ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 7ης Ιουνίου 2012 ( 1 )

Υπόθεση C-136/11

Westbahn Management GmbH

κατά

ÖBB-Infrastruktur AG

[αίτηση της Schienen-Control Kommission (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Σιδηροδρομικές μεταφορές — Έννοια του “δικαστηρίου” — Υποχρέωση του διαχειριστή σιδηροδρομικής υποδομής να παρέχει στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, σε πραγματικό χρόνο, πληροφορίες σχετικά με την κυκλοφορία των συρμών και, ιδίως, σχετικά με τις καθυστερήσεις και τις ματαιώσεις των σιδηροδρομικών δρομολογίων ανταποκρίσεως — Υποχρεώσεις των διαχειριστών σιδηροδρομικής υποδομής δυνάμει της οδηγίας 2001/14/ΕΚ — Υποχρεώσεις των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1371/2007 — Οδηγία 91/440/ΕΟΚ — Οδηγία 2001/16/ΕΚ — Οδηγία 95/46/ΕΚ»

I – Εισαγωγή

1.

Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως της Schienen-Control Kommission, που είναι αυστριακό διοικητικό δικαστήριο αρμόδιο για την εκδίκαση ενδίκων διαφορών στον απελευθερωμένο τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών, ζητείται η παροχή διευκρινίσεων όσον αφορά το είδος των πληροφοριών που οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις οφείλουν να παρέχουν στους επιβάτες δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, και του παραρτήματος ΙΙ, μέρος ΙΙ, του κανονισμού (ΕΚ) 1371/2007 ( 2 ). Ειδικότερα, η ως άνω αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά το ζήτημα αν οι επιβάτες δικαιούνται να λαμβάνουν τα «σε πραγματικό χρόνο στοιχεία» τα σχετικά με τα σιδηροδρομικά δρομολόγια, στοιχεία τα οποία παρέχουν επίκαιρη ενημέρωση σχετικά με τις καθυστερήσεις και τις ματαιώσεις των σιδηροδρομικών δρομολογίων ανταποκρίσεως εντός του αυστριακού σιδηροδρομικού δικτύου κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε συγκεκριμένου ταξιδιού, και όσον αφορά τα δρομολόγια όλων των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, ή αν το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1371/2007 αφορά μόνο τις πληροφορίες σχετικά με το δημοσιευμένο πρόγραμμα δρομολογίων και σχετικά με τις καθυστερήσεις και τις ματαιώσεις μόνον των δρομολογίων της σιδηροδρομικής επιχειρήσεως διά των συρμών της οποίας πραγματοποιείται το ταξίδι ενός συγκεκριμένου επιβάτη.

2.

Στην περίπτωση που το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1371/2007 περικλείει τα προαναφερθέντα «σε πραγματικό χρόνο στοιχεία», το εθνικό δικαστήριο επιθυμεί, περαιτέρω, να πληροφορηθεί αν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ της υποχρεώσεως αυτής και των υποχρεώσεων που οι διαχειριστές σιδηροδρομικής υποδομής υπέχουν από το άρθρο 5 και από το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2001/14/ΕΚ ( 3 ). Το ερώτημα αυτό ανακύπτει στην περίπτωση που τα «σε πραγματικό χρόνο στοιχεία», τα οποία μια σιδηροδρομική επιχείρηση επιθυμεί να παράσχει στους επιβάτες, βρίσκονται στη διάθεση ενός διαχειριστή σιδηροδρομικής υποδομής, ο οποίος αρνείται να διαβιβάσει τα εν λόγω στοιχεία στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση.

3.

Ο καινοφανής χαρακτήρας της διαφοράς έγκειται στο γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά που δίδεται στο Δικαστήριο η ευκαιρία να παράσχει διευκρινίσεις όσον αφορά την ερμηνεία του κανονισμού 1371/2007 ( 4 ). Επίσης, είναι η πρώτη φορά που ζητείται από το Δικαστήριο να δεχθεί να εκδικάσει αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε η Schienen-Control Kommission. Επομένως, εν προκειμένω τίθεται το προκαταρκτικό ζήτημα αν, παρά το ότι τούτο δεν αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η Schienen-Control Kommission είναι «δικαστήριο» υπό την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και αν, ως εκ τούτου, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

II – Νομικό πλαίσιο

Α– Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/440 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/12/ΕΚ ( 5 ), προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι τα απαριθμούμενα στο παράρτημα ΙΙ καθήκοντα, που είναι καθοριστικά για μία δίκαιη και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στην υποδομή, ανατίθενται σε φορείς ή επιχειρήσεις που δεν παρέχουν οι ίδιες καμία υπηρεσία σιδηροδρομικών μεταφορών. Ανεξάρτητα από τις οργανωτικές δομές, ο στόχος αυτός πρέπει να αποδειχθεί ότι επιτεύχθηκε.

Τα κράτη μέλη μπορούν πάντως να αναθέτουν σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ή σε οποιοδήποτε άλλο φορέα την είσπραξη των τελών και την ευθύνη της διαχείρισης της σιδηροδρομικής υποδομής, όπως επενδύσεις, συντήρηση και χρηματοδότηση.»

5.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών ( 6 ), που τιτλοφορείται «Στόχος της οδηγίας», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.»

6.

Η πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/14 έχει ως εξής:

«Η μεγαλύτερη ενοποίηση του σιδηροδρομικού τομέα της Κοινότητας αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς και της πορείας προς την επίτευξη βιώσιμης κινητικότητας.»

7.

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14, που τιτλοφορείται «Υπηρεσίες», προβλέπει τα εξής:

«Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις έχουν, χωρίς διακρίσεις, δικαίωμα πρόσβασης στην ελάχιστη δέσμη πρόσβασης και τροχαία πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υπηρεσιών, που περιγράφονται στο παράρτημα ΙΙ. Οι υπηρεσίες που περιγράφονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 2, παρέχονται χωρίς διακρίσεις, ενώ οι αιτήσεις των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων μπορούν να απορρίπτονται μόνον εφόσον υφίστανται βιώσιμες εναλλακτικές επιλογές υπό τους όρους της αγοράς. Εάν οι υπηρεσίες δεν παρέχονται από ένα διαχειριστή υποδομής, ο πάροχος της “κύριας υποδομής” καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να διευκολύνει την παροχή των υπηρεσιών αυτών.»

8.

Το παράρτημα II της οδηγίας 2001/14, που τιτλοφορείται «Υπηρεσίες που παρέχονται στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις», προβλέπει τα εξής:

«1.

Η ελάχιστη δέσμη πρόσβασης περιλαμβάνει:

[…]

δ)

έλεγχο συρμών, συμπεριλαμβανομένης της σηματοδότησης, της ρύθμισης, της αποστολής καθώς και της επικοινωνίας και της παροχής πληροφοριών για την κίνηση συρμών·

ε)

κάθε άλλη πληροφορία που απαιτείται για να υλοποιηθεί ή να λειτουργήσει η υπηρεσία για την οποία έχει παρασχεθεί χωρητικότητα.

[…]»

9.

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του κοινοτικού σιδηροδρομικού συστήματος ( 7 ), που τιτλοφορείται «Στόχος και πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα του σιδηροδρομικού συστήματος, κατά τρόπο συμβατό προς τις διατάξεις της οδηγίας 2004/49/ΕΚ. Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν τη μελέτη, την κατασκευή, τη θέση σε λειτουργία, την αναβάθμιση, την ανακαίνιση, την επιχειρησιακή λειτουργία και τη συντήρηση των στοιχείων του συστήματος αυτού, καθώς και τα επαγγελματικά προσόντα και τους όρους υγείας και ασφαλείας του προσωπικού που συμμετέχει στην επιχειρησιακή λειτουργία και τη συντήρηση του συστήματος.

2.   Η επιδίωξη του στόχου αυτού πρέπει να οδηγήσει στον καθορισμό βέλτιστου επιπέδου τεχνικής εναρμόνισης και:

α)

να διευκολύνει, να βελτιώσει και να αναπτύξει τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορικές υπηρεσίες στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με τις τρίτες χώρες·

[...]

γ)

να συντελέσει στη διαλειτουργικότητα του σιδηροδρομικού συστήματος εντός της Κοινότητας.»

10.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 5, 7 έως 9, και 21 του κανονισμού 1371/2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών, έχουν ως εξής:

«(1)

Στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής μεταφορών, είναι σημαντικό να διασφαλίζονται τα δικαιώματα των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών όπως και να βελτιωθεί η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα των παρεχομένων υπηρεσιών στις σιδηροδρομικές μεταφορές επιβατών, ούτως ώστε να προωθηθεί η αύξηση του μεριδίου των σιδηροδρομικών μεταφορών σε σχέση με τους άλλους τρόπους μεταφοράς.

(2)

Με την ανακοίνωση της Επιτροπής “Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006” τίθεται ο στόχος να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή στο πεδίο των μεταφορών σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

(3)

Δεδομένου ότι ο επιβάτης σιδηροδρόμου είναι το ασθενέστερο μέρος της συμβάσεως μεταφοράς, θα πρέπει να διασφαλίζονται τα συναφή δικαιώματά του.

(4)

Τα δικαιώματα των χρηστών σιδηροδρομικών υπηρεσιών περιλαμβάνουν τη λήψη πληροφοριών σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες, τόσο πριν από το ταξίδι όσο και κατά τη διάρκειά του. Όταν αυτό είναι δυνατόν, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι πωλητές εισιτηρίων θα πρέπει να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές εκ των προτέρων και το ταχύτερο δυνατόν.

(5)

Λεπτομερέστερες απαιτήσεις για την παροχή ταξιδιωτικών πληροφοριών θα καθοριστούν με τις Τεχνικές Προδιαγραφές Διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ) της οδηγίας 2001/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού συστήματος σιδηροδρόμων.

[…]

(7)

Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις θα πρέπει να συνεργάζονται, ώστε να διευκολύνουν τη μετάβαση των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών από φορέα εκμετάλλευσης σε άλλον με έκδοση εισιτηρίων απευθείας μεταφοράς, οποτεδήποτε υπάρχει δυνατότητα.

(8)

Η παροχή πληροφοριών και εισιτηρίων για επιβάτες σιδηροδρομικών γραμμών θα πρέπει να διευκολυνθεί με την προσαρμογή των ηλεκτρονικών συστημάτων σε κοινό πρότυπο.

(9)

Η περαιτέρω υλοποίηση των συστημάτων ταξιδιωτικών πληροφοριών και κρατήσεων θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με τις ΤΠΔ.

[…]

(21)

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.»

11.

Το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1371/2007, που τιτλοφορείται «Αντικείμενο», προβλέπει τα εξής:

«Με τον παρόντα κανονισμό θεσπίζονται κανόνες σχετικά με:

α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχουν οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τη σύναψη συμβάσεων μεταφοράς, την έκδοση εισιτηρίων και την εφαρμογή μηχανοργανωμένου συστήματος πληροφοριών και κρατήσεων για τις σιδηροδρομικές μεταφορές.»

12.

Το άρθρο 8 του κανονισμού 1371/2007, που τιτλοφορείται «Ταξιδιωτικές πληροφορίες», προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι πωλητές εισιτηρίων που προσφέρουν συμβάσεις μεταφοράς εξ ονόματος μιας ή περισσότερων σιδηροδρομικών επιχειρήσεων παρέχουν στον επιβάτη τουλάχιστον τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, μέρος Ι, σε σχέση με τα ταξίδια για τα οποία προσφέρεται σύμβαση μεταφοράς από τις αντίστοιχες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Οι πωλητές εισιτηρίων που προσφέρουν συμβάσεις μεταφοράς για ίδιο λογαριασμό και οι ταξιδιωτικοί πράκτορες παρέχουν τις πληροφορίες αυτές όταν είναι διαθέσιμες.

2.   Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις παρέχουν στον επιβάτη, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, τουλάχιστον τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, μέρος ΙΙ.

3.   Οι πληροφορίες των παραγράφων 1 και 2 παρέχονται με την καταλληλότερη μορφή. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται συναφώς στις ανάγκες των ατόμων με προβλήματα όρασης ή/και ακοής.»

13.

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1371/2007, που τιτλοφορείται «Συστήματα ταξιδιωτικών πληροφοριών και κρατήσεων», προβλέπει τα εξής:

«Προκειμένου να παρέχουν πληροφορίες και να εκδίδουν εισιτήρια σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι πωλητές εισιτηρίων χρησιμοποιούν το CIRSRT ( 8 ) που θα δημιουργηθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες του παρόντος άρθρου.»

14.

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1371/2007, που τιτλοφορείται «Συνδρομή», προβλέπει τα εξής:

«Σε περίπτωση καθυστέρησης στην άφιξη ή στην αναχώρηση, οι επιβάτες τηρούνται ενήμεροι σχετικά με την κατάσταση και σχετικά με την εκτιμώμενη ώρα αναχώρησης και την εκτιμώμενη ώρα άφιξης, από τη σιδηροδρομική επιχείρηση ή από τον υπεύθυνο σταθμού αμέσως μόλις υπάρξει σχετική πληροφορία.»

15.

Το παράρτημα II του κανονισμού 1371/2007 περιέχει έναν κατάλογο των ελαχίστων πληροφοριών που οφείλουν να παρέχουν οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ή/και οι πωλητές εισιτηρίων. Σύμφωνα με αυτόν τον κατάλογο, οι πληροφορίες πριν από το ταξίδι πρέπει να περιλαμβάνουν το «ωράριο και τους όρους του χρονικά συντομότερου ταξιδιού» και «το ωράριο και τους όρους της χαμηλότερης χρέωσης». Οι πληροφορίες που παρέχονται κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πρέπει να περιλαμβάνουν τις «υπηρεσίες επί της αμαξοστοιχίας», τον «επόμενο σταθμό», τις «καθυστερήσεις», τις «κύριες ανταποκρίσεις» και «θέματα ασφάλειας και προστασίας».

Β – Το εθνικό δίκαιο

16.

Το άρθρο 54 του Eisenbahngesetz (αυστριακού νόμου περί σιδηροδρόμων, στο εξής: EisbG) ορίζει:

«2.   Οι διατάξεις του έκτου μέρους του παρόντος νόμου αποσκοπούν στη διασφάλιση της οικονομικής και αποτελεσματικής χρήσεως των σιδηροδρομικών γραμμών στην Αυστρία με τους εξής τρόπους:

1.

εγκαθιδρύοντας, εντός της αγοράς των σιδηροδρομικών μεταφορών, ισότιμο και λειτουργικό ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων σιδηροδρομικών μεταφορών στις κύριες σιδηροδρομικές γραμμές και στις δευτερεύουσες σιδηροδρομικές γραμμές που συνδέονται με άλλες κύριες ή δευτερεύουσες σιδηροδρομικές γραμμές,

2.

ενθαρρύνοντας την είσοδο νέων επιχειρήσεων σιδηροδρομικών μεταφορών στην αγορά των σιδηροδρομικών μεταφορών,

3.

εξασφαλίζοντας στους δικαιούχους προσβάσεως την παροχή προσβάσεως στη σιδηροδρομική υποδομή,

4.

ελέγχοντας την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού προκειμένου να προστατευθούν οι δικαιούχοι προσβάσεως στο σιδηροδρομικό δίκτυο από κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.»

17.

Το άρθρο 58 του EisbG ορίζει:

«(1)   Η επιχείρηση διαχειρίσεως σιδηροδρομικής υποδομής υποχρεούται, αποκλειομένης κάθε διακρίσεως εις βάρος του δικαιούχου προσβάσεως, στο πλαίσιο της παροχής προσβάσεως στην υποδομή των σιδηροδρομικών δικτύων, πέραν από την πρόσβαση αυτή καθεαυτήν να παρέχει τις ακόλουθες υπηρεσίες ως ελάχιστη δέσμη προσβάσεως:

[…]

2.

ρύθμιση της κυκλοφορίας των συρμών, συμπεριλαμβανομένης […] της επικοινωνίας και της παροχής πληροφοριών σχετικών με την κίνηση των συρμών·

3.

υπηρεσίες των συστημάτων επικοινωνίας και πληροφόρησης, χωρίς τις οποίες η άσκηση των δικαιωμάτων προσβάσεως από τους δικαιούχους προσβάσεως είναι αδύνατη για νομικούς, πραγματικούς και οικονομικούς λόγους.

[…]

(4)   Η επιχείρηση σιδηροδρομικής υποδομής μπορεί να παρέχει στους δικαιούχους προσβάσεως με σκοπό την πρόσβαση στο δίκτυο σιδηροδρομικών γραμμών τις ακόλουθες παρεπόμενες υπηρεσίες, χωρίς, όμως, να υπέχει σχετική υποχρέωση:

1.

πρόσβαση στο δίκτυο τηλεπικοινωνιών πέραν αυτής που προβλέπει το άρθρο 1, σημείο 3·

2.

παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών […]».

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18.

Η Westbahn Management GmbH (στο εξής: Westbahn Management) επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες σιδηροδρομικής μεταφοράς προσώπων στη διαδρομή Wien Westbahnhof (Βιέννη Δυτικός Σταθμός) – Salzburg Hauptbahnhof (Σάλτσμπουργκ Κεντρικός Σταθμός). Με απόφαση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Μεταφορών, Καινοτομίας και Τεχνολογίας της 29ης Μαΐου 2009 δόθηκε στη Westbahn Management άδεια μεταφοράς επιβατών.

19.

Η ÖBB Holding AG είναι αποκλειστικός μέτοχος της ÖBB-Infrastruktur AG και της ÖBB-Personenverkehr AG. Η ÖBB-Infrastruktur AG, καθής της κύριας δίκης, είναι η μεγαλύτερη εταιρία διαχειρίσεως σιδηροδρομικής υποδομής στην Αυστρία και είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του μεγαλύτερου μέρους του αυστριακού σιδηροδρομικού δικτύου, συμπεριλαμβανομένης της διαδρομής Βιέννη-Σάλτσμπουργκ. Η ÖBB-Personenverkehr AG είναι μια εταιρία που διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην αγορά των υπηρεσιών σιδηροδρομικής μεταφοράς επιβατών στην Αυστρία και είναι πρώην κάτοχος κρατικού μονοπωλίου.

20.

Η ÖBB-Infrastruktur AG έχει στη διάθεσή της τα στοιχεία, σε πραγματικό χρόνο, όλων των τρένων τα οποία κινούνται στο σιδηροδρομικό δίκτυο που αυτή διαχειρίζεται. Αυτά τα στοιχεία, σε πραγματικό χρόνο, περιλαμβάνουν την ακριβή θέση του συρμού καθώς και τον χρόνο της αφίξεως, διελεύσεως και αναχωρήσεως, όσον αφορά όλο το υπολειπόμενο δρομολόγιο των τρένων αυτών. Τα εν λόγω στοιχεία περιλαμβάνουν, επίσης, πληροφορίες σχετικά με απρόοπτες καθυστερήσεις και ματαιώσεις δρομολογίων.

21.

Η ÖBB-Infrastruktur AG διαβιβάζει σε κάθε επιμέρους σιδηροδρομική επιχείρηση τα σε πραγματικό χρόνο στοιχεία αναφορικά με τους δικούς της συρμούς, αλλά δεν διαβιβάζει τα σε πραγματικό χρόνο στοιχεία των λοιπών σιδηροδρομικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται εντός του αυστριακού σιδηροδρομικού δικτύου. Ωστόσο, τα σε πραγματικό χρόνο στοιχεία αναφορικά με όλες τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εντός του εν λόγω σιδηροδρομικού δικτύου εμφαίνονται, με πρωτοβουλία της ÖBB-Infrastruktur AG, σε οθόνες εγκατεστημένες στους μεγαλύτερους σταθμούς.

22.

Η Westbahn Management ζήτησε από την ÖBB-Infrastruktur AG να της παράσχει στοιχεία, σε πραγματικό χρόνο, σχετικά με άλλες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, ώστε να μπορεί η Westbahn Management μελλοντικά να ενημερώνει τους επιβάτες της για τους ακριβείς χρόνους αναχωρήσεων των συρμών ανταποκρίσεως υπό το πρίσμα τυχόν απρόοπτων καθυστερήσεων και ματαιώσεων δρομολογίων. Η ÖBB-Infrastruktur AG απέρριψε το αίτημα αυτό με επιστολή της 22ας Οκτωβρίου 2010. Τόνισε ότι κατά κύριο λόγο διαβιβάζει μόνον τα στοιχεία που αφορούν τις εκάστοτε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που υπέβαλαν σχετικό αίτημα και συμβούλευσε τη Westbahn Management να συνάψει με κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση συμφωνία με την οποία η κάθε επιχείρηση να δηλώνει τη συγκατάθεσή της για τη διαβίβαση των στοιχείων που την αφορούν.

23.

Δεν προέκυψε όμως καμία τέτοια συμφωνία μεταξύ της Westbahn Management και της ÖBB-Personenverkehr AG, λαμβανομένου υπόψη ότι η τελευταία απέρριψε τη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η Westbahn Management άσκησε προσφυγή κατά της ÖBB-Infrastruktur AG ενώπιον της Schienen-Control Kommission στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικά με τον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

24.

Η Schienen-Control Kommission έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να υποβάλει τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ:

«1.

Έχει το άρθρο 8, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ, μέρος ΙΙ, του κανονισμού (ΕΚ) 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών την έννοια ότι οι πληροφορίες οι σχετικές με τις κύριες ανταποκρίσεις πρέπει να περιλαμβάνουν εκτός από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως και την ανακοίνωση καθυστερήσεων ή ματαιώσεων των αντίστοιχων σιδηροδρομικών δρομολογίων ανταποκρίσεως;

2.

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Έχει το άρθρο 5, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής [καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας], λαμβανομένου επίσης υπόψη του άρθρου 8, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ, μέρος ΙΙ, του κανονισμού (ΕΚ) 1371/2007, την έννοια ότι ο διαχειριστής της σιδηροδρομικής υποδομής υποχρεούται να θέτει στη διάθεση των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων αδιακρίτως τα σε πραγματικό χρόνο στοιχεία τα σχετικά με δρομολόγια άλλων σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, εφόσον πρόκειται για δρομολόγια των κύριων ανταποκρίσεων υπό την έννοια του παραρτήματος ΙΙ, μέρος ΙΙ, του κανονισμού (ΕΚ) 1371/2007;»

25.

Η Westbahn Management, η ÖBB-Infrastruktur AG, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Εκτός της Πολωνικής Κυβερνήσεως, όλοι έλαβαν μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Μαρτίου 2012.

IV – Ανάλυση

Α– Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1. Παραδεκτό της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

26.

Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ –ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης–, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του ( 9 ).

27.

Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η Schienen-Control Kommission παρέσχε στο Δικαστήριο λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τους κανόνες ιδρύσεώς της, τη σύνθεσή της, τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων εκ μέρους της και τον εσωτερικό κανονισμό της.

28.

Η Schienen-Control Kommission ιδρύθηκε, ως μόνιμο όργανο, με αυστριακό ομοσπονδιακό νόμο και η δικαιοδοσία της, η οποία έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, καλύπτει την εκδίκαση διαφορών που αφορούν τις αγορές των σιδηροδρομικών μεταφορών που απαριθμούνται στον σχετικό ομοσπονδιακό νόμο. Η Schienen-Control Kommission αποτελείται από τρία μέλη, για καθένα από τα οποία ορίζεται αναπληρωματικό μέλος. Ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής του πρέπει να είναι δικαστικοί λειτουργοί και διορίζονται στη Schienen-Control Kommission από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης. Τα υπόλοιπα μέλη και οι αναπληρωτές τους διορίζονται από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση. Τα μέλη της Schienen-Control Kommission δεν μπορούν να είναι υπουργοί ή υφυπουργοί της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως ή μιας τοπικής Κυβερνήσεως και πρέπει να είναι ανεξάρτητα έναντι οποιουδήποτε έχει δεσμούς με τις δραστηριότητες της Schienen-Control Kommission.

29.

Η Schienen-Control Kommission πρέπει να εφαρμόζει τον γενικό νόμο περί διοικητικής δικονομίας. Η διαδικασία ενώπιον της Schienen-Control Kommission διεξάγεται κατ’ αντιμωλία και μπορεί να προσλάβει τη μορφή προφορικής διαδικασίας στην οποία καλούνται ενδεχομένως μάρτυρες και πραγματογνώμονες. Οι αποφάσεις της Schienen-Control Kommission δεν μπορούν να ακυρωθούν με διοικητικές αποφάσεις, αλλά είναι δεκτικές προσφυγής ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου).

30.

Το ζήτημα αν τα αυστριακά ανεξάρτητα διοικητικά τμήματα αποτελούν δικαιοδοτικά όργανα έχει ήδη απασχολήσει το Δικαστήριο ( 10 ). Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, καθώς και του τρόπου ιδρύσεως και λειτουργίας της Schienen-Control Kommission τον οποίο περιέγραψα ανωτέρω, η Schienen-Control Kommission είναι αδιαμφισβήτητα «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Η Schienen-Control Kommission ιδρύθηκε με νόμο, απαρτίζεται από ανεξάρτητα μέλη, εφαρμόζει τους κανόνες δικαίου και η ενώπιόν της διαδικασία έχει τον χαρακτήρα διαδικασίας κατ’ αντιμωλία ενώπιον δικαστηρίου του οποίου η δικαιοδοσία έχει δεσμευτικό χαρακτήρα ( 11 ). Οι παράγοντες αυτοί είναι επαρκείς προκειμένου να πληρωθούν οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

2. Επιχειρηματικό απόρρητο και προστασία δεδομένων

31.

Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, η Westbahn Management και η ÖBB-Infrastruktur AG διαφωνούν ως προς το αν, κατά το αυστριακό δίκαιο, οι σχετικές με τις καθυστερήσεις και τις ματαιώσεις σιδηροδρομικών δρομολογίων πληροφορίες αποτελούν επιχειρηματικά απόρρητα. Διαφωνούν, επίσης, ως προς το αν τέτοιου είδους πληροφορίες προστατεύονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τόσο βάσει του αυστριακού δικαίου όσο και βάσει της οδηγίας 95/46.

32.

Ως προς το πρώτο ζήτημα, επισημαίνω κατ’ αρχάς ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να παρέχει διευκρινίσεις όσον αφορά την έννοια εθνικών νομικών διατάξεων. Επομένως, δεδομένου ότι η προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης ( 12 ) και ότι η επίμαχη διαφορά αφορά την ερμηνεία της νομοθεσίας της Ένωσης, η προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων κατά το αυστριακό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συνάδοντα προς το δίκαιο της Ένωσης ( 13 ).

33.

Κατά τη γνώμη μου, ορισμένες πληροφορίες μπορούν να αποτελούν επιχειρηματικά απόρρητα, κατά το δίκαιο της Ένωσης, μόνον εάν σε αυτές συμπεριλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα μιας εταιρίας, των οποίων η κοινολόγηση θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στην εταιρία αυτή ( 14 ). Οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει, επίσης, να έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα ( 15 ). Τούτο επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο το οποίο, αποφαινόμενο επί υποθέσεως που αφορούσε τη συναφή έννοια της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών, έθεσε, επιπλέον, την προϋπόθεση ότι οι επίμαχες πληροφορίες, σε περίπτωση γνωστοποιήσεώς τους, θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα «να βλάψουν τα θεμιτά εμπορικά συμφέροντα [συγκεκριμένων] επιχειρήσεων» ( 16 ). Κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να είναι «θεμιτή» η μη δημοσιοποίηση πληροφοριών, η ελεύθερη πρόσβαση στις οποίες αναγνωρίζεται ως αναγκαία από τη νομοθεσία της Ένωσης στο πλαίσιο της απελευθέρωσης των υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών ( 17 ).

34.

Κατά τη γνώμη μου, οι πληροφορίες σχετικά με τις καθυστερήσεις και τις ματαιώσεις σιδηροδρομικών δρομολογίων δεν είναι εμπιστευτικές ως εκ της φύσεώς τους, είτε σε σχέση με τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις είτε σε σχέση με τους επιβάτες. Αντιθέτως, η δυνατότητα προσβάσεως σ’ αυτές αποτελεί προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία ενός συστήματος σιδηροδρομικών μεταφορών, το οποίο στηρίζεται στην ύπαρξη πολλών παρεχόντων υπηρεσίες και στη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών και των δικτύων. Η ÖBB-Infrastruktur AG αναγγέλλει τις εν λόγω πληροφορίες σε οθόνες εγκατεστημένες στους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Όπως επισήμανε η Westbahn Management με τις γραπτές παρατηρήσεις της, οι πληροφορίες αυτές δεν είναι ευαίσθητες. Η γνωστοποίησή τους δεν βλάπτει οποιαδήποτε «θεμιτά» εμπορικά συμφέροντα της ÖBB-Infrastruktur AG, δεδομένου ότι ο σκοπός της οδηγίας 2001/14 συνίσταται στο να καταστεί ανοικτός ο ανταγωνισμός όσον αφορά τα σιδηροδρομικά δίκτυα.

35.

Ως προς το δίκαιο της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων και ως προς τις πληροφορίες σχετικά με τις καθυστερήσεις και τις ματαιώσεις σιδηροδρομικών δρομολογίων, ενστερνίζομαι, επίσης, τα επιχειρήματα της Westbahn Management. Συγκεκριμένα, κατά τη Westbahn Management, όπως προκύπτει σαφώς από την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη και από τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 95/46, κατά την εν λόγω οδηγία προστατεύονται μόνον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ( 18 ). Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46 ως «κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί (“το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα”)· ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από φυσική, βιολογική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική άποψη». Η ίδια τάση εκδηλώνεται και στο άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

36.

Επομένως, οι πληροφορίες που έχει μια επιχείρηση σχετικά με καθυστερήσεις και ματαιώσεις σιδηροδρομικών δρομολογίων δεν απολαύουν της ως άνω προστασίας διότι δεν αποτελούν πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα. Ομοίως, το άρθρο 39 ΣΕΕ αναφέρεται στην «προστασία των φυσικών προσώπων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ενώ το άρθρο 16, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αναφέρεται στην «προστασία των φυσικών προσώπων» στο πλαίσιο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η Westbahn Management δεν ζητεί πληροφορίες σχετικά με τους επιβάτες ούτε σχετικά με τους λοιπούς παρέχοντες υπηρεσίες, αλλά ζητεί πληροφορίες μόνον όσον αφορά το ζήτημα αν τα προγραμματισμένα σιδηροδρομικά δρομολόγια ανταποκρίσεων είναι πράγματι διαθέσιμα.

Β– Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

37.

Με το πρώτο ερώτημά της, η Schienen-Control Kommission επιθυμεί να πληροφορηθεί αν, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1371/2007, μια σιδηροδρομική επιχείρηση υποχρεούται να θέτει στη διάθεση των επιβατών ευρισκομένων σε κίνηση συρμών πληροφορίες σχετικά με καθυστερήσεις και ματαιώσεις των αντίστοιχων σιδηροδρομικών δρομολογίων ανταποκρίσεως, και ιδίως των αντίστοιχων δρομολογίων άλλων σιδηροδρομικών επιχειρήσεων.

38.

Οι σκοποί του κανονισμού 1371/2007, υπό το πρίσμα των οποίων πρέπει να ερμηνεύεται το άρθρο 8, παράγραφος 2, αυτού, συνοψίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις του. Στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής μεταφορών, είναι σημαντικό να διασφαλίζονται τα δικαιώματα των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών όπως και η βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των παρεχομένων υπηρεσιών στις σιδηροδρομικές μεταφορές επιβατών (πρώτη αιτιολογική σκέψη). Επίσης, πρέπει να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή (δεύτερη αιτιολογική σκέψη). Δεδομένου ότι ο επιβάτης είναι το ασθενέστερο μέρος της σύμβασης μεταφοράς, θα πρέπει να διασφαλίζονται τα δικαιώματά του (τρίτη αιτιολογική σκέψη). Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται το δικαίωμα λήψεως πληροφοριών σχετικά με τα ταξίδια τόσο πριν από την έναρξή τους όσο και κατά τη διάρκειά τους και, όποτε είναι εφικτό, το ταχύτερο δυνατόν (τέταρτη αιτιολογική σκέψη).

39.

Περαιτέρω, από την πέμπτη, την όγδοη και την ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1371/2007 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός επιδιώκει, επίσης, να διευκολύνεται η πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες σε διασυνοριακό επίπεδο. Η επίτευξη του σκοπού αυτού υπηρετείται, επίσης, διά της θεσπίσεως προϋποθέσεων που αποβλέπουν στην προώθηση της διαλειτουργικότητας των εθνικών συστημάτων και στη μεταφορά των ευρωπαϊκών προτύπων που προβλέπει η οδηγία 2008/57 και ιδίως το άρθρο 1 αυτής. Η προγενέστερη της οδηγίας 2008/57 οδηγία, ήτοι η οδηγία 2001/16, μνημονεύεται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1371/2007 ( 19 ), στο πλαίσιο των ταξιδιωτικών πληροφοριών. Το σύστημα αυτό αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της πραγματοποιήσεως ταξιδιών με τρένο διαμέσου της Ευρώπης με τη χρήση των υπηρεσιών πολλών σιδηροδρομικών επιχειρήσεων. Η γνωστοποίηση των πληροφοριών σχετικά με απρόοπτες καθυστερήσεις και ματαιώσεις δρομολογίων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

40.

Αν γινόταν δεκτή η συσταλτική ερμηνεία των διατάξεων του παραρτήματος ΙΙ, μέρος II, του κανονισμού 1371/2007 ως προς τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πληροφορήσεως που δικαιούνται οι επιβάτες, όσον αφορά τις κύριες ανταποκρίσεις, στις ώρες αναχωρήσεως που εμφαίνονται στο πρόγραμμα δρομολογίων. Ωστόσο, μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα των επιβατών και θα παρεμπόδιζε την επίτευξη των σκοπών του κανονισμού 1371/2007, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται, σε περίπτωση καθυστερημένης αφίξεως ή αναχωρήσεως ενός συρμού, το δικαίωμα των επιβατών να ενημερώνονται σχετικά με τις καθυστερήσεις αυτές από τη σιδηροδρομική επιχείρηση ή από τον διαχειριστή του σιδηροδρομικού σταθμού, αμέσως μόλις είναι διαθέσιμη η σχετική πληροφορία (βλ. την τέταρτη αιτιολογική σκέψη καθώς και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1371/2007).

41.

Περαιτέρω, όπως επισημάνθηκε στις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα συνεπαγόταν ότι μόνον το προγραμματισμένο σχέδιο δρομολογίων των κύριων ανταποκρίσεων θα έπρεπε να γνωστοποιείται στους επιβάτες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Οι πληροφορίες αυτές θα ήσαν ανώφελες σε περίπτωση που υπήρχαν καθυστερήσεις ή ματαιώσεις δρομολογίων κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Όπως επισημάνθηκε από την Πολωνική Κυβέρνηση, οι πληροφορίες που παρέχονται κατά τη διάρκεια του ταξιδιού δεν είναι δυνατό να αρκούνται σε απλή επανάληψη των πληροφοριών που παρασχέθηκαν πριν από το ταξίδι.

42.

Η νομοθεσία της Ένωσης προέβη, με το άρθρο 8 του κανονισμού 1371/2007, σε διάκριση μεταξύ των πληροφοριών που δικαιούνται να λαμβάνουν οι επιβάτες πριν από την έναρξη του ταξιδιού (βλ. άρθρο 8, παράγραφος 1, και παράρτημα ΙΙ, μέρος Ι) και των πληροφοριών που δικαιούνται να λαμβάνουν οι επιβάτες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού (άρθρο 8, παράγραφος 2, και παράρτημα ΙΙ, μέρος ΙΙ). Οι παρεχόμενες πριν από το ταξίδι πληροφορίες θα πρέπει να ερμηνεύονται ως έχουσες στατικό χαρακτήρα, οι δε παρεχόμενες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πληροφορίες ως έχουσες δυναμικό χαρακτήρα, διότι ειδάλλως θα ήταν κενή περιεχομένου η διάκριση, στην οποία προέβη η νομοθεσία της Ένωσης, μεταξύ των πληροφοριών που παρέχονται, αφενός, πριν από το ταξίδι και, αφετέρου, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Οι πληροφορίες τις οποίες χρειάζεται ένας επιβάτης πριν από το ταξίδι διαφέρουν, κατά κανόνα, από τις πληροφορίες που χρειάζεται ο εν λόγω επιβάτης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.

43.

Το παράρτημα II, μέρος I, του κανονισμού 1371/2007 αναφέρεται ρητώς σε «[κ]άθε δραστηριότητα που είναι δυνατό να διακόψει ή να καθυστερήσει τις υπηρεσίες μεταφοράς». Όπως επισήμανε η Πολωνική Κυβέρνηση, εάν οι καθυστερήσεις και οι ματαιώσεις δρομολογίων δεν υπάγονταν στην ως άνω «δραστηριότητα», τούτο θα είχε ως συνέπεια να αποδυναμώνονται τα δικαιώματα των επιβατών, κατ’ αντίθεση προς τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 1371/2007, ο οποίος συνίσταται στην παροχή υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή (βλ. τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1371/2007). Περαιτέρω, θα ήταν αντίθετο προς τους σκοπούς του κανονισμού 1371/2007, εάν καθυστερούσε σκοπίμως η παροχή των πληροφοριών αυτών, μέχρις ότου ο επιβάτης αφιχθεί στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου θα επιθυμούσε να επιβιβασθεί σε συρμό ανταποκρίσεως και διαπιστώσει τότε, για πρώτη φορά, μέσω της οθόνης που είναι εγκατεστημένη στον σιδηροδρομικό σταθμό, ότι το δρομολόγιο του εν λόγω συρμού είχε καθυστέρηση.

44.

Η Επιτροπή επισήμανε, επίσης, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι η συσταλτική ερμηνεία των πληροφοριών, τις οποίες δικαιούνται να λαμβάνουν οι επιβάτες, θα παρεμπόδιζε τη μεταφορά επιβατών και, ως εκ τούτου, θα καταστρατηγούσε τον σκοπό του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1371/2007 και της έβδομης αιτιολογικής σκέψεως του εν λόγω κανονισμού, που συνίσταται στην ενθάρρυνση της αγοράς εισιτηρίων απευθείας μεταφοράς. Το άρθρο 9, παράγραφος 1, ορίζει ότι «οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι πωλητές εισιτηρίων παρέχουν, αναλόγως της διαθεσιμότητας, εισιτήρια, εισιτήρια απευθείας μεταφοράς και κρατήσεις», ενώ η έβδομη αιτιολογική σκέψη προσθέτει ότι η έκδοση εισιτηρίων απευθείας μεταφοράς θα «διευκολύνει τη μετάβαση των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών από φορέα εκμετάλλευσης σε άλλον». Συμφωνώ με το επιχείρημα της Επιτροπής. Εάν οι επιβάτες αποθαρρύνονταν ως προς τη χρήση εισιτηρίων απευθείας μεταφοράς, τούτο θα ήταν ασυνεπές προς τους σκοπούς της κοινής πολιτικής μεταφορών, της οποίας γίνεται μνεία στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1371/2007, και θα είχε ως αποτέλεσμα να προτιμούν οι επιβάτες τις μεγαλύτερες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις οι οποίες καλύπτουν όλα τα τμήματα ενός ταξιδιού και οι οποίες μπορούν, ως εκ τούτου, να παρέχουν πλήρη ενημέρωση καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.

45.

Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ÖBB-Infrastruktur AG αναφέρθηκε στις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε ως προς την επιλογή των σε πραγματικό χρόνο στοιχείων σχετικά με τους συρμούς ανταποκρίσεως, τα οποία να είναι χρήσιμα σε μια επιχείρηση όπως η Westbahn Management. Υποστηρίχθηκε ότι θα ήταν αδύνατο η ÖBB-Infrastruktur AG να επιλέξει τα κρίσιμα σε πραγματικό χρόνο στοιχεία εκ των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της· εάν η ÖBB-Infrastruktur AG διαβίβαζε τις εν λόγω πληροφορίες στο σύνολό τους, η Westbahn Management θα κατακλυζόταν από πληροφορίες και οι εν λόγω πληροφορίες θα καθίσταντο ανώφελες.

46.

Eν προκειμένω, αρκεί να επισημανθεί ότι η επιβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, και του παραρτήματος ΙΙ, μέρος ΙΙ, του κανονισμού 1371/2007 υποχρέωση παροχής πληροφοριών περιορίζεται στο να αφορά τα κύρια σιδηροδρομικά δρομολόγια ανταποκρίσεως. Η ερμηνεία αυτή συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας και η ÖBB-Infrastruktur AG δύναται να εξεύρει διευκρινίσεις όσον αφορά τον τρόπο γνωστοποιήσεως των σε πραγματικό χρόνο στοιχείων σχετικά με τις καθυστερήσεις και τις ματαιώσεις δρομολογίων εντός του σιδηροδρομικού δικτύου στη διάταξη του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1371/2007. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι οι πληροφορίες των παραγράφων 1 και 2 του ίδιου άρθρου «παρέχονται με την καταλληλότερη μορφή». Όπως παρατήρησε η Επιτροπή, τούτο σημαίνει ότι η ÖBB-Infrastruktur AG πρέπει να επιδεικνύει σύνεση όταν επιλέγει τις πληροφορίες και να διασφαλίζει ότι οι μεταδιδόμενες πληροφορίες είναι χρήσιμες στους επιβάτες. Τούτο αποσαφηνίζεται, περαιτέρω, στο άρθρο 18 του κανονισμού 1371/2007, το οποίο ορίζει ότι οι πληροφορίες σχετικά με «καθυστέρηση στην άφιξη ή στην αναχώρηση» αποτελούν πληροφορίες ως προς τις οποίες οι επιβάτες «τηρούνται ενήμεροι», και μάλιστα «αμέσως μόλις υπάρξει σχετική πληροφορία». Οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να παρέχονται από «τη σιδηροδρομική επιχείρηση ή από τον υπεύθυνο σταθμού».

Γ– Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

47.

Με το δεύτερο ερώτημά της, η Schienen-Control Kommission επιθυμεί, κατά βάση, να πληροφορηθεί αν ο διαχειριστής της σιδηροδρομικής υποδομής υποχρεούται να γνωστοποιεί στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις τα σε πραγματικό χρόνο στοιχεία τα σχετικά με τα δρομολόγια των κύριων ανταποκρίσεων άλλων παρεχόντων υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών.

48.

Επομένως, το ερώτημα αφορά το ζήτημα αν υπάρχει αντίστοιχη υποχρέωση του διαχειριστή της σιδηροδρομικής υποδομής, δυνάμει της οδηγίας 2001/14, να θέτει στη διάθεση των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων πληροφορίες τις οποίες οι εν λόγω επιχειρήσεις οφείλουν να παρέχουν στους επιβάτες δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1371/2007.

49.

Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Όπως υποστήριξε η Πολωνική Κυβέρνηση, η οδηγία 2001/14 δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπον ώστε να παρεμποδίζεται η επίτευξη των τεθέντων με τον κανονισμό 1371/2007 σκοπών.

50.

Εν πάση περιπτώσει, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/14 παρέχει στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, αδιακρίτως, το δικαίωμα να απολαύουν της ελάχιστης δέσμης προσβάσεως και να έχουν τροχαία πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υπηρεσιών που περιγράφονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2001/14. Κατά το παράρτημα II, σημείο 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/14, στις πληροφορίες αυτές συμπεριλαμβάνονται «η επικοινωνία και η παροχή πληροφοριών για την κίνηση συρμών».

51.

Επιπλέον, το παράρτημα II, σημείο 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/14 πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχείο εʹ, της ίδιας διατάξεως, που παρέχει στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις το δικαίωμα να λαμβάνουν «κάθε άλλη πληροφορία που απαιτείται για να υλοποιηθεί ή να λειτουργήσει η υπηρεσία για την οποία έχει παρασχεθεί χωρητικότητα».

52.

Το γράμμα των ως άνω διατάξεων θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, όπως η Westbahn Management, δικαιούνται να λαμβάνουν τα σε πραγματικό χρόνο στοιχεία. Η μεγαλύτερη ενοποίηση του τομέα σιδηροδρομικών μεταφορών της Ένωσης αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς (βλ. την πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/14). Υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού, το σημείο 1, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2001/14 πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς, ούτως ώστε να περικλείει όλα τα είδη των πληροφοριών οι οποίες είναι αναγκαίες για την παροχή υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών και οι οποίες μπορούν να ληφθούν μόνον από τον διαχειριστή της σιδηροδρομικής υποδομής.

53.

Τα σε πραγματικό χρόνο στοιχεία «απαιτούνται» εκ μέρους της Westbahn Management προκειμένου αυτή να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον κανονισμό 1371/2007 και να παράσχει ανταγωνιστικές υπηρεσίες. Περαιτέρω, τόσο η θέση της ÖBB-Personenverkehr AG ως ηγετικής εταιρίας στην αγορά της παροχής υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών όσο και η σχέση της με την ÖBB-Infrastruktur AG, ως μέλος του ίδιου ομίλου εταιριών, αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για την αξιολόγηση των πληροφοριών που «απαιτούνται» εκ μέρους της Westbahn Management προκειμένου «να υλοποιηθεί ή να λειτουργήσει» μια υπηρεσία σιδηροδρομικών μεταφορών. Στην πράξη, στις εν λόγω πληροφορίες συμπεριλαμβάνονται σαφώς τα σε πραγματικό χρόνο στοιχεία, προκειμένου να μπορεί η Westbahn Management να μετέχει αποτελεσματικά στη λειτουργία του ανταγωνισμού εντός της αγοράς.

54.

Η διασταλτική ερμηνεία ως προς το ζήτημα ποια πληροφοριακά στοιχεία «απαιτούνται», της οποίας υπεραμύνομαι εν προκειμένω, είναι η πλέον εύλογη αν ληφθεί υπόψη το είδος της αναδιαρθρώσεως του τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών στην Αυστρία κατόπιν της απελευθερώσεώς του. Το θέμα αυτό συνδέεται με την προβαλλόμενη έλλειψη ανεξαρτησίας της ÖBB-Infrastruktur AG έναντι της ÖBB-Personenverkehr AG, που είναι η ηγετική εταιρία στην αγορά. Το Δικαστήριο θα εξετάσει το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της εκκρεμούς υποθέσεως C-555/10, Επιτροπή κατά Αυστρίας.

55.

Επίσης, αμφιβάλλω ως προς το αν, λαμβανομένου υπόψη ότι η ÖBB-Infrastruktur AG και η ÖBB-Personenverkehr AG ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιριών, οι πληροφορίες που παρέχονται από την ÖBB-Infrastruktur AG, ως διαχειρίστρια της σιδηροδρομικής υποδομής, παρέχονται χωρίς διακρίσεις. Όπως επισήμανε η Westbahn Management κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι επιβάτες που ταξιδεύουν με την ÖBB-Personenverkehr AG τυγχάνουν καλύτερης εξυπηρέτησης απ’ ό,τι αυτοί που ταξιδεύουν με τη Westbahn Management. Οι επιβάτες της ÖBB-Personenverkehr AG λαμβάνουν τα σε πραγματικό χρόνο στοιχεία τα σχετικά με απρόοπτες καθυστερήσεις και ματαιώσεις δρομολογίων των συρμών της ÖBB-Personenverkehr AG, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των υπαρχόντων συρμών που εξυπηρετούν τις υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών, ενώ οι επιβάτες που ταξιδεύουν με τη Westbahn Management δεν λαμβάνουν τις σχετικές πληροφορίες.

V – Πρόταση

56.

Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε η Schienen-Control Kommission:

1.

Το άρθρο 8, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ, μέρος ΙΙ, του κανονισμού (ΕΚ) 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες οι σχετικές με τις κύριες ανταποκρίσεις πρέπει να περιλαμβάνουν εκτός από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως και την ανακοίνωση καθυστερήσεων ή ματαιώσεων των αντίστοιχων σιδηροδρομικών δρομολογίων ανταποκρίσεως.

2.

Το άρθρο 5, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής [καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας], λαμβανομένου επίσης υπόψη του άρθρου 8, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ, μέρος ΙΙ, του κανονισμού 1371/2007, έχει την έννοια ότι ο διαχειριστής της σιδηροδρομικής υποδομής υποχρεούται να θέτει στη διάθεση των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων αδιακρίτως τα σε πραγματικό χρόνο στοιχεία τα σχετικά με δρομολόγια άλλων σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, εφόσον πρόκειται για δρομολόγια των κύριων ανταποκρίσεων υπό την έννοια του παραρτήματος ΙΙ, μέρος ΙΙ, του κανονισμού 1371/2007.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών (ΕΕ L 315, σ. 14).

( 3 ) Οδηγία 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας (ΕΕ L 75, σ. 29), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων (ΕΕ L 164, σ. 44). Ο τίτλος της οδηγίας 2001/14 τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 της οδηγίας 2004/49 ως εξής: «Οδηγία 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση της σιδηροδρομικής υποδομής».

( 4 ) Υπήρξαν πολλές υποθέσεις που αφορούσαν την οδηγία 2001/14, αλλά οι υποθέσεις αυτές σχετίζονταν, στο σύνολό τους, με τη μη εμπρόθεσμη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη και οφείλονταν στην άσκηση προσφυγής εκ μέρους της Επιτροπής στο πλαίσιο του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, υπάρχει μια εκκρεμής υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή βάλλει κατά της Αυστρίας και θέτει υπό αμφισβήτηση την εκ μέρους της Αυστρίας μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη τόσο της οδηγίας 2001/14 όσο και της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (ΕΕ L 237, σ. 25), ιδίως υπό το πρίσμα της ανεξαρτησίας του καθού της κύριας δίκης υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή σιδηροδρομικής υποδομής στην Αυστρία (βλ. υπόθεση C-555/10, Επιτροπή κατά Αυστρίας). Θα εξετάσω κατωτέρω τη σπουδαιότητα του ζητήματος αυτού.

( 5 ) Οδηγία 2001/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (ΕΕ L 75, σ. 1).

( 6 ) ΕΕ L 281, σ. 31.

( 7 ) ΕΕ L 191, σ. 1. Το άρθρο 40 της οδηγίας 2008/57/ΕΚ κατήργησε την οδηγία 2001/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος (ΕΕ L 110, σ. 1).

( 8 ) Το CIRSRT είναι αρκτικόλεξο του «Computerised Information and Reservation System for Rail Transport» [μηχανοργανωμένο σύστημα πληροφοριών και κρατήσεων για τις σιδηροδρομικές μεταφορές].

( 9 ) Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2009, C-205/08, Umweltanwalt von Kärnten (Συλλογή 2009, σ. I-11525, σκέψη 35)· της 30ής Ιουνίου 1966, 61/65, Vaassen-Göbbels κατά Διευθύνσεως του Beambtenfonds voor het Mijnbedrijf (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 337)· της 22ας Οκτωβρίου 1998, C-9/97 και C-118/97, Jokela και Pitkäranta (Συλλογή 1998, σ. Ι-6267, σκέψη 18)· της 18ης Οκτωβρίου 2007, C-195/06, Österreichischer Rundfunk (Συλλογή 2007, σ. I-8817, σκέψη 19), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C-506/04, Wilson (Συλλογή 2006, σ. I-8613, σκέψη 48).

( 10 ) Βλ., π.χ., την προπαρατεθείσα απόφαση Umweltanwalt von Kärnten και τις λεπτομερείς παρατηρήσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση. Βλ., επίσης, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, C-393/06, Ing. Aigner (Συλλογή 2008, σ. I-2339), όπου ο γενικός εισαγγελέας συνήγαγε ότι το Vergabekontrollsenat (ανεξάρτητο διοικητικό όργανο για τον έλεγχο των δημοσίων συμβάσεων του Land της Βιέννης) δεν ήταν «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, καθώς και τις προτάσεις του ίδιου γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Österreichischer Rundfunk, όπου ο γενικός εισαγγελέας διατύπωσε την άποψη ότι το Bundeskommissionssenat (ανώτατο ομοσπονδιακό συμβούλιο επικοινωνιών) της Αυστρίας δεν ήταν δικαστήριο. Το Δικαστήριο δεν ακολούθησε καμία από τις δύο αυτές προτάσεις και απάντησε στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

( 11 ) Βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Umweltanwalt von Kärnten (σκέψη 35), Vaassen-Göbbels κατά Διευθύνσεως του Beambtenfonds voor het Mijnbedrijf (σ. 337), Jokela και Pitkäranta (σκέψη 18)· Österreichischer Rundfunk (σκέψη 19) και Wilson (σκέψη 48).

( 12 ) Αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2012, C-1/11, Interseroh Scrap and Metals Trading (σκέψη 43), και της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C-450/06, Varec (Συλλογή 2008, σ. I-581, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, τα μέλη των οργάνων της Ένωσης, τα μέλη των επιτροπών καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης οφείλουν, και μετά τη λήξη της υπηρεσιακής τους σχέσεως, να μη μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικά απόρρητα, ιδίως πληροφορίες σχετικές με επιχειρήσεις που αφορούν τις εμπορικές τους σχέσεις και τα κοστολογικά τους στοιχεία.

( 13 ) Καίτοι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μνημονεύει ρητώς την προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων, το άρθρο 16 αυτού αφορά την επιχειρηματική ελευθερία. Περαιτέρω, το άρθρο 7 προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η έννοια της «ιδιωτικής ζωής» κατά το άρθρο 7 «δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως αποκλείουσα τις επαγγελματικές ή εμπορικές δραστηριότητες των φυσικών και των νομικών προσώπων» (βλ. απόφαση Varec, προπαρατεθείσα, σκέψη 48, και απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, C-92/09 και C-93/09, Volker und Markus Schecke και Eifert, Συλλογή 2010, σ. -11063, σκέψη 59).

( 14 ) Απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T-353/94, Postbank κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II-921, σκέψη 87).

( 15 ) Απόφαση Postbank κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 68, όπου το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] παρατήρησε ότι οι επιχειρήσεις δικαιούνται προστασίας όσον αφορά τη μη κοινολόγηση «των εμπιστευτικών στοιχείων, ιδίως δε των επιχειρηματικών απορρήτων».

( 16 ) Απόφαση Varec, προπαρατεθείσα (σκέψη 38).

( 17 ) Όπως επισημάνθηκε σε έγκριτο σχόλιο, οι πληροφορίες «οι οποίες είναι ήδη γνωστές και εκτός της επιχειρήσεως δεν θεωρούνται κατά κανόνα ως εμπιστευτικές». Βλ. Bellamy, C., και Child, G., European Community Law of Competition, Oxford University Press, 2007, σ. 737, υποσημείωση 555.

( 18 ) Τούτο προκύπτει σαφώς τόσο από το κείμενο της οδηγίας 95/46 όσο και από τις σημαντικότερες αποφάσεις που αφορούν την ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας. Βλ., π.χ., αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2003, C-465/00, C-138/01, και C-139/01, Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-4989)· της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-73/07, Satakunnan Markkinapörssi και Satamedia (Συλλογή 2008, σ. I-9831), και Volker und Markus Schecke και Eifert, προπαρατεθείσα (σκέψεις 52 και 53).

( 19 ) Κατά το άρθρο 40 της οδηγίας 2008/57, οι αναφορές στις «καταργούμενες οδηγίες», στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η οδηγία 2001/16, «νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος XI».