ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 5ης Ιουλίου 2012 ( *1 )

«Πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία — Κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών — Κανονισμός (ΕΚ) 2100/94 — Προνόμιο του καλλιεργητή — Έννοια της “δίκαιης αμοιβής” — Επανόρθωση της επελθούσας ζημίας — Παραβίαση»

Στην υπόθεση C-509/10,

με αντικείμενο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛEΕ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Γερμανία), με απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Οκτωβρίου 2010, στη διαδικασία

Josef Geistbeck,

Thomas Geistbeck

κατά

Saatgut-Treuhandverwaltungs GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, E. Levits (εισηγητή), J.-J. Kasel και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιανουαρίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

οι J. και Τ. Geistbeck, εκπροσωπούμενοι από τους J. Beismann και M. Miersch, Rechtsanwälte,

η Saatgut-Treuhandverwaltungs GmbH, εκπροσωπούμενη από τους K. von Gierke και C. von Gierke, Rechtswälte,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις X. Βασάκου και A.-E. Βασιλοπούλου,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον F. Díez Moreno,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Schima και F. Wilman καθώς και από την M. Vollkommer,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Μαρτίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ L 227, σ. 1), καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) 1768/95 της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση εκτελεστικών κανόνων σχετικά με την γεωργική εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 (ΕΕ L 173, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2605/98 της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 1998 (ΕΕ L 328, σ. 6, στο εξής: κανονισμός 1768/95).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των J. και T. Geistbeck, οι οποίοι είναι καλλιεργητές, και, αφετέρου, της Saatgut-Treuhandverwaltungs GmbH (στο εξής: STV), η οποία εκπροσωπεί τα συμφέροντα των δικαιούχων των προστατευομένων φυτικών ποικιλιών Kuras, Quarta, Solara και Marabel, σχετικά με την πλημμελώς δηλωθείσα φύτευση των εν λόγω φυτικών ποικιλιών από τους αναιρεσείοντες της κύριας δίκης.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός 2100/94

3

Το άρθρο 11 του κανονισμού 2100/94 ορίζει ότι το πρόσωπο υπέρ του οποίου αναγνωρίζεται το κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας είναι ο «δημιουργός», δηλαδή «το πρόσωπο που δημιούργησε ή ανακάλυψε και ανέπτυξε την ποικιλία ή ο διάδοχός του».

4

Το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού, το οποίο τιτλοφορείται «Δικαιώματα του κατόχου κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας και απαγορευμένες πράξεις», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Σύμφωνα με το κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας, ο κάτοχος ή οι κάτοχοι κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, καλούμενος εφεξής “κάτοχος”, δικαιούται να προβαίνει στις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 15 και 16, για τις ακόλουθες πράξεις όσον αφορά τα συστατικά ποικιλίας, ή τα συγκομισθέντα υλικά της προστατευόμενης ποικιλίας, καλούμενα και τα δύο εφεξής “υλικό”, απαιτείται η άδεια του κατόχου:

α)

παραγωγή ή αναπαραγωγή (πολλαπλασιασμός)·

[…]

Ο κάτοχος μπορεί να χορηγεί την άδεια αυτή υπό όρους και περιορισμούς.

[…]»

5

Το άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού, που τιτλοφορείται «Παρέκκλιση από τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικής ποικιλίας», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα κατωτέρω:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13, παράγραφος 2, και για τη διασφάλιση της γεωργικής παραγωγής, οι καλλιεργητές επιτρέπεται να χρησιμοποιούν, για σκοπούς αναπαραγωγής σε αγρό της εκμετάλλευσής τους, το προϊόν της συγκομιδής το οποίο έλαβαν φυτεύοντας, στην εκμετάλλευσή τους, πολλαπλασιαστικό υλικό μιας ποικιλίας, εκτός των υβριδίων ή των σύνθετων ποικιλιών, η οποία καλύπτεται από κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικών ποικιλιών.»

6

Συναφώς, το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Οι προϋποθέσεις της παρεκκλίσεως που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και διασφάλισης των έννομων συμφερόντων του δημιουργού της φυτικής ποικιλίας και του καλλιεργητή καθορίζονται, πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, με εκτελεστικούς κανόνες που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 114, βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

[…]

οι μικροκαλλιεργητές δεν υποχρεούνται να καταβάλλουν αμοιβή στον κάτοχο· […]

[…]

οι λοιποί καλλιεργητές θα υποχρεούνται να καταβάλλουν στον κάτοχο μια δίκαιη αμοιβή, η οποία είναι αισθητά χαμηλότερη από το ποσό που καταβάλλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού της ίδιας ποικιλίας στην ίδια περιοχή· το πραγματικό επίπεδο της δίκαιης αυτής αμοιβής μπορεί να μεταβάλλεται με το χρόνο, ανάλογα με την έκταση στην οποία γίνεται χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, για την συγκεκριμένη ποικιλία,

[…]

οι καλλιεργητές και οι μεταποιητές παρέχουν, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, κατάλληλες πληροφορίες στους κατόχους· […]».

7

Το άρθρο 94 του κανονισμού αυτού, που αφορά τις αστικές αγωγές που μπορούν να ασκηθούν σε περίπτωση που η χρήση φυτικής ποικιλίας συνιστά παραβίαση, ορίζει τα εξής:

«1.   Κάθε πρόσωπο το οποίο:

α)

επιχειρεί πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 2, όσον αφορά μία ποικιλία για την οποία έχει παραχωρηθεί κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας, χωρίς να είναι εξουσιοδοτημένο προς τούτο

[…]

μπορεί να υποχρεωθεί από τον κάτοχο σε παύση της παραβίασης ή σε καταβολή εύλογης αποζημίωσης ή και στα δύο.

2.   Κάθε πρόσωπο το οποίο ζημιώνει άλλον από δόλο ή αμέλεια έχει επιπλέον υποχρέωση να αποζημιώσει τον κάτοχο για την περαιτέρω ζημία που προξενήθηκε από την παραβίαση. Σε περίπτωση ελαφράς αμέλειας, η αξίωση αυτή μπορεί να μειωθεί ανάλογα με το βαθμό της ελαφράς αμέλειας, δεν μπορεί όμως να είναι κατώτερη του οφέλους που αποκόμισε ο παραβάτης από την παραβίαση.»

8

Το άρθρο 97 του κανονισμού αυτού διέπει τη συμπληρωματική εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τις παραβάσεις, η δε παράγραφός του 1 έχει ως εξής:

«Εάν ο υπέχων την ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 94 αποκόμισε, λόγω της παράβασης, όφελος εις βάρος του κατόχου ή του έχοντος το δικαίωμα εκμετάλλευσης, τότε, όσον αφορά την απόδοση, τα αρμόδια δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 101 ή 102, εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.»

Ο κανονισμός 1768/95

9

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1768/95 ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 1 θα πρέπει να εφαρμόζονται τόσο από τον κάτοχο, ο οποίος εκπροσωπεί το δημιουργό, όσο και από τον καλλιεργητή κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζονται τα νόμιμα συμφέροντα και των δύο.»

10

Ως προς το ύψος της δίκαιης αμοιβής που οφείλεται στον κάτοχο, το άρθρο 5 του κανονισμού 1768/95 του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.   Το ύψος της δίκαιης αμοιβής που θα πρέπει να καταβληθεί στον κάτοχο βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση του βασικού κανονισμού μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης μεταξύ του κατόχου και του ενδιαφερόμενου καλλιεργητή.

2.   Στις περιπτώσεις όπου δεν έχει συναφθεί ή δεν ισχύει μια τέτοια σύμβαση, το ύψος της αμοιβής θα είναι αισθητά χαμηλότερο από το ποσό που καταβάλλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή [πολλαπλασιαστικού] υλικού της κατώτερης κατηγορίας που πληροί τις προϋποθέσεις για επίσημη πιστοποίηση, της ίδιας ποικιλίας στην ίδια περιοχή.

[…]

5.   Όταν, στην περίπτωση της παραγράφου 2, δεν εφαρμόζεται μία σύμβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αμοιβή που πρέπει να καταβληθεί ανέρχεται στο 50 % των ποσών που χρεώνονται για την παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 2.

[…]»

11

Το άρθρο 14 του κανονισμού αυτού, που αφορά την εκ μέρους του κατόχου παρακολούθηση της συμμόρφωσης των καλλιεργητών προς τις υποχρεώσεις τους, προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα κατωτέρω:

«Για την εκ μέρους του κατόχου παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του άρθρου 14 του βασικού κανονισμού, όπως αυτή ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του καλλιεργητή, ο καλλιεργητής θα πρέπει, μετά από αίτηση του κατόχου:

α)

να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να υποστηρίζουν τις πληροφορίες που χορηγεί βάσει του άρθρου 8, με παρουσίαση των διαθέσιμων σχετικών εγγράφων όπως τιμολόγια, χρησιμοποιούμενες επισημάνσεις ή οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέσο όπως αυτό που απαιτείται βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σχετικά με:

την παροχή υπηρεσιών μεταποίησης του προϊόντος συγκομιδής μίας ποικιλίας του κατόχου προς καλλιέργεια, από οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο

ή

στην περίπτωση του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, την προμήθεια πολλαπλασιαστικού υλικού μίας ποικιλίας του κατόχου,

ή μέσω της επίδειξης της γης ή των εγκαταστάσεων αποθήκευσης·

β)

να παρέχει τις αποδείξεις που απαιτούνται βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ή [του άρθρου] 7, παράγραφος 5, ή να προσφέρει πρόσβαση σ’ αυτές.»

12

Το άρθρο 18 του κανονισμού 1768/95 έχει ως εξής:

«1.   Το πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 17 μπορεί να διωχθεί δικαστικώς από τον κάτοχο προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, όπως αυτές ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Εάν κάποιο τέτοιο πρόσωπο επανειλημμένως και σκοπίμως δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση που απορρέει βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση του βασικού κανονισμού, σχετικά με μία ή περισσότερες ποικιλίες του ίδιου κατόχου, η ευθύνη αποζημίωσης του κατόχου για οποιαδήποτε περαιτέρω ζημία βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού θα πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον ένα συνολικό ποσό, το οποίο υπολογίζεται βάσει του τετραπλάσιου του μέσου ποσού που καταβάλλεται για τη, βάσει αδείας, παραγωγή αντίστοιχης ποσότητας πολλαπλασιαστικού υλικού προστατευόμενων ποικιλιών του συγκεκριμένου φυτικού είδους στην ίδια περιοχή, με την επιφύλαξη αποζημίωσης οποιασδήποτε μεγαλύτερης ζημίας.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13

Μεταξύ του 2001 και του 2004, οι J. και Τ. Geistbeck προέβησαν, αφού ενημέρωσαν σχετικώς την STV, σε φύτευση των προστατευόμενων ποικιλιών Kuras, Quarta, Solara και Marabel. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια ελέγχου, η STV διαπίστωσε ότι οι πραγματικά καλλιεργούμενες ποσότητες υπερέβαιναν τις δηλωθείσες, σε ορισμένες μάλιστα φορές κατά το τριπλάσιο. Ως εκ τούτου, η STV αξίωσε να της καταβληθεί το ποσό των 4576,15 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην οφειλόμενη αμοιβή. Δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης κατέβαλαν μόνον το ήμισυ του ζητούμενου ποσού, η STV άσκησε αγωγή με αίτημα την καταβολή του υπολειπόμενου ποσού καθώς και την επιστροφή των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε πριν από την έναρξη του δικαστικού αγώνα, ύψους 141,05 ευρώ.

14

Η STV δικαιώθηκε πρωτοδίκως. Η έφεση που άσκησαν οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης απορρίφθηκε. Κατόπιν τούτου, οι J. και Τ. Geistbeck άσκησαν αίτηση αναίρεσης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

15

Στηριζόμενο στην απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 10 Απριλίου 2003 στην υπόθεση C-305/00, Schulin (Συλλογή 2003, σ. I-3525), το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο καλλιεργητής που δεν εκπληρώνει δεόντως την υποχρέωση πληροφόρησης που υπέχει έναντι του δικαιούχου της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας δεν μπορεί να επικαλείται το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 και δύναται να εναχθεί ως υπεύθυνος της προβλεπόμενης στο άρθρο 94 του εν λόγω κανονισμού παραβάσεως, καθώς και να υποχρεωθεί στην καταβολή εύλογης αποζημίωσης.

16

Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τον τρόπο υπολογισμού της «εύλογης αποζημίωσης» που οφείλεται στον δικαιούχο του προστατευόμενου δικαιώματος δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, καθώς και της αποζημίωσης που οφείλεται για την περαιτέρω ζημία κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου.

17

Κατά το αιτούν δικαστήριο, για τον υπολογισμό της εύλογης αποζημίωσης είναι δυνατόν να ληφθεί ως βάση είτε το μέσο ποσό που καταβάλλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού προστατευομένων ποικιλιών του συγκεκριμένου φυτικού είδους στην ίδια περιοχή είτε το οφειλόμενο αντάλλαγμα για επιτρεπόμενη φύτευση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 5, του κανονισμού 1768/95 (στο εξής: αμοιβή για επιτρεπόμενη φύτευση).

18

Στην πρώτη περίπτωση, ο παραβάτης οφείλει να καταβάλει το εν λόγω μέσο ποσό υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και βάσει των ίδιων τιμών που ισχύουν και για τους τρίτους, ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, μπορεί να αξιώσει την εφαρμογή της προνομιακής τιμής που επιφυλάσσεται υπέρ των καλλιεργητών, δηλαδή του 50 % των οφειλόμενων ποσών για τη βάσει αδείας παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού.

19

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης με τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει η εύλογη αποζημίωση, που οφείλει να καταβάλει ο καλλιεργητής στον κάτοχο κοινοτικού δικαιώματος επί προστατευομένων φυτικών ποικιλιών, σύμφωνα με το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, επειδή χρησιμοποίησε πολλαπλασιαστικό υλικό προστατευόμενης ποικιλίας που αποκτήθηκε με φύτευση [χωρίς να τηρήσει] τις υποχρεώσεις που ορίζει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94 και το άρθρο 8 του κανονισμού 1768/95, να υπολογίζεται βάσει του μέσου ποσού που καταβάλλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή αντίστοιχης ποσότητας πολλαπλασιαστικού υλικού προστατευομένων ποικιλιών του συγκεκριμένου φυτικού είδους στην ίδια περιοχή, ή πρέπει, αντ’ αυτού, να τεθεί ως βάση η (χαμηλότερη) αμοιβή που θα έπρεπε να καταβληθεί σε περίπτωση επιτρεπόμενης φύτευσης κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94 και το άρθρο 5 του κανονισμού 1768/95;

2)

Σε περίπτωση που πρέπει να τίθεται ως βάση μόνον η αμοιβή για την επιτρεπόμενη φύτευση, υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, και σε περίπτωση μιας μοναδικής υπαίτιας προσβολής εκ μέρους του καλλιεργητή, δύναται ο κάτοχος του κοινοτικού δικαιώματος επί προστατευομένων φυτικών ποικιλιών να υπολογίσει ένα κατ’ αποκοπή ποσό για την κατ’ εφαρμογή του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 αποκατάσταση της [περαιτέρω] ζημίας, βάσει του ποσού που καταβάλλεται για τη χορήγηση άδειας για την παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού;

3)

Επιτρέπεται ή ακόμη και επιβάλλεται, κατά τον υπολογισμό της […] κατά το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 [οφειλόμενης] εύλογης αποζημίωσης ή της κατά το άρθρο 94, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού οφειλόμενης αποκατάστασης της περαιτέρω ζημίας, να λαμβάνεται υπόψη το κόστος των ιδιαίτερα σημαντικών μέσων ελέγχου τα οποία χρησιμοποιεί οργανισμός που προστατεύει τα δικαιώματα μεγάλου αριθμού κατόχων δικαιωμάτων, κατά τρόπον ώστε να επιδικάζεται το διπλάσιο, αντιστοίχως, της αμοιβής που είθισται να συμφωνείται ή της αμοιβής που οφείλεται κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

20

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστούν τα στοιχεία εκείνα που παρέχουν τη δυνατότητα καθορισμού του ποσού της «εύλογης αποζημίωσης» που, κατά το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, οφείλει να καταβάλει ο καλλιεργητής που δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη και έκτη περίπτωση, του κανονισμού αυτού. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν πρέπει να χρησιμοποιήσει ως βάση υπολογισμού της αποζημίωσης αυτής την αμοιβή που οφείλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού της ίδιας ποικιλίας στην ίδια περιοχή, της αποκαλούμενης «αδείας Γ», ή την αμοιβή που οφείλεται σε περίπτωση επιτρεπόμενης φύτευσης κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94 και η οποία ανέρχεται, δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού 1768/95, στο 50 % των οφειλόμενων ποσών για τη βάσει αδείας παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού.

21

Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, η άδεια του κατόχου κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας είναι απαραίτητη, όσον αφορά τα συστατικά ποικιλίας ή τα συγκομισθέντα υλικά της προστατευόμενης ποικιλίας, ιδίως για την παραγωγή ή την αναπαραγωγή (πολλαπλασιασμό) και για την επεξεργασία με σκοπό την αναπαραγωγή, για την προσφορά προς πώληση, για την πώληση ή άλλου είδους διάθεση στην αγορά και για την αποθήκευση για τους λόγους αυτούς (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Schulin, σκέψη 46).

22

Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 14 του κανονισμού 2100/94 εισάγει παρέκκλιση από την αρχή σύμφωνα με την οποία απαιτείται άδεια του κατόχου κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Schulin, σκέψη 47), καθόσον προβλέπει ότι η χρήση του προϊόντος της συγκομιδής το οποίο λαμβάνουν οι καλλιεργητές, φυτεύοντας στην εκμετάλλευσή τους και για σκοπούς αναπαραγωγής σε αγρό, δεν υπόκειται στην άδεια του κατόχου κοινοτικού δικαιώματος, εφόσον οι οικείοι καλλιεργητές πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις ρητώς απαριθμούμενες στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου 14.

23

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο καλλιεργητής που δεν καταβάλλει στον κάτοχο δίκαιη αμοιβή οσάκις χρησιμοποιεί το προϊόν της συγκομιδής το οποίο έλαβε από τη φύτευση πολλαπλασιαστικού υλικού προστατευόμενης ποικιλίας δεν μπορεί να επικαλείται το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 και, κατ’ επέκταση, πρέπει να θεωρείται ότι τελεί μία από τις πράξεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, χωρίς να έχει τη σχετική άδεια (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Schulin, σκέψη 71).

24

Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης είναι παρόμοια με εκείνη καλλιεργητών που δεν έχουν καταβάλει τη δίκαιη αμοιβή του άρθρου 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94, στο μέτρο που οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, παραλείποντας να δηλώσουν τμήμα της ποσότητας του προϊόντος της συγκομιδής που φύτευσαν, δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωση καταβολής της εν λόγω αμοιβής.

25

Επομένως, η φύτευση σπόρων μη δηλωθέντων από τους αναιρεσείοντες της κύριας δίκης συνιστά, όπως ορθώς επισημαίνει και το αιτούν δικαστήριο, «παραβίαση» κατά την έννοια του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94. Κατά συνέπεια, ο τρόπος υπολογισμού εύλογης αποζημίωσης, όπως αυτή που οφείλουν οι J. και Τ. Geistbeck στην αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, πρέπει να καθοριστεί κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής.

26

Συναφώς, οι J. και Τ. Geistbeck υποστηρίζουν ότι, στο μέτρο που τα άρθρα 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, και 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 χρησιμοποιούν σχεδόν πανομοιότυπους όρους, η «εύλογη αποζημίωση» που οφείλεται δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 πρέπει να καθοριστεί βάσει της αμοιβής για επιτρεπόμενη φύτευση.

27

Εντούτοις, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

28

Συγκεκριμένα, πρώτον, διαπιστώνεται ότι, μολονότι στη γαλλική απόδοση του κανονισμού 2100/94 χρησιμοποιείται σε αμφότερες τις διατάξεις αυτές ο όρος «rémunération équitable», τούτο δεν ισχύει ως προς άλλες γλωσσικές αποδόσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αγγλική και η γερμανική, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 43 των προτάσεών του. Ως εκ τούτου, από το πανομοιότυπο γράμμα των εκφράσεων που χρησιμοποιούνται στις εν λόγω διατάξεις δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν την ίδια έννοια.

29

Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 14 του κανονισμού 2100/94, ως διάταξη που εισάγει παρέκκλιση από την αρχή της κοινοτικής προστασίας των φυτικών ποικιλιών, πρέπει να ερμηνεύεται στενά, οπότε δεν μπορεί να εφαρμόζεται σε πλαίσιο διαφορετικό από εκείνο το οποίο ρητώς προσδιορίζει το ίδιο αυτό άρθρο.

30

Συγκεκριμένα, όπως υπογράμμισε και ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 45 έως 47 των προτάσεών του, η έννοια της «δίκαιης αμοιβής» του άρθρου 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 5, του κανονισμού 1768/95, αποβλέπει στο να επιτύχει την εξισορρόπηση μεταξύ των νόμιμων συμφερόντων αμφότερων των κατηγοριών, δηλαδή των καλλιεργητών και των κατόχων δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών.

31

Αντιθέτως, το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, το γράμμα του οποίου δεν κάνει διάκριση αναλόγως της ιδιότητας του προσώπου που τελεί την παραβίαση, αφορά συγκεκριμένα την καταβολή εύλογης αποζημίωσης στο πλαίσιο αγωγής ασκούμενης δυνάμει του άρθρου αυτού.

32

Κατά συνέπεια, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, η αμοιβή για επιτρεπόμενη φύτευση, κατά την έννοια του άρθρου 14 του κανονισμού 2100/94, δεν μπορεί να επιλεγεί ως βάση υπολογισμού της «εύλογης αποζημίωσης» του άρθρου 94, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

33

Το αιτούν δικαστήριο προτείνει ως εναλλακτική βάση υπολογισμού της εν λόγω αποζημίωσης την αμοιβή για παραγωγή βάσει αδείας, βάσει δηλαδή της αδείας Γ.

34

Όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 23 της παρούσας απόφασης, ο καλλιεργητής που δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει, ειδικότερα, από το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του κανονισμού 1768/95, δεν μπορεί να επικαλείται το προνόμιο που απορρέει από τη διάταξη αυτή.

35

Για τον λόγο αυτό, ο οικείος καλλιεργητής πρέπει να θεωρείται ως τρίτος που τέλεσε μία από τις πράξεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, χωρίς να διαθέτει σχετική προς τούτο άδεια.

36

Στο μέτρο που το άρθρο 94 του κανονισμού 2100/94 αποσκοπεί στην επανόρθωση της ζημίας που υφίσταται ο κάτοχος δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών εναντίον του οποίου διαπράττεται παραβίαση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθόσον οι J. και Τ. Geistbeck δεν μπορούν να επικαλεστούν το «προνόμιο του καλλιεργητή», δηλαδή την παρέκκλιση από την αρχή της κοινοτικής προστασίας των φυτικών ποικιλιών που καθιερώνει το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, όπως προκύπτει από την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, το ύψος του ποσού στο οποίο ανέρχεται η ζημία αυτή είναι τουλάχιστον ισοδύναμο με το ποσό το οποίο θα όφειλε να καταβάλει ένας τρίτος αντί της χορηγήσεως αδείας Γ.

37

Ως εκ τούτου, για τον καθορισμό της «εύλογης αποζημίωσης» του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, ως βάση υπολογισμού πρέπει να ληφθεί ποσό ισοδύναμο με την αμοιβή για την παραγωγή βάσει αδείας.

38

Πρώτον, οι J. και Τ. Geistbeck αντιτάσσονται προς την ερμηνεία αυτή υποστηρίζοντας ότι το πολλαπλασιαστικό υλικό που προέρχεται από μια πρώτη συγκομιδή είναι κατώτερης ποιότητας από εκείνο περί του οποίου διαλαμβάνει το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94. Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν είναι βάσιμο διότι ο πολλαπλασιασμός του προστατευόμενου υλικού δεν μπορεί να επηρεάζει την ύπαρξη δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας συναρτώμενου με το υλικό αυτό.

39

Δεύτερον, οι J. και Τ. Geistbeck δεν μπορούν να υποστηρίζουν ούτε ότι το να λαμβάνεται ποσό ισοδύναμο με την οφειλόμενη αμοιβή για παραγωγή βάσει της αδείας Γ ως βάση υπολογισμού της «εύλογης αποζημίωσης» που πρέπει να καταβάλει, δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 ο καλλιεργητής ο οποίος δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του κανονισμού 1768/95, συνεπάγεται αναγνώριση του κυρωτικού χαρακτήρα της υποχρέωσης επανόρθωσης της ζημίας που επιβάλλουν οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου 94, χαρακτήρα τον οποίο αυτό δεν έχει.

40

Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης, ο καλλιεργητής που δεν επικαλέστηκε τις διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94 πρέπει να θεωρηθεί ως τρίτος που τέλεσε μία από τις πράξεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, χωρίς να διαθέτει σχετική προς τούτο άδεια. Επομένως, το όφελος που αντλεί το πρόσωπο που διαπράττει την παραβίαση, όφελος που το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού σκοπεί να αντισταθμίσει, αντιστοιχεί στο ποσό που ισοδυναμεί με την οφειλόμενη αμοιβή για την παραγωγή βάσει της αδείας Γ και το οποίο ο παραβάτης δεν έχει καταβάλει.

41

Κατά τα λοιπά, αν για τον καθορισμό της εύλογης αποζημίωσης που οφείλεται σε περίπτωση παραβίασης χρησιμοποιηθεί ως βάση υπολογισμού όχι το ποσό που ισοδυναμεί με την οφειλόμενη αμοιβή για την παραγωγή βάσει της αδείας Γ, αλλά χαμηλότερο ποσό που αντιστοιχεί στην αμοιβή για επιτρεπόμενη φύτευση, τούτο θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την ευνοϊκή μεταχείριση των καλλιεργητών που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις πληροφόρησης που υπέχουν έναντι του δικαιούχου της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας από το άρθρο 14, παράγραφος 3, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94 και από το άρθρο 8 του κανονισμού 1768/95, σε σχέση με εκείνους που δηλώνουν δεόντως τους σπόρους τους οποίους φυτεύουν.

42

Ο χαρακτήρας του κινήτρου που αποδίδεται στην έννοια «εύλογη αποζημίωση» του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94 επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο καθόσον, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, πέμπτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού, οι δικαιούχοι φυτικών ποικιλιών είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για τον έλεγχο και την παρακολούθηση της χρήσης των προστατευόμενων ποικιλιών στο πλαίσιο της επιτρεπόμενης φύτευσης, οπότε εξαρτώνται από την καλή πίστη και τη συνεργασία των οικείων καλλιεργητών.

43

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο από τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ότι, για τον καθορισμό της «εύλογης αποζημίωσης» που οφείλει, δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, ο καλλιεργητής που χρησιμοποίησε πολλαπλασιαστικό υλικό προστατευόμενης ποικιλίας που αποκτήθηκε με φύτευση χωρίς να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του κανονισμού 1768/95, πρέπει να λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού το ποσό που ισοδυναμεί με την οφειλόμενη αμοιβή για τη βάσει της «αδείας Γ» παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού προστατευομένων ποικιλιών του συγκεκριμένου φυτικού είδους στην ίδια περιοχή.

44

Δεδομένης της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

Επί του τρίτου ερωτήματος

45

Με το τρίτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, αφενός, αν το άρθρο 94 του κανονισμού 2100/94 έχει την έννοια ότι η καταβολή αποζημίωσης για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν με σκοπό τον έλεγχο της τήρησης των δικαιωμάτων του κατόχου δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της εύλογης αποζημίωσης του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 ή αν η καταβολή αυτή συνεκτιμάται για τον υπολογισμό του ποσού της αποζημίωσης για την περαιτέρω ζημία που προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου. Αφετέρου, σε περίπτωση που ο κάτοχος του δικαιώματος επικαλείται τέτοια ζημία, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η αποζημίωση αυτή μπορεί να συνίσταται σε ένα κατ’ αποκοπή ποσό ισοδύναμο με το διπλάσιο της αμοιβής που είθισται να συμφωνείται ή της δίκαιης αμοιβής που οφείλεται κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού.

46

Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή επισήμανε ότι το ερώτημα αυτό είναι αμιγώς υποθετικό, στο μέτρο που η STV δεν αξίωσε την καταβολή των δαπανών αυτών.

47

Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα τελευταία τα ερμηνευτικά στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2009, C-445/06, Danske Slagterier, Συλλογή 2009, σ. I-2119, σκέψη 65, καθώς και της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, C-197/10, Unió de Pagesos de Catalunya, Συλλογή 2011, σ. Ι-8495, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48

Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, για τα ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2006, C-94/04 και C-202/04, Cipolla κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-11421, σκέψη 25, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Unió de Pagesos de Catalunya, σκέψη 17).

49

Εν προκειμένω, στο μέτρο που από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης προκύπτει ότι η STV, με την κύρια αγωγή της, ζήτησε την καταβολή «εύλογης αποζημίωσης» κατά την έννοια του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, πρέπει να δοθεί απάντηση στο τρίτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, καθόσον αυτό αφορά ακριβώς την έννοια αυτή της «εύλογης αποζημίωσης».

50

Στο πλαίσιο αυτό, αρκεί η διαπίστωση ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94 περιορίζεται στην πρόβλεψη εύλογης αποζημίωσης στην περίπτωση παράνομης χρήσης φυτικής ποικιλίας, χωρίς ωστόσο να ρυθμίζει την αποκατάσταση περαιτέρω ζημίας πλην της συνδεόμενης με τη μη καταβολή της εν λόγω εύλογης αποζημίωσης.

51

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τρίτο από τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ότι η καταβολή αποζημίωσης για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν με σκοπό τον έλεγχο της τήρησης των δικαιωμάτων του κατόχου δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της «εύλογης αποζημίωσης» του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94.

Επί των δικαστικών εξόδων

52

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Για τον καθορισμό της «εύλογης αποζημίωσης» που οφείλει, δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, ο καλλιεργητής που χρησιμοποίησε πολλαπλασιαστικό υλικό προστατευόμενης ποικιλίας που αποκτήθηκε με φύτευση χωρίς να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 1768/95 της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση εκτελεστικών κανόνων σχετικά με την γεωργική εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2605/98 της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 1998, πρέπει να λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού το ποσό που οφείλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού προστατευομένων ποικιλιών του συγκεκριμένου φυτικού είδους στην ίδια περιοχή.

 

2)

Η καταβολή αποζημίωσης για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν με σκοπό τον έλεγχο της τήρησης των δικαιωμάτων του κατόχου δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της «εύλογης αποζημίωσης» του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.