ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 11ης Απριλίου 2013 ( 1 )

Υπόθεση C-492/11

Ciro Di Donna

κατά

Società Imballaggi Metallici Salerno Srl (SIMSA)

[αίτηση του Giudice di Pace di Mercato S. Severino (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 2008/52/ΕΚ — Διαμεσολάβηση σε αστικές υποθέσεις — Υποχρεωτική διαδικασία διαμεσολαβήσεως — Πρόσβαση στη δικαιοσύνη — Αποτελεσματική δικαστική προστασία»

I – Εισαγωγή

1.

Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 2 ).

2.

Αφορμή των προδικαστικών ερωτημάτων είναι οι θεσπισθείσες για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής ιταλικές νομοθετικές διατάξεις ( 3 ), οι οποίες προέβλεπαν διαδικασία διαμεσολαβήσεως για ορισμένες αστικές διαφορές. Κατά το ιταλικό δίκαιο, στις περιπτώσεις αυτές η προσπάθεια διαμεσολαβήσεως συνιστούσε προϋπόθεση του παραδεκτού μιας μεταγενέστερης αγωγής. Επιπλέον, το ιταλικό δίκαιο περιελάμβανε διατάξεις σχετικά με τις επιπτώσεις μιας διαδικασίας διαμεσολαβήσεως στην επακόλουθη δίκη. Τουτέστιν, ο δικαστής μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να συναγάγει αποδεικτικά επιχειρήματα εις βάρος του διαδίκου που δεν συμμετέσχε σε υποχρεωτική διαδικασία διαμεσολαβήσεως.

3.

Το αιτούν δικαστήριο θέτει το ερώτημα κατά πόσον ένα τέτοιο σύστημα συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, προς την οδηγία για τη διαμεσολάβηση.

4.

Μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου εκδόθηκε, μολοταύτα, απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές πολλές διατάξεις του ν.δ. 28/2010, μεταξύ αυτών και η διάταξη εκείνη που καθιστά υποχρεωτική τη διεξαγωγή διαδικασίας διαμεσολαβήσεως. Ως εκ τούτου, τίθεται το ζήτημα της ενδεχόμενης διευθετήσεως της προδικαστικής παραπομπής εν τω μεταξύ.

II – Νομικό πλαίσιο

Α – Το δίκαιο της Ένωσης

5.

Όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης, το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως αποτελεί η οδηγία 2008/52. Το πεδίο εφαρμογής της καθορίζεται στο άρθρο 1 το οποίο, μεταξύ άλλων, ορίζει:

«(1)   Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να διευκολύνει την πρόσβαση στην εναλλακτική επίλυση των διαφορών και να προαγάγει τον φιλικό διακανονισμό τους, ενθαρρύνοντας την προσφυγή στη διαμεσολάβηση και φροντίζοντας για τη δημιουργία ισόρροπης σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών.

[…]»

6.

Το άρθρο 3 της οδηγίας για τη διαμεσολάβηση φέρει τον τίτλο «Ορισμοί» και ορίζει:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως “διαμεσολάβηση” νοείται διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους, με τη βοήθεια διαμεσολαβητή. Η διαδικασία αυτή μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία των μερών, να προταθεί ή να διαταχθεί από δικαστήριο ή να προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους.

Η έννοια αυτή περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση εκ μέρους δικαστή που δεν έχει επιληφθεί τυχόν δικαστικών διαδικασιών σχετικών με την εν λόγω διαφορά. Δεν περιλαμβάνει τις απόπειρες που γίνονται από το δικαστήριο ή τον δικαστή που έχει επιληφθεί της υπόθεσης για την επίλυση διαφοράς κατά τη διάρκεια της σχετικής με την εν λόγω διαφορά δίκης·

[…]».

B – Το ιταλικό δίκαιο

7.

Η οδηγία για τη διαμεσολάβηση μεταφέρθηκε στο ιταλικό δίκαιο με το ν.δ. 28/2010 ( 4 ). Το άρθρο 5 αυτού ορίζει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η διαδικασία διαμεσολαβήσεως συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής. Η παράγραφός του 1 έχει ως ακολούθως:

«Όποιος προτίθεται να ασκήσει αγωγή λόγω διαφοράς σχετικής με οριζόντια ιδιοκτησία, εμπράγματα δικαιώματα, διανομή, κληρονομική διαδοχή, οικογενειακές συμβάσεις, μίσθωση, χρησιδάνειο, μίσθωση επιχειρήσεως, αποζημίωση για ζημία προκληθείσα από την κυκλοφορία οχήματος ή τη χρήση σκάφους, ιατρική ευθύνη ή δυσφήμηση δια του Τύπου ή άλλου μέσου μαζικής ενημερώσεως, ασφαλιστικές, τραπεζικές και χρηματοοικονομικές συμβάσεις, οφείλει προηγουμένως να προσφύγει στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως, όπως αυτή ορίζεται με το παρόν διάταγμα […]. Η προσφυγή στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής. […] Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει ότι η διαδικασία διαμεσολαβήσεως έχει ήδη κινηθεί, αλλά δεν έχει περατωθεί, προσδιορίζει την επόμενη συζήτηση μετά την παρέλευση της προθεσμίας την οποία προβλέπει το άρθρο 6. Το δικαστήριο ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο εάν δεν έχει κινηθεί διαδικασία διαμεσολαβήσεως, τάσσοντας συγχρόνως στους διαδίκους δεκαπενθήμερη προθεσμία για την υποβολή της αιτήσεως διαμεσολαβήσεως.»

8.

Το άρθρο 6 του ν.δ. 28/2010 ρυθμίζει τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως και ορίζει:

«(1)   Η διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως δεν υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες.

[…]»

9.

Το άρθρο 8 περιλαμβάνει ρυθμίσεις σχετικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας, στη δε παράγραφό του 5 προβλέπει τα εξής:

«(5) Το δικαστήριο δύναται να συναγάγει, στο πλαίσιο της επακόλουθης δίκης, αποδεικτικό επιχείρημα κατά την έννοια του άρθρου 116, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Codice di procedura civile) από την αναιτιολόγητη μη συμμετοχή στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως. Το δικαστήριο καταδικάζει τον διάδικο που αναιτιολογήτως δεν συμμετείχε στη διαδικασία, στις προβλεπόμενες από το άρθρο 5 περιπτώσεις, να καταβάλει στο Δημόσιο ποσό ίσο με την ενιαία εισφορά που οφείλεται για τη δίκη.»

10.

Το άρθρο 11 αφορά τον συμβιβασμό στο πλαίσιο της διαμεσολαβήσεως και ορίζει:

«(1)   Σε περίπτωση επιτεύξεως συμφωνίας για φιλικό διακανονισμό, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο επισυνάπτεται το κείμενο της συμφωνίας. Σε περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας, ο διαμεσολαβητής μπορεί να διατυπώσει συμβιβαστική πρόταση. Ο διαμεσολαβητής διατυπώνει οπωσδήποτε συμβιβαστική πρόταση εφόσον ζητηθεί από τα μέρη σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Πριν από τη διατύπωση της προτάσεως, ο διαμεσολαβητής πληροφορεί τα μέρη για τις πιθανές συνέπειες, τις οποίες προβλέπει το άρθρο 13.

(2)   Η πρόταση συμβιβασμού γνωστοποιείται εγγράφως στα μέρη. Τα μέρη ανακοινώνουν εγγράφως στον διαμεσολαβητή εντός επτά ημερών αν αποδέχονται ή απορρίπτουν την πρόταση. Αν δεν δοθεί απάντηση εμπροθέσμως, η πρόταση θεωρείται απορριφθείσα. Υπό την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας των μερών, η πρόταση δεν μπορεί να περιέχει αναφορές στις δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν ή στις πληροφορίες που δόθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας […].

(4)   Αν ο συμβιβασμός αποτύχει, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό στο οποίο εκτίθεται η πρόταση. Το πρακτικό υπογράφεται από τα μέρη και τον διαμεσολαβητή, ο οποίος πιστοποιεί το γνήσιο της υπογραφής των μερών ή την αδυναμία των μερών να υπογράψουν. Με το ίδιο πρακτικό, ο διαμεσολαβητής πιστοποιεί τη μη συμμετοχή μέρους στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως.

(5)   Το πρακτικό κατατίθεται στη γραμματεία του οργανισμού. Αντίγραφα του πρακτικού χορηγούνται στα μέρη κατόπιν αιτήσεως».

11.

Το άρθρο 13 αφορά τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως:

«(1)   Όταν η πράξη με την οποία περατώνεται η δίκη ανταποκρίνεται πλήρως στο περιεχόμενο της προτάσεως, το δικαστήριο δεν επιτρέπει την απόδοση στον νικήσαντα διάδικο, ο οποίος είχε απορρίψει την πρόταση, των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα μετά τη διατύπωση της εν λόγω προτάσεως και τον καταδικάζει στην καταβολή των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο ηττηθείς διάδικος κατά το ίδιο διάστημα, καθώς και στην καταβολή στο Δημόσιο ποσού ίσου με την οφειλόμενη ενιαία εισφορά. Εφαρμόζονται τα άρθρα 92 και 96 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν επίσης εφαρμογή στα έξοδα για την αποζημίωση του διαμεσολαβητή και για την αμοιβή του πραγματογνώμονα σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4.

(2)   Όταν η πράξη με την οποία περατώνεται η δίκη δεν ανταποκρίνεται πλήρως στο περιεχόμενο της προτάσεως, το δικαστήριο μπορεί εντούτοις, εφόσον συντρέχουν σοβαροί και εξαιρετικοί λόγοι, να μην επιτρέψει την απόδοση των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος για την αποζημίωση του διαμεσολαβητή και για την αμοιβή του πραγματογνώμονα σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4 […]».

Γ– Απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου

12.

Στις 24 Οκτωβρίου 2012, το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 272/2012 απόφαση με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικά τμήματα του ν.δ. 28/2010, ιδίως το άρθρο 5, παράγραφος 1, το άρθρο 8, παράγραφος 5, καθώς και το άρθρο 13 (με εξαίρεση την περιλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή παραπομπή στα άρθρα 92 και 96 του ιταλικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, η οποία όμως δεν ασκεί επιρροή στην παρούσα διαδικασία).

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13.

Η κύρια δίκη αφορά αγωγή αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας. Το αυτοκίνητο όχημα του Ciro Di Donna υπέστη ζημία από ανυψωτικό όχημα της εταιρίας SIMSA srl ( 5 ) εντός των εγκαταστάσεών της. Η SIMSA δεν αμφισβητεί το ατύχημα και την ευθύνη της, φρονεί, εντούτοις, ότι το κόστος της ζημίας πρέπει να αναλάβει η ασφαλιστική της εταιρία και, για αυτόν τον λόγο, δεν προέβη μέχρι τώρα σε καταβολή προς τον C. Di Donna. Λόγω μη δυνατότητας ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, ο C. Di Donna άσκησε συνεπώς καταψηφιστική αγωγή κατά της SIMSA. Η SIMSA ζήτησε αναβολή της πρώτης συζητήσεως προκειμένου να προσεπικαλέσει την ασφαλιστική της εταιρία.

14.

Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι πριν την προσεπίκληση έπρεπε, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του ν.δ. 28/2010, να διεξαχθεί, επίσης, διαδικασία διαμεσολαβήσεως μεταξύ της SIMSA και της ασφαλιστικής εταιρίας. Τίθεται, επομένως, το ερώτημα ποιες προθεσμίες πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό της πρώτης συζητήσεως –απλά και μόνον η προθεσμία 45 ημερών της προσεπικλήσεως, η οποία προβλέπεται στο ιταλικό αστικό δικονομικό δίκαιο σε περίπτωση προσεπικλήσεως, ή επιπροσθέτως η προθεσμία τεσσάρων μηνών την οποία καθορίζει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ν.δ. 28/2010 ως μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως.

15.

Οι διάδικοι διαμαρτύρονται για την υπερβολική επιμήκυνση της διάρκειας της δίκης. Κατόπιν αιτήματος της SIMSA, η οποία αμφισβητεί τη συμβατότητα του ν.δ. 28/2010 προς την οδηγία για τη διαμεσολάβηση, ο Giudice di Pace di Mercato S. Severino απευθύνθηκε επομένως στο Δικαστήριο με τα ακόλουθα ερωτήματα:

Απαγορεύουν τα άρθρα 6 και 13 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διακηρύχθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια, όπως προσαρμόστηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο, η οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και, γενικά, το δίκαιο της Ένωσης στο σύνολό του, τη θέσπιση από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρυθμίσεως ανάλογης με τη ρύθμιση την οποία προβλέπει, στην Ιταλία, το ν.δ. 28/2010 και το υπουργικό διάταγμα 180/2010, όπως τροποποιήθηκε με το υπουργικό διάταγμα 145/2011, και σύμφωνα με την οποία:

1)

το δικαστήριο δύναται να συναγάγει, στο πλαίσιο της επακόλουθης δίκης, αποδεικτικό επιχείρημα εις βάρος του διαδίκου που αναιτιολογήτως δεν συμμετείχε σε διαδικασία υποχρεωτικής διαμεσολαβήσεως

2)

το δικαστήριο υποχρεούται, όταν η απόφαση με την οποία περατώνεται η δίκη που ακολουθεί τη διατύπωση της απορριφθείσας προτάσεως ανταποκρίνεται πλήρως στο περιεχόμενο της προτάσεως, να μην επιτρέψει την απόδοση στον νικήσαντα διάδικο, ο οποίος είχε απορρίψει τη συμβιβαστική πρόταση, των εξόδων τα οποία αφορούν το χρονικό διάστημα μετά τη διατύπωση της εν λόγω προτάσεως και να τον καταδικάσει στην καταβολή των εξόδων του ηττηθέντα διαδίκου που αφορούν το ίδιο διάστημα, καθώς και στην καταβολή στο Δημόσιο περαιτέρω ποσού ίσου με το ήδη καταβληθέν λόγω οφειλόμενου τέλους (ενιαίας εισφοράς)

3)

το δικαστήριο δύναται, επικαλούμενο σοβαρούς και εξαιρετικούς λόγους, να μην επιτρέψει την απόδοση των δικαστικών εξόδων του νικήσαντος διαδίκου τα οποία αφορούν την αποζημίωση του διαμεσολαβητή και την αμοιβή του πραγματογνώμονα, ακόμα και αν η πράξη με την οποία περατώνεται η δίκη δεν αντιστοιχεί επακριβώς στο περιεχόμενο της προτάσεως

4)

το δικαστήριο υποχρεούται να καταδικάσει τον διάδικο που αναιτιολογήτως δεν συμμετείχε στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως να καταβάλει στο Δημόσιο ποσό ίσο με την ενιαία εισφορά που οφείλεται για τη δίκη

5)

ο διαμεσολαβητής δύναται, ή μάλλον υποχρεούται, να διατυπώσει συμβιβαστική πρόταση ακόμα και σε περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας των μερών ή μη συμμετοχής των μερών στη διαδικασία

6)

η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ολοκληρωθεί η προσπάθεια διαμεσολαβήσεως μπορεί να φθάσει τους τέσσερις μήνες

7)

ακόμα και μετά την παρέλευση της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών από την έναρξη της διαδικασίας, αγωγή μπορεί να ασκηθεί μόνον αφού ληφθεί από τη γραμματεία του οργανισμού διαμεσολαβήσεως αντίγραφο του πρακτικού μη επιτεύξεως συμφωνίας, το οποίο συντάσσει ο διαμεσολαβητής και στο οποίο εκτίθεται η απορριφθείσα πρόταση

8)

δεν αποκλείεται ο πολλαπλασιασμός των διαδικασιών διαμεσολαβήσεως –με επακόλουθη επιμήκυνση του χρόνου επιλύσεως της διαφοράς– κάθε φορά που υποβάλλονται νομίμως νέα αιτήματα στο πλαίσιο της ίδιας εκκρεμούσας δίκης

9)

το κόστος της διαδικασίας υποχρεωτικής διαμεσολαβήσεως είναι τουλάχιστον διπλάσιο από το κόστος της δίκης την αποφυγή της οποίας επιδιώκει η διαμεσολάβηση, η δε δυσαναλογία αυτή αυξάνει εκθετικά με την αύξηση της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς (σε ορισμένες περιπτώσεις, το κόστος της διαμεσολαβήσεως μπορεί να υπερβεί το εξαπλάσιο του κόστους της δίκης) ή λόγω της μεγαλύτερης πολυπλοκότητας της διαδικασίας (αν κριθεί απαραίτητος ο διορισμός πραγματογνώμονα, αμειβόμενου από τα μέρη, ο οποίος θα συνδράμει τον διαμεσολαβητή σε διαφορές που απαιτούν τεχνική εξειδίκευση, χωρίς η γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα και οι πληροφορίες που θα δώσει να μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά την επακόλουθη δίκη);

IV – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

16.

Μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 272/2012 απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές ορισμένες διατάξεις του ν.δ. 28/2010, ιδίως η διάταξη εκείνη που προέβλεπε υποχρεωτική διεξαγωγή διαδικασίας διαμεσολαβήσεως πριν την άσκηση της αγωγής.

17.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο, με έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2012, να διευκρινίσει τι αντίκτυπο είχε η απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου στην προδικαστική παραπομπή και στην εθνική ένδικη διαδικασία. Το αιτούν δικαστήριο απάντησε, με γνωμοδότηση της 17ης Ιανουαρίου 2013, ότι η εκ μέρους του Δικαστηρίου απάντηση επί των προδικαστικών ερωτημάτων εξακολουθούσε να είναι χρήσιμη για την έκδοση της δικής του αποφάσεως. Ως προς τον αντίκτυπο της αποφάσεως του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και τους λόγους για τη διατήρηση της παραπομπής δεν παρέσχε περαιτέρω πληροφορίες.

18.

Στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου έλαβαν μέρος η Ιταλική, η Γαλλική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

V – Νομική αξιολόγηση

19.

Υφίστανται αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προδικαστικής παραπομπής. Η Επιτροπή επισήμανε ευλόγως ότι ορισμένα από τα προδικαστικά ερωτήματα είναι υποθετικού χαρακτήρα. Τουτέστιν, δεν είναι προφανές κατά πόσον οι λεπτομέρειες μιας διαδικασίας διαμεσολαβήσεως, όσον αφορά παραδείγματος χάριν τα δικαστικά έξοδα, έχουν σημασία για την απόφαση στη συγκεκριμένη κύρια δίκη. Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο ανέφερε μόνον, ως προς τη λυσιτέλεια της απαντήσεως επί των ερωτημάτων που αυτό υπέβαλε, ότι οφείλει να προβεί στον προσδιορισμό της προφορικής διαδικασίας, και ότι έπρεπε σχετικώς να κρίνει εάν, κατά τον υπολογισμό της προθεσμίας, έπρεπε να ληφθεί επίσης υπόψη η διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως.

20.

Επί του παρόντος είναι, όμως, επουσιώδες το κατά πόσον η προδικαστική παραπομπή ήταν, για αυτόν τον λόγο, ήδη εξαρχής απαράδεκτη –τουλάχιστον εν μέρει. Τούτο διότι οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο καταδεικνύουν ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι υποθετικού χαρακτήρα, τουλάχιστον από της εκδόσεως της αποφάσεως του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.

21.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 267 ΕΚ, είναι αποκλειστικό έργο του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες κάθε ενώπιόν του εκκρεμούς υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να μπορέσει να εκδώσει την απόφασή του όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που θέτει στο Δικαστήριο ( 6 ). Εφόσον τα υποβληθέντα από το εθνικό δικαστήριο ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται να εκδώσει, κατ’ αρχήν, απόφαση. Το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος εθνικού δικαστηρίου μόνον οσάκις είναι προφανές ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους κανόνα δικαίου της Ένωσης είναι άσχετη με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, οσάκις το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή οσάκις το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν ( 7 ).

22.

Σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε ενώπιόν του αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ( 8 ). Συγκεκριμένα, το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να πρυτανεύει κατά τη λειτουργία της προδικαστικής παραπομπής συνεπάγεται ότι, από την πλευρά του, το εθνικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, η οποία συνίσταται στο να συμβάλλει στην απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι να διατυπώνει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων ( 9 ).

23.

Ερωτηθέν σχετικώς, το αιτούν δικαστήριο δήλωσε απλώς ότι η εκ μέρους του δικαστηρίου απάντηση στα προδικαστικά του ερωτήματα εξακολουθούσε να είναι χρήσιμη. Εντούτοις, δεν διευκρίνισε σχετικώς περαιτέρω για ποιόν λόγο τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα έχρηζαν ακόμα απαντήσεως μετά την απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο καταδεικνύουν, αντιθέτως, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα εξακολουθούν να έχουν υποθετικό μόνο χαρακτήρα. Τούτο δε διότι είτε αφορούν άμεσα διατάξεις του ν.δ. 28/2010 που κρίθηκαν αντισυνταγματικές είτε στερούνται πλέον σημασίας για την απόφαση επί της κύριας δίκης μετά την κατάργηση της υποχρεώσεως για διεξαγωγή διαδικασίας διαμεσολαβήσεως πριν την άσκηση αγωγής. Δεν συντρέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι σχετικοί κανόνες, παρά το γεγονός ότι κρίθηκαν αντισυνταγματικοί, θα μπορούσαν να ασκούν ακόμα επιρροή στην κύρια δίκη. Αντιστοίχως, αποσύρθηκε ανάλογη προδικαστική παραπομπή άλλου ιταλικού δικαστηρίου, η οποία αφορούσε επίσης την ερμηνεία της οδηγίας για τη διαμεσολάβηση σε σχέση με τις ιταλικές διατάξεις που ακύρωσε το Συνταγματικό Δικαστήριο ( 10 ).

Επί του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος

24.

Με το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον ορισμένα μέτρα τα οποία μπορεί να λάβει δικαστήριο κατά το ν.δ. 28/2010, συμβιβάζονται προς την οδηγία για τη διαμεσολάβηση ή με το λοιπό δίκαιο της Ένωσης. Τα ερωτήματα αφορούν αποκλειστικώς διατάξεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές. Το ζήτημα της συμβατότητας των μνημονευόμενων στο πρώτο, στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα μέτρων προς το δίκαιο της Ένωσης έχει συνεπώς υποθετικό μόνο χαρακτήρα και δεν χρήζει πλέον απαντήσεως από το Δικαστήριο.

25.

Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου, στο πλαίσιο της δίκης που είχε ως επακόλουθό της μια διαμεσολάβηση, να συναγάγει αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος ενός διαδίκου που αναιτιολογήτως δεν συμμετέσχε σε υποχρεωτική διαδικασία διαμεσολαβήσεως. Τη δυνατότητα αυτή προέβλεπε το άρθρο 8, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του ν.δ. 28/2010, το οποίο κρίθηκε αντισυνταγματικό.

26.

Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του ν.δ. 28/2010, το οποίο προέβλεπε ότι, όταν η πράξη με την οποία περατώνεται η δίκη ανταποκρίνεται πλήρως στο περιεχόμενο της προτάσεως του διαμεσολαβητή, το αρμόδιο δικαστήριο καταδικάζει στα δικαστικά έξοδα τον νικήσαντα διάδικο ο οποίος είχε απορρίψει την εν λόγω πρόταση. Εντούτοις, το άρθρο 13, παράγραφος 1, κρίθηκε επίσης αντισυνταγματικό.

27.

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί κατά πόσον είναι συμβατό προς το δίκαιο της Ένωσης το ότι το εθνικό δικαστήριο δύναται, εφόσον συντρέχουν σοβαροί και εξαιρετικοί λόγοι, να μην επιτρέψει την απόδοση των δικαστικών εξόδων του νικήσαντος διαδίκου τα οποία αφορούν την αποζημίωση του διαμεσολαβητή και την αμοιβή του πραγματογνώμονα, παρότι η πράξη με την οποία περατώνεται η δίκη δεν αντιστοιχεί επακριβώς στο περιεχόμενο της προτάσεως του διαμεσολαβητή. Τούτο προβλεπόταν στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του ν.δ. 28/2010, το οποίο κρίθηκε επίσης αντισυνταγματικό.

28.

Το αντικείμενο του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος εξέλιπε επίσης. Αφορά την κριθείσα ως αντισυνταγματική ρύθμιση του άρθρου 8, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του ν.δ. 28/2010, η οποία προέβλεπε την καταδίκη του διαδίκου ο οποίος αναιτιολογήτως δεν συμμετέσχε στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως, στην καταβολή στο Δημόσιο ποσού ίσου με την ενιαία εισφορά που οφείλεται για τη δίκη.

Επί του πέμπτου, του έκτου, του έβδομου, του όγδοου και του ένατου ερωτήματος

29.

Μετά την απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, στερείται σημασίας για την έκβαση της κύριας δίκης η απάντηση και επί των υπολοίπων επίσης προδικαστικών ερωτημάτων. Τουτέστιν, το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο, το όγδοο και το ένατο ερώτημα αφορούν λεπτομέρειες της διεξαγωγής και της περατώσεως μιας διαδικασίας διαμεσολαβήσεως, τη διάρκειά της, καθώς και το κόστος της, τα δε ερωτήματα προϋποθέτουν υποχρεωτική διαδικασία διαμεσολαβήσεως. Στην προκειμένη, εντούτοις, περίπτωση δεν είναι προφανές ότι χρειάζεται πράγματι να διεξαχθεί διαδικασία διαμεσολαβήσεως.

30.

Εξαιτίας της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, του ν.δ. 28/2010 οι διάδικοι δεν υποχρεούνται πλέον να συμμετάσχουν σε διαμεσολάβηση. Όπως δε προκύπτει και από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, εν προκειμένω ουδόλως προτίθενται να διεξαγάγουν εκουσίως τέτοια διαδικασία. Αντιθέτως, διαμαρτύρονται για την υπερβολική επιμήκυνση της διάρκειας της διαδικασίας την οποία θα συνεπαγόταν μια διαμεσολάβηση. Από τις πληροφορίες που διαθέτει το Δικαστήριο προκύπτει ότι η διαδικασία διαμεσολαβήσεως έπρεπε να διεξαχθεί μόνον επειδή οι διάδικοι υπείχαν τέτοια υποχρέωση κατά το ιταλικό δίκαιο.

31.

Επομένως, το Δικαστήριο έχει εν προκειμένω επιληφθεί προδικαστικής παραπομπής η οποία έχει διευθετηθεί συνεπεία της μεταβολής των νομικών περιστάσεων. Το Δικαστήριο πρέπει, επομένως, να αποφανθεί ότι παρέλκει πλέον η απάντηση επί των προδικαστικών ερωτημάτων των οποίων επιλήφθηκε. Θα πρέπει δε να ληφθεί σχετικώς υπόψη ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν ήταν εξαρχής απαράδεκτα, αλλά κατέστησαν άνευ αντικειμένου μετά την υποβολή της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δεν αποσύρθηκαν όμως από το αιτούν δικαστήριο ( 11 ).

VI – Πρόταση

32.

Κατόπιν των ανωτέρω προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα ερωτήματα που υπέβαλε ο Giudice di Pace di Mercato S. Severino:

«Παρέλκει η απάντηση στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) ΕΕ L 136, σ. 3 (στο εξής: οδηγία για τη διαμεσολάβηση).

( 3 ) Νομοθετικό διάταγμα (Decreto legislativo) αριθ. 28, της 4ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 60 του νόμου 69, της 18ης Ιουνίου 2009, για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: ν.δ. 28/2010).

( 4 ) Προμνησθείσα στην υποσημείωση 3.

( 5 ) Στο εξής: SIMSA.

( 6 ) Βλ. τις αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra (Συλλογή 2001, σ. I-2099, σκέψη 38), της 23ης Απριλίου 2009, C-544/07, Rüffler (Συλλογή 2009, σ. I-3389, σκέψη 36), της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-314/08, Filipiak (Συλλογή 2009, σ. I-11049, σκέψη 40), της 7ης Ιουλίου 2011, C-310/10, Agafiţei κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι-5989, σκέψη 25), και της 15ης Ιανουαρίου 2013, C-416/10, Križan κ.λπ. (σκέψη 53).

( 7 ) Αποφάσεις PreussenElektra (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 39), Rüffler (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 38), Filipiak (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 42), Agafiţei κ.λπ. (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 27) und Križan κ.λπ. (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 54).

( 8 ) Αποφάσεις PreussenElektra (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 39), Rüffler (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 37) και Filipiak (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 41).

( 9 ) Αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2005, C-225/02, García Blanco (Συλλογή 2005, σ. I-523, σκέψη 28), της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, C-409/06, Winner Wetten (Συλλογή 2010, σ. I-8015, σκέψη 38), της 26ης Φεβρουαρίου 2013, C-617/10, Åkerberg Fransson (σκέψη 42).

( 10 ) Βλ. διάταξη του Δικαστηρίου περί διαγραφής της 8ης Φεβρουαρίου 2013, C-464/11, Galioto (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

( 11 ) Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου της 28ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση C-225/02, García Blanco (Συλλογή 2005, σ. I-523, σημείο 36).


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα

I – Εισαγωγή

1. Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2) .

2. Αφορμή των προδικαστικών ερωτημάτων είναι οι θεσπισθείσες για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής ιταλικές νομοθετικές διατάξεις (3), οι οποίες προέβλεπαν διαδικασία διαμεσολαβήσεως για ορισμένες αστικές διαφορές. Κατά το ιταλικό δίκαιο, στις περιπτώσεις αυτές η προσπάθεια διαμεσολαβήσεως συνιστούσε προϋπόθεση του παραδεκτού μιας μεταγενέστερης αγωγής. Επιπλέον, το ιταλικό δίκαιο περιελάμβανε διατάξεις σχετικά με τις επιπτώσεις μιας διαδικασίας διαμεσολαβήσεως στην επακόλουθη δίκη. Τουτέστιν, ο δικαστής μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να συναγάγει αποδεικτικά επιχειρήματα εις βάρος του διαδίκου που δεν συμμετέσχε σε υποχρεωτική διαδικασία διαμεσολαβήσεως.

3. Το αιτούν δικαστήριο θέτει το ερώτημα κατά πόσον ένα τέτοιο σύστημα συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, προς την οδηγία για τη διαμεσολάβηση.

4. Μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου εκδόθηκε, μολοταύτα, απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές πολλές διατάξεις του ν.δ. 28/2010, μεταξύ αυτών και η διάταξη εκείνη που καθιστά υποχρεωτική τη διεξαγωγή διαδικασίας διαμεσολαβήσεως. Ως εκ τούτου, τίθεται το ζήτημα της ενδεχόμενης διευθετήσεως της προδικαστικής παραπομπής εν τω μεταξύ.

II – Νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

5. Όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης, το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως αποτελεί η οδηγία 2008/52. Το πεδίο εφαρμογής της καθορίζεται στο άρθρο 1 το οποίο, μεταξύ άλλων, ορίζει:

«(1) Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να διευκολύνει την πρόσβαση στην εναλλακτική επίλυση των διαφορών και να προαγάγει τον φιλικό διακανονισμό τους, ενθαρρύνοντας την προσφυγή στη διαμεσολάβηση και φροντίζοντας για τη δημιουργία ισόρροπης σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών.

[…]»

6. Το άρθρο 3 της οδηγίας για τη διαμεσολάβηση φέρει τον τίτλο «Ορισμοί» και ορίζει:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) ως “διαμεσολάβηση” νοείται διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους, με τη βοήθεια διαμεσολαβητή. Η διαδικασία αυτή μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία των μερών, να προταθεί ή να διαταχθεί από δικαστήριο ή να προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους.

Η έννοια αυτή περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση εκ μέρους δικαστή που δεν έχει επιληφθεί τυχόν δικαστικών διαδικασιών σχετικών με την εν λόγω διαφορά. Δεν περιλαμβάνει τις απόπειρες που γίνονται από το δικαστήριο ή τον δικαστή που έχει επιληφθεί της υπόθεσης για την επίλυση διαφοράς κατά τη διάρκεια της σχετικής με την εν λόγω διαφορά δίκης·

[…]».

Το ιταλικό δίκαιο

7. Η οδηγία για τη διαμεσολάβηση μεταφέρθηκε στο ιταλικό δίκαιο με το ν.δ. 28/2010 (4) . Το άρθρο 5 αυτού ορίζει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η διαδικασία διαμεσολαβήσεως συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής. Η παράγραφός του 1 έχει ως ακολούθως:

«Όποιος προτίθεται να ασκήσει αγωγή λόγω διαφοράς σχετικής με οριζόντια ιδιοκτησία, εμπράγματα δικαιώματα, διανομή, κληρονομική διαδοχή, οικογενειακές συμβάσεις, μίσθωση, χρησιδάνειο, μίσθωση επιχειρήσεως, αποζημίωση για ζημία προκληθείσα από την κυκλοφορία οχήματος ή τη χρήση σκάφους, ιατρική ευθύνη ή δυσφήμηση δια του Τύπου ή άλλου μέσου μαζικής ενημερώσεως, ασφαλιστικές, τραπεζικές και χρηματοοικονομικές συμβάσεις, οφείλει προηγουμένως να προσφύγει στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως, όπως αυτή ορίζεται με το παρόν διάταγμα […]. Η προσφυγή στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής. […] Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει ότι η διαδικασία διαμεσολαβήσεως έχει ήδη κινηθεί, αλλά δεν έχει περατωθεί, προσδιορίζει την επόμενη συζήτηση μετά την παρέλευση της προθεσμίας την οποία προβλέπει το άρθρο 6. Το δικαστήριο ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο εάν δεν έχει κινηθεί διαδικασία διαμεσολαβήσεως, τάσσοντας συγχρόνως στους διαδίκους δεκαπενθήμερη προθεσμία για την υποβολή της αιτήσεως διαμεσολαβήσεως.»

8. Το άρθρο 6 του ν.δ. 28/2010 ρυθμίζει τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως και ορίζει:

«(1) Η διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως δεν υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες.

[…]»

9. Το άρθρο 8 περιλαμβάνει ρυθμίσεις σχετικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας, στη δε παράγραφό του 5 προβλέπει τα εξής:

«(5) Το δικαστήριο δύναται να συναγάγει, στο πλαίσιο της επακόλουθης δίκης, αποδεικτικό επιχείρημα κατά την έννοια του άρθρου 116, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Codice di procedura civile) από την αναιτιολόγητη μη συμμετοχή στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως. Το δικαστήριο καταδικάζει τον διάδικο που αναιτιολογήτως δεν συμμετείχε στη διαδικασία, στις προβλεπόμενες από το άρθρο 5 περιπτώσεις, να καταβάλει στο Δημόσιο ποσό ίσο με την ενιαία εισφορά που οφείλεται για τη δίκη.»

10. Το άρθρο 11 αφορά τον συμβιβασμό στο πλαίσιο της διαμεσολαβήσεως και ορίζει:

«(1) Σε περίπτωση επιτεύξεως συμφωνίας για φιλικό διακανονισμό, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο επισυνάπτεται το κείμενο της συμφωνίας. Σε περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας, ο διαμεσολαβητής μπορεί να διατυπώσει συμβιβαστική πρόταση. Ο διαμεσολαβητής διατυπώνει οπωσδήποτε συμβιβαστική πρόταση εφόσον ζητηθεί από τα μέρη σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Πριν από τη διατύπωση της προτάσεως, ο διαμεσολαβητής πληροφορεί τα μέρη για τις πιθανές συνέπειες, τις οποίες προβλέπει το άρθρο 13.

(2) Η πρόταση συμβιβασμού γνωστοποιείται εγγράφως στα μέρη. Τα μέρη ανακοινώνουν εγγράφως στον διαμεσολαβητή εντός επτά ημερών αν αποδέχονται ή απορρίπτουν την πρόταση. Αν δεν δοθεί απάντηση εμπροθέσμως, η πρόταση θεωρείται απορριφθείσα. Υπό την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας των μερών, η πρόταση δεν μπορεί να περιέχει αναφορές στις δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν ή στις πληροφορίες που δόθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας […].

(4) Αν ο συμβιβασμός αποτύχει, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό στο οποίο εκτίθεται η πρόταση. Το πρακτικό υπογράφεται από τα μέρη και τον διαμεσολαβητή, ο οποίος πιστοποιεί το γνήσιο της υπογραφής των μερών ή την αδυναμία των μερών να υπογράψουν. Με το ίδιο πρακτικό, ο διαμεσολαβητής πιστοποιεί τη μη συμμετοχή μέρους στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως.

(5) Το πρακτικό κατατίθεται στη γραμματεία του οργανισμού. Αντίγραφα του πρακτικού χορηγούνται στα μέρη κατόπιν αιτήσεως».

11. Το άρθρο 13 αφορά τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως:

«(1) Όταν η πράξη με την οποία περατώνεται η δίκη ανταποκρίνεται πλήρως στο περιεχόμενο της προτάσεως, το δικαστήριο δεν επιτρέπει την απόδοση στον νικήσαντα διάδικο, ο οποίος είχε απορρίψει την πρόταση, των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα μετά τη διατύπωση της εν λόγω προτάσεως και τον καταδικάζει στην καταβολή των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο ηττηθείς διάδικος κατά το ίδιο διάστημα, καθώς και στην καταβολή στο Δημόσιο ποσού ίσου με την οφειλόμενη ενιαία εισφορά. Εφαρμόζονται τα άρθρα 92 και 96 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν επίσης εφαρμογή στα έξοδα για την αποζημίωση του διαμεσολαβητή και για την αμοιβή του πραγματογνώμονα σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4.

(2) Όταν η πράξη με την οποία περατώνεται η δίκη δεν ανταποκρίνεται πλήρως στο περιεχόμενο της προτάσεως, το δικαστήριο μπορεί εντούτοις, εφόσον συντρέχουν σοβαροί και εξαιρετικοί λόγοι, να μην επιτρέψει την απόδοση των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος για την αποζημίωση του διαμεσολαβητή και για την αμοιβή του πραγματογνώμονα σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4 […]».

Γ – Απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου

12. Στις 24 Οκτωβρίου 2012, το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 272/2012 απόφαση με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικά τμήματα του ν.δ. 28/2010, ιδίως το άρθρο 5, παράγραφος 1, το άρθρο 8, παράγραφος 5, καθώς και το άρθρο 13 (με εξαίρεση την περιλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή παραπομπή στα άρθρα 92 και 96 του ιταλικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, η οποία όμως δεν ασκεί επιρροή στην παρούσα διαδικασία).

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13. Η κύρια δίκη αφορά αγωγή αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας. Το αυτοκίνητο όχημα του Ciro Di Donna υπέστη ζημία από ανυψωτικό όχημα της εταιρίας SIMSA srl (5) εντός των εγκαταστάσεών της. Η SIMSA δεν αμφισβητεί το ατύχημα και την ευθύνη της, φρονεί, εντούτοις, ότι το κόστος της ζημίας πρέπει να αναλάβει η ασφαλιστική της εταιρία και, για αυτόν τον λόγο, δεν προέβη μέχρι τώρα σε καταβολή προς τον C. Di Donna. Λόγω μη δυνατότητας ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, ο C. Di Donna άσκησε συνεπώς καταψηφιστική αγωγή κατά της SIMSA. Η SIMSA ζήτησε αναβολή της πρώτης συζητήσεως προκειμένου να προσεπικαλέσει την ασφαλιστική της εταιρία.

14. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι πριν την προσεπίκληση έπρεπε, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του ν.δ. 28/2010, να διεξαχθεί, επίσης, διαδικασία διαμεσολαβήσεως μεταξύ της SIMSA και της ασφαλιστικής εταιρίας. Τίθεται, επομένως, το ερώτημα ποιες προθεσμίες πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό της πρώτης συζητήσεως –απλά και μόνον η προθεσμία 45 ημερών της προσεπικλήσεως, η οποία προβλέπεται στο ιταλικό αστικό δικονομικό δίκαιο σε περίπτωση προσεπικλήσεως, ή επιπροσθέτως η προθεσμία τεσσάρων μηνών την οποία καθορίζει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ν.δ. 28/2010 ως μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως.

15. Οι διάδικοι διαμαρτύρονται για την υπερβολική επιμήκυνση της διάρκειας της δίκης. Κατόπιν αιτήματος της SIMSA, η οποία αμφ ισβητεί τη συμβατότητα του ν.δ. 28/2010 προς την οδηγία για τη διαμεσολάβηση, ο Giudice di Pace di Mercato S. Severino απευθύνθηκε επομένως στο Δικαστήριο με τα ακόλουθα ερωτήματα:

Απαγορεύουν τα άρθρα 6 και 13 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διακηρύχθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια, όπως προσαρμόστηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο, η οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και, γενικά, το δίκαιο της Ένωσης στο σύνολό του, τη θέσπιση από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρυθμίσεως ανάλογης με τη ρύθμιση την οποία προβλέπει, στην Ιταλία, το ν.δ. 28/2010 και το υπουργικό διάταγμα 180/2010, όπως τροποποιήθηκε με το υπουργικό διάταγμα 145/2011, και σύμφωνα με την οποία:

1) το δικαστήριο δύναται να συναγάγει, στο πλαίσιο της επακόλουθης δίκης, αποδεικτικό επιχείρημα εις βάρος του διαδίκου που αναιτιολογήτως δεν συμμετείχε σε διαδικασία υποχρεωτικής διαμεσολαβήσεως·

2) το δικαστήριο υποχρεούται, όταν η απόφαση με την οποία περατώνεται η δίκη που ακολουθεί τη διατύπωση της απορριφθείσας προτάσεως ανταποκρίνεται πλήρως στο περιεχόμενο της προτάσεως, να μην επιτρέψει την απόδοση στον νικήσαντα διάδικο, ο οποίος είχε απορρίψει τη συμβιβαστική πρόταση, των εξόδων τα οποία αφορούν το χρονικό διάστημα μετά τη διατύπωση της εν λόγω προτάσεως και να τον καταδικάσει στην καταβολή των εξόδων του ηττηθέντα διαδίκου που αφορούν το ίδιο διάστημα, καθώς και στην καταβολή στο Δημόσιο περαιτέρω ποσού ίσου με το ήδη καταβληθέν λόγω οφειλόμενου τέλους (ενιαίας εισφοράς)·

3) το δικαστήριο δύναται, επικαλούμενο σοβαρούς και εξαιρετικούς λόγους, να μην επιτρέψει την απόδοση των δικαστικών εξόδων του νικήσαντος διαδίκου τα οποία αφορούν την αποζημίωση του διαμεσολαβητή και την αμοιβή του πραγματογνώμονα, ακόμα και αν η πράξη με την οποία περατώνεται η δίκη δεν αντιστοιχεί επακριβώς στο περιεχόμενο της προτάσεως·

4) το δικαστήριο υποχρεούται να καταδικάσει τον διάδικο που αναιτιολογήτως δεν συμμετείχε στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως να καταβάλει στο Δημόσιο ποσό ίσο με την ενιαία εισφορά που οφείλεται για τη δίκη·

5) ο διαμεσολαβητής δύναται, ή μάλλον υποχρεούται, να διατυπώσει συμβιβαστική πρόταση ακόμα και σε περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας των μερών ή μη συμμετοχής των μερών στη διαδικασία·

6) η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ολοκληρωθεί η προσπάθεια διαμεσολαβήσεως μπορεί να φθάσει τους τέσσερις μήνες·

7) ακόμα και μετά την παρέλευση της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών από την έναρξη της διαδικασίας, αγωγή μπορεί να ασκηθεί μόνον αφού ληφθεί από τη γραμματεία του οργανισμού διαμεσολαβήσεως αντίγραφο του πρακτικού μη επιτεύξεως συμφωνίας, το οποίο συντάσσει ο διαμεσολαβητής και στο οποίο εκτίθεται η απορριφθείσα πρόταση·

8) δεν αποκλείεται ο πολλαπλασιασμός των διαδικασιών διαμεσολαβήσεως –με επακόλουθη επιμήκυνση του χρόνου επιλύσεως της διαφοράς– κάθε φορά που υποβάλλονται νομίμως νέα αιτήματα στο πλαίσιο της ίδιας εκκρεμούσας δίκης·

9) το κόστος της διαδικασίας υποχρεωτικής διαμεσολαβήσεως είναι τουλάχιστον διπλάσιο από το κόστος της δίκης την αποφυγή της οποίας επιδιώκει η διαμεσολάβηση, η δε δυσαναλογία αυτή αυξάνει εκθετικά με την αύξηση της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς (σε ορισμένες περιπτώσεις, το κόστος της διαμεσολαβήσεως μπορεί να υπερβεί το εξαπλάσιο του κόστους της δίκης) ή λόγω της μεγαλύτερης πολυπλοκότητας της διαδικασίας (αν κριθεί απαραίτητος ο διορισμός πραγματογνώμονα, αμειβόμενου από τα μέρη, ο οποίος θα συνδράμει τον διαμεσολαβητή σε διαφορές που απαιτούν τεχνική εξειδίκευση, χωρίς η γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα και οι πληροφορίες που θα δώσει να μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά την επακόλουθη δίκη);

IV – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

16. Μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 272/2012 απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές ορισμένες διατάξεις του ν.δ. 28/2010, ιδίως η διάταξη εκείνη που προέβλεπε υποχρεωτική διεξαγωγή διαδικασίας διαμεσολαβήσεως πριν την άσκηση της αγωγής.

17. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο, με έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2012, να διευκρινίσει τι αντίκτυπο είχε η απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου στην προδικαστική παραπομπή και στην εθνική ένδικη διαδικασία. Το αιτούν δικαστήριο απάντησε, με γνωμοδότηση της 17ης Ιανουαρίου 2013, ότι η εκ μέρους του Δικαστηρίου απάντηση επί των προδικαστικών ερωτημάτων εξακολουθούσε να είναι χρήσιμη για την έκδοση της δικής του αποφάσεως. Ως προς τον αντίκτυπο της αποφάσεως του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και τους λόγους για τη διατήρηση της παραπομπής δεν παρέσχε περαιτέρω πληροφορίες.

18. Στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου έλαβαν μέρος η Ιταλική, η Γαλλική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

V – Νομική αξιολόγηση

19. Υφίστανται αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προδικαστικής παραπομπής. Η Επιτροπή επισήμανε ευλόγως ότι ορισμένα από τα προδικαστικά ερωτήματα είναι υποθετικού χαρακτήρα. Τουτέστιν, δεν είναι προφανές κατά πόσον οι λεπτομέρειες μιας διαδικασίας διαμεσολαβήσεως, όσον αφορά παραδείγματος χάριν τα δικαστικά έξοδα, έχουν σημασία για την απόφαση στη συγκεκριμένη κύρια δίκη. Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο ανέφερε μόνον, ως προς τη λυσιτέλεια της απαντήσεως επί των ερωτημάτων που αυτό υπέβαλε, ότι οφείλει να προβεί στον προσδιορισμό της προφορικής διαδικασίας, και ότι έπρεπε σχετικώς να κρίνει εάν, κατά τον υπολογισμό της προθεσμίας, έπρεπε να ληφθεί επίσης υπόψη η διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως.

20. Επί του παρόντος είναι, όμως, επουσιώδες το κατά πόσον η προδικαστική παραπομπή ήταν, για αυτόν τον λόγο, ήδη εξαρχής απαράδεκτη –τουλάχιστον εν μέρει. Τούτο διότι οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο καταδεικνύουν ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι υποθετικού χαρακτήρα, τουλάχιστον από της εκδόσεως της αποφάσεως του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.

21. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 267 ΕΚ, είναι αποκλειστικό έργο του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες κάθε ενώπιόν του εκκρεμούς υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να μπορέσει να εκδώσει την απόφασή του όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που θέτει στο Δικαστήριο (6) . Εφόσον τα υποβληθέντα από το εθνικό δικαστήριο ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται να εκδώσει, κατ’ αρχήν, απόφαση. Το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος εθνικού δικαστηρίου μόνον οσάκις είναι προφανές ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους κανόνα δικαίου της Ένωσης είναι άσχετη με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, οσάκις το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή οσάκις το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (7) .

22. Σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε ενώπιόν του αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (8) . Συγκεκριμένα, το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να πρυτανεύει κατά τη λειτουργία της προδικαστικής παραπομπής συνεπάγεται ότι, από την πλευρά του, το εθνικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, η οποία συνίσταται στο να συμβάλλει στην απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι να διατυπώνει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων (9) .

23. Ερωτηθέν σχετικώς, το αιτούν δικαστήριο δήλωσε απλώς ότι η εκ μέρους του δικαστηρίου απάντηση στα προδικαστικά του ερωτήματα εξακολουθούσε να είναι χρήσιμη. Εντούτοις, δεν διευκρίνισε σχετικώς περαιτέρω για ποιόν λόγο τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα έχρηζαν ακόμα απαντήσεως μετά την απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο καταδεικνύουν, αντιθέτως, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα εξακολουθούν να έχουν υποθετικό μόνο χαρακτήρα. Τούτο δε διότι είτε αφορούν άμεσα διατάξεις του ν.δ. 28/2010 που κρίθηκαν αντισυνταγματικές είτε στερούνται πλέον σημασίας για την απόφαση επί της κύριας δίκης μετά την κατάργηση της υποχρεώσεως για διεξαγωγή διαδικασίας διαμεσολαβήσεως πριν την άσκηση αγωγής. Δεν συντρέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι σχετικοί κανόνες, παρά το γεγονός ότι κρίθηκαν αντισυνταγματικοί, θα μπορούσαν να ασκούν ακόμα επιρροή στην κύρια δίκη. Αντιστοίχως, αποσύρθηκε ανάλογη προδικαστική παραπομπή άλλου ιταλικού δικαστηρίου, η οποία αφορούσε επίσης την ερμηνεία της οδηγίας για τη διαμεσολάβηση σε σχέση με τις ιταλικές διατάξεις που ακύρωσε το Συνταγματικό Δικαστήριο (10) .

Επί του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος

24. Με το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον ορισμένα μέτρα τα οποία μπορεί να λάβει δικαστήριο κατά το ν.δ. 28/2010, συμβιβάζονται προς την οδηγία για τη διαμεσολάβηση ή με το λοιπό δίκαιο της Ένωσης. Τα ερωτήματα αφορούν αποκλειστικώς διατάξεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές. Το ζήτημα της συμβατότητας των μνημονευόμενων στο πρώτο, στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα μέτρων προς το δίκαιο της Ένωσης έχει συνεπώς υποθετικό μόνο χαρακτήρα και δεν χρήζει πλέον απαντήσεως από το Δικαστήριο.

25. Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου, στο πλαίσιο της δίκης που είχε ως επακόλουθό της μια διαμεσολάβηση, να συναγάγει αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος ενός διαδίκου που αναιτιολογήτως δεν συμμετέσχε σε υποχρεωτική διαδικασία διαμεσολαβήσεως. Τη δυνατότητα αυτή προέβλεπε το άρθρο 8, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του ν.δ. 28/2010, το οποίο κρίθηκε αντισυνταγματικό.

26. Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του ν.δ. 28/2010, το οποίο προέβλεπε ότι, όταν η πράξη με την οποία περατώνεται η δίκη ανταποκρίνεται πλήρως στο περιεχόμενο της προτάσεως του διαμεσολαβητή, το αρμόδιο δικαστήριο καταδικάζει στα δικαστικά έξοδα τον νικήσαντα διάδικο ο οποίος είχε απορρίψει την εν λόγω πρόταση. Εντούτοις, το άρθρο 13, παράγραφος 1, κρίθηκε επίσης αντισυνταγματικό.

27. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί κατά πόσον είναι συμβατό προς το δίκαιο της Ένωσης το ότι το εθνικό δικαστήριο δύναται, εφόσον συντρέχουν σοβαροί και εξαιρετικοί λόγοι, να μην επιτρέψει την απόδοση των δικαστικών εξόδων του νικήσαντος διαδίκου τα οποία αφορούν την αποζημίωση του διαμεσολαβητή και την αμοιβή του πραγματογνώμονα, παρότι η πράξη με την οποία περατώνεται η δίκη δεν αντιστοιχεί επακριβώς στο περιεχόμενο της προτάσεως του διαμεσολαβητή. Τούτο προβλεπόταν στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του ν.δ. 28/2010, το οποίο κρίθηκε επίσης αντισυνταγματικό.

28. Το αντικείμενο του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος εξέλιπε επίσης. Αφορά την κριθείσα ως αντισυνταγματική ρύθμιση του άρθρου 8, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του ν.δ. 28/2010, η οποία προέβλεπε την καταδίκη του διαδίκου ο οποίος αναιτιολογήτως δεν συμμετέσχε στη διαδικασία διαμεσολαβήσεως, στην καταβολή στο Δημόσιο ποσού ίσου με την ενιαία εισφορά που οφείλεται για τη δίκη.

Επί του πέμπτου, του έκτου, του έβδομου, του όγδοου και του ένατου ερωτήματος

29. Μετά την απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, στερείται σημασίας για την έκβαση της κύριας δίκης η απάντηση και επί των υπολοίπων επίσης προδικαστικών ερωτημάτων. Τουτέστιν, το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο, το όγδοο και το ένατο ερώτημα αφορούν λεπτομέρειες της διεξαγωγής και της περατώσεως μιας διαδικασίας διαμεσολαβήσεως, τη διάρκειά της, καθώς και το κόστος της, τα δε ερωτήματα προϋποθέτουν υποχρεωτική διαδικασία διαμεσολαβήσεως. Στην προκειμένη, εντούτοις, περίπτωση δεν είναι προφανές ότι χρειάζεται πράγματι να διεξαχθεί διαδικασία διαμεσολαβήσεως.

30. Εξαιτίας της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, του ν.δ. 28/2010 οι διάδικοι δεν υποχρεούνται πλέον να συμμετάσχουν σε διαμεσολάβηση. Όπως δε προκύπτει και από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, εν προκειμένω ουδόλως προτίθενται να διεξαγάγουν εκουσίως τέτοια διαδικασία. Αντιθέτως, διαμαρτύρονται για την υπερβολική επιμήκυνση της διάρκειας της διαδικασίας την οποία θα συνεπαγόταν μια διαμεσολάβηση. Από τις πληροφορίες που διαθέτει το Δικαστήριο προκύπτει ότι η διαδικασία διαμεσολαβήσεως έπρεπε να διεξαχθεί μόνον επειδή οι διάδικοι υπείχαν τέτοια υποχρέωση κατά το ιταλικό δίκαιο.

31. Επομένως, το Δικαστήριο έχει εν προκειμένω επιληφθεί προδικαστικής παραπομπής η οποία έχει διευθετηθεί συνεπεία της μεταβολής των νομικών περιστάσεων. Το Δικαστήριο πρέπει, επομένως, να αποφανθεί ότι παρέλκει πλέον η απάντηση επί των προδικαστικών ερωτημάτων των οποίων επιλήφθηκε. Θα πρέπει δε να ληφθεί σχετικώς υπόψη ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν ήταν εξαρχής απαράδεκτα, αλλά κατέστησαν άνευ αντικειμένου μετά την υποβολή της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δεν αποσύρθηκαν όμως από το αιτούν δικαστήριο (11) .

VI – Πρόταση

32. Κατόπιν των ανωτέρω προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα ερωτήματα που υπέβαλε ο Giudice di Pace di Mercato S. Severino:

«Παρέλκει η απάντηση στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.»

(1) .

(2)  – ΕΕ L 136, σ. 3 (στο εξής: οδηγία για τη διαμεσολάβηση).

(3)  – Νομοθετικό διάταγμα (Decreto legislativo) αριθ. 28, της 4ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 60 του νόμου 69, της 18ης Ιουνίου 2009, για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: ν.δ. 28/2010).

(4)  – Προμνησθείσα στην υποσημείωση 3.

(5)  – Στο εξής: SIMSA.

(6)  – Βλ. τις αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra (Συλλογή 2001, σ. I-2099, σκέψη 38), της 23ης Απριλίου 2009, C-544/07, Rüffler (Συλλογή 2009, σ. I-3389, σκέψη 36), της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-314/08, Filipiak (Συλλογή 2009, σ. I-11049, σκέψη 40), της 7ης Ιουλίου 2011, C-310/10, Agafiţei κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι-5989, σκέψη 25), και της 15ης Ιανουαρίου 2013, C-416/10, Križan κ.λπ. (σκέψη 53).

(7)  – Αποφάσεις PreussenElektra (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 39), Rüffler (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 38), Filipiak (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 42), Agafiţei κ.λπ. (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 27) und Križan κ.λπ. (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 54).

(8)  – Αποφάσεις PreussenElektra (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 39), Rüffler (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 37) και Filipiak (προμνησθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 41).

(9)  – Αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2005, C-225/02, García Blanco (Συλλογή 2005, σ. I-523, σκέψη 28), της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, C-409/06, Winner Wetten (Συλλογή 2010, σ. I-8015, σκέψη 38), της 26ης Φεβρουαρίου 2013, C-617/10, Åkerberg Fransson (σκέψη 42).

(10)  – Βλ. διάταξη του Δικαστηρίου περί διαγραφής της 8ης Φεβρουαρίου 2013, C-464/11, Galioto (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

(11)  – Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου της 28ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση C-225/02, García Blanco (Συλλογή 2005, σ. I-523, σημείο 36).