Υπόθεση C-218/11

Észak-dunántúli Környezetvédelmi és Vízügyi Igazgatóság (Édukövízig)

και

Hochtief Construction AG Magyarországi Fióktelepe, νυν Hochtief

Solutions AG Magyarországi Fióktelepe

κατά

Közbeszerzések Tanácsa Közbeszerzési Döntőbizottság

(αίτηση του Fővárosi Ítélőtábla για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 2004/18/EΚ — Δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών — Άρθρα 44, παράγραφος 2, και 47, παράγραφοι 1, στοιχείο βʹ, 2 και 5 — Οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια των υποψηφίων ή των προσφερόντων — Ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων που έχει καθοριστεί με βάση συγκεκριμένο στοιχείο του ισολογισμού — Λογιστικό στοιχείο στο οποίο μπορούν να ασκήσουν επιρροή οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών περί των ετησίων λογαριασμών των εταιριών»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 18ης Οκτωβρίου 2012

  1. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου – Αναγκαιότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος και λυσιτέλεια των υποβαλλόμενων ερωτημάτων – Εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18 – Διεξαγωγή της διαδικασίας – Ανάθεση συμβάσεων – Κριτήρια ποιοτικής επιλογής – Οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια – Ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων που έχει καθοριστεί με βάση συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα στοιχεία του ισολογισμού – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Υποχρέωση απαλείψεως του κριτηρίου αυτού λόγω διαφορών μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα επίμαχα στοιχεία του ισολογισμού – Δεν υφίσταται

    (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 44 § 2 και 47 § 1, στοιχείο βʹ)

  3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18 – Διεξαγωγή της διαδικασίας – Κριτήρια ποιοτικής επιλογής – Οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια – Αδυναμία ενός οικονομικού φορέα να ανταποκριθεί στο επίμαχο κριτήριο λόγω της υπάρξεως συμβάσεως για τη συστηματική μεταβίβαση των κερδών στη μητρική εταιρία – Οικονομικός φορέας ο οποίος μπορεί να βασιστεί στις ικανότητες άλλων φορέων – Νομοθεσία του κράτους μέλους του φορέα η οποία επιτρέπει τη μεταβίβαση των κερδών χωρίς περιορισμό, σε αντίθεση με τη νομοθεσία του κράτους μέλους της αναθέτουσας αρχής – Δεν ασκεί επιρροή

    (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 47)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 23)

  2.  Τα άρθρα 44, παράγραφος 2, και 47, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχουν την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απαιτεί ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας καθορισμένο με γνώμονα ορισμένο στοιχείο ή ορισμένα στοιχεία του ισολογισμού, εφόσον από το ή τα στοιχεία αυτά μπορεί αντικειμενικά να προκύπτει η ικανότητα του οικονομικού φορέα και εφόσον το επίπεδο αυτό είναι προσαρμοσμένο στη σημασία της οικείας συμβάσεως, υπό την έννοια ότι αποτελεί αντικειμενική ένδειξη ως προς την ύπαρξη επαρκούς οικονομικής και χρηματοοικονομικής βάσεως για την καλή εκτέλεση της συμβάσεως, χωρίς ωστόσο να βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο προς τον σκοπό αυτό. Ο καθορισμός απαιτήσεως περί ορισμένου ελαχίστου επιπέδου οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας δεν μπορεί καταρχήν να αποκλείεται για τον λόγο και μόνο ότι το επίπεδο αυτό αφορά συγκεκριμένο στοιχείο του ισολογισμού σε σχέση με το οποίο ενδέχεται να υφίστανται διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών.

    (βλ. σκέψη 32, διατακτ. 1)

  3.  Το άρθρο 47 της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που ορισμένος οικονομικός φορέας αδυνατεί να τηρήσει ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας, το οποίο συνίσταται στην απαίτηση να μην έχει υπάρξει αρνητικό για περισσότερες από μία από τις τρεις τελευταίες οικονομικές χρήσεις το εμφαινόμενο στον ισολογισμό των υποψηφίων ή προσφερόντων αποτέλεσμα χρήσεως, η αδυναμία δε αυτή οφείλεται σε συμφωνία δυνάμει της οποίας ο φορέας αυτός μεταβιβάζει συστηματικώς τα κέρδη του στη μητρική του εταιρία, ο εν λόγω οικονομικός φορέας, προκειμένου να ανταποκριθεί στο προαναφερθέν ελάχιστο επίπεδο ικανότητας, έχει μόνο τη δυνατότητα να βασιστεί στις ικανότητες άλλου φορέα, σύμφωνα με όσα ορίζει η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού. Άνευ σημασίας είναι, στο πλαίσιο αυτό, κατά πόσον η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους εγκαταστάσεως του οικονομικού φορέα και η νομοθεσία του κράτους μέλους εγκαταστάσεως της αναθέτουσας αρχής διαφέρουν ως προς το ότι η πρώτη επιτρέπει χωρίς περιορισμούς τη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας ενώ η δεύτερη την επιτρέπει μόνον εφόσον η μεταβίβαση των κερδών δεν έχει ως συνέπεια να καταστεί αρνητικό το εμφαινόμενο στον ισολογισμό αποτέλεσμα.

    (βλ. σκέψη 39, διατακτ. 2)


Υπόθεση C-218/11

Észak-dunántúli Környezetvédelmi és Vízügyi Igazgatóság (Édukövízig)

και

Hochtief Construction AG Magyarországi Fióktelepe, νυν Hochtief

Solutions AG Magyarországi Fióktelepe

κατά

Közbeszerzések Tanácsa Közbeszerzési Döntőbizottság

(αίτηση του Fővárosi Ítélőtábla για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 2004/18/EΚ — Δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών — Άρθρα 44, παράγραφος 2, και 47, παράγραφοι 1, στοιχείο βʹ, 2 και 5 — Οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια των υποψηφίων ή των προσφερόντων — Ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων που έχει καθοριστεί με βάση συγκεκριμένο στοιχείο του ισολογισμού — Λογιστικό στοιχείο στο οποίο μπορούν να ασκήσουν επιρροή οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών περί των ετησίων λογαριασμών των εταιριών»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 18ης Οκτωβρίου 2012

  1. Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια — Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου — Αναγκαιότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος και λυσιτέλεια των υποβαλλόμενων ερωτημάτων — Εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  2. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών — Οδηγία 2004/18 — Διεξαγωγή της διαδικασίας — Ανάθεση συμβάσεων — Κριτήρια ποιοτικής επιλογής — Οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια — Ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων που έχει καθοριστεί με βάση συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα στοιχεία του ισολογισμού — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις — Υποχρέωση απαλείψεως του κριτηρίου αυτού λόγω διαφορών μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα επίμαχα στοιχεία του ισολογισμού — Δεν υφίσταται

    (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 44 § 2 και 47 § 1, στοιχείο βʹ)

  3. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών — Οδηγία 2004/18 — Διεξαγωγή της διαδικασίας — Κριτήρια ποιοτικής επιλογής — Οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια — Αδυναμία ενός οικονομικού φορέα να ανταποκριθεί στο επίμαχο κριτήριο λόγω της υπάρξεως συμβάσεως για τη συστηματική μεταβίβαση των κερδών στη μητρική εταιρία — Οικονομικός φορέας ο οποίος μπορεί να βασιστεί στις ικανότητες άλλων φορέων — Νομοθεσία του κράτους μέλους του φορέα η οποία επιτρέπει τη μεταβίβαση των κερδών χωρίς περιορισμό, σε αντίθεση με τη νομοθεσία του κράτους μέλους της αναθέτουσας αρχής — Δεν ασκεί επιρροή

    (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 47)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 23)

  2.  Τα άρθρα 44, παράγραφος 2, και 47, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχουν την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απαιτεί ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας καθορισμένο με γνώμονα ορισμένο στοιχείο ή ορισμένα στοιχεία του ισολογισμού, εφόσον από το ή τα στοιχεία αυτά μπορεί αντικειμενικά να προκύπτει η ικανότητα του οικονομικού φορέα και εφόσον το επίπεδο αυτό είναι προσαρμοσμένο στη σημασία της οικείας συμβάσεως, υπό την έννοια ότι αποτελεί αντικειμενική ένδειξη ως προς την ύπαρξη επαρκούς οικονομικής και χρηματοοικονομικής βάσεως για την καλή εκτέλεση της συμβάσεως, χωρίς ωστόσο να βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο προς τον σκοπό αυτό. Ο καθορισμός απαιτήσεως περί ορισμένου ελαχίστου επιπέδου οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας δεν μπορεί καταρχήν να αποκλείεται για τον λόγο και μόνο ότι το επίπεδο αυτό αφορά συγκεκριμένο στοιχείο του ισολογισμού σε σχέση με το οποίο ενδέχεται να υφίστανται διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών.

    (βλ. σκέψη 32, διατακτ. 1)

  3.  Το άρθρο 47 της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που ορισμένος οικονομικός φορέας αδυνατεί να τηρήσει ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας, το οποίο συνίσταται στην απαίτηση να μην έχει υπάρξει αρνητικό για περισσότερες από μία από τις τρεις τελευταίες οικονομικές χρήσεις το εμφαινόμενο στον ισολογισμό των υποψηφίων ή προσφερόντων αποτέλεσμα χρήσεως, η αδυναμία δε αυτή οφείλεται σε συμφωνία δυνάμει της οποίας ο φορέας αυτός μεταβιβάζει συστηματικώς τα κέρδη του στη μητρική του εταιρία, ο εν λόγω οικονομικός φορέας, προκειμένου να ανταποκριθεί στο προαναφερθέν ελάχιστο επίπεδο ικανότητας, έχει μόνο τη δυνατότητα να βασιστεί στις ικανότητες άλλου φορέα, σύμφωνα με όσα ορίζει η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού. Άνευ σημασίας είναι, στο πλαίσιο αυτό, κατά πόσον η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους εγκαταστάσεως του οικονομικού φορέα και η νομοθεσία του κράτους μέλους εγκαταστάσεως της αναθέτουσας αρχής διαφέρουν ως προς το ότι η πρώτη επιτρέπει χωρίς περιορισμούς τη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας ενώ η δεύτερη την επιτρέπει μόνον εφόσον η μεταβίβαση των κερδών δεν έχει ως συνέπεια να καταστεί αρνητικό το εμφαινόμενο στον ισολογισμό αποτέλεσμα.

    (βλ. σκέψη 39, διατακτ. 2)