Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα
1. Κατόπιν της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, μήπως το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να εκδώσουν από κοινού αποφάσεις (λεγόμενες μεικτές ή υβριδικές) προκειμένου να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στο πλαίσιο των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας διαπραγματεύσεως και συνάψεως διεθνών συμφωνιών, όπως η διαδικασία αυτή ορίζεται στο άρθρο 218 ΣΛΕΕ; Μήπως το αμάλγαμα μεταξύ μιας πράξεως της Ένωσης, όπως είναι μια απόφαση του Συμβουλίου η οποία, στον τομέα των διεθνών συμφωνιών, πρέπει να λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία, και μιας πράξεως διακυβερνητικής φύσεως, η οποία εξ ορισμού πρέπει να λαμβάνεται από όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη, είναι επιτρεπτό από το δίκαιο της Ένωσης, ειδικά στην περίπτωση της διαπραγματεύσεως και συνάψεως μεικτών συμφωνιών; Ποιους ρόλους διαδραματίζουν στο πλαίσιο αυτό η απαίτηση ενιαίας εκπροσωπήσεως της Ένωσης σε διεθνές επίπεδο, το συναφές καθήκον στενής συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, η απαίτηση ασφάλειας δικαίου στο διεθνές δίκαιο για τα συμβαλλόμενα μέρη των μεικτών συμφωνιών που συνάπτονται με την Ένωση και τα κράτη μέλη της, καθώς και η αρχή της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης;
2. Αυτά είναι στην ουσία τα ζητήματα που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση, όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως 2011/708/ΕΕ, η οποία εκδόθηκε στις 16 Ιουνίου 2011 από το Συμβούλιο και τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου (2) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), σχετικά με την υπογραφή εξ ονόματος της Ένωσης και την προσωρινή εφαρμογή από την Ένωση και από τα κράτη μέλη της δύο διεθνών συμφωνιών στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών.
3. Μολονότι, εκ πρώτης όψεως, η παρούσα υπόθεση φαίνεται να είναι κυρίως διαδικαστικής φύσεως, η εμβέλειά της υπερβαίνει στην πραγματικότητα τα απλά διαδικαστικά ζητήματα. Πράγματι, η υπόθεση αυτή αφορά ευαίσθητα ζητήματα σχετικά με την άσκηση των εξωτερικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Επομένως, με τη λύση την οποία θα βρει, το Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί σε στάθμιση των διαφόρων απαιτήσεων που εμπλέκονται στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική διάσταση της πρακτικής λειτουργίας τόσο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων όσο και της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης.
I – Το ιστορικό της ένδικης διαφοράς
4. Στις 25 και 30 Απριλίου 2007, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη της, αφενός, και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αφετέρου, συνήψαν συμφωνία αεροπορικών μεταφορών (3), η οποία στη συνέχεια τροποποιήθηκε με πρωτόκολλο που υπεγράφη στο Λουξεμβούργο στις 24 Ιουνίου 2010 (4) (στο εξής: συμφωνία αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Ηνωμένων Πολιτειών). Η συμφωνία αυτή είχε ως σκοπό, μεταξύ άλλων, να δώσει ώθηση στον τομέα των διεθνών αεροπορικών μεταφορών με το άνοιγμα των αγορών και τη μεγιστοποίηση των πλεονεκτημάτων για τους καταναλωτές, τους αερομεταφορείς, τους εργαζομένους και τις κοινωνίες εκατέρωθεν του Ατλαντικού.
5. Επειδή η συμφωνία αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Ηνωμένων Πολιτειών προέβλεπε τη δυνατότητα προσχωρήσεως τρίτων κρατών, η Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας υπέβαλαν αίτηση προσχωρήσεως το 2007. Για τον σκοπό της προσχωρήσεως των δύο αυτών κρατών, δύο διεθνείς συμφωνίες αποτέλεσαν το αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Αφενός, η Ένωση και τα κράτη μέλη της, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας διαπραγματεύθηκαν μια συμφωνία προσχωρήσεως με σκοπό την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Ηνωμένων Πολιτειών, mutatis mutandis, σε κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη (ΕΕ 2011, L 283, σ. 3, στο εξής: συμφωνία προσχωρήσεως). Αφετέρου, έγιναν διαπραγματεύσεις για τη συμπληρωματική συμφωνία μεταξύ, ως πρώτου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως δεύτερου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τρίτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας, για την εφαρμογή της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ, ως πρώτου μέρους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως δεύτερου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως τρίτου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τέταρτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας (ΕΕ 2011, L 283, σ. 16, στο εξής: συμπληρωματική συμφωνία). Η συμφωνία αυτή σκοπό έχει να διασφαλίσει τη διατήρηση του διμερούς χαρακτήρα της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Ηνωμένων Πολιτειών.
6. Στις 2 Μαΐου 2011, η Επιτροπή διατύπωσε την πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου COM(2011) 239 τελικό, σχετικά με την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ, ως πρώτου μέρους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως δεύτερου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως τρίτου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τέταρτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας και σχετικά με την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή της συμπληρωματικής συμφωνίας μεταξύ, ως πρώτου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως δεύτερου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τρίτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας, για την εφαρμογή της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ, ως πρώτου μέρους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως δεύτερου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως τρίτου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τέταρτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας. Η πρόταση αυτή προέβλεπε απόφαση μόνο του Συμβουλίου και είχε ως βάση το άρθρο 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (5), σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ (6) .
7. Αφιστάμενο από την εν λόγω πρόταση, το Συμβούλιο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση υπό τη μορφή υβριδικής αποφάσεως, δηλαδή αποφάσεως τόσο του Συμβουλίου όσο και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου κρατών μελών. Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως βάση το άρθρο 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφοι 5 και 8, ΣΛΕΕ (7) .
8. Κατά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «[ε]πιτρέπεται, εξ ονόματος της Ένωσης, η υπογραφή της συμφωνίας [προσχωρήσεως] […] και της συμπληρωματικής συμφωνίας […], υπό την επιφύλαξη της σύναψης των εν λόγω συμφωνιών».
9. Το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής ορίζει ότι «[ο] πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το ή τα πρόσωπα που είναι αρμόδια να υπογράψουν τη συμφωνία προσχώρησης και τη συμπληρωματική συμφωνία, εξ ονόματος της Ένωσης».
10. Το άρθρο 3 της ίδιας αποφάσεως ορίζει ότι «[η] συμφωνία προσχώρησης και η συμπληρωματική συμφωνία εφαρμόζονται προσωρινά, από την ημερομηνία υπογραφής από την Ένωση και, στο μέτρο που επιτρέπεται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, από τα κράτη μέλη της και τα οικεία μέρη, ενώ εκκρεμεί η ολοκλήρωση των διαδικασιών σύναψής τους».
11. Η συμφωνία προσχωρήσεως και η συμπληρωματική συμφωνία υπεγράφησαν στο Λουξεμβούργο και στο Όσλο, στις 16 και 21 Ιουνίου 2011.
II – Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
12. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, να διατηρήσει, εφόσον χρειάζεται, τα αποτελέσματα της εν λόγω αποφάσεως και να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.
13. Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή αβάσιμη, επικουρικώς δε, αν και κατά το μέτρο που το Δικαστήριο ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, να κηρύξει ότι τα αποτελέσματα της αποφάσεως αυτής είναι οριστικά και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
14. Με διάταξη της 18ης Ιουνίου 2012, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής, καθώς και στην Τσεχική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Δανίας, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην Ελληνική Δημοκρατία, στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Ιταλική Δημοκρατία, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στη Δημοκρατία της Πολωνίας, στην Πορτογαλική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, στο Βασίλειο της Σουηδίας και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.
15. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου διεξήχθη στις 11 Νοεμβρίου 2014.
III – Ανάλυση
16. Με την προσφυγή της, η Επιτροπή βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της προβάλλοντας τρεις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων σχετικά με το επιτρεπτό της υπογραφής και της προσωρινής εφαρμογής των διεθνών συμφωνιών από την Ένωση. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση των κανόνων ψηφοφορίας στο Συμβούλιο και με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλονται παράβαση των οριζόμενων στις Συνθήκες σκοπών και παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας. Πριν όμως αναλυθούν οι τρεις αυτοί λόγοι, πρέπει να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο.
Α — Επί του παραδεκτού
17. Το Συμβούλιο προβάλλει τρεις λόγους απαραδέκτου της προσφυγής της Επιτροπής. Πρώτον, διατείνεται ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη επειδή έπρεπε να στρέφεται κατά των κρατών μελών και όχι κατά του Συμβουλίου. Πράγματι, η Επιτροπή αμφισβητεί τη συμμετοχή των κρατών μελών στην προσβαλλόμενη απόφαση και όχι μια καταλογιστέα στο Συμβούλιο επιλήψιμη συμπεριφορά. Δεύτερον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη επειδή αφορά απόφαση των κρατών μελών η οποία εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και έτσι δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Τρίτον, κατά το Συμβούλιο, η Επιτροπή δεν έχει έννομο συμφέρον επειδή η ζητούμενη ακύρωση δεν έχει καμία έννομη συνέπεια.
18. Όσον αφορά το πρώτο και το δεύτερο επιχείρημα του Συμβουλίου, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως υπάρχει κατά όλων των μέτρων που λαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα, ανεξαρτήτως φύσεως ή μορφής, τα οποία αποσκοπούν στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων (8) .
19. Πάντως, εν προκειμένω η προσφυγή της Επιτροπής αφορά πράξη που εκδόθηκε από κοινού από το Συμβούλιο και τους αντιπροσώπους των κρατών μελών, βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 218, παράγραφοι 5 και 8, ΣΛΕΕ. Όπως προκύπτει από τα σημεία 8 έως 10 των παρουσών προτάσεών μου, η πράξη αυτή καθιστά δυνατή τόσο την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή των επίμαχων διεθνών συμφωνιών σχετικά με την Ένωση όσο και την προσωρινή εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών από τα κράτη μέλη, στο μέτρο που επιτρέπεται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.
20. Κατά συνέπεια, αφενός, το Συμβούλιο είχε συμμετοχή στη λήψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε κάλλιστα πρόκειται για μέτρο ληφθέν από το θεσμικό αυτό όργανο, και, αφετέρου, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα η οποία, αυτή καθ’ εαυτήν, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο (9) . Έτσι, το πρώτο και το δεύτερο επιχείρημα του Συμβουλίου πρέπει να απορριφθούν.
21. Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα του Συμβουλίου, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 263, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ παρέχει στα θεσμικά όργανα που αναφέρει και σε κάθε κράτος μέλος το δικαίωμα να αμφισβητήσουν, με προσφυγή ακυρώσεως, τη νομιμότητα κάθε παράγουσας έννομα αποτελέσματα πράξεως του Συμβουλίου, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος (10) . Επομένως, για την άσκηση της παρούσας προσφυγής, η Επιτροπή δεν πρέπει να αποδείξει έννομο συμφέρον. Έτσι, δεδομένου ότι επίσης το τρίτο επιχείρημα του Συμβουλίου πρέπει να απορριφθεί, η προσφυγή είναι, κατά την άποψή μου, εξ ολοκλήρου παραδεκτή όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση.
Β — Επί της ουσίας
1. Επιχειρηματολογία των διαδίκων
α) Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων σχετικά με το επιτρεπτό της υπογραφής και της προσωρινής εφαρμογής των διεθνών συμφωνιών από την Ένωση
22. Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο, διατείνεται ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέβη το άρθρο 13, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ (11) σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφοι 2 και 5, ΣΛΕΕ. Κατά την τελευταία διάταξη, το Συμβούλιο είναι το μόνο θεσμικό όργανο στο οποίο παρέχεται η εξουσία να επιτρέπει την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή διεθνούς συμφωνίας από την Ένωση. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να εκδοθεί μόνον από το Συμβούλιο, αποκλειομένων των κρατών μελών που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου.
23. Κατά την Επιτροπή, το Συμβούλιο, παρέχοντας στα κράτη μέλη, αποφαινόμενα συλλογικώς στο πλαίσιο του Συμβουλίου, δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, παρέκκλινε μονομερώς από τη διαδικασία του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, ενώ από τη νομολογία προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να απαλλαγεί από τους κανόνες των Συνθηκών και να χρησιμοποιεί εναλλακτικές διαδικασίες για την έκδοση των πράξεων της Ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο παρέβη επίσης την υποχρέωσή του να ασκεί τις αρμοδιότητές του εντός των ορίων που καθορίζονται από τις διαδικασίες και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από τις Συνθήκες, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ.
24. Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, κατόπιν της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, οι διαδικασίες της Ένωσης πρέπει να διακρίνονται σαφώς από τους τομείς στους οποίους τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αμάλγαμα μεταξύ διακυβερνητικής πράξεως και πράξεως της Ένωσης. Η προηγούμενη πρακτική που συνίστατο στη χρησιμοποίηση υβριδικών πράξεων, ειδικά στον τομέα της αεροπλοΐας, στο εξής παραμορφώνει τις διαδικασίες της Ένωσης και πλέον δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
25. Ο μεικτός χαρακτήρας διεθνούς συμφωνίας συναφθείσας από την Ένωση και από κάθε ένα από τα κράτη μέλη δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι η απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή της, που ελήφθη βάσει του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, δύναται να μεταβληθεί με το να περιλάβει μια διακυβερνητική απόφαση των κρατών μελών. Μια τέτοια μεταβολή στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του Συμβουλίου δεν είναι αναγκαία ούτε όσον αφορά την υπογραφή της συμφωνίας ούτε όσον αφορά την προσωρινή εφαρμογή της.
26. Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από όλες τις παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις, διατείνεται αντιθέτως ότι η λήψη της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό τη μορφή υβριδικής αποφάσεως δεν παραβιάζει οποιαδήποτε διάταξη των Συνθηκών.
27. Κατ’ αρχάς, το Συμβούλιο διατείνεται ότι ούτε παρέκκλινε από τις διατάξεις του άρθρου 218, παράγραφοι 2 και 5, ΣΛΕΕ ούτε χρησιμοποίησε εναλλακτική διαδικασία. Πράγματι, οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών τα οποία συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου έλαβαν δύο χωριστές αποφάσεις που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 218 ΣΛΕΕ, με την ιδιότητά τους ως μελών του Συμβουλίου, επέτρεψαν την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών από την Ένωση. Αφετέρου, με την ιδιότητα των αντιπροσώπων των κρατών μελών, κατέστησαν δυνατή την προσωρινή εφαρμογή των συμφωνιών αυτών από τα κράτη μέλη στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία. Αυτό το τελευταίο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως θεσπίστηκε βάσει διαδικασιών που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν έλαβαν μέρος στη διαδικασία του άρθρου 218, παράγραφοι 2 και 5, ΣΛΕΕ.
28. Στη συνέχεια, κατά το Συμβούλιο, εφόσον οι επίμαχες συμφωνίες είναι μεικτές συμφωνίες, η λήψη υβριδικής αποφάσεως, της οποίας συνεκδότες είναι τα κράτη μέλη, στοιχεί πλήρως με τη μεικτή φύση των συμφωνιών πίσω από την υβριδική απόφαση και με το γεγονός ότι τα κράτη μέλη ασκούν από ορισμένες απόψεις τις δικές τους αρμοδιότητες. Αποτελεί αποδεκτή συνέπεια της συνάψεως μεικτών συμφωνιών έχουσα νομική συμμετρία με αυτές.
29. Κατά το Συμβούλιο, η επιλογή του μέσου της υβριδικής αποφάσεως αποτελεί, στην πραγματικότητα, έκφραση του καθήκοντος στενής συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών και της απαιτήσεως ενιαίας εκπροσωπήσεως της Ένωσης, όπως επιβάλλεται από τη νομολογία. Αυτό το είδος αποφάσεων αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για τη διασφάλιση τέτοιας ενότητας στη διεθνή εκπροσώπηση και για την εγγύηση κοινής και συντονισμένης προσεγγίσεως της Ένωσης και των κρατών μελών της. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των επίμαχων συμφωνιών, οι πτυχές της διεθνούς συμφωνίας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης συνδέονται εγγενώς με τις πτυχές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και όταν, επομένως, οι πτυχές αυτές συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Η άποψη της Επιτροπής ότι οι αποφάσεις της Ένωσης πρέπει να αποτυπώνονται σε έγγραφο χωριστό από τις διακυβερνητικές αποφάσεις απειλεί τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Ένωσης και θίγει την αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου για τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών.
30. Επιπλέον, κατά το Συμβούλιο, βάσει της αρχής της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων, το ίδιο και τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν την ακριβή μορφή της οργανώσεως της εργασίας τους. Το γεγονός ότι η έγκριση αυτή κοινοποιήθηκε με μία και μόνη απόφαση ουδόλως θίγει την ακεραιότητα της διαδικασίας του άρθρου 218, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ. Ούτως ή άλλως, η έκδοση υβριδικής αποφάσεως καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα όπως η έκδοση δύο αποφάσεων, μιας από το Συμβούλιο και άλλης από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών τα οποία συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, ή όπως η έκδοση μιας και μόνης αποφάσεως του Συμβουλίου. Τέλος, η έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας δεν επηρέασε τη νομιμότητα των υβριδικών αποφάσεων και δεν απαγόρευσε την έκδοσή τους. Αντιθέτως, η έκδοση μεικτών αποφάσεων συνιστά παγιωμένη πρακτική, ειδικά στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, ακόμη και μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας.
β) Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των κανόνων ψηφοφορίας στο Συμβούλιο
31. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο, διατείνεται ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέβη το άρθρο 218, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την καθ’ ύλην νομική βάση για τη λήψη μέτρων στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, δηλαδή το άρθρο 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Πράγματι, μολονότι απόφαση κατά τις διατάξεις αυτές πρέπει να εκδίδεται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, παρά ταύτα διακυβερνητική πράξη που εκδίδεται συλλογικώς από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών πρέπει, από την ίδια τη φύση της, να εκδίδεται με κοινή συμφωνία όλων των κρατών μελών. Πάντως, ένα αμάλγαμα μεταξύ των πράξεων αυτών, ως μία και μόνη απόφαση, και η εξάρτησή τους από κοινή συμφωνία καθιστούν αδύνατη την εφαρμογή της ειδικής πλειοψηφίας καθιστώντας de facto αλυσιτελή την πρόβλεψη τέτοιας ψηφοφορίας από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας ως γενικού κανόνα για τη διαδικασία διαπραγματεύσεως και συνάψεως διεθνών συμφωνιών από την Ένωση. Έτσι, καθιστά κενή περιεχομένου τη διαδικασία του άρθρου 218, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και θέτει εν γένει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών της Ένωσης. Επιπλέον, το αμάλγαμα μεταξύ των δύο αυτών πράξεων έχει ως συνέπεια ότι η νομική βάση που αναφέρει η υβριδική απόφαση δεν καθορίζει στην πραγματικότητα τη διαδικασία ψηφοφορίας στο πλαίσιο του Συμβουλίου, η οποία σιωπηρώς, πλην όμως αφεύκτως, έχει αντικατασταθεί λόγω της διακυβερνητικής συνιστώσας της υβριδικής αποφάσεως.
32. Το Κοινοβούλιο προσθέτει ότι το αμάλγαμα μεταξύ αυτών των δύο ειδών πράξεων συνεπάγεται επίσης παραβίαση της αρχής της θεσμικής ισορροπίας κατά τη διαδικασία που έχει εφαρμογή για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών από την Ένωση, κατά παράβαση του άρθρου 218, παράγραφοι 6 και 10, ΣΛΕΕ.
33. Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις, διατείνεται ότι τήρησε τους κανόνες ψηφοφορίας που περιέχονται στις Συνθήκες. Πράγματι, κατά το Συμβούλιο, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με ειδική πλειοψηφία στο πλαίσιο του Συμβουλίου, όταν τέθηκε ζήτημα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, και ως κοινή συμφωνία των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, όταν επρόκειτο για αρμοδιότητες των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, είναι ανακριβές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με ομοφωνία ή ότι τροποποιήθηκε ο κανόνας περί ειδικής πλειοψηφίας. Το γεγονός ότι ουδεμία αντιπροσωπεία στο πλαίσιο του Συμβουλίου εναντιώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να σημαίνει ότι δεν τηρήθηκε η ειδική πλειοψηφία κατά την ψηφοφορία. Ούτως ή άλλως, κάθε απόφαση που λαμβάνεται με ομοφωνία πράγματι περιλαμβάνει, κατ’ ανάγκη, μια ειδική πλειοψηφία. Επιπλέον, το γεγονός ότι επετεύχθη η συναίνεση των κρατών μελών δεν θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα ούτε της δράσεως της Ένωσης ούτε των διαδικασιών της.
34. Το Συμβούλιο και ορισμένες κυβερνήσ εις διατείνονται επίσης ότι, στον τομέα των διεθνών συμφωνιών, η σώρευση πλειόνων κανόνων ψηφοφορίας συνιστά συνήθη πρακτική σύμφωνη με τη νομολογία. Επιπλέον, κατά τη Φινλαδική Κυβέρνηση, ο τρόπος ψηφοφορίας που επελέγη από το Συμβούλιο στηριζόταν στο άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο το Συμβούλιο, όταν αποφασίζει μετά από πρόταση της Επιτροπής, μόνον ομόφωνα μπορεί να τροποποιήσει την πρόταση αυτή. Εν προκειμένω, εφόσον το Συμβούλιο τροποποίησε την πρόταση της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έπρεπε σε κάθε περίπτωση να απαιτηθεί ομοφωνία.
γ) Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται παράβαση των οριζόμενων στις Συνθήκες σκοπών και παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας
35. Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο, προσάπτει στο Συμβούλιο ότι παρέβη τους σκοπούς των Συνθηκών και παραβίασε την κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Επιτρέποντας στα κράτη μέλη να παρέμβουν στις διαδικασίες της Ένωσης, το Συμβούλιο, κατ’ αρχάς, δημιούργησε μια συγκεχυμένη κατάσταση όσον αφορά την ανεξάρτητη προσωπικότητα της Ένωσης στις διεθνείς σχέσεις. Το μήνυμα που το Συμβούλιο έστειλε στη διεθνή σκηνή είναι ότι η Ένωση δεν έχει την εξουσία να λάβει μόνη της απόφαση. Στη συνέχεια, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο δεν τήρησε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας επειδή έπρεπε να ασκήσει τις εξουσίες του χωρίς να παρακάμψει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 218 ΣΛΕΕ διαδικασίες της Ένωσης. Το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή αυτή τόσο στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων όσο και έναντι της Ένωσης στο σύνολό της. Τέλος, το Συμβούλιο κατακερμάτισε το θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης επιτρέποντας στα κράτη μέλη να διαδραματίσουν εντός της Ένωσης ρόλο που δεν προβλέπεται από τις Συνθήκες και ιδίως από το άρθρο 218 ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει τον κίνδυνο τα συμφέροντα των κρατών μελών να κατισχύσουν των συμφερόντων της Ένωσης.
36. Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις, θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκαλεί την παραμικρή σύγχυση σε τρίτους ή στη διεθνή κοινότητα. Στο πλαίσιο μεικτών συμφωνιών, η κατάσταση θα ήταν, αντιθέτως, πηγή συγχύσεως για τους τρίτους, αν έβλεπαν μόνο την απόφαση του Συμβουλίου, χωρίς απόφαση που να συνδέει τα κράτη μέλη. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση όχι μόνο συνάδει με τον σκοπό ενιαίας διεθνούς εκπροσωπήσεως της Ένωσης, αλλά και τον εγγυάται, τον προάγει και τον ενισχύει, προβάλλοντας την κοινή θέση της Ένωσης και των κρατών μελών της. Η έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως αποτελεί έκφραση της υποχρεώσεως στενής συνεργασίας και κοινής προσεγγίσεως της Ένωσης και των κρατών μελών. Αντιθέτως, η έκδοση αποφάσεως μόνον από το Συμβούλιο χωρίς τα κράτη μέλη θα μπορούσε να δώσει στο εξωτερικό την εικόνα μιας Ένωσης διχασμένης, ενώ η οδός μιας παράλληλης διακυβερνητικής διαδικασίας θα συνεπαγόταν κινδύνους αποκλίσεων μεταξύ των κρατών μελών και καθυστερήσεις. Έτσι, η διαδικασία αυτή θα ήταν λιγότερο ευνοϊκή για τους σκοπούς της Συνθήκης. Ούτως ή άλλως, μια υβριδική απόφαση συνιστά εσωτερική πράξη της Ένωσης μη προοριζόμενη να έλθει σε γνώση τρίτων κρατών και, ακόμη και αν έλθει σε γνώση τους, θα είναι ελάχιστα πιθανό να δοθεί οποιαδήποτε σημασία στον προσδιορισμό των εκδοτών της.
2. Ανάλυση
37. Με την προσφυγή της, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά, αφενός, με την υπογραφή από την Ένωση και, αφετέρου, με την προσωρινή εφαρμογή, από την Ένωση και από τα κράτη μέλη της, της συμφωνίας προσχωρήσεως και της συμπληρωματικής συμφωνίας, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε από κοινού από το Συμβούλιο και από τους αντιπροσώπους των κρατών μελών ως υβριδική πράξη αποτελούσα αμάλγαμα μεταξύ πράξεως της Ένωσης και διακυβερνητικής πράξεως.
38. Πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι η Επιτροπή ρητώς ανέφερε ότι με την προσφυγή της δεν θέλει να αμφισβητήσει τον μεικτό χαρακτήρα των δύο επίμαχων διεθνών συμφωνιών (12) . Επομένως, στην παρούσα υπόθεση η προσφυγή περιορίζεται μόνο στο ζήτημα της νομιμότητας της εκδόσεως ως υβριδικής της προσβαλλομένης αποφάσεως.
39. Στη συνέχεια, σημειώνω, επίσης εκ προοιμίου, ότι, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί από τυπικής απόψεως ενιαία πράξη, παρά ταύτα στην πραγματικότητα περιέχει δύο από ουσιαστικής απόψεως χωριστές αποφάσεις, δηλαδή, αφενός, μια απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών από την Ένωση και, αφετέρου, μια διακυβερνητική πράξη των αντιπροσώπων των κρατών μελών σχετικά με την προσωρινή εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών από τα κράτη μέλη. Ακριβώς το ζήτημα της νομιμότητας της από κοινού εκδόσεως των δύο αυτών διαφορετικών πράξεων και του μεταξύ τους αμαλγάματος ως μιας και μόνον πράξεως είναι εκείνο που αποτελεί το αντικείμενο της αμφισβητήσεως της Επιτροπής.
40. Οι τρεις λόγοι ακυρώσεως που η Επιτροπή προβάλλει με την προσφυγή της, ενώ προσεγγίζουν το ζήτημα αυτό υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες, αλληλοεπικαλύπτονται, κατά την άποψή μου, σε διάφορα επίπεδα. Πράγματι, η προσφυγή αυτή θέτει, στην ουσία, δύο είδη προβλημάτων. Αφενός, σε μια πτυχή, που θα μπορούσε να οριστεί ως εσωτερική , η παρούσα υπόθεση αφορά την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τις διαδικασίες και τους κανόνες ψηφοφορίας για την έκδοση των πράξεων της Ένωσης που αφορούν τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών στο διαδικαστικό πλαίσιο που προβλέπεται από το άρθρο 218 ΣΛΕΕ. Συναφώς, τίθεται επίσης το ζήτημα της εκτάσεως της οργανωτικής και λειτουργικής αυτονομίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Αφετέρου, στην εξωτερική πτυχή της, η παρούσα υπόθεση άπτεται επίσης των απαιτήσεων σχετικά με τη συγκεκριμένη εξέλιξη της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης. Εγείρει όντως ζητήματα που αφορούν ειδικά την απαίτηση ενιαίας εκπροσωπήσεως της Ένωσης στη διεθνή σκηνή και τη συναφή υποχρέωση στενής συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπραγματεύσεως και συνάψεως μεικτών συμφωνιών. Αφορά επίσης τις διεθνούς δικαίου υποχρεώσεις που απορρέουν από την εξωτερική δράση της Ένωσης έναντι των άλλων συμβαλλομένων μερών.
41. Κατά συνέπεια, η λύση των νομικών προβλημάτων που ανακύπτουν στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να περιοριστεί στην εξέταση των εσωτερικών διαδικαστικών ζητημάτων, αλλά πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τον αντίκτυπο που τα ζητήματα αυτά έχουν στην εξωτερική δράση της Ένωσης. Επομένως, τούτο καθιστά αναγκαίο να γίνει αξιολόγηση σταθμίζουσα τις διάφορες αρχές και πρακτικές απαιτήσεις που εμπλέκονται στην παρούσα υπόθεση. Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ σκόπιμο να αναλύσω από κοινού τους τρεις λόγους ακυρώσεως, ξεκινώντας από μια γενική παρουσίαση των ζητημάτων που τίθενται στην παρούσα υπόθεση, προκειμένου στη συνέχεια να εξετάσω υπό το πρίσμα των αρχών που συνάγονται από τη νομολογία τις αιτιάσεις που η Επιτροπή προβάλλει με την προσφυγή της.
α) Επί του προβλεπόμενου από το άρθρο 218 ΣΛΕΕ διαδικαστικού πλαισίου για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών από την Ένωση
42. Όσον αφορά την εσωτερική πτυχή της, η παρούσα υπόθεση θέτει κατ’ αρχάς ένα ζήτημα σχετικά με τη συμβατότητα με τις διατάξεις του άρθρου 218 ΣΛΕΕ της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.
43. Από το άρθρο 218, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το άρθρο αυτό έχει σκοπό να ρυθμίσει τη διαδικασία για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και τρίτων κρατών ή διεθνών οργανισμών. Το άρθρο αυτό, το οποίο περιλαμβάνεται στον επιγραφόμενο «Οι διεθνείς συμφωνίες» τίτλο V του πέμπτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ το οποίο επιγράφεται «Η εξωτερική δράση της Ένωσης», συνιστά διάταξη γενικού χαρακτήρα έχουσα ως σκοπό να δημιουργήσει μια ενοποιημένη διαδικασία για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών από την Ένωση. Η διάταξη αυτή αποτελεί έκφραση, αφενός, της νέας δομής της Ένωσης μετά την τυπική εξαφάνιση των πυλώνων με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας (13) και, αφετέρου, της ενισχυμένης νέας διαστάσεως της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης, η οποία αντικατοπτρίζεται με την εισαγωγή των άρθρων 21 ΣΕΕ και 22 ΣΕΕ καθώς και του πέμπτου μέρους της εν λόγω Συνθήκης.
44. Κατά συνέπεια, η διαδικασία του άρθρου 218 ΣΛΕΕ προορισμό έχει να εφαρμόζεται σε όλες τις συμφωνίες που διαπραγματεύεται και συνάπτει η Ένωση ανεξαρτήτως της φύσεως και του περιεχομένου τους, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ρητώς προβλέπονται από ειδικές διατάξεις των Συνθηκών (14) . Επιπλέον, η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στις συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Ειδικότερα, δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι το άρθρο αυτό δεν θα είχε εφαρμογή στην περίπτωση που η διεθνής συμφωνία συναπτόταν υπό τη μορφή μεικτής συμφωνίας.
45. Λαμβανομένου υπόψη ότι η διαδικασία που οδηγεί στη σύναψη διεθνούς συμφωνίας είναι διαδικασία κατά στάδια, το άρθρο 218 ΣΛΕΕ διευκρινίζει τον τρόπο διεξαγωγής των διαφόρων αυτών σταδίων, καθώς και τον ρόλο και τις αντίστοιχες εξουσίες των διαφόρων θεσμικών οργάνων που εμπλέκονται στη διαπραγμάτευση και σύναψη των διεθνών συμφωνιών από την Ένωση.
46. Ειδικότερα, όσον αφορά τις διατάξεις που ασκούν επιρροή στην παρούσα υπόθεση, από το άρθρο 218, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το Συμβούλιο είναι το θεσμικό όργανο που έχει την εξουσία να επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων, να εκδίδει οδηγίες διαπραγματεύσεως, να επιτρέπει την υπογραφή και να συνάπτει τις συμφωνίες της Ένωσης. Έτσι, κατά την παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου, το Συμβούλιο είναι εκείνο που, μετά από πρόταση του διαπραγματευτή, εκδίδει απόφαση που επιτρέπει την υπογραφή της συμφωνίας και, ενδεχομένως, την προσωρινή εφαρμογή της πριν αυτή τεθεί σε ισχύ. Η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου, αφενός, ορίζει ότι το Συμβούλιο, μετά από πρόταση του διαπραγματευτή, εκδίδει την απόφαση για τη σύναψη της συμφωνίας και, αφετέρου, παρέχει στο Κοινοβούλιο εξουσία εγκρίσεως ή μόνο διαβουλεύσεως, ανάλογα με το αντικείμενο της συμφωνίας που πρέπει να συναφθεί. Η παράγραφος 8 του άρθρου 218 ΣΛΕΕ θέτει τον γενικό κανόνα ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, εκτός αν πρόκειται για τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής.
47. Από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 218 ΣΛΕΕ καθώς και από το γράμμα και την οικονομία του —και ιδίως από τον σκοπό του να θεσπίσει ένα σύστημα και διαδικαστικούς κανόνες γενικού χαρακτήρα για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών από την Ένωση— προκύπτει ότι, εκτός της περιπτώσεως των εξαιρέσεων που ρητώς προβλέπονται από τις ίδιες τις Συνθήκες, το Συμβούλιο δεν δύναται να αποστεί από τις διαδικασίες που προβλέπονται στις Συνθήκες χρησιμοποιώντας διαδικασίες εναλλακτικές ή διαφορετικές των προβλεπομένων από το εν λόγω άρθρο κατά τα διάφορα στάδια από τα οποία συντίθεται η διαδικασία διαπραγματεύσεως και συνάψεως διεθνών συμφωνιών. Το Συμβούλιο δεν δύναται, μεταξύ άλλων, να εκδίδει πράξεις που δεν θα συνιστούσαν μια από τις αποφάσεις που προβλέπονται σε συγκεκριμένο στάδιο της εν λόγω διαδικασίας ή θα εκδίδονταν υπό προϋποθέσεις διαφορετικές από αυτές που επιβάλλει το ίδιο το άρθρο 218 ΣΛΕΕ (15) . Η υποχρέωση του Συμβουλίου να ακολουθεί τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις Συνθήκες πηγάζει επίσης από το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, κατά το οποίο κάθε θεσμικό όργανο οφείλει να δρα σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς που προβλέπουν οι Συνθήκες.
48. Συναφώς, πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι, πλην δύο ειδικών ζητημάτων (16), το άρθρο 218 ΣΛΕΕ δεν προβλέπει σε κανένα χρονικό σημείο παρέμβαση των κρατών μελών στη διαδικασία διαπραγματεύσεως ή συνάψεως διεθνών συμφωνιών από την Ένωση (17) . Επομένως, τα κράτη μέλη, αυτά καθ’ εαυτά, δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρο υ 218 ΣΛΕΕ, η οποία συνιστά διαδικασία της Ένωσης.
49. Πάντως, η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι το άρθρο 218 ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή όχι μόνο στις αμιγώς ενωσιακές συμφωνίες, αλλά και στις μεικτές συμφωνίες. Πράγματι, στην περίπτωση των μεικτών συμφωνιών το άρθρο 218 ΣΛΕΕ θα έχει εφαρμογή μόνο για τη συμμετοχή της Ένωσης στη μεικτή συμφωνία και όχι για τη συμμετοχή των κρατών μελών. Η συμμετοχή των τελευταίων στις μεικτές συμφωνίες θα ρυθμίζεται, όσον αφορά την εσωτερική πτυχή της συμμετοχής τους, από το αντίστοιχο εθνικό δίκαιο, και, όσον αφορά την εξωτερική πτυχή της συμμετοχής τους, από το δημόσιο διεθνές δίκαιο (18) .
β) Επί της νομικής βάσεως και επί των κανόνων ψηφοφορίας
50. Η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως υβριδικής αποφάσεως με την οποία δημιουργείται ένα αμάλγαμα μεταξύ πράξεως της Ένωσης και διακυβερνητικής πράξεως θέτει, στη συνέχεια, ζητήματα σχετικά, αφενός, με τη νομική βάση που χρησιμοποιήθηκε και, αφετέρου, με την τήρηση των κανόνων ψηφοφορίας που προβλέπονται από τις Συνθήκες.
51. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ασφάλεια δικαίου απαιτεί όπως κάθε πράξη της Ένωσης, έχουσα ως σκοπό την παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, αντλεί την υποχρεωτική ισχύ της από διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει ρητώς να αναφέρεται ως νομική βάση και η οποία ορίζει τη νομική μορφή που πρέπει να έχει η εν λόγω πράξη. Η αναφορά αυτή, πρώτον, είναι αναγκαία για να καθοριστεί ο τρόπος ψηφοφορίας εντός του Συμβουλίου, δεύτερον, έχει ιδιαίτερη σημασία για να διατηρηθούν οι προνομίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης τα οποία εμπλέκονται στη διαδικασία εκδόσεως μιας πράξεως και, τρίτον, καθορίζει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, αποφεύγοντας να δημιουργήσει σύγχυση όσον αφορά τη φύση της αρμοδιότητας της Ένωσης και να αποδυναμώσει την Ένωση κατά την υπεράσπιση της θέσεώς της στο πλαίσιο διεθνών διαπραγματεύσεων (19) .
52. Επιπλέον, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι οι κανόνες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η βούληση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης προβλέπονται από τις Συνθήκες και είναι δεσμευτικοί τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ίδια τα θεσμικά όργανα (20) . Μόνον οι Συνθήκες μπορούν, σε ειδικές περιπτώσεις, να εξουσιοδοτούν ένα θεσμικό όργανο να τροποποιήσει διαδικασία λήψεως αποφάσεως την οποία οι ίδιες θεσπίζουν. Εξάλλου, η αναγνώριση υπέρ θεσμικού οργάνου της δυνατότητας να αποστεί διαδικασίας λήψεως αποφάσεως, όπως η διαδικασία αυτή προβλέπεται από τις Συνθήκες, και να ακολουθήσει εναλλακτική διαδικασία θα κατέληγε, αφενός, στην παροχή στο θεσμικό αυτό όργανο της εξουσίας να παρεκκλίνει μονομερώς από τους κανόνες της Συνθήκης, πράγμα που ασφαλώς δεν επιτρέπεται (21), και, αφετέρου, στην παροχή στο θεσμικό αυτό όργανο της δυνατότητας να θίξει την αρχή της θεσμικής ισορροπίας, η οποία συνεπάγεται ότι κάθε θεσμικό όργανο πρέπει να ασκεί τις αρμοδιότητές του σεβόμενο τις αρμοδιότητες των άλλων (22) .
53. Συναφώς, πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί μια μάλλον καχύποπτη προσέγγιση σχετικά με την ανάμειξη διαφορετικών διαδικασιών για την έκδοση πράξεων της Ένωσης. Έτσι, όσον αφορά τη χρησιμοποίηση διττής νομικής βάσεως, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η σώρευση δύο νομικών βάσεων αποκλείεται όταν οι διαδικασίες που προβλέπονται για τη μία και την άλλη νομική βάση είναι ασύμβατες μεταξύ τους (23) . Ακριβώς αυτή ήταν η περίπτωση στη λεγόμενη υπόθεση «Διοξείδιο του τιτανίου» (24), της οποίας η δυνατότητα εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση αποτέλεσε αντικείμενο μακράς συζητήσεως μεταξύ των διαδίκων. Στην υπόθεση εκείνη, το Συμβούλιο είχε εκδώσει με ομοφωνία μια οδηγία (25) βάσει του άρθρου 130 Σ της Συνθήκης ΕΟΚ (26), ενώ με την προσφυγή ακυρώσεως η Επιτροπή ισχυριζόταν ότι η οδηγία αυτή έπρεπε να εκδοθεί βάσει του άρθρου 100 Α της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο όριζε ότι το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία (27) . Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι, σε περίπτωση σωρεύσεως των νομικών βάσεων, το Συμβούλιο θα όφειλε, ούτως ή άλλως, να αποφασίσει με ομοφωνία, πράγμα που θα έθετε σε κίνδυνο ένα ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας συνεργασίας, δηλαδή την ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία, καθιστώντας κενή περιεχομένου αυτή τη διαδικασία συνεργασίας (28)(29) .
γ) Επί της αρχής της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων
54. Το Συμβούλιο και ορισμένα κράτη μέλη διατείνονται ότι η έκδοση υβριδικών αποφάσεων αποτελεί έκφραση της αρχής της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, η οποία παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να επιλέγει τη μορφή για τη χορήγηση των αναγκαίων αδειών για τη διαδικασία διαπραγματεύσεως και συνάψεως διεθνών συμφωνιών.
55. Πράγματι, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν την εξουσία να οργανώνουν ελεύθερα τον τρόπο λειτουργίας τους. Η εξουσία αυτή αποτελεί έκφραση της αρχής της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων, η οποία πηγάζει από τις διατάξεις των Συνθηκών που παρέχουν στα εν λόγω θεσμικά όργανα την αρμοδιότητα να εκδίδουν τα ίδια τους εσωτερικούς κανονισμούς τους για να διασφαλίσουν τη δική τους λειτουργία καθώς και τη λειτουργία των υπηρεσιών τους (30) . Η αρχή αυτή, η οποία έχει αναγνωριστεί κατ’ επανάληψη από το Δικαστήριο (31), είναι η αναγκαία συνέπεια της αποστολής των θεσμικών οργάνων να δρουν προς το συμφέρον της Ένωσης και αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την απρόσκοπτη λειτουργία τους (32) . Έτσι, το Συμβούλιο έχει εκδώσει τον δικό του εσωτερικό κανονισμό, ο οποίος θέτει τους κανόνες της λειτουργίας και οργανώσεώς του (33) .
56. Η αρχή της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων δεν είναι όμως απεριόριστη. Η αυτονομία αυτή πρέπει να ασκείται, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, «εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που […] ανατίθενται από τις Συνθήκες» και «σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους προβλέπουν». Επομένως, μολονότι κάθε θεσμικό όργανο έχει τη δυνατότητα, βάσει της εξουσίας εσωτερικής οργανώσεως που του παρέχουν οι σχετικές διατάξεις των Συνθηκών, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας του και της διεξαγωγής των διαδικασιών του (34), ωστόσο τα μέτρα αυτά ή η εφαρμογή τους δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διαδικασίες που προβλέπουν οι Συνθήκες. Επιπλέον, η εξουσία εσωτερικής οργανώσεως δεν μπορεί να θίξει τη θεσμική ισορροπία των οργάνων ή την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών.
57. Αφετέρου, η αρχή της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων αποτελεί όριο έναντι των κρατών μελών. Πράγματι, η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι η εσωτερική και οργανωτική λειτουργία των θεσμικών οργάνων πρέπει να είναι τελείως ανεξάρτητη από τα κράτη μέλη (35) τα οποία πρέπει να απέχουν από κάθε ανάμειξη στον αυτοκαθορισμό της οργανώσεως, των διαδικασιών και των λειτουργιών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, εντός των ορίων που προβλέπονται από τις Συνθήκες. Άλλωστε, αυτό το καθήκον μη αναμείξεως των κρατών μελών αποτελεί έκφραση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.
δ) Επί της απαιτήσεως ενιαίας διεθνούς εκπροσωπήσεως της Ένωσης και επί της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας
58. Όσον αφορά την εξωτερική πτυχή της, η παρούσα υπόθεση θέτει κατ’ αρχάς ζητήματα σχετικά με την εκπροσώπηση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή και τη διαμόρφωση των σχέσεων, στον τομέα αυτόν, μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της.
59. Οι απόψεις των διαδίκων σε αυτό το σημείο είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Πράγματι, η Επιτροπή θεωρεί ότι η έκδοση υβριδικών αποφάσεων δύναται να δημιουργήσει συγκεχυμένη κατάσταση όσον αφορά την ανεξάρτητη προσωπικότητα της Ένωσης στις διεθνείς σχέσεις, ενώ το Συμβούλιο θεωρεί ότι οι υβριδικές αποφάσεις αποτελούν έκφραση, σε ανώτατο επίπεδο, της συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών.
60. Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι οι Συνθήκες ρητώς προβλέπουν αμοιβαίο καθήκον καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της (άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ), καθώς και μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (άρθρο 13, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, ΣΕΕ) (36) . Ειδικότερα, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης.
61. Στη συνέχεια, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, όταν ασχολήθηκε με ζητήματα σχετικά με την εξωτερική δράση της Ένωσης, το Δικαστήριο κατ’ επανάληψη τόνισε την απαίτηση η Ένωση να έχει ενιαία εκπροσώπηση στη διεθνή σκηνή (37), καθώς και την ανάγκη να διασφαλίζονται η ενότητα και η συνοχή της δράσεως και εκπροσωπήσεως της Ένωσης στις εξωτερικές σχέσεις της (38) .
62. Οι απαιτήσεις αυτές γίνονται ακόμη πιο πιεστικές όταν ο τομέας μιας συμφωνίας ή μιας συμβάσεως εμπίπτει εν μέρει στην αρμοδιότητα της Ένωσης και εν μέρει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και όταν οι συμφωνίες συνάπτονται ως μεικτές συμφωνίες, όπως στις περιπτώσεις της συμφωνίας προσχωρήσεως και της συμπληρωματικής συμφωνίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η νομολογία έχει επιμείνει ιδιαίτερα στο γεγονός ότι οι εν λόγω απαιτήσεις ενιαίας εκπροσωπήσεως της Ένωσης και διασφαλίσεως της ενότητας και της συνοχής στις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης επιβάλλουν να διασφαλίζεται στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης τόσο κατά τη διαδικασία διαπραγματεύσεως και συνάψεως όσο και κατά την εκτέλεση των αναληφθεισών δεσμεύσεων (39) . Κατά συνέπεια, υπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ της απαιτήσεως ενιαίας εκπροσωπήσεως της Ένωσης στη διεθνή σκηνή και του αμοιβαίου καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας που υπάρχει μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών (40) .
63. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, αφενός, ότι στα θεσμικά όργανα και στα κράτη μέλη απόκειται η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για τη βέλτιστη διασφάλιση μιας τέτοιας συνεργασίας (41) . Αφετέρου, έχει αναγνωρίσει ότι από την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ, απορρέει ότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνουν κατά την άσκηση των προνομιών της Ένωσης, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό ανήκει μόνο στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, και δεν πρέπει να θέτουν εν αμφιβόλω την ικανότητα αυτοτελούς δράσεως της Ένωσης στις εξωτερικές σχέσεις (42) .
ε) Επί της σημασίας της προσβαλλομένης αποφάσεως για τα τρίτα κράτη
64. Η παρούσα υπόθεση θέτει επίσης το ζήτημα της σημασίας των υβριδικών αποφάσεων για τα τρίτα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της διεθνούς συμφωνίας. Πράγματι, το Συμβούλιο και ορισμένες κυβερνήσεις χαρακτηρίζουν αποφάσεις όπως η προσβαλλόμενη απόφαση ως αμιγώς εσωτερικές πράξεις. Εντεύθεν προκύπτει, κατά την άποψή τους, ότι οι πράξεις αυτές δεν προορίζονται να έλθουν σε γνώση τρίτων κρατών και ότι, έτσι, τα κράτη αυτά δεν δίνουν σημασία στον προσδιορισμό των εκδοτών των πράξεων αυτών.
65. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι η Ένωση, όταν εκδίδει μια πράξη, οφείλει να τηρεί το διεθνές δίκαιο στο σύνολό του, περιλαμβανομένου του εθιμικού διεθνούς δικαίου που δεσμεύει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης (43) . Αφετέρου, όταν η Ένωση και τα κράτη μέλη της συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες, είτε μεικτής μορφής είτε όχι, οφείλουν να συμμορφώνονται με το διεθνές δίκαιο, όπως κωδικοποιήθηκε, όσον αφορά τους εθιμικούς κανόνες του δικαίου των συνθηκών, με τις Συμβάσεις της Βιέννης του 1969 και 1986 (44) .
66. Πάντως, ο γενικός κανόνας στο διεθνές δίκαιο είναι ότι τα μέτρα με τα οποία συμβαλλόμενο μέρος εκτελεί, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο ή, στην περίπτωση διεθνούς οργανισμού, σύμφωνα με τους εσωτερικούς του κανόνες οργανώσεως, τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από διεθνή συνθήκη δεν αφορούν, κατ’ αρχήν, τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη (45) .
67. Παρά ταύτα, αφενός, το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει κάποια σημασία, μολονότι περιορισμένη, στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου σχετικά με την αρμοδιότητα συνάψεως συνθηκών, καθώς και στους εσωτερικούς κανόνες διεθνούς οργανισμού (46) . Κατά συνέπεια, η σημασία για τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη αποφάσεως που εκδίδεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 218 ΣΛΕΕ δεν αποκλείεται εντελώς στο διεθνές δίκαιο.
68. Αφετέρου, στην περίπτωση που η συμφωνία συνάπτεται ως μεικτή συμφωνία και έτσι η Ένωση και τα κράτη μέλη της δύνανται να θεωρηθούν μέρη της συμφωνίας, ναι μεν δεσμευόμενα από αυτήν, πλην όμως χωριστά μέρη, οι απαιτήσεις ασφάλειας δικαίου μεταξύ των μερών διεθνούς συμφωνίας, καθώς και το καθήκον καλόπιστης εκτελέσεως των συνθηκών (47), επιβάλλουν, κατά την άποψή μου, το συμπέρασμα ότι η εσωτερική πράξη της Ένωσης με την οποία επιτρέπει μια μεικτή συμφωνία δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι η Ένωση είναι αυτοτελώς συμβαλλόμενο μέρος.
στ) Επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως
69. Εν προκειμένω, ακριβώς υπό το πρίσμα όλων των αρχών που εκτέθηκαν σε προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεών μου και των απαιτήσεων που επισημάνθηκαν εκεί πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προς τούτο, πρέπει πρώτα να εξεταστεί η απόφαση αυτή.
70. Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τους εκδότες της, από τον τίτλο της προσβαλλομένης αποφάσεως και από το πρώτο πράγμα που η ίδια αναφέρει ότι έλαβε υπόψη προκύπτει ότι συνιστά πράξη εκδοθείσα από κοινού από το Συμβούλιο και από τους αντιπροσώπους των κρατών μελών τα οποία συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Στη συνέχεια, όσον αφορά τη νομική βάση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνεται ότι αυτή ρητώς αναφέρει ότι στηρίζεται στο άρθρο 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφοι 5 και 8, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Όλες οι νομικές αυτές βάσεις προβλέπουν την έκδοση πράξεως με ειδική πλειοψηφία. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει καμία άλλη νομική βάση.
71. Στη συνέχεια, όσον αφορά το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τα σημεία 8 έως 10 και 19 των παρουσών προτάσεών μου απορρέει ότι η απόφαση αυτή επιτρέπει τόσο την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή των επίμαχων διεθνών συμφωνιών όσον αφορά την Ένωση όσο και την προσωρινή εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών από τα κράτη μέλη, κατά το μέτρο που επιτρέπεται από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία. Η πράξη αυτή συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία αυτά χωρίς να είναι δυνατόν να διακριθεί σαφώς ποιο μέρος αντιστοιχεί στην απόφαση (υπό την ουσιαστική έννοια) του Συμβουλίου και ποιο μέρος αντιστοιχεί στην απόφαση των αντιπροσώπων των κρατών μελών. Τούτο απορρέει ειδικότερα από τη διατύπωση του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο συγκεντρώνει στην ίδια διάταξη την έγκριση της προσωρινής εφαρμογής των επίμαχων συμφωνιών από την Ένωση και από τα κράτη μέλη.
72. Υπό το πρίσμα του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως και λαμβανομένου υπόψη του τρόπου με τον οποίο είναι δομημένη, διαπιστώνεται ότι τόσο το Συμβούλιο όσο και οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών είχαν συμμετοχή στην έκδοση της αποφάσεως αυτής στο σύνολό της και ως προς όλα τα στοιχεία της. Έτσι, αφενός, οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών είχαν συμμετοχή ως προς το ότι επιτράπηκαν η υπογραφή και η προσωρινή εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών από την Ένωση και, αφετέρου, το Συμβούλιο είχε συμμετοχή ως προς το ότι επιτράπηκε η προσωρινή εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών από τα κράτη μέλη (48) .
73. Επιπλέον, η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τους διαδικαστικούς τύπους που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίοι δείχνουν ότι δεν υπήρξε διαχωρισμός μεταξύ της διαδικασίας εκδόσεως της αποφάσεως της Ένωσης και της διαδικασίας εκδόσεως της διακυβερνητικής πράξεως των κρατών μελών. Πράγματι, μολονότι με τα υπομνήματά τους πλείστα κράτη μέλη επικαλέστηκαν τη δυνατότητα οι δύο ουσιαστικές πτυχές της προσβαλλομένης αποφάσεως να εγκρίθηκαν μετά από χωριστές διαδικασίες ψηφοφορίας, παρά ταύτα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο διευκρίνισε οριστικά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε άπαξ και συναινετικά, μετά από απλοποιημένη διαδικασία χωρίς συζήτηση, και χωρίς ψηφοφορία. Κατά συνέπεια, για τις δύο πτυχές της πράξεως δεν χρησιμοποιήθηκαν χωριστές διαδικασίες λήψεως αποφάσεων, αλλά μία και μόνη διαδικασία.
74. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις με οδηγούν στις ακόλουθες σκέψεις.
75. Πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως υβριδική πράξη, συνιστά πράξη που δεν προβλέπεται στις Συνθήκες. Ειδικότερα, πρόκειται για πράξη την οποία το Συμβούλιο εξέδωσε στο πλαίσιο ενός εκ των σταδίων της διαδικασίας διαπραγματεύσεως και συνάψεως διεθνών συμφωνιών από την Ένωση, αλλά η οποία δεν προβλέπεται από το άρθρο 218 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η πράξη αυτή εκδόθηκε με τη χρησιμοποίηση διαδικασίας που επίσης δεν προβλέπεται από το εν λόγω άρθρο. Πράγματι, όπως τόνισα στο σημείο 48 των παρουσών προτάσεών μου, το άρθρο 218 ΣΛΕΕ δεν προβλέπει κανένα ρόλο για αυτά καθ’ εαυτά τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της διαδικασίας θεσπίσεως των μέτρων που η Ένωση πρέπει να λαμβάνει στα διάφορα στάδια της εκεί προβλεπόμενης διαδικασίας. Κατά συνέπεια, εμπλέκοντας τα κράτη μέλη στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο μονομερώς παρέκκλινε από τη διαδικασία αυτή και εξέδωσε πράξη που δεν προβλέπεται από τις Συνθήκες.
76. Δεύτερον, η εφάπαξ έκδοση της υβριδικής πράξεως με όλες τις αρρήκτως συνδεδεμένες συνιστώσες της είχε ως συνέπεια ότι μόνο μία διαδικασία λήψεως αποφάσεων ακολουθήθηκε για την έκδοσή της, διαδικασία εντός της οποίας δημιουργήθηκε ένα αμάλγαμα μεταξύ της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 218, παράγραφοι 5 και 8, ΣΛΕΕ για την έκδοση πράξεως της Ένωσης με ειδική πλειοψηφία και μιας διαδικασίας ξένης προς το νομικό πλαίσιο της Ένωσης, και μάλιστα για την έκδοση πράξεως μη προβλεπόμενης από τις Συνθήκες, της οποίας η έκδοση απαιτεί κοινή συμφωνία όλων των παρεμβαινόντων κρατών. Άλλωστε, το Συμβούλιο και ορισμένες κυβερνήσεις παραδέχθηκαν ότι οι κανόνες της διαδικασίας εκδόσεως της διακυβερνητικής αποφάσεως βρίσκονται εκτός του νομικού πλαισίου των Συνθηκών.
77. Πάντως, το αμάλγαμα αυτό είχε επίσης ως συνέπεια ότι οι νομικές βάσεις που αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καθόρισαν πραγματικά τον αναγκαίο για την έκδοση της υβριδικής αποφάσεως κανόνα ψηφοφορίας. Πράγματι, μολονότι οι νομικές αυτές βάσεις απαιτούν την έκδοση αποφάσεως με ειδική πλειοψηφία, η υβριδική πράξη, για να εκδοθεί υπό τη μορφή αυτή, απαιτούσε κοινή συμφωνία λόγω της διαμορφώσεώς της ως πράξεως της οποίας οι δύο ουσιαστικές πτυχές συνιστούν ένα αδιάσπαστο όλον. Κατά την άποψή μου, αυτό είχε κατ’ ανάγκη ως συνέπεια ότι η διαδικασία με ειδική πλειοψηφία κατέστη κενή περιεχομένου και ότι ο κανόνας της πλειοψηφίας, ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, διακυβεύθηκε κατά τη νομολογία Διοξείδιο του τιτανίου (49) .
78. Από τις σκέψεις αυτές συνάγεται ότι η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό τη μορφή υβριδικής πράξεως δεν συνάδει με το άρθρο 218, παράγραφοι 2, 5 και 8, ΣΛΕΕ ούτε με τις απαιτήσεις της νομολογίας που παρατέθηκε στα σημεία 47 και 51 έως και 53 των παρουσών προτάσεών μου.
79. Όσον αφορά την τήρηση των κανόνων ψηφοφορίας, πρέπει ακόμη να σημειώσω ότι εδώ δεν πρόκειται για αμφισβήτηση του τρόπου διεξαγωγής των διαδικασιών ψηφοφορίας εντός του Συμβουλίου, του οποίου η οργάνωση εμπίπτει στη δική του σφαίρα αυτονομίας. Το αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως δεν αφορά τη νομιμότητα της απλοποιημένης και χωρίς συζήτηση εσωτερικής διαδικασίας ψηφοφορίας που χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και την οποία ανέφερε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ωστόσο, εν προκειμένω, η απλοποιημένη αυτή διαδικασία χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση αποφάσεως που αποτελούσε αμάλγαμα μεταξύ πράξεως εκδοθείσας σύμφωνα με διαδικασία προβλεπόμενη από τις Συνθήκες και πράξεως ξένης προς το νομικό πλαίσιο της Ένωσης, η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με διαδικασίες επίσης ξένες προς το πλαίσιο αυτό και απαιτούσες για την έκδοσή της ψηφοφορία άλλη από αυτή που απαιτείται για την έκδοση της πράξεως της Ένωσης.
80. Πάντως, νομίζω ότι αποδοχή ενός τέτοιου αμαλγάματος θα μπορούσε να αποτελέσει, παρά τον ενδεχομένως παγιωμένο (50) ή υπολειμματικό (51) χαρακτήρα της πρακτικής, επικίνδυνο προηγούμενο μολύνσεως της αυτοτελούς διαδικασίας λήψεως αποφάσεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ικανό επομένως να προκαλέσει βλάβη στην αυτονομία της Ένωσης ως αυτοτελούς έννομης τάξεως (52), και τούτο έστω και αν, όπως απορρέει από το σημείο 53 των παρουσών προτάσεών μου, η νομολογία του Δικαστηρίου δέχεται μια περιοριστική ερμηνεία ακόμη και όσον αφορά την ανάμειξη των εσωτερικών διαδικασιών της Ένωσης και τη σώρευση νομικών βάσεων (53) .
81. Επιπλέον, δεν νομίζω ότι μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα ότι, εν προκειμένω, δεν παραβιάστηκε ο προβλεπόμενος στο άρθρο 218 ΣΛΕΕ κανόνας ψηφοφορίας, επειδή στην ομοφωνία περιλαμβάνεται πάντοτε η ειδική πλειοψηφία. Κατ’ αρχάς, όπως παρατήρησα στα σημεία 76 και 77 των παρουσών προτάσεών μου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε με ομοφωνία και σύμφωνα με προβλεπόμενη —και οριοθετημένη— από τις Συνθήκες διαδικασία, αλλά εκδόθηκε σύμφωνα με διαδικασία και κανόνα ψηφοφορίας που βρίσκονται εκτός του πλαισίου των Συνθηκών. Επιπλέον, η διαπίστωση αυτή αποκλείει το ότι το Συμβούλιο μπορούσε να χρησιμοποιήσει το άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως υποστηρίζει η Φινλανδική Κυβέρνηση. Στη συνέχεια, όπως σωστά έχει σημειώσει η γενική εισαγγελέας E. Sharpston, μια απόφαση σχετικά με την οποία ουδείς εναντιώνεται δεν είναι αναγκαστικά η ίδια με απόφαση σχετικά με την οποία δύναται να συμφωνήσει μια ειδική πλειοψηφία, εφόσον το περιεχόμενο αποφάσεως ικανής να συγκεντρώσει ειδική πλειοψηφία ενδέχεται να πρέπει να γίνει πιο απαλό για να μπορέσει να εγκριθεί ομόφωνα ή χωρίς την παραμικρή εναντίωση (54) .
82. Όσο για την επίκληση της αρχής της αυτονομίας, από τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στο σημείο 56 των παρουσών προτάσεών μου προκύπτει ότι η αρχή αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει παρέκκλιση από τις διαδικασίες που προβλέπονται στις Συνθήκες. Το Συμβούλιο, μολονότι είναι ελεύθερο να οργανώνει την εσωτερική λειτουργία του και τους τρόπους εκδόσεως των αποφάσεών του, παρά ταύτα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει εναλλακτικές διαδικασίες ή να μεταβάλει τους κανόνες ψηφοφορίας που προβλέπουν οι Συνθήκες. Στην πραγματικότητα, υπό το πρίσμα όσων εξέθεσα στο σημείο 57 των παρουσών προτάσεών μου, διερωτώμαι ακόμη και αν η αρχή της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων παραβιάστηκε με την αποδοχή της συμμετοχής των κρατών μελών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων θεσμικού οργάνου της Ένωσης.
83. Μήπως όμως η έκδοση υβριδικής αποφάσεως ήταν η αναγκαία συνέπεια της μεικτής φύσεως των διεθνών συμφωνιών που βρίσκονταν πίσω από την απόφαση αυτή; Μήπως η έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως ήταν αναγκαία για να διασφαλιστεί η ενιαία εκπροσώπηση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή; Δεν έχω πειστεί για αυτά.
84. Πρώτον, είναι αληθές ότι η έκδοση κοινής αποφάσεως αποτελεί την πιο στενή μορφή συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της και ότι, στην περίπτωση της συνάψεως μεικτών συμφωνιών, το Δικαστήριο έχει τονίσει ειδικά την ανάγκη τέτοιας στενής συνεργασίας. Ωστόσο, αφενός, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί σωστά (55), η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, από την οποία, όπως εκτέθηκε στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεών μου, απορρέει το καθήκον στενής συνεργασίας, δεν δύναται να τύχει επικλήσεως για να δικαιολογηθεί παραβίαση των διαδικαστικών κανόνων. Έτσι, η στενή συνεργασία μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της στο πλαίσιο των μεικτών συμφωνιών πρέπει να λαμβάνει χώρα τηρουμένων των κανόνων που τίθενται από τις Συνθήκες.
85. Η παρέμβαση των κρατών μελών ως τέτοιων στη διαδικασία της Ένωσης δεν ήταν αναγκαία ούτε για την υπογραφή της συμφωνίας εξ ονόματος της Ένωσης ούτε για την προσωρινή εφαρμογή της από την Ένωση. Το Συμβούλιο, επιτρέποντας στα κράτη μέλη να παρέμβουν στην απόφαση της Ένωσης, δεν υπηρέτησε τα συμφέροντα των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ, όπως υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αλλά αντιθέτως επέτρεψε σε αυτά να παρέμβουν κατά την άσκηση των προνομιών της Ένωσης, αμφισβητώντας την ικανότητα αυτόνομης δράσεως της Ένωσης στις εξωτερικές σχέσεις, κατά παράβαση της νομολογίας που παρατέθηκε στο σημείο 63 των παρουσών προτάσεών μου.
86. Πράγματι, η παρέμβαση αυτή δύναται να αφήσει να νοηθεί ότι η Ένωση δεν έχει την εξουσία να λαμβάνει μόνη την απόφαση υπογραφής και προσωρινής εφαρμογής διεθνών συμφωνιών στους τομείς στους οποίους ασκεί τις δικές της αρμοδιότητες που της έχουν παράσχει τα κράτη μέλη. Η προσέγγιση αυτή, πόρρω απέχουσα από το να δυναμώσει τη διεθνή εικόνα της Ένωσης, κατά την άποψή μου δύναται να αποδυναμώνει την Ένωση ως αξιόπιστο παίκτη στη διεθνή σκηνή, αποκρύπτοντας την ανεξάρτητη και αυτόνομη διεθνή της προσωπικότητα.
87. Επομένως, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο υπερέβη, κατ’ εμέ, τα όρια των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί από τις Συνθήκες και ενήργησε σε αντίθεση με τους σκοπούς των Συνθηκών, κατά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ (56) .
88. Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι το ίδιο το Συμβούλιο δέχθηκε ότι υπάρχουν λύσεις εναλλακτικές της εκδόσεως υβριδικής αποφάσεως, όπως η ταυτόχρονη έκδοση δύο χωριστών αποφάσεων, μιας του Συμβουλίου και άλλης των αντιπροσώπων των κρατών μελών (57) . Το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη διατείνονται όμως ότι η λύση αυτή σαφώς ήταν λιγότερο ελκυστική, επειδή ήταν λιγότερο αποτελεσματική και μπορούσε να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα πρακτικής φύσεως, ιδίως σχετικά με την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων όταν, όπως συνήθως συμβαίνει με τις συμφωνίες στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, η συμφωνία δημιουργεί ένα αδιαίρετο σύνολο, οπότε οι αρμοδιότητες της Ένωσης και εκείνες των κρατών μελών συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους.
89. Συναφώς, παρατηρώ κατ’ αρχάς ότι λόγοι αποτελεσματικότητας ή ευκολίας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν παράβαση των διαδικασιών που προβλέπονται από τις Συνθήκες. Το διαδικαστικό πλαίσιο για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών της Ένωσης θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας η οποία, μεταξύ άλλων, εισήγαγε ως γενικό κανόνα τον κανόνα της ειδικής πλειοψηφίας. Τα κράτη μέλη ενέκριναν και επικύρωσαν τη Συνθήκη αυτή, και δεσμεύονται από αυτήν. Δεν μπορούν να παρακάμψουν ή να αγνοήσουν, βάσει φερόμενων λόγων σκοπιμότητας ή αποτελεσματικότητας, κανόνες που τα ίδια θέσπισαν.
90. Πάντως, το νομικό ζήτημα που τίθεται στην παρούσα υπόθεση δεν συνδέεται, κατά την άποψή μου, με το γεγονός ότι οι δύο αποφάσεις εκδόθηκαν κατόπιν συντονισμού τους και μάλιστα περιελήφθησαν σε τυπικώς ενιαία πράξη. Εκείνο που δημιουργεί πρόβλημα, κατά την άποψή μου, είναι η υβριδική φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία είχε ως συνέπεια ότι το Συμβούλιο επέτρεψε να περιληφθεί στη διαδικασία εκδόσεως πράξεως της Ένωσης ένα εξωγενές στοιχείο το οποίο την παραμόρφωσε και, επιπλέον, το Συμβούλιο μετέσχε στην έκδοση πράξεως μη εμπίπτουσας στην αρμοδιότητά του, δηλαδή αποφάσεως επιτρέπουσας στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν προσωρινά τις επίμαχες συμφωνίες. Πάντως, στο μέτρο που από απόφαση του Συμβουλίου εκδοθείσα κατά το άρθρο 218 ΣΛΕΕ θα προέκυπτε σαφώς ότι οι διαδικασίες της Ένωσης, και ιδίως αυτές περί ψηφοφορίας, τηρήθηκαν και ότι η Ένωση, όσον αφορά τις αρμοδιότητές της, εξέδωσε δική της απόφαση ως αξιόπιστος παίκτης στη διεθνή σκηνή, δεν θα είχα καμία αντίρρηση η απόφαση αυτή και μια διακυβερνητική απόφαση των κρατών μελών που εκδόθηκαν σε συντονισμό μεταξύ τους να περιλαμβάνονται σε τυπικώς ενιαία πράξη.
91. Όσον αφορά, στη συνέχεια, το ζήτημα του αδιαίρετου χαρακτήρα των αρμοδιοτήτων, μολονότι το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι, σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, το καθήκον στενής συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών επιβάλλεται κατά τρόπο ιδιαίτερα επιτακτικό (58), παρά ταύτα το Συμβούλιο δεν εξηγεί γιατί στην περίπτωση που θα εκδίδονταν δύο συντονισμένες μεταξύ τους αποφάσεις —δηλαδή μία του Συμβουλίου σχετικά με την προσωρινή εφαρμογή της μεικτής συμφωνίας από την Ένωση, στο μέτρο που η Ένωση είναι αρμόδια, και άλλη των αντιπροσώπων των κρατών μελών σχετικά με την προσωρινή εφαρμογή της ίδιας μεικτής συμφωνίας, στο μέτρο που η ρυθμιζόμενη ύλη από τη συμφωνία αυτή εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους— θα ήταν αναγκαίο να διευκρινιστεί εκ συστήματος ποια μέρη της συμφωνίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης και ποια εμπίπτουν σε αυτήν των κρατών μελών. Επιπλέον, σημειώνω ότι μια τέτοια διευκρίνιση δεν περιέχεται στην υβριδική απόφαση.
92. Τέλος, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζουν το Συμβούλιο και ορισμένες κυβερνήσεις, οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά το άρθρο 218, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ δεν έχουν αποκλειστικά εσωτερικό περιεχόμενο. Το γεγονός ότι κοινοποιήθηκαν στα συμβαλλόμενα μέρη και ότι δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύει ότι οι αποφάσεις αυτές προορίζονται να έλθουν σε γνώση των άλλων μερών της διεθνούς συμφωνίας και σε γνώση τρίτων εν γένει. Επομένως, κατά το μέτρο που, όπως παρατήρησα στο σημείο 86 των παρουσών προτάσεών μου, η έκδοση τέτοιων αποφάσεων ως υβριδικών δύναται να αποκρύψει την ανεξάρτητη διεθνή προσωπικότητα της Ένωσης ενώ η τελευταία αποτελεί αυτοτελές μέρος της μεικτής συμφωνίας, η έκδοση αυτή είναι κατά την άποψή μου επίσης ικανή να δημιουργήσει προβλήματα ασφάλειας δικαίου στις σχέσεις μεταξύ των μερών της διεθνούς συμφωνίας.
ζ) Συμπέρασμα
93. Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας ως υβριδική την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέβη το άρθρο 218, παράγραφοι 2, 5 και 8, ΣΛΕΕ και ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί από τις Συνθήκες και, επομένως, κατά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα.
Γ — Επί της διατηρήσεως των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας αποφάσεως
94. Σύμφωνα με την επιθυμία των διαδίκων και για να αποφευχθεί κάθε αρνητική συνέπεια στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των τρίτων κρατών που είναι μέρη στις συμφωνίες των οποίων η υπογραφή και η προσωρινή εφαρμογή έχουν ήδη αποφασιστεί με την προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρώ ότι πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα των διαδίκων να ασκήσει το Δικαστήριο την κατά το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δυνατότητα να διατηρήσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρωθείσας αποφάσεως μέχρι την έκδοση νέας αποφάσεως.
IV – Επί των δικαστικών εξόδων
95. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Το Συμβούλιο, επειδή ηττήθηκε και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, οι παρεμβαίνοντες στην παρούσα δίκη θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.
V – Πρόταση
96. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:
«1) Ακυρώνει την απόφαση 2011/708/ΕΕ του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2011, σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης, και την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ, ως πρώτου μέρους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως δεύτερου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως τρίτου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τέταρτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας, και σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης, και την προσωρινή εφαρμογή της συμπληρωματικής συμφωνίας μεταξύ, ως πρώτου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως δεύτερου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τρίτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας για την εφαρμογή της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ, ως πρώτου μέρους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως δεύτερου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως τρίτου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τέταρτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας.
2) Τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2011/708 διατηρούνται μέχρι την έκδοση νέας αποφάσεως.
3) Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.
4) Η Τσεχική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.»
(1) .
(2) — Απόφαση του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2011, σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης, και την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ, ως πρώτου μέρους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως δεύτερου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως τρίτου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τέταρτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας, και σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης, και την προσωρινή εφαρμογή της συμπληρωματικής συμφωνίας μεταξύ, ως πρώτου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως δεύτερου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τρίτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας, για την εφαρμογή της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ, ως πρώτου μέρους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως δεύτερου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως τρίτου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τέταρτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας (ΕΕ L 283, σ. 1).
(3) — ΕΕ 2007, L 134, σ. 4.
(4) — Τροποποιητικό πρωτόκολλο της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου, το οποίο υπεγράφη στις 25 και 30 Απριλίου 2007 (ΕΕ 2010, L 223, σ. 3).
(5) — Κατά τη διάταξη αυτή, «[τ]ο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μπορούν να θεσπίζουν κατάλληλες διατάξεις για τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές. […]».
(6) — Κατά τη διάταξη αυτή, «[τ]ο Συμβούλιο, μετά από πρόταση του διαπραγματευτή, εκδίδει απόφαση που επιτρέπει την υπογραφή της συμφωνίας και, ενδεχομένως, την προσωρινή της εφαρμογή πριν να τεθεί σε ισχύ».
(7) — Κατά το άρθρο 218, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[κ]αθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία».
(8) — Απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑114/12, EU:C:2014:2151, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
(9) — Όπ.π. (σκέψεις 40 και 41).
(10) — Βλ., στο ίδιο πνεύμα, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (45/86, EU:C:1987:163, σκέψη 3). Ειδικότερα, η ευνοϊκή μεταχείριση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης στηρίζεται στον ρόλο τους προστασίας της έννομης τάξεως της Ένωσης, από τον οποίο προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα δεν έχουν συμφέροντα χωριστά από τα συμφέροντα της ίδιας της Ένωσης.
(11) — Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, «[κ]άθε θεσμικό όργανο δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους προβλέπουν. Τα θεσμικά όργανα συνεργάζονται μεταξύ τους καλή τη πίστει».
(12) — Με τα υπομνήματά της, η Επιτροπή εξήγησε ότι, δοθέντος ότι οι δύο επίμαχες συμφωνίες αφορούν απλώς την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας στη συμφωνία αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Ηνωμένων Πολιτειών που είχε ήδη συναφθεί με τη μορφή μεικτής συμφωνίας, δεν θέλει να αμφισβητήσει τον μεικτό χαρακτήρα των συμφωνιών αυτών, προκειμένου να αποφύγει τη δημιουργία νομικής και πολιτικής αβεβαιότητας στις σχέσεις της Ένωσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
(13) — Προηγουμένως διάφορες διατάξεις των Συνθηκών έθεταν διαφορετικούς διαδικαστικούς κανόνες σχετικά με τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών ανάλογα με το αν οι συμφωνίες αυτές συνάπτονταν στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα (άρθρο 300 ΕΚ) ή στο πλαίσιο του δευτέρου ή του τρίτου πυλώνα (αντιστοίχως άρθρα 24 ΕΕ και 38 ΕΕ).
(14) — Όπως το άρθρο 207 ΣΛΕΕ ή το άρθρο 219 ΣΛΕΕ.
(15) — Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑27/04, EU:C:2004:436, σκέψη 81). Στα υπομνήματά του, το Συμβούλιο αμφισβητεί τη δυνατότητα εφαρμογής της αποφάσεως αυτής στην παρούσα υπόθεση εφόσον αφορά διαφορετική κατάσταση, δηλαδή μια περίπτωση όπου το Συμβούλιο δεν εξέδωσε σχεδιαζόμενη πράξη και σε τομέα άλλον από αυτόν των διεθνών σχέσεων της Ένωσης. Συναφώς, θεωρώ όμως ότι οι διακηρύξεις αρχής που έγιναν από το Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη έχουν γενική εφαρμογή κάθε φορά που, όπως στην περίπτωση του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, στις Συνθήκες περιέχονται συγκεκριμένες διατάξεις σχετικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε ορισμένους τομείς.
(16) — Πρόκειται, αφενός, για τη συμφωνία για την προσχώρηση της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, συμφωνία την οποία αφορά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 218, παράγραφος 8, ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, τη δυνατότητα να ζητηθεί προηγούμενη γνωμοδότηση του Δικαστηρίου, βάσει της παραγράφου 11 του ίδιου άρθρου.
(17) — Βλ., στο ίδιο πνεύμα, επίσης προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑114/12, EU:C:2014:224, σημείο 174).
(18) — Στο ίδιο πνεύμα, όπ.π. (σημείο 171).
(19) — Απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑370/07, EU:C:2009:590, σκέψεις 39, 48 και 49).
(20) — Βλ. αποφάσεις Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (68/86, EU:C:1988:85, σκέψη 38), και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑133/06, EU:C:2008:257, σκέψη 54).
(21) — Βλ. απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (EU:C:2008:257, σκέψεις 55 και 56).
(22) — Όπ.π. (σκέψη 57), και απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑70/88, EU:C:1990:217, σκέψη 22). Βλ., επίσης, άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ.
(23) — Αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑164/97 και C‑165/97, EU:C:1999:99, σκέψη 14)· Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑338/01, EU:C:2004:253, σκέψη 57), και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑130/10, EU:C:2012:472, σκέψεις 45 επ. και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
(24) — Απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, λεγόμενη «Διοξείδιο του τιτανίου» (C‑300/89, EU:C:1991:244, και ειδικότερα σκέψεις 17 έως 21).
(25) — Βλ., ειδικότερα, οδηγία 89/428/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1989, για τον καθορισμό των τρόπων εναρμονίσεως των προγραμμάτων μειώσεως της ρυπάνσεως που προκαλούν τα απόβλητα της βιομηχανίας διοξειδίου του τιτανίου με προοπτική την εξάλειψή της (ΕΕ L 201, σ. 56).
(26) — Το άρθρο αυτό απαιτούσε, για τις δράσεις στον τομέα του περιβάλλοντος, ομοφωνία εντός του Συμβουλίου, κατόπιν απλής διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο.
(27) — Το άρθρο αυτό, που στην ουσία αντιστοιχεί στο νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ, προέβλεπε την εφαρμογή της διαδικασίας συνεργασίας με το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο της οποίας το Συμβούλιο αποφαινόταν με ειδική πλειοψηφία.
(28) — Βλ. σκέψεις 16 έως 20 της εν λόγω αποφάσεως. Στη σκέψη 21 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι θα παραβιάζονταν οι προνομίες του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις που παρατίθενται στην επόμενη υποσημείωση των παρουσών προτάσεών μου, η παραβίαση των προνομιών του Κοινοβουλίου δεν αποτελεί, κατά τη νομολογία, αναγκαία προϋπόθεση για τη διαπίστωση της ασυμβατότητας των νομικών βάσεων, δεδομένου ότι ο αλληλοαποκλειόμενος χαρακτήρας των κανόνων ψηφοφορίας αποτελεί επαρκή προϋπόθεση προς τούτο.
(29) — Σε άλλες υποθέσεις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι δύο επίμαχες νομικές βάσεις ήσαν ασύμβατες κατά το μέτρο που απαιτούνταν ομοφωνία για την έκδοση πράξεως με έρεισμα τη μια νομική βάση, ενώ αρκούσε ειδική πλειοψηφία για να μπορέσει μια πράξη να εκδοθεί εγκύρως με έρεισμα την άλλη νομική βάση. Βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Συμβουλίου (EU:C:2004:253, σκέψη 58), και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (EU:C:2012:472, σκέψεις 47 και 48).
(30) — Βλ., μεταξύ άλλων, όσον αφορά το Κοινοβούλιο, άρθρο 232 ΣΛΕΕ· όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, άρθρο 235, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ· όσον αφορά το Συμβούλιο, άρθρο 240, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και, όσον αφορά την Επιτροπή, άρθρο 249, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
(31) — Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την αρχή της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων σχετικά με διάφορες πτυχές των δραστηριοτήτων τους· για παράδειγμα, όσον αφορά την επιλογή των μονίμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού τους, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση AB (C‑288/04, EU:C:2005:526, σκέψεις 26 και 30) ή, στο πλαίσιο της αποκαταστάσεως των ζημιών που προκλήθηκαν από τα θεσμικά όργανα και από τους υπαλλήλους τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, απόφαση Sayag (9/69, EU:C:1969:37, σκέψεις 5 και 6).
(32) — Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L.A. Geelhoed στην υπόθεση Betriebsrat der Vertretung der Europäischen Kommission in Österreich (C‑165/01, EU:C:2003:224, σημείο 98) και στην υπόθεση AB (C‑288/04, EU:C:2005:262, σημείο 23).
(33) — Βλ. εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου, ο οποίος αποτελεί παράρτημα της αποφάσεως 2009/937/ΕΕ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (ΕΕ L 325, σ. 36), όπως τροποποιήθηκε αργότερα.
(34) — Βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου (230/81, EU:C:1983:32, σκέψη 38).
(35) — Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L.A. Geelhoed στην υπόθεση Betriebsrat der Vertretung der Europäischen Kommission in Österreich (EU:C:2003:224, σημείο 98) και στην υπόθεση AB (EU:C:2005:262, σημείο 23).
(36) — Βλ., συναφώς, απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συ μβουλίου (C‑65/93, EU:C:1995:91, σκέψεις 23, 27 και 28).
(37) — Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδοτήσεις 2/91 (EU:C:1993:106, σκέψη 36) και 1/94 (EU:C:1994:384, σκέψη 108), και απόφαση Επιτροπή κατά Σουηδίας (C‑246/07, EU:C:2010:203, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
(38) — Αποφάσεις Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑266/03, EU:C:2005:341, σκέψη 60)· Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑433/03, EU:C:2005:462, σκέψη 66), και Επιτροπή κατά Σουηδίας (EU:C:2010:203, σκέψη 75).
(39) — Βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Επιτροπή κατά Σουηδίας (EU:C:2010:203, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
(40) — Βλ., συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑459/03, EU:C:2006:345, σκέψεις 173 και 174), και Επιτροπή κατά Σουηδίας (EU:C:2010:203, σκέψεις 69 έως 71 και 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
(41) — Βλ., συναφώς, γνωμοδότηση 2/91 (EU:C:1993:106, σκέψη 38), και απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑25/94, EU:C:1996:114, σκέψη 48).
(42) — Βλ., στο ίδιο πνεύμα, διάσκεμμα 1/78 (Συλλογή 1978 [ξενόγλωσσες εκδόσεις], σ. 2151, σκέψη 33), σε συνδυασμό με το άρθρο 192 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, του οποίου το κείμενο στην ουσία αντιστοιχεί στο άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ.
(43) — Απόφαση Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
(44) — Σύμβαση της Βιέννης, της 23ης Μαΐου 1969, για το δίκαιο των συνθηκών ( Recueil des traités des Nations Unies , τόμος 1155, σ. 331) και Σύμβαση της Βιέννης, της 21ης Μαρτίου 1986, για το δίκαιο των συνθηκών μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών (A/CONF.129/15).
(45) — Πράγματι, από το άρθρο 27 των λεγομένων Συμβάσεων της Βιέννης του 1969 και του 1986 προκύπτει ότι συμβαλλόμενο μέρος σε συνθήκη δεν δύναται να επικαλεστεί τις εσωτερικού δικαίου διατάξεις του —ή, στην περίπτωση διεθνούς οργανισμού, τους κανόνες του οργανισμού— ως δικαιολογία για τη μη εκτέλεση της συνθήκης. Ο κανόνας αυτός όμως δεν θίγει το άρθρο 46 των δύο αυτών Συμβάσεων (βλ. επόμενη υποσημείωση).
(46) — Κατά το άρθρο 46 των ίδιων Συμβάσεων της Βιέννης του 1969 και του 1986, παραβίαση του εσωτερικού δικαίου το οποίο αφορά την αρμοδιότητα συνομολογήσεως συνθηκών αποκτά σημασία μόνον αν η παραβίαση των επίμαχων κανόνων είναι έκδηλη ή αν η παραβίαση αφορά κανόνα εσωτερικού δικαίου θεμελιώδους σημασίας. Βλ., επίσης, άρθρο 5 των εν λόγω Συμβάσεων.
(47) — Βλ. τα αντίστοιχα άρθρα 26 των Συμβάσεων της Βιέννης του 1969 και του 1986.
(48) — Το Δικαστήριο ερμήνευσε με τον ίδιο τρόπο υβριδική απόφαση του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κρατών μελών τα οποία συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, κατά την ανάλυση του παραδεκτού της προσφυγής στην απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (EU:C:2014:2151, σκέψη 41).
(49) — Το Συμβούλιο και ορισμένες παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις αμφισβητούν τη δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω νομολογίας Διοξείδιο του τιτανίου (EU:C:1991:244) στην προκειμένη περίπτωση. Συναφώς, θεωρώ ότι είναι αλήθεια ότι η υπόθεση Διοξείδιο του τιτανίου και η παρούσα υπόθεση διαφέρουν κατά το ότι η πρώτη αφορούσε την εφαρμογή δύο νομικών βάσεων του δικαίου της Ένωσης, ενώ, στη δεύτερη υπόθεση, για τη διακυβερνητική συνιστώσα της υβριδικής αποφάσεως δεν είναι αναγκαία νομική βάση δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, θεωρώ ότι οι διατυπωθείσες στην απόφαση εκείνη (βλ. σημείο 53 των παρουσών προτάσεών μου) νομολογιακές αρχές μπορούν αναμφισβήτητα να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία, και μάλιστα κατά μείζονα λόγο, σε μια περίπτωση όπως η παρούσα η οποία αφορά ένα αμάλγαμα όχι μεταξύ δύο εσωτερικών διαδικασιών της Ένωσης, αλλά μεταξύ μιας διαδικασίας της Ένωσης και μιας διαδικασίας ξένης προς το νομικό πλαίσιο της Ένωσης.
(50) — Το γεγονός του οποίου έγινε επίκληση από το Συμβούλιο ότι η έκδοση υβριδικών αποφάσεων αποτελεί παγιωμένη πρακτική, ειδικά στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, ακόμη και μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, δεν μπορεί ούτε να δικαιολογήσει ούτε να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως εφόσον, κατά πάγια νομολογία, απλή πρακτική του Συμβουλίου δεν δύναται να παρεκκλίνει από τους κανόνες της Συνθήκης (βλ. γνωμοδότηση 1/08, EU:C:2009:739, σκέψη 172, και απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, EU:C:2009:590, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
(51) — Δεν αποτελεί δικαιολογία για την τήρηση παράνομης πρακτικής το γεγονός, που τονίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η έκδοση υβριδικών πράξεων συνιστά πρακτική σχεδόν υπολειμματικής φύσεως χρησιμοποιούμενη ειδικά στον τομέα της αεροπλοΐας, όταν προδήλως δεν υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ των παρεμβαινόντων στη διαδικασία (κρατών μελών και θεσμικών οργάνων). Άλλωστε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προέκυψε ότι η εφαρμογή της πρακτικής αυτής δεν περιορίζεται αναγκαστικά στις περιπτώσεις αυτές.
(52) — Επί της αυτονομίας της έννομης τάξεως της Ένωσης, βλ. απόφαση Costa (6/64, EU:C:1964:66, σ. 1158), και γνωμοδότηση 2/13 (EU:C:2014:2454, σκέψεις 174, 183 και 201 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
(53) — Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από πλείονα κράτη μέλη, υποστηρίζει ότι ο συνδυασμός διαφορετικών κανόνων ψηφοφορίας είναι συνηθισμένο πράγμα στο Συμβούλιο και ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί τον συνδυασμό διαφορετικών κανόνων ψηφοφορίας εντός του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο αναφέρει τις αποφάσεις Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψεις 211 έως 214), και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑166/07, EU:C:2009:499, σκέψη 69). Ωστόσο, η νομολογία αυτή, η οποία αφορά μόνο τη χρησιμοποίηση του άρθρου της Συνθήκης το οποίο αντιστοιχεί στο νυν άρθρο 352 ΣΛΕΕ, ουδόλως αναιρεί τη νομολογιακή αρχή που εκτέθηκε στο σημείο 53 των παρουσών προτάσεών μου σύμφωνα με την οποία η σώρευση νομικών βάσεων αποκλείεται όταν οι εκεί προβλεπόμενες διαδικασίες είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν τίθεται καν ζήτημα συμβατότητας μεταξύ δύο διαφορετικών νομικών βάσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών της Ένωσης, αλλά το ζήτημα είναι ένα αμάλγαμα μεταξύ μιας πράξεως της Ένωσης και μιας πράξεως που εκδόθηκε εξ ολοκλήρου εκτός των διαδικασιών της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν διαφορετικού κανόνα ψηφοφορίας. Επομένως, η εν λόγω νομολογιακή αρχή, κατά την άποψή μου, έχει κατά μείζονα λόγο εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.
(54) — Βλ., στο ίδιο πνεύμα, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (EU:C:2014:224, σημείο 189).
(55) — Στο ίδιο πνεύμα, όπ.π. (σημείο 195).
(56) — Συναφώς, οφείλω να προσθέσω ότι δεν έχω πειστεί για την υποστηριζόμενη από την Επιτροπή δυνατότητα να διαμορφωθεί καθήκον συνεργασίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης με την Ένωση αυτή καθ’ εαυτήν. Πράγματι, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αποτελούν μέρος της Ένωσης, και επομένως συνιστούν αυτή ταύτη την Ένωση. Νομίζω ότι η διαμόρφωση ενός τέτοιου καθήκοντος συνεργασίας θα αντιστοιχούσε με την αποδοχή καθήκοντος συνεργασίας κάποιου με τον εαυτόν του. Αντιθέτως, νομίζω ότι οι συμπεριφορές που κατά την Επιτροπή θα αποτελούσαν παράβαση του καθήκοντος συνεργασίας του Συμβουλίου με την Ένωση θα μπορούν να χαρακτηριστούν ως παραβίαση της αρχής της συνεργασίας μεταξύ θεσμικών οργάνων ή/και παράβαση της υποχρεώσεως δράσεως προς το συμφέρον της Ένωσης, σύμφωνα με τους σκοπούς που προβλέπονται από αυτήν, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ.
(57) — Δεν νομίζω ότι είναι αναγκαίο, για τη λύση της παρούσας διαφοράς, να εξεταστεί το ζήτημα, μολονότι είναι πολύ ευαίσθητο, που τέθηκε από την Επιτροπή, σχετικά με τη δυνατότητα να διασφαλιστεί εν προκειμένω η προσωρινή εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών με απόφαση μόνο του Συμβουλίου, παρά τον μεικτό χαρακτήρα των συμφωνιών που βρίσκονται πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, το ζήτημα αυτό δεν επηρεάζει, κατά την άποψή μου, τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αφήνει όμως ανοικτά διάφορα νομικά ζητήματα που σαφώς ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Το Συμβούλιο εξήγησε με τα υπομνήματά του ότι ουδέποτε είχε την πολιτική βούληση να εκδώσει απόφαση που να επιτρέπει στην Ένωση να ασκεί πλήρως τη δυνητική της αρμοδιότητα, και τούτο ούτε καν στο επίπεδο της προσωρινής εφαρμογής των συμφωνιών. Μια τέτοια όμως επιλογή πολιτικού χαρακτήρα δημιουργεί αναπόφευκτα ορισμένο βαθμό νομικής αβεβαιότητας σχετικά με τη δυνατότητα προσωρινής εφαρμογής των διεθνών συμφωνιών στα κράτη μέλη όπου η προσωρινή εφαρμογή των διεθνών συνθηκών δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή ή υπόκειται στην εφαρμογή κανόνων του εσωτερικού δικαίου. Μολονότι έχω επίγνωση της ευαισθησίας του ζητήματος αυτού, το οποίο ενδέχεται να αγγίζει τις προνομίες των εθνικών κοινοβουλίων, παρά ταύτα διερωτώμαι αν η σχεδιαζόμενη από την Επιτροπή λύση —η οποία συνίσταται στο να διασφαλίζεται από την Ένωση η προσωρινή εφαρμογή των συμφωνιών, στο μέτρο που αυτή εμπίπτει στις αρμοδιότητές της— θα ήταν νομικώς προτιμητέα. Πράγματι, η προσωρινή εφαρμογή «διά της διοικητικής οδού» των εν λόγω συμφωνιών, την οποία ανέφεραν το Συμβούλιο και ορισμένα κράτη μέλη, που θα ελάμβανε χώρα στα κράτη μέλη όπου η προσωρινή εφαρμογή των διεθνών συμφωνιών είναι προβληματική, φαίνεται να θέτει ούτως ή άλλως προβλήματα συμφωνίας με τις συνταγματικές απαιτήσεις αυτών των κρατών μελών.
(58) — Βλ. γνωμοδότηση 1/94 (EU:C:1994:384, σκέψη 109).
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PAOLO MENGOZZI
της 29ης Ιανουαρίου 2015 ( 1 )
Υπόθεση C‑28/12
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
κατά
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
«Προσφυγή ακυρώσεως — Άρθρο 218 ΣΛΕΕ — Απόφαση σχετικά με την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή διεθνών συμφωνιών — Υβριδική απόφαση του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών — Εναλλακτική διαδικασία — Κανόνες ψηφοφορίας — Υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας — Αρχή της οργανωτικής αυτονομίας των θεσμικών οργάνων — Ενιαία εκπροσώπηση της Ένωσης»
1. |
Κατόπιν της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, μήπως το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να εκδώσουν από κοινού αποφάσεις (λεγόμενες μεικτές ή υβριδικές) προκειμένου να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στο πλαίσιο των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας διαπραγματεύσεως και συνάψεως διεθνών συμφωνιών, όπως η διαδικασία αυτή ορίζεται στο άρθρο 218 ΣΛΕΕ; Μήπως το αμάλγαμα μεταξύ μιας πράξεως της Ένωσης, όπως είναι μια απόφαση του Συμβουλίου η οποία, στον τομέα των διεθνών συμφωνιών, πρέπει να λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία, και μιας πράξεως διακυβερνητικής φύσεως, η οποία εξ ορισμού πρέπει να λαμβάνεται από όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη, είναι επιτρεπτό από το δίκαιο της Ένωσης, ειδικά στην περίπτωση της διαπραγματεύσεως και συνάψεως μεικτών συμφωνιών; Ποιους ρόλους διαδραματίζουν στο πλαίσιο αυτό η απαίτηση ενιαίας εκπροσωπήσεως της Ένωσης σε διεθνές επίπεδο, το συναφές καθήκον στενής συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, η απαίτηση ασφάλειας δικαίου στο διεθνές δίκαιο για τα συμβαλλόμενα μέρη των μεικτών συμφωνιών που συνάπτονται με την Ένωση και τα κράτη μέλη της, καθώς και η αρχή της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης; |
2. |
Αυτά είναι στην ουσία τα ζητήματα που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση, όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως 2011/708/ΕΕ, η οποία εκδόθηκε στις 16 Ιουνίου 2011 από το Συμβούλιο και τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου ( 2 ) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), σχετικά με την υπογραφή εξ ονόματος της Ένωσης και την προσωρινή εφαρμογή από την Ένωση και από τα κράτη μέλη της δύο διεθνών συμφωνιών στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών. |
3. |
Μολονότι, εκ πρώτης όψεως, η παρούσα υπόθεση φαίνεται να είναι κυρίως διαδικαστικής φύσεως, η εμβέλειά της υπερβαίνει στην πραγματικότητα τα απλά διαδικαστικά ζητήματα. Πράγματι, η υπόθεση αυτή αφορά ευαίσθητα ζητήματα σχετικά με την άσκηση των εξωτερικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Επομένως, με τη λύση την οποία θα βρει, το Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί σε στάθμιση των διαφόρων απαιτήσεων που εμπλέκονται στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική διάσταση της πρακτικής λειτουργίας τόσο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων όσο και της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης. |
I – Το ιστορικό της ένδικης διαφοράς
4. |
Στις 25 και 30 Απριλίου 2007, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη της, αφενός, και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αφετέρου, συνήψαν συμφωνία αεροπορικών μεταφορών ( 3 ), η οποία στη συνέχεια τροποποιήθηκε με πρωτόκολλο που υπεγράφη στο Λουξεμβούργο στις 24 Ιουνίου 2010 ( 4 ) (στο εξής: συμφωνία αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Ηνωμένων Πολιτειών). Η συμφωνία αυτή είχε ως σκοπό, μεταξύ άλλων, να δώσει ώθηση στον τομέα των διεθνών αεροπορικών μεταφορών με το άνοιγμα των αγορών και τη μεγιστοποίηση των πλεονεκτημάτων για τους καταναλωτές, τους αερομεταφορείς, τους εργαζομένους και τις κοινωνίες εκατέρωθεν του Ατλαντικού. |
5. |
Επειδή η συμφωνία αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Ηνωμένων Πολιτειών προέβλεπε τη δυνατότητα προσχωρήσεως τρίτων κρατών, η Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας υπέβαλαν αίτηση προσχωρήσεως το 2007. Για τον σκοπό της προσχωρήσεως των δύο αυτών κρατών, δύο διεθνείς συμφωνίες αποτέλεσαν το αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Αφενός, η Ένωση και τα κράτη μέλη της, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας διαπραγματεύθηκαν μια συμφωνία προσχωρήσεως με σκοπό την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Ηνωμένων Πολιτειών, mutatis mutandis, σε κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη (ΕΕ 2011, L 283, σ. 3, στο εξής: συμφωνία προσχωρήσεως). Αφετέρου, έγιναν διαπραγματεύσεις για τη συμπληρωματική συμφωνία μεταξύ, ως πρώτου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως δεύτερου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τρίτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας, για την εφαρμογή της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ, ως πρώτου μέρους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως δεύτερου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως τρίτου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τέταρτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας (ΕΕ 2011, L 283, σ. 16, στο εξής: συμπληρωματική συμφωνία). Η συμφωνία αυτή σκοπό έχει να διασφαλίσει τη διατήρηση του διμερούς χαρακτήρα της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Ηνωμένων Πολιτειών. |
6. |
Στις 2 Μαΐου 2011, η Επιτροπή διατύπωσε την πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου COM(2011) 239 τελικό, σχετικά με την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ, ως πρώτου μέρους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως δεύτερου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως τρίτου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τέταρτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας και σχετικά με την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή της συμπληρωματικής συμφωνίας μεταξύ, ως πρώτου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως δεύτερου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τρίτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας, για την εφαρμογή της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ, ως πρώτου μέρους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως δεύτερου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως τρίτου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τέταρτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας. Η πρόταση αυτή προέβλεπε απόφαση μόνο του Συμβουλίου και είχε ως βάση το άρθρο 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ( 5 ), σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ ( 6 ). |
7. |
Αφιστάμενο από την εν λόγω πρόταση, το Συμβούλιο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση υπό τη μορφή υβριδικής αποφάσεως, δηλαδή αποφάσεως τόσο του Συμβουλίου όσο και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου κρατών μελών. Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως βάση το άρθρο 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφοι 5 και 8, ΣΛΕΕ ( 7 ). |
8. |
Κατά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «[ε]πιτρέπεται, εξ ονόματος της Ένωσης, η υπογραφή της συμφωνίας [προσχωρήσεως] […] και της συμπληρωματικής συμφωνίας […], υπό την επιφύλαξη της σύναψης των εν λόγω συμφωνιών». |
9. |
Το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής ορίζει ότι «[ο] πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το ή τα πρόσωπα που είναι αρμόδια να υπογράψουν τη συμφωνία προσχώρησης και τη συμπληρωματική συμφωνία, εξ ονόματος της Ένωσης». |
10. |
Το άρθρο 3 της ίδιας αποφάσεως ορίζει ότι «[η] συμφωνία προσχώρησης και η συμπληρωματική συμφωνία εφαρμόζονται προσωρινά, από την ημερομηνία υπογραφής από την Ένωση και, στο μέτρο που επιτρέπεται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, από τα κράτη μέλη της και τα οικεία μέρη, ενώ εκκρεμεί η ολοκλήρωση των διαδικασιών σύναψής τους». |
11. |
Η συμφωνία προσχωρήσεως και η συμπληρωματική συμφωνία υπεγράφησαν στο Λουξεμβούργο και στο Όσλο, στις 16 και 21 Ιουνίου 2011. |
II – Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
12. |
Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, να διατηρήσει, εφόσον χρειάζεται, τα αποτελέσματα της εν λόγω αποφάσεως και να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα. |
13. |
Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή αβάσιμη, επικουρικώς δε, αν και κατά το μέτρο που το Δικαστήριο ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, να κηρύξει ότι τα αποτελέσματα της αποφάσεως αυτής είναι οριστικά και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
14. |
Με διάταξη της 18ης Ιουνίου 2012, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής, καθώς και στην Τσεχική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Δανίας, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην Ελληνική Δημοκρατία, στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Ιταλική Δημοκρατία, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στη Δημοκρατία της Πολωνίας, στην Πορτογαλική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, στο Βασίλειο της Σουηδίας και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου. |
15. |
Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου διεξήχθη στις 11 Νοεμβρίου 2014. |
III – Ανάλυση
16. |
Με την προσφυγή της, η Επιτροπή βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της προβάλλοντας τρεις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων σχετικά με το επιτρεπτό της υπογραφής και της προσωρινής εφαρμογής των διεθνών συμφωνιών από την Ένωση. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση των κανόνων ψηφοφορίας στο Συμβούλιο και με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλονται παράβαση των οριζόμενων στις Συνθήκες σκοπών και παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας. Πριν όμως αναλυθούν οι τρεις αυτοί λόγοι, πρέπει να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο. |
Α — Επί του παραδεκτού
17. |
Το Συμβούλιο προβάλλει τρεις λόγους απαραδέκτου της προσφυγής της Επιτροπής. Πρώτον, διατείνεται ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη επειδή έπρεπε να στρέφεται κατά των κρατών μελών και όχι κατά του Συμβουλίου. Πράγματι, η Επιτροπή αμφισβητεί τη συμμετοχή των κρατών μελών στην προσβαλλόμενη απόφαση και όχι μια καταλογιστέα στο Συμβούλιο επιλήψιμη συμπεριφορά. Δεύτερον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη επειδή αφορά απόφαση των κρατών μελών η οποία εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και έτσι δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Τρίτον, κατά το Συμβούλιο, η Επιτροπή δεν έχει έννομο συμφέρον επειδή η ζητούμενη ακύρωση δεν έχει καμία έννομη συνέπεια. |
18. |
Όσον αφορά το πρώτο και το δεύτερο επιχείρημα του Συμβουλίου, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως υπάρχει κατά όλων των μέτρων που λαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα, ανεξαρτήτως φύσεως ή μορφής, τα οποία αποσκοπούν στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων ( 8 ). |
19. |
Πάντως, εν προκειμένω η προσφυγή της Επιτροπής αφορά πράξη που εκδόθηκε από κοινού από το Συμβούλιο και τους αντιπροσώπους των κρατών μελών, βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 218, παράγραφοι 5 και 8, ΣΛΕΕ. Όπως προκύπτει από τα σημεία 8 έως 10 των παρουσών προτάσεών μου, η πράξη αυτή καθιστά δυνατή τόσο την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή των επίμαχων διεθνών συμφωνιών σχετικά με την Ένωση όσο και την προσωρινή εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών από τα κράτη μέλη, στο μέτρο που επιτρέπεται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. |
20. |
Κατά συνέπεια, αφενός, το Συμβούλιο είχε συμμετοχή στη λήψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε κάλλιστα πρόκειται για μέτρο ληφθέν από το θεσμικό αυτό όργανο, και, αφετέρου, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα η οποία, αυτή καθ’ εαυτήν, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ( 9 ). Έτσι, το πρώτο και το δεύτερο επιχείρημα του Συμβουλίου πρέπει να απορριφθούν. |
21. |
Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα του Συμβουλίου, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 263, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ παρέχει στα θεσμικά όργανα που αναφέρει και σε κάθε κράτος μέλος το δικαίωμα να αμφισβητήσουν, με προσφυγή ακυρώσεως, τη νομιμότητα κάθε παράγουσας έννομα αποτελέσματα πράξεως του Συμβουλίου, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος ( 10 ). Επομένως, για την άσκηση της παρούσας προσφυγής, η Επιτροπή δεν πρέπει να αποδείξει έννομο συμφέρον. Έτσι, δεδομένου ότι επίσης το τρίτο επιχείρημα του Συμβουλίου πρέπει να απορριφθεί, η προσφυγή είναι, κατά την άποψή μου, εξ ολοκλήρου παραδεκτή όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση. |
Β — Επί της ουσίας
1. Επιχειρηματολογία των διαδίκων
α) Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων σχετικά με το επιτρεπτό της υπογραφής και της προσωρινής εφαρμογής των διεθνών συμφωνιών από την Ένωση
22. |
Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο, διατείνεται ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέβη το άρθρο 13, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ ( 11 ) σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφοι 2 και 5, ΣΛΕΕ. Κατά την τελευταία διάταξη, το Συμβούλιο είναι το μόνο θεσμικό όργανο στο οποίο παρέχεται η εξουσία να επιτρέπει την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή διεθνούς συμφωνίας από την Ένωση. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να εκδοθεί μόνον από το Συμβούλιο, αποκλειομένων των κρατών μελών που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου. |
23. |
Κατά την Επιτροπή, το Συμβούλιο, παρέχοντας στα κράτη μέλη, αποφαινόμενα συλλογικώς στο πλαίσιο του Συμβουλίου, δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, παρέκκλινε μονομερώς από τη διαδικασία του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, ενώ από τη νομολογία προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να απαλλαγεί από τους κανόνες των Συνθηκών και να χρησιμοποιεί εναλλακτικές διαδικασίες για την έκδοση των πράξεων της Ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο παρέβη επίσης την υποχρέωσή του να ασκεί τις αρμοδιότητές του εντός των ορίων που καθορίζονται από τις διαδικασίες και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από τις Συνθήκες, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ. |
24. |
Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, κατόπιν της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, οι διαδικασίες της Ένωσης πρέπει να διακρίνονται σαφώς από τους τομείς στους οποίους τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αμάλγαμα μεταξύ διακυβερνητικής πράξεως και πράξεως της Ένωσης. Η προηγούμενη πρακτική που συνίστατο στη χρησιμοποίηση υβριδικών πράξεων, ειδικά στον τομέα της αεροπλοΐας, στο εξής παραμορφώνει τις διαδικασίες της Ένωσης και πλέον δεν μπορεί να γίνει δεκτή. |
25. |
Ο μεικτός χαρακτήρας διεθνούς συμφωνίας συναφθείσας από την Ένωση και από κάθε ένα από τα κράτη μέλη δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι η απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή της, που ελήφθη βάσει του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, δύναται να μεταβληθεί με το να περιλάβει μια διακυβερνητική απόφαση των κρατών μελών. Μια τέτοια μεταβολή στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του Συμβουλίου δεν είναι αναγκαία ούτε όσον αφορά την υπογραφή της συμφωνίας ούτε όσον αφορά την προσωρινή εφαρμογή της. |
26. |
Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από όλες τις παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις, διατείνεται αντιθέτως ότι η λήψη της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό τη μορφή υβριδικής αποφάσεως δεν παραβιάζει οποιαδήποτε διάταξη των Συνθηκών. |
27. |
Κατ’ αρχάς, το Συμβούλιο διατείνεται ότι ούτε παρέκκλινε από τις διατάξεις του άρθρου 218, παράγραφοι 2 και 5, ΣΛΕΕ ούτε χρησιμοποίησε εναλλακτική διαδικασία. Πράγματι, οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών τα οποία συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου έλαβαν δύο χωριστές αποφάσεις που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 218 ΣΛΕΕ, με την ιδιότητά τους ως μελών του Συμβουλίου, επέτρεψαν την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών από την Ένωση. Αφετέρου, με την ιδιότητα των αντιπροσώπων των κρατών μελών, κατέστησαν δυνατή την προσωρινή εφαρμογή των συμφωνιών αυτών από τα κράτη μέλη στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία. Αυτό το τελευταίο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως θεσπίστηκε βάσει διαδικασιών που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν έλαβαν μέρος στη διαδικασία του άρθρου 218, παράγραφοι 2 και 5, ΣΛΕΕ. |
28. |
Στη συνέχεια, κατά το Συμβούλιο, εφόσον οι επίμαχες συμφωνίες είναι μεικτές συμφωνίες, η λήψη υβριδικής αποφάσεως, της οποίας συνεκδότες είναι τα κράτη μέλη, στοιχεί πλήρως με τη μεικτή φύση των συμφωνιών πίσω από την υβριδική απόφαση και με το γεγονός ότι τα κράτη μέλη ασκούν από ορισμένες απόψεις τις δικές τους αρμοδιότητες. Αποτελεί αποδεκτή συνέπεια της συνάψεως μεικτών συμφωνιών έχουσα νομική συμμετρία με αυτές. |
29. |
Κατά το Συμβούλιο, η επιλογή του μέσου της υβριδικής αποφάσεως αποτελεί, στην πραγματικότητα, έκφραση του καθήκοντος στενής συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών και της απαιτήσεως ενιαίας εκπροσωπήσεως της Ένωσης, όπως επιβάλλεται από τη νομολογία. Αυτό το είδος αποφάσεων αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για τη διασφάλιση τέτοιας ενότητας στη διεθνή εκπροσώπηση και για την εγγύηση κοινής και συντονισμένης προσεγγίσεως της Ένωσης και των κρατών μελών της. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των επίμαχων συμφωνιών, οι πτυχές της διεθνούς συμφωνίας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης συνδέονται εγγενώς με τις πτυχές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και όταν, επομένως, οι πτυχές αυτές συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Η άποψη της Επιτροπής ότι οι αποφάσεις της Ένωσης πρέπει να αποτυπώνονται σε έγγραφο χωριστό από τις διακυβερνητικές αποφάσεις απειλεί τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Ένωσης και θίγει την αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου για τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών. |
30. |
Επιπλέον, κατά το Συμβούλιο, βάσει της αρχής της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων, το ίδιο και τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν την ακριβή μορφή της οργανώσεως της εργασίας τους. Το γεγονός ότι η έγκριση αυτή κοινοποιήθηκε με μία και μόνη απόφαση ουδόλως θίγει την ακεραιότητα της διαδικασίας του άρθρου 218, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ. Ούτως ή άλλως, η έκδοση υβριδικής αποφάσεως καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα όπως η έκδοση δύο αποφάσεων, μιας από το Συμβούλιο και άλλης από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών τα οποία συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, ή όπως η έκδοση μιας και μόνης αποφάσεως του Συμβουλίου. Τέλος, η έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας δεν επηρέασε τη νομιμότητα των υβριδικών αποφάσεων και δεν απαγόρευσε την έκδοσή τους. Αντιθέτως, η έκδοση μεικτών αποφάσεων συνιστά παγιωμένη πρακτική, ειδικά στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, ακόμη και μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας. |
β) Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των κανόνων ψηφοφορίας στο Συμβούλιο
31. |
Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο, διατείνεται ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέβη το άρθρο 218, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την καθ’ ύλην νομική βάση για τη λήψη μέτρων στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, δηλαδή το άρθρο 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Πράγματι, μολονότι απόφαση κατά τις διατάξεις αυτές πρέπει να εκδίδεται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, παρά ταύτα διακυβερνητική πράξη που εκδίδεται συλλογικώς από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών πρέπει, από την ίδια τη φύση της, να εκδίδεται με κοινή συμφωνία όλων των κρατών μελών. Πάντως, ένα αμάλγαμα μεταξύ των πράξεων αυτών, ως μία και μόνη απόφαση, και η εξάρτησή τους από κοινή συμφωνία καθιστούν αδύνατη την εφαρμογή της ειδικής πλειοψηφίας καθιστώντας de facto αλυσιτελή την πρόβλεψη τέτοιας ψηφοφορίας από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας ως γενικού κανόνα για τη διαδικασία διαπραγματεύσεως και συνάψεως διεθνών συμφωνιών από την Ένωση. Έτσι, καθιστά κενή περιεχομένου τη διαδικασία του άρθρου 218, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και θέτει εν γένει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών της Ένωσης. Επιπλέον, το αμάλγαμα μεταξύ των δύο αυτών πράξεων έχει ως συνέπεια ότι η νομική βάση που αναφέρει η υβριδική απόφαση δεν καθορίζει στην πραγματικότητα τη διαδικασία ψηφοφορίας στο πλαίσιο του Συμβουλίου, η οποία σιωπηρώς, πλην όμως αφεύκτως, έχει αντικατασταθεί λόγω της διακυβερνητικής συνιστώσας της υβριδικής αποφάσεως. |
32. |
Το Κοινοβούλιο προσθέτει ότι το αμάλγαμα μεταξύ αυτών των δύο ειδών πράξεων συνεπάγεται επίσης παραβίαση της αρχής της θεσμικής ισορροπίας κατά τη διαδικασία που έχει εφαρμογή για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών από την Ένωση, κατά παράβαση του άρθρου 218, παράγραφοι 6 και 10, ΣΛΕΕ. |
33. |
Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις, διατείνεται ότι τήρησε τους κανόνες ψηφοφορίας που περιέχονται στις Συνθήκες. Πράγματι, κατά το Συμβούλιο, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με ειδική πλειοψηφία στο πλαίσιο του Συμβουλίου, όταν τέθηκε ζήτημα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, και ως κοινή συμφωνία των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, όταν επρόκειτο για αρμοδιότητες των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, είναι ανακριβές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με ομοφωνία ή ότι τροποποιήθηκε ο κανόνας περί ειδικής πλειοψηφίας. Το γεγονός ότι ουδεμία αντιπροσωπεία στο πλαίσιο του Συμβουλίου εναντιώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να σημαίνει ότι δεν τηρήθηκε η ειδική πλειοψηφία κατά την ψηφοφορία. Ούτως ή άλλως, κάθε απόφαση που λαμβάνεται με ομοφωνία πράγματι περιλαμβάνει, κατ’ ανάγκη, μια ειδική πλειοψηφία. Επιπλέον, το γεγονός ότι επετεύχθη η συναίνεση των κρατών μελών δεν θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα ούτε της δράσεως της Ένωσης ούτε των διαδικασιών της. |
34. |
Το Συμβούλιο και ορισμένες κυβερνήσεις διατείνονται επίσης ότι, στον τομέα των διεθνών συμφωνιών, η σώρευση πλειόνων κανόνων ψηφοφορίας συνιστά συνήθη πρακτική σύμφωνη με τη νομολογία. Επιπλέον, κατά τη Φινλαδική Κυβέρνηση, ο τρόπος ψηφοφορίας που επελέγη από το Συμβούλιο στηριζόταν στο άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο το Συμβούλιο, όταν αποφασίζει μετά από πρόταση της Επιτροπής, μόνον ομόφωνα μπορεί να τροποποιήσει την πρόταση αυτή. Εν προκειμένω, εφόσον το Συμβούλιο τροποποίησε την πρόταση της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έπρεπε σε κάθε περίπτωση να απαιτηθεί ομοφωνία. |
γ) Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται παράβαση των οριζόμενων στις Συνθήκες σκοπών και παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας
35. |
Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο, προσάπτει στο Συμβούλιο ότι παρέβη τους σκοπούς των Συνθηκών και παραβίασε την κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Επιτρέποντας στα κράτη μέλη να παρέμβουν στις διαδικασίες της Ένωσης, το Συμβούλιο, κατ’ αρχάς, δημιούργησε μια συγκεχυμένη κατάσταση όσον αφορά την ανεξάρτητη προσωπικότητα της Ένωσης στις διεθνείς σχέσεις. Το μήνυμα που το Συμβούλιο έστειλε στη διεθνή σκηνή είναι ότι η Ένωση δεν έχει την εξουσία να λάβει μόνη της απόφαση. Στη συνέχεια, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο δεν τήρησε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας επειδή έπρεπε να ασκήσει τις εξουσίες του χωρίς να παρακάμψει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 218 ΣΛΕΕ διαδικασίες της Ένωσης. Το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή αυτή τόσο στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων όσο και έναντι της Ένωσης στο σύνολό της. Τέλος, το Συμβούλιο κατακερμάτισε το θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης επιτρέποντας στα κράτη μέλη να διαδραματίσουν εντός της Ένωσης ρόλο που δεν προβλέπεται από τις Συνθήκες και ιδίως από το άρθρο 218 ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει τον κίνδυνο τα συμφέροντα των κρατών μελών να κατισχύσουν των συμφερόντων της Ένωσης. |
36. |
Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις, θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκαλεί την παραμικρή σύγχυση σε τρίτους ή στη διεθνή κοινότητα. Στο πλαίσιο μεικτών συμφωνιών, η κατάσταση θα ήταν, αντιθέτως, πηγή συγχύσεως για τους τρίτους, αν έβλεπαν μόνο την απόφαση του Συμβουλίου, χωρίς απόφαση που να συνδέει τα κράτη μέλη. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση όχι μόνο συνάδει με τον σκοπό ενιαίας διεθνούς εκπροσωπήσεως της Ένωσης, αλλά και τον εγγυάται, τον προάγει και τον ενισχύει, προβάλλοντας την κοινή θέση της Ένωσης και των κρατών μελών της. Η έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως αποτελεί έκφραση της υποχρεώσεως στενής συνεργασίας και κοινής προσεγγίσεως της Ένωσης και των κρατών μελών. Αντιθέτως, η έκδοση αποφάσεως μόνον από το Συμβούλιο χωρίς τα κράτη μέλη θα μπορούσε να δώσει στο εξωτερικό την εικόνα μιας Ένωσης διχασμένης, ενώ η οδός μιας παράλληλης διακυβερνητικής διαδικασίας θα συνεπαγόταν κινδύνους αποκλίσεων μεταξύ των κρατών μελών και καθυστερήσεις. Έτσι, η διαδικασία αυτή θα ήταν λιγότερο ευνοϊκή για τους σκοπούς της Συνθήκης. Ούτως ή άλλως, μια υβριδική απόφαση συνιστά εσωτερική πράξη της Ένωσης μη προοριζόμενη να έλθει σε γνώση τρίτων κρατών και, ακόμη και αν έλθει σε γνώση τους, θα είναι ελάχιστα πιθανό να δοθεί οποιαδήποτε σημασία στον προσδιορισμό των εκδοτών της. |
2. Ανάλυση
37. |
Με την προσφυγή της, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά, αφενός, με την υπογραφή από την Ένωση και, αφετέρου, με την προσωρινή εφαρμογή, από την Ένωση και από τα κράτη μέλη της, της συμφωνίας προσχωρήσεως και της συμπληρωματικής συμφωνίας, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε από κοινού από το Συμβούλιο και από τους αντιπροσώπους των κρατών μελών ως υβριδική πράξη αποτελούσα αμάλγαμα μεταξύ πράξεως της Ένωσης και διακυβερνητικής πράξεως. |
38. |
Πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι η Επιτροπή ρητώς ανέφερε ότι με την προσφυγή της δεν θέλει να αμφισβητήσει τον μεικτό χαρακτήρα των δύο επίμαχων διεθνών συμφωνιών ( 12 ). Επομένως, στην παρούσα υπόθεση η προσφυγή περιορίζεται μόνο στο ζήτημα της νομιμότητας της εκδόσεως ως υβριδικής της προσβαλλομένης αποφάσεως. |
39. |
Στη συνέχεια, σημειώνω, επίσης εκ προοιμίου, ότι, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί από τυπικής απόψεως ενιαία πράξη, παρά ταύτα στην πραγματικότητα περιέχει δύο από ουσιαστικής απόψεως χωριστές αποφάσεις, δηλαδή, αφενός, μια απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών από την Ένωση και, αφετέρου, μια διακυβερνητική πράξη των αντιπροσώπων των κρατών μελών σχετικά με την προσωρινή εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών από τα κράτη μέλη. Ακριβώς το ζήτημα της νομιμότητας της από κοινού εκδόσεως των δύο αυτών διαφορετικών πράξεων και του μεταξύ τους αμαλγάματος ως μιας και μόνον πράξεως είναι εκείνο που αποτελεί το αντικείμενο της αμφισβητήσεως της Επιτροπής. |
40. |
Οι τρεις λόγοι ακυρώσεως που η Επιτροπή προβάλλει με την προσφυγή της, ενώ προσεγγίζουν το ζήτημα αυτό υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες, αλληλοεπικαλύπτονται, κατά την άποψή μου, σε διάφορα επίπεδα. Πράγματι, η προσφυγή αυτή θέτει, στην ουσία, δύο είδη προβλημάτων. Αφενός, σε μια πτυχή, που θα μπορούσε να οριστεί ως εσωτερική, η παρούσα υπόθεση αφορά την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τις διαδικασίες και τους κανόνες ψηφοφορίας για την έκδοση των πράξεων της Ένωσης που αφορούν τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών στο διαδικαστικό πλαίσιο που προβλέπεται από το άρθρο 218 ΣΛΕΕ. Συναφώς, τίθεται επίσης το ζήτημα της εκτάσεως της οργανωτικής και λειτουργικής αυτονομίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Αφετέρου, στην εξωτερική πτυχή της, η παρούσα υπόθεση άπτεται επίσης των απαιτήσεων σχετικά με τη συγκεκριμένη εξέλιξη της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης. Εγείρει όντως ζητήματα που αφορούν ειδικά την απαίτηση ενιαίας εκπροσωπήσεως της Ένωσης στη διεθνή σκηνή και τη συναφή υποχρέωση στενής συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπραγματεύσεως και συνάψεως μεικτών συμφωνιών. Αφορά επίσης τις διεθνούς δικαίου υποχρεώσεις που απορρέουν από την εξωτερική δράση της Ένωσης έναντι των άλλων συμβαλλομένων μερών. |
41. |
Κατά συνέπεια, η λύση των νομικών προβλημάτων που ανακύπτουν στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να περιοριστεί στην εξέταση των εσωτερικών διαδικαστικών ζητημάτων, αλλά πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τον αντίκτυπο που τα ζητήματα αυτά έχουν στην εξωτερική δράση της Ένωσης. Επομένως, τούτο καθιστά αναγκαίο να γίνει αξιολόγηση σταθμίζουσα τις διάφορες αρχές και πρακτικές απαιτήσεις που εμπλέκονται στην παρούσα υπόθεση. Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ σκόπιμο να αναλύσω από κοινού τους τρεις λόγους ακυρώσεως, ξεκινώντας από μια γενική παρουσίαση των ζητημάτων που τίθενται στην παρούσα υπόθεση, προκειμένου στη συνέχεια να εξετάσω υπό το πρίσμα των αρχών που συνάγονται από τη νομολογία τις αιτιάσεις που η Επιτροπή προβάλλει με την προσφυγή της. |
α) Επί του προβλεπόμενου από το άρθρο 218 ΣΛΕΕ διαδικαστικού πλαισίου για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών από την Ένωση
42. |
Όσον αφορά την εσωτερική πτυχή της, η παρούσα υπόθεση θέτει κατ’ αρχάς ένα ζήτημα σχετικά με τη συμβατότητα με τις διατάξεις του άρθρου 218 ΣΛΕΕ της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. |
43. |
Από το άρθρο 218, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το άρθρο αυτό έχει σκοπό να ρυθμίσει τη διαδικασία για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και τρίτων κρατών ή διεθνών οργανισμών. Το άρθρο αυτό, το οποίο περιλαμβάνεται στον επιγραφόμενο «Οι διεθνείς συμφωνίες» τίτλο V του πέμπτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ το οποίο επιγράφεται «Η εξωτερική δράση της Ένωσης», συνιστά διάταξη γενικού χαρακτήρα έχουσα ως σκοπό να δημιουργήσει μια ενοποιημένη διαδικασία για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών από την Ένωση. Η διάταξη αυτή αποτελεί έκφραση, αφενός, της νέας δομής της Ένωσης μετά την τυπική εξαφάνιση των πυλώνων με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας ( 13 ) και, αφετέρου, της ενισχυμένης νέας διαστάσεως της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης, η οποία αντικατοπτρίζεται με την εισαγωγή των άρθρων 21 ΣΕΕ και 22 ΣΕΕ καθώς και του πέμπτου μέρους της εν λόγω Συνθήκης. |
44. |
Κατά συνέπεια, η διαδικασία του άρθρου 218 ΣΛΕΕ προορισμό έχει να εφαρμόζεται σε όλες τις συμφωνίες που διαπραγματεύεται και συνάπτει η Ένωση ανεξαρτήτως της φύσεως και του περιεχομένου τους, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ρητώς προβλέπονται από ειδικές διατάξεις των Συνθηκών ( 14 ). Επιπλέον, η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στις συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Ειδικότερα, δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι το άρθρο αυτό δεν θα είχε εφαρμογή στην περίπτωση που η διεθνής συμφωνία συναπτόταν υπό τη μορφή μεικτής συμφωνίας. |
45. |
Λαμβανομένου υπόψη ότι η διαδικασία που οδηγεί στη σύναψη διεθνούς συμφωνίας είναι διαδικασία κατά στάδια, το άρθρο 218 ΣΛΕΕ διευκρινίζει τον τρόπο διεξαγωγής των διαφόρων αυτών σταδίων, καθώς και τον ρόλο και τις αντίστοιχες εξουσίες των διαφόρων θεσμικών οργάνων που εμπλέκονται στη διαπραγμάτευση και σύναψη των διεθνών συμφωνιών από την Ένωση. |
46. |
Ειδικότερα, όσον αφορά τις διατάξεις που ασκούν επιρροή στην παρούσα υπόθεση, από το άρθρο 218, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το Συμβούλιο είναι το θεσμικό όργανο που έχει την εξουσία να επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων, να εκδίδει οδηγίες διαπραγματεύσεως, να επιτρέπει την υπογραφή και να συνάπτει τις συμφωνίες της Ένωσης. Έτσι, κατά την παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου, το Συμβούλιο είναι εκείνο που, μετά από πρόταση του διαπραγματευτή, εκδίδει απόφαση που επιτρέπει την υπογραφή της συμφωνίας και, ενδεχομένως, την προσωρινή εφαρμογή της πριν αυτή τεθεί σε ισχύ. Η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου, αφενός, ορίζει ότι το Συμβούλιο, μετά από πρόταση του διαπραγματευτή, εκδίδει την απόφαση για τη σύναψη της συμφωνίας και, αφετέρου, παρέχει στο Κοινοβούλιο εξουσία εγκρίσεως ή μόνο διαβουλεύσεως, ανάλογα με το αντικείμενο της συμφωνίας που πρέπει να συναφθεί. Η παράγραφος 8 του άρθρου 218 ΣΛΕΕ θέτει τον γενικό κανόνα ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, εκτός αν πρόκειται για τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής. |
47. |
Από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 218 ΣΛΕΕ καθώς και από το γράμμα και την οικονομία του —και ιδίως από τον σκοπό του να θεσπίσει ένα σύστημα και διαδικαστικούς κανόνες γενικού χαρακτήρα για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών από την Ένωση— προκύπτει ότι, εκτός της περιπτώσεως των εξαιρέσεων που ρητώς προβλέπονται από τις ίδιες τις Συνθήκες, το Συμβούλιο δεν δύναται να αποστεί από τις διαδικασίες που προβλέπονται στις Συνθήκες χρησιμοποιώντας διαδικασίες εναλλακτικές ή διαφορετικές των προβλεπομένων από το εν λόγω άρθρο κατά τα διάφορα στάδια από τα οποία συντίθεται η διαδικασία διαπραγματεύσεως και συνάψεως διεθνών συμφωνιών. Το Συμβούλιο δεν δύναται, μεταξύ άλλων, να εκδίδει πράξεις που δεν θα συνιστούσαν μια από τις αποφάσεις που προβλέπονται σε συγκεκριμένο στάδιο της εν λόγω διαδικασίας ή θα εκδίδονταν υπό προϋποθέσεις διαφορετικές από αυτές που επιβάλλει το ίδιο το άρθρο 218 ΣΛΕΕ ( 15 ). Η υποχρέωση του Συμβουλίου να ακολουθεί τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις Συνθήκες πηγάζει επίσης από το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, κατά το οποίο κάθε θεσμικό όργανο οφείλει να δρα σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς που προβλέπουν οι Συνθήκες. |
48. |
Συναφώς, πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι, πλην δύο ειδικών ζητημάτων ( 16 ), το άρθρο 218 ΣΛΕΕ δεν προβλέπει σε κανένα χρονικό σημείο παρέμβαση των κρατών μελών στη διαδικασία διαπραγματεύσεως ή συνάψεως διεθνών συμφωνιών από την Ένωση ( 17 ). Επομένως, τα κράτη μέλη, αυτά καθ’ εαυτά, δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, η οποία συνιστά διαδικασία της Ένωσης. |
49. |
Πάντως, η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι το άρθρο 218 ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή όχι μόνο στις αμιγώς ενωσιακές συμφωνίες, αλλά και στις μεικτές συμφωνίες. Πράγματι, στην περίπτωση των μεικτών συμφωνιών το άρθρο 218 ΣΛΕΕ θα έχει εφαρμογή μόνο για τη συμμετοχή της Ένωσης στη μεικτή συμφωνία και όχι για τη συμμετοχή των κρατών μελών. Η συμμετοχή των τελευταίων στις μεικτές συμφωνίες θα ρυθμίζεται, όσον αφορά την εσωτερική πτυχή της συμμετοχής τους, από το αντίστοιχο εθνικό δίκαιο, και, όσον αφορά την εξωτερική πτυχή της συμμετοχής τους, από το δημόσιο διεθνές δίκαιο ( 18 ). |
β) Επί της νομικής βάσεως και επί των κανόνων ψηφοφορίας
50. |
Η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως υβριδικής αποφάσεως με την οποία δημιουργείται ένα αμάλγαμα μεταξύ πράξεως της Ένωσης και διακυβερνητικής πράξεως θέτει, στη συνέχεια, ζητήματα σχετικά, αφενός, με τη νομική βάση που χρησιμοποιήθηκε και, αφετέρου, με την τήρηση των κανόνων ψηφοφορίας που προβλέπονται από τις Συνθήκες. |
51. |
Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ασφάλεια δικαίου απαιτεί όπως κάθε πράξη της Ένωσης, έχουσα ως σκοπό την παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, αντλεί την υποχρεωτική ισχύ της από διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει ρητώς να αναφέρεται ως νομική βάση και η οποία ορίζει τη νομική μορφή που πρέπει να έχει η εν λόγω πράξη. Η αναφορά αυτή, πρώτον, είναι αναγκαία για να καθοριστεί ο τρόπος ψηφοφορίας εντός του Συμβουλίου, δεύτερον, έχει ιδιαίτερη σημασία για να διατηρηθούν οι προνομίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης τα οποία εμπλέκονται στη διαδικασία εκδόσεως μιας πράξεως και, τρίτον, καθορίζει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, αποφεύγοντας να δημιουργήσει σύγχυση όσον αφορά τη φύση της αρμοδιότητας της Ένωσης και να αποδυναμώσει την Ένωση κατά την υπεράσπιση της θέσεώς της στο πλαίσιο διεθνών διαπραγματεύσεων ( 19 ). |
52. |
Επιπλέον, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι οι κανόνες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η βούληση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης προβλέπονται από τις Συνθήκες και είναι δεσμευτικοί τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ίδια τα θεσμικά όργανα ( 20 ). Μόνον οι Συνθήκες μπορούν, σε ειδικές περιπτώσεις, να εξουσιοδοτούν ένα θεσμικό όργανο να τροποποιήσει διαδικασία λήψεως αποφάσεως την οποία οι ίδιες θεσπίζουν. Εξάλλου, η αναγνώριση υπέρ θεσμικού οργάνου της δυνατότητας να αποστεί διαδικασίας λήψεως αποφάσεως, όπως η διαδικασία αυτή προβλέπεται από τις Συνθήκες, και να ακολουθήσει εναλλακτική διαδικασία θα κατέληγε, αφενός, στην παροχή στο θεσμικό αυτό όργανο της εξουσίας να παρεκκλίνει μονομερώς από τους κανόνες της Συνθήκης, πράγμα που ασφαλώς δεν επιτρέπεται ( 21 ), και, αφετέρου, στην παροχή στο θεσμικό αυτό όργανο της δυνατότητας να θίξει την αρχή της θεσμικής ισορροπίας, η οποία συνεπάγεται ότι κάθε θεσμικό όργανο πρέπει να ασκεί τις αρμοδιότητές του σεβόμενο τις αρμοδιότητες των άλλων ( 22 ). |
53. |
Συναφώς, πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί μια μάλλον καχύποπτη προσέγγιση σχετικά με την ανάμειξη διαφορετικών διαδικασιών για την έκδοση πράξεων της Ένωσης. Έτσι, όσον αφορά τη χρησιμοποίηση διττής νομικής βάσεως, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η σώρευση δύο νομικών βάσεων αποκλείεται όταν οι διαδικασίες που προβλέπονται για τη μία και την άλλη νομική βάση είναι ασύμβατες μεταξύ τους ( 23 ). Ακριβώς αυτή ήταν η περίπτωση στη λεγόμενη υπόθεση «Διοξείδιο του τιτανίου» ( 24 ), της οποίας η δυνατότητα εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση αποτέλεσε αντικείμενο μακράς συζητήσεως μεταξύ των διαδίκων. Στην υπόθεση εκείνη, το Συμβούλιο είχε εκδώσει με ομοφωνία μια οδηγία ( 25 ) βάσει του άρθρου 130 Σ της Συνθήκης ΕΟΚ ( 26 ), ενώ με την προσφυγή ακυρώσεως η Επιτροπή ισχυριζόταν ότι η οδηγία αυτή έπρεπε να εκδοθεί βάσει του άρθρου 100 Α της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο όριζε ότι το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία ( 27 ). Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι, σε περίπτωση σωρεύσεως των νομικών βάσεων, το Συμβούλιο θα όφειλε, ούτως ή άλλως, να αποφασίσει με ομοφωνία, πράγμα που θα έθετε σε κίνδυνο ένα ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας συνεργασίας, δηλαδή την ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία, καθιστώντας κενή περιεχομένου αυτή τη διαδικασία συνεργασίας ( 28 ) ( 29 ). |
γ) Επί της αρχής της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων
54. |
Το Συμβούλιο και ορισμένα κράτη μέλη διατείνονται ότι η έκδοση υβριδικών αποφάσεων αποτελεί έκφραση της αρχής της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, η οποία παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να επιλέγει τη μορφή για τη χορήγηση των αναγκαίων αδειών για τη διαδικασία διαπραγματεύσεως και συνάψεως διεθνών συμφωνιών. |
55. |
Πράγματι, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν την εξουσία να οργανώνουν ελεύθερα τον τρόπο λειτουργίας τους. Η εξουσία αυτή αποτελεί έκφραση της αρχής της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων, η οποία πηγάζει από τις διατάξεις των Συνθηκών που παρέχουν στα εν λόγω θεσμικά όργανα την αρμοδιότητα να εκδίδουν τα ίδια τους εσωτερικούς κανονισμούς τους για να διασφαλίσουν τη δική τους λειτουργία καθώς και τη λειτουργία των υπηρεσιών τους ( 30 ). Η αρχή αυτή, η οποία έχει αναγνωριστεί κατ’ επανάληψη από το Δικαστήριο ( 31 ), είναι η αναγκαία συνέπεια της αποστολής των θεσμικών οργάνων να δρουν προς το συμφέρον της Ένωσης και αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την απρόσκοπτη λειτουργία τους ( 32 ). Έτσι, το Συμβούλιο έχει εκδώσει τον δικό του εσωτερικό κανονισμό, ο οποίος θέτει τους κανόνες της λειτουργίας και οργανώσεώς του ( 33 ). |
56. |
Η αρχή της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων δεν είναι όμως απεριόριστη. Η αυτονομία αυτή πρέπει να ασκείται, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, «εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που […] ανατίθενται από τις Συνθήκες» και «σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους προβλέπουν». Επομένως, μολονότι κάθε θεσμικό όργανο έχει τη δυνατότητα, βάσει της εξουσίας εσωτερικής οργανώσεως που του παρέχουν οι σχετικές διατάξεις των Συνθηκών, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας του και της διεξαγωγής των διαδικασιών του ( 34 ), ωστόσο τα μέτρα αυτά ή η εφαρμογή τους δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διαδικασίες που προβλέπουν οι Συνθήκες. Επιπλέον, η εξουσία εσωτερικής οργανώσεως δεν μπορεί να θίξει τη θεσμική ισορροπία των οργάνων ή την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών. |
57. |
Αφετέρου, η αρχή της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων αποτελεί όριο έναντι των κρατών μελών. Πράγματι, η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι η εσωτερική και οργανωτική λειτουργία των θεσμικών οργάνων πρέπει να είναι τελείως ανεξάρτητη από τα κράτη μέλη ( 35 ) τα οποία πρέπει να απέχουν από κάθε ανάμειξη στον αυτοκαθορισμό της οργανώσεως, των διαδικασιών και των λειτουργιών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, εντός των ορίων που προβλέπονται από τις Συνθήκες. Άλλωστε, αυτό το καθήκον μη αναμείξεως των κρατών μελών αποτελεί έκφραση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. |
δ) Επί της απαιτήσεως ενιαίας διεθνούς εκπροσωπήσεως της Ένωσης και επί της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας
58. |
Όσον αφορά την εξωτερική πτυχή της, η παρούσα υπόθεση θέτει κατ’ αρχάς ζητήματα σχετικά με την εκπροσώπηση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή και τη διαμόρφωση των σχέσεων, στον τομέα αυτόν, μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της. |
59. |
Οι απόψεις των διαδίκων σε αυτό το σημείο είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Πράγματι, η Επιτροπή θεωρεί ότι η έκδοση υβριδικών αποφάσεων δύναται να δημιουργήσει συγκεχυμένη κατάσταση όσον αφορά την ανεξάρτητη προσωπικότητα της Ένωσης στις διεθνείς σχέσεις, ενώ το Συμβούλιο θεωρεί ότι οι υβριδικές αποφάσεις αποτελούν έκφραση, σε ανώτατο επίπεδο, της συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών. |
60. |
Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι οι Συνθήκες ρητώς προβλέπουν αμοιβαίο καθήκον καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της (άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ), καθώς και μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (άρθρο 13, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, ΣΕΕ) ( 36 ). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης. |
61. |
Στη συνέχεια, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, όταν ασχολήθηκε με ζητήματα σχετικά με την εξωτερική δράση της Ένωσης, το Δικαστήριο κατ’ επανάληψη τόνισε την απαίτηση η Ένωση να έχει ενιαία εκπροσώπηση στη διεθνή σκηνή ( 37 ), καθώς και την ανάγκη να διασφαλίζονται η ενότητα και η συνοχή της δράσεως και εκπροσωπήσεως της Ένωσης στις εξωτερικές σχέσεις της ( 38 ). |
62. |
Οι απαιτήσεις αυτές γίνονται ακόμη πιο πιεστικές όταν ο τομέας μιας συμφωνίας ή μιας συμβάσεως εμπίπτει εν μέρει στην αρμοδιότητα της Ένωσης και εν μέρει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και όταν οι συμφωνίες συνάπτονται ως μεικτές συμφωνίες, όπως στις περιπτώσεις της συμφωνίας προσχωρήσεως και της συμπληρωματικής συμφωνίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η νομολογία έχει επιμείνει ιδιαίτερα στο γεγονός ότι οι εν λόγω απαιτήσεις ενιαίας εκπροσωπήσεως της Ένωσης και διασφαλίσεως της ενότητας και της συνοχής στις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης επιβάλλουν να διασφαλίζεται στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης τόσο κατά τη διαδικασία διαπραγματεύσεως και συνάψεως όσο και κατά την εκτέλεση των αναληφθεισών δεσμεύσεων ( 39 ). Κατά συνέπεια, υπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ της απαιτήσεως ενιαίας εκπροσωπήσεως της Ένωσης στη διεθνή σκηνή και του αμοιβαίου καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας που υπάρχει μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών ( 40 ). |
63. |
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, αφενός, ότι στα θεσμικά όργανα και στα κράτη μέλη απόκειται η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για τη βέλτιστη διασφάλιση μιας τέτοιας συνεργασίας ( 41 ). Αφετέρου, έχει αναγνωρίσει ότι από την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ, απορρέει ότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνουν κατά την άσκηση των προνομιών της Ένωσης, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό ανήκει μόνο στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, και δεν πρέπει να θέτουν εν αμφιβόλω την ικανότητα αυτοτελούς δράσεως της Ένωσης στις εξωτερικές σχέσεις ( 42 ). |
ε) Επί της σημασίας της προσβαλλομένης αποφάσεως για τα τρίτα κράτη
64. |
Η παρούσα υπόθεση θέτει επίσης το ζήτημα της σημασίας των υβριδικών αποφάσεων για τα τρίτα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της διεθνούς συμφωνίας. Πράγματι, το Συμβούλιο και ορισμένες κυβερνήσεις χαρακτηρίζουν αποφάσεις όπως η προσβαλλόμενη απόφαση ως αμιγώς εσωτερικές πράξεις. Εντεύθεν προκύπτει, κατά την άποψή τους, ότι οι πράξεις αυτές δεν προορίζονται να έλθουν σε γνώση τρίτων κρατών και ότι, έτσι, τα κράτη αυτά δεν δίνουν σημασία στον προσδιορισμό των εκδοτών των πράξεων αυτών. |
65. |
Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι η Ένωση, όταν εκδίδει μια πράξη, οφείλει να τηρεί το διεθνές δίκαιο στο σύνολό του, περιλαμβανομένου του εθιμικού διεθνούς δικαίου που δεσμεύει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ( 43 ). Αφετέρου, όταν η Ένωση και τα κράτη μέλη της συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες, είτε μεικτής μορφής είτε όχι, οφείλουν να συμμορφώνονται με το διεθνές δίκαιο, όπως κωδικοποιήθηκε, όσον αφορά τους εθιμικούς κανόνες του δικαίου των συνθηκών, με τις Συμβάσεις της Βιέννης του 1969 και 1986 ( 44 ). |
66. |
Πάντως, ο γενικός κανόνας στο διεθνές δίκαιο είναι ότι τα μέτρα με τα οποία συμβαλλόμενο μέρος εκτελεί, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο ή, στην περίπτωση διεθνούς οργανισμού, σύμφωνα με τους εσωτερικούς του κανόνες οργανώσεως, τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από διεθνή συνθήκη δεν αφορούν, κατ’ αρχήν, τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη ( 45 ). |
67. |
Παρά ταύτα, αφενός, το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει κάποια σημασία, μολονότι περιορισμένη, στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου σχετικά με την αρμοδιότητα συνάψεως συνθηκών, καθώς και στους εσωτερικούς κανόνες διεθνούς οργανισμού ( 46 ). Κατά συνέπεια, η σημασία για τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη αποφάσεως που εκδίδεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 218 ΣΛΕΕ δεν αποκλείεται εντελώς στο διεθνές δίκαιο. |
68. |
Αφετέρου, στην περίπτωση που η συμφωνία συνάπτεται ως μεικτή συμφωνία και έτσι η Ένωση και τα κράτη μέλη της δύνανται να θεωρηθούν μέρη της συμφωνίας, ναι μεν δεσμευόμενα από αυτήν, πλην όμως χωριστά μέρη, οι απαιτήσεις ασφάλειας δικαίου μεταξύ των μερών διεθνούς συμφωνίας, καθώς και το καθήκον καλόπιστης εκτελέσεως των συνθηκών ( 47 ), επιβάλλουν, κατά την άποψή μου, το συμπέρασμα ότι η εσωτερική πράξη της Ένωσης με την οποία επιτρέπει μια μεικτή συμφωνία δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι η Ένωση είναι αυτοτελώς συμβαλλόμενο μέρος. |
στ) Επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως
69. |
Εν προκειμένω, ακριβώς υπό το πρίσμα όλων των αρχών που εκτέθηκαν σε προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεών μου και των απαιτήσεων που επισημάνθηκαν εκεί πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προς τούτο, πρέπει πρώτα να εξεταστεί η απόφαση αυτή. |
70. |
Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τους εκδότες της, από τον τίτλο της προσβαλλομένης αποφάσεως και από το πρώτο πράγμα που η ίδια αναφέρει ότι έλαβε υπόψη προκύπτει ότι συνιστά πράξη εκδοθείσα από κοινού από το Συμβούλιο και από τους αντιπροσώπους των κρατών μελών τα οποία συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Στη συνέχεια, όσον αφορά τη νομική βάση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνεται ότι αυτή ρητώς αναφέρει ότι στηρίζεται στο άρθρο 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφοι 5 και 8, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Όλες οι νομικές αυτές βάσεις προβλέπουν την έκδοση πράξεως με ειδική πλειοψηφία. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει καμία άλλη νομική βάση. |
71. |
Στη συνέχεια, όσον αφορά το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τα σημεία 8 έως 10 και 19 των παρουσών προτάσεών μου απορρέει ότι η απόφαση αυτή επιτρέπει τόσο την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή των επίμαχων διεθνών συμφωνιών όσον αφορά την Ένωση όσο και την προσωρινή εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών από τα κράτη μέλη, κατά το μέτρο που επιτρέπεται από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία. Η πράξη αυτή συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία αυτά χωρίς να είναι δυνατόν να διακριθεί σαφώς ποιο μέρος αντιστοιχεί στην απόφαση (υπό την ουσιαστική έννοια) του Συμβουλίου και ποιο μέρος αντιστοιχεί στην απόφαση των αντιπροσώπων των κρατών μελών. Τούτο απορρέει ειδικότερα από τη διατύπωση του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο συγκεντρώνει στην ίδια διάταξη την έγκριση της προσωρινής εφαρμογής των επίμαχων συμφωνιών από την Ένωση και από τα κράτη μέλη. |
72. |
Υπό το πρίσμα του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως και λαμβανομένου υπόψη του τρόπου με τον οποίο είναι δομημένη, διαπιστώνεται ότι τόσο το Συμβούλιο όσο και οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών είχαν συμμετοχή στην έκδοση της αποφάσεως αυτής στο σύνολό της και ως προς όλα τα στοιχεία της. Έτσι, αφενός, οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών είχαν συμμετοχή ως προς το ότι επιτράπηκαν η υπογραφή και η προσωρινή εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών από την Ένωση και, αφετέρου, το Συμβούλιο είχε συμμετοχή ως προς το ότι επιτράπηκε η προσωρινή εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών από τα κράτη μέλη ( 48 ). |
73. |
Επιπλέον, η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τους διαδικαστικούς τύπους που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίοι δείχνουν ότι δεν υπήρξε διαχωρισμός μεταξύ της διαδικασίας εκδόσεως της αποφάσεως της Ένωσης και της διαδικασίας εκδόσεως της διακυβερνητικής πράξεως των κρατών μελών. Πράγματι, μολονότι με τα υπομνήματά τους πλείστα κράτη μέλη επικαλέστηκαν τη δυνατότητα οι δύο ουσιαστικές πτυχές της προσβαλλομένης αποφάσεως να εγκρίθηκαν μετά από χωριστές διαδικασίες ψηφοφορίας, παρά ταύτα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο διευκρίνισε οριστικά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε άπαξ και συναινετικά, μετά από απλοποιημένη διαδικασία χωρίς συζήτηση, και χωρίς ψηφοφορία. Κατά συνέπεια, για τις δύο πτυχές της πράξεως δεν χρησιμοποιήθηκαν χωριστές διαδικασίες λήψεως αποφάσεων, αλλά μία και μόνη διαδικασία. |
74. |
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις με οδηγούν στις ακόλουθες σκέψεις. |
75. |
Πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως υβριδική πράξη, συνιστά πράξη που δεν προβλέπεται στις Συνθήκες. Ειδικότερα, πρόκειται για πράξη την οποία το Συμβούλιο εξέδωσε στο πλαίσιο ενός εκ των σταδίων της διαδικασίας διαπραγματεύσεως και συνάψεως διεθνών συμφωνιών από την Ένωση, αλλά η οποία δεν προβλέπεται από το άρθρο 218 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η πράξη αυτή εκδόθηκε με τη χρησιμοποίηση διαδικασίας που επίσης δεν προβλέπεται από το εν λόγω άρθρο. Πράγματι, όπως τόνισα στο σημείο 48 των παρουσών προτάσεών μου, το άρθρο 218 ΣΛΕΕ δεν προβλέπει κανένα ρόλο για αυτά καθ’ εαυτά τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της διαδικασίας θεσπίσεως των μέτρων που η Ένωση πρέπει να λαμβάνει στα διάφορα στάδια της εκεί προβλεπόμενης διαδικασίας. Κατά συνέπεια, εμπλέκοντας τα κράτη μέλη στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο μονομερώς παρέκκλινε από τη διαδικασία αυτή και εξέδωσε πράξη που δεν προβλέπεται από τις Συνθήκες. |
76. |
Δεύτερον, η εφάπαξ έκδοση της υβριδικής πράξεως με όλες τις αρρήκτως συνδεδεμένες συνιστώσες της είχε ως συνέπεια ότι μόνο μία διαδικασία λήψεως αποφάσεων ακολουθήθηκε για την έκδοσή της, διαδικασία εντός της οποίας δημιουργήθηκε ένα αμάλγαμα μεταξύ της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 218, παράγραφοι 5 και 8, ΣΛΕΕ για την έκδοση πράξεως της Ένωσης με ειδική πλειοψηφία και μιας διαδικασίας ξένης προς το νομικό πλαίσιο της Ένωσης, και μάλιστα για την έκδοση πράξεως μη προβλεπόμενης από τις Συνθήκες, της οποίας η έκδοση απαιτεί κοινή συμφωνία όλων των παρεμβαινόντων κρατών. Άλλωστε, το Συμβούλιο και ορισμένες κυβερνήσεις παραδέχθηκαν ότι οι κανόνες της διαδικασίας εκδόσεως της διακυβερνητικής αποφάσεως βρίσκονται εκτός του νομικού πλαισίου των Συνθηκών. |
77. |
Πάντως, το αμάλγαμα αυτό είχε επίσης ως συνέπεια ότι οι νομικές βάσεις που αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καθόρισαν πραγματικά τον αναγκαίο για την έκδοση της υβριδικής αποφάσεως κανόνα ψηφοφορίας. Πράγματι, μολονότι οι νομικές αυτές βάσεις απαιτούν την έκδοση αποφάσεως με ειδική πλειοψηφία, η υβριδική πράξη, για να εκδοθεί υπό τη μορφή αυτή, απαιτούσε κοινή συμφωνία λόγω της διαμορφώσεώς της ως πράξεως της οποίας οι δύο ουσιαστικές πτυχές συνιστούν ένα αδιάσπαστο όλον. Κατά την άποψή μου, αυτό είχε κατ’ ανάγκη ως συνέπεια ότι η διαδικασία με ειδική πλειοψηφία κατέστη κενή περιεχομένου και ότι ο κανόνας της πλειοψηφίας, ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, διακυβεύθηκε κατά τη νομολογία Διοξείδιο του τιτανίου ( 49 ). |
78. |
Από τις σκέψεις αυτές συνάγεται ότι η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό τη μορφή υβριδικής πράξεως δεν συνάδει με το άρθρο 218, παράγραφοι 2, 5 και 8, ΣΛΕΕ ούτε με τις απαιτήσεις της νομολογίας που παρατέθηκε στα σημεία 47 και 51 έως και 53 των παρουσών προτάσεών μου. |
79. |
Όσον αφορά την τήρηση των κανόνων ψηφοφορίας, πρέπει ακόμη να σημειώσω ότι εδώ δεν πρόκειται για αμφισβήτηση του τρόπου διεξαγωγής των διαδικασιών ψηφοφορίας εντός του Συμβουλίου, του οποίου η οργάνωση εμπίπτει στη δική του σφαίρα αυτονομίας. Το αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως δεν αφορά τη νομιμότητα της απλοποιημένης και χωρίς συζήτηση εσωτερικής διαδικασίας ψηφοφορίας που χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και την οποία ανέφερε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ωστόσο, εν προκειμένω, η απλοποιημένη αυτή διαδικασία χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση αποφάσεως που αποτελούσε αμάλγαμα μεταξύ πράξεως εκδοθείσας σύμφωνα με διαδικασία προβλεπόμενη από τις Συνθήκες και πράξεως ξένης προς το νομικό πλαίσιο της Ένωσης, η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με διαδικασίες επίσης ξένες προς το πλαίσιο αυτό και απαιτούσες για την έκδοσή της ψηφοφορία άλλη από αυτή που απαιτείται για την έκδοση της πράξεως της Ένωσης. |
80. |
Πάντως, νομίζω ότι αποδοχή ενός τέτοιου αμαλγάματος θα μπορούσε να αποτελέσει, παρά τον ενδεχομένως παγιωμένο ( 50 ) ή υπολειμματικό ( 51 ) χαρακτήρα της πρακτικής, επικίνδυνο προηγούμενο μολύνσεως της αυτοτελούς διαδικασίας λήψεως αποφάσεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ικανό επομένως να προκαλέσει βλάβη στην αυτονομία της Ένωσης ως αυτοτελούς έννομης τάξεως ( 52 ), και τούτο έστω και αν, όπως απορρέει από το σημείο 53 των παρουσών προτάσεών μου, η νομολογία του Δικαστηρίου δέχεται μια περιοριστική ερμηνεία ακόμη και όσον αφορά την ανάμειξη των εσωτερικών διαδικασιών της Ένωσης και τη σώρευση νομικών βάσεων ( 53 ). |
81. |
Επιπλέον, δεν νομίζω ότι μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα ότι, εν προκειμένω, δεν παραβιάστηκε ο προβλεπόμενος στο άρθρο 218 ΣΛΕΕ κανόνας ψηφοφορίας, επειδή στην ομοφωνία περιλαμβάνεται πάντοτε η ειδική πλειοψηφία. Κατ’ αρχάς, όπως παρατήρησα στα σημεία 76 και 77 των παρουσών προτάσεών μου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε με ομοφωνία και σύμφωνα με προβλεπόμενη —και οριοθετημένη— από τις Συνθήκες διαδικασία, αλλά εκδόθηκε σύμφωνα με διαδικασία και κανόνα ψηφοφορίας που βρίσκονται εκτός του πλαισίου των Συνθηκών. Επιπλέον, η διαπίστωση αυτή αποκλείει το ότι το Συμβούλιο μπορούσε να χρησιμοποιήσει το άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως υποστηρίζει η Φινλανδική Κυβέρνηση. Στη συνέχεια, όπως σωστά έχει σημειώσει η γενική εισαγγελέας E. Sharpston, μια απόφαση σχετικά με την οποία ουδείς εναντιώνεται δεν είναι αναγκαστικά η ίδια με απόφαση σχετικά με την οποία δύναται να συμφωνήσει μια ειδική πλειοψηφία, εφόσον το περιεχόμενο αποφάσεως ικανής να συγκεντρώσει ειδική πλειοψηφία ενδέχεται να πρέπει να γίνει πιο απαλό για να μπορέσει να εγκριθεί ομόφωνα ή χωρίς την παραμικρή εναντίωση ( 54 ). |
82. |
Όσο για την επίκληση της αρχής της αυτονομίας, από τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στο σημείο 56 των παρουσών προτάσεών μου προκύπτει ότι η αρχή αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει παρέκκλιση από τις διαδικασίες που προβλέπονται στις Συνθήκες. Το Συμβούλιο, μολονότι είναι ελεύθερο να οργανώνει την εσωτερική λειτουργία του και τους τρόπους εκδόσεως των αποφάσεών του, παρά ταύτα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει εναλλακτικές διαδικασίες ή να μεταβάλει τους κανόνες ψηφοφορίας που προβλέπουν οι Συνθήκες. Στην πραγματικότητα, υπό το πρίσμα όσων εξέθεσα στο σημείο 57 των παρουσών προτάσεών μου, διερωτώμαι ακόμη και αν η αρχή της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων παραβιάστηκε με την αποδοχή της συμμετοχής των κρατών μελών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων θεσμικού οργάνου της Ένωσης. |
83. |
Μήπως όμως η έκδοση υβριδικής αποφάσεως ήταν η αναγκαία συνέπεια της μεικτής φύσεως των διεθνών συμφωνιών που βρίσκονταν πίσω από την απόφαση αυτή; Μήπως η έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως ήταν αναγκαία για να διασφαλιστεί η ενιαία εκπροσώπηση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή; Δεν έχω πειστεί για αυτά. |
84. |
Πρώτον, είναι αληθές ότι η έκδοση κοινής αποφάσεως αποτελεί την πιο στενή μορφή συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της και ότι, στην περίπτωση της συνάψεως μεικτών συμφωνιών, το Δικαστήριο έχει τονίσει ειδικά την ανάγκη τέτοιας στενής συνεργασίας. Ωστόσο, αφενός, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί σωστά ( 55 ), η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, από την οποία, όπως εκτέθηκε στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεών μου, απορρέει το καθήκον στενής συνεργασίας, δεν δύναται να τύχει επικλήσεως για να δικαιολογηθεί παραβίαση των διαδικαστικών κανόνων. Έτσι, η στενή συνεργασία μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της στο πλαίσιο των μεικτών συμφωνιών πρέπει να λαμβάνει χώρα τηρουμένων των κανόνων που τίθενται από τις Συνθήκες. |
85. |
Η παρέμβαση των κρατών μελών ως τέτοιων στη διαδικασία της Ένωσης δεν ήταν αναγκαία ούτε για την υπογραφή της συμφωνίας εξ ονόματος της Ένωσης ούτε για την προσωρινή εφαρμογή της από την Ένωση. Το Συμβούλιο, επιτρέποντας στα κράτη μέλη να παρέμβουν στην απόφαση της Ένωσης, δεν υπηρέτησε τα συμφέροντα των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ, όπως υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αλλά αντιθέτως επέτρεψε σε αυτά να παρέμβουν κατά την άσκηση των προνομιών της Ένωσης, αμφισβητώντας την ικανότητα αυτόνομης δράσεως της Ένωσης στις εξωτερικές σχέσεις, κατά παράβαση της νομολογίας που παρατέθηκε στο σημείο 63 των παρουσών προτάσεών μου. |
86. |
Πράγματι, η παρέμβαση αυτή δύναται να αφήσει να νοηθεί ότι η Ένωση δεν έχει την εξουσία να λαμβάνει μόνη την απόφαση υπογραφής και προσωρινής εφαρμογής διεθνών συμφωνιών στους τομείς στους οποίους ασκεί τις δικές της αρμοδιότητες που της έχουν παράσχει τα κράτη μέλη. Η προσέγγιση αυτή, πόρρω απέχουσα από το να δυναμώσει τη διεθνή εικόνα της Ένωσης, κατά την άποψή μου δύναται να αποδυναμώνει την Ένωση ως αξιόπιστο παίκτη στη διεθνή σκηνή, αποκρύπτοντας την ανεξάρτητη και αυτόνομη διεθνή της προσωπικότητα. |
87. |
Επομένως, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο υπερέβη, κατ’ εμέ, τα όρια των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί από τις Συνθήκες και ενήργησε σε αντίθεση με τους σκοπούς των Συνθηκών, κατά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ ( 56 ). |
88. |
Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι το ίδιο το Συμβούλιο δέχθηκε ότι υπάρχουν λύσεις εναλλακτικές της εκδόσεως υβριδικής αποφάσεως, όπως η ταυτόχρονη έκδοση δύο χωριστών αποφάσεων, μιας του Συμβουλίου και άλλης των αντιπροσώπων των κρατών μελών ( 57 ). Το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη διατείνονται όμως ότι η λύση αυτή σαφώς ήταν λιγότερο ελκυστική, επειδή ήταν λιγότερο αποτελεσματική και μπορούσε να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα πρακτικής φύσεως, ιδίως σχετικά με την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων όταν, όπως συνήθως συμβαίνει με τις συμφωνίες στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, η συμφωνία δημιουργεί ένα αδιαίρετο σύνολο, οπότε οι αρμοδιότητες της Ένωσης και εκείνες των κρατών μελών συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους. |
89. |
Συναφώς, παρατηρώ κατ’ αρχάς ότι λόγοι αποτελεσματικότητας ή ευκολίας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν παράβαση των διαδικασιών που προβλέπονται από τις Συνθήκες. Το διαδικαστικό πλαίσιο για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών της Ένωσης θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας η οποία, μεταξύ άλλων, εισήγαγε ως γενικό κανόνα τον κανόνα της ειδικής πλειοψηφίας. Τα κράτη μέλη ενέκριναν και επικύρωσαν τη Συνθήκη αυτή, και δεσμεύονται από αυτήν. Δεν μπορούν να παρακάμψουν ή να αγνοήσουν, βάσει φερόμενων λόγων σκοπιμότητας ή αποτελεσματικότητας, κανόνες που τα ίδια θέσπισαν. |
90. |
Πάντως, το νομικό ζήτημα που τίθεται στην παρούσα υπόθεση δεν συνδέεται, κατά την άποψή μου, με το γεγονός ότι οι δύο αποφάσεις εκδόθηκαν κατόπιν συντονισμού τους και μάλιστα περιελήφθησαν σε τυπικώς ενιαία πράξη. Εκείνο που δημιουργεί πρόβλημα, κατά την άποψή μου, είναι η υβριδική φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία είχε ως συνέπεια ότι το Συμβούλιο επέτρεψε να περιληφθεί στη διαδικασία εκδόσεως πράξεως της Ένωσης ένα εξωγενές στοιχείο το οποίο την παραμόρφωσε και, επιπλέον, το Συμβούλιο μετέσχε στην έκδοση πράξεως μη εμπίπτουσας στην αρμοδιότητά του, δηλαδή αποφάσεως επιτρέπουσας στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν προσωρινά τις επίμαχες συμφωνίες. Πάντως, στο μέτρο που από απόφαση του Συμβουλίου εκδοθείσα κατά το άρθρο 218 ΣΛΕΕ θα προέκυπτε σαφώς ότι οι διαδικασίες της Ένωσης, και ιδίως αυτές περί ψηφοφορίας, τηρήθηκαν και ότι η Ένωση, όσον αφορά τις αρμοδιότητές της, εξέδωσε δική της απόφαση ως αξιόπιστος παίκτης στη διεθνή σκηνή, δεν θα είχα καμία αντίρρηση η απόφαση αυτή και μια διακυβερνητική απόφαση των κρατών μελών που εκδόθηκαν σε συντονισμό μεταξύ τους να περιλαμβάνονται σε τυπικώς ενιαία πράξη. |
91. |
Όσον αφορά, στη συνέχεια, το ζήτημα του αδιαίρετου χαρακτήρα των αρμοδιοτήτων, μολονότι το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι, σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, το καθήκον στενής συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών επιβάλλεται κατά τρόπο ιδιαίτερα επιτακτικό ( 58 ), παρά ταύτα το Συμβούλιο δεν εξηγεί γιατί στην περίπτωση που θα εκδίδονταν δύο συντονισμένες μεταξύ τους αποφάσεις —δηλαδή μία του Συμβουλίου σχετικά με την προσωρινή εφαρμογή της μεικτής συμφωνίας από την Ένωση, στο μέτρο που η Ένωση είναι αρμόδια, και άλλη των αντιπροσώπων των κρατών μελών σχετικά με την προσωρινή εφαρμογή της ίδιας μεικτής συμφωνίας, στο μέτρο που η ρυθμιζόμενη ύλη από τη συμφωνία αυτή εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους— θα ήταν αναγκαίο να διευκρινιστεί εκ συστήματος ποια μέρη της συμφωνίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης και ποια εμπίπτουν σε αυτήν των κρατών μελών. Επιπλέον, σημειώνω ότι μια τέτοια διευκρίνιση δεν περιέχεται στην υβριδική απόφαση. |
92. |
Τέλος, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζουν το Συμβούλιο και ορισμένες κυβερνήσεις, οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά το άρθρο 218, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ δεν έχουν αποκλειστικά εσωτερικό περιεχόμενο. Το γεγονός ότι κοινοποιήθηκαν στα συμβαλλόμενα μέρη και ότι δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύει ότι οι αποφάσεις αυτές προορίζονται να έλθουν σε γνώση των άλλων μερών της διεθνούς συμφωνίας και σε γνώση τρίτων εν γένει. Επομένως, κατά το μέτρο που, όπως παρατήρησα στο σημείο 86 των παρουσών προτάσεών μου, η έκδοση τέτοιων αποφάσεων ως υβριδικών δύναται να αποκρύψει την ανεξάρτητη διεθνή προσωπικότητα της Ένωσης ενώ η τελευταία αποτελεί αυτοτελές μέρος της μεικτής συμφωνίας, η έκδοση αυτή είναι κατά την άποψή μου επίσης ικανή να δημιουργήσει προβλήματα ασφάλειας δικαίου στις σχέσεις μεταξύ των μερών της διεθνούς συμφωνίας. |
ζ) Συμπέρασμα
93. |
Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας ως υβριδική την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέβη το άρθρο 218, παράγραφοι 2, 5 και 8, ΣΛΕΕ και ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί από τις Συνθήκες και, επομένως, κατά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα. |
Γ — Επί της διατηρήσεως των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας αποφάσεως
94. |
Σύμφωνα με την επιθυμία των διαδίκων και για να αποφευχθεί κάθε αρνητική συνέπεια στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των τρίτων κρατών που είναι μέρη στις συμφωνίες των οποίων η υπογραφή και η προσωρινή εφαρμογή έχουν ήδη αποφασιστεί με την προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρώ ότι πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα των διαδίκων να ασκήσει το Δικαστήριο την κατά το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δυνατότητα να διατηρήσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρωθείσας αποφάσεως μέχρι την έκδοση νέας αποφάσεως. |
IV – Επί των δικαστικών εξόδων
95. |
Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Το Συμβούλιο, επειδή ηττήθηκε και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, οι παρεμβαίνοντες στην παρούσα δίκη θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. |
V – Πρόταση
96. |
Επομένως, βάσει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
( 2 ) Απόφαση του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2011, σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης, και την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ, ως πρώτου μέρους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως δεύτερου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως τρίτου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τέταρτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας, και σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης, και την προσωρινή εφαρμογή της συμπληρωματικής συμφωνίας μεταξύ, ως πρώτου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως δεύτερου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τρίτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας, για την εφαρμογή της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ, ως πρώτου μέρους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως δεύτερου μέρους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, ως τρίτου μέρους, της Ισλανδίας και, ως τέταρτου μέρους, του Βασιλείου της Νορβηγίας (ΕΕ L 283, σ. 1).
( 3 ) ΕΕ 2007, L 134, σ. 4.
( 4 ) Τροποποιητικό πρωτόκολλο της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου, το οποίο υπεγράφη στις 25 και 30 Απριλίου 2007 (ΕΕ 2010, L 223, σ. 3).
( 5 ) Κατά τη διάταξη αυτή, «[τ]ο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μπορούν να θεσπίζουν κατάλληλες διατάξεις για τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές. […]».
( 6 ) Κατά τη διάταξη αυτή, «[τ]ο Συμβούλιο, μετά από πρόταση του διαπραγματευτή, εκδίδει απόφαση που επιτρέπει την υπογραφή της συμφωνίας και, ενδεχομένως, την προσωρινή της εφαρμογή πριν να τεθεί σε ισχύ».
( 7 ) Κατά το άρθρο 218, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[κ]αθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία».
( 8 ) Απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑114/12, EU:C:2014:2151, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 9 ) Όπ.π. (σκέψεις 40 και 41).
( 10 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (45/86, EU:C:1987:163, σκέψη 3). Ειδικότερα, η ευνοϊκή μεταχείριση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης στηρίζεται στον ρόλο τους προστασίας της έννομης τάξεως της Ένωσης, από τον οποίο προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα δεν έχουν συμφέροντα χωριστά από τα συμφέροντα της ίδιας της Ένωσης.
( 11 ) Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, «[κ]άθε θεσμικό όργανο δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους προβλέπουν. Τα θεσμικά όργανα συνεργάζονται μεταξύ τους καλή τη πίστει».
( 12 ) Με τα υπομνήματά της, η Επιτροπή εξήγησε ότι, δοθέντος ότι οι δύο επίμαχες συμφωνίες αφορούν απλώς την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας στη συμφωνία αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Ηνωμένων Πολιτειών που είχε ήδη συναφθεί με τη μορφή μεικτής συμφωνίας, δεν θέλει να αμφισβητήσει τον μεικτό χαρακτήρα των συμφωνιών αυτών, προκειμένου να αποφύγει τη δημιουργία νομικής και πολιτικής αβεβαιότητας στις σχέσεις της Ένωσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
( 13 ) Προηγουμένως διάφορες διατάξεις των Συνθηκών έθεταν διαφορετικούς διαδικαστικούς κανόνες σχετικά με τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών ανάλογα με το αν οι συμφωνίες αυτές συνάπτονταν στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα (άρθρο 300 ΕΚ) ή στο πλαίσιο του δευτέρου ή του τρίτου πυλώνα (αντιστοίχως άρθρα 24 ΕΕ και 38 ΕΕ).
( 14 ) Όπως το άρθρο 207 ΣΛΕΕ ή το άρθρο 219 ΣΛΕΕ.
( 15 ) Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑27/04, EU:C:2004:436, σκέψη 81). Στα υπομνήματά του, το Συμβούλιο αμφισβητεί τη δυνατότητα εφαρμογής της αποφάσεως αυτής στην παρούσα υπόθεση εφόσον αφορά διαφορετική κατάσταση, δηλαδή μια περίπτωση όπου το Συμβούλιο δεν εξέδωσε σχεδιαζόμενη πράξη και σε τομέα άλλον από αυτόν των διεθνών σχέσεων της Ένωσης. Συναφώς, θεωρώ όμως ότι οι διακηρύξεις αρχής που έγιναν από το Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη έχουν γενική εφαρμογή κάθε φορά που, όπως στην περίπτωση του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, στις Συνθήκες περιέχονται συγκεκριμένες διατάξεις σχετικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε ορισμένους τομείς.
( 16 ) Πρόκειται, αφενός, για τη συμφωνία για την προσχώρηση της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, συμφωνία την οποία αφορά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 218, παράγραφος 8, ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, τη δυνατότητα να ζητηθεί προηγούμενη γνωμοδότηση του Δικαστηρίου, βάσει της παραγράφου 11 του ίδιου άρθρου.
( 17 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, επίσης προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑114/12, EU:C:2014:224, σημείο 174).
( 18 ) Στο ίδιο πνεύμα, όπ.π. (σημείο 171).
( 19 ) Απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑370/07, EU:C:2009:590, σκέψεις 39, 48 και 49).
( 20 ) Βλ. αποφάσεις Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (68/86, EU:C:1988:85, σκέψη 38), και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑133/06, EU:C:2008:257, σκέψη 54).
( 21 ) Βλ. απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (EU:C:2008:257, σκέψεις 55 και 56).
( 22 ) Όπ.π. (σκέψη 57), και απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑70/88, EU:C:1990:217, σκέψη 22). Βλ., επίσης, άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ.
( 23 ) Αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑164/97 και C‑165/97, EU:C:1999:99, σκέψη 14)· Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑338/01, EU:C:2004:253, σκέψη 57), και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑130/10, EU:C:2012:472, σκέψεις 45 επ. και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 24 ) Απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, λεγόμενη «Διοξείδιο του τιτανίου» (C‑300/89, EU:C:1991:244, και ειδικότερα σκέψεις 17 έως 21).
( 25 ) Βλ., ειδικότερα, οδηγία 89/428/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1989, για τον καθορισμό των τρόπων εναρμονίσεως των προγραμμάτων μειώσεως της ρυπάνσεως που προκαλούν τα απόβλητα της βιομηχανίας διοξειδίου του τιτανίου με προοπτική την εξάλειψή της (ΕΕ L 201, σ. 56).
( 26 ) Το άρθρο αυτό απαιτούσε, για τις δράσεις στον τομέα του περιβάλλοντος, ομοφωνία εντός του Συμβουλίου, κατόπιν απλής διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο.
( 27 ) Το άρθρο αυτό, που στην ουσία αντιστοιχεί στο νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ, προέβλεπε την εφαρμογή της διαδικασίας συνεργασίας με το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο της οποίας το Συμβούλιο αποφαινόταν με ειδική πλειοψηφία.
( 28 ) Βλ. σκέψεις 16 έως 20 της εν λόγω αποφάσεως. Στη σκέψη 21 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι θα παραβιάζονταν οι προνομίες του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις που παρατίθενται στην επόμενη υποσημείωση των παρουσών προτάσεών μου, η παραβίαση των προνομιών του Κοινοβουλίου δεν αποτελεί, κατά τη νομολογία, αναγκαία προϋπόθεση για τη διαπίστωση της ασυμβατότητας των νομικών βάσεων, δεδομένου ότι ο αλληλοαποκλειόμενος χαρακτήρας των κανόνων ψηφοφορίας αποτελεί επαρκή προϋπόθεση προς τούτο.
( 29 ) Σε άλλες υποθέσεις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι δύο επίμαχες νομικές βάσεις ήσαν ασύμβατες κατά το μέτρο που απαιτούνταν ομοφωνία για την έκδοση πράξεως με έρεισμα τη μια νομική βάση, ενώ αρκούσε ειδική πλειοψηφία για να μπορέσει μια πράξη να εκδοθεί εγκύρως με έρεισμα την άλλη νομική βάση. Βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Συμβουλίου (EU:C:2004:253, σκέψη 58), και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (EU:C:2012:472, σκέψεις 47 και 48).
( 30 ) Βλ., μεταξύ άλλων, όσον αφορά το Κοινοβούλιο, άρθρο 232 ΣΛΕΕ· όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, άρθρο 235, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ· όσον αφορά το Συμβούλιο, άρθρο 240, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και, όσον αφορά την Επιτροπή, άρθρο 249, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
( 31 ) Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την αρχή της αυτονομίας των θεσμικών οργάνων σχετικά με διάφορες πτυχές των δραστηριοτήτων τους· για παράδειγμα, όσον αφορά την επιλογή των μονίμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού τους, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση AB (C‑288/04, EU:C:2005:526, σκέψεις 26 και 30) ή, στο πλαίσιο της αποκαταστάσεως των ζημιών που προκλήθηκαν από τα θεσμικά όργανα και από τους υπαλλήλους τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, απόφαση Sayag (9/69, EU:C:1969:37, σκέψεις 5 και 6).
( 32 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L.A. Geelhoed στην υπόθεση Betriebsrat der Vertretung der Europäischen Kommission in Österreich (C‑165/01, EU:C:2003:224, σημείο 98) και στην υπόθεση AB (C‑288/04, EU:C:2005:262, σημείο 23).
( 33 ) Βλ. εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου, ο οποίος αποτελεί παράρτημα της αποφάσεως 2009/937/ΕΕ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (ΕΕ L 325, σ. 36), όπως τροποποιήθηκε αργότερα.
( 34 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου (230/81, EU:C:1983:32, σκέψη 38).
( 35 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L.A. Geelhoed στην υπόθεση Betriebsrat der Vertretung der Europäischen Kommission in Österreich (EU:C:2003:224, σημείο 98) και στην υπόθεση AB (EU:C:2005:262, σημείο 23).
( 36 ) Βλ., συναφώς, απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑65/93, EU:C:1995:91, σκέψεις 23, 27 και 28).
( 37 ) Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδοτήσεις 2/91 (EU:C:1993:106, σκέψη 36) και 1/94 (EU:C:1994:384, σκέψη 108), και απόφαση Επιτροπή κατά Σουηδίας (C‑246/07, EU:C:2010:203, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 38 ) Αποφάσεις Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑266/03, EU:C:2005:341, σκέψη 60)· Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑433/03, EU:C:2005:462, σκέψη 66), και Επιτροπή κατά Σουηδίας (EU:C:2010:203, σκέψη 75).
( 39 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Επιτροπή κατά Σουηδίας (EU:C:2010:203, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 40 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑459/03, EU:C:2006:345, σκέψεις 173 και 174), και Επιτροπή κατά Σουηδίας (EU:C:2010:203, σκέψεις 69 έως 71 και 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 41 ) Βλ., συναφώς, γνωμοδότηση 2/91 (EU:C:1993:106, σκέψη 38), και απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑25/94, EU:C:1996:114, σκέψη 48).
( 42 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, διάσκεμμα 1/78 (Συλλογή 1978 [ξενόγλωσσες εκδόσεις], σ. 2151, σκέψη 33), σε συνδυασμό με το άρθρο 192 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, του οποίου το κείμενο στην ουσία αντιστοιχεί στο άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ.
( 43 ) Απόφαση Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 44 ) Σύμβαση της Βιέννης, της 23ης Μαΐου 1969, για το δίκαιο των συνθηκών (Recueil des traités des Nations Unies, τόμος 1155, σ. 331) και Σύμβαση της Βιέννης, της 21ης Μαρτίου 1986, για το δίκαιο των συνθηκών μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών (A/CONF.129/15).
( 45 ) Πράγματι, από το άρθρο 27 των λεγομένων Συμβάσεων της Βιέννης του 1969 και του 1986 προκύπτει ότι συμβαλλόμενο μέρος σε συνθήκη δεν δύναται να επικαλεστεί τις εσωτερικού δικαίου διατάξεις του —ή, στην περίπτωση διεθνούς οργανισμού, τους κανόνες του οργανισμού— ως δικαιολογία για τη μη εκτέλεση της συνθήκης. Ο κανόνας αυτός όμως δεν θίγει το άρθρο 46 των δύο αυτών Συμβάσεων (βλ. επόμενη υποσημείωση).
( 46 ) Κατά το άρθρο 46 των ίδιων Συμβάσεων της Βιέννης του 1969 και του 1986, παραβίαση του εσωτερικού δικαίου το οποίο αφορά την αρμοδιότητα συνομολογήσεως συνθηκών αποκτά σημασία μόνον αν η παραβίαση των επίμαχων κανόνων είναι έκδηλη ή αν η παραβίαση αφορά κανόνα εσωτερικού δικαίου θεμελιώδους σημασίας. Βλ., επίσης, άρθρο 5 των εν λόγω Συμβάσεων.
( 47 ) Βλ. τα αντίστοιχα άρθρα 26 των Συμβάσεων της Βιέννης του 1969 και του 1986.
( 48 ) Το Δικαστήριο ερμήνευσε με τον ίδιο τρόπο υβριδική απόφαση του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κρατών μελών τα οποία συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, κατά την ανάλυση του παραδεκτού της προσφυγής στην απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (EU:C:2014:2151, σκέψη 41).
( 49 ) Το Συμβούλιο και ορισμένες παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις αμφισβητούν τη δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω νομολογίας Διοξείδιο του τιτανίου (EU:C:1991:244) στην προκειμένη περίπτωση. Συναφώς, θεωρώ ότι είναι αλήθεια ότι η υπόθεση Διοξείδιο του τιτανίου και η παρούσα υπόθεση διαφέρουν κατά το ότι η πρώτη αφορούσε την εφαρμογή δύο νομικών βάσεων του δικαίου της Ένωσης, ενώ, στη δεύτερη υπόθεση, για τη διακυβερνητική συνιστώσα της υβριδικής αποφάσεως δεν είναι αναγκαία νομική βάση δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, θεωρώ ότι οι διατυπωθείσες στην απόφαση εκείνη (βλ. σημείο 53 των παρουσών προτάσεών μου) νομολογιακές αρχές μπορούν αναμφισβήτητα να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία, και μάλιστα κατά μείζονα λόγο, σε μια περίπτωση όπως η παρούσα η οποία αφορά ένα αμάλγαμα όχι μεταξύ δύο εσωτερικών διαδικασιών της Ένωσης, αλλά μεταξύ μιας διαδικασίας της Ένωσης και μιας διαδικασίας ξένης προς το νομικό πλαίσιο της Ένωσης.
( 50 ) Το γεγονός του οποίου έγινε επίκληση από το Συμβούλιο ότι η έκδοση υβριδικών αποφάσεων αποτελεί παγιωμένη πρακτική, ειδικά στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, ακόμη και μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, δεν μπορεί ούτε να δικαιολογήσει ούτε να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως εφόσον, κατά πάγια νομολογία, απλή πρακτική του Συμβουλίου δεν δύναται να παρεκκλίνει από τους κανόνες της Συνθήκης (βλ. γνωμοδότηση 1/08, EU:C:2009:739, σκέψη 172, και απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, EU:C:2009:590, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 51 ) Δεν αποτελεί δικαιολογία για την τήρηση παράνομης πρακτικής το γεγονός, που τονίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η έκδοση υβριδικών πράξεων συνιστά πρακτική σχεδόν υπολειμματικής φύσεως χρησιμοποιούμενη ειδικά στον τομέα της αεροπλοΐας, όταν προδήλως δεν υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ των παρεμβαινόντων στη διαδικασία (κρατών μελών και θεσμικών οργάνων). Άλλωστε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προέκυψε ότι η εφαρμογή της πρακτικής αυτής δεν περιορίζεται αναγκαστικά στις περιπτώσεις αυτές.
( 52 ) Επί της αυτονομίας της έννομης τάξεως της Ένωσης, βλ. απόφαση Costa (6/64, EU:C:1964:66, σ. 1158), και γνωμοδότηση 2/13 (EU:C:2014:2454, σκέψεις 174, 183 και 201 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 53 ) Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από πλείονα κράτη μέλη, υποστηρίζει ότι ο συνδυασμός διαφορετικών κανόνων ψηφοφορίας είναι συνηθισμένο πράγμα στο Συμβούλιο και ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί τον συνδυασμό διαφορετικών κανόνων ψηφοφορίας εντός του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο αναφέρει τις αποφάσεις Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψεις 211 έως 214), και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑166/07, EU:C:2009:499, σκέψη 69). Ωστόσο, η νομολογία αυτή, η οποία αφορά μόνο τη χρησιμοποίηση του άρθρου της Συνθήκης το οποίο αντιστοιχεί στο νυν άρθρο 352 ΣΛΕΕ, ουδόλως αναιρεί τη νομολογιακή αρχή που εκτέθηκε στο σημείο 53 των παρουσών προτάσεών μου σύμφωνα με την οποία η σώρευση νομικών βάσεων αποκλείεται όταν οι εκεί προβλεπόμενες διαδικασίες είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν τίθεται καν ζήτημα συμβατότητας μεταξύ δύο διαφορετικών νομικών βάσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών της Ένωσης, αλλά το ζήτημα είναι ένα αμάλγαμα μεταξύ μιας πράξεως της Ένωσης και μιας πράξεως που εκδόθηκε εξ ολοκλήρου εκτός των διαδικασιών της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν διαφορετικού κανόνα ψηφοφορίας. Επομένως, η εν λόγω νομολογιακή αρχή, κατά την άποψή μου, έχει κατά μείζονα λόγο εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.
( 54 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (EU:C:2014:224, σημείο 189).
( 55 ) Στο ίδιο πνεύμα, όπ.π. (σημείο 195).
( 56 ) Συναφώς, οφείλω να προσθέσω ότι δεν έχω πειστεί για την υποστηριζόμενη από την Επιτροπή δυνατότητα να διαμορφωθεί καθήκον συνεργασίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης με την Ένωση αυτή καθ’ εαυτήν. Πράγματι, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αποτελούν μέρος της Ένωσης, και επομένως συνιστούν αυτή ταύτη την Ένωση. Νομίζω ότι η διαμόρφωση ενός τέτοιου καθήκοντος συνεργασίας θα αντιστοιχούσε με την αποδοχή καθήκοντος συνεργασίας κάποιου με τον εαυτόν του. Αντιθέτως, νομίζω ότι οι συμπεριφορές που κατά την Επιτροπή θα αποτελούσαν παράβαση του καθήκοντος συνεργασίας του Συμβουλίου με την Ένωση θα μπορούν να χαρακτηριστούν ως παραβίαση της αρχής της συνεργασίας μεταξύ θεσμικών οργάνων ή/και παράβαση της υποχρεώσεως δράσεως προς το συμφέρον της Ένωσης, σύμφωνα με τους σκοπούς που προβλέπονται από αυτήν, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ.
( 57 ) Δεν νομίζω ότι είναι αναγκαίο, για τη λύση της παρούσας διαφοράς, να εξεταστεί το ζήτημα, μολονότι είναι πολύ ευαίσθητο, που τέθηκε από την Επιτροπή, σχετικά με τη δυνατότητα να διασφαλιστεί εν προκειμένω η προσωρινή εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών με απόφαση μόνο του Συμβουλίου, παρά τον μεικτό χαρακτήρα των συμφωνιών που βρίσκονται πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, το ζήτημα αυτό δεν επηρεάζει, κατά την άποψή μου, τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αφήνει όμως ανοικτά διάφορα νομικά ζητήματα που σαφώς ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Το Συμβούλιο εξήγησε με τα υπομνήματά του ότι ουδέποτε είχε την πολιτική βούληση να εκδώσει απόφαση που να επιτρέπει στην Ένωση να ασκεί πλήρως τη δυνητική της αρμοδιότητα, και τούτο ούτε καν στο επίπεδο της προσωρινής εφαρμογής των συμφωνιών. Μια τέτοια όμως επιλογή πολιτικού χαρακτήρα δημιουργεί αναπόφευκτα ορισμένο βαθμό νομικής αβεβαιότητας σχετικά με τη δυνατότητα προσωρινής εφαρμογής των διεθνών συμφωνιών στα κράτη μέλη όπου η προσωρινή εφαρμογή των διεθνών συνθηκών δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή ή υπόκειται στην εφαρμογή κανόνων του εσωτερικού δικαίου. Μολονότι έχω επίγνωση της ευαισθησίας του ζητήματος αυτού, το οποίο ενδέχεται να αγγίζει τις προνομίες των εθνικών κοινοβουλίων, παρά ταύτα διερωτώμαι αν η σχεδιαζόμενη από την Επιτροπή λύση —η οποία συνίσταται στο να διασφαλίζεται από την Ένωση η προσωρινή εφαρμογή των συμφωνιών, στο μέτρο που αυτή εμπίπτει στις αρμοδιότητές της— θα ήταν νομικώς προτιμητέα. Πράγματι, η προσωρινή εφαρμογή «διά της διοικητικής οδού» των εν λόγω συμφωνιών, την οποία ανέφεραν το Συμβούλιο και ορισμένα κράτη μέλη, που θα ελάμβανε χώρα στα κράτη μέλη όπου η προσωρινή εφαρμογή των διεθνών συμφωνιών είναι προβληματική, φαίνεται να θέτει ούτως ή άλλως προβλήματα συμφωνίας με τις συνταγματικές απαιτήσεις αυτών των κρατών μελών.
( 58 ) Βλ. γνωμοδότηση 1/94 (EU:C:1994:384, σκέψη 109).