εφαρμόζονται επί των μέτρων αυτών. Εάν επρόκειτο περί αυτού, δεν θα υφίστατο πλέον διαφορά μεταξύ των διοικητικών και δικαστικών μέτρων –τα οποία εξ ορισμού είναι εξατομικευμένα και συγκεκριμένα– και της γενικής και αφηρημένης νομοθεσίας η οποία αποτελεί την προϋπόθεση για τη λήψη των μέτρων αυτών, μαζί δε με τη διαφοροποίηση αυτή θα χανόταν και το πραγματικό νόημα της οδηγίας 2001/24.

71.

Εν πάση περιπτώσει, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να καθορίσει μέχρι ποιου σημείου οι ισλανδικές νομοθετικές διατάξεις –και ειδικότερα ο νόμος 44/2009– οι οποίες είναι ενδεχομένως εφαρμοστέες επί της υποθέσεως που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης μπορούν να θεωρηθούν, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/24, ως «μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος» ( 14 ), ήτοι εν προκειμένω της Landsbanki. Προς τούτο, θα πρέπει να εκτιμηθούν οι περιστάσεις που οδήγησαν στη διαμόρφωση και τη λήψη των μέτρων αυτών, ο αριθμός των πραγματικών αποδεκτών τους και η ενδεχόμενη αντιστοιχία μεταξύ της εξελίξεως των ιδρυμάτων που επλήγησαν κατά τρόπο συγκεκριμένο, αφενός, και της λήψεως νέων νομοθετικών μέτρων προκειμένου να προσαρμοστεί η αντίδραση του νομοθέτη στις νέες περιστάσεις, αφετέρου. Εν κατακλείδι, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, πέραν της μορφής και του συντάκτη του, κατά πόσον ο νόμος 44/2009 λειτουργεί στην πράξη, για τους σκοπούς της οδηγίας 2001/24, ως διοικητική ή δικαστική απόφαση, ήτοι ως διάταξη που δεν προορίζεται να τύχει γενικευμένης και επαναληπτικής εφαρμογής, αλλά περιορίζεται σε μια εξατομικευμένη και συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση.

72.

Ως προς το σημείο αυτό, είναι αναγκαία μια διευκρίνιση, δεδομένου ότι το Cour de cassation, καλούμενο να καθορίσει το περιεχόμενο και την έκταση του πεδίου εφαρμογής του νόμου 44/2009, υποχρεώνεται προφανώς να αποφανθεί όχι επί κανόνα δικαίου του δικού του νομικού συστήματος, αλλά επί αλλοδαπής διατάξεως την οποία επικαλέστηκε στο πλαίσιο της κύριας δίκης εις εκ των διαδίκων. Ως εκ τούτου, το περιεχόμενο του ισλανδικού αυτού νόμου δεν μπορεί να προσδιοριστεί από το Cour de cassation υπό τις προϋποθέσεις που θα ίσχυαν εάν επρόκειτο για διάταξη του γαλλικού δικαίου, της οποίας η αυθεντική ερμηνεία εξαρτάται αποκλειστικά από τα γαλλικά δικαστήρια τα οποία είναι υποχρεωμένα να το γνωρίζουν δυνάμει της αρχής jura novit curia.

73.

Ως εκ τούτου, το περιεχόμενο και το εύρος του πεδίου εφαρμογής του νόμου 44/2009 είναι, για το Cour de cassation, ζήτημα προς απόδειξη και, στο μέτρο αυτό, εξαρτάται από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα. Κατά συνέπεια, στην πραγματικότητα οι διάδικοι της κύριας δίκης είναι αυτοί που πρέπει να διευκρινίσουν τις λεπτομέρειες της προβαλλόμενης ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων ισλανδικής νομοθεσίας, τα δικαστήρια δε αυτά προφανώς θα πρέπει να κρίνουν εάν, βάσει του συστήματος διεξαγωγής των αποδείξεων που ισχύει στο γαλλικό δίκαιο, αποδεικνύεται ή όχι το περιεχόμενο της εν λόγω νομοθεσίας.

74.

Συνεπώς, το δεύτερο ενδιάμεσο συμπέρασμά μου είναι ότι, εάν, υπό τις περιστάσεις αυτές, αποδειχθεί ότι ο νόμος 44/2009 μπορεί να θεωρηθεί από λειτουργικής απόψεως, για τους σκοπούς της οδηγίας 2001/24, ως διοικητική ή δικαστική απόφαση, τα μέτρα που περιλαμβάνονται σε αυτόν θα είναι, κατ’ αρχήν, ισοδύναμα προς αυτά που λαμβάνονται από τις «διοικητικές ή δικαστικές αρχές» κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, προκειμένου να λεχθεί τούτο μετά βεβαιότητος πρέπει να συντρέχει και μια δεύτερη προϋπόθεση.

γ) και πρέπει να διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση μεταξύ των πιστωτών, ιδίως όσον αφορά τη δικαστική προστασία

75.

Συγκεκριμένα, η σημασία που έχει, κατά την άποψή μου, ο επιδιωκόμενος από την οδηγία 2001/24 σκοπός της διασφαλίσεως ότι τα μέτρα εξυγιάνσεως που λαμβάνει ένα κράτος μέλος αναγνωρίζονται σε όλη την Ένωση, απαιτεί, όπως προανέφερα, να δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στο περιεχόμενο των μέτρων παρά στην αρχή που προβαίνει στη λήψη τους. Συναφώς, φρονώ ότι η αυτονομία των κρατών μελών όσον αφορά την ανάθεση των καθηκόντων που περιλαμβάνουν την άσκηση δημόσιας εξουσίας πρέπει να τυγχάνει του μεγαλύτερου σεβασμού.

76.

Εντούτοις, δεν είναι αυτός ο μοναδικός σκοπός της οδηγίας 2001/24. Πέραν αυτού, είναι και η προάσπιση συγκεκριμένων δικαιωμάτων των πιστωτών των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία αποτελούν αντικείμενο των μέτρων εξυγιάνσεως. Ειδικότερα, η οδηγία τονίζει ότι «[η] αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών, όσον αφορά τη δυνατότητά τους να ασκήσουν ένδικα μέσα [και βοηθήματα] ( 15 ), επιβάλλει στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι πιστωτές του κράτους μέλους υποδοχής να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους των ένδικων μέσων [και βοηθημάτων] εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας» ( 16 ). Συνεπώς, η οδηγία λαμβάνει υπόψη και το δικαίωμα των πιστωτών να προσβάλουν τα μέτρα εξυγιάνσεως, διασφαλίζοντάς τους με τον τρόπο αυτόν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας το οποίο κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 47 ΕΣΔΑ ( 17 ).

77.

Από την άποψη αυτή, η ιδιότητα του υποκειμένου που προβαίνει στη λήψη μέτρων εξυγιάνσεως αποκτά, αναπόφευκτα, ιδιαίτερη σημασία. Εντούτοις, και πάλι τούτο είναι αληθές μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο, σε πολλά κράτη μέλη, οι πράξεις του νομοθέτη δεν μπορούν να προσβληθούν απευθείας από τους ιδιώτες ενώπιον των δικαστηρίων ( 18 ).

78.

Όπως επισήμανα, η οδηγία 2001/24 δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει έναν από τους σκοπούς της (την αναγνώριση των μέτρων εξυγιάνσεως σε όλα τα κράτη μέλη), εάν αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής της ορισμένα μέτρα εκ του λόγου και μόνον ότι ελήφθησαν από τη νομοθετική εξουσία, χωρίς να ληφθεί υπόψη το κατά πόσον συνάδουν, από ουσιαστικής απόψεως, προς την έννοια του «μέτρου εξυγιάνσεως» που καθιερώνει η οδηγία. Επίσης, θα ματαιωνόταν η επίτευξη ενός ακόμη σκοπού της οδηγίας (ήτοι η ισότητα μεταξύ των πιστωτών ως προς τις δυνατότητες προσβολής των μέτρων που τους πλήττουν), εάν δεν αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής της τα μέτρα που λαμβάνει ο νομοθέτης και κατά των οποίων δεν είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής από τους ιδιώτες.

79.

Η ισότητα μεταξύ των πιστωτών όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος παροχής ένδικης προστασίας επιβάλλει κατά συνέπεια τη λήψη των μέτρων εξυγιάνσεως μέσω αποφάσεων κατά των οποίων είναι δυνατή η άσκηση μέσου παροχής ένδικης προστασίας από ιδιώτες. Και πάλι, η νομοθετική φύση της διατάξεως μπορεί να είναι ενδεικτική των δυσχερειών στο πεδίο αυτό. Όχι όμως πάντοτε και όχι σε κάθε περίπτωση, αφού, παράλληλα με τα κράτη μέλη στα οποία δεν είναι δυνατή η άσκηση ευθείας προσφυγής από ιδιώτες κατά των κανόνων δικαίου που έχουν την περιωπή νόμου, υπάρχουν άλλα κράτη μέλη στα οποία τούτο είναι δυνατόν.

80.

Κατά συνέπεια, το τρίτο ενδιάμεσο συμπέρασμά μου είναι ότι, προκειμένου τα μέτρα που προβλέπει ο ισλανδικός νόμος 44/2009 να μπορούν να θεωρηθούν ως «μέτρα εξυγιάνσεως» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24 (με άλλα λόγια ως μέτρα που αφορούν συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με το οποίο διασφαλίζεται η ισότητα όλων των πιστωτών κατά την άσκηση των δικαιωμάτων παροχής ένδικης προστασίας), πρέπει η νομική μορφή των μέτρων αυτών να μην εμποδίζει τους θιγομένους στην άσκηση αποτελεσματικού μέσου ένδικης προστασίας ενώπιον των ισλανδικών δικαστηρίων, εναπόκειται δε στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα αυτό, βάσει των στοιχείων που παραθέτω στα σημεία 72 και 73 των ανά χείρας προτάσεων.

Β– Το δεύτερο ερώτημα

81.

Όπως προελέχθη, το δεύτερο ερώτημα είναι, κατά την άποψή μου, λιγότερο δυσχερές.

82.

Το Cour de cassation ερωτά εάν το άρθρο 32 της οδηγίας 2001/24 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμποδίζει εθνική διάταξη η οποία απαγορεύει ή αναστέλλει οποιαδήποτε ένδικη προσφυγή κατά πιστωτικού ιδρύματος από της θέσεως σε ισχύ της αναστολής πληρωμής των χρεών του να παράγει έννομες συνέπειες επί συντηρητικών μέτρων που διατάχθηκαν προηγουμένως από άλλο κράτος μέλος.

83.

Ο F. Guiraux υποστήριξε ότι το δεύτερο αυτό ερώτημα είναι απαράδεκτο, διότι ο ισλανδικός κανόνας δικαίου στον οποίον αναφέρεται (ήτοι το άρθρο 98 του νόμου 161/2002) δεν εφαρμόζεται στη διαφορά που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης. Κατά την άποψή του, στον βαθμό που η διάταξη αυτή εμποδίζει απλώς την άσκηση ένδικων προσφυγών κατά ιδρύματος που τελεί σε αναστολή πληρωμής των χρεών του, η επίκλησή της είναι αλυσιτελής κατά κατασχέσεως που έχει προηγηθεί της εν λόγω αναστολής. Υποστηρίζει επίσης ότι η εν λόγω διάταξη έχει κριθεί αντισυνταγματική και έχει αντικατασταθεί από τον νόμο 44/2009.

84.

Φρονώ ότι το ερώτημα δεν είναι απαράδεκτο, δεδομένου ότι ο λόγος για την υποβολή του συνδέεται σαφώς προς την ουσία του προβλήματος που έθεσε το Cour de cassation, ήτοι κατά πόσον οι προγενέστερες της αναστολής πληρωμής των χρεών κατασχέσεις μπορούν να επηρεαστούν από κανόνα δικαίου ο οποίος εμποδίζει, κατ’ αρχήν, μόνον τη λήψη συντηρητικών μέτρων κατά ιδρυμάτων τα οποία έχουν ήδη λάβει άδεια αναστολής της πληρωμής των χρεών τους. Αφετέρου, το γεγονός ότι ο επικαλούμενος εθνικός κανόνας δικαίου έχει κηρυχθεί αντισυνταγματικός και έχει αντικατασταθεί από μεταγενέστερο νόμο αποτελεί ζήτημα του οποίου οι επιπτώσεις ως προς τον καθορισμό του πράγματι εφαρμοστέου στο πλαίσιο της κύριας δίκης δικαίου πρέπει να εκτιμηθούν από το αιτούν δικαστήριο. Ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι αποκλειστικά η παροχή αρωγής στο εθνικό δικαστήριο σε σχέση με τις επιφυλάξεις που έχει ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 98 του νόμου 161/2002 προς το δίκαιο της Ένωσης, ήτοι ως προς ένα ζήτημα που πρέπει να επηρεάσει τη δικανική κρίση του σχετικά με τον τρόπο εναρμονισμού όλων των κανόνων δικαίου που μπορούν κατ’ αρχήν να ασκούν επιρροή επί της επιλύσεως της εκκρεμούσας ενώπιόν του διαφοράς.

85.

Ως προς την ουσία του ερωτήματος, φρονώ ότι η απάντηση πρέπει να βασιστεί στην τριακοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/24, κατά την οποία «[τ]α αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή των διαδικασιών εκκαθάρισης επί εκκρεμοδικίας διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, κατ’ εξαίρεση από την εφαρμογή της lex cοncursus [·] τα αποτελέσματα αυτών των μέτρων και διαδικασιών επί των επιμέρους πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης που προκύπτουν από τις δίκες αυτές διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα που θέτει η παρούσα οδηγία».

86.

Συνεπεία των ανωτέρω, και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32 της οδηγίας 2001/24, η αναστολή της πληρωμής των χρεών για την οποία χορηγήθηκε άδεια από την Ισλανδία θα έχει στις δίκες που εκκρεμούν στη Γαλλία τα αποτελέσματα που προβλέπει η γαλλική νομοθεσία. Εντούτοις, όσον αφορά ειδικώς τα αποτελέσματα της αναστολής της πληρωμής των χρεών επί των μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως τα οποία μπορούν να επιβληθούν άπαξ ολοκληρωθούν οι εν λόγω δίκες, εφαρμογή θα έχει το ισλανδικό κανονιστικό πλαίσιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2001/24. Όπως τόνισε η Επιτροπή, τούτο δεν αποκλείει τη δυνατότητα των γαλλικών δικαστηρίων να επιβάλουν μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά το μόνον που απαιτεί είναι η επιβολή των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη προς τους κανόνες δικαίου του κράτους προελεύσεως οι οποίοι εφαρμόζονται επί των μέτρων εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως.

87.

Εν προκειμένω, η δυνατότητα εφαρμογής του ισλανδικού δικαίου ως προς τις συνέπειες της χορηγήσεως αδείας αναστολής της πληρωμής των χρεών επί των μέτρων που επιβάλλονται στο πλαίσιο δικών που έχουν ολοκληρωθεί σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει τον καθορισμό του εύρους των συνεπειών αυτών ratione temporis, σύμφωνα με τα άρθρα 3, παράγραφος 2, 9, παράγραφος 1, και 10 της οδηγίας 2001/24.

88.

Εν κατακλείδι, το τελευταίο ενδιάμεσο συμπέρασμά μου είναι ότι το άρθρο 32 της οδηγίας 2001/24 έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει εθνικό κανόνα δικαίου, όπως είναι το άρθρο 98 του ισλανδικού νόμου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, να παράγει τα αποτελέσματά του επί μέτρων όπως αυτά που επιβλήθηκαν εν προκειμένω από άλλο κράτος μέλος πριν από τη θέση σε ισχύ της αδείας αναστολής πληρωμής των χρεών του εν λόγω άρθρου.

VII – Πρόταση

89.

Βάσει των προεκτεθεισών εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

«1.

Τα άρθρα 3 και 9 της οδηγίας 2001/24/ΕΚ για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων έχουν την έννοια ότι μέτρα που ελήφθησαν με νόμο, όπως τα περιλαμβανόμενα στον ισλανδικό νόμο 44/2009, της 15ης Απριλίου 2009, δεν πρέπει να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/24 εκ του λόγου και μόνον ότι ελήφθησαν απευθείας από τον εθνικό νομοθέτη.

2.

Εν πάση περιπτώσει, τα μέτρα που έλαβε ο νομοθέτης πρέπει να αποτελούν πράγματι «μέτρα» κατά την οδηγία 2001/24 και, ως εκ τούτου, πρέπει να αφορούν ειδικώς συγκεκριμένα πιστωτικά ιδρύματα λόγω της καταστάσεως στην οποία έχουν περιέλθει, χωρίς να προϋποθέτουν την τροποποίηση στο μέλλον της κοινής επί του θέματος νομοθεσίας.

3.

Προκειμένου τα μέτρα που λαμβάνονται με τον ισλανδικό νόμο 44/2009 να μπορούν να θεωρηθούν ως “μέτρα εξυγιάνσεως” κατά την οδηγία 2001/24, πρέπει η νομική τους μορφή να μην αίρει τη δυνατότητα των προσώπων που πλήττονται από αυτά να τα προσβάλουν με αποτελεσματικά μέσα παροχής ένδικης προστασίας.

4.

Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, στο πλαίσιο της εξετάσεως του ισλανδικού δικαίου ως μέρος της υποχρεώσεώς του περί διευκρινίσεως των πραγματικών περιστατικών, κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στα δύο προηγούμενα σημεία.

5.

Το άρθρο 32 της οδηγίας 2001/24 έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει εθνικό κανόνα δικαίου, όπως είναι το άρθρο 98 του ισλανδικού νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, να παράγει συνέπειες επί μέτρων, όπως αυτά που ελήφθησαν εν προκειμένω από άλλο κράτος μέλος, πριν από τη θέση σε ισχύ της αναστολής πληρωμής των χρεών του εν λόγω άρθρου.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

( 2 ) Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (EE L 125, σ. 15· στο εξής: οδηγία 2001/24 ή οδηγία).

( 3 ) Στις 7 Οκτωβρίου 2008 η ισλανδική αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας είχε παρέμβει στη Landsbanki δυνάμει του νόμου 125/2008. Στις 5 Δεκεμβρίου 2008 το Πρωτοδικείο του Ρέικιαβικ, κατόπιν αιτήματος της Landsbanki και κατ’ εφαρμογήν του νόμου 161/2002, διέταξε να ανασταλεί η πληρωμή των χρεών της Landsbanki. Η αναστολή αυτή (της οποίας η ισχύς παρατάθηκε επανειλημμένως) γνωστοποιήθηκε με ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 9 Ιανουαρίου 2009 (ΕΕ C 4, σ. 3), όπως επιβάλλει το άρθρο 6 της οδηγίας 2001/24. Η ανακοίνωση διευκρίνιζε ότι κατά τη διάρκεια ισχύος της εν λόγω αναστολής δεν επιτρεπόταν η άσκηση ένδικων προσφυγών κατά της Landsbanki.

Στις 29 Δεκεμβρίου 2008 το εν λόγω Πρωτοδικείο διόρισε επιτροπή εκκαθαρίσεως. Στις 22 Απριλίου 2009 οι πιστωτές κλήθηκαν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στην επιτροπή εκκαθαρίσεως έως τις 30 Οκτωβρίου 2009. Η εν λόγω πρόσκληση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 5 Ιουνίου 2009 (ΕΕ C 125, σ. 22).

Στις 22 Νοεμβρίου 2010 το εν λόγω Πρωτοδικείο δέχθηκε το αίτημα κινήσεως της διαδικασίας εκκαθαρίσεως της Landsbanki σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του νόμου 161/2002. Η σχετική απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 16 Δεκεμβρίου 2010 (ΕΕ C 341, σ. 12).

( 4 ) Ως εκ τούτου, η κατάσταση διαφέρει παρασάγγας από αυτήν που αποτελούσε το αντικείμενο της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2010, C-389/08, Base NV κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. Ι-9073), σχετικά με την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 108, σ. 33), και την οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 108, σ. 51)· ουδεμία εκ των οδηγιών αυτών ορίζει ρητώς τις αρχές των κρατών μελών στις οποίες αυτά πρέπει να αναθέσουν ορισμένα ρυθμιστικά καθήκοντα. Η λύση που επέλεξε το Δικαστήριο στη σκέψη 30 της ανωτέρω αποφάσεως, που διαπνέεται από τον σεβασμό των σκοπών των εν λόγω οδηγιών, συμπίπτει εντούτοις με αυτήν που προτείνω εν προκειμένω και η οποία επίσης εμφορείται από το ίδιο πνεύμα.

( 5 ) Για μια γενική θεώρηση της οδηγίας 2001/24, βλ. Wessels, B., «Commentary on Directive 2001/24/EC on the reorganisation and winding-up of credit institutions», EU banking and insurance insolvency, 2006, σ. 47 έως 103· Deguée, J.- P., «La directive 2001/24/CE sur l’assainissement et la liquidation des établissements de crédit : enfin un droit international privé uniforme des procédures d’insolvabilité en matière bancaire!», Sûretés bancaires et financières, 2004, σ. 183 έως 226.

( 6 ) Έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/24.

( 7 ) Έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/24.

( 8 ) [ΣτΜ: Υποσημείωση άνευ αντικειμένου για την ελληνική μετάφραση.]

( 9 ) Για μια έκθεση των θεωρητικών βάσεων της εννοίας αυτής στη συνταγματική ιστορία, βλ. Muñoz Machado, S., Tratado de Derecho Administrativo y Derecho Público General I, Iustel, 3η έκδοση, Μαδρίτη, 2011, σ. 682 έως 707. Βλ. επίσης Santamaría Pastor, J. A., Fundamentos de Derecho Administrativo I, Centro de Estudios Ramón Areces, Μαδρίτη, 1988, σ. 513 έως 554.

( 10 ) Συγκεκριμένα, ακριβώς σε αυτές τις έννομες τάξεις πρέπει να επιλυθεί το ζήτημα του παραδεκτού των εξειδικευμένων νομοθετικών διατάξεων τόσο από απόψεως εσωτερικής διαιρέσεως των εξουσιών όσο και υπό το πρίσμα των ατομικών δικαιωμάτων και, ειδικότερα, της αρχής της ισότητας.

( 11 ) Σημείο 10 των γραπτών παρατηρήσεών της.

( 12 ) Τις αντιδράσεις των ισλανδικών αρχών στη χρηματοπιστωτική κρίση εκθέτει ο Gunnarsson, E. G., «The Icelandic Regulatory Responses to the Financial Crisis», European Business Organization Law Review, τεύχος 12, 2001, σ. 1 έως 39.

( 13 ) Υπό την έννοια αυτή, η προτεινόμενη λύση συμπίπτει, ως προς το πνεύμα από το οποίο εμφορείται, με αυτήν στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 18ης Οκτωβρίου 2011, C-128/09 έως C-131/09, C-134/09 και C-135/09, Boxus κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι-9711, σκέψεις 35 έως 48), στην οποία ελήφθη υπόψη η συγκεκριμένη διαδικασία επεξεργασίας νομοθετικής διατάξεως καθώς και η πληροφόρηση στην οποία έχουν πρόσβαση οι νομοθέτες πολύ περισσότερο από ό,τι η νομοθετική μορφή της εκδοθείσας τελικώς διατάξεως.

( 14 ) [ΣτΜ: Υποσημείωση άνευ αντικειμένου για την ελληνική μετάφραση.]

( 15 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 16 ) Δωδέκατη αιτιολογική σκέψη. Ως άλλα δικαιώματα των πιστωτών που αναγνωρίζει η οδηγία μπορούν να αναφερθούν το δικαίωμα ενημερώσεως και δημόσιας ανακοινώσεως προκειμένου να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να προβάλουν τις απαιτήσεις τους χωρίς τούτο να συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις λόγω του τόπου διαμονής τους (εικοστή αιτιολογική σκέψη).

( 17 ) Ως προς το σημείο αυτό, η οδηγία 2001/24 συμπίπτει προς την οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40· EE 15/06, σ. 9), που επίσης αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της τις αποφάσεις που λαμβάνονται με νομοθετικές πράξεις οι οποίες δεν μπορούν να προσβληθούν ενώπιον των δικαστηρίων από τους ιδιώτες. Βλ. την απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, C-182/10, Solvay κ.λπ. (σκέψεις 44 έως 52).

( 18 ) Σε σχέση με τις διαφορές των μοντέλων συνταγματικής δικαιοσύνης, βλ., αντί πολλών, Rubio Llorente, F., «Seis tesis sobre la jurisdicción constitucional en Europa», Revista Española de Derecho Constitucional, τεύχος 35, 1992, σ. 9 έως 39.