ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 15ης Νοεμβρίου 2012 ( *1 )

«Κοινοτική προστασία των φυτικών ποικιλιών — Κανονισμός (EK) 2100/94 — Μεταποίηση — Υποχρέωση του μεταποιητή να παρέχει πληροφορίες στον δικαιούχο κοινοτικής προστασίας — Υποχρεώσεις όσον αφορά τη χρονική στιγμή και το περιεχόμενο της αιτήσεως παροχής πληροφοριών»

Στην υπόθεση C-56/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberlandesgericht Düsseldorf (Γερμανία) με απόφαση της 3ης Ιανουαρίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Φεβρουαρίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Raiffeisen-Waren-Zentrale Rhein-Main eG

κατά

Saatgut-Treuhandverwaltungs GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, E. Levits (εισηγητή), J.-J. Kasel και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: K. Sztranc-Sławiczek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαρτίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Raiffeisen-Waren-Zentrale Rhein-Main eG, εκπροσωπούμενη από τους C. Bittner και F. Eckard, Rechtsanwälte,

η Saatgut-Treuhandverwaltungs GmbH, εκπροσωπούμενη από τους K. von Gierke και J. Forkel, Rechtsanwälte,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Schima, M. Vollkommer, F. Wilman και I. Galindo Martin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουνίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 3, έκτη περίπτωση, του κανονισμού (EK) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ L 227, σ. 1), καθώς και του άρθρου 9, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (EK) 1768/95 της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση εκτελεστικών κανόνων σχετικά με την γεωργική εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 (ΕΕ L 173, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 2605/98 της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 1998 (ΕΕ L 328, σ. 6, στο εξής: κανονισμός 1768/95).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ Raffeisen-Waren-Zentrale Rhein-Main eG (στο εξής: RWZ) και Saatgut-Treuhandverwaltungs GmbH (στο εξής: STV) σχετικά με αίτηση παροχής πληροφοριών την οποία υπέβαλε η τελευταία για τις περιόδους εμπορίας πιστοποιημένων σπόρων 2005/2006 και 2006/2007.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός 2100/94

3

Κατά το άρθρο 11 του κανονισμού 2100/94, έχει δικαίωμα κοινοτικής προστασίας φυτικών ποικιλιών ο «δημιουργός» τους, δηλαδή «το πρόσωπο που δημιούργησε ή ανακάλυψε και ανέπτυξε την ποικιλία ή ο διάδοχός του».

4

Το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Δικαιώματα του κατόχου κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας και απαγορευμένες πράξεις», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Σύμφωνα με το κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας, ο κάτοχος ή οι κάτοχοι κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, καλούμενος εφεξής “κάτοχος”, δικαιούται να προβαίνει στις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 15 και 16, για τις ακόλουθες πράξεις όσον αφορά τα συστατικά ποικιλίας, ή τα συγκομισθέντα υλικά της προστατευόμενης ποικιλίας, […] απαιτείται η άδεια του κατόχου:

α)

παραγωγή ή αναπαραγωγή (πολλαπλασιασμός)·

[...]

Ο κάτοχος μπορεί να χορηγεί την άδεια αυτή υπό όρους και περιορισμούς.

[...]»

5

Το άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Παρέκκλιση από τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικής ποικιλίας», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13, παράγραφος 2, και για τη διασφάλιση της γεωργικής παραγωγής, οι καλλιεργητές επιτρέπεται να χρησιμοποιούν, για σκοπούς αναπαραγωγής σε αγρό της εκμετάλλευσής τους, το προϊόν της συγκομιδής το οποίο έλαβαν φυτεύοντας, στην εκμετάλλευσή τους, πολλαπλασιαστικό υλικό μιας ποικιλίας, εκτός των υβριδίων ή των σύνθετων ποικιλιών, η οποία καλύπτεται από κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικών ποικιλιών.»

6

Το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94 προβλέπει τα εξής:

«Οι προϋποθέσεις της παρεκκλίσεως που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και διασφάλισης των έννομων συμφερόντων του δημιουργού της φυτικής ποικιλίας και του καλλιεργητή καθορίζονται, πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, με εκτελεστικούς κανόνες που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 114, βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

[...]

οι μικροκαλλιεργητές δεν υποχρεούνται να καταβάλλουν αμοιβή στον κάτοχο· [...]

[...]

οι λοιποί καλλιεργητές θα υποχρεούνται να καταβάλλουν στον κάτοχο μια δίκαιη αμοιβή, η οποία είναι αισθητά χαμηλότερη από το ποσό που καταβάλλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού της ίδιας ποικιλίας στην ίδια περιοχή· το πραγματικό επίπεδο της δίκαιης αυτής αμοιβής μπορεί να μεταβάλλεται με το χρόνο, ανάλογα με την έκταση στην οποία γίνεται χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, για την συγκεκριμένη ποικιλία,

[...]

οι καλλιεργητές και οι μεταποιητές παρέχουν, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, κατάλληλες πληροφορίες στους κατόχους· [...]».

Ο κανονισμός 1768/95

7

Το άρθρο 2 του κανονισμού 1768/95 έχει ως ακολούθως:

«1.   Οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 1 θα πρέπει να εφαρμόζονται τόσο από τον κάτοχο, ο οποίος εκπροσωπεί τον δημιουργό, όσο και από τον καλλιεργητή, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζονται τα νόμιμα συμφέροντα και των δύο.

2.   Τα νόμιμα συμφέροντα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι διασφαλίζονται εάν ένα ή περισσότερα από τα συμφέροντα αυτά επηρεάζονται δυσμενώς χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη να διατηρηθεί μία λογική ισορροπία μεταξύ όλων αυτών ή η ανάγκη για αναλογικότητα μεταξύ του σκοπού του σχετικού όρου και του αποτελέσματος της εφαρμογής του.»

8

Το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού, που θέτει τους κανόνες όσον αφορά την οφειλόμενη στον ως άνω κάτοχο αμοιβή, ορίζει τα εξής:

«1.   Το ύψος της δίκαιης αμοιβής που θα πρέπει να καταβληθεί στον κάτοχο βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού [2100/94] μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης μεταξύ του κατόχου και του ενδιαφερόμενου καλλιεργητή.

2.   Στις περιπτώσεις όπου δεν έχει συναφθεί ή δεν ισχύει μια τέτοια σύμβαση, το ύψος της αμοιβής θα είναι αισθητά χαμηλότερο από το ποσό που καταβάλλεται για τη, βάσει αδείας, παραγωγή πολλαπλασιασιασ[τικού] υλικού της [κατώτατης] κατηγορίας που πληροί τις προϋποθέσεις για επίσημη πιστοποίηση, της ίδιας ποικιλίας στην ίδια περιοχή.

[...]

5.   Όταν, στην περίπτωση της παραγράφου 2, δεν εφαρμόζεται μία σύμβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αμοιβή που πρέπει να καταβληθεί ανέρχεται στο 50 % των ποσών που χρεώνονται για την παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 2.

[...]»

9

Το άρθρο 8 του κανονισμού 1768/95, με τίτλο «Πληροφόρηση από τον καλλιεργητή», ορίζει, στις παραγράφους 3 και 4, τα ακόλουθα:

«3.   Οι πληροφορίες που θα δοθούν βάσει της παραγράφου 2, στοιχεία βʹ, γʹ, δʹ και εʹ, πρέπει να αναφέρονται στην τρέχουσα περίοδο εμπορίας και σε μία ή περισσότερες από τις τρεις προηγούμενες περιόδους εμπορίας για τις οποίες ο κάτοχος δεν έχει ήδη κάνει προηγούμενη αίτηση πληροφοριών σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις παραγράφους 4 ή 5.

Ωστόσο, η πρώτη περίοδος εμπορίας στην οποία θα αναφέρονται οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι η περίοδος κατά την οποία έγινε η πρώτη αίτηση πληροφοριών σχετικά με την εν λόγω ποικιλία ή ποικιλίες και τον εν λόγω καλλιεργητή, με την προϋπόθεση ότι ο κάτοχος θα έχει λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα φροντίζοντας ώστε ο καλλιεργητής, κατά την απόκτηση του πολλαπλασιαστικού υλικού της ποικιλίας ή των ποικιλιών πριν ή κατά τη στιγμή εκείνη, να είναι ενήμερος τουλάχιστον σχετικά με την κατάθεση της αίτησης για την παραχώρηση κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικών ποικιλιών ή σχετικά με την παραχώρηση ενός τέτοιου δικαιώματος αλλά και σχετικά με τις συνθήκες που αφορούν τη χρήση αυτού του πολλαπλασιαστικού υλικού.

[...]

4.   Στην αίτησή του, ο κάτοχος θα πρέπει να δηλώνει το όνομα και τη διεύθυνσή του, την ποικιλία ή τις ποικιλίες για τις οποίες ενδιαφέρεται να λάβει πληροφορίες, και θα πρέπει να κάνει αναφορά στο/στα σχετικό(ά) κοινοτικό(ά) δικαίωμα(τα) επί φυτικών ποικιλιών.

Αν ζητηθεί από τον καλλιεργητή, η αίτηση θα πρέπει να γίνει γραπτώς και να παρουσιαστεί απόδειξη της κατοχής. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 5, η αίτηση θα πρέπει να γίνεται απευθείας στον ενδιαφερόμενο καλλιεργητή.»

10

Το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Πληροφόρηση από τον μεταποιητή», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Οι λεπτομέρειες των χρήσιμων πληροφοριών που θα πρέπει να παράσχει ο μεταποιητής στον κάτοχο βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, έκτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού [2100/94] μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης μεταξύ του κατόχου και του ενδιαφερόμενου μεταποιητή.

2.   Στις περιπτώσεις όπου δεν έχει συναφθεί ή δεν ισχύει μία τέτοια σύμβαση, με κάθε επιφύλαξη ως προς τις απαιτήσεις πληροφόρησης που απορρέουν από άλλη κοινοτική νομοθεσία ή από τη νομοθεσία κρατών μελών, μετά από αίτηση του κατόχου, ο μεταποιητής θα πρέπει να παράσχει χρήσιμες πληροφορίες στον κάτοχο. Χρήσιμα θεωρούνται τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα του μεταποιητή, ο τόπος διαμονής του και το επίσημο όνομα και η διεύθυνση της επιχείρησής του·

β)

το αν ο μεταποιητής έχει παράσχει υπηρεσίες μεταποίησης του προϊόντος συγκομιδής που ανήκει σε μία ή περισσότερες ποικιλίες του κατόχου για καλλιέργεια, όπου η ποικιλία ή οι ποικιλίες δηλώθηκαν ή έγιναν γνωστές στον μεταποιητή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο·

γ)

εάν ο μεταποιητής έχει παράσχει τέτοια υπηρεσία, η ποσότητα του προϊόντος συγκομιδής που ανήκει στη συγκεκριμένη ποικιλία ή ποικιλίες, που μεταποιήθηκαν για καλλιέργεια από τον μεταποιητή, καθώς και η συνολική ποσότητα που προέκυψε από τη μεταποίηση αυτή·

δ)

οι ημερομηνίες και οι τόποι όπου πραγματοποιήθηκε η μεταποίηση που αναφέρεται στο στοιχείο γʹ·

ε)

το όνομα και η διεύθυνση του προσώπου ή των προσώπων στους οποίους παρείχε την υπηρεσία μεταποίησης που αναφέρεται στο στοιχείο γʹ, καθώς και τις σχετικές ποσότητες.

3.   Οι πληροφορίες που θα δοθούν βάσει της παραγράφου 2, στοιχεία βʹ, γʹ, δʹ και εʹ, θα πρέπει να αναφέρονται στην τρέχουσα περίοδο εμπορίας και σε μια ή περισσότερες από τις τρεις προηγούμενες περιόδους εμπορίας για τις οποίες ο κάτοχος δεν έχει ήδη κάνει προηγούμενη αίτηση πληροφοριών σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις παραγράφους 4 ή 5. Ωστόσο, η πρώτη περίοδος εμπορίας στην οποία θα αναφέρονται οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι εκείνη κατά την οποία έγινε η πρώτη αίτηση πληροφοριών σχετικά με την εν λόγω ποικιλία ή ποικιλίες και τον εν λόγω μεταποιητή.

4.   Οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, ισχύουν τηρουμένων των αναλογιών.

[...]»

11

Το άρθρο 14 του κανονισμού 1768/95, που αφορά την εκ μέρους του κατόχου δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών παρακολούθηση της εκτελέσεως των υποχρεώσεων του καλλιεργητή, προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα ακόλουθα:

«Για την εκ μέρους του κατόχου παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του άρθρου 14 του βασικού κανονισμού [2100/94], όπως αυτή ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του καλλιεργητή, ο καλλιεργητής θα πρέπει, μετά από αίτηση του κατόχου:

α)

να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να υποστηρίζουν τις πληροφορίες που χορηγεί βάσει του άρθρου 8, με παρουσίαση των διαθέσιμων σχετικών εγγράφων, όπως τιμολόγια, χρησιμοποιούμενες επισημάνσεις ή οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέσο όπως αυτό που απαιτείται βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σχετικά με:

την παροχή υπηρεσιών μεταποίησης του προϊόντος συγκομιδής μίας ποικιλίας του κατόχου προς καλλιέργεια, από οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο

ή

στην περίπτωση του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, την προμήθεια πολλαπλασιαστικού υλικού μίας ποικιλίας του κατόχου,

μέσω της επίδειξης της γης ή των εγκαταστάσεων αποθήκευσης·

β)

να παρέχει τις αποδείξεις που απαιτούνται βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ή 7, παράγραφος 5, ή να προσφέρει πρόσβαση σ’ αυτές.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Η RWZ είναι ένας κεντρικός γεωργικός συνεταιρισμός που παρέχει στους γεωργούς υπηρεσίες μεταποιήσεως σπόρου, στο πλαίσιο των οποίων προβαίνει στην επεξεργασία του προϊόντος ορισμένης συγκομιδής προς αποθήκευση και προς μελλοντική φύτευσή του.

13

Οι εν λόγω υπηρεσίες παρέχονται, αφενός, στους κατόχους δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών, που εκπροσωπούνται ιδίως από την ένωση STV, οι οποίοι έχουν προβεί, στο πλαίσιο φυτεύσεων βάσει συμβάσεων, στον πολλαπλασιασμό πιστοποιημένων σπόρων που προορίζονται για διάθεση στο εμπόριο.

14

Αφετέρου, οι ως άνω υπηρεσίες απευθύνονται στους γεωργούς που προβαίνουν σε φύτευση σπόρου δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94.

15

Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η RWZ προέβη για λογαριασμό διαφόρων καλλιεργητών σε εργασίες μεταποιήσεως για τις περιόδους εμπορίας 2005/2006 και 2006/2007, στο πλαίσιο φυτεύσεων βάσει συμβάσεων για λογαριασμό των κατόχων δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών που εκπροσωπούνται από την STV.

16

Στηριζόμενη σε δηλώσεις φυτεύσεως βάσει συμβάσεως που της διαβίβασαν οι ενδιαφερόμενοι γεωργοί, η STV υπέβαλε δύο σειρές αιτήσεων παροχής πληροφοριών στην RWZ σχετικές με εργασίες μεταποιήσεως στις οποίες αυτή είχε προβεί:

με έγγραφα της 30ής Ιουνίου 2006, της 7ης Αυγούστου 2006, της 15ης Σεπτεμβρίου 2006 και της 30ής Απριλίου 2007 όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2005/2006, και

με έγγραφα της 25ης και της 29ης Ιουνίου 2007, της 23ης Αυγούστου 2007, καθώς και της 29ης Μαΐου 2008, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2006/2007.

17

Οι εν λόγω αιτήσεις, με τις οποίες ερωτάτο αν η RWZ είχε προβεί σε εργασίες μεταποιήσεως των επίμαχων προστατευόμενων ποικιλιών, ποια πρόσωπα είχαν ζητήσει τη διενέργεια των εργασιών αυτών και σε ποια ποσότητα, συνοδεύονταν από ανακεφαλαιωτικά σημειώματα από τα οποία προέκυπτε, επιπλέον της προστατευόμενης ποικιλίας και της οικείας περιόδου εμπορίας, το όνομα και η διεύθυνση του γεωργού που είχε προβεί στη φύτευση του προϊόντος της συγκομιδής, αλλά δεν περιελάμβαναν κανένα αντίγραφο δηλώσεων φυτεύσεως ούτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

18

Η RWZ δεν ανταποκρίθηκε θετικά στις αιτήσεις αυτές, επικαλούμενη τρεις κατηγορίες λόγων για να δικαιολογήσει τη στάση της. Πρώτον, κατά τη γνώμη της, κάθε αίτηση για παροχή πληροφοριών έπρεπε να περιέχει τα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η ίδια προέβη σε εργασίες μεταποιήσεως οι οποίες δικαιολογούν την υποχρέωση παροχής πληροφοριών του άρθρου 14, παράγραφος 3, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94. Δεύτερον, υποστήριξε ότι μόνον οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπορίας την οποία αφορούν οι πληροφορίες ήταν νομικά βάσιμες. Τρίτον, έκρινε ότι από τις εργασίες μεταποιήσεως που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει συμβάσεως φυτεύσεως για λογαριασμό του κατόχου του δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας δεν μπορεί να συναχθεί οιαδήποτε ένδειξη περί ενδεχόμενης φυτεύσεως των σπόρων.

19

Η STV άσκησε αγωγή κατά της RWZ και δικαιώθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθόσον αυτό έκρινε, αφενός, ότι για την υποβολή των αιτήσεων παροχής πληροφοριών δεν προβλεπόταν καμία αποκλειστική προθεσμία και, αφετέρου, ότι οι δηλώσεις περί φυτεύσεως βάσει συμβάσεως συνιστούσαν επαρκείς ενδείξεις προκειμένου να θεμελιωθεί η υποχρέωση παροχής πληροφοριών που βαρύνει τον προβαίνοντα σε εργασίες μεταποιήσεως, διότι ο καλλιεργητής που προβαίνει σε φύτευση βάσει συμβάσεως πολλαπλασιασμού έχει τη συγκεκριμένη δυνατότητα να προβεί στη φύτευση των οικείων σπόρων. Η RWZ άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

20

Έχοντας αμφιβολίες περί της ερμηνείας των άρθρων 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94, καθώς και 9, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1768/95, το Oberlandesgericht Düsseldorf αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.

Υπέχει ο διενεργών εργασίες μεταποίησης την κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94 και το άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1768/95 υποχρέωση πληροφορήσεως μόνον όταν η αίτηση του κατόχου του δικαιώματος φυτικών ποικιλιών περί παροχής πληροφοριών περιέρχεται στον μεταποιητή πριν από τη λήξη της περιόδου εμπορίας την οποία αφορά η αίτηση (ή, εφόσον ζητούνται πληροφορίες για πλείονες περιόδους, της τελευταίας από αυτές);

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

“Υποβάλλεται εμπρόθεσμα” αίτηση παροχής πληροφοριών αν ο κάτοχος του δικαιώματος φυτικών ποικιλιών ισχυρίζεται στην αίτησή του ότι έχει στη διάθεσή του ενδείξεις για το ότι ο μεταποιητής προέβη ή σκοπεύει να προβεί σε εργασίες μεταποίησης, επί μέρους του προϊόντος της συγκομιδής (σπόροι για γεωργική χρήση) το οποίο αποκόμισε ένας ρητά ονομαζόμενος στην αίτηση γεωργός χάρη στη φύτευση με σκοπό τη μεταφύτευση, του πολλαπλασιαστικού υλικού της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας, ή πρέπει επιπλέον να παρασχεθούν στον μεταποιητή, υποβαλλόμενες μαζί με την αίτηση για παροχή πληροφοριών, αποδείξεις περί της υπάρξεως των εν λόγω ενδείξεων (π.χ. μέσω αποστολής αντιγράφου της δηλώσεως φυτεύσεως που υπέβαλε ο καλλιεργητής);

3)

Μπορούν να συναχθούν στοιχεία που θεμελιώνουν την υποχρέωση πληροφορήσεως που υπέχει ο μεταποιητής από το γεγονός ότι αυτός εκτελεί ως εντολοδόχος του κατόχου δικαιωμάτων φυτικής ποικιλίας σύμβαση αναπαραγωγής για την παραγωγή σπόρου καταναλώσεως της προστατευόμενης ποικιλίας, την οποία συνήψε ο κάτοχος δικαιωμάτων φυτικής ποικιλίας με τον γεωργό ο οποίος πραγματοποιεί την αναπαραγωγή, όταν και διότι ο γεωργός στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως αναπαραγωγής στην πραγματικότητα αποκτά τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ένα τμήμα του σπόρου αναπαραγωγής για σκοπούς φυτεύσεως;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

21

Με το πρώτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί, κατά βάση, αν το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 1768/95 έχει την έννοια ότι η υποχρέωση παροχής πληροφοριών την οποία υπέχει ο μεταποιητής όσον αφορά προστατευόμενες ποικιλίες παύει να υφίσταται όταν αυτός παραλαμβάνει την εκ μέρους του κατόχου δικαιώματος επί των ως άνω ποικιλιών αίτηση παροχής πληροφοριών μετά τη λήξη της περιόδου εμπορίας την οποία αφορά η αίτηση αυτή.

22

Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 1768/95, η υποχρέωση παροχής των πληροφοριών περί των οποίων γίνεται λόγος στην παράγραφο 2, στοιχεία βʹ, γʹ, δʹ και εʹ, του ίδιου άρθρου βαρύνει τον μεταποιητή, εφόσον οι πληροφορίες αυτές αφορούν την περίοδο εμπορίας κατά τη διάρκεια της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση.

23

Επομένως, καταρχήν, αίτηση αφορώσα δεδομένη περίοδο εμπορίας που περιέρχεται στον ως άνω μεταποιητή μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου εμπορίας δεν δημιουργεί υποχρέωση παροχής πληροφοριών εκ μέρους του.

24

Εντούτοις, το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 1768/95 ορίζει περαιτέρω ότι οι ζητούμενες πληροφορίες μπορούν επίσης να αφορούν μία ή περισσότερες από τις προηγούμενες περιόδους εμπορίας για τις οποίες ο κάτοχος δικαιώματος επί φυτικών ποικιλιών δεν έχει ακόμη υποβάλει σχετική αίτηση. Συναφώς, η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι η πρώτη περίοδος εμπορίας την οποία αφορούν οι πληροφορίες αυτές πρέπει να είναι εκείνη κατά την οποία υποβλήθηκε η πρώτη αίτηση που αφορά την οικεία ποικιλία ή τις οικείες ποικιλίες και τον εμπλεκόμενο μεταποιητή.

25

Επομένως, από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως απορρέει ότι ο κάτοχος δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας μπορεί να υποβάλει αίτηση παροχής πληροφοριών σε μεταποιητή όσον αφορά μία ή περισσότερες περιόδους εμπορίας προγενέστερες της τρέχουσας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι είχε υποβάλει μια πρώτη αίτηση αφορώσα τη σχετική ποικιλία και τον εμπλεκόμενο μεταποιητή κατά την πρώτη από τις ως άνω προηγούμενες περιόδους.

26

Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τον ίδιο τον σκοπό του κανονισμού 1768/95, ο οποίος είναι, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94, η διασφάλιση των εννόμων συμφερόντων του δημιουργού και του καλλιεργητή. Πράγματι, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1768/95 ορίζει περαιτέρω ότι, για τη διασφάλιση των εμπλεκομένων συμφερόντων, είναι αναγκαία η διατήρηση μιας εύλογης ισορροπίας μεταξύ όλων των συμφερόντων αυτών.

27

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, αντιθέτως προς πολλές άλλες γλωσσικές αποδόσεις, το κείμενο στη γαλλική γλώσσα του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 1768/95 παραλείπει να περιορίσει τη δυνατότητα να ζητούνται πληροφορίες σε τρεις κατ’ ανώτατο όριο περιόδους εμπορίας προ της τρέχουσας περιόδου.

28

Όμως, αφενός, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η STV, το να γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει κανένας χρονικός περιορισμός όσον αφορά τη βαρύνουσα τον μεταποιητή υποχρέωση παροχής πληροφοριών θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό του κανονισμού 1768/95, όπως αυτός υπομνήσθηκε στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως.

29

Αφετέρου, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση του καλλιεργητή προς παροχή πληροφοριών, περιορίζει ρητώς τη δυνατότητα του δημιουργού να ζητεί πληροφορίες σε εκείνες τις πληροφορίες που αφορούν κατ’ ανώτατο όριο τις τρεις περιόδους εμπορίας που προηγούνται της τρέχουσας. Αφού η υποχρέωση παροχής πληροφοριών την οποία υπέχει ο καλλιεργητής είναι ουσιαστικά όμοια προς εκείνη την οποία υπέχει ο μεταποιητής, δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνεται διάκριση όσον αφορά τις περιόδους που μπορούν να αφορούν οι αιτήσεις των κατόχων δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών αναλόγως του αποδέκτη των αιτήσεων αυτών.

30

Ερμηνευόμενο τοιουτοτρόπως, το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 1768/95 διασφαλίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα των δημιουργών, αφενός, καθόσον αυτοί διαθέτουν κάποια περιθώρια για να υποβάλλουν αιτήσεις παροχής πληροφοριών, και εκείνα των μεταποιητών, αφετέρου, οι οποίοι δεν οφείλουν να διατηρούν τις απαιτούμενες πληροφορίες παρά μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, αφού απευθυνθεί σε αυτούς προηγουμένως σχετική όχληση.

31

Εν προκειμένω, από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η STV υπέβαλε δύο ομάδες αιτήσεων παροχής πληροφοριών στην RWZ όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2005/2006, στις 30 Ιουνίου, στις 7 Αυγούστου και στις 15 Σεπτεμβρίου 2006, καθώς και στις 30 Απριλίου 2007, και, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2006/2007, στις 25 και στις 29 Ιουνίου 2007, στις 23 Νοεμβρίου 2007, καθώς και στις 29 Μαΐου 2008.

32

Γνωρίζοντας ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1768/95, η περίοδος εμπορίας αρχίζει την 1η Ιουλίου και τελειώνει στις 30 Ιουνίου του επόμενου ημερολογιακού έτους και ότι από τις ενδείξεις που περιέχονται στην απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου δεν μπορεί να προσδιοριστεί για ποιες προστατευόμενες ποικιλίες υπέβαλε σχετικές αιτήσεις η STV, ούτε αν πρόκειται για πρώτες αιτήσεις υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 3, δεύτερο τμήμα της περιόδου, του κανονισμού αυτού, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προσδιορίσει ποιες από τις εν λόγω αιτήσεις υποβλήθηκαν εμπροθέσμως.

33

Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 1768/95 έχει την έννοια ότι η υποχρέωση παροχής πληροφοριών την οποία υπέχει ο μεταποιητής όσον αφορά προστατευόμενες ποικιλίες ενεργοποιείται όταν η αίτηση παροχής πληροφοριών που αφορούν μια δεδομένη περίοδο εμπορίας υποβάλλεται πριν από τη λήξη της εν λόγω περιόδου. Εντούτοις, υφίσταται ενδεχομένως τέτοια υποχρέωση όσον αφορά πληροφορίες αφορώσες κατ’ ανώτατο όριο τις τρεις περιόδους εμπορίας προ της τρέχουσας, υπό την προϋπόθεση ότι ο κάτοχος δικαιώματος επί φυτικών ποικιλιών είχε υποβάλει μια πρώτη αίτηση όσον αφορά τις ίδιες ποικιλίες στον ίδιο μεταποιητή κατά τη διάρκεια του πρώτου από τα σχετικά με την αίτηση παροχής πληροφοριών προηγούμενα έτη εμπορίας.

Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

34

Με το δεύτερο και το τρίτο του ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατά βάση, αν οι διατάξεις των άρθρων 14, παράγραφος 3, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94 και 9 του κανονισμού 1768/95 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, αφενός, το γεγονός ότι ένας καλλιεργητής προβαίνει στη φύτευση προστατευόμενης ποικιλίας βάσει συμβάσεως προς όφελος του κατόχου δικαιώματος επί της ως άνω φυτικής ποικιλίας μπορεί να συνιστά ένδειξη ικανή να δικαιολογήσει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών εκ μέρους του μεταποιητή που προέβη στη μεταποίηση σπόρου καταναλώσεως της εν λόγω ποικιλίας και, αφετέρου, ότι, με την αίτηση παροχής πληροφοριών, ο κάτοχος δικαιώματος επί της φυτικής ποικιλίας πρέπει να αποδείξει το υποστατό των ενδείξεων που επικαλείται για να δικαιολογήσει το δικαίωμά του να λάβει σχετικές πληροφορίες.

35

Πρέπει να υπογραμμιστεί, εκ προοιμίου, ότι το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 1768/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, το οποίο ορίζει τις τυπικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η εκ μέρους του κατόχου δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας αίτηση παροχής πληροφοριών προς τον μεταποιητή, ουδόλως απαιτεί η εν λόγω αίτηση να συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία περί των ενδείξεων τις οποίες επικαλείται ο ως άνω κάτοχος. Το άρθρο 8, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού ορίζει μάλιστα ότι μια τέτοια αίτηση μπορεί να υποβάλλεται και προφορικώς.

36

Όσον αφορά τις περιπτώσεις φυτεύσεως βάσει συμβάσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εκ μέρους καλλιεργητή αγορά πολλαπλασιαστικού υλικού μιας προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας του κατόχου δικαιώματος επί φυτικών ποικιλιών πρέπει να λογίζεται ως τέτοια ένδειξη, ικανή να ενεργοποιήσει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών εκ μέρους του εν λόγω καλλιεργητή έναντι του ως άνω κατόχου (βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, C-305/00, Schulin, Συλλογή 2003, σ. I-3525, σκέψη 65).

37

Πράγματι, το γεγονός ότι ένας καλλιεργητής έχει προβεί στη φύτευση βάσει συμβάσεως μιας προστατευόμενης ποικιλίας προς όφελος του κατόχου σχετικού δικαιώματος αποτελεί ένδειξη ότι ο ως άνω καλλιεργητής ενδέχεται να διαθέτει σπόρους της προστατευόμενης ποικιλίας προς φύτευση για τους οποίους θα μπορούσε να έχει την πρόθεση να επικαλεστεί το προνόμιο το οποίο προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94.

38

Εντούτοις, το γεγονός αυτό και μόνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει αυτομάτως το δικαίωμα του ως άνω κατόχου να λάβει πληροφορίες εκ μέρους του μεταποιητή.

39

Καίτοι προκύπτει, ασφαλώς, από το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94 ότι ένα τέτοιο δικαίωμα γεννάται όταν ένας καλλιεργητής έχει επικαλεστεί ή προτίθεται να επικαλεστεί το προνόμιο που του παρέχει το άρθρο αυτό, εντούτοις το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι το εν λόγω δικαίωμα ενεργοποιείται, έναντι του μεταποιητή, μόνον όταν ο κάτοχος δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας έχει κάποια ένδειξη ότι ο μεταποιητής διενήργησε ή προβλέπει να διενεργήσει εργασίες μεταποιήσεως επί του προϊόντος της συγκομιδής που ελήφθη με φύτευση πολλαπλασιαστικού υλικού της προστατευόμενης ποικιλίας με σκοπό τη μεταφύτευσή του (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, C-336/02, Brangewitz, Συλλογή 2004, σ. I-9801, σκέψη 53).

40

Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι ένας καλλιεργητής προβαίνει στη φύτευση βάσει συμβάσεως μιας προστατευόμενης ποικιλίας δεν μπορεί να συνιστά, αυτό και μόνο, ένδειξη ότι ένας μεταποιητής έχει διενεργήσει, ή προβλέπει να διενεργήσει, τέτοιες εργασίες επί του προϊόντος της συγκομιδής που ελήφθη με φύτευση πολλαπλασιαστικού υλικού με σκοπό τη μεταφύτευσή του.

41

Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, τούτο θα μπορούσε να συνιστά, το πολύ, ένα στοιχείο μεταξύ άλλων παρέχον τη δυνατότητα να συναχθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας ενδείξεως. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως για να προσδιορίσει αν συμβαίνει κάτι τέτοιο στη διαφορά της κύριας δίκης.

42

Κατά συνέπεια, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις των άρθρων 14, παράγραφος 3, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94 και 9 του κανονισμού 1768/95 έχουν την έννοια ότι η αίτηση παροχής πληροφοριών που υποβάλλει ο κάτοχος δικαιώματος επί φυτικών ποικιλιών σε μεταποιητή δεν πρέπει να περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία που να στηρίζουν τις ενδείξεις τις οποίες επικαλείται. Επιπλέον, το γεγονός ότι ένας καλλιεργητής προβαίνει σε φύτευση βάσει συμβάσεως μιας προστατευόμενης ποικιλίας δεν μπορεί να συνιστά, αυτό και μόνο, ένδειξη ότι ένας μεταποιητής έχει διενεργήσει ή προβλέπει να διενεργήσει εργασίες μεταποιήσεως επί του προϊόντος της συγκομιδής που ελήφθη με φύτευση πολλαπλασιαστικού υλικού της ως άνω προστατευόμενης ποικιλίας με σκοπό τη μεταφύτευσή του. Εντούτοις, σε συνάρτηση με τις λοιπές περιστάσεις της οικείας υποθέσεως, από ένα τέτοιο γεγονός μπορεί να συνάγεται ότι υφίσταται τέτοια ένδειξη, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

43

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού (EK) 1768/95 της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση εκτελεστικών κανόνων σχετικά με την γεωργική εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 2605/98 της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 1998, έχει την έννοια ότι η υποχρέωση παροχής πληροφοριών την οποία υπέχει ο μεταποιητής όσον αφορά προστατευόμενες ποικιλίες ενεργοποιείται όταν η αίτηση παροχής πληροφοριών που αφορούν μια δεδομένη περίοδο εμπορίας υποβάλλεται πριν από τη λήξη της εν λόγω περιόδου. Εντούτοις, υφίσταται ενδεχομένως τέτοια υποχρέωση όσον αφορά πληροφορίες αφορώσες κατ’ ανώτατο όριο τις τρεις περιόδους εμπορίας προ της τρέχουσας, υπό την προϋπόθεση ότι ο κάτοχος δικαιώματος επί φυτικών ποικιλιών είχε υποβάλει μια πρώτη αίτηση όσον αφορά τις ίδιες ποικιλίες στον ίδιο μεταποιητή κατά τη διάρκεια του πρώτου από τα σχετικά με την αίτηση παροχής πληροφοριών προηγούμενα έτη εμπορίας.

 

2)

Οι διατάξεις των άρθρων 14, παράγραφος 3, έκτη περίπτωση, του κανονισμού (EK) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, και 9 του κανονισμού 1768/95, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2605/98, έχουν την έννοια ότι η αίτηση παροχής πληροφοριών που υποβάλλει ο κάτοχος δικαιώματος επί φυτικών ποικιλιών σε μεταποιητή δεν πρέπει να περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία που να στηρίζουν τις ενδείξεις τις οποίες επικαλείται. Επιπλέον, το γεγονός ότι ένας καλλιεργητής προβαίνει σε φύτευση βάσει συμβάσεως μιας προστατευόμενης ποικιλίας δεν μπορεί να συνιστά, αυτό και μόνο, ένδειξη ότι ένας μεταποιητής έχει διενεργήσει ή προβλέπει να διενεργήσει εργασίες μεταποιήσεως επί του προϊόντος της συγκομιδής που ελήφθη με φύτευση πολλαπλασιαστικού υλικού της ως άνω προστατευόμενης ποικιλίας με σκοπό τη μεταφύτευσή του. Εντούτοις, σε συνάρτηση με τις λοιπές περιστάσεις της οικείας υποθέσεως, από ένα τέτοιο γεγονός μπορεί να συνάγεται ότι υφίσταται τέτοια ένδειξη, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.