ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 18ης Νοεμβρίου 2020 ( *1 )

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Εθνικός υπάλληλος αποσπασμένος στην EUPM στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη – Απόφαση περί μετακίνησης – Κατάχρηση εξουσίας – Συμφέρον της υπηρεσίας – Ηθική παρενόχληση – Τιμωρητικός χαρακτήρας της μετακίνησης – Ευθύνη – Ηθική βλάβη»

Στην υπόθεση T‑271/10 RENV II,

H, εκπροσωπούμενη από την L. Levi, δικηγόρο,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους A. Vitro και A. de Elera-San Miguel Hurtado,

καθού-εναγομένου,

με αντικείμενο, πρώτον, προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με την οποία ζητείται η ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2010, που υπογράφεται από τον διευθυντή προσωπικού της Αστυνομικής Αποστολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPM) στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, με την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα μετακινήθηκε στη θέση Criminal Justice Adviser – Prosecutor στο περιφερειακό γραφείο της Μπάνια Λούκα (Βοσνία-Ερζεγοβίνη), και, αφετέρου, της αποφάσεως της 30ής Απριλίου 2010, που υπογράφεται από τον κατά το άρθρο 6 της αποφάσεως 2009/906/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με την Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPM) στη [Βοσνία-Ερζεγοβίνη] (ΕΕ 2009, L 322, σ. 22), Αρχηγό της αποστολής αυτής, και με την οποία διευκρινίστηκε ο επιχειρησιακός λόγος της μετακίνησής της, και, δεύτερον, αγωγή βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρεται να υπέστη η προσφεύγουσα‑ενάγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, V. Kreuschitz και Z. Csehi (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Ε. Αρτεμίου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουλίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Δυνάμει της κοινής δράσεως 2002/210/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, για την Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2002, L 70, σ. 1), ιδρύθηκε η Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPM) για να διαδεχθεί τη Διεθνή Αστυνομική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.

2

Η EUPM, η οποία άρχισε να λειτουργεί την 1η Ιανουαρίου 2003, παρατάθηκε κατ’ επανάληψη, μεταξύ άλλων, με την απόφαση 2009/906/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με την Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPM) στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (ΕΕ 2009, L 322, σ. 22).

3

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: προσφεύγουσα], Η, είναι Ιταλίδα δικαστής η οποία αποσπάστηκε στην EUPM στο Σεράγεβο (Βοσνία-Ερζεγοβίνη) με απόφαση του Ιταλού Υπουργού Δικαιοσύνης της 16ης Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να ασκήσει καθήκοντα Criminal Justice Unit Adviser από τις 14 Νοεμβρίου 2008.

4

Με αποφάσεις του Ιταλού Υπουργού Δικαιοσύνης της 7ης Απριλίου 2009 και της 9ης Δεκεμβρίου 2009, η απόσπαση της προσφεύγουσας παρατάθηκε προκειμένου αυτή να ασκήσει καθήκοντα Chief Legal Officer μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009 και στη συνέχεια μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

5

Κατόπιν της αναδιαρθρώσεως της EUPM την 1η Ιανουαρίου 2010, η θέση του Chief of Legal Office που κατείχε η προσφεύγουσα μετονομάστηκε σε Senior Legal Advisor/Legal Counsel.

6

Με έγγραφο της 17ης Μαρτίου 2010, η προσφεύγουσα και μια συνάδελφός της, η A, νομική σύμβουλος της EUPM, ενημέρωσαν τους ιεραρχικώς προϊσταμένους τους για φερόμενες παρατυπίες στη διαχείριση της EUPM (στο εξής: έγγραφο της 17ης Μαρτίου 2010). Το έγγραφο αυτό παραδόθηκε, στις 17 Μαρτίου 2010, στον ιεραρχικώς προϊστάμενο της προσφεύγουσας, διευθυντή της πολιτικής μονάδας της EUPM. Στις 26 Μαρτίου 2010 διαβιβάστηκε στο γραφείο του Αρχηγού της EUPM, ενόψει προσεχούς συνάντησης με αυτόν, κατάλογος των φερόμενων παρατυπιών που αναφέρονταν στην επιστολή της 17ης Μαρτίου 2010.

7

Με απόφαση της 7ης Απριλίου 2010, που υπογράφεται από τον διευθυντή προσωπικού της EUPM, η προσφεύγουσα μετακινήθηκε για «επιχειρησιακούς λόγους» στη θέση του Criminal Justice Adviser – Prosecutor (ROBL-04) στο περιφερειακό γραφείο της Μπάνια Λούκα (Βοσνία-Ερζεγοβίνη), από τις 19 Απριλίου 2010 (στο εξής: απόφαση της 7ης Απριλίου 2010).

8

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 15ης Απριλίου 2010, υπάλληλος της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Ιταλικής Δημοκρατίας στην Ένωση ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η εκτέλεση της απόφασης της 7ης Απριλίου 2010 είχε ανασταλεί.

9

Με απόφαση της 30ής Απριλίου 2010, που υπογράφτηκε από τον κατά το άρθρο 6 της αποφάσεως 2009/906 Αρχηγό της EUPM, ο Αρχηγός επιβεβαίωσε την απόφαση της 7ης Απριλίου 2010. Ο Αρχηγός διευκρίνισε ότι η ανωτέρω απόφαση της 7ης Απριλίου 2010 είχε ληφθεί από τον ίδιο και ότι ο επιχειρησιακός λόγος για τη μετακίνηση της προσφεύγουσας συνίστατο στην ανάγκη νομικής υποστήριξης από εισαγγελέα στο γραφείο της Μπάνια Λούκα (στο εξής: απόφαση της 30ής Απριλίου 2010).

10

Με έγγραφο της 26ης Μαΐου 2010, ο Αρχηγός της EUPM κατήγγειλε τη σύμβαση της Η λόγω απώλειας εμπιστοσύνης.

11

Στις 4 Ιουνίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή-αγωγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale del Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου Περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της 7ης Απριλίου 2010 και την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυριζόταν ότι υπέστη. Υπέβαλε επίσης ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2010.

12

Η προσφεύγουσα έλαβε αναρρωτική άδεια από τον Αύγουστο του 2010 και μέχρι το τέλος της αποσπάσεώς της στην EUPM.

13

Στις 31 Δεκεμβρίου 2010, έληξε η απόσπαση της προσφεύγουσας στην EUPM.

14

Η εντολή της EUPM έληξε το 2012.

15

Κατόπιν της καταγγελίας της Η, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής κατέληξε, με την από 4 Ιουνίου 2015 απόφασή του, στο συμπέρασμα ότι συνέτρεχε περίπτωση κακοδιοίκησης. Ο Διαμεσολαβητής επέκρινε, μεταξύ άλλων, την έλλειψη προκαθορισμένου πλαισίου για τη διεκπεραίωση των καταγγελιών δυσλειτουργιών από πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος και για τη διασφάλιση της προστασίας τους.

Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

16

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιουνίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή], η οποία στρέφεται κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της EUPM, με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων της 7ης και της 30ής Απριλίου 2010 (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις).

17

Στις 17 Ιουνίου 2010, η προσφεύγουσα υπέβαλε επίσης αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας, ειδικότερα, την αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων. Με διάταξη της 22ας Ιουλίου 2010, H κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑271/10 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:315), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αυτή, λόγω έλλειψης επείγοντος, και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

18

Με διάταξη της 10ης Ιουλίου 2014, H κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑271/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:702) (στο εξής: αρχική διάταξη), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, κρίνοντας ότι είναι αναρμόδιο.

19

Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση κατά της αρχικής διατάξεως, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν έκρινε ότι είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί της προσφυγής.

20

Με απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου κ.λπ. (C‑455/14 P, EU:C:2016:569) (στο εξής: πρώτη αναιρετική απόφαση), το Δικαστήριο αναίρεσε την αρχική διάταξη, απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή καθόσον στρεφόταν κατά της Επιτροπής και της EUPM και ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί αυτό επί της ουσίας της προσφυγής καθόσον αυτή στρεφόταν κατά του Συμβουλίου, και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

21

Με απόφαση της 11ης Απριλίου 2018, H κατά Συμβουλίου (T‑271/10 RENV, EU:T:2018:180) (στο εξής: απόφαση μετά την αναπομπή), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη.

22

Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης μετά την αναπομπή. Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2019, H κατά Συμβουλίου (C‑413/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1044) (στο εξής: δεύτερη αναιρετική απόφαση), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση μετά την αναπομπή, ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και επί του αιτήματος αποζημιώσεως, και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

23

Με έγγραφα της 9ης Δεκεμβρίου 2019, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην παρούσα διαδικασία κατόπιν της δεύτερης αναιρετικής απόφασης. Η προσφεύγουσα και το Συμβούλιο υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

24

Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2020, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε στο τρίτο τμήμα.

25

Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και με την από 5 Μαρτίου 2020 απόφαση του προέδρου του τμήματος, αποφασίστηκε η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υποθέσεως.

26

Με έγγραφα της 9ης Μαρτίου 2020, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν συμπληρωματικά υπομνήματα γραπτών παρατηρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 217 παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Οι διάδικοι κατέθεσαν τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις τους εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ήτοι στις 25 Μαρτίου 2020.

27

Κατόπιν της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας, η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 8 Απριλίου 2020, αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

28

Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένα ερωτήματα και ζήτησε από το Συμβούλιο να καταθέσει ένα έγγραφο. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως προς τα ανωτέρω μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.

29

Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 1ης Ιουλίου 2020.

Αιτήματα των διαδίκων

30

Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητούσε από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της 7ης Απριλίου 2010 και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, να ακυρώσει και την απόφαση της 30ής Απριλίου 2010,

να υποχρεώσει το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την EUPM να της καταβάλουν αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, εκτιμώμενη ex aequo et bono σε 30000 ευρώ,

να καταδικάσει το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την EUPM στα δικαστικά έξοδα, πλέον τόκων με επιτόκιο 8 %.

31

Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα τροποποίησε τα αιτήματά της προσθέτοντας στο συνολικό ποσό της ζητούμενης με το δικόγραφό της αγωγής αποζημιώσεως το ποσό των 8000 ευρώ και παραιτούμενη από την προσφυγή της κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της EUPM.

32

Με τις παρατηρήσεις της μετά την πρώτη αναπομπή, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της ώστε η προσφυγή να στρέφεται μόνον κατά του Συμβουλίου. Συγχρόνως, τροποποίησε τα αιτήματά της, προκειμένου, αφενός, να μη ζητείται πλέον με την προσφυγή η ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων, αλλά μόνον η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα, και, αφετέρου, να καλύπτει η αποζημίωση και τη ζημία που υπέστη λόγω της μη δυνατότητας ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων. Κατά τη διαδικασία μετά την πρώτη αναπομπή, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι με τα αιτήματά της ζητούσε την ακύρωση της απόφασης της 7ης Απριλίου 2010 και, εφόσον ήταν αναγκαίο, την ακύρωση και της απόφασης της 30ής Απριλίου 2010, την επιδίκαση της προσδιορισθείσας κατά τα ανωτέρω αποζημιώσεως, και, επικουρικώς, τη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα των εν λόγω αποφάσεων με αποκλειστικό σκοπό την καταβολή αποζημιώσεως.

33

Με τις παρατηρήσεις της μετά τη δεύτερη αναπομπή, η προσφεύγουσα επανέλαβε τα αιτήματά της, ζητώντας την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων και, επικουρικώς, την αναγνώριση της ελλείψεως νομιμότητας των αποφάσεων αυτών με αποκλειστικό σκοπό την καταβολή αποζημιώσεως. Επιπλέον, επανέλαβε το αίτημά της περί αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη, καθώς και το αίτημά της να καταδικαστεί το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα πλέον τόκων με επιτόκιο 8 %.

34

Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή,

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

Επί του ακυρωτικού αιτήματος

Επί του αντικειμένου της διαφοράς

35

Προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, η προσφεύγουσα προέβαλε, με το δικόγραφο της προσφυγής, πέντε λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση των διατάξεων της αποφάσεως 2009/906, ο δεύτερος έλλειψη αιτιολογίας, ο τρίτος κατάχρηση εξουσίας, ο τέταρτος πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και ο πέμπτος ηθική παρενόχληση.

36

Όπως προκύπτει από τη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, το αίτημα ακυρώσεως απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση μετά την αναπομπή, ως αβάσιμο στο σύνολό του.

37

Με τη δεύτερη αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο, αφενός, αναίρεσε τη μετά την αναπομπή απόφαση χωρίς άλλη διευκρίνιση (βλ. σημείο 1 του διατακτικού). Αφετέρου, ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί, όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως, επί του τρίτου, τέταρτου και πέμπτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σημείο 2 του διατακτικού). Ως αιτιολογία (βλ. δεύτερη αναιρετική απόφαση, σκέψεις 102 έως 117), το Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε παραβιάσει την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία απορρέει από τις απαιτήσεις που συνδέονται με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, στο μέτρο που οι απαντήσεις και τα έγγραφα που προσκόμισε το Συμβούλιο μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν αποτέλεσαν αντικείμενο κατ’ αντιμωλία συζήτησης στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και είχαν καθοριστική σημασία στο σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου για την απόρριψη του τρίτου, τέταρτου και πέμπτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως.

38

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη και η υπόθεση αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για να αποφανθεί αυτό επί της διαφοράς, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται ως προς τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου. Έτσι, κατόπιν αναιρέσεως από το Δικαστήριο και αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 215 του Κανονισμού Διαδικασίας του, επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως του Δικαστηρίου και καλείται να αποφανθεί εκ νέου επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως τους οποίους είχε προβάλει ο προσφεύγων, εξαιρουμένων των σημείων του διατακτικού που δεν αναιρέθηκαν από το Δικαστήριο, καθώς και των εκτιμήσεων που συνιστούν το αναγκαίο θεμέλιο των εν λόγω σημείων, καθόσον τούτα αποκτούν ισχύ δεδικασμένου (βλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2018, Keramag Keramische Werke κατά Επιτροπής, T‑379/10 RENV και T‑381/10 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:400, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γράμματος του σημείου 2 του διατακτικού της δεύτερης αναιρετικής απόφασης, πρέπει να εξεταστούν κατ’ αρχάς ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, πριν καθοριστεί, ενδεχομένως, αν το αντικείμενο της διαφοράς εξακολουθεί να αφορά και τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου.

Επί της ουσίας

40

Προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση για τη μετακίνηση και τον «υποβιβασμό» της δεν ελήφθη προς το συμφέρον της υπηρεσίας και είχε ως μοναδικό σκοπό την ηθική παρενόχληση και την προσβολή της. Ισχυρίζεται ότι η διαδικασία μετακίνησης και υποβιβασμού κινήθηκε προκειμένου να επιτευχθούν σκοποί διαφορετικοί από τους προβλεπόμενους στον νόμο. Συναφώς, διευκρινίζει ότι δεν υπήρχε πραγματική ανάγκη επείγουσας τοποθέτησης Prosecutor στην Μπάνια Λούκα, ότι είχε κινηθεί αμέσως διαδικασία για την πρόσληψη νέου Senior Legal Advisor/Legal Counsel (πρώην Chief of Legal Office) στο Σεράγεβο για την αντικατάστασή της και ότι, κατά τον χρόνο της μετακίνησής της στην Μπάνια Λούκα, βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων για τη θέση του Criminal Justice Expert στην Μπάνια Λούκα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, η απόφαση της 7ης Απριλίου 2010 συνιστά επίσης «υποβιβασμό» της, καθόσον τα καθήκοντα του Criminal Justice Expert σε περιφερειακό γραφείο ήταν, λαμβανομένης υπόψη της δομής της EUPM και των καθηκόντων που ανέλαβε, κατώτερα των καθηκόντων του Senior Legal Advisor/Legal Counsel που ασκούσε στο γενικό αρχηγείο της EUPM. Ισχυρίζεται επίσης ότι η μετακίνηση και ο «υποβιβασμός» της αποτελούν αντίποινα για την αποστολή του εγγράφου της 17ης Μαρτίου 2010. Προς στήριξη του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η απόφαση της 7ης Απριλίου 2010 ελήφθη με σκοπό την ψυχολογική και επαγγελματική της παρενόχληση, διότι όχι μόνο μετακινήθηκε χωρίς κανένα νόμιμο λόγο, αλλά επίσης «υποβιβάσθηκε». Προσθέτει ότι η μετακίνηση και ο «υποβιβασμός» της συνοδεύτηκαν από σειρά προσβλητικών πράξεων, μεταξύ των οποίων περιορισμοί τηλεφωνικής πρόσβασης, ένα «πολύ επιθετικό» μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο κλήθηκε να αδειάσει το γραφείο της, αδικαιολόγητες δυσχέρειες όταν ζήτησε να λάβει άδεια ή ο αποκλεισμός της από τις κύριες δραστηριότητες της EUPM κατά τη διάρκεια της απόσπασής της. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα αναφέρει και άλλες πράξεις τις οποίες θεωρεί πράξεις παρενόχλησης.

41

Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Παρατηρεί ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι «υποβιβάσθηκε» λόγω της μετακίνησής της σε νέα θέση δεν είναι βάσιμος ούτε από πραγματικής ούτε από νομικής απόψεως. Η μετακίνησή της, τον Απρίλιο του 2010, από το Σεράγεβο στην Μπάνια Λούκα δεν μετέβαλε ούτε τη διοικητική της κατάσταση ούτε την καταβολή των αποδοχών και των επιδομάτων της. Το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι η προσφεύγουσα δεν είχε κανένα δικαίωμα σε συγκεκριμένη θέση εντός της αποστολής και δεν προσκόμισε λεπτομερέστερα πραγματικά στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υποβιβάσθηκε λόγω της μετακίνησής της. Επιπλέον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η απόφαση μετακίνησης ελήφθη με μοναδικό ή κύριο σκοπό την ηθική παρενόχληση και την προσβολή της. Εξάλλου, το Συμβούλιο αμφισβητεί το γεγονός ότι δεν υπήρχε αντικειμενικό συμφέρον να τοποθετηθεί Prosecutor στην Μπάνια Λούκα, καθώς και το ότι η μετακίνηση πραγματοποιήθηκε ενώ βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη διαδικασία επιλογής για τη θέση του Criminal Justice Expert. Υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η τοποθέτηση εισαγγελέα στο περιφερειακό γραφείο της Μπάνια Λούκα υπαγορευόταν από υπηρεσιακή ανάγκη. Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι δεν υφίσταται κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η προσφεύγουσα υπέστη ηθική παρενόχληση.

42

Εισαγωγικά, αφενός, επισημαίνεται ότι, μολονότι οι αποφάσεις που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές της EUPM και αφορούν την κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού το οποίο έχει αποσπαστεί σε αυτήν από τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης για την πραγματοποίηση των δραστηριοτήτων που διεξάγονται στο θέατρο των επιχειρήσεων έχουν μια επιχειρησιακή διάσταση που εμπίπτει στην κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), αποτελούν, όμως, ως εκ της φύσεώς τους, και πράξεις διαχειρίσεως του προσωπικού, όπως κάθε παρόμοια απόφαση που λαμβάνεται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους (πρώτη αναιρετική απόφαση, σκέψη 54).

43

Επιπλέον, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εντάσσονται σε πλαίσιο εντός του οποίου τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (πρώτη αναιρετική απόφαση, σκέψη 69).

44

Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι, στη νομολογία τη σχετική με τις διαφορές δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου της Ένωσης, έχει αναγνωριστεί η δυνατότητα επικλήσεως της υπάρξεως ηθικής παρενόχλησης προς στήριξη ακυρωτικού αιτήματος του οποίου αντικείμενο είναι όχι η απόρριψη αιτήσεως αρωγής που υπέβαλε υπάλληλος για τον λόγο ότι θεωρεί ότι υπήρξε θύμα παρενόχλησης, αλλά άλλες αποφάσεις της Διοικήσεως (πρβλ. απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2010, Menghi κατά ENISA, F‑2/09, EU:F:2010:12, σκέψεις 67 και 70 έως 72). Εφόσον το προσωπικό που έχει αποσπασθεί από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, του οποίου το νομικό καθεστώς διέπεται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), και το προσωπικό που έχει αποσπασθεί από τα κράτη μέλη, όπως η προσφεύγουσα, υπόκεινται στους ίδιους κανόνες όσον αφορά την άσκηση των καθηκόντων τους στο «θέατρο των επιχειρήσεων» (πρβλ. πρώτη αναιρετική απόφαση, σκέψη 50), η νομολογία αυτή πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν στο αίτημα που στρέφεται κατά των αποφάσεων του Αρχηγού της EUPM που αφορούν τη μετακίνηση αποσπασμένου υπαλλήλου κράτους μέλους.

45

Όπως προκύπτει, εξάλλου, από τη νομολογία, η ύπαρξη ενός πλαισίου ηθικής παρενόχλησης μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη όταν ο δράστης της παρενόχλησης αυτής είναι και ο υπογράφων την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να αποδειχθεί ότι η απόφαση αυτή ελήφθη με σκοπό να βλάψει τον υπάλληλο και ότι, ως εκ τούτου, εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας. Επομένως, όσον αφορά τη φερόμενη ηθική παρενόχληση που προβάλλεται προς στήριξη αιτήματος για ακύρωση αποφάσεως περί μετακινήσεως, η εν λόγω απόφαση ενδέχεται να έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας, αν λήφθηκε με σκοπό να θίξει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα του υπαλλήλου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2010, Menghi κατά ENISA, F‑2/09, EU:F:2010:12, σκέψεις 71 και 72).

46

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όσα η προσφεύγουσα εκθέτει ως πέμπτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ηθική παρενόχληση, συνιστούν, τουλάχιστον εν μέρει, το πλαίσιο πραγματικών περιστατικών που αποτελεί τη βάση του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά κατάχρηση εξουσίας, στο πλαίσιο του οποίου υποστηρίζει ότι ο Αρχηγός της EUPM ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας με μοναδικό σκοπό να την παρενοχλήσει και να την προσβάλει.

47

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρίτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

48

Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της κατάχρησης εξουσίας έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία μια διοικητική αρχή κάνει χρήση των εξουσιών της για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο της έχουν απονεμηθεί. Μια απόφαση θεωρείται ως εκδοθείσα κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον εφόσον προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, κρίσιμων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι ελήφθη προς επίτευξη σκοπών διαφορετικών των προβαλλομένων. Συναφώς, δεν αρκεί η επίκληση ορισμένων πραγματικών περιστατικών προς στήριξη των προβαλλομένων ισχυρισμών, αλλά πρέπει επιπλέον να προσκομίζονται αρκούντως συγκεκριμένες, αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις, τέτοιες ώστε να στοιχειοθετείται ή, τουλάχιστον, να πιθανολογείται το αληθές των ισχυρισμών αυτών, ελλείψει των οποίων δεν μπορεί να τίθεται υπό αμφισβήτηση η ακρίβεια των ισχυρισμών του οικείου θεσμικού οργάνου (βλ. διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2013, da Silva Tenreiro κατά Επιτροπής, T‑32/13 P, EU:T:2013:721, σκέψεις 31 έως 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Υπενθυμίζεται επίσης ότι η νομολογία έχει αναγνωρίσει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για την οργάνωση των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί και για την τοποθέτηση του προσωπικού που διαθέτουν προς εκπλήρωση της αποστολής αυτής, υπό τον όρο ωστόσο ότι η τοποθέτηση αυτή γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και τηρουμένης της αντιστοιχίας μεταξύ θέσεως και βαθμού (βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2006, Fries Guggenheim κατά Cedefop, T‑373/04, EU:T:2006:224, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται στο ζήτημα αν η ενδιαφερόμενη αρχή κινήθηκε εντός μη επιλήψιμων ορίων και αν χρησιμοποίησε την εξουσία της εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο (βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2006, Fries Guggenheim κατά Cedefop, T‑373/04, EU:T:2006:224, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50

Εξάλλου, εφόσον μια απόφαση δεν έχει κριθεί ως αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα καταχρήσεως εξουσίας (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2007, Clotuche κατά Επιτροπής, T‑339/03, EU:T:2007:36, σκέψη 126 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51

Εν προκειμένω, με την απόφαση της 7ης Απριλίου 2010, η μετακίνηση της προσφεύγουσας, από τις 19 Απριλίου 2010, από τη θέση του Senior Legal Advisor/Legal Counsel, την οποία κατείχε στο γενικό αρχηγείο της EUPM στο Σεράγεβο, στη θέση του Criminal Justice Adviser – Prosecutor στο περιφερειακό γραφείο της EUPM στην Μπάνια Λούκα αιτιολογήθηκε για «επιχειρησιακούς λόγους». Η αιτιολογία αυτή συμπληρώθηκε με την απόφαση της 30ής Απριλίου 2010, από την οποία προκύπτει ότι ο επιχειρησιακός λόγος της μετακινήσεως της προσφεύγουσας στηριζόταν στην ανάγκη νομικής υποστήριξης από εισαγγελέα στο γραφείο της Μπάνια Λούκα.

52

Ακριβώς υπό το πρίσμα της αιτιολογίας αυτής και των αρχών που προαναφέρθηκαν πρέπει να εξεταστεί αν ο Αρχηγός της EUPM ενήργησε κατά κατάχρηση των εξουσιών του, προβαίνοντας σε μετακίνηση της προσφεύγουσας εντός της EUPM.

53

Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις σειρές επιχειρημάτων προκειμένου να αποδείξει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά κατάχρηση εξουσίας. Πρώτον, η μετακίνησή της δεν αποφασίστηκε προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δεύτερον, η μετακίνησή της πραγματοποιήθηκε με σκοπό την παρενόχλησή της και, τρίτον, η μετακίνησή της αποφασίστηκε ως αντίδραση στις επικρίσεις που διατύπωσε όσον αφορά τη διαχείριση της EUPM και, επομένως, είχε τιμωρητικό χαρακτήρα.

54

Πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί αν η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας περί τιμωρητικού χαρακτήρα της μετακίνησής της καθιστά δυνατό να διαπιστωθεί η ύπαρξη κατάχρησης εξουσίας.

55

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης, η απόφαση περί μετακίνησης ενέχει κατάχρηση εξουσίας αν εκδόθηκε στο πλαίσιο ηθικής παρενόχλησης και με σκοπό να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχική ακεραιότητα του προσώπου σε βάρος του οποίου επιβλήθηκε το μέτρο της μετακίνησης. Τούτο ισχύει επίσης στην περίπτωση κατά την οποία η μετακίνηση ισοδυναμεί, στην πραγματικότητα, με τιμωρία της προσφεύγουσας για τις επικρίσεις της σχετικά με τη διαχείριση της EUPM. Οι περιστάσεις αυτές, αν αποδειχθούν, θα συνιστούν κατάχρηση εξουσίας, διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, ο Αρχηγός της EUPM έχει κάνει χρήση των εξουσιών του για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο του έχουν απονεμηθεί οι εξουσίες αυτές και, εξάλλου, η μετακίνηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν η αιτιολογία που εκτέθηκε στις προσβαλλόμενες αποφάσεις και η οποία αφορά το συμφέρον της υπηρεσίας αποτέλεσε τον καθοριστικό λόγο για τη μετακίνηση της προσφεύγουσας ή αν οι εν λόγω αποφάσεις εκδόθηκαν για την επίτευξη διαφορετικών από τους προβαλλόμενους, μη θεμιτών, σκοπών.

56

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι ο σκοπός που επεδίωκε η μετακίνηση της προσφεύγουσας, δηλαδή η ανάγκη νομικής υποστήριξης από εισαγγελέα στο περιφερειακό γραφείο της EUPM στην Μπάνια Λούκα, ανταποκρινόταν, από τυπικής απόψεως, στην αποστολή της EUPM, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 2 της αποφάσεως 2009/906, δηλαδή στην παροχή βοήθειας στις αρμόδιες υπηρεσίες επιβολής του νόμου της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς. Πρέπει να διευκρινιστεί επίσης ότι η θέση στην Μπάνια Λούκα, στην οποία μετακινήθηκε η προσφεύγουσα (Criminal Justice Adviser – Prosecutor) και η οποία προσδιοριζόταν ως θέση ROBL‑04, ήταν κενή κατά τον χρόνο της έκδοσης της απόφασης της 7ης Απριλίου 2010 και έφερε την ονομασία Criminal Justice Expert, σύμφωνα δε με την πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων έπρεπε να πληρωθεί «το συντομότερο δυνατόν». Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι τα προσόντα και η επαγγελματική πείρα της προσφεύγουσας αντιστοιχούσαν στα ζητούμενα προσόντα. Εξάλλου, από την αίτηση υποψηφιότητας της προσφεύγουσας για τη θέση του Chief of Legal Office προκύπτει ρητώς ότι η προσφεύγουσα δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένη να υπηρετήσει την EUPM σε θέση διαφορετική από εκείνη την οποία αφορούσε η υποψηφιότητά της, όπως προβάλλει το Συμβούλιο.

57

Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ενδείξεις που προσκόμισε η προσφεύγουσα καθώς και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία είναι αρκούντως ακριβή, αντικειμενικά και συγκλίνοντα ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ελήφθησαν λόγω άλλων περιστάσεων και όχι λόγω της ανάγκης να παρέχει η προσφεύγουσα τις υπηρεσίες της ως εισαγγελέας στην Μπάνια Λούκα και ότι ο Αρχηγός της EUPM επιδίωκε κυρίως, με τη μετακίνησή της, σκοπό διαφορετικό από τη στήριξη των αρμοδίων υπηρεσιών επιβολής του νόμου της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς.

58

Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, με έγγραφο της 17ης Μαρτίου 2010, η προσφεύγουσα καθώς και μία συνάδελφός της, η A, ενημέρωσαν τους ιεραρχικώς προϊσταμένους τους για φερόμενες παρατυπίες στη διαχείριση της EUPM. Το έγγραφο αυτό παραδόθηκε, στις 17 Μαρτίου 2010, στον ιεραρχικώς προϊστάμενο της προσφεύγουσας, διευθυντή της πολιτικής μονάδας της EUPM, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί το Συμβούλιο. Στις 26 Μαρτίου 2010 διαβιβάστηκε από τη βοηθό της προσφεύγουσας στο γραφείο του Αρχηγού της EUPM ο κατάλογος των παρατυπιών τις οποίες αφορούσε το έγγραφο της 17ης Μαρτίου 2010, με την προοπτική συναντήσεως μεταξύ της προσφεύγουσας, της A και του Αρχηγού, πράγμα το οποίο επίσης δεν αμφισβητεί το Συμβούλιο. Ως εκ τούτου, η απόφαση της 7ης Απριλίου 2010 ελήφθη μόνον τρεις εβδομάδες μετά την παράδοση του εγγράφου της 17ης Μαρτίου 2010 στον ιεραρχικώς προϊστάμενο της προσφεύγουσας και δώδεκα ημέρες μετά τη διαβίβαση του καταλόγου παρατυπιών στον Αρχηγό της EUPM.

59

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η απόφαση της 7ης Απριλίου 2010 ελήφθη πριν διεξαχθεί έρευνα επί των ζητημάτων που έθεσαν η προσφεύγουσα και η A με το έγγραφο της 17ης Μαρτίου 2010.

60

Τρίτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η συνάντηση μεταξύ της προσφεύγουσας, της A και του Αρχηγού της EUPM προγραμματίστηκε για τις 14 Απριλίου 2010. Κατά την προσφεύγουσα, η συνάντηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί το Συμβούλιο.

61

Τέταρτον, επισημαίνεται ότι ο Αρχηγός της EUPM αποφάσισε μόλις στις 22 Απριλίου 2010, κατόπιν αλληλογραφίας μεταξύ αυτού και της A, να κινήσει εσωτερική έρευνα σχετικά με τα όσα αυτή ισχυρίστηκε στα από 5 και 21 Απριλίου 2010 ηλεκτρονικά μηνύματά της. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο Αρχηγός της EUPM, στην απόφαση αυτή, την οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα ως παράρτημα των παρατηρήσεών της επί της δεύτερης αναιρετικής αποφάσεως, έκανε μνεία ενός καταλόγου που διαβιβάστηκε από το νομικό τμήμα (Legal Office). Είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι η μνεία του αφορούσε τον κατάλογο που διαβίβασε στις 26 Μαρτίου 2010 η βοηθός της προσφεύγουσας στο γραφείο του Αρχηγού της EUPM (βλ. σκέψη 58 της παρούσας απόφασης). Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο Αρχηγός της EUPM υπενθύμισε, στην εν λόγω απόφαση για την κίνηση έρευνας, το περιεχόμενο του από 19 Απριλίου 2010 εγγράφου του, κατά το οποίο η A είχε προβάλει, με το από 5 Απριλίου 2010 ηλεκτρονικό μήνυμά της, σοβαρούς και αστήρικτους ισχυρισμούς κατά της διευθυντικής ομάδας της EUPM. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το εν λόγω έγγραφο της 19ης Απριλίου 2010, το οποίο προσκόμισε το Συμβούλιο σε απάντηση μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της A, της 5ης Απριλίου 2010, και το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε, σε επίπεδο διεύθυνσης, στο εν λόγω μήνυμα, ως ιεραρχικώς προϊσταμένη της A, έπληξαν εκ νέου σοβαρά τις σχέσεις μεταξύ του νομικού τμήματος και του τμήματος διοικήσεως και υποστήριξης.

62

Πέμπτον, επισημαίνεται ότι ο Αρχηγός της EUPM επιβεβαίωσε, με απόφαση της 30ής Απριλίου 2010, τη μετακίνηση της προσφεύγουσας στην Μπάνια Λούκα πριν γίνει γνωστή η έκβαση της εσωτερικής έρευνας που μνημονεύεται στη σκέψη 61 της παρούσας απόφασης και ότι δεν διεξήχθη ειδική έρευνα επί των ζητημάτων που ήγειραν η προσφεύγουσα και η A με το έγγραφο της 17ης Μαρτίου 2010.

63

Έκτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, με έγγραφο της 26ης Μαΐου 2010, ο Αρχηγός της EUPM κατήγγειλε τη σύμβαση της Α για λόγους απώλειας της εμπιστοσύνης. Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατόπιν της καταγγελίας της A, ο Διαμεσολαβητής κατέληξε, με την από 4 Ιουνίου 2015 απόφασή του, στο συμπέρασμα ότι συνέτρεχε περίπτωση κακοδιοίκησης. Ο Διαμεσολαβητής επέκρινε το γεγονός ότι η σύμβαση της A είχε καταγγελθεί οκτώ ημέρες μετά την εκ μέρους της διαβίβαση εγγράφου, σχετικού με τις φερόμενες παρατυπίες εντός της EUPM, στον διευθυντή του τομέα μη στρατιωτικής ικανότητας σχεδιασμού και διεξαγωγής επιχειρήσεων, ο οποίος ασκούσε τα καθήκοντά του στο πλαίσιο της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου ως διοικητής μη στρατιωτικών επιχειρήσεων της EUPM. Επιπλέον, ο Διαμεσολαβητής εξέφρασε τη λύπη του για την έλλειψη προκαθορισμένου πλαισίου για την εξέταση καταγγελιών για δυσλειτουργίες από πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος και για τη διασφάλιση της προστασίας τους. Στο πλαίσιο αυτό, διατύπωσε επικρίσεις όσον αφορά το γεγονός ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η έρευνα διεξήχθη σε ad hoc βάση.

64

Έβδομον, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2010, δεν είχε περατωθεί η διαδικασία επιλογής που κινήθηκε για την πλήρωση της θέσης του Criminal Justice Expert και ότι η απόφαση περί μετακίνησης της προσφεύγουσας ελήφθη σε πλαίσιο έλλειψης επιλέξιμων υποψηφίων για τη θέση αυτή.

65

Συγκεκριμένα, από τον μη χρονολογημένο πίνακα που προσκόμισε το Συμβούλιο μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη μετά την πρώτη αναπομπή από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι, μεταξύ των δύο υποψηφίων που υπέβαλαν υποψηφιότητα για τη θέση του Criminal Justice Expert, μόνον ένας υποψήφιος, ιταλικής ιθαγένειας, ήταν επιλέξιμος, αλλά απορρίφθηκε για τον λόγο ότι άλλος υποψήφιος ανταποκρινόταν καλύτερα στα απαιτούμενα προσόντα. Ωστόσο, από τον εν λόγω πίνακα δεν προκύπτει ότι υπήρχε άλλος υποψήφιος που μπορούσε να θεωρηθεί επιλέξιμος για την επίμαχη θέση. Περαιτέρω, το Συμβούλιο επισημαίνει, με τις παρατηρήσεις του επί της δεύτερης αναιρετικής αποφάσεως, ότι κανένας από τους υποψηφίους που μετείχαν στη διαδικασία επιλογής δεν ήταν καταλληλότερος από την προσφεύγουσα για τη συγκεκριμένη θέση.

66

Επιπλέον, η έκθεση της 23ης Απριλίου 2010 που απέστειλε ο Αρχηγός της EUPM στον Διοικητή Μη Στρατιωτικών Επιχειρήσεων της EUPM σχετικά με το αποτέλεσμα διαφόρων προσκλήσεων υποβολής υποψηφιοτήτων για την EUPM, εκτός από το γεγονός ότι είναι μεταγενέστερη της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2010, αναφέρει απλώς ότι έξι θέσεις δεν κατέστη δυνατό να πληρωθούν και ότι τρεις αποτέλεσαν αντικείμενο παρατάσεως ή «άλλων επιχειρησιακών αποφάσεων».

67

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο με τα δικόγραφά του, ότι η διαδικασία δεν ευδοκίμησε λόγω έλλειψης κατάλληλων υποψηφίων. Στην πραγματικότητα, είναι πιο εύλογο να θεωρηθεί, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, ότι η εν λόγω διαδικασία δεν ευδοκίμησε διότι αποφασίστηκε η μετακίνηση της προσφεύγουσας στην επίμαχη θέση.

68

Οι περιστάσεις που επικαλείται το Συμβούλιο, δηλαδή ότι η θέση του Criminal Justice Expert δεν ήταν η πρώτη προτίμηση των δύο υποψηφίων στην εν λόγω θέση και ότι επελέγησαν για άλλες θέσεις στην EUPM σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους, δεν αποδεικνύουν ότι η διαδικασία επιλογής για την εν λόγω θέση είχε περατωθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2010. Μολονότι, βάσει των εγγράφων της δικογραφίας, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι δύο επίμαχοι υποψήφιοι δεν επέλεξαν τη θέση του Criminal Justice Expert ως πρώτη τους προτεραιότητα, δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων που να στηρίζουν μια τέτοια διαπίστωση, ότι η πρόσληψη των εν λόγω υποψηφίων σε άλλες θέσεις αποφασίστηκε πριν ληφθεί η απόφαση της 7ης Απριλίου 2010. Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τον υποψήφιο που κρίθηκε επιλέξιμος για τη θέση του Criminal Justice Expert, οι προσωπικές προτιμήσεις του δεν θα έπρεπε να έχουν αποτελέσει το καθοριστικό κριτήριο για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε, κατά την ημερομηνία μετακίνησης της προσφεύγουσας, κατάλληλος υποψήφιος για την εν λόγω θέση.

69

Εξάλλου, το Συμβούλιο παραδέχθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η διαδικασία επιλογής για τη θέση του Criminal Justice Expert δεν είχε περατωθεί κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως για τη μετακίνηση της προσφεύγουσας στην Μπάνια Λούκα. Στο μέτρο που το Συμβούλιο υποστήριξε ότι, στις 7 Απριλίου 2010, οι υποψηφιότητες για την εν λόγω θέση ήταν ήδη γνωστές, καθόσον η προθεσμία για την κατάθεσή τους ήταν η 23η Μαρτίου 2010, αρκεί η διαπίστωση ότι από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι πληροφορίες αυτές γνωστοποιήθηκαν στον Αρχηγό της EUPM πριν αυτός λάβει την απόφαση της 7ης Απριλίου 2010.

70

Βεβαίως, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η μετακίνηση υπαλλήλου σε άλλη θέση είναι αναγκαία πριν από την ολοκλήρωση ορισμένης διαδικασίας επιλογής. Εντούτοις, το Συμβούλιο δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους ο Αρχηγός της EUPM ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επιπλέον, η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων για τη θέση του Criminal Justice Expert απεστάλη στα κράτη μέλη λίγο περισσότερο από ένα μήνα πριν από την ημερομηνία της επίμαχης απόφασης μετακίνησης, δηλαδή στις 2 Μαρτίου 2010, με καταληκτική ημερομηνία υποβολής υποψηφιοτήτων την 23η Μαρτίου 2010. Εξάλλου, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η διαδικασία επιλογής ακυρώθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης της 7ης Απριλίου 2010.

71

Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, ο Αρχηγός της EUPM όφειλε να αναμείνει την επίσημη έκβαση της διαδικασίας επιλογής που κινήθηκε για τη θέση του Criminal Justice Expert πριν εκδώσει, ενδεχομένως, την απόφαση της 7ης Απριλίου 2010.

72

Όγδοον, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι ο Αρχηγός της EUPM έλαβε την απόφαση να τη μετακινήσει σε οποιαδήποτε άλλη θέση εντός της EUPM αποδεικνύεται, τουλάχιστον εμμέσως, από το περιεχόμενο της ανταλλαγής μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τον διευθυντή της πολιτικής μονάδας της EUPM, που ήταν ο ιεραρχικώς προϊστάμενός του, και με τον προϊστάμενο του περιφερειακού γραφείου της Μπάνια Λούκα. Συγκεκριμένα, από την απάντηση του εν λόγω διευθυντή στο ηλεκτρονικό μήνυμα της προσφεύγουσας της 7ης Απριλίου 2010 προκύπτει ότι οι διαθέσιμες θέσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη για τη μετακίνηση ήταν στην Μπάνια Λούκα, στο Μόσταρ και στην Τούζλα. Επιπλέον, από την απάντηση του προϊσταμένου του περιφερειακού γραφείου της Μπάνια Λούκα στο από 8 Απριλίου 2010 ηλεκτρονικό μήνυμα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι ο εν λόγω προϊστάμενος δεν ζήτησε άλλον εισαγγελέα και ότι δεν τη χρειαζόταν επειγόντως στην Μπάνια Λούκα.

73

Ένατον, διαπιστώνεται ότι η μετακίνηση της προσφεύγουσας στην Μπάνια Λούκα πραγματοποιήθηκε παρά τη θέλησή της. Επιπλέον, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι της δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της πριν από την έκδοση της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2010.

74

Δέκατον, ακόμη και αν η μετακίνηση της προσφεύγουσας από το Σεράγεβο στην Μπάνια Λούκα δεν μετέβαλε ούτε τη διοικητική κατάστασή της ούτε τις αποδοχές και τα επιδόματά της, εντούτοις η μετακίνηση αυτή σε άλλο τόπο, που αποφασίστηκε στις 7 Απριλίου 2010, επισήμως από τις 19 Απριλίου 2010 και στην πράξη από τις 26 Απριλίου 2010, επομένως σε σύντομο χρονικό διάστημα, συνεπαγόμενη, εξάλλου, μεταβολή των προς εκτέλεση καθηκόντων και χωρίς η απόφαση αυτή να συνοδεύεται από λεπτομερείς εξηγήσεις, μπορούσε να εκληφθεί από την προσφεύγουσα ως κύρωση.

75

Η προσφεύγουσα μπορούσε να σχηματίσει την εντύπωση αυτή κατά μείζονα λόγο διότι η θέση στην οποία μετακινήθηκε ισοδυναμούσε με μετακίνηση από θέση «senior» σε θέση «non senior». Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, εντός της EUPM, υπήρχαν θέσεις διαφόρων επιπέδων, μεταξύ των οποίων, αφενός, θέσεις χαρακτηριζόμενες ως «senior», όπως οι θέσεις «Senior Legal Advisor/Legal Counsel», «Senior Criminal Justice Expert» ή «Senior Economic Crime Expert», και, αφετέρου, θέσεις κατώτερου επιπέδου και με λιγότερες ευθύνες, ειδικότερα θέσεις διαχείρισης και συντονισμού, όπως η θέση του «Criminal Justice Expert» ή του «Economic Crime Expert». Συνεπώς, η προσφεύγουσα μπορούσε πράγματι να εκλάβει τη μετακίνησή της από τη θέση του Senior Legal Advisor/Legal Counsel στο γενικό αρχηγείο της EUPM στο Σεράγεβο, για την οποία είχε ειδικώς υποβάλει αίτηση πρόσληψης κατά τον χρόνο που ασκούσε καθήκοντα Criminal Justice Unit Adviser, επίσης στο Σεράγεβο, στη θέση του Criminal Justice Adviser – Prosecutor στο περιφερειακό γραφείο της EUPM στην Μπάνια Λούκα, ως τοποθέτηση σε θέση κατώτερου επιπέδου που της παρείχε περιορισμένο συμφέρον σε επαγγελματικό επίπεδο και, επομένως, ως κύρωση.

76

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι κάθε υπάλληλος ο οποίος, ήδη πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 22α του ΚΥΚ, είχε λάβει την πρωτοβουλία να ειδοποιήσει τους ανωτέρους του για την ύπαρξη παράνομων ενεργειών ή αθετήσεως των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεων των οποίων έλαβε γνώση, ικανών να θίξουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, εδικαιούτο να τύχει της προστασίας του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργαζόταν κατά τυχόν αντιποίνων λόγω της γνωστοποίησης αυτής, καθώς και να μην υποστεί από το όργανο καμία δυσμενή συνέπεια εφόσον ενήργησε καλόπιστα (απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, Rodriguez Prieto κατά Επιτροπής, T‑61/18, EU:T:2019:217, σκέψη 71). Το ίδιο ισχύει για μέλος του προσωπικού της EUPM, όπως η προσφεύγουσα, στην οποία εφαρμόζονται mutatis mutandis οι αρχές αυτές (βλ. νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 44 της παρούσας απόφασης).

77

Υπό τις συνθήκες αυτές, από τα προαναφερθέντα στοιχεία, τη χρονολογική αλληλουχία τους, καθώς και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, μπορεί να συναχθεί ότι ο καθοριστικός λόγος για την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων δεν ήταν το συμφέρον της υπηρεσίας, το οποίο συνίστατο στην ανάγκη παροχής των υπηρεσιών της προσφεύγουσας στην Μπάνια Λούκα στη θέση του Criminal Justice Adviser – Prosecutor, αλλά το γεγονός ότι κατήγγειλε, μαζί με την Α, φερόμενες παρατυπίες όσον αφορά τη διαχείριση της EUPM. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά κατάχρηση εξουσίας, για τον λόγο ότι ελήφθησαν για σκοπούς διαφορετικούς από τους προβαλλόμενους, και μη θεμιτούς, και για τον λόγο ότι ο Αρχηγός της EUPM χρησιμοποίησε τις εξουσίες του για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο του απονεμήθηκαν.

78

Το στοιχείο που μνημονεύει το Συμβούλιο, ότι από την έρευνα που διενεργήθηκε με απόφαση του διευθυντή μη στρατιωτικής ικανότητας σχεδιασμού και διεξαγωγής επιχειρήσεων, κατόπιν εγγράφου της A (βλ. σκέψη 63 της παρούσας απόφασης), δεν προέκυψε η ύπαρξη παρατυπιών, δεν αναιρεί το συμπέρασμα που εκτίθεται στη σκέψη 77 της παρούσας απόφασης. Συγκεκριμένα, το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής δεν ασκεί επιρροή στο ζήτημα αν η μετακίνηση της προσφεύγουσας συνδεόταν με το έγγραφο της 17ης Μαρτίου 2010 και είχε τιμωρητικό χαρακτήρα οφειλόμενο στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε αναφέρει φερόμενες παρατυπίες στη διαχείριση της EUPM. Εξάλλου, το Συμβούλιο ουδέποτε υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα δεν ενήργησε καλοπίστως αποστέλλοντας το εν λόγω έγγραφο στον ιεραρχικώς προϊστάμενό της.

79

Περαιτέρω, στο μέτρο που το Συμβούλιο προβάλλει ότι η προσφεύγουσα δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένη να υπηρετήσει την EUPM σε άλλη θέση από εκείνη που αφορούσε η υποψηφιότητά της για τη θέση του Chief of Legal Office, επισημαίνεται ότι μια τέτοια δήλωση, η οποία προκύπτει πράγματι από τη δικογραφία, δεν μπορεί να δικαιολογήσει μετακίνηση που αποφασίστηκε στο πλαίσιο καταγγελίας φερόμενων παρατυπιών εντός της EUPM. Ούτε το γεγονός ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να ζητήσει από τις ιταλικές αρχές τον τερματισμό της αποσπάσεώς της είναι ικανό να επιβεβαιώσει τη νομιμότητα της μετακίνησης. Η δυνατότητα αυτή, πέραν του ότι παρέχεται μόνο μετά τη μετακίνηση, δεν μπορεί να νομιμοποιήσει ένα μέτρο μετακίνησης με τιμωρητικό, ή ακόμη και καταχρηστικό, χαρακτήρα.

80

Εν συνεχεία, το γεγονός που επικαλείται το Συμβούλιο, ότι η θέση του Chief of Legal Office, την οποία κατείχε η προσφεύγουσα στο Σεράγεβο, μετονομάστηκε σε Senior Legal Advisor/Legal Counsel, από 1ης Ιανουαρίου 2010, κατόπιν της αναδιαρθρώσεως της EUPM, δεν αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε πλέον ανάγκη για τις υπηρεσίες της στο γενικό αρχηγείο της EUPM στο Σεράγεβο ή ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν προς το συμφέρον και μόνον της υπηρεσίας.

81

Εξάλλου, στο μέτρο που το Συμβούλιο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι προβαλλόμενες προφορικές επαφές μεταξύ της προσφεύγουσας και του αναπληρωτή Αρχηγού της EUPM τον Απρίλιο του 2010, οι οποίες μνημονεύονται στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της 17ης Φεβρουαρίου 2020, συνιστούν νέα πραγματικά περιστατικά και, ως εκ τούτου, προβάλλονται απαραδέκτως, επισημαίνεται ότι επίκληση των εν λόγω συζητήσεων έγινε, κατ’ ουσίαν, με το δικόγραφο της προσφυγής.

82

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο λόγος που αφορά κατάχρηση εξουσίας πρέπει να γίνει δεκτός. Ως εκ τούτου, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των λοιπών αιτιάσεων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

Επί του παραδεκτού

83

Το Συμβούλιο, χωρίς να προβάλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου, υποστηρίζει με το υπόμνημα ανταπαντήσεως ότι η προσφεύγουσα, για το αίτημα αποζημιώσεως ύψους 8000 ευρώ, το οποίο υπέβαλε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως και αφορά την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω του ότι, εξαιτίας της αναρρωτικής άδειας, δεν μπόρεσε να λάβει το επίδομα αποστολής, ούτε ζήτησε ούτε έλαβε την άδεια να διευρύνει αντιστοίχως το περιεχόμενο της προσφυγής της.

84

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 76, στοιχείο εʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων οφείλει να αναφέρει τα αιτήματά του στο δικόγραφο της προσφυγής του. Επομένως, κατ’ αρχήν, μόνον τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης μπορούν να λαμβάνονται υπόψη και το βάσιμο της προσφυγής πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικώς βάσει των αιτημάτων που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο αυτό (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, Epsilon International κατά Επιτροπής, T‑477/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:714, σκέψη 45· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1965, Krawczynski κατά Επιτροπής, 83/63, EU:C:1965:70, σ. 145, και της 25ης Σεπτεμβρίου 1979, Επιτροπή κατά Γαλλίας, 232/78, EU:C:1979:215, σκέψη 3).

85

Το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας επιτρέπει την προβολή νέων ισχυρισμών ή λόγων υπό την προϋπόθεση ότι στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η προϋπόθεση αυτή διέπει a fortiori οποιαδήποτε τροποποίηση των αιτημάτων και, ελλείψει πραγματικών και νομικών στοιχείων που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα περιλαμβανόμενα στο δικόγραφο της προσφυγής αιτήματα (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Berliner Institut für Vergleichende Sozialforschung κατά Επιτροπής, T‑73/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:433, σκέψη 43, και της 24ης Οκτωβρίου 2018, Epsilon International κατά Επιτροπής, T‑477/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:714, σκέψη 46).

86

Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, ισχυρισμός ή λόγος ο οποίος συνιστά ανάπτυξη ισχυρισμού ή λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, ρητώς ή εμμέσως, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, και ο οποίος συνδέεται στενά με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, “Pro NGO!” κατά Επιτροπής, T‑454/17, EU:T:2018:755, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87

Εν προκειμένω, είναι βεβαίως αληθές ότι, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, το επίμαχο αίτημα αποζημιώσεως δεν προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής. Εντούτοις, η υλική ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα εντάσσεται σε πραγματικό πλαίσιο μεταγενέστερο της άσκησης της προσφυγής, δηλαδή μεταγενέστερο της 16ης Ιουνίου 2010, και συγχρόνως συνδέεται, κατά την προσφεύγουσα, με τις πράξεις ηθικής παρενόχλησης που φέρεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα εντός της EUPM και οι οποίες μνημονεύονται στο δικόγραφο της προσφυγής. Αφενός, η προσφεύγουσα επικαλείται ιατρικές βεβαιώσεις που είναι μεταγενέστερες της ημερομηνίας ασκήσεως της προσφυγής, προκειμένου να αποδείξει ότι βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια από τον Αύγουστο του 2010 και μέχρι το τέλος της αποσπάσεώς της στην EUPM, και ότι η εν λόγω αναρρωτική άδεια τής χορηγήθηκε λόγω περιστατικών παρενόχλησης που φέρεται ότι υπέστη εντός της EUPM. Αφετέρου, η προσφεύγουσα στηρίζεται σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου 2011, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν έλαβε μέρος του επιδόματος αποστολής για το έτος 2010, διότι απουσίασε από την εργασία λόγω της αναρρωτικής άδειας. Τα στοιχεία αυτά ανέκυψαν κατά την έγγραφη διαδικασία στην υπόθεση T‑271/10, στο διάστημα μεταξύ της κατάθεσης του δικογράφου της προσφυγής και του υπομνήματος απαντήσεως, και τα επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απαντήσεως, με το οποίο προβλήθηκε και το υπό κρίση αίτημα αποζημιώσεως.

88

Υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν αντίθετο προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και προς την αρχή της οικονομίας της δίκης να υποχρεωθεί η προσφεύγουσα να ασκήσει νέο ένδικο βοήθημα όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της προβαλλόμενης ηθικής παρενόχλησης. Ως εκ τούτου, το αίτημα αυτό είναι παραδεκτό.

89

Επιπλέον, στο μέτρο που το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ορισμένες από τις περιστάσεις που μνημονεύονται στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί της δεύτερης αναιρετικής αποφάσεως είναι νέες και, ως εκ τούτου, προβάλλονται απαραδέκτως, επισημαίνεται ότι, στο σημείο στο οποίο αναφέρεται το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, επιχείρημα αντλούμενο από διάταξη ιταλικού δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 2020 και επιδιώκει να αποδείξει την ύπαρξη ηθικής βλάβης που προκλήθηκε, κατ’ ουσίαν, στην επαγγελματική της φήμη από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Προς τούτο, η προσφεύγουσα προσκομίζει την εν λόγω απόφαση, με την οποία διατάχθηκε, κατόπιν της καταγγελίας της, ποινική δίωξη κατά του συντάκτη ενός άρθρου που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2011. Προσκομίζει επίσης το εν λόγω άρθρο, το οποίο αφορά, κατά την άποψή της, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως και τη δυσφημίζει.

90

Κατά το άρθρο 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατ’ εξαίρεσην, οι κύριοι διάδικοι μπορούν επίσης να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή. Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται κατά την παρούσα διαδικασία κατόπιν της αναίρεσης και της αναπομπής, καθόσον η διαδικασία αυτή αποτελεί τη μερική συνέχιση της ίδιας ένδικης διαφοράς που άρχισε με την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Kakol κατά Επιτροπής, T‑641/16 RENV και T‑137/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:958, σκέψη 70).

91

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η διάταξη που προσκόμισε η προσφεύγουσα, ως παράρτημα των παρατηρήσεών της, της 17ης Φεβρουαρίου 2020 δεν ήταν δυνατό να προσκομιστεί προηγουμένως, καθόσον η διάταξη αυτή φέρει ημερομηνία του Ιανουαρίου του 2020. Ως εκ τούτου, επειδή η διάταξη αυτή είναι πρόσφατη, παραδεκτώς προσκομίζεται (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2018, Verein Deutsche Sprache κατά Επιτροπής, T‑468/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:207, σκέψη 20).

92

Αντιθέτως, όσον αφορά το άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2011, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται ιδιαίτερες περιστάσεις που να δικαιολογούν την προσκόμισή του σε παράρτημα των παρατηρήσεών της επί της δεύτερης αναιρετικής αποφάσεως και, επομένως, πολλά χρόνια μετά τη δημοσίευση του εν λόγω άρθρου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αποδεικτικό αυτό στοιχείο πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

Επί της ουσίας

93

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η παράνομη συμπεριφορά της EUPM της προκάλεσε ζημία. Αφενός, υπέστη ηθική βλάβη λόγω της ζημίας που προκλήθηκε, συνεπεία της μετακίνησής της και του «υποβιβασμού» της, στην υγεία της, στην ακεραιότητα, στην αξιοπρέπεια και στην επαγγελματική φήμη της. Αφετέρου, υπέστη ηθική βλάβη λόγω των πράξεων παρενόχλησης που υπέστη εντός της EUPM. Στο πλαίσιο αυτό, επικαλείται τη βλάβη στην υγεία της. Εκτιμά ότι το ποσό της αποζημιώσεως πρέπει να εκτιμηθεί ex aequo et bono και ανέρχεται στο ποσό των 30000 ευρώ. Διευκρινίζει ότι η επιδίκαση αποζημιώσεως παραμένει ο μόνος τρόπος αποκαταστάσεως του παράνομου χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων. Επιπλέον, ζητεί, με το υπόμνημα απαντήσεως, την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω του ότι, εξαιτίας της αναρρωτικής αδείας, δεν έλαβε το επίδομα αποστολής. Η ζημία αυτή ανέρχεται σε 8000 ευρώ.

94

Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιέχει κανένα πραγματικό στοιχείο σχετικά με την ύπαρξη βλάβης στην ακεραιότητα της προσφεύγουσας. Όσον αφορά την ύπαρξη βλάβης στην υγεία της, επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μετακινήσεώς της και της καταστάσεως της υγείας της. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα προσέθεσε με το υπόμνημα απαντήσεως νέα στοιχεία, τα οποία στηρίζονται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά τη μετακίνησή της και, επομένως, δεν μπορούν να χρησιμεύσουν για να αποδειχθεί η αναγκαία αιτιώδης συνάφεια με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως ύψους 8000 ευρώ, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη άμεσης και βέβαιης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της σχετικής ζημίας και της αποφάσεως περί μετακινήσεως. Προσθέτει ότι το ποσό της αποζημίωσης αποστολής δεν μεταβλήθηκε με τη μετακίνηση της προσφεύγουσας στην Μπάνια Λούκα. Εξάλλου, αντικρούει την άποψη ότι η έλλειψη πρακτικής αποτελεσματικότητας ενδεχόμενης ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων συνεπάγεται δικαίωμα αποκαταστάσεως πρόσθετης ζημίας.

95

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το αίτημα αποζημιώσεως της προσφεύγουσας στηρίζεται στο καθεστώς της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης λόγω της φερόμενης παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της.

96

Κατά πάγια νομολογία, η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, συγκεκριμένα δε την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης της υποχρέωσης που υπέχει το όργανο που εξέδωσε την πράξη και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

97

Εν προκειμένω, πρώτον, όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η μετακίνησή της, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν το αίτημα αποζημιώσεως στηρίζεται στον παράνομο χαρακτήρα της ακυρωθείσας πράξης, η ακύρωση στην οποία προβαίνει το Γενικό Δικαστήριο συνιστά, αφεαυτής, πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που θα μπορούσε να έχει υποστεί ο προσφεύγων-ενάγων (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, Wahlström κατά Frontex, T‑653/13 P, EU:T:2015:652, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

98

Ωστόσο, έχει κριθεί ότι η ακύρωση πράξης, όταν στερείται οποιασδήποτε πρακτικής αποτελεσματικότητας, δεν μπορεί να συνιστά, αφεαυτής, πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που προκάλεσε η ακυρωθείσα πράξη (απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, Wahlström κατά Frontex, T‑653/13 P, EU:T:2015:652, σκέψη 83).

99

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η απόσπαση της προσφεύγουσας ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2010 και η εντολή της EUPM έληξε το 2012, η ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων δεν θα έχει καμία πρακτική αποτελεσματικότητα και δεν θα συνιστά πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη η προσφεύγουσα.

100

Επομένως, πρέπει να καθοριστεί αν ο παράνομος χαρακτήρας των προσβαλλομένων αποφάσεων, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 48 έως 82 της παρούσας απόφασης, αντιστοιχεί σε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και αν η προσφεύγουσα απέδειξε την ύπαρξη ζημίας συνδεόμενης με την παρανομία αυτή.

101

Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα νομικής πράξης δεν αρκεί, όσο αποδοκιμαστέα και αν είναι η παρανομία αυτή, για να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης η οποία αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα (βλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Για να πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση απαιτείται να υφίσταται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Μια τέτοιου είδους παράβαση υφίσταται όταν αυτή συνεπάγεται πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση εκ μέρους του θεσμικού οργάνου των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει, τα δε στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη είναι, μεταξύ άλλων, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, καθώς και το εύρος του περιθωρίου εκτιμήσεως που αφήνει ο παραβιασθείς κανόνας στις αρχές της Ένωσης (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψεις 29 και 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

102

Εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά κατάχρηση εξουσίας, για τον λόγο ότι ελήφθησαν για την επίτευξη σκοπών διαφορετικών από τους προβαλλόμενους, και μη θεμιτών, ήτοι προκειμένου να τιμωρηθεί η προσφεύγουσα επειδή κατήγγειλε, μαζί με μία συνάδελφό της, φερόμενες παρατυπίες όσον αφορά τη διαχείριση της EUPM.

103

Μια τέτοια παρανομία, που διαπράττεται σε πλαίσιο στο οποίο τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και ο έλεγχος που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο είναι περιορισμένος (βλ. σκέψεις 43 και 49 της παρούσας απόφασης), πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαιτέρως σοβαρή και ως συνιστώσα κατάφωρη παραβίαση, ικανή να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της Ένωσης.

104

Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, απλώς και μόνον η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα αρκεί για να θεωρηθεί ότι πληρούται η πρώτη από τις τρεις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για τη θεμελίωση της ευθύνης της Ένωσης για τις ζημίες που προκλήθηκαν σε αποσπασμένο εθνικό υπάλληλο.

105

Συγκεκριμένα, οι υπαλληλικές διαφορές βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών που αφορούν την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας σε υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού, υπόκεινται σε κανόνες διαφορετικούς και ειδικούς σε σχέση με εκείνους που απορρέουν από τις γενικές αρχές οι οποίες διέπουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στο πλαίσιο του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, από τον ΚΥΚ προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τους άλλους ιδιώτες, ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης συνδέεται με το θεσμικό ή άλλο όργανο στο οποίο εργάζεται με έννομη σχέση απασχόλησης που βασίζεται σε ισορροπία συγκεκριμένων αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, στοιχείο που αντανακλάται στο καθήκον μέριμνας του θεσμικού οργάνου έναντι του ενδιαφερομένου (βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Petrilli, T‑143/09 P, EU:T:2010:531, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, απλώς και μόνον η διαπίστωση παρανομίας αρκεί για να θεωρηθεί ότι πληρούται η πρώτη από τις τρεις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Ένωσης για τις ζημίες που υπέστησαν οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της λόγω παραβίασης του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Επιτροπή κατά Q, T‑80/09 P, EU:T:2011:347, σκέψη 45). Για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 44 της παρούσας απόφασης, οι αρχές αυτές έχουν εφαρμογή mutatis mutandis σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη.

106

Επομένως, πρέπει να εξετασθεί, σε ένα δεύτερο στάδιο, αν η διαπιστωθείσα παρανομία προκάλεσε στην προσφεύγουσα πραγματική και βέβαιη ηθική βλάβη, διασφαλιζομένου, συναφώς, ότι η βλάβη αυτή αποτελεί άμεση συνέπεια της εν λόγω παρανομίας (πρβλ. απόφαση της 4ης Απριλίου 2017, Διαμεσολαβητής κατά Staelen, C‑337/15 P, EU:C:2017:256, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, μολονότι η πρόταση αποδεικτικού μέσου δεν θεωρείται κατ’ ανάγκην προϋπόθεση για την αναγνώριση ηθικής βλάβης, εντούτοις στον ενάγοντα εναπόκειται να αποδείξει ότι η προσαπτόμενη στο οικείο θεσμικό όργανο συμπεριφορά μπορούσε να του προκαλέσει τέτοια ζημία (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C‑481/07 P, SELEX Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, C‑481/07 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:461, σκέψη 38).

107

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη ηθική βλάβη λόγω των ζημιών που προκλήθηκαν, συνεπεία της μετακίνησής της, στην υγεία της, στην ακεραιότητά της, στην αξιοπρέπειά της και στην επαγγελματική φήμη της. Επικαλείται επίσης τα αισθήματα αδικίας και άγχους που της προκάλεσε η ανάγκη προσφυγής στη δικαστική οδό για την αναγνώριση των δικαιωμάτων της. Επιπλέον, υπενθυμίζει ότι η μετακίνησή της και ο «υποβιβασμός» της αποτελούσαν άμεση συνέπεια της καταγγελίας της για φερόμενες δυσλειτουργίες εντός της EUPM.

108

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μετακίνηση, από θέση «senior» σε θέση «μη senior», η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο καταγγελίας φερόμενων δυσλειτουργιών και κρίθηκε παράνομη για τον λόγο ότι ενέχει κατάχρηση εξουσίας, ενδέχεται να προκαλέσει στον ενδιαφερόμενο, μεταξύ άλλων, αισθήματα προσβολής της ακεραιότητας και της αξιοπρέπειας, αδικίας και άγχους, προξενώντας ηθική βλάβη η οποία πρέπει να αποκατασταθεί. Επιπλέον, η βλάβη αυτή συνδέεται άμεσα με τον παράνομο χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων και ο παράνομος αυτός χαρακτήρας συνιστά την καθοριστική αιτία της βλάβης. Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από ιατρική βεβαίωση της 23ης Αυγούστου 2010, την οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα και από την οποία προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η μετακίνησή της και οι σχετικές με αυτήν περιστάσεις είχαν αντίκτυπο στην ψυχική υγεία της.

109

Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επιδίκαση ποσού 30000 ευρώ, υπολογιζόμενου ex æquo et bono, συνιστά πρόσφορη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα λόγω της μετακίνησής της, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, στην Μπάνια Λούκα.

110

Δεύτερον, όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας περί ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε από την ηθική της παρενόχληση, η προσφεύγουσα κάνει λόγο, πέραν της μετακίνησης και του «υποβιβασμού» που προέβλεπαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, και για άλλες πράξεις, είτε προγενέστερες είτε μεταγενέστερες των εν λόγω αποφάσεων. Η προσφεύγουσα επικαλείται, ως ένδειξη ενός πλαισίου παρενόχλησης προγενέστερου των προσβαλλομένων αποφάσεων, τον αποκλεισμό της από τις κύριες δραστηριότητες της EUPM κατά τη διάρκεια της απόσπασής της και, ως ενδείξεις μεταγενέστερες των εν λόγω αποφάσεων, τους περιορισμούς τηλεφωνικής πρόσβασης στο γενικό αρχηγείο της EUPM, ένα «πολύ επιθετικό» μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο κλήθηκε να αδειάσει το γραφείο της και αδικαιολόγητες δυσχέρειες όσον αφορά τη λήψη άδειας. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα κάνει λόγο για πρόσθετες πράξεις τις οποίες θεωρεί ως πράξεις παρενόχλησης, όπως η μερική ακύρωση μιας αποστολής, η μείωση του υπολοίπου της αδείας της, ο αποκλεισμός της από το συμβούλιο συντονισμού μεταξύ ανδρών και γυναικών και η μη παράταση των καθηκόντων της ως προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου.

111

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή καθεαυτήν ως ηθική παρενόχληση, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσήκουσα ικανοποίηση της συνολικής ηθικής βλάβης που υπέστη η προσφεύγουσα λόγω της μετακίνησής της στην Μπάνια Λούκα με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις έχει ήδη αναγνωριστεί (βλ. σκέψεις 97 έως 109 της παρούσας απόφασης). Στο πλαίσιο αυτό, ελήφθησαν επίσης υπόψη οι αρνητικές συνέπειες των εν λόγω αποφάσεων στην πνευματική υγεία της προσφεύγουσας. Οι λοιπές περιστάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύουν, βάσει των προσκομισθέντων στοιχείων, ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εντάσσονταν σε σειρά πράξεων ηθικής παρενόχλησης. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να επιδικαστεί πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε από την ηθική παρενόχληση της προσφεύγουσας.

112

Τρίτον, όσον αφορά το αίτημα αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας ύψους 8000 ευρώ την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα από το γεγονός ότι, λόγω της αναρρωτικής άδειας που έλαβε συνεπεία της ηθικής παρενόχλησης, δεν μπόρεσε να λάβει το επίδομα αποστολής, διαπιστώνεται ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη του Συμβουλίου για τον λόγο αυτόν.

113

Συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν είναι αρκούντως ακριβή και σαφή ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης. Ειδικότερα, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της φερόμενης ηθικής παρενόχλησης και των προβλημάτων υγείας λόγω των οποίων έλαβε την αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια της οποίας δεν της χορηγήθηκε το επίδομα αποστολής. Στο μέτρο που η προσφεύγουσα αναφέρεται σε ιατρική βεβαίωση, διαπιστώνεται ότι, μολονότι στη βεβαίωση αυτή γίνεται σαφώς λόγος για την ύπαρξη «καταθλιπτικής διαταραχής» της προσφεύγουσας λόγω της ηθικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, εντούτοις δεν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω διαταραχή οφείλεται σε ηθική παρενόχληση, δεδομένου ότι, για να συναγάγει την ύπαρξη της παρενόχλησης, ο συντάκτης της βεβαίωσης στηρίχθηκε κατ’ ανάγκην αποκλειστικώς στην εκ μέρους της προσφεύγουσας περιγραφή των συνθηκών εργασίας της εντός της EUPM (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 111 της παρούσας απόφασης, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη περιστάσεων που μπορούν να θεωρηθούν ως ενδεικτικές της ύπαρξης ενός πλαισίου ηθικής παρενόχλησης. Εξάλλου, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση περί συνεχίσεως της ασκήσεως υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της αποσπάσεώς της, παραιτούμενη έτσι από το επίδομα αποστολής, χωρίς να αποδείξει ότι δεν μπορούσε να λάβει το επίμαχο επίδομα κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής της άδειας.

114

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να γίνει δεκτό κατά το μέρος που αφορά την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

Επί των αιτημάτων λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας

115

Η προσφεύγουσα ζήτησε τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991. Με τα αιτήματα αυτά, η προσφεύγουσα ζήτησε την προσκόμιση εγγράφου το οποίο φέρεται ότι απηύθυνε ο διοικητής των μη στρατιωτικών επιχειρήσεων της EUPM στις ιταλικές αρχές σχετικά με την αδικαιολόγητη απουσία της από την EUPM, καθώς και την προσκόμιση εγγράφων σχετικών με την πολιτική της EUPM στον τομέα του εμβολιασμού, η οποία ίσχυε τον Νοέμβριο του 2009.

116

Τα αιτήματα αυτά, στο μέτρο που δεν περιέχουν καμία κρίσιμη ένδειξη βάσει της οποίας να μπορεί να εκτιμηθεί η χρησιμότητά τους για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, πρέπει να απορριφθούν.

Επί των δικαστικών εξόδων

117

Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, με τις αποφάσεις που εκδίδει κατόπιν αναιρέσεως και αναπομπής, επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία. Στο μέτρο που, με τη δεύτερη αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση κατόπιν αναπομπής και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί του συνόλου των δικαστικών εξόδων που αφορούν τις ενώπιόν του διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και της διαδικασίας μετά την πρώτη αναπομπή, καθώς και επί των δικαστικών εξόδων που αφορούν τις αναιρετικές διαδικασίες στις υποθέσεις C‑455/14 P και C‑413/18 P.

118

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

119

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Ωστόσο, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και μέρος των εξόδων του αντιδίκου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, μέρος μόνον των εξόδων του αντιδίκου ή ότι, ενδεχομένως, δεν πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα αυτά.

120

Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως και ιδίως του γεγονότος ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, μετά από σειρά δικών, κατά το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων του, πρέπει αυτό να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα και το ίδιο, και τα οποία αφορούν την παρούσα διαδικασία, καθώς και τις διαδικασίες στις υποθέσεις T‑271/10, T‑271/10 R, T‑271/10 RENV, C‑455/14 P και C‑413/18 P. Όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας να επιδικασθούν τόκοι επί των δικαστικών εξόδων με επιτόκιο 8 %, αρκεί η διαπίστωση ότι το αίτημα αυτό υποβάλλεται πρόωρα και πρέπει να κριθεί, ενδεχομένως, στο πλαίσιο διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση της 7ης Απριλίου 2010, που υπογράφεται από τον διευθυντή προσωπικού της Αστυνομικής Αποστολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPM) στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, με την οποία η Η μετακινήθηκε στη θέση Criminal Justice Adviser – Prosecutor στο περιφερειακό γραφείο της Μπάνια Λούκα (Βοσνία-Ερζεγοβίνη), και την απόφαση της 30ής Απριλίου 2010, που υπογράφεται από τον κατά το άρθρο 6 της αποφάσεως 2009/906/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με την Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPM) στη [Βοσνία-Ερζεγοβίνη] , Αρχηγό της αποστολής αυτής, και με την οποία διευκρινίστηκε ο επιχειρησιακός λόγος της μετακίνησής της.

 

2)

Υποχρεώνει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταβάλει στη H το ποσό των 30000 ευρώ.

 

3)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

 

4)

Το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η H στην παρούσα υπόθεση, καθώς και στις υποθέσεις T‑271/10, T‑271/10 R, T‑271/10 RENV, C‑455/14 P και C‑413/18 P.

 

Collins

Kreuschitz

Csehi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 18 Νοεμβρίου 2020.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.