13.8.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 238/6


Αναίρεση που άσκησε στις 6 Ιουνίου 2011 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 22 Μαρτίου 2011 στην υπόθεση T-233/09, Access Info Europe κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Υπόθεση C-280/11 P)

2011/C 238/11

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: G. Maganza, B. Driessen, Cs. Fekete)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Access Info Europe, Ελληνική Δημοκρατία, Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου δεν δέχθηκε τη πρόσβαση του κοινού στα αιτούμενα έγγραφα,

να αποφανθεί το ίδιο επί των θεμάτων της υπό κρίση αναιρέσεως, και

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στην υπόθεση T-233/09 στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο στην παρούσα υπόθεση και στην υπό κρίση αναίρεση.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Κατ’ αρχάς, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στις 26 Φεβρουαρίου 2009, είναι προγενέστερη της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009. Κατά συνέπεια, το σχετικό πλαίσιο της Συνθήκης για τους σκοπούς της υπό κρίση προσφυγής είναι εκείνο που ορίζεται από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και από τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Το Συμβούλιο υποστηρίζει ακολούθως ότι, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της εξαίρεσης που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 (1), δεδομένου ότι οι διαπιστώσεις του δεν συνάδουν με τις ισχύουσες διατάξεις της Συνθήκης, και ειδικότερα, δεν έλαβε υπόψη τα όρια της αρχής της ευρύτερης πρόσβασης στις νομοθετικές δραστηριότητες των θεσμικών οργάνων που ορίζει η Συνθήκη και εκφράζονται στο παράγωγο δίκαιο, όσον αφορά τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας λήψης αποφάσεων των οργάνων.

Δεύτερον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου δεν συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία το θεσμικό όργανο μπορεί να βασιστεί σε γενικές εκτιμήσεις.

Τρίτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη όσον αφορά το κριτήριο της «επάρκειας των νομικών και πραγματικών ισχυρισμών» που εφάρμοσε στην υπό κρίση υπόθεση για να εξετάσει τους λόγους που προέβαλε το Συμβούλιο για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού. Στην εκτίμησή του, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα στο μέτρο που επέβαλε να αποδειχθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, δεν έλαβε υπόψη τη σημασία που έχει το αρχικό στάδιο της λήψης αποφάσεων για την εκτίμηση των επιπτώσεων της γνωστοποίησης του πλήρους κειμένου και δεν έλαβε υπόψη τον ευαίσθητο χαρακτήρα του εγγράφου.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής

ΕΕ L 145, σ. 43