Υπόθεση C-22/11

Finnair Oyj

κατά

Timy Lassooy

(αίτηση του Korkein oikeus για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός (EK) 261/2004 — Αποζημίωση επιβατών σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως — Έννοια της “αρνήσεως επιβιβάσεως” — Αποκλεισμός του χαρακτηρισμού μιας καταστάσεως ως “αρνήσεως επιβιβάσεως” — Ματαίωση πτήσεως εξαιτίας απεργίαςστο αεροδρόμιο αναχωρήσεως — Αναδιοργάνωση πτήσεων μεταγενεστέρωντης ματαιωθείσας — Δικαίωμα αποζημιώσεως των επιβατών των πτήσεων αυτών»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 2012

  1. Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός 261/2004 – Κοινοί κανόνες αποζημιώσεως των επιβατών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως και ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως – Άρνηση επιβιβάσεως – Έννοια – Ευρεία ερμηνεία – Έννοια καλύπτουσα το σύνολο των περιπτώσεων αρνήσεως επιβιβάσεως επιβάτη – Περιορισμός της εν λόγω εννοίας μόνο στις περιπτώσεις υπεράριθμων κρατήσεων θέσεων – Αποκλείεται

    (Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 1 και άρθρα 2, στοιχείο ιʹ, και 4· κανονισμός 295/91 του Συμβουλίου, άρθρο 1)

  2. Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός 261/2004 – Κοινοί κανόνες αποζημιώσεως των επιβατών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως και ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως – Άρνηση επιβιβάσεως λόγω αναδιοργανώσεως πτήσεων κατόπιν εξαιρετικών περιστάσεων – Δικαίωμα αποζημιώσεως των επιβατών των πτήσεων αυτών

    (Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 15 και άρθρα 2, στοιχείο ιʹ, 4 § 3 και 13)

  1.  Η «άρνηση επιβιβάσεως», κατά τα άρθρα 2, στοιχείο ιʹ, και 4 του κανονισμού 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημιώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως και ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως και για την κατάργηση του κανονισμού 295/91, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι καλύπτει όχι μόνον την άρνηση επιβιβάσεως που οφείλεται σε υπεράριθμες κρατήσεις, αλλά και την άρνηση επιβιβάσεως για άλλους λόγους, όπως είναι οι λόγοι που συνδέονται με τη λειτουργία της επιχειρήσεως του αερομεταφορέα.

    Πράγματι, ο νομοθέτης της Ένωσης επεξέτεινε το περιεχόμενο του εν λόγω ορισμού πέραν της απλής περιπτώσεως αρνήσεως επιβιβάσεως λόγω υπεράριθμων κρατήσεων περί της οποίας γινόταν λόγος προηγουμένως στο άρθρο 1 του κανονισμού 295/91, για τη θέσπιση κοινών κανόνων σχετικών με ένα σύστημα αντισταθμιστικών παροχών σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης κατά τις τακτικές αεροπορικές μεταφορές, και του προσέδωσε ευρύτερη έννοια, ώστε να καλύπτει το σύνολο των περιπτώσεων στις οποίες ο αερομεταφορέας αρνείται να μεταφέρει επιβάτη.

    Ο περιορισμός του περιεχομένου της εννοίας της «αρνήσεως επιβιβάσεως» αποκλειστικά στις περιπτώσεις υπεράριθμων κρατήσεων θα είχε στην πράξη ως αποτέλεσμα να μειώσει αισθητά την προστασία που παρέχεται στους επιβάτες δυνάμει του κανονισμού 261/2004 και, επομένως, θα αντέβαινε προς τον σκοπό του, περί του οποίου γίνεται λόγος στην πρώτη αιτιολογική του σκέψη, σκοπός ο οποίος είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού, πράγμα το οποίο δικαιολογεί μια ευρεία ερμηνεία των δικαιωμάτων που παρέχονται στους επιβάτες.

    (βλ. σκέψεις 21-23, 26, διατακτ. 1)

  2.  Τα άρθρα 2, στοιχείο ιʹ, και 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού 295/91, έχουν την έννοια ότι η επέλευση εξαιρετικών περιστάσεων που υποχρεώνουν τον αερομεταφορέα να αναδιοργανώσει πτήσεις μεταγενέστερες των περιστάσεων αυτών δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει άρνηση επιβιβάσεως στις εν λόγω μεταγενέστερες πτήσεις ούτε να απαλλάξει τον μεταφορέα αυτόν από την υποχρέωσή του προς αποζημίωση, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, έναντι του επιβάτη στον οποίο αρνήθηκε την επιβίβαση σε μία από τις ως άνω πτήσεις που διοργανώθηκαν μετά τις περιστάσεις αυτές.

    Πράγματι, σε αντίθεση με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, τα άρθρα 2, στοιχείο ιʹ, και 4 αυτού δεν προβλέπουν ότι, σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως συνδεόμενης με εξαιρετικές περιστάσεις που δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν έστω και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα, ο αερομεταφορέας απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του προς αποζημίωση έναντι των επιβατών στους οποίους προβάλλεται άρνηση επιβιβάσεως παρά τη θέλησή τους. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προέβλεψε ότι η εν λόγω αποζημίωση μπορεί να αποκλείεται για λόγους που συνδέονται με την επέλευση εξαιρετικών περιστάσεων.

    Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 261/2004 προκύπτει ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις δεν μπορούν να αφορούν παρά μόνο «συγκεκριμένο αεροσκάφος σε συγκεκριμένη ημέρα», πράγμα το οποίο δεν μπορεί να συμβαίνει σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως επιβάτη λόγω αναδιοργανώσεως πτήσεων κατόπιν τέτοιων περιστάσεων που επηρέασαν προγενέστερη πτήση. Πράγματι, με την έννοια των «εξαιρετικών περιστάσεων» αποσκοπείται ο περιορισμός των υποχρεώσεων του αερομεταφορέα, ή ακόμα και η απαλλαγή του από αυτές, όταν το οικείο γεγονός δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί έστω και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα. Όταν όμως ο αερομεταφορέας υποχρεούται να ματαιώσει πτήση προβλεπόμενη για την ημέρα απεργίας του προσωπικού ενός αεροδρομίου και, στη συνέχεια, λαμβάνει την απόφαση να αναδιοργανώσει τις μεταγενέστερες πτήσεις του, ο μεταφορέας αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να λογίζεται ως υποχρεωθείς από την εν λόγω απεργία να αρνηθεί, δύο ημέρες μετά τη ματαίωση της εν λόγω πτήσεως, την επιβίβαση επιβάτη που παρουσιάστηκε κανονικά προς επιβίβαση.

    (βλ. σκέψεις 36, 37, 40 και διατακτ. 2)


Υπόθεση C-22/11

Finnair Oyj

κατά

Timy Lassooy

(αίτηση του Korkein oikeus για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός (EK) 261/2004 — Αποζημίωση επιβατών σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως — Έννοια της “αρνήσεως επιβιβάσεως” — Αποκλεισμός του χαρακτηρισμού μιας καταστάσεως ως “αρνήσεως επιβιβάσεως” — Ματαίωση πτήσεως εξαιτίας απεργίαςστο αεροδρόμιο αναχωρήσεως — Αναδιοργάνωση πτήσεων μεταγενεστέρωντης ματαιωθείσας — Δικαίωμα αποζημιώσεως των επιβατών των πτήσεων αυτών»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 2012

  1. Μεταφορές — Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός 261/2004 — Κοινοί κανόνες αποζημιώσεως των επιβατών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως και ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως — Άρνηση επιβιβάσεως — Έννοια — Ευρεία ερμηνεία — Έννοια καλύπτουσα το σύνολο των περιπτώσεων αρνήσεως επιβιβάσεως επιβάτη — Περιορισμός της εν λόγω εννοίας μόνο στις περιπτώσεις υπεράριθμων κρατήσεων θέσεων — Αποκλείεται

    (Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 1 και άρθρα 2, στοιχείο ιʹ, και 4· κανονισμός 295/91 του Συμβουλίου, άρθρο 1)

  2. Μεταφορές — Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός 261/2004 — Κοινοί κανόνες αποζημιώσεως των επιβατών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως και ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως — Άρνηση επιβιβάσεως λόγω αναδιοργανώσεως πτήσεων κατόπιν εξαιρετικών περιστάσεων — Δικαίωμα αποζημιώσεως των επιβατών των πτήσεων αυτών

    (Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 15 και άρθρα 2, στοιχείο ιʹ, 4 § 3 και 13)

  1.  Η «άρνηση επιβιβάσεως», κατά τα άρθρα 2, στοιχείο ιʹ, και 4 του κανονισμού 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημιώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως και ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως και για την κατάργηση του κανονισμού 295/91, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι καλύπτει όχι μόνον την άρνηση επιβιβάσεως που οφείλεται σε υπεράριθμες κρατήσεις, αλλά και την άρνηση επιβιβάσεως για άλλους λόγους, όπως είναι οι λόγοι που συνδέονται με τη λειτουργία της επιχειρήσεως του αερομεταφορέα.

    Πράγματι, ο νομοθέτης της Ένωσης επεξέτεινε το περιεχόμενο του εν λόγω ορισμού πέραν της απλής περιπτώσεως αρνήσεως επιβιβάσεως λόγω υπεράριθμων κρατήσεων περί της οποίας γινόταν λόγος προηγουμένως στο άρθρο 1 του κανονισμού 295/91, για τη θέσπιση κοινών κανόνων σχετικών με ένα σύστημα αντισταθμιστικών παροχών σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης κατά τις τακτικές αεροπορικές μεταφορές, και του προσέδωσε ευρύτερη έννοια, ώστε να καλύπτει το σύνολο των περιπτώσεων στις οποίες ο αερομεταφορέας αρνείται να μεταφέρει επιβάτη.

    Ο περιορισμός του περιεχομένου της εννοίας της «αρνήσεως επιβιβάσεως» αποκλειστικά στις περιπτώσεις υπεράριθμων κρατήσεων θα είχε στην πράξη ως αποτέλεσμα να μειώσει αισθητά την προστασία που παρέχεται στους επιβάτες δυνάμει του κανονισμού 261/2004 και, επομένως, θα αντέβαινε προς τον σκοπό του, περί του οποίου γίνεται λόγος στην πρώτη αιτιολογική του σκέψη, σκοπός ο οποίος είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού, πράγμα το οποίο δικαιολογεί μια ευρεία ερμηνεία των δικαιωμάτων που παρέχονται στους επιβάτες.

    (βλ. σκέψεις 21-23, 26, διατακτ. 1)

  2.  Τα άρθρα 2, στοιχείο ιʹ, και 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού 295/91, έχουν την έννοια ότι η επέλευση εξαιρετικών περιστάσεων που υποχρεώνουν τον αερομεταφορέα να αναδιοργανώσει πτήσεις μεταγενέστερες των περιστάσεων αυτών δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει άρνηση επιβιβάσεως στις εν λόγω μεταγενέστερες πτήσεις ούτε να απαλλάξει τον μεταφορέα αυτόν από την υποχρέωσή του προς αποζημίωση, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, έναντι του επιβάτη στον οποίο αρνήθηκε την επιβίβαση σε μία από τις ως άνω πτήσεις που διοργανώθηκαν μετά τις περιστάσεις αυτές.

    Πράγματι, σε αντίθεση με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, τα άρθρα 2, στοιχείο ιʹ, και 4 αυτού δεν προβλέπουν ότι, σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως συνδεόμενης με εξαιρετικές περιστάσεις που δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν έστω και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα, ο αερομεταφορέας απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του προς αποζημίωση έναντι των επιβατών στους οποίους προβάλλεται άρνηση επιβιβάσεως παρά τη θέλησή τους. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προέβλεψε ότι η εν λόγω αποζημίωση μπορεί να αποκλείεται για λόγους που συνδέονται με την επέλευση εξαιρετικών περιστάσεων.

    Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 261/2004 προκύπτει ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις δεν μπορούν να αφορούν παρά μόνο «συγκεκριμένο αεροσκάφος σε συγκεκριμένη ημέρα», πράγμα το οποίο δεν μπορεί να συμβαίνει σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως επιβάτη λόγω αναδιοργανώσεως πτήσεων κατόπιν τέτοιων περιστάσεων που επηρέασαν προγενέστερη πτήση. Πράγματι, με την έννοια των «εξαιρετικών περιστάσεων» αποσκοπείται ο περιορισμός των υποχρεώσεων του αερομεταφορέα, ή ακόμα και η απαλλαγή του από αυτές, όταν το οικείο γεγονός δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί έστω και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα. Όταν όμως ο αερομεταφορέας υποχρεούται να ματαιώσει πτήση προβλεπόμενη για την ημέρα απεργίας του προσωπικού ενός αεροδρομίου και, στη συνέχεια, λαμβάνει την απόφαση να αναδιοργανώσει τις μεταγενέστερες πτήσεις του, ο μεταφορέας αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να λογίζεται ως υποχρεωθείς από την εν λόγω απεργία να αρνηθεί, δύο ημέρες μετά τη ματαίωση της εν λόγω πτήσεως, την επιβίβαση επιβάτη που παρουσιάστηκε κανονικά προς επιβίβαση.

    (βλ. σκέψεις 36, 37, 40 και διατακτ. 2)