19.6.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 161/26 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (Γερμανία) στις 2 Απριλίου 2010 — Peter Köhler κατά Land Hessen
(Υπόθεση C-160/10)
(2010/C 161/35)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Verwaltungsgericht Frankfurt am Main
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγων: Peter Köhler
Καθού: Land Hessen
Προδικαστικά ερωτήματα
1) |
Εξυπηρετούν οι ρυθμίσεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα της Έσσης (στο εξής: Hessisches Beamtengesetz), που προβλέπουν όριο ηλικίας για τους δημόσιους υπαλλήλους, η συμπλήρωση του οποίου συνεπάγεται κατ’ αρχήν τη συνταξιοδότησή τους, σκοπό γενικού συμφέροντος κατά το δίκαιο της Ενώσεως; Ειδικότερα, τίθενται κυρίως τα ακόλουθα επιμέρους ερωτήματα:
|
2) |
Ποιες είναι οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να θεωρηθεί λογική και πρόσφορη η ρύθμιση του ορίου ηλικίας υπό την έννοια των ρυθμίσεων που περιέχονται στον Hessisches Beamtengesetz; Απαιτούνται ειδικότερες έρευνες, για να προσδιοριστεί ο –προβλεπόμενος–αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι θα παραμένουν οικειοθελώς στην υπηρεσία τους μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, σε σχέση με τον αριθμό εκείνων, οι οποίοι λαμβάνουν πλήρη σύνταξη με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας και για τον λόγο αυτό επιθυμούν σε κάθε περίπτωση να αποχωρήσουν από την υπηρεσία; Δεν θα ήταν λογικό να δοθεί προτεραιότητα στην οικειοθελή αποχώρηση έναντι της αναγκαστικής αποχωρήσεως, εφόσον ληφθεί μέριμνα μέσω ρυθμίσεων για τη μείωση της συντάξεως σε περίπτωση που αυτή λαμβάνεται πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, ώστε να αποφεύγονται μη προσήκουσες δαπάνες στον προϋπολογισμό των συντάξεων καθώς και με τις δαπάνες αυτές συνδεόμενες δαπάνες προσωπικού (εθελοντική αποχώρηση αντί για αναγκαστική, ως πιο πρόσφορη και κατ’ αποτέλεσμα όχι λιγότερο κατάλληλη ρύθμιση); Μπορεί να θεωρηθεί προσήκον και αναγκαίο το να τεκμαίρεται γενικά και αμάχητα για τους δημόσιους υπαλλήλους ότι με τη συμπλήρωση ορισμένου ανώτατου ορίου ηλικίας, όπως εν προκειμένω η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, δεν είναι πλέον ικανοί να εργάζονται και εκ του λόγου τούτου να λήγει αυτόματα η δημοσιοϋπαλληλική σχέση; Είναι πρόσφορο, να συνδεθεί η κατ’ αρχήν δυνατή περαιτέρω απασχόληση με δημοσιοϋπαλληλική σχέση τουλάχιστον μέχρι τη συμπλήρωση του 68ου έτους της ηλικίας αποκλειστικά με ιδιαίτερα συμφέροντα του εργοδότη, ενώ σε περίπτωση έλλειψης τέτοιων συμφερόντων να επέρχεται αναγκαστικά η λήξη της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως χωρίς οποιαδήποτε νομική δυνατότητα ενός νέου διορισμού με δημοσιοϋπαλληλική σχέση; Οδηγεί η ρύθμιση του ορίου ηλικίας, η οποία συνεπάγεται την υποχρεωτική αποχώρηση από την απασχόληση, αντί να περιορίζεται στη θεμιτή θέσπιση των προϋποθέσεων αξιώσεως πλήρους συντάξεως σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, σε μη προσήκουσα υποτίμηση των αναγκών των μεγαλύτερων σε ηλικία σε σχέση με τις κατ’ αρχήν μη υψηλότερης αξίας ανάγκες των νεότερων σε ηλικία; Εφόσον αναγνωρίζεται ως θεμιτός ο σκοπός της αποφυγής του βάρους νέων προσλήψεων ή/και προαγωγών, ανακύπτει το ζήτημα πώς μπορεί να αποδειχθεί σε ποιο βαθμό χρησιμοποιούνται πράγματι οι αντίστοιχες δυνατότητες από κάθε μεμονωμένο εργοδότη που εφαρμόζει τη ρύθμιση του ορίου ηλικίας ή από όλους τους εργοδότες που εμπίπτουν στη νομοθετική ρύθμιση, συμπεριλαμβανομένης ή μη της αγοράς εργασίας γενικώς; Είναι πρόσφορο και αναγκαίο, ενόψει των ήδη διακρινόμενων και οφειλόμενων σε δημογραφικούς λόγους κενών στην αγορά εργασίας, ενόψει της επικείμενης ανάγκης για κάθε είδους ειδικευμένο προσωπικό, ακόμη και στις δημόσιες υπηρεσίες του ομόσπονδου κράτους ή των ομόσπονδων κρατών, να εξαναγκαστούν σήμερα οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι είναι ικανοί και επιθυμούν να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους, να αποχωρήσουν από τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση, παρόλο που σύντομα θα υπάρξει στο μέλλον μεγάλη ανάγκη για προσωπικό, η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί από την αγορά εργασίας; Απαιτούνται επομένως δεδομένα για την αγορά εργασίας, που αναφέρονται σε κάθε κλάδο χωριστά, τα οποία κατά περίπτωση θα έπρεπε να συγκεντρωθούν αργότερα; |
3) |
Ποιες απαιτήσεις θα πρέπει να τεθούν, ώστε οι ρυθμίσεις του ομόσπονδου κράτους της Έσσης και ενδεχομένως και οι ομοσπονδιακές ρυθμίσεις περί ορίου ηλικίας να έχουν συνοχή; Μπορεί η σχέση μεταξύ του άρθρου 50, παράγραφος 1, και του άρθρου 50, παράγραφος 3, του Hessisches Beamtengesetz να θεωρηθεί μη αντιφατική, όταν η κατ’ αρχήν δυνατή παραμονή στη θέση εργασίας μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τα συμφέροντα του εργοδότη; Μήπως το άρθρο 50, παράγραφος 3, του Hessisches Beamtengesetz θα έπρεπε να ερμηνευτεί σύμφωνα με την οδηγία κατά τρόπο ώστε για την αποφυγή μιας μη προσήκουσας διακρίσεως λόγω ηλικίας να απαιτείται η συνέχιση της απασχολήσεως σε κάθε περίπτωση που δεν συντρέχουν αντίθετοι υπηρεσιακοί λόγοι; Ποιες προϋποθέσεις θα έπρεπε ενδεχομένως να τεθούν σχετικά με τη συνδρομή τέτοιων λόγων; Πρέπει μήπως να γίνει συναφώς δεκτό ότι η συνέχιση της απασχολήσεως για υπηρεσιακούς λόγους επιβάλλεται όταν σε αντίθετη περίπτωση θα επερχόταν μη δικαιολογημένη διάκριση λόγω ηλικίας; Πώς θα μπορούσε μια τέτοιου είδους επιβαλλόμενη ερμηνεία του άρθρου 50, παράγραφος 3, του Hessisches Beamtengesetz να εφαρμοστεί, παρά την εν τω μεταξύ επελθούσα λήξη της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως, ώστε να υπάρξει συνέχιση ή αναβίωση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως του προσφεύγοντος; Θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή να μην τύχει εφαρμογής το άρθρο 50, παράγραφος 1, του Hessisches Beamtengesetz, τουλάχιστο μέχρι τη συμπλήρωση του 68ου έτους της ηλικίας; Είναι προσήκον και αναγκαίο αφενός να δυσχεραίνεται η οικειοθελής αποχώρηση λόγω συνταξιοδοτήσεως από τη συμπλήρωση του 60ού ή/και του 63ου έτους της ηλικίας μέσω μιας μόνιμης μειώσεως της συντάξεως και αφετέρου να αποκλείεται η οικειοθελής παραμονή στη θέση εργασίας πέραν του 65ου έτους, εάν ο εργοδότης δεν έχει κατ’ εξαίρεση κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον για συνέχιση της απασχολήσεως; Αίρεται ο προσήκων και αναγκαίος χαρακτήρας της ρυθμίσεως του ορίου ηλικίας του άρθρου 50, παράγραφος 1, του Hessisches Beamtengesetz, λόγω των ευνοϊκότερων ρυθμίσεων που ισχύουν αφενός για τους απασχολούμενους με μειωμένο ωράριο λόγω ηλικίας και αφετέρου για τους έκτακτους δημόσιους υπαλλήλους; Ποια σημασία έχουν για τη συνοχή οι διάφορες ρυθμίσεις του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, του εργατικού δικαίου και του δικαίου κοινωνικών ασφαλίσεων, οι οποίες επιδιώκουν αφενός μια διαρκή αύξηση του ορίου ηλικίας, με τη συμπλήρωση του οποίου μπορεί να λάβει κανείς πλήρη σύνταξη, αφετέρου απαγορεύουν την καταγγελία λόγω συμπληρώσεως της προβλεπόμενης ηλικίας κανονικής συνταξιοδοτήσεως, ενώ προβλέπουν την αναγκαστική λήξη της σχέσεως απασχολήσεως με τη συμπλήρωση ακριβώς αυτής της ηλικίας; Έχει σημασία για τη συνοχή το γεγονός ότι η σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας στην κοινωνική ασφάλιση και στο υπαλληλικό δίκαιο της ομοσπονδίας και ορισμένων ομόσπονδων κρατών εξυπηρετεί πρώτιστα το συμφέρον των απασχολούμενων να ενταχθούν όσο το δυνατόν πιο αργά στις αυστηρές προϋποθέσεις της πλήρους συντάξεως; Μήπως τα ζητήματα αυτά δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, διότι δεν έχει συντελεστεί για τους δημόσιους υπαλλήλους που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Hessisches Beamtengesetz ακόμα καμία αύξηση των ορίων ηλικίας, παρόλο που η αύξηση αυτή θα ισχύσει προσεχώς για τους απασχολούμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου; |
(1) Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (EE L 303, σ. 16).