20.11.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 317/36


Προσφυγή της 16ης Σεπτεμβρίου 2010 — Redaelli Tecna κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-423/10)

()

2010/C 317/65

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Redaelli Tecna SpA (Μιλάνο, Ιταλία) (εκπρόσωποι: οι δικηγόροι R. Zaccà, M. Todino και E. Cruellas Sada)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος κατά το οποίο καταλογίζει στην Redaelli συμμετοχή κατά την περίοδο 1984-1992 στη συμφωνία την οποία αφορά η εν λόγω απόφαση,

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος κατά το οποίο απορρίπτει την αίτηση της Redaelli για επιείκεια και, κατά συνέπεια, να μειώσει αναλόγως το πρόστιμο, λαμβάνοντας υπόψη τη συμβολή που είχε η Redaelli στην έρευνα της Επιτροπής λόγω της αίτησης αυτής,

να μειώσει ακόμη περισσότερο, για λόγους δικαιοσύνης, το πρόστιμο της Redaelli, ως αντιστάθμισμα για την υπερβολικά μακρά διάρκεια της διαδικασίας.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η προσβαλλόμενη στην παρούσα υπόθεση απόφαση είναι η ίδια όπως και στην υπόθεση T-385/10, ArcellorMittal Wire France κ.λπ. κατά Επιτροπής.

Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται τα εξής:

Η Επιτροπή διέπραξε σοβαρή παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, διότι εφάρμοσε αυστηρότερα κριτήρια στην περίπτωση μόνο της Redaelli και δεν δέχτηκε να την αντιμετωπίσει με επιείκεια, ενώ αντίθετα δέχτηκε να επιδείξει επιείκεια σε άλλες επιχειρήσεις, των οποίων οι αιτήσεις επιείκειας είχαν, από άποψη «προστιθέμενης αξίας», πολύ πιο περιορισμένο περιεχόμενο, το οποίο υπολειπόταν κατά πολύ της προστιθέμενης αξίας της συμβολής της προσφεύγουσας. Έτσι η Επιτροπή παραβίασε επίσης την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αφού στην ουσία πρόδωσε τη δικαιολογημένη προσδοκία της προσφεύγουσας ότι η αίτησή της θα αξιολογούνταν με βάση τις παραμέτρους που είχαν διαμορφωθεί με την πρακτική της Επιτροπής κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης και που είχαν επιβεβαιωθεί με την ανακοίνωση του 2002.

Η Επιτροπή κακώς καταλόγισε τη συμφωνία στις μετέχουσες επιχειρήσεις σε σχέση με την περίοδο 1984-1992, καθόσον δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις για την ύπαρξη της συμφωνίας αυτής κατά την εν λόγω περίοδο.

Η υπερβολικά μακρά διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας έβλαψε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας, καθόσον την εμπόδισε να επικαλεστεί αποδεικτικά στοιχεία προς απαλλαγή της από τις αιτιάσεις, τα οποία δεν είναι πλέον διαθέσιμα, και επηρέασε επίσης αρνητικά την ουσιαστική αξιολόγηση της αίτησης της προσφεύγουσας για επιείκεια.