22.10.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 311/19


Αναίρεση που άσκησε στις 28 Ιουλίου 2011 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 17 Μαΐου 2011 στην υπόθεση T-1/08, Buczek Automotive κατά Επιτροπής.

(Υπόθεση C-405/11 P)

2011/C 311/32

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: A. Stobiecka-Kuik, T. Maxian Rusche)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Buczek Automotive Sp. z o.o., Δημοκρατία της Πολωνίας

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαϊου 2011 στην υπόθεση T-1/08, Buczek Automotive κατά Επιτροπής, κατά το μέρος που ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση,

να αποφανθεί οριστικώς επί των ζητημάτων που αποτελούν αντικείμενο υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως,

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να εξετάσει τις λοιπές αιτιάσεις που προβλήθηκαν πρωτοδίκως,

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο ένας αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ο έτερος παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και το Πρωτόκολλο αριθ. 8 για την αναδιάρθρωση της πολωνικής χαλυβουργίας (1) (πρωτόκολλο αριθ. 8).

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, διότι έκρινε ότι η Επιτροπή εφάρμοσε το κριτήριο ιδιώτη πιστωτή χωρίς να στηρίζεται στον κατάλληλο κανόνα δικαίου. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή έπρεπε να προβεί σε συμπληρωματικές αναλύσεις, συγκρίνοντας τα ποσά που θα μπορούσαν να αποφέρουν διάφορες μέθοδοι εισπράξεως, και ότι έπρεπε να συγκρίνει τη διάρκεια των διαφόρων διαδικασιών εισπράξεως των απαιτήσεων του Δημοσίου. Η Επιτροπή προβάλλει ότι δεν υποχρεούται να πραγματοποιεί ενδελεχείς αναλύσεις, αλλά μόνο να συνεκτιμά τα στοιχεία βάσει των οποίων ένας ιδιώτης πιστωτής θα λάμβανε αποφάσεις.

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κρίνοντας εσφαλμένως ότι η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως, δηλαδή υποχρεούται να προσκομίσει συμπληρωματικά στοιχεία, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια των διαφόρων διαδικασιών ή τη σύγκριση των ποσών που θα απέφεραν οι διάφορες μέθοδοι εισπράξεως των απαιτήσεων συνολικά ή ανά στάδιο, προς απόρριψη του σχετικού με τον ιδιώτη πιστωτή επιχειρήματος.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 8, δεχόμενο ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωση να εξηγήσει πώς η ενίσχυση επηρέασε το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και νόθευσε ή αποτέλεσε κίνδυνο νοθεύσεως του ανταγωνισμού. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη του ότι η επίμαχη ενίσχυση όντως νόθευσε ή αποτέλεσε κίνδυνο νοθεύσεως του ανταγωνισμού, βάσει του πρωτογενούς δικαίου, δηλαδή του πρωτοκόλλου αριθ. 8, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της διοικητικής αποφάσεως, οπότε δεν ήταν απαραίτητη η παράθεση περαιτέρω αιτιολογίας.


(1)  Πρωτόκολλο αριθ. 8 για την αναδιάρθρωση της πολωνικής χαλυβουργίας, συνημμένο στην Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (JO L 236 της 23.9.2003, σ. 948).