Υπόθεση C-260/11

The Queen, κατόπιν αίτησης των David Edwards και Lilian Pallikaropoulos

κατά

Environment Agency κ.λπ.

[αίτηση του Supreme Court of the United Kingdom για την έκδοση προδικαστικής απόφασης]

«Περιβάλλον — Σύμβαση του Aarhus — Οδηγία 85/337/ΕΟΚ — Οδηγία 2003/35/ΕΚ — Άρθρο 10α — Οδηγία 96/61/ΕΚ — Άρθρο 15α — Πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος — Έννοια του “απαγορευτικού κόστους” των ένδικων διαδικασιών»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 11ης Απριλίου 2013

  1. Περιβάλλον – Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων στο περιβάλλον – Οδηγίες 85/337 και 96/61 – Δικαίωμα προσφυγής κατά απόφασης για αδειοδότηση – Απαίτηση να μην είναι το κόστος της διαδικασίας απαγορευτικό – Έννοια

    (Οδηγίες του Συμβουλίου 85/337, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2003/35, άρθρο 10a, εδ. 5, και 96/61, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2003/35, άρθρο 15α, εδ. 5)

  2. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ερμηνεία – Διάταξη η οποία δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών – Αυτοτελής και ενιαία ερμηνεία

  3. Περιβάλλον – Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων στο περιβάλλον – Οδηγίες 85/337 και 96/61 – Δικαίωμα προσφυγής κατά απόφασης για αδειοδότηση – Απαίτηση να μην είναι το κόστος της διαδικασίας απαγορευτικό – Εκτίμηση από το εθνικό δικαστήριο – Κριτήρια

    (Οδηγίες του Συμβουλίου 85/337, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2003/35, άρθρο 10a, εδ. 5, και 96/61, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2003/35, άρθρο 15a, εδ. 5)

  1.  Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 85/337, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, και στο άρθρο 15α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 96/61, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, όπως τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2003/35/ΕΚ, απαίτηση να μην έχουν οι δικαστικές διαδικασίες απαγορευτικό κόστος σημαίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ή να συνεχίσουν μια διαδικασία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων χωρίς η ενδεχόμενη οικονομική επιβάρυνση, λαμβανομένων υπόψη όλων των εξόδων στα οποία υποβάλλεται ο ενδιαφερόμενος να συνιστά εμπόδιο συναφώς.

    Η απαίτηση αυτή συναρτάται, στον τομέα του περιβάλλοντος, με τον σεβασμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, όπως κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με την τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας, σύμφωνα με την οποία οι δικονομικές ρυθμίσεις σχετικά με ένδικες προσφυγές που έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν την προάσπιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης.

    (βλ. σκέψεις 33, 35 και διατακτ.)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 29)

  3.  Το εθνικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων, καταδικάζοντας σε αυτά έναν ιδιώτη ο οποίος ηττήθηκε, ως προσφεύγων, σε ένδικη διαφορά σχετική με το περιβάλλον ή, γενικότερα, όταν καλείται να λάβει θέση σε προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας επί ενδεχόμενου περιορισμού των δικαστικών εξόδων που θα κληθεί να αποδώσει διάδικος εφόσον ηττηθεί, οφείλει να ελέγχει ότι η απαίτηση περί μη απαγορευτικού κόστους πληρούται, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το συμφέρον του προσώπου το οποίο επιθυμεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του όσο και το γενικό συμφέρον στην προστασία του περιβάλλοντος.

    Στο πλαίσιο της ως άνω εκτίμησης, ο εθνικός δικαστής δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στην οικονομική κατάσταση του ενδιαφερομένου, αλλά οφείλει να πραγματοποιεί και μια αντικειμενική ανάλυση του ύψους των δικαστικών εξόδων. Έτσι, το κόστος της διαδικασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του ενδιαφερομένου ούτε να είναι, εν πάση περιπτώσει, αντικειμενικά υπέρμετρο εκ πρώτης όψεως. Μπορεί επίσης να λάβει υπόψη την κατάσταση των διαδίκων της συγκεκριμένης διαφοράς, τις εύλογες πιθανότητες νίκης του ενδιαφερομένου, τη σοβαρότητα του διακυβεύματος τόσο για τον ίδιο όσο και για την προστασία του περιβάλλοντος, την πολυπλοκότητα της εφαρμοστέας νομοθεσίας και διαδικασίας, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της προσφυγής του στα διάφορα στάδια της διαδικασίας, καθώς και την ύπαρξη, στο εθνικό δίκαιο, της δυνατότητας είτε για παροχή ευεργετήματος πενίας είτε για εκ των προτέρων περιορισμό της ευθύνης ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    Αντιθέτως, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν αποθαρρύνθηκε στην πράξη να ασκήσει την προσφυγή του δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι το κόστος της οικείας διαδικασίας δεν είναι απαγορευτικό γι’ αυτόν.

    Τέλος, τα κριτήρια για την πραγματοποίηση της εν λόγω εκτίμησης πρέπει να είναι τα ίδια ανεξαρτήτως αν αυτή γίνεται κατά το πέρας μιας πρωτοβάθμιας διαδικασίας, κατ’ έφεση ή κατ’ αναίρεση.

    (βλ. σκέψεις 40-48 και διατακτ.)


Υπόθεση C-260/11

The Queen, κατόπιν αίτησης των David Edwards και Lilian Pallikaropoulos

κατά

Environment Agency κ.λπ.

[αίτηση του Supreme Court of the United Kingdom για την έκδοση προδικαστικής απόφασης]

«Περιβάλλον — Σύμβαση του Aarhus — Οδηγία 85/337/ΕΟΚ — Οδηγία 2003/35/ΕΚ — Άρθρο 10α — Οδηγία 96/61/ΕΚ — Άρθρο 15α — Πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος — Έννοια του “απαγορευτικού κόστους” των ένδικων διαδικασιών»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 11ης Απριλίου 2013

  1. Περιβάλλον — Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων στο περιβάλλον — Οδηγίες 85/337 και 96/61 — Δικαίωμα προσφυγής κατά απόφασης για αδειοδότηση — Απαίτηση να μην είναι το κόστος της διαδικασίας απαγορευτικό — Έννοια

    (Οδηγίες του Συμβουλίου 85/337, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2003/35, άρθρο 10a, εδ. 5, και 96/61, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2003/35, άρθρο 15α, εδ. 5)

  2. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Ερμηνεία — Διάταξη η οποία δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών — Αυτοτελής και ενιαία ερμηνεία

  3. Περιβάλλον — Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων στο περιβάλλον — Οδηγίες 85/337 και 96/61 — Δικαίωμα προσφυγής κατά απόφασης για αδειοδότηση — Απαίτηση να μην είναι το κόστος της διαδικασίας απαγορευτικό — Εκτίμηση από το εθνικό δικαστήριο — Κριτήρια

    (Οδηγίες του Συμβουλίου 85/337, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2003/35, άρθρο 10a, εδ. 5, και 96/61, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2003/35, άρθρο 15a, εδ. 5)

  1.  Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 85/337, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, και στο άρθρο 15α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 96/61, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, όπως τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2003/35/ΕΚ, απαίτηση να μην έχουν οι δικαστικές διαδικασίες απαγορευτικό κόστος σημαίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ή να συνεχίσουν μια διαδικασία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων χωρίς η ενδεχόμενη οικονομική επιβάρυνση, λαμβανομένων υπόψη όλων των εξόδων στα οποία υποβάλλεται ο ενδιαφερόμενος να συνιστά εμπόδιο συναφώς.

    Η απαίτηση αυτή συναρτάται, στον τομέα του περιβάλλοντος, με τον σεβασμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, όπως κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με την τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας, σύμφωνα με την οποία οι δικονομικές ρυθμίσεις σχετικά με ένδικες προσφυγές που έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν την προάσπιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης.

    (βλ. σκέψεις 33, 35 και διατακτ.)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 29)

  3.  Το εθνικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων, καταδικάζοντας σε αυτά έναν ιδιώτη ο οποίος ηττήθηκε, ως προσφεύγων, σε ένδικη διαφορά σχετική με το περιβάλλον ή, γενικότερα, όταν καλείται να λάβει θέση σε προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας επί ενδεχόμενου περιορισμού των δικαστικών εξόδων που θα κληθεί να αποδώσει διάδικος εφόσον ηττηθεί, οφείλει να ελέγχει ότι η απαίτηση περί μη απαγορευτικού κόστους πληρούται, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το συμφέρον του προσώπου το οποίο επιθυμεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του όσο και το γενικό συμφέρον στην προστασία του περιβάλλοντος.

    Στο πλαίσιο της ως άνω εκτίμησης, ο εθνικός δικαστής δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στην οικονομική κατάσταση του ενδιαφερομένου, αλλά οφείλει να πραγματοποιεί και μια αντικειμενική ανάλυση του ύψους των δικαστικών εξόδων. Έτσι, το κόστος της διαδικασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του ενδιαφερομένου ούτε να είναι, εν πάση περιπτώσει, αντικειμενικά υπέρμετρο εκ πρώτης όψεως. Μπορεί επίσης να λάβει υπόψη την κατάσταση των διαδίκων της συγκεκριμένης διαφοράς, τις εύλογες πιθανότητες νίκης του ενδιαφερομένου, τη σοβαρότητα του διακυβεύματος τόσο για τον ίδιο όσο και για την προστασία του περιβάλλοντος, την πολυπλοκότητα της εφαρμοστέας νομοθεσίας και διαδικασίας, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της προσφυγής του στα διάφορα στάδια της διαδικασίας, καθώς και την ύπαρξη, στο εθνικό δίκαιο, της δυνατότητας είτε για παροχή ευεργετήματος πενίας είτε για εκ των προτέρων περιορισμό της ευθύνης ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    Αντιθέτως, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν αποθαρρύνθηκε στην πράξη να ασκήσει την προσφυγή του δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι το κόστος της οικείας διαδικασίας δεν είναι απαγορευτικό γι’ αυτόν.

    Τέλος, τα κριτήρια για την πραγματοποίηση της εν λόγω εκτίμησης πρέπει να είναι τα ίδια ανεξαρτήτως αν αυτή γίνεται κατά το πέρας μιας πρωτοβάθμιας διαδικασίας, κατ’ έφεση ή κατ’ αναίρεση.

    (βλ. σκέψεις 40-48 και διατακτ.)