ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 1999/37/ΕΚ — Έγγραφα πιστοποιούντα την ταξινόμηση αυτοκινήτων — Προηγουμένως ταξινομηθέντα εντός άλλου κράτους μέλους αυτοκίνητα — Αλλαγή ιδιοκτήτη — Υποχρέωση τεχνικού ελέγχου — Αίτηση προσκομίσεως του πιστοποιητικού πιστότητας — Τεχνικός έλεγχος διενεργηθείς εντός άλλου κράτους μέλους — Μη αναγνώριση — Δεν δικαιολογείται»

Στην υπόθεση C-150/11,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 28 Μαρτίου 2011,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους O. Beyn και A. Μαργέλη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπούμενου από τους T. Materne και J.-C. Halleux, επικουρούμενου από τους F. Libert και S. Rodrigues, δικηγόρους,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus (εισηγητή), A. Ó Caoimh, A. Arabadjiev και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Μαρτίου 2012,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, επιβάλλοντας, πέραν από την προσκόμιση άδειας κυκλοφορίας, την προσκόμιση πιστοποιητικού συμμορφώσεως οχήματος για τον τεχνικό έλεγχο πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας [ταξινόμηση] οχήματος για το οποίο έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος, καθώς και υποβάλλοντας τα οχήματα αυτά σε τεχνικό έλεγχο πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα του τεχνικού ελέγχου που διεξήχθη σε άλλο κράτος μέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας 1999/37/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1999, σχετικά με έγγραφα πιστοποιούντα την ταξινόμηση οχημάτων (EE L 138, σ. 57), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/103/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2006 (EE L 363, σ. 344, στο εξής: οδηγία 1999/37), και του άρθρου 34 ΣΛΕΕ.

Το νομικό πλαίσιο

Η νομοθεσία της Ένωσης

Η οδηγία 1999/37

2

Η οδηγία 1999/37 προβλέπει στην πρώτη, την τρίτη, την πέμπτη, την έκτη και την ενάτη αιτιολογική σκέψη τα εξής:

«(1)

[...] η Κοινότητα έχει θεσπίσει αριθμό μέτρων που αποβλέπουν σε υλοποίηση μιας εσωτερικής αγοράς, η οποία θα αποτελεί έναν χώρο δίχως εσωτερικά σύνορα όπου θα είναι εξασφαλισμένη η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης·

[…]

(3)

[...] η εναρμόνιση της εμφανίσεως και του περιεχομένου της αδείας κυκλοφορίας διευκολύνει την κατανόηση του εγγράφου αυτού και συμβάλλει, ως εκ τούτου, στην ελεύθερη οδική κυκλοφορία των οχημάτων, για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια σε ένα κράτος μέλος, επί του εδάφους των λοιπών κρατών μελών·

[...]

(5)

[...] όλα τα κράτη μέλη απαιτούν ιδίως ως αναγκαία προϋπόθεση για να εκδώσουν άδεια κυκλοφορίας για όχημα, για το οποίο έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος, έγγραφο που πιστοποιεί την έκδοση αυτής της άδειας κυκλοφορίας καθώς και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του οχήματος·

(6)

[...] η εναρμόνιση της εν λόγω άδειας κυκλοφορίας διευκολύνει την επανακυκλοφορία των οχημάτων για τα οποία είχε προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος και συντελεί στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς·

[...]

(9)

[...] για να διευκολυνθούν οι έλεγχοι με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης και της παράνομης εμπορίας κλεμμένων οχημάτων, θα πρέπει να καθιερωθεί στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, βασιζόμενη σε ένα αποτελεσματικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών».

3

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία αφορά τα έγγραφα που εκδίδονται από τα κράτη μέλη κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας οχημάτων.

Δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να χρησιμοποιούν, για την έκδοση προσωρινής άδειας κυκλοφορίας των οχημάτων, έγγραφα τα οποία, ενδεχομένως, δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις της οδηγίας [αυτής].»

4

Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η άδεια κυκλοφορίας που εκδίδεται από ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται από τα λοιπά κράτη μέλη για την αναγνώριση του οχήματος σε περίπτωση διεθνούς κυκλοφορίας ή για την έκδοση νέας αδείας κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος.»

Η οδηγία 2009/40/ΕΚ

5

Η οδηγία 2009/40/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους (EE L 141, σ. 12), η οποία άρχισε να ισχύει στις 26 Ιουνίου 2009, αντικατέστησε την οδηγία 96/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους (EE L 46, σ. 1), της οποίας έκανε μνεία η Επιτροπή κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας λήξεως της προθεσμίας για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογημένη γνώμη, ήτοι της 9ης Δεκεμβρίου 2009, στην υπό κρίση προσφυγή εφαρμόζεται η οδηγία 2009/40. Συναφώς, όπως αναφέρεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2009/40, η οδηγία αυτή, για λόγους σαφήνειας, αναδιατύπωσε την οδηγία 96/96, ενώ οι κρίσιμες για την παρούσα υπόθεση διατάξεις δεν τροποποιήθηκαν.

6

Η δεύτερη, η πέμπτη, η δέκατη έως τη δωδέκατη και η εικοστή έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2009/40 ορίζουν τα ακόλουθα:

«(2)

Στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής μεταφορών, η ενδοκοινοτική κυκλοφορία ορισμένων οχημάτων θα πρέπει να εκτελείται υπό τις πλέον ευνοϊκές συνθήκες, όσον αφορά τόσο την ασφάλεια όσο και τους όρους ανταγωνισμού μεταξύ μεταφορέων στα διάφορα κράτη μέλη.

[...]

(5)

Τα κοινοτικά ελάχιστα πρότυπα και οι μέθοδοι για τον τεχνικό έλεγχο των σημείων που απαριθμούνται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει συνεπώς να καθορισθούν από ειδικές οδηγίες.

[...]

(10)

Ως προς τα συστήματα πέδησης, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καλύπτει κυρίως οχήματα τα οποία έχουν λάβει έγκριση τύπου βάσει των διατάξεων της οδηγίας 71/320/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1971, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στην πέδηση ορισμένων κατηγοριών οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους [EE L 202, σ. 37], μολονότι ορισμένοι τύποι οχημάτων έχουν εγκριθεί με βάση εθνικά πρότυπα που ενδεχομένως διαφέρουν από την παρούσα οδηγία.

(11)

Τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν τους ελέγχους του συστήματος πέδησης για να συμπεριληφθούν και κατηγορίες οχημάτων ή σημείων [ελέγχου] που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

(12)

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν αυστηρότερους ή συχνότερους ελέγχους για τα συστήματα πέδησης.

[...]

(26)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης, ήτοι η επίτευξη της εναρμόνισης των κανόνων των τεχνικών ελέγχων, η αποφυγή της στρέβλωσης του ανταγωνισμού μεταξύ μεταφορέων και η εξασφάλιση του ότι τα οχήματα θα ελέγχονται και θα συντηρούνται σωστά, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω της κλίμακας της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. [...]»

7

Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/40:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που κρίνουν αναγκαία ούτως ώστε να καθίσταται δυνατόν να αποδεικνύεται ότι ένα όχημα υποβλήθηκε επιτυχώς σε τεχνικό έλεγχο σύμφωνα τουλάχιστον με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Τα εν λόγω μέτρα ανακοινώνονται στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

2.   Κάθε κράτος μέλος αναγνωρίζει το αποδεικτικό που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, με το οποίο αποδεικνύεται ότι ένα μηχανοκίνητο όχημα που είναι εγγεγραμμένο στο εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και το ρυμουλκούμενο ή ημιρυμουλκούμενό του, έχουν υποβληθεί επιτυχώς σε τεχνικό έλεγχο σύμφωνα τουλάχιστον με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, σαν να είχε το ίδιο εκδώσει το εν λόγω αποδεικτικό.

3.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να εξασφαλίζουν, κατά το δυνατόν, ότι οι επιδόσεις πέδησης των οχημάτων που είναι εγγεγραμμένα στο έδαφός τους πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.»

8

Το άρθρο 5 της οδηγίας 2009/40 προβλέπει τα εξής:

«Παρά τις διατάξεις των παραρτημάτων I και II, τα κράτη μέλη μπορούν:

α)

να επισπεύδουν την ημερομηνία του πρώτου υποχρεωτικού τεχνικού ελέγχου και, εφόσον χρειάζεται, να απαιτήσουν τον τεχνικό έλεγχο του οχήματος πριν από την ταξινόμηση του·

[...]

δ)

να αυξάνουν τον αριθμό των σημείων που πρέπει να ελέγχονται·

[...]

στ)

να προδιαγράφουν ειδικούς πρόσθετους ελέγχους·

ζ)

να απαιτούν, για τα οχήματα που είναι εγγεγραμμένα στο έδαφός τους, αυστηρότερες ελάχιστες τιμές απόδοσης για τα συστήματα πέδησης από εκείνες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II [...]».

9

Το παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας περιγράφει τα υποχρεωτικά σημεία ελέγχου, μεταξύ άλλων των συστημάτων πέδησης.

Η βελγική νομοθεσία

10

Το άρθρο 23 § 1, πρώτο εδάφιο, § 2 και § 7, του βασιλικού διατάγματος της 15ης Μαρτίου 1968, σχετικά με τον γενικό κανονισμό επί των τεχνικών προδιαγραφών τους οποίους πρέπει να πληρούν τα αυτοκίνητα οχήματα και τα ρυμουλκούμενά τους, τα μέρη τους, καθώς και τα σχετικά με την ασφάλεια εξαρτήματα (Moniteur belge της 28ης Μαρτίου 1968, errata, Moniteur belge της 23ης Απριλίου 1968), όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 20ής Μαΐου 2009, Moniteur belge της 5ης Ιουνίου 2009, σ. 40090, στο εξής: βασιλικό διάταγμα), ορίζει:

«§ 1.   Τα οχήματα τα οποία τίθενται σε κυκλοφορία υπόκεινται σε ελέγχους προκειμένου να εξακριβωθεί η συμμόρφωσή τους στις εφαρμοστέες κανονιστικές διατάξεις.

[...]

§ 2.   Οι έλεγχοι που πρέπει να γίνουν:

A.

Στους ελέγχους συμπεριλαμβάνονται οι έλεγχοι για τους οποίους γίνεται λόγος στο παράρτημα 15 και οι συμπληρωματικοί έλεγχοι που προβλέπονται από ειδικές κανονιστικές διατάξεις.

[...]

§ 7.   Επ’ ευκαιρία των ελέγχων αυτών και καθόσον το όχημα πρέπει να διαθέτει τα έγγραφα αυτά, αυτός ο οποίος παρουσιάζει το όχημα στον έλεγχο προσκομίζει το τελευταίο πιστοποιητικό επιθεωρήσεως καθώς και το σήμα ελέγχου στον εγκεκριμένο οργανισμό και προσκομίζει τα εξής έγγραφα:

την άδεια κυκλοφορίας·

το πιστοποιητικό συμμορφώσεως ή ευρωπαϊκό πιστοποιητικό συμμορφώσεως·

την έκθεση με τα στοιχεία αναγνωρίσεως του οχήματος ή το δελτίο τεχνικών στοιχείων.»

11

Το άρθρο 23 του βασιλικού διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«§ 1.   Οι έλεγχοι όπως προβλέπονται στο άρθρο 23 κατανέμονται σε:

πλήρεις ελέγχους·

μερικούς ελέγχους.

Οι πλήρεις έλεγχοι συνίστανται στην εξακρίβωση:

a)

της αναγνωρίσεως του οχήματος κατά τη διάρκεια της οποίας ελέγχονται ο αριθμός πλαισίου, η άδεια κυκλοφορίας και το πιστοποιητικό συμμορφώσεως ή το ευρωπαϊκό πιστοποιητικό συμμορφώσεως του οχήματος·

b)

της από τεχνικής απόψεως καταστάσεως του οχήματος προκειμένου να εξακριβωθεί αν πληροί τους ισχύοντες κανόνες σε θέματα ασφάλειας και περιβάλλοντος.

Οι μερικοί έλεγχοι κατανέμονται σε:

a)

διοικητικούς ελέγχους οι οποίοι αφορούν αποκλειστικώς τον έλεγχο της άδειας κυκλοφορίας και του πιστοποιητικού συμμορφώσεως ή του ευρωπαϊκού πιστοποιητικού συμμορφώσεως προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτηση άδειας κυκλοφορίας μεταχειρισμένου οχήματος·

b)

επαναληπτικές διοικητικές επιθεωρήσεις αφορώσες αποκλειστικώς την εξακρίβωση του αριθμού πλαισίου, της πινακίδας αναγνωρίσεως και των εγγράφων, ή χωρίς να εμφανιστεί το όχημα, αφορώσες την προσκόμιση των εγγράφων·

c)

επαναληπτικές τεχνικές επιθεωρήσεις, ήτοι, όλους τους λοιπούς μερικούς ελέγχους.

§ 2.   Αναλόγως του τακτικού ρυθμού με τον οποίο λαμβάνουν χώρα, οι πλήρεις έλεγχοι κατανέμονται σε:

περιοδικούς ελέγχους, για τους οποίους γίνεται λόγος στο άρθρο 23 ter·

μη περιοδικούς ελέγχους οι οποίοι λαμβάνουν χώρα υπό συγκεκριμένες συνθήκες όπως καθορίζονται στο άρθρο 23 sexies.

[…]»

12

Κατά το άρθρο 23 sexies § 1 και § 4, του βασιλικού διατάγματος:

«§ 1. Ανεξαρτήτως των κανόνων σχετικά με τους περιοδικούς ελέγγχους, οι μη περιοδικοί έλεγχοι είναι υποχρεωτικοί:

[...]

3° πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των οχημάτων [μηχανοκίνητων που σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν για τη μεταφορά επιβατών και έχουν τουλάχιστον τέσσερις τροχούς, τα οποία περιλαμβάνουν, πέραν του καθίσματος του οδηγού, οκτώ καθίσματα για καθήμενους κατ’ ανώτατο όριο], περιλαμβανομένων των οχημάτων κάμπινγκ [...], και [...] περιλαμβανομένων των οχημάτων επ’ ονόματι άλλου δικαιούχου που προορίζονται για μεταφορά νεκρών.

[...]

§ 4. Κατά τον μη περιοδικό έλεγχο για τον οποίο γίνεται λόγος στην § 1, 3°, του παρόντος άρθρου, το όχημα πρέπει να παρουσιάζεται με την τελευταία χορηγηθείσα για το όχημα αυτό άδεια κυκλοφορίας, καθώς και, είτε την αντίστοιχη πινακίδα αριθμού κυκλοφορίας είτε εμπορική πινακίδα αριθμού κυκλοφορίας και την αντίστοιχη άδεια κυκλοφορίας.

Για την ολοκλήρωση του ελέγχου αυτού, πραγματοποιείται συμπληρωματικός έλεγχος κατά το παράρτημα 22, επιπλέον του πλήρους ελέγχου του οχήματος.

Πάντως, αν η έκθεση εγκεκριμένου διαγνωστικού κέντρου, η οποία χρονολογείται τουλάχιστον δύο μήνες από τη στιγμή κατά την οποία παρουσιάστηκε το όχημα για τον μη περιοδικό αυτό έλεγχο, και αφορά τουλάχιστον τα σημεία τα οποία αφορά το παράρτημα 22, ο έλεγχος αυτός συνίσταται αποκλειστικώς σε πλήρη έλεγχο του οχήματος.

Το αποτέλεσμα του ελέγχου αυτού περιγράφεται λεπτομερώς στην έκθεση περί του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου η οποία χορηγείται συγχρόνως με το πιστοποιητικό επιθεωρήσεως.

Η αποδοχή της αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι το χορηγηθέν πιστοποιητικό επιθεωρήσεως συνάδει προς το άρθρο 23 decies, παράγραφος 1, και έχει πραγματοποιηθεί ο συμπληρωματικός έλεγχος, αν απαιτείται, κατά το παράρτημα 22.»

13

Το παράρτημα 15 του βασιλικού διατάγματος επαναλαμβάνει τα προς έλεγχον στοιχεία και τις αιτίες βλαβών που παραθέτει το παράρτημα II της οδηγίας 2009/40.

14

Το παράρτημα 22 του βασιλικού διατάγματος προβλέπει πλείονα σημεία τα οποία αφορά ο «συμπληρωματικός έλεγχος» που πρέπει να πραγματοποιηθεί για τον μη περιοδικό έλεγχο για τον οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 23 sexies § 1, 3o, του διατάγματος αυτού. Κατά το γράμμα του εν λόγω παραρτήματος, ο συμπληρωματικός έλεγχος αφορά, τουλάχιστον, τη γενική κατάσταση του αυτοκινήτου (παραδείγματος χάρη, τη διάβρωση η οποία δεν επηρεάζει την ασφάλεια, την κατάσταση του εσωτερικού του αυτοκινήτου), τις «On Board Diagnostics» (μεταξύ άλλων, τα στοιχεία ενεργητικής και παθητικής ασφάλειας), τα μηχανικά εξαρτήματα (μεταξύ άλλων, τον συμπλέκτη, τη μηχανή, το σύστημα μεταδόσεως), τα εξαρτήματα της επενδύσεως (παραδείγματος χάρη, τους προφυλακτήρες, το κάλυμμα της μηχανής, τα φτερά), τα φώτα και τους εξοπλισμούς (μεταξύ άλλων, τον κλιματισμό, το σύστημα ελέγχου των υαλοπινάκων).

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

15

Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι ορισμένες διατάξεις της βελγικής νομοθεσίας σχετικά με τη διαδικασία εκδόσεως άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων δεν συνάδουν προς το δίκαιο της Ένωσης, με έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2008, όχλησε το Βασίλειο του Βελγίου να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

16

Με την από 30 Ιανουαρίου 2009 απάντησή του, το Βασίλειο του Βελγίου αντέκρουσε κάθε προβαλλόμενη παράβαση. Επειδή η Επιτροπή δεν ικανοποιήθηκε με την απάντηση αυτή, στις 8 Οκτωβρίου 2009, εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία κάλεσε το Βασίλειο του Βελγίου να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς τη γνώμη αυτή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της. Το Βασίλειο του Βελγίου απάντησε με το από 15 Δεκεμβρίου 2009 έγγραφο, δηλώνοντας την πρόθεσή του να συμμορφωθεί με την εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη. Πάντως, με το από 11 Φεβρουαρίου 2010 έγγραφο, υπεράσπισε την υφιστάμενη βελγική νομοθεσία.

17

Στις 7 Ιουνίου 2010, διαβιβάστηκε στο εν λόγω κράτος μέλος εμπεριστατωμένη γνώμη με την οποία του τάχθηκε προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων για να προτείνει λύση προκειμένου να μην ασκηθεί σχετικώς προσφυγή στο Δικαστήριο. Με το από 30 Ιουνίου 2010 έγγραφο, το Βασίλειο του Βελγίου ανέλαβε τη δέσμευση να τροποποιήσει την επίμαχη νομοθεσία, δηλώνοντας την επιθυμία του να διατηρήσει τον τεχνικό έλεγχο πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας του οχήματος επ’ ονόματι άλλου ιδιοκτήτη, αλλά περιορίζοντάς τον μόνο στα σημεία για τα οποία γίνεται λόγος στο νέο παράρτημα 42 (ουσιαστικά οπτικός έλεγχος), ως προς το αν πληρούνται ορισμένοι όροι. Με την προβλεπομένη αυτή τροποποίηση, δεν είναι πλέον αναγκαία η προσκόμιση του πιστοποιητικού συμμορφώσεως υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σχετικό σχέδιο βασιλικού διατάγματος κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή με τη δέσμευση ότι θα εκδοθεί περί το τέλος του έτους 2010.

18

Πάντως, η Επιτροπή έκρινε ότι τα προτεινόμενα μέτρα δεν μπορούσαν να θέσουν τέρμα στην παράβαση. Κατόπιν ανταλλαγής αλληλογραφίας, νέο σχέδιο βασιλικού διατάγματος διαβιβάστηκε στις 11 Ιανουαρίου 2011, το οποίο αποτέλεσε το αντικείμενο συζητήσεως, στις 26 Ιανουαρίου 2011, μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των βελγικών αρχών.

19

Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν συμμορφώθηκε προς την αιτιολογημένη γνώμη, αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

Επί της προσφυγής

20

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει δύο αιτιάσεις. Με την πρώτη αιτίαση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Βασίλειο του Βελγίου, υποβάλλοντας τα αυτοκίνητα, για τα οποία έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος, σε τεχνικό έλεγχο πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα του τεχνικού ελέγχου που διεξήχθη σε άλλο κράτος μέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ. Με τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή διατείνεται ότι το Βασίλειο του Βελγίου, επιβάλλοντας, πέραν από την προσκόμιση άδειας κυκλοφορίας, την προσκόμιση πιστοποιητικού συμμορφώσεως οχήματος για τον τεχνικό έλεγχο πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας οχήματος για το οποίο έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 1999/37.

Επί του παραδεκτού της δεύτερης αιτιάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

21

To Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι είναι απαράδεκτη η δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής, καθόσον αποσκοπεί στη διαπίστωση ότι το εν λόγω κράτος μέλος παρέβη το σύνολο των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει από την οδηγία 1999/37, εφόσον, στο έγγραφο οχλήσεως, στην αιτιολογημένη γνώμη καθώς και στην έκθεση του νομικού πλαισίου και στην αιτιολογία του δικογράφου της προσφυγής της, η Επιτροπή περιόρισε τις παρατηρήσεις της σε παράβαση του άρθρου 4 της οδηγίας αυτής.

22

Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να είναι μόνο εν μέρει απαράδεκτη εφόσον τα σχετικά αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής δεν μνημονεύουν κανένα άρθρο της οδηγίας 1999/37, αντιθέτως προς τα αιτήματα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C-165/08, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Συλλογή 2009, σ. I-6843, σκέψεις 45 έως 48). Επιπλέον, το γεγονός ότι το Βασίλειο του Βελγίου αντιλήφθηκε ότι η αιτίαση αφορά μόνον το άρθρο 4 της οδηγίας 1999/37, επικεντρώνοντας την άμυνά του επί του άρθρου αυτού, δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να διατυπώσει επακριβώς τα αιτήματά της και δεν δύναται να καταστήσει a posteriori παραδεκτές τις σχετικές αιτιάσεις.

23

Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η δεύτερη αιτίαση είναι παραδεκτή. Ήταν σαφές για το εν λόγω κράτος μέλος ότι η αιτίαση αυτή αφορούσε το άρθρο 4 της οδηγίας, ούτως ώστε δεν εθίγησαν τα δικαιώματά του άμυνας. Πάντως, η Επιτροπή, με το υπόμνημά της απαντήσεως, προέβη σε αναδιατύπωση της αιτιάσεως αυτής, περιορίζοντας την προβαλλομένη παράβαση στο εν λόγω άρθρο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

24

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, σκοπός της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας είναι να παρασχεθεί στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα, αφενός, να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή (αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2004, C-340/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2004, σ. I-9845, σκέψη 25, και της 26ης Απριλίου 2012, C-508/10, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 33).

25

Συνεπώς, το αντικείμενο της ασκούμενης δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ προσφυγής οριοθετείται από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή. Το νομότυπο της διαδικασίας αυτής συνιστά ουσιώδη κατά τη Συνθήκη ΛΕΕ εγγύηση όχι μόνο για την προστασία των δικαιωμάτων του εν λόγω κράτους μέλους αλλά και για να εξασφαλισθεί ότι η δίκη που ενδεχομένως θα κινηθεί θα έχει ως αντικείμενο σαφώς καθορισμένη διαφορά (βλ. αποφάσεις της13ης Δεκεμβρίου 2001, C-1/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I-9989, σκέψη 53· της 29ης Απριλίου 2010, C-160/08, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2010, σ. I-3713, σκέψη 42, και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσα, σκέψη 34).

26

Δυνάμει των άρθρων 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 38, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας αυτού, η Επιτροπή υποχρεούται, επί προσφυγών ασκουμένων δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, να διατυπώνει τις ακριβείς αιτιάσεις επί των οποίων το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί, καθώς και, τουλάχιστον κατά τρόπο συνοπτικό, τα νομικά και πραγματικά στοιχεία επί των οποίων βασίζονται οι αιτιάσεις αυτές (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-347/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1990, σ. I-4747, σκέψη 28· της 16ης Ιουνίου 2005, C-456/03, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2005, σ. I-5335, σκέψη 23, και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσα, σκέψη 35).

27

Κατά συνέπεια, το δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο συνεπή και λεπτομερή τους λόγους που την οδήγησαν να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη κάποια από τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις Συνθήκες (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 36).

28

Στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το δικόγραφο της προσφυγής περιλαμβάνει σαφή έκθεση των πραγματικών και νομικών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται. Ασφαλώς, συνομολογείται ότι, στα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής της, η Επιτροπή δεν αναφέρει κανένα συγκεκριμένο άρθρο της οδηγίας 1999/37. Πάντως, από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογημένη γνώμη, την οποία απηύθυνε η Επιτροπή στο Βασίλειο του Βελγίου, καθώς και από την έκθεση του νομικού πλαισίου και την αιτιολογία του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο προβάλλει παράβαση του άρθρου 4 της οδηγίας αυτής.

29

Επισημαίνεται επίσης ότι, εν προκειμένω, το Βασίλειο του Βελγίου ήταν σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του προς αντίκρουση των αιτιάσεων της Επιτροπής.

30

Από τα προεκτεθέντα, προκύπτει ότι πρέπει να κριθεί παραδεκτή η δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής περί παραβάσεως.

Επί της ουσίας

Επί της πρώτης αιτιάσεως, σχετικά με τον υποχρεωτικό τεχνικό έλεγχο πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας του οχήματος

– Επιχειρήματα των διαδίκων

31

Κατά την Επιτροπή, τα άρθρα 23 § 1 και § 7, καθώς και 23 bis § 1, και 23 sexies § 1 και § 4, του βασιλικού διατάγματος επιβάλλουν κατά γενικό και συστηματικό τρόπο τη διεξαγωγή τεχνικού ελέγχου πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων για τα οποία έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλα κράτη μέλη, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυχόν έλεγχοι που έχουν ήδη διενεργηθεί σε αυτά. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, από τις αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C-297/05, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2007, σ. I-7467, σκέψεις 67 έως 71), και της 5ης Ιουνίου 2008, C-170/07, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Συλλογή 2008, σ. I-87, σκέψεις 36 έως 41), προκύπτει ότι, εφόσον η οδηγία 96/96 δεν προέβη σε εξαντλητική εναρμόνιση, το κύρος ρυθμίσεως μη σύμφωνης προς την αρχή της αναγνωρίσεως των εκδοθέντων από άλλα κράτη μέλη εγγράφων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, δεν μπορεί να εκτιμάται με βάση την αρχή αυτή, αλλά με βάση το άρθρο 34 ΣΛΕΕ.

32

Η Επιτροπή τονίζει ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει ότι η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό των εισαγωγών, καθόσον αποτρέπει ορισμένους ενδιαφερόμενους να εισάγουν, στο Βέλγιο, τέτοια αυτοκίνητα (αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, Επιτροπή κατά Βελγίου, C-217/99, Συλλογή 2000, σ. I-10251, σκέψη 18, και της 7ης Ιουνίου 2007, Επιτροπή κατά Βελγίου, C-254/05, Συλλογή 2007, σ. I-4269, σκέψη 30). Μολονότι μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους οδικής ασφάλειας και λόγους προστασίας του περιβάλλοντος και του καταναλωτή, η ρύθμιση αυτή δεν είναι ανάλογη. Συγκεκριμένα, το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικά μέτρα, όπως με την αναγνώριση των εγγράφων που πιστοποιούν τον τεχνικό έλεγχο και έχουν χορηγηθεί εντός άλλου κράτους μέλους, σε συνδυασμό με τη συνεργασία της τελωνειακής υπηρεσίας ή τη δυνατότητα των βελγικών αρχών να διατυπώνουν μια επιφύλαξη, κατά την έκδοση στο Βέλγιο άδειας κυκλοφορίας οχήματος για το οποίο έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος, υπό την έννοια της ενημερώσεως του καταναλωτή ότι η άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του εκδόθηκε βάσει του πιστοποιητικού τεχνικού ελέγχου άλλου κράτους μέλους και ότι θα υποχρεωθεί, ενδεχομένως, να υποβληθεί μεταγενέστερα σε συμπληρωματικούς ελέγχους.

33

Το Βασίλειο του Βελγίου εκτιμά, κυρίως, ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις.

34

Συναφώς, το Βασίλειο του Βελγίου ισχυρίζεται ότι επιτρέπεται τεχνικός έλεγχος πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας δυνάμει του άρθρου 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/40, το οποίο παρέχει στις εθνικές αρχές περιθώριο εκτιμήσεως για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων που πρέπει να πληρούνται για τον τεχνικό έλεγχο και τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους. Επιπλέον, ο μη περιοδικός αυτός έλεγχος αφορά μόνον την περίπτωση κατά την οποία το όχημα αλλάζει ιδιοκτήτη και επιβαρύνει άνευ διακρίσεων όλα τα αυτοκίνητα, ανεξαρτήτως του αν ταξινομήθηκαν προηγουμένως στο Βέλγιο ή σε άλλο κράτος μέλος και ανεξαρτήτως της ημερομηνίας ισχύος του χορηγηθέντος κατά τον περιοδικό έλεγχο πιστοποιητικού επιθεωρήσεως.

35

Στη συνέχεια, το εν λόγω κράτος μέλος διατείνεται ότι το σχέδιο βασιλικού διατάγματος, περί του οποίου έκανε λόγο στην προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και το οποίο προβλεπόταν να τεθεί σε ισχύ τον Αύγουστο του 2011, προβλέπει ότι λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα των περιοδικών τεχνικών ελέγχων, που έχουν πραγματοποιηθεί εντός του τελευταίου διμήνου στο Βέλγιο ή σε άλλο κράτος μέλος, κατά τρόπον ώστε ο μη περιοδικός έλεγχος πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας επ’ ονόματι άλλου ιδιοκτήτη να περιορίζεται σε έλεγχο του συστήματος πεδήσεως καθώς και σε οπτική επιθεώρηση της τεχνικής καταστάσεως του οχήματος, και να αφορά τα σημεία ελέγχου που προβλέπει το παράρτημα II της οδηγίας 2009/40 και το παράρτημα 22 του βασιλικού διατάγματος. Επομένως, αποφεύγεται κάθε επανάληψη των πραγματοποιηθέντων στο Βέλγιο ή σε άλλο κράτος ελέγχων.

36

Επικουρικώς, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι το εθνικό μέτρο δικαιολογείται από τους σκοπούς της οδικής ασφάλειας, της προστασίας του καταναλωτή, λόγω περιορισμού της δυνατότητας απάτης ως προς τα χιλιόμετρα, καθώς και της προστασίας του περιβάλλοντος, λόγω μειώσεως του περιβαλλοντικού αντίκτυπου του οχήματος που τίθεται σε κυκλοφορία. Επιπλέον, το μέτρο είναι ανάλογο.

37

Όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την οδική ασφάλεια, ο έλεγχος του συστήματος πεδήσεως είναι, ειδικότερα, η μόνη αποτελεσματική μέθοδος για την αξιολόγηση της φθοράς των εξαρτημάτων καθώς και τη διασφάλιση ότι η κατάσταση του συστήματος πεδήσεως ανταποκρίνεται στους ισχύοντες κανόνες. Η βάσει του νέου βασιλικού διατάγματος της 1ης Ιουνίου 2011 διατήρηση του ελέγχου αυτού με τον προσήκοντα εξοπλισμό είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι μπορεί να εμφανιστεί βλάβη του συστήματος αυτού λίγο χρόνο μετά τον τελευταίο έλεγχο. Εξάλλου, ακόμα και αν άλλα μέτρα, όπως αυτά που προτείνει η Επιτροπή, καθιστούν δυνατή την επίτευξη του σκοπού της οδικής ασφάλειας υπό τους ίδιους όρους, ένα κράτος μέλος πρέπει να έχει τη δυνατότητα, στο πλαίσιο του περιθωρίου του εκτιμήσεως, να επιδιώξει επίτευξη του σκοπού αυτού με εθνικό μέτρο το οποίο εκτιμά ως προσήκον.

38

Το εν λόγω κράτος μέλος τονίζει, επίσης, ότι, ελλείψει πλήρους εναρμονίσεως στον τομέα του τεχνικού ελέγχου, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν το επιδιωκόμενο επίπεδο οδικής ασφάλειας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις απαιτήσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (απόφαση της 27ης Μαρτίου 1984, 50/83, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1984, σ. 1633, σκέψη 12, και, κατ’ αναλογία, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1994, C-131/93, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1994, σ. I-3303, σκέψη 16).

39

Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η Επιτροπή διατείνεται ότι το Βασίλειο του Βελγίου, εμμένοντας στην αναγκαιότητα διατηρήσεως του ελέγχου του συστήματος πεδήσεως με το νέο βασιλικό διάταγμα, δέχεται σιωπηρώς ότι η επανάληψη του συνόλου του τεχνικού ελέγχου δεν είναι ούτε απαραίτητη ούτε ανάλογη.

40

Όσον αφορά τις προταθείσες από το καθού κράτος μέλος τροποποιήσεις της επίμαχης ρυθμίσεως, οι οποίες συνίστανται ουσιαστικώς στη διατήρηση περιορισμένου ελέγχου και οι οποίες δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, επαρκείς για να τεθεί τέρμα στην προβαλλομένη παράβαση, η Επιτροπή παραπέμπει στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία δεν μπορεί να λαμβάνονται υπόψη τα μέτρα που θεσπίζει το οικείο κράτος μέλος για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του μετά την άσκηση της προσφυγής λόγω παραβάσεως (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1998, C-71/97, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1998, σ. I-5991, σκέψη 18, και απόφαση της 8ης Μαρτίου 2001, C-276/98, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2001, σ. I-1699, σκέψη 20).

41

Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν ούτε τα επιχειρήματα σχετικά με την ανάγκη και την αναλογικότητα της επαναλήψεως του ελέγχου του συστήματος πεδήσεως. Συγκεκριμένα, αφενός, αν το όχημα προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, ο έλεγχος του συστήματος πεδήσεως πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το παράρτημα II της οδηγίας 2009/40 και το κύρος του ελέγχου αυτού πρέπει να αναγνωρισθεί στα λοιπά κράτη μέλη. Αν το Βασίλειο του Βελγίου έχει εντούτοις ακόμη αμφιβολίες περί του αν οι διενεργηθέντες σε άλλο κράτος μέλος έλεγχοι του συστήματος πεδήσεως αντιστοιχούν στο υφιστάμενο στο Βέλγιο επίπεδο ασφάλειας, θα αρκούσε μια ανά περίπτωση αξιολόγηση των τυχόν διαφορών επιδόσεως του συστήματος πεδήσεως και των ελέγχων αποτελεσματικότητας μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου και του οικείου κράτους μέλους, αντί συστηματικού και γενικού ελέγχου.

42

Αφετέρου, δεν προκύπτει ότι ο εν λόγω έλεγχος είναι αναγκαίος προς αποφυγήν τυχόν πρόσφατων βλαβών του συστήματος πεδήσεως διότι οι βλάβες αυτές μπορεί να επέλθουν και στα αυτοκίνητα που εισάγονται χωρίς αλλαγή ιδιοκτήτη, για τα οποία δεν προβλέπεται τέτοιος έλεγχος. Το αυτό ισχύει για τα ταξινομηθέντα στο Βέλγιο χωρίς αλλαγή ιδιοκτήτη αυτοκίνητα, τα οποία αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα των κυκλοφορούντων στους βελγικούς δρόμους αυτοκινήτων.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή εμφανιζόταν κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσα, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι μεταβολές πoυ επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 2004, C-482/03, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 11, και της 4ης Φεβρουαρίου 2010, C-185/09, Επιτροπή κατά Σουηδίας, σκέψη 9).

44

Δεδομένου ότι η αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής διατυπώθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2009 και το Βασίλειο του Βελγίου την έλαβε στις 9 Οκτωβρίου 2009, η δε ταχθείσα προθεσμία ήταν δύο μήνες από της παραλαβής της γνώμης αυτής, ως χρόνος εκτιμήσεως της υπάρξεως ή μη της προσαπτόμενης παραβάσεως πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί η 9η Δεκεμβρίου 2009. Κατόπιν αυτού, το βασιλικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μετά την ημερομηνία αυτή δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω.

45

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, παρά τη μη ρητή αναφορά κατά την έγγραφη διαδικασία, η Επιτροπή, με την απάντησή της στο τεθέν από το Δικαστήριο ερώτημα καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, περιόρισε την πρώτη αιτίαση της προσφυγής της μόνον στα αυτοκίνητα που ταξινομήθηκαν εντός άλλου κράτους μέλους τα οποία αλλάζουν ιδιοκτήτη κατά την εκ νέου ταξινόμησή τους στο Βέλγιο.

46

Εν προκειμένω, η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο του Βελγίου ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, καθόσον επιβάλλει τεχνικό έλεγχο σε προηγουμένως ταξινομηθέν εντός άλλου κράτους μέλους όχημα πριν από την ταξινόμησή του στο Βέλγιο, μη λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα του τεχνικού ελέγχου που έχει διενεργηθεί εντός του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

47

Η συμφωνία του τεχνικού αυτού ελέγχου με το δίκαιο της Ένωσης πρέπει καταρχάς να εξεταστεί με γνώμονα τις υποχρεώσεις των κρατών μελών που απορρέουν από την οδηγία 2009/40, πριν να εξετασθεί σε σχέση με το άρθρο 34 ΣΛΕΕ.

48

Οι σκοποί της οδηγίας 2009/40, οι οποίοι παρατίθενται στην εικοστή έκτη αιτιολογική σκέψη, είναι η επίτευξη της εναρμονίσεως των κανόνων των τεχνικών ελέγχων, η αποφυγή της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού μεταξύ μεταφορέων και η εξασφάλιση του ότι τα αυτοκίνητα θα ελέγχονται και θα συντηρούνται σωστά.

49

Παρά το περιθώριο εκτιμήσεως που έχουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας, το κύρος ρυθμίσεως η οποία δεν είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναγνωρίσεως των εκδοθέντων σε άλλα κράτη μέλη εγγράφων τα οποία πιστοποιούν ότι διενεργήθηκε επιτυχώς τεχνικός έλεγχος, όπως προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, δεν μπορεί να εκτιμάται βάσει της οδηγίας αυτής, αλλά βάσει του άρθρου 34 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψεις 67 έως 71, και της 5ης Ιουνίου 2008, Επιτροπή κατά Πολωνίας, σκέψεις 36 έως 42).

50

Συναφώς, πρέπει να υπoμνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη με το άρθρο 34 ΣΛΕΕ απαγόρευση μέτρων αποτελέσματος ισοδύναμου προς ποσοτικούς περιορισμούς των εισαγωγών αφορά κάθε κανονιστική ρύθμιση των κρατών μελών ικανή να εμποδίσει, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 16· της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-65/05, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2006, σ. I-10341, σκέψη 27· της 15ης Μαρτίου 2007, C-54/05, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, Συλλογή 2007, σ. I-2473, σκέψη 30· της 24ης Απριλίου 2008, C-286/07, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψη 27, και της 6ης Οκτωβρίου 2011, C-443/10, Bonnarde, Συλλογή 2011, σ. Ι-9327, σκέψη 26).

51

Εν προκειμένω, επιβάλλοντας την υποχρέωση τεχνικού ελέγχου των αυτοκινήτων, πριν από την ταξινόμησή τους από άλλον ιδιοκτήτη, οι βελγικές αρχές υπάγουν στον έλεγχο αυτό, με γενικό και συστηματικό τρόπο, όλα τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα που αλλάζουν ιδιοκτήτη, τα οποία είχαν προηγουμένως ταξινομηθεί σε άλλα κράτη μέλη, και τούτο χωρίς να λαμβάνουν καθόλου υπόψη τυχόν ελέγχους που έχουν ήδη διενεργήσει τα κράτη αυτά. Επομένως, ο μη περιοδικός αυτός έλεγχος ενδέχεται, καθ’ ο μέτρο προστίθεται στους προσφάτως διενεργηθέντες σε άλλα κράτη μέλη τεχνικούς ελέγχους χωρίς αναγνώριση του αποτελέσματός τους, να αποτρέψει ορισμένους ενδιαφερομένους από την αγορά τέτοιων αυτοκινήτων προερχομένων από άλλα κράτη μέλη (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 73, και της 5ης Ιουνίου 2008, Επιτροπή κατά Πολωνίας, σκέψη 44).

52

Ως εκ τούτου η απαίτηση ενός τέτοιου μη περιοδικού τεχνικού ελέγχου πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας επ’ ονόματι άλλου ιδιοκτήτη στο Βέλγιο συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό των εισαγωγών, το οποίο απαγορεύεται από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, εκτός αν μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς.

53

Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι εθνική ρύθμιση που αποτελεί μέτρο ισοδύναμου προς ποσοτικούς περιορισμούς αποτελέσματος δικαιολογείται ενδεχομένως από έναν από τους λόγους γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 36 ΕΚ ή από επιτακτικές ανάγκες. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η εθνική διάταξη πρέπει να είναι ικανή να διασφαλίζει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του ως άνω σκοπού (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 75· της 5ης Ιουνίου 2008, Επιτροπή κατά Πολωνίας, σκέψη 46, και της 10ης Φεβρουαρίου 2009, C-110/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2009, σ. I-519, σκέψη 59).

54

Κατά πάγια επίσης νομολογία, εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να αποδείξουν ότι η κανονιστική ρύθμισή τους πληροί τα αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη κριτήρια (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2008, C-265/06, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2008, σ. Ι-2245, σκέψη 39· της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσα, σκέψη 76, και Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, προπαρατεθείσα, σκέψη 37). Μια τέτοια απόδειξη μπορεί να γίνει μόνο συγκεκριμένα, σε σχέση με τα περιστατικά της δεδομένης υποθέσεως (απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, C-14/02, ATRAL, Συλλογή 2003, σ. I-4431, σκέψη 67).

55

Συναφώς, οι δικαιολογίες τις οποίες προβάλλει το Βασίλειο του Βελγίου αφορούν την ανάγκη επιτεύξεως των σκοπών της προστασίας του καταναλωτή και του περιβάλλοντος, καθώς και της οδικής ασφάλειας που συνιστούν κατά τη νομολογία, επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος δυνάμενους να δικαιολογήσουν περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 77· της 10ης Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 38· της 5ης Ιουνίου 2008, Επιτροπή κατά Πολωνίας, σκέψη 49, και της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 60).

56

Όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών και του περιβάλλοντος, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι ορισμένες πτυχές του τεχνικού ελέγχου καθιστούν δυνατό τον περιορισμό των κινδύνων απάτης ως προς τα χιλιόμετρα καθώς και τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο του αυτοκινήτου που τίθεται σε κυκλοφορία. Πάντως, δεν διευκρινίζει για ποιες πτυχές πρόκειται, ούτε σε ποιο μέτρο συμβάλλουν στην επίτευξη των εν λόγω σκοπών.

57

Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν απέδειξε in concreto τον προσήκοντα χαρακτήρα του τεχνικού ελέγχου ούτε την αναγκαιότητά του προς διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών και του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, η in abstracto μόνον επίκληση των σκοπών αυτών δεν αρκεί για να δικαιολογήσει μέτρο όπως τον επίδικο τεχνικό έλεγχο.

58

Όσον αφορά τον προσήκοντα χαρακτήρα του σκοπού κατοχυρώσεως της οδικής ασφάλειας, επισημαίνεται ότι το Βασίλειο του Βελγίου προβάλλει, με το υπόμνημά του αντικρούσεως, τον εν λόγω σκοπό σε σχέση με τη διατήρηση του ελέγχου του συστήματος πεδήσεως που προβλέπει το εκδοθέν την 1η Ιουνίου 2011 νέο βασιλικό διάταγμα, το οποίο, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής. Με το υπόμνημά του ανταπαντήσεως, το Βασίλειο του Βελγίου επικαλείται την προστασία της οδικής ασφάλειας σε σχέση με τον τεχνικό έλεγχο, δηλαδή το σύνολο των σημείων ελέγχου πλην του ελέγχου του συστήματος πεδήσεως, μολονότι, ειδικότερα, αναφέρει μόνον τον έλεγχο της γενικής καταστάσεως του αυτοκινήτου και τον έλεγχο των μηχανικών εξαρτημάτων. Το Βασίλειο του Βελγίου διατείνεται ότι η κυκλοφορία ενός αυτοκινήτου με τεχνικές πλημμέλειες αποτελεί κίνδυνο για την οδική ασφάλεια.

59

Ασφαλώς, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει διατάξεων πλήρους εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ένωσης, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν το επιδιωκόμενο επίπεδο οδικής ασφάλειας στην επικράτειά τους, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις απαιτήσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1984, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 12· καθώς και, κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1994, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 16, και της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 61).

60

Πάντως, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να αποδείξουν ότι η κανονιστική ρύθμισή τους είναι ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του.

61

Εν προκειμένω, μολονότι δεν διακυβεύεται η ικανότητα υλοποιήσεως του σκοπού της οδικής ασφάλειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν αποδεικνύει συγκεκριμένα την αναγκαιότητα, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, του τεχνικού ελέγχου των αυτοκινήτων προελεύσεως άλλων κρατών μελών κατά την εκ νέου ταξινόμησή τους στο Βέλγιο. Παρατηρείται, μεταξύ άλλων, ότι ο κίνδυνος για την οδική ασφάλεια τον οποίο συνεπάγεται η κυκλοφορία αυτοκινήτου με τεχνικές πλημμέλειες μπορεί επίσης να επέλθει επί των εισαγομένων χωρίς αλλαγή ιδιοκτήτη αυτοκινήτων, για τα οποία δεν προβλέπεται τέτοιος έλεγχος. Το αυτό ισχύει προκειμένου για ταξινομηθέντα στο Βέλγιο αυτοκίνητα χωρίς αλλαγή ιδιοκτήτη, τα οποία αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα των κυκλοφορούντων στους βελγικούς δρόμους αυτοκινήτων.

62

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο του Βελγίου, υποβάλλοντας τα αυτοκίνητα για τα οποία έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος σε τεχνικό έλεγχο πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας επ’ ονόματι άλλου ιδιοκτήτη χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα του τεχνικού ελέγχου που διεξήχθη σε άλλο κράτος μέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ.

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, σχετικά με την υποχρέωση της προσκομίσεως πιστοποιητικού συμμορφώσεως οχήματος για τον τεχνικό έλεγχο πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας οχήματος για το οποίο έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος

– Επιχειρήματα των διαδίκων

63

Κατά την Επιτροπή, η βελγική κανονιστική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει ότι το πιστοποιητικό συμμορφώσεως αυτοκινήτου, για το οποίο έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης, πρέπει να προσκομίζεται επιπλέον της άδειας κυκλοφορίας ούτως ώστε το αυτοκίνητο αυτό να μπορεί να υποβληθεί σε τεχνικό έλεγχο πριν από την έκδοση νέας άδειας κυκλοφορίας, αντιβαίνει στο άρθρο 4 της οδηγίας 1999/37 και καθιστά κενή περιεχομένου την αρχή της αναγνωρίσεως των εναρμονισμένων αδειών κυκλοφορίας που εκδίδουν άλλα κράτη μέλη.

64

Η εθνική κανονιστική ρύθμιση έχει περιοριστικό αποτέλεσμα στην εισαγωγή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στο Βέλγιο εφόσον, στα περισσότερα κράτη μέλη, το πιστοποιητικό συμμορφώσεως δεν ακολουθεί το αυτοκίνητο. Η Επιτροπή εκτιμά ότι το μέτρο αυτό δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους όπως η ανάγκη να είναι γνωστά τα τεχνικά χαρακτηριστικά του αυτοκινήτου στο πλαίσιο εφαρμογής μιας πολιτικής οδικής ασφάλειας ή η προστασία των καταναλωτών, μεταξύ άλλων κατά της απάτης ή της κλοπής των αυτοκινήτων. Εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω μέτρο είναι δυσανάλογο για τους σκοπούς αυτούς, λαμβανομένων υπόψη των πολυάριθμων ρυθμίσεων που έχουν τεθεί σε εφαρμογή σε ευρωπαϊκό επίπεδο και επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς.

65

Συναφώς, η Επιτροπή υπενθύμισε, στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι η αρχή κάθε κράτους μέλους η οποία εκδίδει πιστοποιητικό συμμορφώσεως πρέπει να αποστέλει στους ομολόγους της των άλλων κρατών μελών αντίγραφο του πιστοποιητικού εγκρίσεως τύπου οχήματος, το οποίο περιέχει τα τεχνικά χαρακτηριστικά κάθε οχήματος δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στην έγκριση των αυτοκινήτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 46), του οποίου το περιεχόμενο επαναλαμβάνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (οδηγία-πλαίσιο) (EE L 263, σ. 1).

66

Επιπλέον, καθόσον η λύση την οποία προτείνει το Βασίλειο του Βελγίου συνίσταται στη δημιουργία ηλεκτρονικής βάσεως δεδομένων με όλα τα τεχνικά στοιχεία των αυτοκινήτων, η οποία καθιστά περιττή την προσκόμιση του πιστοποιητικού συμμορφώσεως, δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή πριν από το τέλος του 2012, το εν λόγω κράτος μέλος δεν θέσπισε εμπροθέσμως τις νομοθετικές του διατάξεις και δεν μπορεί να επικαλείται εσωτερικές καταστάσεις για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων και προθεσμιών που προκύπτουν από τους κανόνες της Ένωσης.

67

Το Βασίλειο του Βελγίου εκτιμά ότι, αν βεβαίως κριθεί παραδεκτή η αιτίαση αυτή, η σχετική εθνική κανονιστική ρύθμιση συνάδει με το άρθρο 4 της οδηγίας 1999/37, δικαιολογείται και είναι ανάλογη. Κατά την άποψη του εν λόγω κράτους μέλους, η προσκόμιση πιστοποιητικού συμμορφώσεως δεν ταυτίζεται με την απλή έκδοση άδειας κυκλοφορίας αυτοκινήτων καθόσον όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά τα οποία περιλαμβάνονται στο πιστοποιητικό συμμορφώσεως δεν μνημονεύονται στα υφιστάμενα σχετικά έγγραφα πιστοποιούντα την ταξινόμηση.

68

Το Βασίλειο του Βελγίου προβάλλει ως δικαιολογία τους τρεις σκοπούς τους οποίους προέβαλε ως απάντηση στην πρώτη αιτίαση, ήτοι την προστασία του περιβάλλοντος, την προστασία των καταναλωτών καθώς και την οδική ασφάλεια.

69

Το Βασίλειο του Βελγίου αμφισβητεί ότι τα μέτρα τα οποία αναφέρει η Επιτροπή στο δικόγραφο της προσφυγής της είναι λιγότερο περιοριστικά και περισσότερο προσαρμοσμένα στους σκοπούς που επιδιώκονται με την προσκόμιση του πιστοποιητικού συμμορφώσεως απ’ ό,τι η επίμαχη ρύθμιση. Αναφερόμενο στις αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα του υφιστάμενου συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών, τις οποίες εξέφρασε η ίδια η Επιτροπή κατά τη δημόσια διαβούλευση του Μαρτίου του 2011 περί της εκδόσεως άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, σύστημα το οποίο πρότεινε η Επιτροπή ως θεμιτή εναλλακτική λύση για τα επίμαχα μέτρα, και ελλείψει λειτουργικής βάσεως δεδομένων, προσβάσιμης από όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες, το εν λόγω κράτος μέλος θεωρεί ότι η προσκόμιση του πιστοποιητικού συμμορφώσεως είναι η μόνη, η πιο πρακτική και η λιγότερο επαχθής λύση για την υλοποίηση των πολιτικών στον τομέα του περιβάλλοντος και της οδικής ασφάλειας.

70

Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Βασίλειο του Βελγίου δέχθηκε, με το από 26 Ιανουαρίου 2010 έγγραφό του, καθώς και, κατόπιν της διευρύνσεως της άμυνάς του διά της αναφοράς και του άρθρου 36 ΣΛΕΕ, ότι το αίτημα του πιστοποιητικού συμμορφώσεως μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε ορισμένους καταναλωτές και συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία αντίθετο προς στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ. Πάντως, και αντιθέτως προς όσα διατείνεται το καθού κράτος μέλος συνάγοντας από το άρθρο 1 της οδηγίας 1999/37 δυνατότητα παρεκκλίσεως και, επομένως, μη πλήρους εναρμονίσεως, το εθνικό αυτό μέτρο πρέπει, κατά την Επιτροπή, να εκτιμηθεί αποκλειστικώς σε σχέση με το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως. Η Επιτροπή, μη δεχόμενη τη δυνατότητα παρεκκλίσεως ούτε για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, εκτιμά ότι τα προβληθέντα συναφώς από τις βελγικές αρχές επιχειρήματα είναι αλυσιτελή.

71

Επικουρικώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν είναι πειστική η επιχειρηματολογία του καθού κράτους μέλους σχετικά με τη δικαιολογία του περιορισμού. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι για ένα αυτοκίνητο έχει ήδη εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος συνεπάγεται ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους αυτού θεώρησαν ότι το εν λόγω αυτοκίνητο πληροί τις δυνάμει του δικαίου της Ένωσης εφαρμοστέες τεχνικές επιταγές. Εφόσον το Βασίλειο του Βελγίου πρέπει να γνωρίζει τα τεχνικά χαρακτηριστικά κάθε αυτοκινήτου δυνάμει της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών, γενικό μέτρο συνιστάμενο στην επιβολή της υποχρεώσεως προσκομίσεως του πιστοποιητικού συμμορφώσεως πιστότητας δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε ανάλογο. Εξάλλου, το επιχείρημα του Βασιλείου του Βελγίου που αντλείται από αμφιβολία περί της αποτελεσματικότητας του υφιστάμενου συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών δεν είναι λυσιτελές, διότι τούτο δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη της τηρήσεως των ισχυουσών διατάξεων.

72

Στο υπόμνημα ανταπαντήσεώς του, το Βασίλειο του Βελγίου υπενθυμίζει ότι η οδηγία 1999/37 προβλέπει δυνατότητα παρεκκλίσεως, παρατηρώντας ότι από το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η οδηγία εφαρμόζεται στα έγγραφα που εκδίδονται από τα κράτη μέλη κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και ουδόλως θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να χρησιμοποιούν, για την έκδοση προσωρινής άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, έγγραφα τα οποία, ενδεχομένως, δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

73

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το γράμμα του άρθρου 4 της οδηγίας 1999/37, το οποίο προβλέπει ότι η άδεια κυκλοφορίας που εκδίδεται από ένα κράτος μέλος σύμφωνα με το υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας αυτής πρέπει να αναγνωρίζεται από τα άλλα κράτη μέλη ενόψει της νέας ταξινομήσεως του οχήματος στα κράτη αυτά, προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν αφήνει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναγνωρίσεως των αδειών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων.

74

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την τρίτη, την πέμπτη και την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 1999/37, η οδηγία αυτή αποσκοπεί να συμβάλει στην ελεύθερη οδική κυκλοφορία επί του εδάφους των λοιπών κρατών μελών προβλέποντας ως αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση άδειας κυκλοφορίας αυτοκινήτου, για το οποίο έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος, έγγραφο που πιστοποιεί την έκδοση αυτής της άδειας κυκλοφορίας καθώς και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του αυτοκινήτου, προς διευκόλυνση της επανακυκλοφορίας των εν λόγω αυτοκινήτων σε άλλο κράτος μέλος και συμβάλλει με τον τρόπο αυτό στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

75

Πάντως, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα τεχνικά χαρακτηριστικά μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, για τα οποία έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλα κράτη μέλη, μπορούν να καθορίζονται βάσει των ήδη υφισταμένων εγγράφων πιστοποιούντων την ταξινόμηση (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2008, Επιτροπή κατά Πολωνίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 38).

76

Επομένως, το Βασίλειο του Βελγίου δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη συστηματική απαίτηση προσκομίσεως πιστοποιητικού συμμορφώσεως λόγω της αναγκαιότητας εξακριβώσεως των τεχνικών χαρακτηριστικών των αυτοκινήτων που διαθέτουν άδεια κυκλοφορίας.

77

Όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, μια τέτοια απαίτηση καθιστά κενή περιεχομένου την αρχή της αναγνωρίσεως των εναρμονισμένων αδειών κυκλοφορίας που εκδίδουν άλλα κράτη μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 4 της οδηγίας 1999/37.

78

Όπως προκύπτει από το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/37, μόνο σε περίπτωση εκδόσεως προσωρινής άδειας κυκλοφορίας, τα κράτη μέλη δικαιούνται να χρησιμοποιήσουν έγγραφα τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή άδεια κυκλοφορίας.

79

Εν προκειμένω, το Βασίλειο του Βελγίου δεν μπορεί να επικαλεστεί έναν από τους λόγους γενικού συμφέροντος που ορίζονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ ή έναν από τους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εφόσον από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, πλην της περιπτώσεως προσωρινής άδειας κυκλοφορίας, η οδηγία 1999/37 δεν παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να απαιτήσουν άλλο έγγραφο εκτός από την άδεια κυκλοφορίας κατά την ταξινόμηση αυτοκινήτου, το οποίο είχε προηγουμένως ταξινομηθεί εντός άλλου κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, όταν ένα ζήτημα ρυθμίζεται κατά τρόπο εναρμονισμένο στο επίπεδο της Ένωσης, κάθε σχετικό εθνικό μέτρο πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων του εν λόγω μέτρου εναρμονίσεως και όχι υπό το πρίσμα των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 1993, C-37/92, Vanacker και Lesage, Συλλογή 1993, σ. I-4947, σκέψη 9· της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-324/99, DaimlerChrysler, Συλλογή 2001, σ. I-9897, σκέψη 32, καθώς και της 30ής Απριλίου 2009, C-132/08, Lidl Magyarország, Συλλογή 2009, σ. I-3841, σκέψη 42).

80

Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο του Βελγίου, απαιτώντας συστηματικώς, για τον υποχρεωτικό τεχνικό έλεγχο αυτοκινήτου, για το οποίο έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας στο Βέλγιο, πέραν της προσκομίσεως της εναρμονισμένης άδειας κυκλοφορίας, την προσκόμιση του πιστοποιητικού συμμορφώσεως του οχήματος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4 της οδηγίας 1999/37.

81

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να κριθεί βάσιμη.

Επί των δικαστικών εξόδων

82

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εφόσον η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου του Βελγίου και το Βασίλειο του Βελγίου ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Το Βασίλειο του Βελγίου, απαιτώντας συστηματικώς, πέραν της προσκομίσεως της άδειας κυκλοφορίας, την προσκόμιση του πιστοποιητικού συμμορφώσεως οχήματος για τον τεχνικό έλεγχο πριν από την ταξινόμηση αυτοκινήτου, για το οποίο έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος, καθώς και υποβάλλοντας τα αυτοκίνητα αυτά, τα οποία αλλάζουν ιδιοκτήτη, σε τεχνικό έλεγχο πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα του τεχνικού ελέγχου που διεξήχθη σε άλλο κράτος μέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4 της οδηγίας 1999/37/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1999, σχετικά με έγγραφα πιστοποιούντα την ταξινόμηση οχημάτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/103/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2006, και του άρθρου 34 ΣΛΕΕ.

 

2)

Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.