16.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 120/16


Αγωγή της 21ης Φεβρουαρίου 2011 — ΕΜΑ κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-116/11)

2011/C 120/38

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Ενάγουσα: European Medical Association (ΕΜΑ) (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: A. Franchi, δικηγόρος, L. Picciano, δικηγόρος, N. di Castelnuovo, δικηγόρος)

Εναγόμενη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της ενάγουσας

Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει ότι η αγωγή είναι παραδεκτή και βάσιμη·

κυρίως:

να κρίνει ότι η EMA έχει εκπληρώσει ορθώς τις συμβατικές υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των συμβάσεων 507760 DICOEMS και 507126 COCOON, και ως εκ τούτου δικαιούται την επιστροφή των εξόδων για την εκτέλεση των συμβάσεων αυτών, όπως προκύπτει από τις FORM C που απεστάλησαν στην Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένης της FORM C σχετικά με την περίοδο IV κατά τη σύμβαση COCOON

να κρίνει παράνομη την απόφαση της Επιτροπής περί καταγγελίας των εν λόγω συμβάσεων, η οποία περιλαμβάνεται στο από 5 Νοεμβρίου 2010 έγγραφο·

ως εκ τούτου, να κρίνει ότι το αίτημα της Επιτροπής με το οποίο ζητεί την επιστροφή του ποσού των 164 080,10 ευρώ είναι αβάσιμο και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει, ανακαλέσει –ακόμα και μέσω της εκδόσεως αντίστοιχου πιστωτικού σημειώματος– το χρεωστικό σημείωμα της 13ης Δεκεμβρίου 2010, με το οποίο η Επιτροπή ζήτησε την επιστροφή του προαναφερθέντος ποσού, ή εν πάση περιπτώσει να το κηρύξει παράνομο·

περαιτέρω, να καταδικάσει την Επιτροπή στην καταβολή των λοιπών οφειλομένων στην ΕΜΑ ποσών βάσει των FORM C που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή, ύψους 250 999,16 ευρώ·

επικουρικώς:

να αναγνωρίσει την ευθύνη της Επιτροπής από αδικαιολόγητο πλουτισμό και μη σύννομη πράξη·

κατά συνέπεια, να υποχρεώσει την Επιτροπή σε αποκατάσταση της οικονομικής βλάβης και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα, που πρέπει να προσδιορισθούν ποσοτικά κατά την παρούσα διαδικασία·

εν πάση περιπτώσει , να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό κρίση αγωγή, η οποία ασκήθηκε βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και της ρήτρας διαιτησίας του άρθρου 13 των συμβάσεων DICOEMS και COCOON, η ενάγουσα αμφισβητεί τη νομιμότητα της αποφάσεως της Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 2010, με την οποία καταγγέλθηκαν, κατόπιν λογιστικού ελέγχου διεξαχθέντος από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, οι δύο συναφθείσες με την ενάγουσα συμβάσεις στο πλαίσιο του 6ου Προγράμματος — Πλαισίου για την Έρευνα και την Τεχνολογική Ανάπτυξη. Η ενάγουσα ακολούθως αμφισβητεί τη νομιμότητα του εκδοθέντος από την Επιτροπή χρεωστικού σημειώματος την 13η Δεκεμβρίου 2010, κατόπιν της εκθέσεως λογιστικού ελέγχου, για την ανάκτηση των καταβληθέντων στην ενάγουσα εκ μέρους της Επιτροπής ποσών για την εκτέλεση των δύο έργων στα οποία συμμετείχε η ενάγουσα.

Προς στήριξη της αγωγής της, η ενάγουσα προβάλλει πέντε λόγους.

1)

Ο πρώτος λόγος αφορά το απαιτητό της διεκδικούμενης από την Επιτροπή οφειλής και την επιλεξιμότητα του συνόλου των δαπανών που δηλώθηκαν στην Επιτροπή.

Ειδικότερα, η ενάγουσα προβάλλει παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, των άρθρων 19, 20, 21 και 25 των Γενικών Όρων της συμβάσεως, σχετικά με τον ορισμό των επιλέξιμων δαπανών, καθώς και προσβολή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων αναφορικά με την ερμηνεία των λογιστικών κανόνων για τα σωματεία (ASBL) όπως εφαρμόσθηκε κατά τη διαδικασία του λογιστικού ελέγχου.

2)

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από το ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας και καλής πίστεως κατά την εκτέλεση της συμβάσεως, καθόσον δεν προέβη σε προσήκουσα εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεών της.

Ειδικότερα, η ενάγουσα προβάλλει αθέτηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρεώσεως ελέγχου της προσήκουσας εκτελέσεως των έργων, από απόψεως του δημοσιονομικού ελέγχου που προβλέπει το άρθρο II.3.4.a των γενικών όρων της συμβάσεως.

3)

Ο τρίτος λόγος αφορά παραβίαση, εκ μέρους της Επιτροπής, της αρχής της χρηστής διοικήσεως, βάσει του συνόλου των παραλείψεων εκ μέρους της, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, λόγω του δυσανάλογου χαρακτήρα του ληφθέντος από την Επιτροπή μέτρου — καταγγελία της συμβάσεως — για την προβαλλόμενη μη τήρηση ορισμένων υποχρεώσεων λογιστικής φύσεως, των οποίων η μη τήρηση, έστω και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν παρέχει δικαίωμα για επιστροφή του συνόλου σχεδόν των προκαταβολών που χορηγήθηκαν.

4)

Ο τέταρτος λόγος αφορά προσβολή εκ μέρους της Επιτροπής του δικαιώματος άμυνας εξαιτίας της συμπεριφοράς της κατά τη διάρκεια του λογιστικού ελέγχου.

Ειδικότερα, η ενάγουσα προβάλλει ότι δεν της παρασχέθηκε δικαίωμα ακροάσεως κατά τη διενέργεια του λογιστικού ελέγχου και ότι δεν λήφθηκε υπόψη σειρά συμπληρωματικών εγγράφων υποβληθέντων στην Επιτροπή στις 19 Αυγούστου 2009.

5)

Ο επικουρικώς προβαλλόμενος πέμπτος λόγος αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Επιτροπής βάσει των άρθρων 268 και 340 ΣΛΕΕ.

Η ενάγουσα προβάλλει, πρώτον, αδικαιολόγητο πλουτισμό της Επιτροπής, καθόσον είχε τη δυνατότητα να επωφεληθεί των τελικών αποτελεσμάτων των έργων DICOEMS και COCOON χωρίς να επιβαρυνθεί με το σύνολο του κόστους των έργων αυτών.

Δεύτερον, η ενάγουσα προβάλλει αξίωση αποζημιώσεως για μη σύννομη πράξη της Επιτροπής, καθόσον κοινοποίησε έγγραφο δυσφημιστικού περιεχομένου και θίγον σοβαρά τη φήμη της ενάγουσας.