17.7.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 195/7


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία) στις 4 Μαΐου 2010 — F-Tex SIA κατά «Jadecloud-Vilma»

(Υπόθεση C-213/10)

2010/C 195/12

Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική

Αιτούν δικαστήριο

Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία)

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα πρωτοδίκως-αναιρεσίβλητη: F-Tex SIA.

Εναγομένη πρωτοδίκως-αναιρεσείουσα: UAB Jadecloud Vilma.

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχοντας υπόψη τις αποφάσεις του Δικαστηρίου Gourdain κατά Nadler, και Seagon κατά Deko Marty Belgium, πρέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 (1), και το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 (2), να ερμηνευθούν υπό την έννοια

α)

ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφανθεί επί παυλιανής αγωγής που απορρέει άμεσα από την εν λόγω διαδικασία ή συνδέεται στενά με αυτήν και ότι τυχόν εξαιρέσεις από την ως άνω δικαιοδοσία μπορούν να στηρίζονται μόνο σε άλλες διατάξεις του κανονισμού 1346/2000;

β)

ότι η παυλιανή αγωγή του μοναδικού πιστωτή επιχειρήσεως κατά της οποίας κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας σε κράτος μέλος, όταν

ασκείται σε άλλο κράτος μέλος,

στηρίζεται σε απαίτηση έναντι τρίτου την οποία του εκχώρησε ο σύνδικος της πτωχεύσεως με σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας και με συνέπεια τον περιορισμό των απαιτήσεων που δύναται να προβάλει ο σύνδικος εντός του πρώτου κράτους μέλους και

δεν συνεπάγεται κανέναν κίνδυνο για τυχόν λοιπούς πιστωτές

πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στον τομέα των αστικών και εμπορικών υποθέσεων κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001;

2)

Πρέπει το δικαίωμα του ενάγοντος για αποτελεσματική δικαστική προστασία, το οποίο, αφενός, έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να γίνει αντιληπτό και να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι

α)

τα εθνικά δικαστήρια που έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν επί παυλιανής αγωγής κατ’ εφαρμογήν (αναλόγως της σχέσεως της αγωγής αυτής με τη διαδικασία αφερεγγυότητας) είτε του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 είτε του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, δεν είναι δυνατόν να κρίνουν αμφότερα ότι είναι αναρμόδια;

β)

όταν το δικαστήριο του ενός κράτους μέλους έχει απορρίψει την παυλιανή αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αναρμοδιότητάς του, το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους μπορεί αυτεπαγγέλτως να κρίνει εαυτό αρμόδιο προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα του ενάγοντος για πρόσβαση στη δικαιοσύνη, μολονότι βάσει των κανόνων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί διεθνούς δικαιοδοσίας δεν δύναται να εκδώσει τέτοια απόφαση;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 160, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).