ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 21ης Ιουνίου 2012 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα των οργάνων — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Άρθρο 4, παράγραφος 5 — Περιεχόμενο — Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος — Εναντίωση του εν λόγω κράτους μέλους στη δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων — Έκταση του εκ μέρους του οργάνου και του δικαστή της Ένωσης ελέγχου των αντιρρήσεων που προβάλλει το κράτος μέλος — Προσκόμιση του επίδικου εγγράφου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης»

Στην υπόθεση C-135/11 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 16 Μαρτίου 2011,

IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds gGmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους S. Crosby και S. Santoro, advocaten,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. O’Reilly και P. Costa de Oliveira, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

το Βασίλειο της Δανίας,

το Βασίλειο της Φινλανδίας,

το Βασίλειο της Σουηδίας,

παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta, E. Juhász και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Μαρτίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds gGmbH (στο εξής: IFAW) ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 2011, T-362/08, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-11, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 19ης Ιουνίου 2008 (στο εξής: επίδικη απόφαση), με την οποία δεν της επετράπη η πρόσβαση σε έγγραφο που διαβίβασαν οι γερμανικές αρχές στο εν λόγω θεσμικό όργανο στο πλαίσιο διαδικασίας αποχαρακτηρισμού προστατευόμενου τόπου βάσει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206, σ. 7).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 255, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ ορίζει τα εξής:

«1.   Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, υπό την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που θα καθοριστούν σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

2.   Οι γενικές αρχές και τα όρια, εκ λόγων δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν αυτό το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα, καθορίζονται από το Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251, εντός διετίας από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ.»

3

Η αφορώσα το άρθρο [255], παράγραφος 1, [ΕΚ] δήλωση αριθ. 35, η οποία προσαρτάται στην Τελική Πράξη της Συνθήκης του Άμστερνταμ, έχει ως εξής:

«Η Διάσκεψη συμφωνεί ότι οι κατά το άρθρο [255], παράγραφος 1, [ΕΚ] αρχές και προϋποθέσεις επιτρέπουν στα κράτη μέλη να ζητούν από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο να μην ανακοινώνουν σε τρίτους έγγραφα προερχόμενα από το εκάστοτε αιτούν κράτος χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του.»

4

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο του 19, δεύτερο εδάφιο, από τις 3 Δεκεμβρίου 2001.

5

Η δεύτερη, η τέταρτη και η δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1049/2001 έχουν ως εξής:

«(2)

Η διαφάνεια εξασφαλίζει μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και, παράλληλα, εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοίκησης έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα. Η διαφάνεια συμβάλλει στην ενίσχυση των αρχών της δημοκρατίας και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως θεσπίζονται από το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]

(4)

Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα της πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα και να θεσπίσει τις γενικές αρχές και τα όρια της πρόσβασης αυτής σύμφωνα με το άρθρο 225, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ.

[…]

(10)

Προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια των εργασιών των θεσμικών οργάνων, το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα θα πρέπει να χορηγείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή όχι μόνο για έγγραφα που συντάσσονται από τα θεσμικά όργανα αλλά και για έγγραφα που παραλαμβάνονται από αυτά. Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζονται τα προβλεπόμενα στη δήλωση αριθ. 35 […] σύμφωνα με τα οποία ένα κράτος μέλος δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο να μην κοινοποιήσει ένα έγγραφο προς τρίτους όταν το εν λόγω έγγραφο προέρχεται από το κράτος μέλος αυτό, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του.»

6

Το άρθρο 1 του κανονισμού 1049/2001, που τιτλοφορείται «Σκοπός», ορίζει, στο στοιχείο αʹ, τα εξής:

«Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι:

α)

να καθορίσει τις αρχές, τους όρους και τους περιορισμούς, για λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (εφεξής “τα θεσμικά όργανα”), όπως προβλέπεται στο άρθρο 255 της Συνθήκης ΕΚ, ώστε να εξασφαλίζεται όσο το δυνατόν ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφα.»

7

Κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, του εν λόγω κανονισμού:

«1.   Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

[…]

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

8

Το άρθρο 3 του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«Για τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, νοείται ως:

α)

“έγγραφο”: οποιοδήποτε περιεχόμενο ανεξάρτητα από το χρησιμοποιηθέν υπόθεμα (γραμμένο σε χαρτί ή αποθηκευμένο υπό ηλεκτρονική μορφή, ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή) που αφορά τις πολιτικές, τις δράσεις και τις αποφάσεις αρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου,

β)

“τρίτος”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οντότητα εκτός του αρμόδιου θεσμικού οργάνου, περιλαμβανομένων των κρατών μελών, άλλων κοινοτικών ή εξωκοινοτικών θεσμών και φορέων και των τρίτων κρατών.»

9

Το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, που αριθμεί τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως, έχει ως εξής:

«1.   Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

α)

του δημοσίου συμφέροντος, όσον αφορά:

τη δημόσια ασφάλεια,

την άμυνα και τις στρατιωτικές υποθέσεις,

τις διεθνείς σχέσεις,

τη δημοσιονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική της Κοινότητας ή ενός κράτους μέλους,

[…]

3.   […]

Ένα θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση, εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

4.   Στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 2, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι.

5.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μην δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς προηγούμενη συμφωνία του.

6.   Εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα.

7.   Οι εξαιρέσεις που περιέχονται στις παραγράφους 1 έως 3 εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου. Οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοστούν για μέγιστη περίοδο 30 ετών. Στην περίπτωση εγγράφων που καλύπτονται από τις εξαιρέσεις οι οποίες σχετίζονται με τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ή τα εμπορικά συμφέροντα, και στην περίπτωση ευαίσθητων εγγράφων, οι εξαιρέσεις μπορούν εν ανάγκη να εξακολουθήσουν και μετά την περίοδο αυτή.»

Ιστορικό της διαφοράς

10

Η IFAW είναι μη κυβερνητική οργάνωση η δράση της οποίας αποσκοπεί στη διασφάλιση καλών συνθηκών διαβιώσεως για τα ζώα και στην προστασία της φύσης. Έχοντας εναντιωθεί στην υλοποίηση βιομηχανικού σχεδίου σε προστατευόμενο τόπο της Γερμανίας (στο εξής: επίμαχο βιομηχανικό σχέδιο), η IFAW ζήτησε πρόσβαση σε σειρά εγγράφων τα οποία περιήλθαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο της εξετάσεως του εν λόγω βιομηχανικού σχεδίου και ειδικότερα σε ορισμένα έγγραφα προερχόμενα από διάφορες αρχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Επί της πρώτης αιτήσεως της IFAW περί προσβάσεως στα έγγραφα

11

Με αίτηση της 20ής Δεκεμβρίου 2001 προς την Επιτροπή, η IFAW ζήτησε πρόσβαση σε διάφορα έγγραφα που είχαν περιέλθει στο εν λόγω θεσμικό όργανο στο πλαίσιο της εξετάσεως του επίμαχου βιομηχανικού σχεδίου και συγκεκριμένα σε ορισμένα έγγραφα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Δήμου Αμβούργου, καθώς και σε ένα έγγραφο της 15ης Μαρτίου 2000 που είχε απευθύνει ο Γερμανός Καγκελάριος στον Πρόεδρο της Επιτροπής (στο εξής: έγγραφο του Γερμανού Καγκελαρίου).

12

Κρίνοντας ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 της απαγόρευε, ελλείψει προηγούμενης συγκατάθεσης του οικείου κράτους μέλους, να γνωστοποιήσει το περιεχόμενο των εγγράφων τα οποία αφορούσε η αίτηση, η Επιτροπή εξέδωσε στις 26 Μαρτίου 2002 απόφαση απορριπτική της αιτήσεως της IFAW περί προσβάσεως στα σχετικά έγγραφα.

13

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 4 Ιουνίου 2002, η IFAW άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως.

14

Με την από 30 Νοεμβρίου 2004 απόφαση που εξέδωσε επί της υποθέσεως T-168/02, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II-4135), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη.

15

Στις 10 Φεβρουαρίου 2005 το Βασίλειο της Σουηδίας, παρεμβαίνον στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, άσκησε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της αποφάσεως αυτής.

16

Το Δικαστήριο, με την από 18 Δεκεμβρίου 2007 απόφαση που εξέδωσε επί της υποθέσεως C-64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-11389), αναίρεσε την προαναφερθείσα απόφαση IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής και ακύρωσε την από 26 Μαρτίου 2002 απόφαση της Επιτροπής.

Επί της δεύτερης αιτήσεως της IFAW περί προσβάσεως στα έγγραφα

17

Κατόπιν της εκδόσεως της προαναφερθείσας αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής, η IFAW ζήτησε εκ νέου, με έγγραφο της 13ης Φεβρουαρίου 2008 προς την Επιτροπή, να της επιτραπεί η πρόσβαση στα έγγραφα που οι γερμανικές αρχές είχαν αποστείλει στο εν λόγω θεσμικό όργανο στο πλαίσιο της εξετάσεως του επίμαχου βιομηχανικού σχεδίου.

18

Με έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή γνωστοποίησε ότι είχε παραλάβει το από 13 Φεβρουαρίου 2008 έγγραφο της αναιρεσείουσας.

19

Στις 26 Μαρτίου 2008 η αναιρεσείουσα κάλεσε την Επιτροπή να απαντήσει στην από 13 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή της.

20

Με έγγραφο της 7ης Απριλίου 2008, η Επιτροπή πληροφόρησε την αναιρεσείουσα ότι βρισκόταν σε διαβουλεύσεις με τις γερμανικές αρχές σχετικά με το ζήτημα της δημοσιοποιήσεως των εγγράφων τα οποία αφορούσε η αίτηση.

21

Στις 9 Απριλίου 2008 η αναιρεσείουσα κάλεσε εκ νέου την Επιτροπή να απαντήσει, και μάλιστα πριν από τις 22 Απριλίου 2008, στην από 13 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή της.

22

Μη έχοντας λάβει απάντηση εκ μέρους της Επιτροπής, η αναιρεσείουσα υπέβαλε, με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2008, επιβεβαιωτική αίτηση.

23

Στις 19 Μαΐου 2008 η Επιτροπή απέστειλε στην αναιρεσείουσα έγγραφο με το οποίο της γνωστοποίησε ότι είχε παραλάβει την επιβεβαιωτική αίτηση και ότι θα της απαντούσε εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001.

24

Στις 19 Ιουνίου 2008 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση επί της επιβεβαιωτικής αιτήσεως της IFAW, η οποία κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα αυθημερόν. Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή δημοσιοποίησε όλα τα έγγραφα που είχε ζητήσει η αναιρεσείουσα, ήτοι οκτώ έγγραφα που της είχαν αποστείλει ο Δήμος Αμβούργου και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, πλην του εγγράφου του Γερμανού Καγκελαρίου, στη δημοσιοποίηση του οποίου εναντιώθηκαν οι γερμανικές αρχές.

25

Κατά την επίδικη απόφαση, αφενός, οι γερμανικές αρχές δήλωσαν ότι η δημοσιοποίηση του εγγράφου του Γερμανού Καγκελαρίου θα έθιγε το δημόσιο συμφέρον, όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις και την οικονομική πολιτική της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη και τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

26

Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, το εν λόγω έγγραφο αφορά μια εμπιστευτική δήλωση η οποία συντάχθηκε για εσωτερική μόνο χρήση και άπτεται της οικονομικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και άλλων κρατών μελών. Η δημοσιοποίηση του εγγράφου αυτού δεν προσκρούει απλώς στον εμπιστευτικό χαρακτήρα του, σε βάρος των διεθνών σχέσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τα θεσμικά όργανα και με άλλα κράτη μέλη, αλλά επιπλέον θέτει σε κίνδυνο την οικονομική πολιτική της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και άλλων κρατών μελών. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη και τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δεν έπρεπε να επιτραπεί η πρόσβαση στο έγγραφο του Γερμανού Καγκελαρίου.

27

Αφετέρου, όπως προκύπτει από την επίδικη απόφαση, οι γερμανικές αρχές επισήμαναν ότι η δημοσιοποίηση του εγγράφου του Γερμανού Καγκελαρίου θίγει σοβαρά την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

28

Συγκεκριμένα, κατά την επίδικη απόφαση, το εν λόγω έγγραφο αφορά μια εμπιστευτική δήλωση προς την Επιτροπή, η οποία συντάχθηκε για εσωτερική μόνο χρήση στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων για την εξέταση του επίμαχου βιομηχανικού σχεδίου. Η δημοσιοποίηση του εγγράφου αυτού θίγει σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση έχει εφαρμογή στο έγγραφο του Γερμανού Καγκελαρίου.

29

Η Επιτροπή επανέλαβε κατ’ ουσίαν, με την επίδικη απόφαση, τους ισχυρισμούς που προέβαλαν οι γερμανικές αρχές. Επιπλέον, εξέτασε αν υφίστατο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του εν λόγω εγγράφου. Εν προκειμένω, έκρινε ότι δεν είχε στη διάθεσή της κανένα στοιχείο ενδεικτικό της υπάρξεως ενδεχόμενου υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, το οποίο να κατισχύει της επιταγής προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής.

30

Όσον αφορά το ζήτημα της μερικής προσβάσεως στο επίμαχο έγγραφο, η Επιτροπή επισήμανε, με την επίδικη απόφαση, ότι ήταν υποχρεωμένη, βάσει της προαναφερθείσας αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής, να αντλήσει τις συνέπειες της εκβάσεως της διαδικασίας διαβουλεύσεων και να μην επιτρέψει, λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρέσεις που επικαλέστηκαν οι γερμανικές αρχές και τους λόγους που προέβαλαν, την πρόσβαση στο έγγραφο του Γερμανού Καγκελαρίου. Εφόσον οι αρχές αυτές εναντιώθηκαν στη δημοσιοποίηση ολόκληρου του εγγράφου του Γερμανού Καγκελαρίου, δεν ήταν δυνατόν να επιτραπεί η πρόσβαση σε ένα μέρος μόνον του εγγράφου αυτού βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001.

Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

31

Η IFAW άσκησε στις 28 Αυγούστου 2008 προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως, η οποία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

32

Με τις σκέψεις 67 έως 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 ανάγει την προηγούμενη συγκατάθεση του κράτους μέλους σε αναγκαία προϋπόθεση της δημοσιοποιήσεως των προερχόμενων από το κράτος μέλος αυτό εγγράφων.

33

Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, ο κανονισμός 1049/2001 δεν αναγνωρίζει στο οικείο κράτος μέλος γενικό και ανεπιφύλακτο δικαίωμα αρνησικυρίας, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να εναντιωθεί, κατά την απόλυτη κρίση του και χωρίς να χρειάζεται να αιτιολογήσει την απόφασή του, στη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή θεσμικού οργάνου, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από το οικείο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού επιτρέπει στο οικείο κράτος μέλος να εναντιωθεί στη δημοσιοποίηση εγγράφων προερχόμενων από το ίδιο μόνο βάσει των ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεων του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, και μόνον εφόσον το οικείο κράτος μέλος έχει αιτιολογήσει προσηκόντως την άποψή του επ’ αυτού.

34

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή οφείλει, πριν αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος, να εξετάσει αν το κράτος αυτό στήριξε την εναντίωσή του στις ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, και αν αιτιολόγησε προσηκόντως την άποψή του επ’ αυτού.

35

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 84 έως 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση η άρνηση προσβάσεως σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος στηρίχθηκε στις αντιρρήσεις που είχε προβάλει το κράτος αυτό, δεν συνέτρεχε λόγος να δοθεί απάντηση στο ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να ασκήσει, πέραν ενός αμιγώς τυπικού ελέγχου της υπάρξεως αιτιολογίας στην άρνηση προσβάσεως εκ μέρους του κράτους μέλους και παραπομπής στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001, και έναν εκ πρώτης όψεως ή πλήρη έλεγχο των αντιρρήσεων που είχε προβάλει το κράτος μέλος.

36

Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, σε περίπτωση που η απόφαση της Επιτροπής σχετικά με τη δημοσιοποίηση εγγράφου προερχόμενου από κράτος μέλος αντιστοιχεί στο αίτημα που έχει διατυπώσει το κράτος αυτό δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, το μόνο είδος ελέγχου που προσήκει είναι ο έλεγχος τον οποίο έχει την εξουσία να διενεργήσει ο δικαστής της Ένωσης επί της αποφάσεως της Επιτροπής να μην επιτρέψει την πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο.

37

Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε ακολούθως, με τις σκέψεις 101 έως 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη βασιμότητα της αποφάσεως της Επιτροπής να μην επιτρέψει την πρόσβαση στο έγγραφο του Γερμανού Καγκελαρίου.

38

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, καταρχάς, με τη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στην υπό κρίση περίπτωση της αρνήσεως της Επιτροπής να επιτρέψει την πρόσβαση σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, η εφαρμογή των σχετικών με το δημόσιο συμφέρον εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού βασιζόταν στην επί της ουσίας εκτίμηση που είχε πραγματοποιήσει το κράτος μέλος και όχι σε εκείνη που είχε πραγματοποιήσει η Επιτροπή.

39

Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, ακολούθως, με τις σκέψεις 105 και 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, όσον αφορά την έκταση του ελέγχου της νομιμότητας μιας τέτοιας αποφάσεως εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης, στο πλαίσιο της εφαρμογής από θεσμικό όργανο μίας εκ των ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεων που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έπρεπε να αναγνωρισθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ευρεία διακριτική ευχέρεια προκειμένου να εξακριβώσει αν η δημοσιοποίηση εγγράφων σχετικών με τομείς καλυπτόμενους από τις εξαιρέσεις αυτές είναι ικανή να θίξει το δημόσιο συμφέρον.

40

Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, με τη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης έπρεπε να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων που διέπουν τη διαδικασία και την παράθεση αιτιολογίας, την ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών και την απουσία πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και καταχρήσεως εξουσίας.

41

Κατόπιν του ελέγχου αυτού, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η εκτίμηση κατά την οποία η δημοσιοποίηση του εγγράφου του Γερμανού Καγκελαρίου ήταν ικανή να θίξει την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά την οικονομική πολιτική της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν στηριζόταν σε πρόδηλη πλάνη των γερμανικών αρχών. Ως εκ τούτου, με τη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κρίθηκε ότι ορθώς η Επιτροπή αρνήθηκε τη δημοσιοποίηση του εγγράφου του Γερμανού Καγκελαρίου κατόπιν της εναντιώσεως που προέταξε το εν λόγω κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, στηριζόμενο στην εξαίρεση που αφορά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος σε σχέση με την οικονομική πολιτική κράτους μέλους και που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τέταρτη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού.

42

Τέλος, ενώ η IFAW είχε ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων, να προσκομίσει το έγγραφο του Γερμανού Καγκελαρίου, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι μπορούσε να αποφανθεί λυσιτελώς επί της προσφυγής βάσει των αιτημάτων, των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που ανέπτυξαν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια της δίκης, αρνήθηκε να διατάξει την προσκόμιση του εν λόγω εγγράφου.

Αιτήματα των διαδίκων

43

Η IFAW ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, καθώς και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

44

Η Επιτροπή ζητεί:

να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικαστεί η IFAW στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

45

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους, αντλούμενους από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 και, δεύτερον, λόγω της αποφάσεώς του να μη διενεργήσει πλήρη έλεγχο επί του εγγράφου του Γερμανού Καγκελαρίου προκειμένου να εξακριβώσει αν ήταν βάσιμη η αιτιολογία της αρνήσεως προσβάσεως στο εν λόγω έγγραφο.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

46

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η IFAW υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, μη αναγνωρίζοντας ότι, όσον αφορά το έγγραφο στο οποίο το οικείο κράτος μέλος δεν επιτρέπει την πρόσβαση, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει εξαντλητικώς τις αντιρρήσεις που προέβαλε το κράτος μέλος αυτό βάσει των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001.

Επιχειρήματα των διαδίκων

47

Η IFAW υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν ήταν ούτε αναγκαίο ούτε σκόπιμο να προβεί η Επιτροπή σε ενδελεχή εξέταση των αντιρρήσεων που προέβαλε το οικείο κράτος μέλος, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Κατά την αναιρεσείουσα, η Επιτροπή, πέραν της υποχρεώσεώς της να εξακριβώσει αν το εν λόγω κράτος μέλος είχε αιτιολογήσει τις αντιρρήσεις του, όφειλε, αφενός, να ελέγξει αν η αιτιολογία αυτή στηρίζεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 και, αφετέρου, να εξετάσει in concreto αν οι εξαιρέσεις και η αιτιολογία που προβλήθηκαν έχουν εφαρμογή στο επίμαχο έγγραφο.

48

Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εξέτασε αν, εκ πρώτης όψεως, οι εξαιρέσεις και η αιτιολογία προβλήθηκαν ορθώς, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, και, δεδομένου ότι συνέτρεχε η περίπτωση αυτή, προέβαλε τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η απόφασή της να μην επιτρέψει την πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

49

Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι σκοπός του κανονισμού 1049/2001, όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του και το άρθρο 1, είναι να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή θεσμικού οργάνου. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, το δικαίωμα αυτό δεν καλύπτει μόνον τα έγγραφα που συντάσσουν τα θεσμικά όργανα, αλλά και όσα παραλαμβάνουν από τρίτους, μεταξύ των οποίων καταλέγονται και τα κράτη μέλη, όπως ρητώς διευκρινίζει το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού.

50

Ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει πάντως, στο άρθρο 4, εξαιρέσεις από αυτό το δικαίωμα προσβάσεως. Η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού ορίζει, ειδικότερα, ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μη δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του.

51

Εν προκειμένω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε την ευχέρεια που της παρέχει το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 5, και ζήτησε από την Επιτροπή να μη δημοσιοποιήσει το έγγραφο του Γερμανού Καγκελαρίου. Το κράτος μέλος αυτό στήριξε τις αντιρρήσεις του στις εξαιρέσεις που αφορούν την προστασία του δημοσίου συμφέροντος σε σχέση με τις διεθνείς σχέσεις και την οικονομική πολιτική κράτους μέλους, τις οποίες προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη και τέταρτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού, καθώς και στην εξαίρεση που αφορά την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής και προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου αυτού κανονισμού. Κατά συνέπεια, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή στήριξε την άρνηση προσβάσεως στο έγγραφο του Γερμανού Καγκελαρίου στις αντιρρήσεις που είχαν προβάλει οι γερμανικές αρχές βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001.

52

Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει, με την προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, το περιεχόμενο των αντιρρήσεων που προβάλλει ένα κράτος μέλος δυνάμει της εν λόγω διατάξεως.

53

Το Δικαστήριο τόνισε επ’ αυτού ότι η εν λόγω διάταξη έχει διαδικαστικό χαρακτήρα, στον βαθμό που απλώς απαιτεί την προηγούμενη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους, σε περίπτωση υποβολής εκ μέρους του ειδικής αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα, και εντάσσεται στη διαδικασία εκδόσεως αποφάσεων της Ένωσης (προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψεις 78 και 81).

54

Η παράγραφος 5 του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, αντιθέτως προς την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, η οποία παρέχει στους τρίτους, στην περίπτωση εγγράφων προερχόμενων από αυτούς, μόνον το δικαίωμα να πραγματοποιήσουν διαβουλεύσεις με το θεσμικό όργανο όσον αφορά την εφαρμογή μιας εκ των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, ανάγει την προηγούμενη συγκατάθεση του κράτους μέλους σε αναγκαία προϋπόθεση της δημοσιοποιήσεως των εγγράφων που προέρχονται από το οικείο κράτος μέλος, εφόσον αυτό το ζητήσει.

55

Το Δικαστήριο έκρινε, συνεπώς, ότι, εφόσον κράτος μέλος έκανε χρήση της ευχέρειας που του αναγνωρίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 να ζητήσει να μη δημοσιοποιηθεί, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του, συγκεκριμένο έγγραφο προερχόμενο από το ίδιο, για την τυχόν δημοσιοποίηση του εγγράφου από το θεσμικό όργανο απαιτείται η προηγούμενη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους (προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 50).

56

Εντεύθεν προκύπτει, a contrario, ότι το θεσμικό όργανο που δεν έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους δεν νομιμοποιείται να δημοσιοποιήσει το επίμαχο έγγραφο (προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 44). Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, η απόφαση της Επιτροπής επί της αιτήσεως προσβάσεως στο έγγραφο του Γερμανού Καγκελαρίου εξηρτάτο από την απόφαση που έλαβαν οι γερμανικές αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως της επίδικης αποφάσεως.

57

Κατά τη σκέψη 58 της προαναφερθείσας αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής, πάντως, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν αναγνωρίζει στο οικείο κράτος μέλος γενικό και ανεπιφύλακτο δικαίωμα αρνησικυρίας το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να εναντιωθεί, κατά την απόλυτη κρίση του και χωρίς να χρειάζεται να αιτιολογήσει την απόφασή του, στη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή θεσμικού οργάνου, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από το οικείο κράτος μέλος.

58

Κατά τη σκέψη 76 της προαναφερθείσας αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής, η άσκηση της εξουσίας την οποία απονέμει στο οικείο κράτος μέλος το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 πλαισιώνεται από τις ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεις που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 έως 3 του ίδιου αυτού άρθρου, οπότε στο κράτος μέλος αυτό αναγνωρίζεται επ’ αυτού απλώς και μόνον εξουσία συμμετοχής στην απόφαση του θεσμικού οργάνου. Η προηγούμενη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους, στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 5 του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού, δεν ομοιάζει συνεπώς με δικαίωμα αρνησικυρίας κατά το δοκούν, αλλά με κάποιας μορφής σύμφωνη γνώμη ως προς το ότι δεν συντρέχουν λόγοι εξαιρέσεως βασιζόμενοι στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού αυτού. Ως εκ τούτου, η διαδικασία λήψεως αποφάσεων, την οποία θεσπίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, επιβάλλει τόσο στο οικείο θεσμικό όργανο όσο και στο οικείο κράτος μέλος την υποχρέωση τηρήσεως των ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού (προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 83).

59

Κατά συνέπεια, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 παρέχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να εναντιωθεί στη δημοσιοποίηση εγγράφων προερχόμενων από το ίδιο μόνον εφόσον η εναντίωσή του στηρίζεται στις ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου αυτού και εφόσον αιτιολογήσει προσηκόντως την άποψή του επ’ αυτού (προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 99).

60

Όσον αφορά, εν προκειμένω, την έκταση εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 έναντι της Επιτροπής, υπενθυμίζεται ότι, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με τη σκέψη 94 της προαναφερθείσας αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής, η παρέμβαση του κράτους μέλους δεν συνεπάγεται, έναντι του αιτούντος την πρόσβαση, ότι η απόφαση την οποία απευθύνει στον αιτούντα μεταγενέστερα το θεσμικό όργανο, προς απάντηση στην αίτηση προσβάσεως που του υπέβαλε σχετικά με έγγραφο που βρισκόταν στην κατοχή του οικείου οργάνου, παύει να αποτελεί πράξη της Ένωσης.

61

Το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως όργανο, ως εκδότης αποφάσεως απορρίπτουσας αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα, είναι επομένως υπεύθυνο για τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως. Το Δικαστήριο έχει δεχτεί επ’ αυτού ότι το οικείο όργανο δεν μπορεί να δώσει συνέχεια στην εναντίωση ενός κράτους μέλους στη δημοσιοποίηση εγγράφου προερχόμενου από αυτό το κράτος, αν η εναντίωση αυτή στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας ή αν η προβαλλόμενη αιτιολογία δεν ανάγεται στις απαριθμούμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις (προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 88).

62

Ως εκ τούτου, το όργανο αυτό, πριν αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος, οφείλει να εξετάσει αν το εν λόγω κράτος μέλος στήριξε την εναντίωσή του στις ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 και αν αιτιολόγησε προσηκόντως τη θέση του επ’ αυτού. Συνεπώς, στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως σε έγγραφο, η Επιτροπή πρέπει να βεβαιωθεί ότι υφίσταται τέτοια αιτιολογία και να την επικαλεστεί στην απόφαση που θα εκδώσει κατά το πέρας της διαδικασίας (προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 99).

63

Απεναντίας, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η IFAW, δεν απόκειται στο όργανο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως να εξετάσει εξαντλητικώς τους λόγους εναντιώσεως του οικείου κράτους μέλους, εκτείνοντας τον έλεγχό του πέραν του ζητήματος αν υφίσταται αιτιολογία στηριζόμενη στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001.

64

Συγκεκριμένα, η απαίτηση τέτοιας εξαντλητικής εξετάσεως θα παρείχε –κακώς– στο επιλαμβανόμενο της σχετικής αιτήσεως όργανο τη δυνατότητα, αφ’ ης στιγμής πραγματοποιηθεί η εκτίμηση αυτή, να κοινοποιήσει το επίμαχο έγγραφο στον αιτούντα παρά την αιτιολογημένη κατά την έννοια των σκέψεων 61 και 62 της παρούσας αποφάσεως εναντίωση του κράτους μέλους από το οποίο προέρχεται το εν λόγω έγγραφο.

65

Ως εκ τούτου, η IFAW κακώς υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι δεν δέχτηκε ότι η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε εξαντλητική εξέταση των αντιρρήσεων που προέβαλε το οικείο κράτος μέλος, ως προς την άρνηση δημοσιοποιήσεως του επίμαχου εγγράφου, βάσει των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001.

66

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της IFAW πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

67

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η IFAW υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο εκ μέρους του έλεγχο χωρίς να εξετάσει το έγγραφο του οποίου τη δημοσιοποίηση δεν επέτρεψε η Επιτροπή.

Επιχειρήματα των διαδίκων

68

Η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να διατάξει την προσκόμιση του εγγράφου του Γερμανού Καγκελαρίου που είχε στην κατοχή της η Επιτροπή, στο μέτρο που η προσκόμισή του ήταν απαραίτητη προκειμένου να μπορέσει το Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει απευθείας, βάσει των πραγματικών περιστατικών, τη συνδρομή και, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα εφαρμογής των εξαιρέσεων που επικαλέστηκε το εν λόγω όργανο προς δικαιολόγηση της αποφάσεώς του να μην επιτρέψει τη δημοσιοποίηση του εν λόγω εγγράφου και που είχε αρχικώς επικαλεστεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Συναφώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να εκπληρώσει το καθήκον του χωρίς να έχει λάβει γνώση του επίμαχου εγγράφου και να το έχει εξετάσει.

69

Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια στη λήψη μέτρων όσον αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων, περιλαμβανομένης της προσκομίσεως εγγράφων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

70

Από τη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν παρακωλύει την εκ μέρους του διενέργεια, επί της αποφάσεως της Επιτροπής να μην επιτρέψει την πρόσβαση σε έγγραφο, ελέγχου ο οποίος δεν περιορίζεται σε μια εκ πρώτης όψεως εξέταση και συνεπάγεται την ουσιαστικής φύσεως εκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 στην προκειμένη περίπτωση.

71

Η εκτίμηση αυτή δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

72

Συγκεκριμένα, σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος αρνείται αιτιολογημένα να επιτρέψει την πρόσβαση στο επίδικο έγγραφο, οπότε, συνακόλουθα, το οικείο θεσμικό όργανο είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την αίτηση προσβάσεως, ο αιτών απολαύει ένδικης προστασίας. Εναπόκειται στην αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να ελέγξει, κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου του οποίου η αίτηση προσβάσεως απορρίφθηκε από το θεσμικό όργανο, αν αυτή η άρνηση προσβάσεως στηρίχθηκε βασίμως στις εν λόγω εξαιρέσεις και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν η άρνηση αυτή αποτελεί απόρροια της εκτιμήσεως των εξαιρέσεων αυτών εκ μέρους του ίδιου του θεσμικού οργάνου ή του οικείου κράτους μέλους (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψεις 90 και 94).

73

Συναφώς, η διασφάλιση της εν λόγω ένδικης προστασίας υπέρ του αιτούντος πρόσβαση σε ένα ή πλείονα έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος, στην περίπτωση που η σχετική αίτηση απορρίφθηκε από το θεσμικό όργανο κατόπιν της εναντιώσεως του εν λόγω κράτους μέλους στη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου, προϋποθέτει ότι ο δικαστής της Ένωσης εκτιμά τη νομιμότητα της αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως στο οικείο έγγραφο in concreto (βλ., επί του σημείου αυτού, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C-266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I-1233, σκέψεις 33 έως 39), λαμβάνοντας υπόψη όλα τα χρήσιμα για την κρίση του στοιχεία, στα οποία καταλέγονται κατά κύριο λόγο τα έγγραφα των οποίων δεν επετράπη η δημοσιοποίηση. Προκειμένου να τηρηθεί εν προκειμένω η απαγόρευση δημοσιοποιήσεως των επίμαχων εγγράφων ελλείψει προηγούμενης συγκαταθέσεως του οικείου κράτους μέλους, στο Γενικό Δικαστήριο απόκειται να πραγματοποιήσει την εξέταση των εν λόγω εγγράφων κεκλεισμένων των θυρών, ούτως ώστε να μην έχουν πρόσβαση στα έγγραφα οι διάδικοι, όπως προβλέπει το άρθρο 67, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

74

Από τις σκέψεις 152 και 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαίο να διατάξει την προσκόμιση του εγγράφου του οποίου δεν επετράπη, εν προκειμένω, η δημοσιοποίηση, ήτοι του εγγράφου του Γερμανού Καγκελαρίου.

75

Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το εν λόγω έγγραφο, δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει in concreto αν ήταν θεμιτή η άρνηση προσβάσεως στο έγγραφο αυτό βάσει των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 και, κατά συνέπεια, να ελέγξει τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως, αντιθέτως προς την απαίτηση που απορρέει από τη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως.

76

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα βασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο εκ μέρους του έλεγχο χωρίς να εξετάσει απευθείας το έγγραφο του οποίου τη δημοσιοποίηση δεν επέτρεψε η Επιτροπή, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

77

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και, κατά συνέπεια, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

78

Δυνάμει του άρθρου 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο δύναται είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικώς επί της διαφοράς, όταν είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο.

79

Εν προκειμένω, η υπόθεση δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση και, ως εκ τούτου, πρέπει να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί, όσον αφορά το έγγραφο του Γερμανού Καγκελαρίου, επί της προσφυγής που άσκησε ενώπιόν του η IFAW ζητώντας την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 2011, T-362/08, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής.

 

2)

Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της προσφυγής που άσκησε η IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds gGmbH ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2008, με την οποία δεν της επετράπη η πρόσβαση σε έγγραφο που διαβίβασαν οι γερμανικές αρχές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας αποχαρακτηρισμού προστατευόμενου τόπου βάσει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας.

 

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.