ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 12ης Ιουλίου 2012 ( 1 )

Υπόθεση C-202/11

Anton Las

κατά

PSA Antwerp NV

[αίτηση του arbeidsrechtbank te Antwerpen (Βέλγιο)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ — Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων — Περιορισμοί — Χρήση των γλωσσών — Ρύθμιση που προβλέπει υποχρέωση των εγκατεστημένων στην ολλανδόφωνη περιοχή του Βασιλείου του Βελγίου επιχειρήσεων να συντάσσουν στην ολλανδική γλώσσα, επί ποινή ακυρότητας, όλα τα έγγραφα που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις — Σύμβαση εργασίας με διεθνή χαρακτήρα — Άρθρο 4 ΣΕΕ — Γλωσσική πολυμορφία — Εθνική ταυτότητα — Δυσαναλόγως επαχθής χαρακτήρας των επίδικων μέτρων»

I – Εισαγωγή

1.

Στην επίδικη υπόθεση, το arbeidsrechtbank te Antwerpen (δικαστήριο εργατικών διαφορών της Αμβέρσας) (Βέλγιο) ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του αν είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 45 ΣΛΕΕ ( 2 ) μια ρύθμιση όπως το διάταγμα της Φλαμανδικής Κοινότητας του Βασιλείου του Βελγίου, της 19ης Ιουλίου 1973, το οποίο διέπει τη χρήση των γλωσσών όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων καθώς επίσης και τα έγγραφα των επιχειρήσεων που προβλέπει ο νόμος και οι κανονιστικές ρυθμίσεις ( 3 ) (στο εξής: φλαμανδικό διάταγμα περί του γλωσσικού καθεστώτος).

2.

Δυνάμει του διατάγματος αυτού, όταν ένας εργοδότης έχει την έδρα της εκμεταλλεύσεώς του στην ολλανδόφωνη περιοχή ( 4 ), η χρήση της γλώσσας αυτής επιβάλλεται για όλες τις «εργασιακές σχέσεις» με την ευρεία έννοια του όρου, καθώς η έννοια αυτή φαίνεται να περιλαμβάνει, πέραν των συμβάσεων εργασίας, όλες τις ατομικές και συλλογικές επαφές, τόσο τις προφορικές όσο και τις έγγραφες, μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με την εργασία.

3.

Παρόμοιες, τηρουμένων των αναλογιών, υποχρεώσεις περιέχουν οι διατάξεις εργατικού δικαίου των λοιπών κοινοτήτων του Βασιλείου του Βελγίου, καθώς και ορισμένων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προβλέποντας, ωστόσο, διαφορετικούς κανόνες εφαρμογής.

4.

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο Δικαστήριο στο πλαίσιο διαφοράς με αντικείμενο την πληρωμή διαφόρων ποσών λόγω απολύσεως, μεταξύ του Α. Las, Ολλανδού υπηκόου και κατοίκου Κάτω Χωρών, ο οποίος, όμως, ασκεί καθήκοντα μισθωτού κυρίως στο Βέλγιο, και του πρώην εργοδότη του, της PSA Antwerp NV (στο εξής: PSA Antwerp), εταιρίας με έδρα τη Φλάνδρα, η οποία ανήκει σε διεθνή όμιλο.

5.

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να κρίνει αν είναι αντίθετη προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, για τον λόγο ότι συνιστά αδικαιολόγητο ή δυσαναλόγως επαχθές εμπόδιο στην ελευθερία αυτή η ρύθμιση κράτους μέλους που επιβάλλει, υπό συνθήκες ανάλογες με τις προβλεπόμενες από το εν λόγω διάταγμα, τη χρήση προκαθορισμένης γλώσσας για τη σύνταξη εγγράφων εργασίας, όταν, μάλιστα, οι σχέσεις εργασίας για τις οποίες πρόκειται έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα.

6.

Το Δικαστήριο έθεσε ήδη τα θεμέλια για την απάντηση στο υποβαλλόμενο ερώτημα, όταν έκρινε με την απόφαση Groener ( 5 ) ότι «[ο]ι διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ δεν αντιτίθενται στην άσκηση πολιτικής που αποβλέπει στην προάσπιση και προώθηση της γλώσσας κράτους μέλους που είναι συγχρόνως εθνική γλώσσα και πρώτη επίσημη γλώσσα. Εντούτοις, η εφαρμογή της πολιτικής αυτής δεν πρέπει να θίγει θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Επομένως, οι απαιτήσεις που επιβάλλουν τα μέτρα εφαρμογής της πολιτικής αυτής δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να είναι δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και ο τρόπος εφαρμογής τους δεν πρέπει να συνεπάγεται διακρίσεις σε βάρος των υπηκόων των λοιπών κρατών μελών».

II – Το νομικό πλαίσιο

7.

Το φλαμανδικό διάταγμα περί του γλωσσικού καθεστώτος ( 6 ), το οποίο αφορά η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, εκδόθηκε βάσει του άρθρου 129, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του βελγικού Συντάγματος, κατ’ εφαρμογήν του οποίου «[τ]α κοινοβούλια της Γαλλικής και της Φλαμανδικής Κοινότητας, έκαστο στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, ρυθμίζουν με διάταγμα, χωρίς τη συμμετοχή του ομοσπονδιακού νομοθέτη, το γλωσσικό καθεστώς: [...] των εργασιακών σχέσεων μεταξύ των εργοδοτών και του προσωπικού τους, καθώς και των εγγράφων των επιχειρήσεων που επιβάλλονται από τον νόμο και τις κανονιστικές διατάξεις».

8.

Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του φλαμανδικού διατάγματος περί του γλωσσικού καθεστώτος ορίζει το πεδίο εφαρμογής του ως εξής:

«Το παρόν διάταγμα εφαρμόζεται στα φυσικά και νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα της εκμεταλλεύσεώς τους στην ολλανδόφωνη περιοχή ( 7 ). Διέπει τη χρήση των γλωσσών όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, καθώς και όσον αφορά τα έγγραφα της επιχειρήσεως που προβλέπει ο νόμος. […]»

9.

Το άρθρο 2 του ίδιου διατάγματος ορίζει ότι «[η] γλώσσα που χρησιμοποιείται για τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, καθώς και για τη σύνταξη των προβλεπόμενων από τον νόμο εγγράφων που καταρτίζει η επιχείρηση, είναι η ολλανδική».

10.

Το άρθρο 5 του εν λόγω διατάγματος έχει ως εξής:

«Όλες οι προβλεπόμενες από τον νόμο πράξεις, τα επίσημα έγγραφα, αλλά και τα πάσης φύσεως κείμενα που καταρτίζονται από την επιχείρηση και προορίζονται για το προσωπικό της πρέπει να συντάσσονται στην ολλανδική γλώσσα.

Εντούτοις, αν η σύνθεση του προσωπικού το δικαιολογεί και κατόπιν ομόφωνου αιτήματος των εργαζομένων που εκπροσωπούν το προσωπικό στο συμβούλιο της επιχειρήσεως ή, ελλείψει αυτού, κατόπιν ομόφωνου αιτήματος των συνδικαλιστικών εκπροσώπων ή, ελλείψει αμφοτέρων, κατόπιν αιτήματος ενός εκπροσώπου αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργανώσεως, ο εργοδότης οφείλει να επισυνάπτει στις ειδοποιήσεις, ανακοινώσεις, πράξεις, πιστοποιητικά και έντυπα που απευθύνονται στο προσωπικό τη μετάφρασή τους σε μια ή περισσότερες γλώσσες.

[…]»

11.

Το άρθρο 10, πρώτο, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο, του ίδιου διατάγματος προβλέπει τις εξής αστικής φύσεως κυρώσεις:

«Τα έγγραφα που δεν τηρούν τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος είναι άκυρα. Η ακυρότητα διαπιστώνεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.

Ο αρμόδιος επιθεωρητής εργασίας, ο υπάλληλος της μόνιμης επιτροπής γλωσσικού ελέγχου και κάθε πρόσωπο ή ένωση που δικαιολογεί άμεσο ή έμμεσο έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας ενώπιον του δικαστηρίου εργατικών διαφορών του τόπου εγκαταστάσεως του εργοδότη.

[…]

Η διαπίστωση της ακυρότητας δεν δύναται να βλάπτει τον εργαζόμενο και δεν θίγει τα δικαιώματα τρίτων. Ο εργοδότης είναι υπεύθυνος για τη ζημία που προκλήθηκε από τα άκυρα έγγραφά του στον εργαζόμενο ή σε τρίτους.

[…]»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

12.

Βάσει ενός «Letter of Employment» που φέρει ημερομηνία 10 Ιουλίου 2004 και έχει συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα (στο εξής: σύμβαση εργασίας), ο Α. Las, Ολλανδός υπήκοος και κάτοικος Κάτω Χωρών, προσελήφθη ως «Chief Financial Officer», με σύμβαση αορίστου χρόνου, από την PSA Antwerp ( 8 ), εταιρία με έδρα την Αμβέρσα (Βέλγιο), η οποία, όμως, ανήκει σε πολυεθνικό όμιλο με αντικείμενο την εκμετάλλευση λιμενικών τερματικών σταθμών και έδρα τη Σιγκαπούρη. Η σύμβαση εργασίας όριζε ως κύριο τόπο ασκήσεως των καθηκόντων του Α. Las το Βέλγιο, προέβλεπε, ωστόσο, ότι ορισμένες υπηρεσίες θα τις παρείχε και από τις Κάτω Χώρες.

13.

Με έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 2009, διατυπωμένο στην αγγλική γλώσσα, κοινοποιήθηκε στον A. Las η απόλυσή του, η οποία είχε άμεση ισχύ. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 της προμνησθείσας συμβάσεως εργασίας, η PSA Antwerp κατέβαλε στον Α. Las αποζημίωση λόγω απολύσεως ίση με τρεις μηνιαίους μισθούς, καθώς και πρόσθετη αποζημίωση ίση με έξι μισθούς.

14.

Με επιστολή της 26ης Οκτωβρίου 2009, ο δικηγόρος του Α. Las επισήμανε στην PSA Antwerp ότι η σύμβαση εργασίας, και ειδικά το άρθρο 8, δεν είχε συνταχθεί στην ολλανδική γλώσσα και ότι, ως εκ τούτου, ο σχετικός όρος ήταν αντίθετος προς το εφαρμοστέο δίκαιο. Ζήτησε την καταβολή αποζημιώσεως λόγω απολύσεως ίσης με μισθό 20 μηνών, καθυστερούμενο επίδομα αδείας, μπόνους για το έτος 2008 και το επίδομα αδείας για το έτος αυτό, καθώς και αποζημίωση για τις ημέρες αδείας που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί.

15.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι η επίδικη σύμβαση εργασίας περιέχει όρο που αναγνωρίζει ότι αρμόδια είναι τα ολλανδικά δικαστήρια, καθώς και όρο που προβλέπει ως εφαρμοστέο το ολλανδικό δίκαιο, οι διάδικοι της κύριας δίκης έχουν δεχθεί ως αρμόδιο το βελγικό δικαστήριο εργατικών διαφορών και ως εφαρμοστέο το βελγικό δίκαιο, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, της 19ης Ιουνίου 1980, σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές ( 9 ). Διαφωνούν, ωστόσο, ως προς τη γλώσσα που έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί για τη σύνταξη της συμβάσεως εργασίας και ως προς τις συνέπειες που απορρέουν από αυτήν.

16.

Στις 23 Δεκεμβρίου 2009, ο Α. Las ζήτησε από το arbeidsrechtbank te Antwerpen να υποχρεώσει την PSA Antwerp να του καταβάλει ποσά πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που του είχαν καταβληθεί. Προς στήριξη των αιτημάτων του, υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 8 της συμβάσεως εργασίας που είχε συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα έπασχε απόλυτη ακυρότητα, καθώς ήταν αντίθετο προς τις διατάξεις του φλαμανδικού διατάγματος περί του γλωσσικού καθεστώτος, το οποίο προβλέπει τη χρήση της ολλανδικής γλώσσας στις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα της εκμεταλλεύσεώς τους στην ολλανδόφωνη περιοχή του Βασιλείου του Βελγίου.

17.

Η PSA Antwerp αντέταξε ότι το εν λόγω διάταγμα δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις στις οποίες το πρόσωπο ασκεί ως εργαζόμενος το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία, καθόσον θα συνιστούσε εμπόδιο στη θεμελιώδη αυτή ελευθερία, το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου. Η PSA Antwerp προσέθεσε ότι η σύμβαση εργασίας έπρεπε να τηρηθεί καθόσον αποτελούσε έγγραφο που εξέφραζε τη βούληση των μερών σε γλώσσα κατανοητή και από τις δύο πλευρές, δηλαδή την αγγλική, δεδομένου ότι ο διευθυντής της εν λόγω εταιρίας που την υπέγραψε είναι υπήκοος Σιγκαπούρης και δεν γνώριζε την ολλανδική γλώσσα.

18.

Κατόπιν αιτήματος της PSA Antwerp για την υποβολή αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, και διατηρώντας αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον ένας λόγος γενικού συμφέροντος μπορεί να επιβάλλει τη σύνταξη στην ολλανδική γλώσσα μιας συμβάσεως εργασίας με διασυνοριακό χαρακτήρα, όπως η επίδικη, στην οποία τα μέρη –εν προκειμένω ένας ολλανδόφωνος εργαζόμενος και ένας μη ολλανδόφωνος εργοδότης– επέλεξαν προδήλως, λόγω της σημαντικής φύσεως της προς πλήρωση θέσεως, να συντάξουν τη σύμβαση εργασίας σε γλώσσα κατανοητή και από τα δύο μέρη, το arbeidsrechtbank te Antwerpen αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, με απόφαση περί παραπομπής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Απριλίου 2011, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντίκειται το φλαμανδικό διάταγμα της 19ης Ιουλίου 1973, περί του γλωσσικού καθεστώτος, στο άρθρο [45 ΣΛΕΕ] σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο μέτρο κατά το οποίο υποχρεώνει τις εγκατεστημένες στην ολλανδόφωνη περιοχή του Βελγίου επιχειρήσεις, κατά την πρόσληψη εργαζομένων στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας διεθνούς χαρακτήρα, να συντάσσουν, επί ποινή ακυρότητας, όλα τα σχετικά με τη σχέση εργασίας έγγραφα στην ολλανδική γλώσσα;»

19.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο ο Α. Las, η PSA Antwerp, η Βελγική και η Ελληνική Κυβέρνηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ ( 10 ).

20.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Απριλίου 2012, παρέστησαν όλοι οι ως άνω διάδικοι.

IV – Ανάλυση

Α – Προκαταρκτικά ζητήματα

21.

Οι υποβαλόντες παρατηρήσεις στο Δικαστήριο διαφωνούν ως προς την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ως άνω προδικαστικό ερώτημα. Η PSA Antwerp και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ εκτιμούν ότι ρυθμίσεις όπως η επίδικη είναι αντίθετες προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, ενώ οι λοιποί παρεμβαίνοντες, δηλαδή ο Α. Las επικουρικώς, η Βελγική και η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή έχουν αντίθετη άποψη.

22.

Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής, στην επίδικη υπόθεση, του δικαίου της Ένωσης, επισημαίνω ότι ο διασυνοριακός χαρακτήρας της επίδικης στην κύρια δίκη σχέσεως εργασίας προκύπτει από διάφορα στοιχεία. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω εργαζόμενος είναι μεν Ολλανδός υπήκοος και κάτοικος των Κάτω Χωρών, αλλά όφειλε, δυνάμει συμβάσεως εργασίας διατυπωμένης στην αγγλική γλώσσα, να παρέχει την εργασία του τόσο στο Βέλγιο όσο και στις Κάτω Χώρες, σε μια επιχείρηση που ανήκει σε πολυεθνικό όμιλο και είναι εγκατεστημένη στο Βέλγιο και, ειδικότερα, στην ολλανδόφωνη περιοχή του Βελγίου.

23.

Δεδομένου ότι ο Α. Las έκανε κατ’ αυτόν τον τρόπο χρήση της ελευθερίας των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν ως εργαζόμενοι από ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο, η περίπτωσή του δεν έχει «καθαρώς εσωτερικό χαρακτήρα», κατά την έννοια της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου ( 11 ), με αποτέλεσμα να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, του οποίου την ερμηνεία ζητεί το αιτούν δικαστήριο.

24.

Εξάλλου, το γεγονός ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων προβάλλεται εν προκειμένω όχι από τον ίδιο αλλά από τον πρώην εργοδότη του δεν σημαίνει ότι δεν έχει εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου. Πράγματι, όπως έχει ήδη επισημανθεί στη νομολογία αυτή, για να είναι αποτελεσματικό και χρήσιμο, το δικαίωμα των εργαζομένων να προσλαμβάνονται και να απασχολούνται χωρίς διακρίσεις συνοδεύεται κατ’ ανάγκην από το δικαίωμα των εργοδοτών να τους προσλαμβάνουν τηρώντας τους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Σε αντίθετη περίπτωση, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν εύκολα να καταστρατηγούν τους κανόνες αυτούς, επιβάλλοντας στους εργοδότες όρους προσλήψεως που θα οδηγούσαν στον περιορισμό της ασκήσεως της ελευθερίας αυτής στην οποία έχει δικαίωμα ο εργαζόμενος ( 12 ).

Β – Επί της υπάρξεως εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων

25.

Κατά πάγια νομολογία ( 13 ), όλες οι διατάξεις της Συνθήκης για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων απαγορεύουν τα μέτρα που θα μπορούσαν να αποβούν δυσμενή για τους πολίτες της Ένωσης ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική γι’ αυτούς την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη. Ειδικότερα, απαγορεύονται τα μέτρα που καθιστούν δυσχερέστερη την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

26.

Επισημαίνω ότι το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει κανόνα εναρμονίσεως σχετικά με τη χρήση των γλωσσών στη σύνταξη των εγγράφων που αφορούν την εργασία ( 14 ). Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η οδηγία 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Οκτωβρίου 1991, σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας, δεν περιέχει διατάξεις σχετικές με τη γλώσσα που πρέπει να χρησιμοποιείται προς τον σκοπό αυτόν ( 15 ).

27.

Ως προς το σημείο αυτό, η επίδικη υπόθεση διακρίνεται από άλλες υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο χρειάστηκε να αποφανθεί επί των εμποδίων που θέτουν οι γλωσσικές απαιτήσεις σε υποθέσεις ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων ( 16 ). Ομοίως, η παλαιότερη νομολογία σχετικά με τέτοιας φύσεως περιορισμούς εις βάρος άλλων θεμελιωδών ελευθεριών διασφαλιζόμενων από τη Συνθήκη δεν παρέχει στοιχεία που να καθιστούν ευχερή την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλεται εν προκειμένω ( 17 ).

28.

Οφείλω να τονίσω ότι, στην επίδικη υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο έχει οριοθετήσει ρητώς το αντικείμενο της αιτήσεώς του. Πράγματι, το προδικαστικό ερώτημα αφορά τη σύνταξη εγγράφων που αφορούν την εργασία και, επομένως, μόνο τις σχέσεις εργασίας που αποτυπώνονται γραπτώς, μολονότι η επίδικη ρύθμιση φαίνεται να διέπει και τις προφορικές εργασιακές σχέσεις. Επιπλέον, το υποβαλλόμενο προδικαστικό ερώτημα εντάσσεται, σύμφωνα με τη διατύπωσή του, στο ιδιαίτερο πλαίσιο της «σχέσεως εργασίας διεθνούς χαρακτήρα».

29.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχω στη διάθεσή μου, οι νομοθεσίες των κρατών μελών στη μεγάλη πλειονότητά τους δεν περιέχουν υποχρεώσεις ως προς τη γλώσσα που πρέπει να χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων. Εξ όσων γνωρίζω, 17 από τα 25 κράτη μέλη ( 18 ) δεν έχουν θεσπίσει γλωσσικές απαιτήσεις αντίστοιχες με εκείνες του φλαμανδικού διατάγματος περί του γλωσσικού καθεστώτος, ενώ σε 8 κράτη μέλη προβλέπεται τέτοια υποχρέωση στην ισχύουσα νομοθεσία τους ( 19 ).

30.

Επιβάλλοντας τη χρήση της ολλανδικής γλώσσας σε όλες τις πράξεις και τα έγγραφα που αφορούν την σχέση εργασίας, τόσο για τους Βέλγους υπηκόους όσο και για αλλοδαπούς που απασχολούνται από επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην ολλανδόφωνη περιοχή, το επίμαχο διάταγμα ενδέχεται, κατά τη γνώμη μου, να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι των μη ολλανδόφωνων εργαζομένων και εργοδοτών, δηλαδή όλων εκείνων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, πλην του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

31.

Θεωρώ ότι υφίσταται γλωσσικό εμπόδιο για τους τελευταίους όσον αφορά όχι μόνον τις προϋποθέσεις προσβάσεως σε επαγγελματική δραστηριότητα, αλλά και τους όρους ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής.

32.

Έτσι, είναι πιθανόν ένας εργαζόμενος που δεν γνωρίζει την ολλανδική γλώσσα να διστάζει να υπογράψει σύμβαση διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή, φοβούμενος ότι μπορεί να μην έχει κατανοήσει πλήρως σε τι ακριβώς δεσμεύεται. Είναι δε εύλογο οι εργοδότες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω διατάγματος να δείχνουν προτίμηση σε κάποιον υποψήφιο λόγω του ότι είναι ολλανδόφωνος και όχι βάσει άλλων κριτηρίων προσλήψεως, τα οποία θα προτιμούσαν αν δεν υφίστατο τέτοια ρύθμιση.

33.

Η διαπίστωση αυτή ισχύει παρά το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, ο Α. Las δεν θα είχε υποστεί, στην πράξη, δυσμενή διάκριση αν το εν λόγω διάταγμα είχε τηρηθεί, διότι γνωρίζει την ολλανδική γλώσσα, όπως επισημαίνει προκειμένου να διεκδικήσει την υπέρ του εφαρμογή της εν λόγω ρυθμίσεως.

34.

Η άλλη πλευρά του εμποδίου αυτού που υφίστανται οι εργαζόμενοι είναι ότι οι εργοδότες που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη και είναι εγκατεστημένοι στην ολλανδόφωνη περιοχή του Βασιλείου του Βελγίου δεν μπορούν να προσφέρουν όρους εργασίας απαλλαγμένους από τους γλωσσικούς περιορισμούς που θέτει το εν λόγω διάταγμα. Στην πράξη, ωθούνται να προσλαμβάνουν μόνον εργαζομένους που κατανοούν την ολλανδική γλώσσα, για τους οποίους θα είναι ευκολότερο να συνεννοούνται στη γλώσσα αυτή. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις εντόπιες επιχειρήσεις της εν λόγω περιοχής, οι δραστηριοποιούμενοι σε διεθνές επίπεδο εργοδότες που εγκαθιστούν εκεί την έδρα της εκμεταλλεύσεώς τους βρίσκονται αντιμέτωποι με επιπλέον διοικητικά προβλήματα και έξοδα λειτουργίας. Πράγματι, οι εργοδότες αυτοί χρησιμοποιούν συχνά ως γλώσσα στις σχέσεις εργασίας, στη διοίκηση και τη διαχείριση γλώσσα διαφορετική από την ολλανδική. Στην περίπτωση αυτή, είναι υποχρεωμένοι να αντικαθιστούν τα συνήθη έντυπά τους συμβάσεως εργασίας, καθώς και όλες τις λοιπές πράξεις ή έγγραφα εργασίας που αφορούν τη διαχείριση του προσωπικού, και να ζητούν για τον σκοπό αυτόν τη βοήθεια ολλανδόφωνων νομικών.

35.

Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε, με την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται από ένα κράτος μέλος στους αλλοδαπούς εργοδότες που απασχολούν εργαζομένους εντός της εθνικής επικράτειας να μεταφράζουν στη γλώσσα του εν λόγω κράτους μέλους ορισμένα από τα έγγραφα εργασίας είναι δυνατόν να συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθόσον συνεπάγεται δαπάνες καθώς και επιπλέον διοικητικές και οικονομικές επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος ( 20 ).

36.

Προσθέτω ότι τέτοιοι εργοδότες είναι δυνατόν να αντιμετωπίζουν σημαντική έλλειψη ασφάλειας δικαίου αν, όπως στην περίπτωση της επίδικης στην κύρια δίκης ρυθμίσεως, η παράβαση της γλωσσικής απαιτήσεως συνεπάγεται ακυρότητα η οποία διαταράσσει την ισορροπία των συμβατικών σχέσεων.

37.

Η σημασία των κυρώσεων που επαπειλούνται σε περίπτωση μη τηρήσεως των κανόνων του φλαμανδικού διατάγματος περί του γλωσσικού καθεστώτος ( 21 ), σημείο στο οποίο θα επανέλθω στη συνέχεια, αποτελεί, ενδεχομένως, ένα άλλο στοιχείο που δύναται να παρακωλύει την πλήρη άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Η νομολογία έχει κρίνει συναφώς ότι υπάρχουν κυρώσεις τόσο βαριές ώστε να καθίστανται εμπόδιο στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που εξασφαλίζει το πρωτογενές δίκαιο και ότι η εκτίμηση της βαρύτητας των κυρώσεων αυτών εναπόκειται στο επιληφθέν εθνικό δικαστήριο ( 22 ).

38.

Εφόσον οι μη ολλανδόφωνοι εργαζόμενοι και εργοδότες ενδέχεται να αποθαρρυνθούν να ασκήσουν τις εν λόγω ελευθερίες λόγω των γλωσσικών περιορισμών που απορρέουν από ρυθμίσεις όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, υφίσταται, κατά την άποψή μου, στο πλαίσιο αυτό, εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, το οποίο δεν είναι ούτε αβέβαιο ούτε έμμεσο, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται ο Α. Las. Το ζήτημα που τίθεται στη συνέχεια είναι αν ένα τέτοιο εμπόδιο μπορεί, πάντως, να δικαιολογηθεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομολογία του Δικαστηρίου.

39.

Επισημαίνω, παρεμπιπτόντως, καίτοι αφορά διαφορετικό νομικό ζήτημα, ότι δεν φαίνεται να συντρέχει άμεση δυσμενής διάκριση στην υπό κρίση υπόθεση, καθώς η επίδικη ρύθμιση εφαρμόζεται στους εργοδότες και στους εργαζομένους χωρίς διάκριση βάσει της ιθαγένειάς τους. Αντιθέτως, θεωρώ ότι συντρέχει έμμεση διάκριση, καθόσον, υπό το κάλυμμα φαινομενικά ουδέτερων κριτηρίων, το γλωσσικό φράγμα της υποχρεωτικής χρήσεως της ολλανδικής γλώσσας καθιστά δυσχερέστερη τόσο την πρόσβαση στην εργασία όσο και τον τρόπο ασκήσεως των εργασιακών καθηκόντων στην ολλανδόφωνη περιοχή του Βασιλείου του Βελγίου για τους πολίτες άλλων κρατών μελών πλην των προερχομένων από τις Κάτω Χώρες. Ωστόσο, μια τέτοια έμμεση δυσμενής διάκριση είναι εγγενής σε κάθε απαίτηση που αφορά τη γνώση ή τη χρήση μιας γλώσσας και μπορεί να δικαιολογηθεί από τους ίδιους λόγους που προβάλλονται όσον αφορά ένα γλωσσικό εμπόδιο. Κατά συνέπεια, δεν θα αναπτύξω χωριστά το ζήτημα αυτό.

Γ – Επί των λόγων που δικαιολογούν ενδεχομένως το διαπιστωθέν εμπόδιο

40.

Κατά τη νομολογία, εθνικά μέτρα που παρακωλύουν την αποτελεσματική άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει η Συνθήκη μπορούν να επιτραπούν μόνον εφόσον επιδιώκουν την επίτευξη σκοπού που μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος, είναι κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού αυτού και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο ( 23 ).

41.

Στην επίδικη υπόθεση, το ζήτημα που τίθεται είναι αν το εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, την οποία εγγυάται το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, δικαιολογείται δεόντως από θεμιτούς σκοπούς, καθώς και από τη χρήση μέσων κατάλληλων για την επίτευξη των σκοπών αυτών και τα οποία, συγχρόνως, δεν υπερβαίνουν το προσήκον μέτρο. Κατά την άποψή μου, δεν δικαιολογείται, για τους λόγους που θα αναπτύξω κατωτέρω (σπεύδω δε να διευκρινίσω ότι, παρόλο που δέχομαι ως θεμιτούς τους τρεις λόγους που προβάλλονται προς υπεράσπιση του επίμαχου διατάγματος, δεν θεωρώ ότι οι χρησιμοποιούμενες μέθοδοι είναι αναγκαίες ούτε ότι τηρούν το προσήκον για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο ( 24 )).

1. Επί του ακατάλληλου χαρακτήρα των επίδικων μέτρων από την άποψη των προβαλλόμενων σκοπών γενικού συμφέροντος

42.

Το φλαμανδικό διάταγμα περί του γλωσσικού καθεστώτος δεν αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους ο νομοθέτης της ολλανδόφωνης περιφέρειας προέβλεψε την αποκλειστική χρήση της ολλανδικής γλώσσας για όλες τις σχέσεις εργασίας, υπό τους όρους που προβλέπονται από τη ρύθμιση αυτή. Το μόνο βέβαιο στοιχείο είναι ότι το διάταγμα αυτό έχει ως νομική βάση το άρθρο 129, παράγραφος 1, σημείο 3, του βελγικού Συντάγματος, το οποίο παρέχει αποκλειστική αρμοδιότητα στο Κοινοβούλιο της Φλαμανδικής Κοινότητας να ρυθμίζει, στις περιοχές στις οποίες έχει δικαιοδοσία, τον τρόπο χρήσεως των γλωσσών στις εργασιακές σχέσεις μεταξύ των εργοδοτών και του προσωπικού τους, καθώς και στις πράξεις και τα έγγραφα των επιχειρήσεων που προβλέπονται από τον νόμο και τις κανονιστικές διατάξεις, ενώ διευκρινίζεται ότι η ίδια αρμοδιότητα απονέμεται εκ παραλλήλου και στο Κοινοβούλιο της Γαλλικής Κοινότητας.

43.

Εντούτοις, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε στο Δικαστήριο η Βελγική Κυβέρνηση, μπορούν να προβληθούν τρεις δικαιολογητικοί λόγοι: ο ένας αφορά την προστασία των εργαζομένων, ο άλλος την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου από τις διοικητικές και δικαστικές αρχές και ο τελευταίος την προστασία και την ενθάρρυνση της χρήσεως της επίσημης γλώσσας μιας περιφέρειας. Πρέπει να εξεταστεί αν το διαπιστωθέν εμπόδιο μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει κάποιου από τους λόγους αυτούς, αν θεωρηθούν ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας.

α) Επί του λόγου που αφορά την προστασία των εργαζομένων

44.

Προς στήριξη του φλαμανδικού διατάγματος περί του γλωσσικού καθεστώτος, η Βελγική Κυβέρνηση εκφράζει κοινωνικής φύσεως προβληματισμούς και υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι η προστασία των εργαζομένων περιλαμβάνεται στους σκοπούς γενικού συμφέροντος που μπορούν να χρησιμεύσουν ως έρεισμα τυχόν περιορισμού των θεμελιωδών ελευθεριών ( 25 ).

45.

Ωστόσο, η υποχρεωτική και αποκλειστική χρήση της ολλανδικής γλώσσας προστατεύει, στην πραγματικότητα, μόνο τους εργαζομένους που έχουν αρκούντως καλή γνώση της ολλανδικής γλώσσας ώστε να κατανοούν τις πληροφορίες που τους γνωστοποιεί ο εργοδότης στην ολλανδική γλώσσα, είτε προφορικώς είτε γραπτώς. Αντιθέτως, οι μη ολλανδόφωνοι εργαζόμενοι μειονεκτούν έναντι των άλλων, όχι μόνο κατά την αναζήτηση προσβάσεως σε μια θέση εργασίας, τα καθήκοντα της οποίας θα περιλαμβάνουν, δυνάμει του επίδικου διατάγματος, συνεννοήσεις στην ολλανδική γλώσσα, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, αν υποτεθεί ότι κατορθώνουν να υπερβούν το εμπόδιο στην πρόσληψη. Στους μη ολλανδόφωνους εργαζομένους, η εν λόγω ρύθμιση μπορεί να προκαλέσει αβεβαιότητα όσον αφορά το ακριβές περιεχόμενο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας τους και που αφορούν τους ακριβείς όρους ασκήσεως της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, έλλειψη ασφάλειας δικαίου αλλά και πρακτική ανασφάλεια, την οποία μπορούν να εξαλείψουν μόνο με τη συνδρομή τρίτων προσώπων.

46.

Η αποτελεσματική προστασία όλων των κατηγοριών εργαζομένων θα απαιτούσε μάλλον τη δυνατότητα προσβάσεως στη σύμβαση εργασίας σε γλώσσα που ο εργαζόμενος να κατανοεί με ευχέρεια, έτσι ώστε η συναίνεσή του να είναι προϊόν πλήρους ενημερώσεως και να μην πάσχει ελάττωμα. Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με την οδηγία 91/533, ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί εγγράφως στον εργαζόμενο στον οποίον έχει εφαρμογή η οδηγία αυτή όλα τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, κατάλογος των οποίων περιέχεται στο άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας. Θεωρώ αναγκαίο, προκειμένου να έχει πρακτική αποτελεσματικότητα, η πληροφόρηση αυτή, η οποία αφορά έναν ελάχιστο αριθμό στοιχείων που ο εργαζόμενος δεν πρέπει να αγνοεί, να γίνεται σε γλώσσα που αυτός γνωρίζει επαρκώς ώστε να αντιλαμβάνεται τα κρίσιμα σημεία της σχέσεως εργασίας. Το φλαμανδικό διάταγμα περί του γλωσσικού καθεστώτος, όμως, προβλέπει μέσα που δεν είναι κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού αυτού, καθώς δεν προβλέπει έλεγχο της επαρκούς γνώσεως της ολλανδικής γλώσσας από τους αντισυμβαλλομένους στη σύμβαση, έτσι ώστε να υπογράψουν τη σύμβαση μετά λόγου γνώσεως.

47.

Η Επιτροπή συμφωνεί με τη Βελγική Κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο δέχθηκε, με την απόφαση Everson και Barrass ( 26 ), το ιδιαίτερο συμφέρον της εθνικής γλώσσας του τόπου στον οποίον ασκούν τα καθήκοντά τους οι εργαζόμενοι. Είναι αληθές ότι, όταν ένας έμμισθος εργαζόμενος καλείται να εργαστεί σε πολλά κράτη μέλη, ο locus laboris αντιστοιχεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, στο κοινωνικό και γλωσσικό περιβάλλον που του είναι οικείο ( 27 ). Ωστόσο, ο γενικός αυτός κανόνας έχει στην πράξη και εξαιρέσεις. Κατά την άποψή μου, η εν λόγω απόφαση δεν εννοεί ότι είναι οπωσδήποτε προς το συμφέρον των εργαζομένων να απαιτούν τη συστηματική χρήση μιας ορισμένης γλώσσας στη σύμβαση εργασίας, είτε εκείνης του κύριου τόπου της εκτελέσεως των καθηκόντων τους είτε κάποιας άλλης. Πράγματι, η κοινή γλώσσα επικοινωνίας, δηλαδή μια κοινή για τον εργαζόμενο και τον εργοδότη γλώσσα η οποία εγγυάται την αποτελεσματική και ισορροπημένη μεταξύ τους επικοινωνία, δεν είναι κατ’ ανάγκην η επίσημη γλώσσα του τόπου, της χώρας ή της περιοχής, στην οποίαν ο εργαζόμενος ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα.

48.

Έτσι, δεν αρκεί ούτε είναι αναγκαία για την επίτευξη του θεμιτού επιδιωκόμενου σκοπού η επιβολή της αποκλειστικής χρήσεως της ολλανδικής γλώσσας για να διασφαλιστεί ότι ο εργαζόμενος μιας επιχειρήσεως της οποίας η έδρα βρίσκεται στη συγκεκριμένη περιοχή θα έχει όντως πραγματική πρόσβαση στα στοιχεία που χρειάζεται τόσο πριν όσο και μετά την πρόσληψή του. Η εναλλακτική λύση να επιτρέπεται στα μέρη να χρησιμοποιούν άλλες γλώσσες πέραν της ολλανδικής, με ενδεχόμενη επιβολή της υποχρεώσεως μεταφράσεως προς την ολλανδική, θα ήταν, κατά την άποψή μου, περισσότερο αποτελεσματική προς εξασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων του εργαζομένου.

β) Επί του λόγου που αφορά την αποτελεσματικότητα των διοικητικών και δικαστικών ελέγχων

49.

Ο δεύτερος αυτός δικαιολογητικός λόγος φαίνεται να συνδέεται με τον προηγούμενο, καθόσον αφορά τη διασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων διά του ελέγχου της προστασίας αυτής, όπως επισημαίνει η Επιτροπή. Ο λόγος αυτός καθεαυτόν είναι, βεβαίως, θεμιτός ( 28 ), αλλά είναι εν προκειμένω εξίσου αλυσιτελής με τον πρώτο, του οποίου αποτελεί και αναγκαία συνέπεια.

50.

Είναι αληθές ότι η παρέμβαση των διοικητικών αρχών, όπως η επιθεώρηση εργασίας, ή των δικαστικών αρχών, σε περίπτωση που η διαφορά φθάσει ενώπιον των δικαστηρίων, διευκολύνεται όταν οι εν λόγω αρχές μπορούν να εξετάζουν τα έγγραφα που αφορούν την επίμαχη σχέση εργασίας σε γλώσσα που γνωρίζουν οι εκπρόσωποι των αρχών αυτών. Ο ίδιος προβληματισμός απαντά σε ανάλογες με την επίμαχη νομοθετικές ρυθμίσεις που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη ( 29 ).

51.

Εντούτοις, είμαι της γνώμης ότι και ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί καταλληλότερα με την προσκόμιση, εφόσον χρειάζεται, μεταφράσεων των εγγράφων εργασίας στην επίσημη τοπικώς χρησιμοποιούμενη γλώσσα, χωρίς να είναι αναγκαία η επιβολή της εξυπαρχής αποκλειστικής χρήσεως της γλώσσας αυτής.

52.

Πράγματι, στην προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας ( 30 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση των αλλοδαπών εργοδοτών να μεταφράζουν έγγραφα που συνδέονται με την εργασία μπορεί να δικαιολογηθεί από σκοπό γενικού συμφέροντος που ανάγεται στην κοινωνική προστασία των εργαζομένων, εφόσον παρέχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής τη δυνατότητα να διενεργούν τους αναγκαίους ελέγχους προς διασφάλιση της ουσιαστικής τηρήσεως των συναφών εθνικών διατάξεων. Ωστόσο, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης στην εν λόγω απόφαση ότι η υποχρέωση αυτή είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών μόνο στον βαθμό που καθιστά επιβεβλημένη τη μετάφραση περιορισμένου αριθμού εγγράφων και δεν συνεπάγεται επαχθές διοικητικό ή οικονομικό βάρος για τον εργοδότη ( 31 ).

53.

Κατ’ αναλογία, σε υποθέσεις που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, θεωρώ ότι το μέσο ευρύτατης εφαρμογής στον οποίο καταφεύγει το φλαμανδικό διάταγμα περί του γλωσσικού καθεστώτος, επιβάλλοντας τη χρήση της ολλανδικής γλώσσας σε όλα τα έγγραφα που αφορούν την εργασία, για τον ίδιο, απ’ ό,τι φαίνεται, σκοπό, δεν είναι αναγκαίο για την υπό καλές συνθήκες πραγματοποίηση των εν λόγω ελέγχων.

γ) Επί του λόγου που αφορά την προστασία της επίσημης γλώσσας

54.

Ο τρίτος αυτός δικαιολογητικός λόγος προβλήθηκε από τη Βελγική Κυβέρνηση, η οποία υποστήριξε ότι η προαγωγή της χρήσεως της επίσημης γλώσσας προβλέπεται από το βελγικό Σύνταγμα. Επισημαίνω ότι πλείονα κράτη μέλη και ορισμένες γλωσσικές κοινότητες του Βασιλείου του Βελγίου στηρίζουν στη βάση αυτή τις νομοθετικές ρυθμίσεις τους που επιβάλλουν τη χρήση ορισμένης γλώσσας στις εργασιακές σχέσεις ( 32 ).

55.

Η προστασία μιας επίσημης, εθνικής ή τοπικής, γλώσσας συνιστά σκοπό γενικού συμφέροντος, τον οποίον το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ως θεμιτό προς δικαιολόγηση της υιοθετήσεως μιας πολιτικής που αποσκοπεί στην προστασία και την προαγωγή μιας τέτοιας γλώσσας ( 33 ). Θεωρώ, ωστόσο, ότι, στην επίδικη υπόθεση, η απαίτηση που διατυπώνει η επίδικη ρύθμιση προϋποθέτει τη χρήση μέσων που είναι ακατάλληλα για την πραγματική επίτευξη του σκοπού αυτού.

56.

Η Ελληνική Κυβέρνηση προέβαλε, συναφώς, την αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας, στηριζόμενη ιδίως στο άρθρο 165 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΕΕ. Το άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 34 ), το οποίο έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, περιέχει επίσης αναφορά στην εν λόγω έννοια, καθώς ορίζει ότι η Ένωση οφείλει να σέβεται την πολυμορφία αυτή.

57.

Εντούτοις, η αρχή αυτή της γλωσσικής πολυμορφίας, η οποία δεσμεύει μόνο τα θεσμικά και τα λοιπά όργανα της Ένωσης, δεν μπορεί να προβληθεί από κράτος μέλος έναντι πολιτών της Ένωσης για να δικαιολογήσει περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών στις οποίες αυτοί έχουν δικαίωμα.

58.

Με τις προτάσεις του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Ισπανία κατά Eurojust ( 35 ), ο γενικός εισαγγελέας M. Poiares Maduro επισήμανε ότι «ο σεβασμός της γλωσσικής πολυμορφίας αποτελεί […] μια από τις βασικές πτυχές της προστασίας που παρέχεται στην εθνική ταυτότητα των κρατών μελών» ( 36 ). Υπογραμμίζω, ωστόσο, ότι, στην υπόθεση εκείνη, η έννοια της γλωσσικής πολυμορφίας προβλήθηκε μόνον από τους υποψηφίους για θέσεις εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έναντι αυτής, και όχι από κράτη μέλη με σκοπό την υπεράσπιση της πολιτικής τους περί γλωσσικής ομοιομορφίας έναντι των αρχών του δικαίου της Ένωσης. Με άλλα λόγια, η έννοια αυτή χρησιμοποιήθηκε, όχι για να δικαιολογήσει εθνικά μέτρα που συνιστούσαν εμπόδια όσον αφορά τη χρήση των γλωσσών, αλλά μόνο για να εκφράσει το γλωσσικό καθεστώς της Ένωσης.

59.

Από την πλευρά της, η έννοια της εθνικής ταυτότητας, την οποία τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να σέβονται, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, περιλαμβάνει και τις σχετικές με τη γλώσσα συνταγματικές ρυθμίσεις ενός κράτους μέλους, οι οποίες καθορίζουν, μεταξύ άλλων, την επίσημη ή τις επίσημες γλώσσες του κράτους και, ενδεχομένως, και τα τμήματα της επικράτειας στα οποία αυτές χρησιμοποιούνται ( 37 ). Έτσι, η έννοια της «εθνικής ταυτότητας» αφορά τις επιλογές που έχουν γίνει ως προς τις ομιλούμενες σε εθνικό ή και τοπικό επίπεδο γλώσσες ( 38 ), ενώ η έννοια της «γλωσσικής πολυμορφίας» αφορά την ύπαρξη και χρήση πολλών γλωσσών στο επίπεδο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η τελευταία αυτή έννοια δεν συμπεριλαμβάνεται, κατά την άποψή μου, στις θεωρήσεις που μπορούν να αντιταχθούν στα φυσικά πρόσωπα που είναι πολίτες της Ένωσης ή στα νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους σε αυτήν. Θα ήταν οξύμωρο να χρησιμοποιηθεί ο λόγος αυτός για να επιτρέψει στα κράτη μέλη να υποχρεώσουν τους ιδιώτες να χρησιμοποιούν στην επικοινωνία τους γλώσσα διαφορετική από εκείνη της ελεύθερης επιλογής τους.

60.

Οι κανόνες δικαίου της Ένωσης που αφορούν την τήρηση της εθνικής ταυτότητας των κρατών μελών, η οποία, στην περίπτωση του Βασιλείου του Βελγίου, περιλαμβάνει αδιαμφισβήτητα την εκ του Συντάγματος διαίρεσή του σε γλωσσικές κοινότητες, συνηγορούν μάλλον υπέρ της απόψεως ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η πολιτική προστασίας μιας γλώσσας αποτελεί λόγο που μπορεί να επιτρέψει σε ένα κράτος μέλος να καταφύγει σε μέτρα περιοριστικά των ελευθεριών κυκλοφορίας ( 39 ).

61.

Η υποχρεωτική, ωστόσο, χρήση της γλώσσας ενός κράτους μέλους από τους πολίτες ή τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών που ασκούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους, όπως στην περίπτωση της επίδικης ρυθμίσεως, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα στον σκοπό αυτόν. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η απλή σύνταξη συμβάσεων εργασίας διασυνοριακού χαρακτήρα σε γλώσσα διαφορετική από την ολλανδική από κάποιες επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στη Φλάνδρα θα μπορούσε να απειλήσει την ανάπτυξη της χρήσεως της γλώσσας αυτής. Διαφορετική θα ήταν η περίπτωση μιας σχέσεως εργασίας με αντικείμενο τη μετάδοση γνώσεων, όπως στη σχολική ή πανεπιστημιακή εκπαίδευση, τομέα που άπτεται της προστασίας της πολιτιστικής ταυτότητας ενός κράτους μέλους ( 40 ), οπότε και θα ήταν δικαιολογημένη η απαίτηση ιδιαίτερων γλωσσικών ικανοτήτων από τον υποψήφιο προς πρόσληψη ( 41 ).

62.

Είμαι της γνώμης ότι ένας εργαζόμενος ο οποίος δεν έχει κάνει χρήση της ελευθερίας να εργαστεί σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης μπορεί κανονικά να απαιτήσει να χρησιμοποιεί στην εργασία του τη δική του γλώσσα, αν αυτή είναι η επίσημη γλώσσα της περιοχής στην οποία ασκεί τα εργασιακά του καθήκοντα. Αυτό προκύπτει, κατά την άποψή μου, από την ιδιαίτερη φύση του χώρου εργασίας, ο οποίος αποτελεί μια ενδιάμεση σφαίρα μεταξύ της αμιγώς δημόσιας και της αμιγώς ιδιωτικής. Η φύση αυτή νομιμοποιεί και την εφαρμογή στον χώρο αυτόν πολιτικών που αποσκοπούν στην προστασία της εθνικής ή της περιφερειακής γλώσσας, βάσει των οποίων ως γλώσσα επικοινωνίας χρησιμοποιείται κατά προτίμηση η επίσημη γλώσσα.

63.

Εντούτοις, η ελευθερία των συμβάσεων πρέπει να τηρείται, υπό την έννοια ότι ο εργαζόμενος μπορεί να δεχθεί να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του περιβάλλοντος εργασίας του, η οποία μπορεί να είναι διαφορετική από τη δική του και από τη χρησιμοποιούμενη στην περιοχή, ιδίως αν πρόκειται για σχέση εργασίας που εντάσσεται σε διεθνές πλαίσιο ( 42 ), περίπτωση στην οποία αναφέρεται ρητώς η απόφαση περί παραπομπής. Εκτιμώ ότι, στο πλαίσιο της Ένωσης, οι εργοδότες θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν μια κοινή γλώσσα εργασίας για τα μέλη του προσωπικού τους, η οποία, στην περίπτωση επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε περισσότερα κράτη μέλη, μπορεί να είναι διαφορετική από τη χρησιμοποιούμενη στη χώρα ή την περιοχή που αποτελεί τον τόπο εργασίας. Η άποψη αυτή ισχύει τουλάχιστον για τις υψηλότερες θέσεις, όπως είναι εκείνες των στελεχών ή των εμπειρογνωμόνων, και γενικότερα για τις θέσεις που χρειάζεται να επικοινωνούν σε γλώσσα κατανοητή από τους λοιπούς εργαζομένους ή τους αλλοδαπούς πελάτες της επιχειρήσεως.

64.

Η προστασία και η προώθηση μιας επίσημης γλώσσας αποτελούν, βεβαίως, καθεαυτές θεμιτούς σκοπούς, τα μέσα, ωστόσο, που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη των σκοπών αυτών πρέπει να είναι κατάλληλα προς τούτο και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη αυτή μέτρο. Η επιβολή, όμως, με εθνικό ή περιφερειακό μέτρο, της αποκλειστικής χρήσεως μιας και μόνο γλώσσας, η οποία συνεπάγεται ότι οι γλώσσες άλλων κρατών μελών δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά σε ένα συγκεκριμένο τομέα, δεν θεωρώ ότι είναι θεμιτή υπό το πρίσμα των αρχών του δικαίου της Ένωσης.

65.

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η προστασία της γλώσσας δεν μπορεί να προβληθεί ως θεμιτός λόγος για τη δικαιολόγηση ρυθμίσεως όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, διότι δεν επιτρέπει να ληφθούν υπόψη ούτε η βούληση των αντισυμβαλλομένων στη σύμβαση εργασίας ούτε το γεγονός ότι ο εργοδότης ανήκει σε διεθνή όμιλο επιχειρήσεων.

66.

Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το φλαμανδικό διάταγμα περί του γλωσσικού καθεστώτος θίγει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που προβλέπει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, και τούτο κατά τρόπο που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, διότι χρησιμοποιεί μέσα ακατάλληλα να διασφαλίσουν την επίτευξη των τριών θεμιτών σκοπών που προβλήθηκαν.

67.

Προσθέτω και μια άλλη μομφή που μπορεί να διατυπωθεί κατά του εν λόγω διατάγματος, τη μη τήρηση του κριτηρίου της αναλογικότητας, όπως αυτό ορίζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

2. Επί του δυσαναλόγως επαχθούς χαρακτήρα των μέσων που χρησιμοποιούν τα επίδικα μέτρα

68.

Κατά την άποψή μου, δύο είναι οι παράγοντες που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το φλαμανδικό διάταγμα περί του γλωσσικού καθεστώτος περιέχει μέτρα δυσανάλογα προς τους προβαλλόμενους σκοπούς και ότι, ως εκ τούτου, είναι αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 45 ΣΛΕΕ. Πρόκειται, αφενός, για την υπερβολική έκταση της υποχρεώσεως αποκλειστικής χρήσεως μιας γλώσσας, της ολλανδικής, στις σχέσεις εργασίας τις οποίες αφορά το εν λόγω διάταγμα και, αφετέρου, για τη βαρύτητα των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση που δεν τηρηθεί η υποχρέωση αυτή.

α) Επί της εκτάσεως της γλωσσικής απαιτήσεως

69.

Το επίδικο διάταγμα φαίνεται να επιβάλλει στο σύνολο των εργοδοτών που διατηρούν την έδρα της εκμεταλλεύσεως τους στην ολλανδόφωνη περιοχή του Βασιλείου του Βελγίου να χρησιμοποιούν την ολλανδική γλώσσα σε όλες τις σχέσεις εργασίας με τους εργαζομένους τους, τόσο τις γραπτές όσο και τις προφορικές, παρόλο που οι γλωσσικές ανάγκες είναι διαφορετικές αναλόγως του είδους των σχέσεων εργασίας και λαμβανομένου υπόψη του ενδεχόμενου διασυνοριακού τους χαρακτήρα.

70.

Κατά την άποψή μου, τα συμφέροντα που, σύμφωνα με τη Βελγική Κυβέρνηση, προστατεύονται με την περιφερειακή αυτή ρύθμιση θα μπορούσαν να προστατευτούν καταλληλότερα με άλλα μέσα αντί ενός τόσο απόλυτου και γενικού γλωσσικού περιορισμού. Έτσι, θεωρώ ότι η μετάφραση στην ολλανδική γλώσσα των κύριων εγγράφων εργασίας που είναι διατυπωμένα σε άλλη γλώσσα θα αρκούσε για την επίτευξη των ως άνω τριών σκοπών.

71.

Θεωρώ ότι το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως στερείται νοήματος αν τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στους οικονομικούς φορείς, όπως είναι οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, τη χρήση ορισμένης γλώσσας σε βαθμό που υπερβαίνει τους περιορισμούς της ελευθερίας των συμβάσεων που είναι απολύτως αναγκαίοι για την επίτευξη σκοπών γενικού συμφέροντος. Στις σχέσεις εργασίας με διεθνή χαρακτήρα πρέπει να πρυτανεύει η αυτόνομη βούληση των μερών όσον αφορά τον καθορισμό της γλώσσας που χρησιμοποιούν μεταξύ τους, προκειμένου να διευκολύνονται οι διασυνοριακές ανταλλαγές ( 43 ), καίτοι πρέπει, βεβαίως, να αναζητείται η ορθή ισορροπία μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της προστασίας τους.

72.

Κατά την άποψή μου, θα ήταν δικαιολογημένο να επιτρέπεται στα μέρη μιας διασυνοριακής σχέσεως εργασίας να χρησιμοποιούν τη γλώσσα της επιλογής τους, στον βαθμό που η επιλογή αυτή εκφράζει την κοινή βούληση των μερών ή στον βαθμό που τα προς εκτέλεση καθήκοντα επιβάλλουν τη χρήση γλώσσας διαφορετικής από την ομιλούμενη στην περιοχή ( 44 ). Το φλαμανδικό διάταγμα περί του γλωσσικού καθεστώτος, ωστόσο, εφαρμόζεται γενικά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις γλώσσες που γνωρίζουν και χρησιμοποιούν συνήθως ο εργοδότης και ο εργαζόμενος και τη φύση της προς πλήρωση θέσεως.

73.

Θεωρώ ότι θα ήταν ασυνεπές, αν όχι οξύμωρο, το να μην μπορεί, παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα απόφαση Groener, να απαιτηθεί από έναν εργαζόμενο να γνωρίζει τη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο ασκεί τα καθήκοντά του, αλλά να μπορεί, αντιθέτως, να του επιβληθεί η σύνταξη της συμβάσεως εργασίας, την οποία καλείται να υπογράψει, σε γλώσσα την οποία δεν γνωρίζει και, επομένως, δεν κατανοεί.

74.

Όπως αναφέρθηκε από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς είναι αναγκαία η υιοθέτηση μεγαλύτερης ευελιξίας στις γλωσσικές απαιτήσεις, τόσο όταν οι σχέσεις εργασίας έχουν διεθνή χαρακτήρα, όπως εν προκειμένω, όσο και όταν ο χαρακτήρας τους είναι αμιγώς εσωτερικός. Πράγματι, στο πλαίσιο των διασυνοριακών σχέσεων εργασίας, είναι προτιμότερο τα μέρη να μπορούν να χρησιμοποιούν μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας την οποία κατανοούν αμφότερα, παρά να τους επιβάλλεται η αποκλειστική χρήση ορισμένης γλώσσας, έστω και αν αυτή είναι μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου στον οποίον ασκεί τα καθήκοντά του ο εργαζόμενος.

75.

Ειδικότερα, δεν αντιλαμβάνομαι πώς θα κινδύνευε η ολλανδική γλώσσα από τη χρήση άλλης γλώσσας σε μια σύμβαση εργασίας όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία συνήφθη μεταξύ ενός εργαζομένου που έκανε χρήση του δικαιώματός του στην ελεύθερη κυκλοφορία και ενός εργοδότη που είναι εταιρία μέλος διεθνούς ομίλου.

76.

Παρατηρώ ότι η επίδικη ρύθμιση δεν επιτρέπει την υποχρεωτική μετάφραση των εγγράφων εργασίας προς άλλη γλώσσα εκτός της ολλανδικής, παρά μόνο μέσω μιας πολύπλοκης διαδικασίας και υπό όρους που είναι εξαιρετικά δύσκολο να πληρωθούν ( 45 ) και που, κατά την άποψή μου, σπάνια θα πρέπει να πληρούνται στην πράξη. Υπάρχουν άλλα μέσα, λιγότερο περιοριστικά, αλλά πάντως εξίσου ή και περισσότερο αποτελεσματικά, για την προστασία των εργαζομένων, τα οποία διαφυλάσσουν, ταυτόχρονα, και τη χρήση της τοπικής γλώσσας, όπως είναι η δυνατότητα, όταν ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης δεν γνωρίζουν την εν λόγω γλώσσα, να έχουν πιο εύκολα πρόσβαση σε μεταφράσεις προς μια γλώσσα την οποία ο ενδιαφερόμενος κατανοεί επαρκώς.

77.

Όμως, από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στη συζήτηση δεν προκύπτει ότι η εισαγωγή της δυνατότητας αυτής στην επίδικη ρύθμιση, η οποία θα διευκόλυνε την άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας στην ολλανδόφωνη περιοχή του Βασιλείου του Βελγίου, τόσο για τους εργαζομένους όσο και για τους εργοδότες από άλλα, μη ολλανδόφωνα κράτη μέλη, θα έβλαπτε την επίτευξη των ως άνω σκοπών ( 46 ).

78.

Συνεπώς, λόγω του υπερβολικά ευρέος πεδίου εφαρμογής του και του αποκλειστικού του χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν άλλα μέσα για την επίτευξη των προβαλλόμενων σκοπών γενικού συμφέροντος, το φλαμανδικό διάταγμα περί του γλωσσικού καθεστώτος περιέχει μέτρα που είναι δυσαναλόγως επαχθή σε σχέση με τους σκοπούς αυτούς.

β) Περί των προβλεπομένων κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως

79.

Όπως και οι νομοθετικές ρυθμίσεις άλλων κρατών μελών, η ρύθμιση που ισχύει στην ολλανδόφωνη περιφέρεια του Βασιλείου του Βελγίου προβλέπει ότι η παράβαση της υποχρεώσεως χρήσεως ορισμένης γλώσσας συνεπάγεται τόσο αστικές όσο και ποινικές κυρώσεις ( 47 ).

80.

Οι αστικές κυρώσεις απαντούν, βεβαίως, συχνά στις νομοθετικές ρυθμίσεις που διατυπώνουν γλωσσικές απαιτήσεις σε θέματα εργασιακών σχέσεων, αλλά καμιά από αυτές που γνωρίζω δεν έχει τόσο έντονο καταναγκαστικό χαρακτήρα όσο το φλαμανδικό διάταγμα περί του γλωσσικού καθεστώτος. Πράγματι, για τα έγγραφα που συντάσσονται κατά παράβαση του διατάγματος αυτού στην ολλανδόφωνη περιοχή του Βασιλείου του Βελγίου επαπειλείται ακυρότητα, η οποία έχει αποτέλεσμα τόσο για το μέλλον όσο και αναδρομικό ( 48 ), ενώ σε άλλες κοινότητες του Βασιλείου του Βελγίου ( 49 ), καθώς και σε άλλα κράτη μέλη ( 50 ), υιοθετήθηκε απλώς η πρόβλεψη ότι το παράτυπο έγγραφο δεν μπορεί να αντιταχθεί στον εργαζόμενο και ότι πρέπει να αντικαθίσταται από νομότυπο έγγραφο. Έχω την εντύπωση ότι το τελευταίο αυτό μέτρο, το οποίο επιτρέπει τη διατήρηση της συνέχειας των εργασιακών σχέσεων, θα ήταν εξίσου αποτελεσματικό με την αναδρομική ακυρότητα της επίμαχης συμβάσεως εργασίας για την επίτευξη των σκοπών γενικού συμφέροντος που επιδιώκονται, σύμφωνα με τη Βελγική Κυβέρνηση, με το εν λόγω διάταγμα. Θεωρώ δε ότι, στο σημείο αυτό, η επίδικη ρύθμιση υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο.

81.

Όσον αφορά την erga omnes ισχύ της αναγνωρίσεως της ακυρότητας, επισημαίνω ότι, σύμφωνα με την απόφαση περί προδικαστικής παραπομπής, το άρθρο 10, πρώτο εδάφιο, του φλαμανδικού διατάγματος περί του γλωσσικού καθεστώτος τιμωρεί την παράβαση των διατάξεών του με «απόλυτη ακυρότητα» που «λειτουργεί αναδρομικά (ex tunc), οπότε το επίμαχο έγγραφο λογίζεται μη καταρτισθέν. Εξ αυτού προκύπτει ότι ο δικαστής δεν μπορεί να κρίνει παραδεκτά έγγραφα συνταχθέντα σε γλώσσα πλην της καθοριζόμενης και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να λάβει υπόψη το περιεχόμενό τους, ειδικότερα δε όσον αφορά την έκφραση της δηλώσεως βουλήσεως».

82.

Είναι αληθές ότι ο απόλυτος χαρακτήρας της ακυρότητας αυτής αποτέλεσε αντικείμενο έντονων συζητήσεων από τους υποβαλόντες παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, ορισμένοι από τους οποίους υποστήριξαν ότι το πέμπτο εδάφιο του άρθρου αυτού προβλέπει ότι «[η] κήρυξη της ακυρότητας δεν δύναται να βλάπτει τον εργαζόμενο και δεν θίγει τα δικαιώματα των τρίτων». Έχω την εντύπωση ότι το αιτούν δικαστήριο δεν αγνοεί τον κανόνα αυτόν, καθώς αναφέρει επίσης στην απόφασή του ότι «ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα, αφενός, να αξιώσει την προς όφελός του εφαρμογή των ευνοϊκών όρων του άκυρου εγγράφου και, αφετέρου, να προβάλει την ακυρότητα των δυσμενών όρων του ίδιου εγγράφου». Κατά την άποψή μου, ο απόλυτος και όχι σχετικός χαρακτήρας της εν λόγω ακυρότητας προκύπτει στην πραγματικότητα από το γεγονός ότι κάθε πρόσωπο που μπορεί να δικαιολογήσει συμφέρον μπορεί να ζητήσει δικαστικώς την αναγνώριση της ακυρότητας ενός παράτυπου εγγράφου, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 10, δεύτερο εδάφιο, του φλαμανδικού διατάγματος περί του γλωσσικού καθεστώτος. Εν πάση περιπτώσει, από την άποψη των εργοδοτών, κάθε παράβαση των γλωσσικών απαιτήσεων του φλαμανδικού διατάγματος περί του γλωσσικού καθεστώτος τιμωρείται αυστηρά από πλευράς αστικού δικαίου, καθώς, αν δεχθώ σχετικά την ανάλυση του αιτούντος δικαστηρίου, μια σύμβαση εργασίας όπως αυτή που υπέγραψε ο Α. Las θα μπορούσε, κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω διατάγματος, να παραγάγει αποτελέσματα μόνον έναντι του πρώην εργοδότη ( 51 ).

83.

Όσον αφορά την εξουσία καταναγκασμού των δικαστικών αρχών ως προς τις γλωσσικές απαιτήσεις που επιβάλλονται στις εργασιακές σχέσεις, διαφέρει ανάλογα με το κράτος μέλος. Ενώ σε ορισμένες εθνικές νομοθεσίες ( 52 ) απαγορεύεται στον δικαστή να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την παράβαση της υποχρεώσεως χρήσεως ορισμένης γλώσσας, αλλού προβλέπεται τέτοια δυνατότητα ( 53 ). Μόνο στην ολλανδόφωνη και στη γαλλόφωνη περιοχή του Βασιλείου του Βελγίου η δυνατότητα να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως η παράβαση αυτή μεταβάλλεται σε υποχρέωση του δικαστή, πράγμα το οποίο θεωρώ υπερβολικό ( 54 ).

84.

Κατά πάγια νομολογία, οι περιορισμοί των θεμελιωδών ελευθεριών που επιβάλλονται από τα κράτη μέλη πρέπει να περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, πράγμα που συνεπάγεται την επιλογή της λιγότερο καταναγκαστικής οδού και, επομένως, του λιγότερο καταναγκαστικού μέτρου.

85.

Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση του φλαμανδικού διατάγματος περί του γλωσσικού καθεστώτος, καθώς φαίνεται, τόσο απόλυτα όσο και σε σύγκριση με άλλους κανόνες, ότι θέτει απαιτήσεις ιδιαιτέρως αυστηρές, οι οποίες επισύρουν σοβαρές συνέπειες τόσο για τους εμπλεκόμενους ιδιώτες όσο και για τον δικαστή που επιλαμβάνεται συναφώς μιας διαφοράς. Και στο σημείο αυτό, εκτιμώ ότι άλλα, καταλληλότερα μέσα, τα οποία θα περιόριζαν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων λιγότερο από όσο την περιορίζουν τα χρησιμοποιούμενα από το διάταγμα αυτό, θα επέτρεπαν την επίτευξη των σκοπών του.

86.

Κατά συνέπεια, ρυθμίσεις όπως η επίδικη στην κύρια δίκη δεν είναι, κατά την άποψή μου, συμβατές με το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρου 39 ΕΚ, του οποίου ζητήθηκε η ερμηνεία.

V – Πρόταση

87.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο υποβληθέν από το arbeidsrechtbank te Antwerpen προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

«Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την έννοια ότι αντίκειται προς αυτό ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει, επί ποινή ακυρότητας, σε όλες τις επιχειρήσεις των οποίων η έδρα είναι εγκατεστημένη σε περιοχή όπου υπάρχει μία μόνο επίσημη γλώσσα να χρησιμοποιούν αποκλειστικά τη γλώσσα αυτή κατά τη σύνταξη όλων των εγγράφων που αφορούν τη σχέση εργασίας, όταν προσλαμβάνουν εργαζόμενο σε θέση εργασίας με διεθνή χαρακτήρα».


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Η απόφαση περί παραπομπής που κατατέθηκε στις 28 Απριλίου 2011 αναφέρεται στην πραγματικότητα στο «άρθρο 39 της Συνθήκης ΕΚ», το οποίο, όμως, αντικαταστάθηκε από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ την 1η Δεκεμβρίου 2009, όταν τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας.

( 3 ) Taaldecreet tot regeling van het gebruik van de talen voor de sociale betrekkingen tussen de werkgevers en de werknemers, alsmede van de door de wet en de verordeningen voorgeschreven akten en bescheiden van de ondernemingen (Belgisch Staatsblad, 6 Σεπτεμβρίου 1973, σ. 10089).

( 4 ) Παρατηρώ ότι στον φάκελο που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο συγχέονται ενίοτε η «Περιφέρεια της Φλάνδρας», κατά την έννοια του άρθρου 3 του βελγικού Συντάγματος, με τη «ολλανδόφωνη περιοχή», κατά την έννοια του άρθρου 4 του Συντάγματος αυτού.

( 5 ) Απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 1989, C-28/87 (Συλλογή 1989, σ. 3967, σκέψη 19).

( 6 ) Η γαλλική απόδοση των διατάξεων του εν λόγω διατάγματος, όπως παρατίθενται κατωτέρω, είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο στη διεύθυνση: http://www.ejustice.just.fgov.be/cgi_loi/change_lg.pl?language=fr&la=F&cn=1973071901&table_name=loi.

( 7 ) Διευκρινίζεται ότι η έκφραση «ή πρόσωπα που απασχολούν προσωπικό στην ολλανδόφωνη περιοχή» ακυρώθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο (πρώην Cour d’arbitrage) με την απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1986 (Moniteur belge της 12ης Φεβρουαρίου 1986, σ. 1710), με την οποία ακυρώθηκαν επίσης και όροι του άρθρου 5 του εν λόγω διατάγματος.

( 8 ) Διευκρινίζεται ότι η τότε επωνυμία της ήταν ακόμη NV Hesse-Noord Natie.

( 9 ) Κωδικοποιημένο κείμενο (ΕΕ C 334 της 30ής Δεκεμβρίου 2005, σ. 1). Η εν λόγω Σύμβαση αντικαταστάθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2009 από τον κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (ΕΕ L 177, σ. 6, στο εξής: κανονισμός Ρώμη Ι).

( 10 ) Παρατηρώ ότι η Επιτροπή αναφέρει μεταξύ άλλων ότι το Δικαστήριο πρέπει, στο πλαίσιο της επίδικης υποθέσεως, να αποφανθεί επί της νομοθεσίας που έχει εφαρμογή στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως του Α. Las. Κατά την άποψή μου, η σχετική προβληματική εκφεύγει του πλαισίου του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος. Θα ήθελα, εντούτοις, να επισημάνω ότι το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση εργασίας καθορίζεται από τις διατάξεις του κανονισμού Ρώμη Ι και όχι από τους κανόνες περί καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως.

( 11 ) Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψεις 89 επ.), καθώς και της 1ης Απριλίου 2008, C-212/06, Gouvernement de la Communauté française και Gouvernement wallon (Συλλογή 2008, σ. I-1683, σκέψεις 33 επ.).

( 12 ) Αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1998, C-350/96, Clean Car Autoservice (Συλλογή 1998, σ. I-2521, σκέψεις 19 έως 25), καθώς και της 11ης Ιανουαρίου 2007, C-208/05, ITC (Συλλογή 2007, σ. I-181, σκέψεις 22 και 23).

( 13 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Gouvernement de la Communauté française και Gouvernement wallon (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψεις 44 επ. και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011, C-253/09, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Συλλογή 2011, σ. Ι-12391, σκέψεις 46 επ.).

( 14 ) Ελλείψει εναρμονίσεως ως προς το ζήτημα αυτό, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να λαμβάνουν μέτρα με το εν λόγω αντικείμενο σε εθνικό ή και σε περιφερειακό επίπεδο, τηρώντας, πάντως, τη Συνθήκη και τις γενικές αρχές της Ένωσης και ιδίως το άρθρο 45 ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, C-490/04, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2007, σ. I-6095, σκέψη 19).

( 15 ) ΕΕ L 288, σ. 32. Σημειώνω ότι, στο πλαίσιο της επίδικης υποθέσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, σύμφωνα με το άρθρο της 6, η εν λόγω οδηγία δεν εναρμονίζει τις τυπικές προδιαγραφές της συμβάσεως εργασίας, στις οποίες εμπίπτει η γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η σύμβαση.

( 16 ) Όσον αφορά τις προϋποθέσεις προσβάσεως σε θέση εργασίας που αφορούν τη γλώσσα, βλ., μεταξύ άλλων, ως προς την έμμισθη εργασία: προπαρατεθείσα απόφαση Groener· ως προς την εγκατάσταση ελεύθερων επαγγελματιών, οδοντιάτρων: απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, C-424/97, Haim (Συλλογή 2000, σ. I-5123, σκέψεις 50 επ.), ή δικηγόρων: αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C-506/04, Wilson (Συλλογή 2006, σ. I-8613, σκέψεις 70 επ.), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C-193/05, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2006, σ. Ι-8673, σκέψεις 40 επ.).

( 17 ) Όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και ιδίως την επισήμανση, ως προς την οποία έχουν απαγορευθεί τα εθνικά μέτρα που επιβάλλουν τη χρήση μιας γλώσσας, χωρίς να επιτρέπουν τη χρήση άλλης, ευκόλως κατανοητής από τους αγοραστές, βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C-366/98, Geffroy (Συλλογή 2000, σ. I-6579, σκέψεις 24 επ. καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όσον αφορά την ίση μεταχείριση των προσώπων ως προς τη χρήση γλωσσών ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1998, C-274/96, Bickel και Franz (Συλλογή 1998, σ. I-7637, σκέψεις 13 επ. καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), η οποία τονίζει την ιδιαίτερη σημασία που έχει η προστασία των δικαιωμάτων και δυνατοτήτων των προσώπων από γλωσσικής απόψεως για τη διασφάλιση των θεμελιωδών ελευθεριών τους.

( 18 ) Δεν έχω στη διάθεσή μου στοιχεία ως προς τους κανόνες που εφαρμόζονται σχετικά στην Κύπρο και στο Λουξεμβούργο.

( 19 ) Στη Γαλλία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία, καθώς και στις διάφορες γλωσσικές κοινότητες του Βασιλείου του Βελγίου.

( 20 ) Σκέψεις 68 επ.

( 21 ) Σύμφωνα με το άρθρο του 10.

( 22 ) Βλ. απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus (Συλλογή 1993, σ. Ι-1663, σκέψη 41).

( 23 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2010, C-325/08, Olympique Lyonnais (Συλλογή 2010, σ. I-2177, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 24 ) Σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες που διατυπώνει η προπαρατεθείσα απόφαση Groener (σκέψη 19).

( 25 ) Βλ., μεταξύ άλλων, όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2010, C-515/08, Santos Palhota κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I-9133, σκέψη 47).

( 26 ) Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1999, C-198/98 (Συλλογή 1999, σ. I-8903, σκέψη 22), σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη (ΕΕ L 283, σ. 23).

( 27 ) Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς και στο σημείο 43 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, C-477/09, Defossez (Συλλογή 2011, σ. Ι-1421).

( 28 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Santos Palhota κ.λπ. (σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 29 ) Έτσι, στη Λεττονία, οι κανόνες που διέπουν τη χρήση της εθνικής γλώσσας στις εργασιακές σχέσεις στηρίζονται, αφενός, στην προστασία πτυχών του δημοσίου συμφέροντος, όπως η ασφάλεια και η υγεία, και, αφετέρου, στις απαιτήσεις της αποδείξεως, όπως στη Ρουμανία και στη Σλοβενία. Στη Γαλλία, ο νομοθέτης επικαλείται επίσης τους σκοπούς προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων, καθώς και τον περιορισμό του κινδύνου διενέξεων.

( 30 ) Βλ. σκέψεις 70 επ.

( 31 ) Βλ., επίσης, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-49/98, C-50/98, C-52/98 έως C-54/98 και C-68/98 έως C-71/98, Finalarte κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I-7831, σκέψεις 69 επ.).

( 32 ) Γίνεται αναφορά στην προστασία της εθνικής γλώσσας και ταυτότητας στην περίπτωση της Λιθουανίας, της Πολωνίας και της Σλοβακίας, και στην προστασία της γλώσσας και της ταυτότητας των κοινοτήτων, καθώς και σε εκείνη των γλωσσικών δικαιωμάτων των τοπικών πληθυσμών, στη γαλλόφωνη, τη γερμανόφωνη και την ολλανδόφωνη περιοχή του Βασιλείου του Βελγίου.

( 33 ) Βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, C-391/09, Runevič-Vardyn και Wardyn (Συλλογή 2011, σ. Ι-3787, σκέψη 85), στην οποία παρατίθεται η σκέψη 19 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Groener.

( 34 ) ΕΕ 2010, C 83, σ. 396.

( 35 ) Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, C-160/03 (Συλλογή 2005, σ. I-2077).

( 36 ) Βλ. σημείο 24 των εν λόγω προτάσεων.

( 37 ) Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών της, που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, ταυτότητα στην οποία περιλαμβάνεται και η προστασία της επίσημης εθνικής γλώσσας του κράτους, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Runevič-Vardyn και Wardyn (σκέψη 86).

( 38 ) Η από 4 Νοεμβρίου 2002 έκθεση που καταρτίστηκε από ομάδα εργασίας και παρουσιάστηκε στα μέλη της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως συνέστησε να διευκρινίζουν οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ σύμφωνα με τις οποίες η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών ότι τα ουσιαστικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις θεμελιώδεις δομές και τις ουσιαστικές λειτουργίες των κρατών μελών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επιλογές τους στο θέμα της γλώσσας (CONV 375/1/02 REV 1, σ. 10 έως 12, έγγραφο προσβάσιμο στο διαδίκτυο: http://european-convention.eu.int/pdf/reg/el/02/cv00/cv00375-re01.el02.pdf).

( 39 ) Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Runevič-Vardyn και Wardyn.

( 40 ) Βλ., συναφώς, τα σημεία 19 και 20 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Μ. Darmon στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Groener.

( 41 ) Βλ. τις σκέψεις 20 επ. της προπαρατεθείσας αποφάσεως Groener.

( 42 ) Υπενθυμίζω ότι η επικράτηση του πνεύματος συναινέσεως στις διασυνοριακές εργασιακές σχέσεις αναγνωρίζεται από το άρθρο 8 του κανονισμού Ρώμη I, το οποίο προβλέπει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι σε μια σύμβαση εργασίας μπορούν, κατ’ αρχήν, να επιλέγουν το δίκαιο από το οποίο αυτή θα διέπεται.

( 43 ) Βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1972, L 299, σ. 32), την απόφαση της 24ης Ιουνίου 1981, 150/80, Elefanten Schuh (Συλλογή 1981, σ. 1671, σκέψη 27), σύμφωνα με την οποία η νομοθεσία ενός συμβαλλομένου κράτους δεν δύναται να κλονίσει το κύρος μιας συμφωνίας περί παρεκτάσεως της αρμοδιότητας για τον λόγο και μόνο ότι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε δεν είναι εκείνη που επιτάσσει η εν λόγω νομοθεσία.

( 44 ) Υπενθυμίζεται ότι η δυνατότητα εισαγωγής μιας γλωσσικής απαιτήσεως λόγω της φύσεως της προς πλήρωση θέσεως εργασίας προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 3, παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, L 257, σ. 33), διάταξη η οποία ερμηνεύθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Groener, η οποία δεν έχει, βεβαίως, εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση, αλλά η φιλοσοφία της οποίας μπορεί, κατά την άποψή μου, να αποτελέσει πηγή προβληματισμού. Διάταξη με το ίδιο, κατ’ ουσίαν, περιεχόμενο απαντά στον κανονισμό (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ L 141, σ. 1), ο οποίος κωδικοποίησε και αντικατέστησε τον κανονισμό 1612/68.

( 45 ) Βλ. το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, του φλαμανδικού διατάγματος περί του γλωσσικού καθεστώτος, που μνημονεύθηκε στο νομικό πλαίσιο.

( 46 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, προπαρατεθείσα απόφαση Bickel και Franz (σκέψη 29).

( 47 ) Η διαφορά της κύριας δίκης είναι αστικής φύσεως, ενδιαφέρον όμως έχει να σημειωθεί, όσον αφορά τη γενική οικονομία του φλαμανδικού διατάγματος περί του γλωσσικού καθεστώτος, ότι, σε αντίθεση προς όσα ισχύουν στις άλλες κοινότητες του Βασιλείου του Βελγίου, στις οποίες η παράβαση της γλωσσικής απαιτήσεως δεν επισύρει καμιά ποινική κύρωση, σε περίπτωση διαπράξεώς της στην ολλανδόφωνη περιοχή, η παράβαση αυτή τιμωρείται με φυλάκιση και/ή πρόστιμο του εργοδότη ή των αντιπροσώπων του που παρέβησαν τις διατάξεις του εν λόγω διατάγματος, σύμφωνα με το άρθρο του 12. Επιπλέον, το άρθρο 11 του εν λόγω διατάγματος προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου.

( 48 ) Η επαπειλούμενη ακυρότητα έχει αναδρομικό χαρακτήρα και στη Σλοβενία, αλλά ισχύει μόνο για το μέλλον στη Ρουμανία και τη Λεττονία· διευκρινίζεται δε ότι, στην τελευταία αυτή χώρα, συνδέεται με υποχρέωση του εργοδότη να προτείνει τη σύναψη νέας συμβάσεως.

( 49 ) Δηλαδή στις κοινότητες που απολαύουν ειδικού καθεστώτος, στη γερμανόφωνη περιοχή και στη δίγλωσση περιοχή των Βρυξελλών-Πρωτευούσης. Αντιθέτως, στη γαλλόφωνη περιοχή, η σύνταξη των σχετικών με την εργασία εγγράφων σε άλλη γλώσσα συνεπάγεται ακυρότητα.

( 50 ) Προβλέπεται ότι οι διατάξεις της συμβάσεως δεν μπορούν να αντιταχθούν στον εργαζόμενο για τον οποίον θα ήταν βλαπτικές στη Λιθουανία, την Πολωνία, τη Σλοβακία και τη Γαλλία, όπου υφίσταται η δυνατότητα να ζητηθεί επ’ απειλή χρηματικής ποινής η σύνταξη του επίμαχου εγγράφου στη γαλλική γλώσσα.

( 51 ) Υπενθυμίζω ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας διεπόταν αρχικώς από το ολλανδικό δίκαιο, σύμφωνα με τη βούληση των διαδίκων της κύριας δίκης, μολονότι οι ίδιοι συμφώνησαν να δεχθούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ως εφαρμοστέο το βελγικό δίκαιο. Εντούτοις, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι προβλέπει ότι κάθε μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου που γίνεται μετά τη σύναψη της συμβάσεως δεν θίγει το, κατά το άρθρο 11, τυπικό κύρος της συμβάσεως ούτε επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα τρίτων.

( 52 ) Στην περίπτωση της Γαλλίας, της Λεττονίας και της Σλοβακίας.

( 53 ) Στην Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σλοβενία, καθώς και στις κοινότητες του Βελγίου με ειδικό καθεστώς, τη δίγλωσση περιφέρεια των Βρυξελλών-Πρωτευούσης και τη γερμανόφωνη περιοχή.

( 54 ) Επί του περιθωρίου εκτιμήσεως που πρέπει να έχει ο εθνικός δικαστής ως προς την επιβολή της κυρώσεως που προβλέπεται σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων κράτους μέλους που επιβάλλουν τη χρήση της γλώσσας του κράτους αυτού, αναλόγως των συγκεκριμένων επιπτώσεων σε σκοπό γενικού συμφέροντος, όπως ήταν στην περίπτωση εκείνη η προστασία των καταναλωτών, βλ. σημείο 68 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Γ. Κοσμά στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Ιουλίου 1998, C-385/96, Goerres (Συλλογή 1998, σ. I-4431).