ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 19ης Ιουλίου 2012 ( *1 )

«Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας — Απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως — Άρθρο 7, πρώτο εδάφιο — Δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους — Ταϊλανδή υπήκοος η οποία είχε συνάψει γάμο με Τούρκο εργαζόμενο και η οποία διέμεινε με αυτόν για περισσότερα από τρία έτη»

Στην υπόθεση C-451/11,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Gießen (Γερμανία) με απόφαση της 11ης Αυγούστου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 1 Σεπτεμβρίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Natthaya Dülger

κατά

Wetteraukreis,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus, A. Rosas, A. Ó Caoimh και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Μαΐου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η N. Dülger, εκπροσωπούμενη από τον Ch. Momberger, Rechtsanwalt,

το Wetteraukreis, εκπροσωπούμενο από την D. Mayer,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Wiedmann,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Palatiello, avvocato dello Stato,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον F. Koppensteiner,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz και G. Rozet,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Ιουνίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως (στο εξής: απόφαση 1/80). Το Συμβούλιο Συνδέσεως συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από τη Δημοκρατία της Τουρκίας, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48, στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της N. Dülger, Ταϊλανδής υπηκόου, και της Wetteraukreis (διοικητική περιφέρεια του Wetterau), σχετικά με την απόφαση της δεύτερης να απορρίψει την αίτηση της πρώτης για τη χορήγηση άδειας διαμονής.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η σύνδεση ΕΟΚ-Τουρκίας

– Η Συμφωνία Συνδέσεως

3

Κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 1, η Συμφωνία Συνδέσεως σκοπεί στην προαγωγή της συνεχούς και ισόρροπης ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, τούτο δε και όσον αφορά τους εργαζομένους, μέσω της σταδιακής υλοποιήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και με την κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, με σκοπό τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του τουρκικού λαού και τη διευκόλυνση, εν συνεχεία, της εντάξεως της Δημοκρατίας της Τουρκίας στην Κοινότητα.

– Το πρόσθετο πρωτόκολλο

4

Το πρόσθετο πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149, στο εξής: πρόσθετο πρωτόκολλο), καθορίζει, με το άρθρο του 1, τις προϋποθέσεις, τους όρους εφαρμογής και το χρονοδιάγραμμα του μεταβατικού σταδίου της συνδέσεως, το οποίο διαλαμβάνεται στο άρθρο 4 της Συμφωνίας Συνδέσεως. Το πρόσθετο πρωτόκολλο, σύμφωνα με το άρθρο του 62, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας αυτής.

5

Το άρθρο 59 του πρωτοκόλλου αυτού ορίζει τα εξής:

«Στους τομείς που καλύπτονται από το πρόσθετο πρωτόκολλο, η Τουρκία δεν δύναται να απολαύει ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως από εκείνη που υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών δυνάμει της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.»

– Η απόφαση 1/80

6

Όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της, η απόφαση 1/80 σκοπεί στη βελτίωση, στον κοινωνικό τομέα, της νομικής καταστάσεως των εργαζομένων και των μελών των οικογενειών τους σε σχέση με το καθεστώς που θεσπίσθηκε με την απόφαση 2/76 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 20ής Δεκεμβρίου 1976.

7

Το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/80 προβλέπει τα εξής:

«Τα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους, στα οποία έχει επιτραπεί να ζήσουν μαζί του:

εφόσον διαμένουν νομίμως στο κράτος αυτό επί τρία τουλάχιστον έτη και υπό την επιφύλαξη της αποδοτέας στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας προτεραιότητας, δικαιούνται να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά εργασίας·

εφόσον διαμένουν νομίμως στο κράτος αυτό επί πέντε τουλάχιστον έτη, έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής τους.

Τα τέκνα Τούρκων εργαζομένων που έχουν ολοκληρώσει την επαγγελματική τους κατάρτιση εντός της χώρας υποδοχής μπορούν, ανεξαρτήτως της διαρκείας διαμονής τους στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά εργασίας εντός αυτού, υπό τον όρο ότι ο ένας από τους γονείς έχει ασκήσει νόμιμη εργασία επί τρία τουλάχιστον έτη εντός του εν λόγω κράτους.»

Οι λοιπές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης

8

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), όπως είχε τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2434/92 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1992 (EE L 245, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1621/68), όριζε τα εξής:

«Ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των, έχουν δικαίωμα εγκαταστάσεως μετά του εργαζομένου υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται [εντός] άλλου κράτους μέλους τα εξής πρόσωπα:

α)

[ο/η σύζυγός του] και οι κατιόντες τους οι οποίοι έχουν ηλικία κάτω των 21 ετών ή συντηρούνται από [τον εργαζόμενο] αυτόν·

β)

οι ανιόντες του εργαζομένου αυτού και [του/της] συζύγου του, τους οποίους αυτός συντηρεί.»

9

Το προμνημονευθέν άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68 καταργήθηκε με το άρθρο 38, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και —διορθωτικό— ΕΕ L 229, σ. 35).

10

Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38:

«Τα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους [υπέχουν μόνον υποχρέωση θεωρήσεως] εισόδου, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 539/2001 ή, ενδεχομένως, με το εθνικό δίκαιο. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η κατοχή ισχύοντος δελτίου διαμονής προβλεπομένου στο άρθρο 10 απαλλάσσει τα εν λόγω μέλη της οικογένειας από την απαίτηση θεώρησης.

Τα κράτη μέλη παρέχουν στα εν λόγω πρόσωπα κάθε διευκόλυνση για την απόκτηση των απαιτούμενων θεωρήσεων. Οι θεωρήσεις αυτές εκδίδονται ατελώς και το συντομότερο δυνατόν, βάσει ταχείας διαδικασίας.»

11

Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες», ορίζει τα εξής:

«1.   Οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες χωρίς κανένα όρο ή διατύπωση πέραν της απαίτησης κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου.

2.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και στα μέλη της οικογένειας που είναι κάτοχοι ισχύοντος διαβατηρίου, δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν τον πολίτη της Ένωσης.»

12

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, δικαιώματος διαμονής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών απολαύουν και τα μέλη της οικογένειας που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους σε περίπτωση κατά την οποία συνοδεύουν τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής ή μεταβαίνουν σε αυτό για να ζήσουν μαζί του.

13

Το άρθρο 38, παράγραφος 3, της ιδίας αυτής οδηγίας έχει ως εξής:

«Οι [παραπομπές σε] καταργούμενες οδηγίες και διατάξεις [νοούνται ως παραπομπές] στην παρούσα οδηγία.»

Το γερμανικό δίκαιο

14

Το άρθρο 4, παράγραφος 5, του νόμου περί διαμονής, εργασίας και εντάξεως των αλλοδαπών εντός της ομοσπονδιακής επικράτειας (Gesetz über den Aufenthalt, die Erwerbstätigkeit und die Integration von Ausländern im Bundesgebiet), της 30ής Ιουλίου 2004 (BGBl. 2004 I, σ. 1950), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (BGBl. 2008 I, σ. 162, στο εξής: Aufenthaltsgesetz), προέβλεπε ότι:

«Αλλοδαπός ο οποίος απολαύει δικαιώματος διαμονής κατ’ εφαρμογήν της [Συμφωνίας Συνδέσεως] υποχρεούται να αποδεικνύει την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού διά της κατοχής αδείας διαμονής, εφόσον δεν διαθέτει άδεια εγκαταστάσεως ή άδεια μόνιμης διαμονής εντός της ΕΕ. Η άδεια διαμονής χορηγείται κατόπιν αιτήσεως.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης εισήλθε στην επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στις 30 Ιουνίου 2002, με τουριστική θεώρηση εισόδου. Στις 12 Σεπτεμβρίου 2002, σύναψε γάμο στη Δανία με τον Τούρκο υπήκοο M. Dülger.

16

Ο Μ. Dülger διαθέτει, από το 1988, αορίστου χρόνου άδεια διαμονής στη Γερμανία. Κατά το χρονικό διάστημα του κοινού βίου του ζεύγους Dülger, εργάσθηκε εντός αυτού του κράτους, σε διάφορους εργοδότες, από την 1η Οκτωβρίου 2002 έως τις 30 Ιουνίου 2004, από την 1η Αυγούστου 2004 έως τις 8 Ιουνίου 2005, από την 1η Μαρτίου 2006 έως τις 15 Μαρτίου 2008 και από την 1η Ιουνίου 2008 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009.

17

Στις 18 Σεπτεμβρίου 2002, η N. Dülger ζήτησε από τις γερμανικές αρχές τη χορήγηση αδείας διαμονής. Στην αίτησή της επισήμαινε ότι ήταν έγγαμη και ότι είχε δύο τέκνα τα οποία είχαν γεννηθεί το 1996 και το 1998 στην Ταϊλάνδη. Προκειμένου να συμβιώσει με τον σύζυγό της, της χορηγήθηκε άδεια διαμονής περιορισμένης χρονικής ισχύος, η οποία παρατάθηκε επανειλημμένα, για τελευταία δε φορά από τις 10 Σεπτεμβρίου 2008 έως τις 26 Ιουνίου 2011. Στις 21 Ιουνίου 2011, χορηγήθηκε στην εν λόγω προσφεύγουσα «πιστοποιητικό προσωρινής παρατάσεως της ισχύος της αδείας διαμονής της μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς της».

18

Οι κόρες της προσφεύγουσας της κύριας δίκης εισήλθαν στην επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας την 1η Ιουλίου 2006.

19

Στις 30 Ιουνίου 2009, η N. Dülger χώρισε από τον σύζυγό της και εγκαταστάθηκε μαζί με τις δύο κόρες της σε ξενώνα γυναικών στο Friedberg (Γερμανία). Έκτοτε, λαμβάνει κοινωνικά επιδόματα δυνάμει του βιβλίου II του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων — Στοιχειώδεις παροχές προς τους αιτούντες εργασία (Zweites Buch Sozialgesetzbuch — Grundsicherung für Arbeitsuchende, στο εξής: SGB II).

20

Η απόφαση περί του διαζυγίου της προσφεύγουσας της κύριας δίκης από τον M. Dülger εκδόθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2011.

21

Με επιστολή της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, η αρμόδια υπηρεσία αλλοδαπών της διοικητικής περιφέρειας του Wetterau (στο εξής: υπηρεσία αλλοδαπών) γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης ότι κατόπιν του χωρισμού από τον σύζυγό της απέκτησε αυτοτελές δικαίωμα διαμονής, το οποίο θα υφίσταται για ένα έτος χωρίς η ενδιαφερόμενη να υποχρεούται να αποδείξει ότι δύναται να εξασφαλίζει τα προς το ζην για την ίδια και τα τέκνα της. Της γνωστοποιήθηκε επίσης ότι, εάν εξακολουθήσει να εξαρτάται από την κοινωνική πρόνοια, από της 4ης Ιουνίου 2010, δεν θα πληροί πλέον τις προϋποθέσεις για να απολαύει, αυτή και τα τέκνα της, δικαιώματος διαμονής, οπότε θα είναι υποχρεωμένη να εγκαταλείψει τη γερμανική επικράτεια. Μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η ίδια και τα τέκνα της θα μπορούν να συντηρούνται αυτοτελώς θα έχει τη δυνατότητα να εξακολουθεί να απολαύει του δικαιώματος διαμονής.

22

Στις 18 Σεπτεμβρίου 2009, η N. Dülger υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως αδείας διαμονής, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του Aufenthaltsgesetz, για τον λόγο ότι, ως μέλος της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους, με τον οποίο συγκατοίκησε νομίμως επί τρία τουλάχιστον έτη, είχε αποκτήσει δικαιώματα δυνάμει του άρθρου 7 της αποφάσεως 1/80.

23

Με απόφαση της 15ης Μαρτίου 2010, η υπηρεσία αλλοδαπών απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, καθόσον έκρινε ότι αυτή δεν είχε αποκτήσει κανένα δικαίωμα βάσει του άρθρου 7 της αποφάσεως 1/80. Συγκεκριμένα, μόνον τα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου τα οποία έχουν την τουρκική ιθαγένεια δύνανται να επικαλεσθούν την οικεία διάταξη.

24

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης προσέβαλε την απόφαση αυτή, διατεινόμενη ότι το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/80 δεν προβλέπει καμία ειδική προϋπόθεση όσον αφορά την ιθαγένεια των μελών της οικογένειας. Ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση της υπηρεσίας αλλοδαπών και να υποχρεώσει την εν λόγω υπηρεσία να της χορηγήσει άδεια διαμονής, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, του Aufenthaltsgesetz.

25

Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι μπορεί να χορηγηθεί άδεια διαμονής στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης, κατ’ εφαρμογήν του προμνημονευθέντος άρθρου 4, παράγραφος 5, μόνον εφόσον επιτρέπεται η διαμονή της εντός της γερμανικής επικράτειας βάσει του άρθρου 7 της αποφάσεως 1/80. Κατά το αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που μνημονεύει η διάταξη αυτή, το μόνο ζήτημα που εγείρεται συνίσταται στο αν η N. Dülger, ως Ταϊλανδή υπήκοος, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μέλος της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους.

26

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Gießen αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Δύναται Ταϊλανδή υπήκοος η οποία είχε συνάψει γάμο με Τούρκο εργαζόμενο ενταγμένο στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους και η οποία, αφού της επετράπη να ζήσει μαζί του, συμβίωσε με αυτόν αδιαλείπτως για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών να επικαλεσθεί τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 […], με συνέπεια να διαθέτει, λόγω του άμεσου αποτελέσματος της διατάξεως αυτής, δικαίωμα διαμονής;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

27

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 έχει την έννοια ότι μέλος της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου το οποίο είναι υπήκοος τρίτου κράτους και δεν διαθέτει την τουρκική ιθαγένεια μπορεί να επικαλεσθεί, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, τα δικαιώματα που παρέχονται βάσει της διατάξεως αυτής, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

28

Κατά το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, τα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου απολαύουν, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, αυτοτελούς δικαιώματος προσβάσεως στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα κρίνει ότι τα δικαιώματα που παρέχονται βάσει του εν λόγω άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, στα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζόμενου όσον αφορά την απασχόληση εντός του οικείου κράτους μέλους συνεπάγονται κατ’ ανάγκη την ύπαρξη συνακόλουθου δικαιώματος διαμονής του ενδιαφερομένου, καθόσον σε διαφορετική περίπτωση καθίσταται άνευ ουσίας το δικαίωμα προσβάσεως στην αγορά εργασίας και πραγματικής ασκήσεως μισθωτής δραστηριότητας (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, C-325/05, Derin, Συλλογή 2007, σ. I-6495, σκέψη 47, και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-303/08, Bozkurt, Συλλογή 2010, σ. Ι-13445, σκέψη 36).

29

Κατά το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, για την κτήση των δικαιωμάτων που προβλέπει η διάταξη αυτή απαιτείται να πληρούνται σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις:

ο ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι μέλος της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής·

οι αρμόδιες αρχές του ως άνω κράτους πρέπει να έχουν επιτρέψει στο πρόσωπο αυτό να ζήσει μαζί με τον εν λόγω εργαζόμενο και

ο ενδιαφερόμενος πρέπει να διαμένει νομίμως στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής για ορισμένο χρονικό διάστημα.

30

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπως προκύπτει από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, ιδίως δε από τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος, η N. Dülger είχε συνάψει γάμο με Τούρκο εργαζόμενο ενταγμένο στη νόμιμη αγορά εργασίας της Γερμανίας και, αφού της επετράπη να ζήσει μαζί του στο εν λόγω κράτος μέλος, συμβίωσε αδιαλείπτως με τον εργαζόμενο αυτό από την ημερομηνία του γάμου τους, τον Σεπτέμβριο του 2002, έως τον χωρισμό τους, τον Σεπτέμβριο του 2009. Οι προϋποθέσεις που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη πληρούνται εκ πρώτης όψεως.

31

Η Γερμανική, η Ιταλική και η Αυστριακή Κυβέρνηση διατείνονται πάντως ότι η έννοια του όρου «μέλη της οικογένειας», κατά το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, περιλαμβάνει αποκλειστικώς τα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου τα οποία έχουν επίσης την τουρκική ιθαγένεια. Η ιδιότητα της Ταϊλανδής υπηκόου, την οποία έχει η N. Dülger, δεν της επιτρέπει να επικαλεσθεί τα δικαιώματα που προβλέπει η διάταξη αυτή.

32

Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

33

Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/80 αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C-192/89, Sevince, Συλλογή 1990, σ. I-3461, σκέψεις 8 και 9, και της 29ης Μαρτίου 2012, C-7/10 και C-9/10, Kahveci και Inan, σκέψη 23).

34

Το προμνημονευθέν άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, δεν περιλαμβάνει ορισμό της έννοιας των «μελών της οικογένειας» του εργαζομένου ούτε ρητή παραπομπή στα δικαιώματα των κρατών μελών να καθορίζουν το σημασιολογικό περιεχόμενο της έννοιας αυτής. Επιπλέον, στη διάταξη αυτή δεν μνημονεύεται καμία προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια των μελών της οικογένειας.

35

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου, εξάλλου, προκύπτει ότι η έννοια του όρου «μέλη της οικογένειας» δεν περιορίζεται, όσον αφορά τον εργαζόμενο, στους εξ αίματος συγγενείς του (βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2004, C-275/02, Ayaz, Συλλογή 2004, σ. I-8765, σκέψη 46).

36

Υπό τις συνθήκες αυτές και προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εντός των κρατών μελών εφαρμογή της έννοιας του όρου «μέλη της οικογένειας», κατά το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, η διάταξη αυτή πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο αυτοτελούς και ενιαίας ερμηνείας σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα απόφαση Ayaz, σκέψη 39).

37

Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η έννοια του όρου «μέλη της οικογένειας» του εργαζομένου πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό και το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται (προμνημονευθείσα απόφαση Ayaz, σκέψη 40).

38

Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι με το σύστημα σταδιακής κτήσεως των δικαιωμάτων που προβλέπει το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 επιδιώκεται η επίτευξη διττού σκοπού.

39

Καταρχάς, πριν εκπνεύσει το αρχικό χρονικό διάστημα των τριών ετών, η εν λόγω διάταξη σκοπεί να καταστήσει δυνατή τη συμβίωση των μελών της οικογενείας του διακινούμενου εργαζομένου με αυτόν, έτσι ώστε, με την οικογενειακή επανένωση, να καταστεί πλέον ευχερής η απασχόληση και η διαμονή του Τούρκου εργαζομένου που έχει ήδη ενταχθεί νομίμως στο κράτος μέλος υποδοχής (βλ., μεταξύ άλλων, προμνημονευθείσα απόφαση Kahveci και Inan, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40

Εν συνεχεία, η ίδια διάταξη σκοπεί να ενισχύσει τη μόνιμη ενσωμάτωση της οικογένειας του Τούρκου μετανάστη στο κράτος μέλος υποδοχής, παρέχοντας στο οικείο μέλος της οικογένειας, κατόπιν τριετούς χρονικού διαστήματος νόμιμης διαμονής στην επικράτεια του κράτους μέλους αυτού, τη δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά εργασίας. Ο ουσιώδης σκοπός που επιδιώκεται με τη διάταξη αυτή συνίσταται, επομένως, στην εδραίωση της θέσεως του εν λόγω μέλους της οικογένειας, το οποίο, κατά το στάδιο αυτό, έχει ήδη ενταχθεί νομίμως στο κράτος μέλος υποδοχής, παρέχοντάς του τα μέσα για να κερδίζει τα προς το ζην στο οικείο κράτος και, ως εκ τούτου, για να αποκτήσει αυτοτελή θέση σε σχέση με τον διακινούμενο εργαζόμενο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, C-467/02, Cetinkaya, Συλλογή 2004, σ. I-10895, σκέψη 25, και προμνημονευθείσα απόφαση Kahveci και Inan, σκέψη 33).

41

Ως εκ τούτου, η οικογενειακή επανένωση έχει καίρια σημασία στο πλαίσιο του συστήματος του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80.

42

Δεδομένου ότι αποτελεί αναγκαίο μέσο για να καταστεί δυνατή η οικογενειακή ζωή, το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως του οποίου απολαύουν οι Τούρκοι εργαζόμενοι που έχουν ενταχθεί στην αγορά εργασίας των κρατών μελών συμβάλλει τόσο στη βελτίωση της ποιότητας της διαμονής τους όσο και στην ένταξή τους στα κράτη αυτά και, ως εκ τούτου, ενισχύει την κοινωνική συνοχή της οικείας κοινωνίας.

43

Η Γερμανική Κυβέρνηση διατείνεται εντούτοις ότι τόσο η σημασία όσο και ο σκοπός της Συμφωνίας Συνδέσεως και της αποφάσεως 1/80 συνηγορούν υπέρ της μη εφαρμογής του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως αυτής και στην περίπτωση των μη εχόντων την τουρκική ιθαγένεια. Η συμφωνία αυτή αφορά, καταρχάς, οικονομικής φύσεως σκοπούς. Η ρύθμιση του δικαιώματος διαμονής συζύγου Τούρκου εργαζομένου, υπηκόου τρίτης χώρας, δεν μπορεί επομένως να αποτελεί ζήτημα το οποίο αφορά σύνδεση βασιζόμενη σε τέτοιους σκοπούς.

44

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

45

Μολονότι η Συμφωνία Συνδέσεως, κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 1, σκοπεί στην προαγωγή της συνεχούς και ισόρροπης ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, εντούτοις, προβλέποντας στο άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 τη δυνατότητα των μελών της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου να ζουν μαζί του στο κράτος μέλος όπου εργάζεται, τα κράτη μέλη στηρίχθηκαν σε λόγους που υπερβαίνουν σαφώς τους αμιγώς οικονομικής φύσεως.

46

Συγκεκριμένα, το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/80 περιλαμβάνεται στο τμήμα 1 του κεφαλαίου II της αποφάσεως αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κοινωνικές διατάξεις». Το τμήμα αυτό αφορά ζητήματα σχετικά με την απασχόληση και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

47

Τα πλεονεκτήματα της οικογενειακής επανενώσεως όσον αφορά την οικογενειακή ζωή, την ποιότητα διαμονής και την ένταξη του Τούρκου εργαζομένου στην κοινωνία του κράτους μέλους όπου εργάζεται και διαμένει είναι προδήλως ανεξάρτητα από την ιθαγένεια των μελών της οικογένειάς του στα οποία επετράπη να ζουν μαζί με τον εργαζόμενο στο κράτος αυτό.

48

Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι κοινωνικές διατάξεις της αποφάσεως 1/80, μεταξύ των οποίων καταλέγεται το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως αυτής, αποτελούν ένα επιπλέον βήμα προς την υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, που διαπνέεται από τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ, 46 ΣΛΕΕ και 47 ΣΛΕΕ, και ότι, ως εκ τούτου, οι αρχές που γίνονται δεκτές στο πλαίσιο των άρθρων αυτών της ΣΛΕΕ πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής, στο μέτρο του δυνατού, στην περίπτωση των Τούρκων εργαζομένων οι οποίοι απολαύουν των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει της εν λόγω αποφάσεως (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 23ης Ιανουαρίου 1997, C-171/95, Tetik, Συλλογή 1997, σ. I-329, σκέψη 20, και της 17ης Απριλίου 1997, C-351/95, Kadiman, Συλλογή 1997, σ. I-2133, σκέψη 30).

49

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, όσον αφορά τον καθορισμό του σημασιολογικού περιεχομένου της έννοιας «μέλος της οικογένειας», κατά το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με την ερμηνεία που έχει δοθεί στην ίδια έννοια στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης, ιδίως δε σε συνάρτηση με το σημασιολογικό περιεχόμενο που έχει αποδοθεί στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68 (προπαρατεθείσα απόφαση Ayaz, σκέψη 45).

50

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, προέβλεπε, όμως, ότι τα μέλη της οικογένειας εργαζομένου ο οποίος είναι υπήκοος κράτους μέλους είχαν το δικαίωμα να εγκατασταθούν μαζί του στο κράτος μέλος όπου αυτός εργαζόταν, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας τους.

51

Η διάταξη αυτή έχει καταργηθεί, πλην όμως τα άρθρα 6, παράγραφος 2, και 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 θέτουν επίσης την αρχή ότι τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν διαθέτουν την ιθαγένεια κράτους μέλους έχουν το δικαίωμα να τον συνοδεύουν ή να μεταβαίνουν στο κράτος μέλος υποδοχής προκειμένου να ζήσουν μαζί του σ’ αυτό το κράτος μέλος.

52

Ενδεχόμενος περιορισμός του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως, τον οποίο θα συνεπαγόταν κατ’ ανάγκη η παροχή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 μόνο στα μέλη της οικογένειας που έχουν την τουρκική ιθαγένεια, θα αντέβαινε στον σκοπό της διατάξεως αυτής.

53

Ένας τέτοιος περιορισμός θα συνιστούσε επίσης προσβολή του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεδομένου ότι το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/80 αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το εν λόγω άρθρο 7 του προμνημονευθέντος Χάρτη, στον οποίο το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ προσδίδει την ίδια νομική ισχύ με αυτήν των Συνθηκών.

54

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 50 έως 53 των προτάσεών του, η ερμηνεία αυτή της έννοιας «μέλη της οικογένειας», κατά το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 κρίνεται κατά μείζονα λόγο δικαιολογημένη καθόσον επιβάλλεται και όσον αφορά την απόφαση 3/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στους Τούρκους εργαζομένους και στα μέλη των οικογενειών τους (ΕΕ 1983, C 110, σ. 60).

55

Συγκεκριμένα, το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 3/80 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι, για την εφαρμογή της αποφάσεως αυτής, η έννοια «μέλος της οικογένειας» έχει τη σημασία που του δίδεται κατά το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73).

56

Το Δικαστήριο, κληθέν να δώσει απάντηση επί ζητημάτων σχετικών με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, έχει αποφανθεί επανειλημμένα ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού αφορά δύο σαφώς διακριτές κατηγορίες προσώπων: τους εργαζομένους, αφενός, και τα μέλη των οικογενειών και τους επιζώντες συγγενείς τους, αφετέρου. Οι πρώτοι, για να εμπίπτει η περίπτωσή τους στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, πρέπει να είναι υπήκοοι κράτους μέλους, απάτριδες ή πρόσφυγες διαμένοντες εντός κράτους μέλους. Αντιθέτως, δεν απαιτείται να πληρούται καμία προϋπόθεση περί ιθαγένειας όσον αφορά τα μέλη της οικογένειας ή τους επιζώντες συγγενείς των εργαζομένων, οι οποίοι είναι πολίτες της Ένωσης, προκειμένου να τύχει εφαρμογής στην περίπτωσή τους ο κανονισμός (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1996, C-308/93, Cabanis-Issarte, Συλλογή 1996, σ. I-2097, σκέψη 21, και της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-189/00, Ruhr, Συλλογή 2001, σ. I-8225, σκέψη 19).

57

Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο ορισμός του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως 3/80, ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο της 2, εμπνέεται από τον ορισμό της ίδιας έννοιας κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 (απόφαση της 4ης Μαΐου 1999, C-262/96, Sürül, Συλλογή 1999, σ. I-2685, σκέψη 84).

58

Η ερμηνεία του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 η οποία στηρίζεται στο σύνολο των προεκτεθέντων δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός, το οποίο επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ότι, σε πλείονες εκ των αποφάσεων που εξέδωσε επί υποθέσεων που αφορούσαν τη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο μνημονεύει την τουρκική ιθαγένεια των μελών της οικογένειας εργαζομένου (βλ. αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2000, C-329/97, Ergat, Συλλογή 2000, σ. I-1487, σκέψη 67, και της 22ας Ιουνίου 2000, C-65/98, Eyüp, Συλλογή 2000, σ. I-4747, σκέψη 48, καθώς και προμνημονευθείσες αποφάσεις Derin, σκέψη 48, και Bozkurt, σκέψη 46).

59

Συγκεκριμένα, όσον αφορά το σύνολο των αποφάσεων αυτών, οι διαφορές των κυρίων δικών αφορούσαν την παροχή πλεονεκτημάτων βάσει της αποφάσεως 1/80 στα τέκνα ή σε σύζυγο Τούρκου εργαζομένου που είχαν επίσης την τουρκική ιθαγένεια. Τούτου δοθέντος, η εκ μέρους του Δικαστηρίου μνεία της ιθαγένειας των μελών της οικογένειας στερείται ειδικής σημασίας.

60

Η Γερμανική, η Ιταλική και η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζουν επίσης ότι τυχόν διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 θα έχει ως αποτέλεσμα την υπερβολική διεύρυνση του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως 1/80, καθόσον θα παρέχει τη δυνατότητα επικλήσεως της διατάξεως αυτής σε υπηκόους τρίτων χωρών, των οποίων ο αριθμός είναι δύσκολο να καθορισθεί.

61

Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι κατά το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, για την οικογενειακή επανένωση απαιτείται ρητώς να επιτραπεί στο μέλος της οικογένειας να ζήσει μαζί με τον μετανάστη Τούρκο εργαζόμενο, άδεια η οποία χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής (προμνημονευθείσες αποφάσεις Ayaz, σκέψεις 34 και 35, και Derin, σκέψη 63).

62

Η προϋπόθεση αυτή, η οποία σκοπεί να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, τα μέλη της οικογένειας του Τούρκου εργαζομένου τα οποία εισήλθαν στο κράτος μέλος υποδοχής και διαμένουν σ’ αυτό κατά παράβαση της νομοθεσίας του (προμνημονευθείσα απόφαση Cetinkaya, σκέψη 23), εξηγείται από το ότι, στο πλαίσιο της συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, η οικογενειακή επανένωση δεν συνιστά δικαίωμα των μελών της οικογένειας του Τούρκου διακινούμενου εργαζομένου, αλλά, αντιθέτως, εξαρτάται από απόφαση που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές κατ’ εφαρμογήν αποκλειστικώς του δικαίου του οικείου κράτους μέλους, υπό την επιφύλαξη του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα απόφαση Derin, σκέψη 64).

63

Για τον ίδιο αυτό λόγο, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ούτε ότι το γεγονός ότι η περίπτωση των μελών της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου, τα οποία δεν έχουν την τουρκική ιθαγένεια, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 συνιστά, κατά παράβαση του άρθρου 59 του προσθέτου πρωτοκόλλου, ευνοϊκότερη μεταχείριση των μελών της οικογένειας του εργαζομένου αυτού απ’ ό,τι των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους.

64

Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς το καθεστώς που ισχύει για τα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου, τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης τα οποία είναι υπήκοοι τρίτου κράτους απολαύουν, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, δικαιώματος εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών, με μοναδική προϋπόθεση να διαθέτουν θεώρηση εισόδου ή έγκυρη άδεια διαμονής.

65

Κατά συνέπεια, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 έχει την έννοια ότι μέλος της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου το οποίο είναι υπήκοος τρίτου κράτους και δεν διαθέτει την τουρκική ιθαγένεια μπορεί να επικαλεσθεί, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, τα δικαιώματα που παρέχονται βάσει της διατάξεως αυτής, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

Επί των δικαστικών εξόδων

66

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως, την οποία εξέδωσε το Συμβούλιο Συνδέσεως που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από τη Δημοκρατία της Τουρκίας, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963, έχει την έννοια ότι μέλος της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου το οποίο είναι υπήκοος τρίτου κράτους και δεν διαθέτει την τουρκική ιθαγένεια μπορεί να επικαλεσθεί, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, τα δικαιώματα που παρέχονται βάσει της διατάξεως αυτής, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.