Υπόθεση C-441/11 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Verhuizingen Coppens NV

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Άρθρα 81 ΕΚ και 53 της συμφωνίας ΕΟΧ — Αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο — Σύμπραξη αποτελούμενη από τρεις επιμέρους συμφωνίες — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Έλλειψη αποδείξεων για το ότι ένας από τους συμμετέχοντες σε επί μέρους συμφωνία γνώριζε τις λοιπές επί μέρους συμφωνίες — Εν μέρει ή εξ ολοκλήρου ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής — Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 264 ΣΛΕΕ»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 6ης Δεκεμβρίου 2012

  1. Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Περιεχόμενο – Μερική ακύρωση πράξεως του δικαίου της Ένωσης – Προϋπόθεση – Ακύρωση, στο σύνολό της, αποφάσεως της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μία συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση και επιβάλλει πρόστιμο παρά την αναγνώριση της ευθύνης της εν λόγω επιχείρησης για μέρος μόνον των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών – Δεν επιτρέπεται

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· άρθρο 264, εδ. 1, ΣΛΕΕ)

  2. Συμπράξεις – Απαγορεύονται – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παραβάσεως – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  3. Αναίρεση – Αναίρεση κριθείσα βάσιμη – Εκδίκαση της υποθέσεως επί της ουσίας από το Δικαστήριο

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 61, εδ. 1)

  4. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα ενιαία παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως – Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  5. Συμπράξεις – Απαγορεύονται – Παραβάσεις – Απόδειξη – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως – Απόδειξη που συνάγεται από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες στοιχειοθετούν την ύπαρξη και τη διάρκεια αδιάλειπτης συμπεριφοράς αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Μη ύπαρξη αποδείξεων για ορισμένα χρονικά διαστήματα της συνολικής υπό εξέταση περιόδου – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  6. Συμπράξεις – Συμμετοχή επιχειρήσεως σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες – Αρκεί, προς θεμελίωση της ευθύνης της επιχειρήσεως, σιωπηρή έγκριση χωρίς δημόσια αποστασιοποίηση και καταγγελία στις αρμόδιες αρχές

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  7. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία – Περιεχόμενο – Όρια – Σεβασμός της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

    (Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 §§ 2, εδ. 2, και 3, και 31· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

  8. Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καταδίκη του νικήσαντος διαδίκου στα δικαστικά έξοδά του καθώς και σε μέρος των εξόδων των προσφευγόντων

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 138 §§ 1 και 3 και 184 §§ 1 και 2)

  1.  Το γεγονός και μόνον ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε βάσιμο έναν ισχυρισμό που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη της προσφυγής του ακυρώσεως δεν παρέχει τη δυνατότητα σ’ αυτό να ακυρώσει αυτομάτως την προσβαλλομένη πράξη στο σύνολό της. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να χωρήσει ολική ακύρωση όταν προφανώς προκύπτει ότι ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά μια ειδική μόνον πτυχή της προσβαλλομένης πράξεως, μπορεί να οδηγήσει σε μερική μόνον ακύρωση. Ωστόσο, η μερική ακύρωση πράξεως του δικαίου της Ένωσης είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση δύνανται να αποσπασθούν από την υπόλοιπη πράξη. Η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται όταν η μερική ακύρωση πράξεως έχει ως αποτέλεσμα να μεταβάλει την ουσία της πράξεως, γεγονός που πρέπει να εκτιμηθεί βάσει ενός αντικειμενικού και όχι ενός υποκειμενικού κριτηρίου που συνδέεται με την πολιτική βούληση της αρχής που εξέδωσε την επίμαχη πράξη.

    Εντούτοις, η απόφαση της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μία συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση δεν είναι εφικτό να διαιρεθεί παρά μόνον εάν, αφενός, η προσφεύγουσα επιχείρηση ήταν σε θέση, κατά τη διοικητική διαδικασία, να αντιληφθεί ότι κατηγορείται επίσης και για κάθε μία από τις συμπεριφορές που συνθέτουν τη σύμπραξη, και επομένως να μπορέσει να τις αντικρούσει, και εάν, αφετέρου, η εν λόγω απόφαση είναι αρκούντως σαφής επ’ αυτού. Κατά συνέπεια, εάν ο δικαστής της Ένωσης διαπιστώσει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η επιχείρηση, κατά τη συμμετοχή της σε μία από τις αντίθετες με τον ανταγωνισμό συμπεριφορές που συνθέτουν μία ενιαία και διαρκή παράβαση, γνώριζε τις άλλες αντίθετες με τον ανταγωνισμό συμπεριφορές των λοιπών συμμετεχόντων στη σύμπραξη τις οποίες ακολουθούσαν προς επιδίωξη των ίδιων σκοπών ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, πρέπει να συναγάγει ως μόνο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη στην επιχείρηση αυτή για τις λοιπές συμπεριφορές και, συνεπώς, για την ενιαία και διαρκή παράβαση στο σύνολό της και ότι κατά το μέτρο αυτό η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί αβάσιμη.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο, ακυρώνοντας στο σύνολό της απόφαση της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μία συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση όσον αφορά μια επιχείρηση, ενώ δεν αμφισβήτησε τη συμμετοχή της στη συμφωνία για τις προσφορές διευκολύνσεως καθώς και το γεγονός ότι η εν λόγω συμφωνία μπορεί από μόνη της να συνιστά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

    (βλ. σκέψεις 37, 38, 46, 47, 54)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 41-44)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 55, 56)

  4.  Προς τεκμηρίωση της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε τέτοια ενιαία παράβαση, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η εν λόγω επιχείρηση προτίθετο να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι είχε γνώση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες είχαν κατά νου ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι είχε λογικά τη δυνατότητα να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο.

    Η Επιτροπή δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές όταν ισχυρίζεται ότι το κατά πόσον η επιχείρηση αυτή γνώριζε τη συμφωνία περί προμηθειών μπορούσε να τεκμαρθεί, εκτιμώντας, ιδίως, ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν αρνείται ότι είχε πληροφορηθεί για την εν λόγω συμφωνία και όταν, εξάλλου, παραδέχεται ρητώς ότι η απόφασή της δεν βασίζεται σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία.

    (βλ. σκέψεις 60, 66)

  5.  Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

    Τέτοιου είδους στοιχεία και συμπτώσεις καθιστούν δυνατή, όταν εκτιμώνται συνολικώς, την αποκάλυψη όχι μόνον της υπάρξεως αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών ή συμφωνιών, αλλά και της διάρκειας μιας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς, καθώς και του χρονικού διαστήματος εφαρμογής συμφωνίας συνομολογηθείσας κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού. Όσον αφορά την απουσία αποδείξεων για την ύπαρξη συμφωνίας σε ορισμένα χρονικά διαστήματα ή, τουλάχιστον, για την εφαρμογή της συμφωνίας από την επιχείρηση κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η παράβαση για ορισμένα χρονικά διαστήματα δεν εμποδίζει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση διήρκεσε για συνολικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όταν η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία. Στο πλαίσιο παραβάσεως η οποία εκτείνεται σε περισσότερα έτη, το γεγονός ότι οι εκδηλώσεις της συμπράξεως ανάγονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, τα οποία παρουσιάζουν ασυνέχειες μακράς ή βραχύτερης διάρκειας, δεν ασκεί επιρροή στη διαπίστωση της υπάρξεως της συμπράξεως αυτής, εφόσον οι επιμέρους πράξεις που συναποτελούν την παράβαση επιδιώκουν κοινό σκοπό και εντάσσονται στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

    (βλ. σκέψεις 70-72)

  6.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 73)

  7.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 79-82)

  8.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 83-85)


Υπόθεση C-441/11 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Verhuizingen Coppens NV

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Άρθρα 81 ΕΚ και 53 της συμφωνίας ΕΟΧ — Αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο — Σύμπραξη αποτελούμενη από τρεις επιμέρους συμφωνίες — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Έλλειψη αποδείξεων για το ότι ένας από τους συμμετέχοντες σε επί μέρους συμφωνία γνώριζε τις λοιπές επί μέρους συμφωνίες — Εν μέρει ή εξ ολοκλήρου ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής — Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 264 ΣΛΕΕ»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 6ης Δεκεμβρίου 2012

  1. Προσφυγή ακυρώσεως — Ακυρωτική απόφαση — Περιεχόμενο — Μερική ακύρωση πράξεως του δικαίου της Ένωσης — Προϋπόθεση — Ακύρωση, στο σύνολό της, αποφάσεως της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μία συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση και επιβάλλει πρόστιμο παρά την αναγνώριση της ευθύνης της εν λόγω επιχείρησης για μέρος μόνον των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών — Δεν επιτρέπεται

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· άρθρο 264, εδ. 1, ΣΛΕΕ)

  2. Συμπράξεις — Απαγορεύονται — Παραβάσεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παραβάσεως — Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  3. Αναίρεση — Αναίρεση κριθείσα βάσιμη — Εκδίκαση της υποθέσεως επί της ουσίας από το Δικαστήριο

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 61, εδ. 1)

  4. Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα ενιαία παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως — Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  5. Συμπράξεις — Απαγορεύονται — Παραβάσεις — Απόδειξη — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως — Απόδειξη που συνάγεται από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες στοιχειοθετούν την ύπαρξη και τη διάρκεια αδιάλειπτης συμπεριφοράς αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Μη ύπαρξη αποδείξεων για ορισμένα χρονικά διαστήματα της συνολικής υπό εξέταση περιόδου — Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  6. Συμπράξεις — Συμμετοχή επιχειρήσεως σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες — Αρκεί, προς θεμελίωση της ευθύνης της επιχειρήσεως, σιωπηρή έγκριση χωρίς δημόσια αποστασιοποίηση και καταγγελία στις αρμόδιες αρχές

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  7. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία — Περιεχόμενο — Όρια — Σεβασμός της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

    (Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 §§ 2, εδ. 2, και 3, και 31· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

  8. Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καταδίκη του νικήσαντος διαδίκου στα δικαστικά έξοδά του καθώς και σε μέρος των εξόδων των προσφευγόντων

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 138 §§ 1 και 3 και 184 §§ 1 και 2)

  1.  Το γεγονός και μόνον ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε βάσιμο έναν ισχυρισμό που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη της προσφυγής του ακυρώσεως δεν παρέχει τη δυνατότητα σ’ αυτό να ακυρώσει αυτομάτως την προσβαλλομένη πράξη στο σύνολό της. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να χωρήσει ολική ακύρωση όταν προφανώς προκύπτει ότι ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά μια ειδική μόνον πτυχή της προσβαλλομένης πράξεως, μπορεί να οδηγήσει σε μερική μόνον ακύρωση. Ωστόσο, η μερική ακύρωση πράξεως του δικαίου της Ένωσης είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση δύνανται να αποσπασθούν από την υπόλοιπη πράξη. Η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται όταν η μερική ακύρωση πράξεως έχει ως αποτέλεσμα να μεταβάλει την ουσία της πράξεως, γεγονός που πρέπει να εκτιμηθεί βάσει ενός αντικειμενικού και όχι ενός υποκειμενικού κριτηρίου που συνδέεται με την πολιτική βούληση της αρχής που εξέδωσε την επίμαχη πράξη.

    Εντούτοις, η απόφαση της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μία συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση δεν είναι εφικτό να διαιρεθεί παρά μόνον εάν, αφενός, η προσφεύγουσα επιχείρηση ήταν σε θέση, κατά τη διοικητική διαδικασία, να αντιληφθεί ότι κατηγορείται επίσης και για κάθε μία από τις συμπεριφορές που συνθέτουν τη σύμπραξη, και επομένως να μπορέσει να τις αντικρούσει, και εάν, αφετέρου, η εν λόγω απόφαση είναι αρκούντως σαφής επ’ αυτού. Κατά συνέπεια, εάν ο δικαστής της Ένωσης διαπιστώσει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η επιχείρηση, κατά τη συμμετοχή της σε μία από τις αντίθετες με τον ανταγωνισμό συμπεριφορές που συνθέτουν μία ενιαία και διαρκή παράβαση, γνώριζε τις άλλες αντίθετες με τον ανταγωνισμό συμπεριφορές των λοιπών συμμετεχόντων στη σύμπραξη τις οποίες ακολουθούσαν προς επιδίωξη των ίδιων σκοπών ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, πρέπει να συναγάγει ως μόνο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη στην επιχείρηση αυτή για τις λοιπές συμπεριφορές και, συνεπώς, για την ενιαία και διαρκή παράβαση στο σύνολό της και ότι κατά το μέτρο αυτό η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί αβάσιμη.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο, ακυρώνοντας στο σύνολό της απόφαση της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μία συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση όσον αφορά μια επιχείρηση, ενώ δεν αμφισβήτησε τη συμμετοχή της στη συμφωνία για τις προσφορές διευκολύνσεως καθώς και το γεγονός ότι η εν λόγω συμφωνία μπορεί από μόνη της να συνιστά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

    (βλ. σκέψεις 37, 38, 46, 47, 54)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 41-44)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 55, 56)

  4.  Προς τεκμηρίωση της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε τέτοια ενιαία παράβαση, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η εν λόγω επιχείρηση προτίθετο να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι είχε γνώση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες είχαν κατά νου ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι είχε λογικά τη δυνατότητα να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο.

    Η Επιτροπή δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές όταν ισχυρίζεται ότι το κατά πόσον η επιχείρηση αυτή γνώριζε τη συμφωνία περί προμηθειών μπορούσε να τεκμαρθεί, εκτιμώντας, ιδίως, ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν αρνείται ότι είχε πληροφορηθεί για την εν λόγω συμφωνία και όταν, εξάλλου, παραδέχεται ρητώς ότι η απόφασή της δεν βασίζεται σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία.

    (βλ. σκέψεις 60, 66)

  5.  Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

    Τέτοιου είδους στοιχεία και συμπτώσεις καθιστούν δυνατή, όταν εκτιμώνται συνολικώς, την αποκάλυψη όχι μόνον της υπάρξεως αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών ή συμφωνιών, αλλά και της διάρκειας μιας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς, καθώς και του χρονικού διαστήματος εφαρμογής συμφωνίας συνομολογηθείσας κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού. Όσον αφορά την απουσία αποδείξεων για την ύπαρξη συμφωνίας σε ορισμένα χρονικά διαστήματα ή, τουλάχιστον, για την εφαρμογή της συμφωνίας από την επιχείρηση κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η παράβαση για ορισμένα χρονικά διαστήματα δεν εμποδίζει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση διήρκεσε για συνολικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όταν η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία. Στο πλαίσιο παραβάσεως η οποία εκτείνεται σε περισσότερα έτη, το γεγονός ότι οι εκδηλώσεις της συμπράξεως ανάγονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, τα οποία παρουσιάζουν ασυνέχειες μακράς ή βραχύτερης διάρκειας, δεν ασκεί επιρροή στη διαπίστωση της υπάρξεως της συμπράξεως αυτής, εφόσον οι επιμέρους πράξεις που συναποτελούν την παράβαση επιδιώκουν κοινό σκοπό και εντάσσονται στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

    (βλ. σκέψεις 70-72)

  6.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 73)

  7.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 79-82)

  8.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 83-85)