ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 26ης Απριλίου 2012 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 2003/109/ΕΚ — Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες — Αίτηση για τη χορήγηση καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος — Αίτηση χορήγησης αδείας διαμονής σε δεύτερο κράτος μέλος την οποία υποβάλλει είτε υπήκοος τρίτου κράτους που έχει ήδη αποκτήσει το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε πρώτο κράτος μέλος είτε μέλος της οικογενείας του — Ποσό των τελών που επιβάλλουν για τη χορήγηση τέτοιων εγγράφων οι αρμόδιες αρχές — Δυσανάλογος χαρακτήρας — Παρεμπόδιση της άσκησης του δικαιώματος διαμονής»

Στην υπόθεση C-508/10,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσας στις 25 Οκτωβρίου 2010,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Κοντού-Durande και τον R. Troosters, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενου από την C. Wissels και τον J. Langer,

καθού,

υποστηριζόμενου από την:

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την T. Παπαδοπούλου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus, A. Rosas, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Ιανουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στο μέτρο που απαιτεί την καταβολή υψηλών και μη εύλογων τελών από τους υπηκόους τρίτων χωρών και τα μέλη της οικογενείας τους που υποβάλλουν αίτηση για τη χορήγηση του καθεστώτος κατοίκου μακράς διαρκείας, αθέτησε τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44), και, ως εκ τούτου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 258 ΣΛΕΕ.

Το νομικό πλαίσιο

Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης

Η οδηγία 2003/109

2

Η δεύτερη, τρίτη, έκτη, ένατη, δέκατη και δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/109, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 63, σημεία 3 και 4, ΕΚ, έχουν ως ακολούθως:

«(2)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά την ειδική σύνοδό του στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, δήλωσε ότι θα πρέπει να υπάρξει προσέγγιση του νομικού καθεστώτος των υπηκόων τρίτων χωρών προς εκείνο των υπηκόων των κρατών μελών και ότι στα άτομα που έχουν διαμείνει νομίμως σε κράτος μέλος επί περίοδο που θα προσδιορισθεί και τα οποία διαθέτουν άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, θα πρέπει να χορηγείται εντός του εν λόγω κράτους μέλους σύνολο ενιαίων δικαιωμάτων κατά το δυνατόν παραπλήσιων προς τα δικαιώματα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(3)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και από τον χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]

(6)

Το κύριο κριτήριο για την απόκτηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος θα πρέπει να είναι η διάρκεια διαμονής στην επικράτεια ενός κράτους μέλους. […]

[…]

(9)

Οι οικονομικές εκτιμήσεις δεν θα πρέπει να αποτελούν λόγο άρνησης χορήγησης του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος και δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως παρεμβολή στους σχετικούς όρους.

(10)

Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύστημα κανόνων που να διέπει τις διαδικασίες για την εξέταση της αίτησης για τη χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος. Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές και διαχειρίσιμες, λαμβάνοντας υπόψη [τον] συνήθη φόρτο εργασίας των διοικήσεων των κρατών μελών, καθώς και διαφανείς και δίκαιες, προκειμένου να προσφέρουν το κατάλληλο επίπεδο ασφαλείας […] δικαίου στους ενδιαφερομένους. Δεν θα πρέπει να αποτελούν μέσο παρεμπόδισης της άσκησης του δικαιώματος διαμονής.

[…]

(18)

Ο καθορισμός των όρων στους οποίους υπόκειται το δικαίωμα διαμονής σε άλλο κράτος μέλος των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες θα πρέπει να συμβάλλει στην πραγματική υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ως χώρου στον οποίον εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα κινητικότητας, ιδίως στην αγορά εργασίας της Ένωσης.»

3

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/109 καθορίζει:

«[…]

α)

τις προϋποθέσεις χορήγησης και ανάκλησης του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος από ένα κράτος μέλος στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στην επικράτειά του, καθώς και τα συναφή δικαιώματα και

β)

τις προϋποθέσεις διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών υπό καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε κράτη μέλη άλλα από εκείνο που τους χορήγησε το καθεστώς αυτό.»

4

Το κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας 2003/109 αφορά την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος σε ένα κράτος μέλος.

5

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, που εντάσσεται στο εν λόγω κεφάλαιο ΙΙ, τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτειά τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.

6

Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τις προϋποθέσεις απόκτησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος. Κατά την παράγραφο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του άρθρου αυτού, τα κράτη μέλη πρέπει να απαιτούν από τον υπήκοο τρίτης χώρας να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτει για τον ίδιο και για τα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογενείας του, αφενός, σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου και των μελών της οικογενείας του, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του οικείου κράτους μέλους καθώς και, αφετέρου, ασφάλιση ασθενείας, που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων οι οποίοι συνήθως καλύπτονται για τους ημεδαπούς στο οικείο κράτος μέλος.

7

Η παράγραφος του ίδιου άρθρου 5 ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απαιτήσουν από τους υπηκόους τρίτων χωρών να συμμορφωθούν με όρους ενσωμάτωσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

8

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, προκειμένου να αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας υποβάλλει αίτηση στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει, συνοδευόμενη από τα επίσημα δικαιολογητικά που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο και αποδεικνύουν ότι πληροί τους απαριθμούμενους στα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας όρους.

9

Η παράγραφος 2 του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Άδεια παραμονής επί μακρόν διαμένοντος ΕΚ», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη χορηγούν στον επί μακρόν διαμένοντα άδεια παραμονής επί μακρόν διαμένοντος ΕΚ. Αυτή η άδεια έχει διάρκεια ισχύος τουλάχιστον πέντε ετών· κατά τη λήξη της, ανανεώνεται αυτοδικαίως κατόπιν αιτήσεως, εφόσον απαιτείται.»

10

Το κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας 2003/109 αφορά το δικαίωμα υπηκόου τρίτης χώρας, που έχει αποκτήσει καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, να διαμένει στο έδαφος κρατών μελών άλλων από εκείνο που του χορήγησε το εν λόγω καθεστώς καθώς και το δικαίωμα των μελών της οικογενείας του να διαμένουν στο ίδιο αυτό κράτος μέλος.

11

Το άρθρο 14, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, που εντάσσεται στο εν λόγω κεφάλαιο, έχει ως εξής:

«Οι επί μακρόν διαμένοντες μπορούν να διαμένουν σε δεύτερο κράτος μέλος για τους ακόλουθους λόγους:

α)

άσκηση οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο μισθωτής ή ανεξάρτητης απασχόλησης ή

β)

παρακολούθηση σπουδών ή επαγγελματική κατάρτιση·

γ)

άλλοι σκοποί.»

12

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, που αφορά τους όρους διαμονής σε δεύτερο κράτος μέλος, ορίζει ότι, το ταχύτερο δυνατό και όχι αργότερα από τρεις μήνες από την είσοδό του στο έδαφος του εν λόγω δεύτερου κράτους μέλους, ο επί μακρόν διαμένων υποβάλλει αίτηση για άδεια διαμονής στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αυτού.

13

Το άρθρο 16 της οδηγίας 2003/109 θεσπίζει τους όρους διαμονής των μελών της οικογενείας του επί μακρόν διαμένοντος που επιτρέπεται να τον συνοδεύσουν ή να επανενωθούν μαζί του σε δεύτερο κράτος μέλος. Διακρίνει μεταξύ οικογενειών που έχουν ήδη συσταθεί στο πρώτο κράτος μέλος που χορήγησε το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, οι οποίες εμπίπτουν στο άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, και οικογενειών που δεν έχουν συσταθεί στο πρώτο κράτος μέλος. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το άρθρο 16, παράγραφος 5, ορίζει ότι εφαρμογή έχει η οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ L 251, σ. 12).

14

Οι παράγραφοι του άρθρου 19 της οδηγίας 2003/109, που τιτλοφορείται «Εξέταση της αίτησης και χορήγηση της αδείας διαμονής», έχουν ως εξής:

«2.   Εφόσον πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στα άρθρα 14, 15 και 16, και με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 17 και 18 που αφορούν τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια και τη δημόσια υγεία, το δεύτερο κράτος μέλος χορηγεί στον επί μακρόν [διαμένοντα] ανανεώσιμη άδεια διαμονής. […]

3.   Το δεύτερο κράτος μέλος χορηγεί στα μέλη της οικογενείας του επί μακρόν διαμένοντος ανανεώσιμες άδειες διαμονής ίσης διαρκείας με αυτήν που χορήγησε στον επί μακρόν διαμένοντα.»

Η οδηγία 2004/38/ΕΚ

15

Η οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, ΕΕ 2005, L 197, σ. 34, και ΕΕ 2007, L 204, σ. 28) —που εκδόθηκε βάσει των άρθρων 12 ΕΚ, 18 ΕΚ, 40 ΕΚ, 44 ΕΚ και 52 ΕΚ— προβλέπει, στο άρθρο της 25, παράγραφος 2, ότι όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, δηλαδή η βεβαίωση εγγραφής, το έγγραφο που πιστοποιεί τη μόνιμη διαμονή, η βεβαίωση που πιστοποιεί την υποβολή αίτησης για χορήγηση δελτίου διαμονής μέλους της οικογενείας, το δελτίο διαμονής ή το δελτίο μόνιμης διαμονής, «χορηγούνται ατελώς ή έναντι τέλους που δεν υπερβαίνει το επιβαλλόμενο στους ημεδαπούς για τη χορήγηση παρεμφερών εγγράφων».

Η εθνική νομοθεσία

16

Το άρθρο 24, παράγραφος 2, του νόμου για την εξ ολοκλήρου αναθεώρηση του νόμου περί αλλοδαπών (Wet tot algehele herziening van de Vreemdelingenwet), της 23ης Νοεμβρίου 2000 [Stb. (ολλανδική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) 2000, αριθ. 495, στο εξής: VW), έχει ως εξής:

«Στις περιπτώσεις που ορίζονται από τον [αρμόδιο υπουργό] και σύμφωνα με τους κανόνες που αυτός θεσπίζει, ο αλλοδαπός καταβάλλει τέλη για την εξέταση της αιτήσεώς του. Στο πλαίσιο αυτό, [ο αρμόδιος υπουργός] μπορεί να προβλέπει επίσης ότι ο αλλοδαπός καταβάλλει τέλη συνδεόμενα με τη χορήγηση εγγράφου που πιστοποιεί το νόμιμο της διαμονής του. Σε περίπτωση μη καταβολής των οφειλόμενων τελών, η αίτηση δεν λαμβάνεται υπόψη ή το έγγραφο δεν χορηγείται.»

17

Το άρθρο 24, παράγραφος 2, του VW τέθηκε σε εφαρμογή με τα άρθρα 3.34 έως 3.34 i, της κανονιστικής απόφασης περί αλλοδαπών του 2000 (Voorschrift Vreemdelingen 2000, στο εξής: VV).

18

Τα εν λόγω άρθρα 3.34 έως 3.34 i ορίζουν το ύψος των τελών που πρέπει να καταβάλλουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών, εξαιρουμένων των Τούρκων υπηκόων που ζητούν τη χορήγηση τίτλου διαμονής, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Είδος αιτήσεως

Ευρώ

Νομική διάταξη

Καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος

201

άρθρο 3.34 g, παράγραφος 1, της VV

Άδεια διαμονής, ειδικότερα για την άσκηση δραστηριότητας ή την πραγματοποίηση σπουδών

433

άρθρο 3.34, παράγραφος 2, στοιχείο a, της VV

Άδεια διαμονής για άλλους λόγους

331

άρθρο 3.34, παράγραφος 2, της VV

Άδεια διαμονής για τα συνοδεύοντα μέλη της οικογενείας

188

άρθρο 3.34, παράγραφος 1, της VV

Οικογενειακή επανένωση/ δημιουργία οικογενείας — μη συνοδεύοντα μέλη της οικογενείας

830

άρθρο 3.34, παράγραφος 2, στοιχείο b, της VV

19

Το άρθρο 3.34 f της VV προβλέπει δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής των τελών εφόσον τούτο δικαιολογείται βάσει του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Η παράγραφος 3 της διάταξης αυτής έχει ως εξής:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3.34 c, στοιχείο b, ο αλλοδαπός ο οποίος δεν είναι κοινοτικός υπήκοος δεν υποχρεούται να καταβάλει τέλη για την εξέταση αιτήσεως τροποποιήσεως της αδείας διαμονής, στο πλαίσιο αδείας διαμονής όπως αυτή του άρθρου 14 του [VW], για λόγο διαμονής απαριθμούμενο στο άρθρο 3.4, παράγραφος 1, στοιχείο a, του [VV], σε περίπτωση που ο εν λόγω αλλοδαπός ζητεί την απαλλαγή από τα τέλη αυτά και εφόσον τούτο δικαιολογείται από το άρθρο 8 της [ΕΣΔΑ] και υπό τον όρο ότι ο αλλοδαπός αποδεικνύει ότι δεν διαθέτει επαρκείς πόρους για να καταβάλει τα τέλη.»

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

20

Μετά από καταγγελίες που της υποβλήθηκαν από υπηκόους τρίτων χωρών σχετικά με την είσπραξη τελών που προβλέπει η ολλανδική κανονιστική ρύθμιση για τη χορήγηση αδειών διαμονής στους εν λόγω υπηκόους, η Επιτροπή, με έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου 2007, ζήτησε διευκρινίσεις από τις ολλανδικές αρχές.

21

Οι εν λόγω αρχές εξέθεσαν την ερμηνεία τους επί της εφαρμοστέας κανονιστικής ρύθμισης με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2008. Δεν αμφισβήτησαν τα ποσά των τελών με τα οποία επιβαρύνονται οι εν λόγω υπήκοοι, αλλά ισχυρίστηκαν ότι, δεδομένου ότι η οδηγία 2003/109 δεν ρυθμίζει το ζήτημα του ύψους των οφειλόμενων τελών, η σχετική αρμοδιότητα ανήκει στα κράτη μέλη.

22

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή, με απόφαση που εξέδωσε στις 27 Ιουνίου 2008, απέστειλε έγγραφο οχλήσεως προς το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, με το οποίο υπογράμμισε ότι τα τέλη που επιβάλλονται στους υπηκόους τρίτων χωρών στους οποίους αναγνωρίζονται δικαιώματα που χορηγεί η οδηγία 2003/109 πρέπει να είναι δίκαια. Τα τέλη αυτά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποθαρρύνουν τους υπηκόους αυτούς, οσάκις πληρούν τις προϋποθέσεις της εν λόγω οδηγίας, από το να επικαλούνται τα δικαιώματα που αντλούν από αυτήν. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι το πραγματικό κόστος διεκπεραίωσης των αιτήσεων των εν λόγω υπηκόων υπερβαίνει το κόστος διεκπεραίωσης των αιτήσεων των πολιτών της Ένωσης, το ύψος των τελών που επιβάλλει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών είναι δυσανάλογο.

23

Κρίνοντας ως μη ικανοποιητική την απάντηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών στο έγγραφό της οχλήσεως, η Επιτροπή απηύθυνε προς το εν λόγω κράτος μέλος την από 23 Μαρτίου 2009 αιτιολογημένη γνώμη, καλώντας το να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς αυτήν εντός δίμηνης προθεσμίας από την παραλαβή της.

24

Με έγγραφο της 25ης Μαΐου 2009, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη υπογραμμίζοντας εκ νέου ότι τα κράτη μέλη έχουν αρμοδιότητα να εισπράττουν τέλη στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2003/109, υπό τον όρο βεβαίως ότι η επιβολή των εν λόγω τελών δεν καθιστά ανέφικτη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η οδηγία αυτή. Κατά το κράτος μέλος αυτό, τα ποσά των τελών που επιβάλλει η ολλανδική κανονιστική ρύθμιση, υπολογιζόμενα βάσει του πραγματικού κόστους των διοικητικών ενεργειών, δεν παρεμποδίζουν τους ενδιαφερόμενους υπηκόους τρίτων χωρών να ασκούν τα δικαιώματά τους.

25

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

26

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Απριλίου 2011, επετράπη στην Ελληνική Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

Επί της προσφυγής

Επί του παραδεκτού της προσφυγής

Επιχειρήματα των διαδίκων

27

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

28

Συγκεκριμένα, αφενός, με το δικόγραφο της προσφυγής δεν προβάλλεται παράβαση συγκεκριμένης διάταξης της οδηγίας 2003/109. Η δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, στην οποία η Επιτροπή στηρίζει κατά κύριο λόγο την προσφυγή της, δεν έχει νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα και δεν επιβάλλει αυτοτελείς υποχρεώσεις. Μολονότι αληθεύει ότι η Επιτροπή παραπέμπει επίσης στην υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας του άρθρου 10 ΕΚ, νυν άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το θεσμικό αυτό όργανο ουδόλως εξήγησε κατά πόσον οι αιτιάσεις του σχετικά με τα επίμαχα τέλη βασίζονται στη διάταξη αυτή.

29

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει επιπλέον ότι η Επιτροπή, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, ουδέποτε διατύπωσε αιτίαση ότι η ολλανδική κανονιστική ρύθμιση αντιβαίνει στο σύστημα, στην οικονομία ή στο πνεύμα της εν λόγω οδηγίας. Συναφώς, ακόμα και αν κριθεί ότι η Επιτροπή δικαιούται να προβάλει τέτοια αιτίαση σε προχωρημένο στάδιο της προσφυγής λόγω παραβάσεως, το κράτος μέλος αυτό υποστηρίζει ότι, κατ’ αντιδιαστολή προς την απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2001, C-202/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2001, σ. I-9319), με την οποία το Δικαστήριο δέχτηκε τέτοια αιτίαση, η υπό κρίση προσφυγή δεν στηρίζεται σε καμία δεσμευτικού χαρακτήρα διάταξη του δικαίου της Ένωσης.

30

Εκτός αυτού, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αμφισβητεί την έκταση της προσφυγής της Επιτροπής στο μέτρο που, κατά το κράτος μέλος αυτό, το εν λόγω θεσμικό όργανο περιόρισε το αιτητικό του δικογράφου της προσφυγής του στα τέλη που επιβάλλονται στους υπηκόους τρίτων χωρών για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, όπως προβλέπει το κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας 2003/109. Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή δεν μπορεί να αφορά τέλη επιβαλλόμενα προς διεκπεραίωση αιτήσεων υποβαλλόμενων δυνάμει του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας αυτής.

31

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φρονεί ότι η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

32

Η Επιτροπή αντικρούει την ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών. Αφενός, προσφυγή αποβλέπουσα στο να διαπιστωθεί η αντίθεση της ολλανδικής κανονιστικής ρύθμισης προς το σύστημα, την οικονομία ή το πνεύμα της οδηγίας δεν χωρεί αμφιβολία ότι είναι παραδεκτή, όπως έχει κρίνει και το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας. Αφετέρου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μολονότι το αιτητικό του δικογράφου της προσφυγής εκθέτει συνοπτικά μόνον τις αντιρρήσεις του θεσμικού αυτού οργάνου ως προς την ολλανδική κανονιστική ρύθμιση, το καθού κράτος μέλος ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια την έκταση της προσφυγής της Επιτροπής. Άλλωστε, το γεγονός ότι το κράτος μέλος αυτό μπόρεσε να παράσχει λεπτομερείς εξηγήσεις και να προβάλει τα μέσα υπερασπίσεώς του ως προς όλα τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, αποδεικνύει ότι το επιχείρημα αυτό της Επιτροπής είναι βάσιμο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

33

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, σκοπός της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας είναι να παρασχεθεί στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα, αφενός, να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή (βλ., απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, C-340/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2004, σ. I-9845, σκέψη 25).

34

Συνεπώς, το αντικείμενο της ασκούμενης δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ προσφυγής οριοθετείται από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή. Το νομότυπο της διαδικασίας αυτής συνιστά ουσιώδη κατά τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εγγύηση όχι μόνο για την προστασία των δικαιωμάτων του εν λόγω κράτους μέλους αλλά και για να εξασφαλισθεί ότι η δίκη που ενδεχομένως θα κινηθεί θα έχει ως αντικείμενο σαφώς καθορισμένη διαφορά (βλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-1/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I-9989, σκέψη 53, και της 29ης Απριλίου 2010, C-160/08, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2010, σ. I-3713, σκέψη 42).

35

Δυνάμει των άρθρων 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 38, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας αυτού, η Επιτροπή υποχρεούται, επί προσφυγών ασκουμένων δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, να διατυπώνει τις ακριβείς αιτιάσεις επί των οποίων το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί, καθώς και, τουλάχιστον κατά τρόπο συνοπτικό, τα νομικά και πραγματικά στοιχεία επί των οποίων βασίζονται οι αιτιάσεις αυτές (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-347/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1990, σ. I-4747, σκέψη 28, και της 16ης Ιουνίου 2005, C-456/03, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2005, σ. I-5335, σκέψη 23).

36

Κατά συνέπεια, το δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο συνεπή και λεπτομερή τους λόγους που την οδήγησαν να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη κάποια από τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις Συνθήκες.

37

Στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το δικόγραφό της εκθέτει κατά τρόπο σαφή τα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων βασίζεται. Συγκεκριμένα, τόσο από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, και ειδικότερα από την αιτιολογημένη γνώμη που απέστειλε η Επιτροπή στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, όσο και από το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής του προκύπτει ότι το θεσμικό αυτό όργανο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το δυσανάλογο ύψος των τελών που επιβάλλει στους υπηκόους τρίτων χωρών το καθού κράτος μέλος στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2003/109 υπονομεύει τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή και παρεμποδίζει την άσκηση των δικαιωμάτων που αυτή απονέμει στους εν λόγω υπηκόους.

38

Δεν αμφισβητείται ασφαλώς ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή δεν επιδίωξε να καταδείξει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρέβη συγκεκριμένη διάταξη της οδηγίας 2003/109, αλλ’ αντιθέτως υποστήριξε, υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων της εν λόγω οδηγίας, ότι το καθού κράτος μέλος δεν τήρησε τη γενική οικονομία, το πνεύμα, τον σκοπό και, συνακόλουθα, την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής.

39

Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στις περιπτώσεις που η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μια εθνική ρύθμιση αντιβαίνει στο σύστημα, στην οικονομία ή στο πνεύμα μιας οδηγίας, χωρίς η εξ αυτού απορρέουσα παραβίαση του δικαίου της Ένωσης να μπορεί να συνδεθεί με συγκεκριμένες διατάξεις της οικείας οδηγίας, η προσφυγή της δεν μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτη αποκλειστικά για τον λόγο αυτό (προπαρατεθείσα απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2001, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 23).

40

Όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών του, η επίκληση από την Επιτροπή, με το υπόμνημά της απαντήσεως, της νομολογίας που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη αποσκοπούσε στην αντίκρουση της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών με το υπόμνημά του αντικρούσεως και δεν συνιστούσε τροποποίηση του αντικειμένου της προσαπτόμενης παραβάσεως, αντίθετη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

41

Επισημαίνεται επίσης ότι, εν προκειμένω, το εν λόγω κράτος μέλος ήταν σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του προς αντίκρουση των αιτιάσεων της Επιτροπής, τούτο δε παρά τη συνοπτική διατύπωση του αιτητικού του δικογράφου της προσφυγής που άσκησε το θεσμικό αυτό όργανο.

42

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή αναφέρεται ρητώς, με το έγγραφο οχλήσεως, με την αιτιολογημένη γνώμη αλλά και με το δικόγραφο της προσφυγής, όχι μόνον στην κατάσταση των υπηκόων τρίτων χωρών που ζητούν να τους χορηγηθεί καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, η οποία εμπίπτει στο κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας 2003/109, αλλά επίσης στην κατάσταση υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν ήδη αποκτήσει το καθεστώς αυτό σε άλλο κράτος μέλος και ζητούν τη χορήγηση δικαιώματος διαμονής επί ολλανδικού εδάφους για τους ίδιους και για τα μέλη της οικογενείας τους, κατάσταση η οποία εμπίπτει στο κεφάλαιο ΙΙΙ της ίδιας οδηγίας. Επιπλέον, η έκταση της προσφυγής προκύπτει σαφέστατα από το αιτητικό του δικογράφου της προσφυγής, από το οποίο συνάγεται ότι η Επιτροπή, ως εκ του ότι παρέθεσε τα άρθρα 7, 8, 15 και 16 της οδηγίας 2003/109, είχε την πρόθεση να συμπεριλάβει τα τέλη διεκπεραίωσης των αιτήσεων για τη χορήγηση αδείας διαμονής τόσο του κεφαλαίου ΙΙ όσο και του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας αυτής.

43

Το γεγονός ότι το αιτητικό του δικογράφου της προσφυγής αναφέρεται μόνο στην «καταβολή υψηλών και άδικων τελών από υπηκόους τρίτων χωρών και τα μέλη της οικογενείας τους που ζητούν να τους αναγνωριστεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιορίζει την έκταση της προσφυγής αποκλειστικά στις αιτήσεις υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίες εμπίπτουν στο κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας 2003/109 και για τις οποίες οι αρμόδιες ολλανδικές αρχές ζητούν την καταβολή ποσού 201 ευρώ, δεδομένου ότι από το εν λόγω αιτητικό προκύπτει, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του δικογράφου της προσφυγής, ότι η προσφυγή αφορά επίσης τα ποσά των τελών που ζητούνται, δυνάμει του κεφαλαίου ΙΙΙ της ίδιας οδηγίας, τόσο από τους υπηκόους τρίτων χωρών όσο και από τα μέλη της οικογενείας τους.

44

Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η προσφυγή λόγω παραβάσεως της Επιτροπής πρέπει να κριθεί παραδεκτή ενώ, στο μέτρο που, κατά τα λοιπά, τα επιχειρήματα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών αποσκοπούν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη της προσαπτόμενης παραβάσεως, το βάσιμό τους θα πρέπει να εξεταστεί κατά την εξέταση της ουσίας της υπό κρίση υπόθεσης.

Επί της ουσίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

45

Επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία των διαδίκων περιστρέφεται γύρω από τρία στοιχεία, ήτοι την ύπαρξη ή μη εμποδίου στην άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η οδηγία 2003/109, τον δυσανάλογο χαρακτήρα των τελών που επιβάλλονται στους υπηκόους τρίτων χωρών και, τέλος, τη σύγκριση μεταξύ των τελευταίων και των πολιτών της Ένωσης και, ως εκ τούτου, μεταξύ των οδηγιών 2003/109 και 2004/38 όσον αφορά το ύψος των εν λόγω τελών.

46

Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ούτε την αρχή της είσπραξης των τελών για τη χορήγηση των αδειών και τίτλων διαμονής που προβλέπει η οδηγία 2003/109 ούτε το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη ελλείψει ειδικής διάταξης στην οδηγία αυτή καθορίζουσας το ύψος των τελών. Εντούτοις, το θεσμικό αυτό όργανο εκτιμά ότι, υπό το πρίσμα ιδιαίτερα της δέκατης αιτιολογικής σκέψης της ίδιας οδηγίας, το ύψος των τελών αυτών πρέπει να είναι εύλογο και δίκαιο, ενώ δεν πρέπει να αποθαρρύνει τους υπηκόους τρίτων χωρών που πληρούν τις προϋποθέσεις της εν λόγω οδηγίας από το να ασκούν το δικαίωμα διαμονής που αυτή τους απονέμει.

47

Στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τα ποσά που καταβάλλουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι ζητούν να τους χορηγηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος ή υποβάλλουν αίτηση χορηγήσεως αδείας διαμονής στο κράτος μέλος αυτό αφού τους χορηγηθεί προηγουμένως το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε άλλο κράτος μέλος, είναι από 7 έως 27 φορές υψηλότερα από τα ποσά που προβλέπονται για τους πολίτες της Ένωσης προς διεκπεραίωση των αιτήσεών τους για τη χορήγηση αδείας διαμονής. Κατά την Επιτροπή, τα υψηλά αυτά ποσά, που παρεμποδίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η οδηγία 2003/109, υπονομεύουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής.

48

Στηριζόμενη στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/109, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ύψος των τελών που επιβάλλονται δυνάμει της οδηγίας αυτής πρέπει να είναι «συγκρίσιμο» με εκείνο που υποχρεούνται να καταβάλουν για τη χορήγηση παρεμφερών εγγράφων οι πολίτες της Ένωσης που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας. Συναφώς, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η έννομη κατάσταση των υπηκόων τρίτων χωρών και εκείνη των πολιτών της Ένωσης δεν είναι πανομοιότυπες και ότι οι δύο αυτές κατηγορίες δεν απολαύουν των ίδιων δικαιωμάτων. Εντούτοις, δεδομένου ότι ο σκοπός της οδηγίας αυτής είναι ανάλογος εκείνου της οδηγίας 2004/38, το θεσμικό αυτό όργανο θεωρεί ότι είναι δυσανάλογο, για παρόμοιες διοικητικές ενέργειες που επιδιώκουν παρόμοιους σκοπούς, το ύψος των τελών που αξιώνεται από τους εν λόγω υπηκόους τρίτων χωρών να είναι κατά πολύ υψηλότερο από εκείνο που κρίνεται εύλογο για τους πολίτες της Ένωσης στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/38. Επομένως, το ανώτατο ποσό που ορίζει η τελευταία αυτή οδηγία πρέπει να θεωρείται σημαντικό ενδεικτικό στοιχείο για τον καθορισμό του εύλογου ποσού κατά την έννοια της οδηγίας 2003/109, το οποίο δεν πρέπει να είναι ικανό να αποθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους από το να υποβάλουν αίτηση για τη χορήγηση καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος.

49

Προκειμένου να υπογραμμίσει τον δυσανάλογο χαρακτήρα του ποσού των τελών περί του οποίου πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή επικαλείται τις σκέψεις 74 και 75 της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010, C-92/07, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2010, σ. I-3683), με την οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ, για τη χορήγηση αδείας διαμονής σε Τούρκους υπηκόους, καθεστώς που προβλέπει τέλη δυσανάλογα σε σχέση με εκείνα που επιβάλλονται σε υπηκόους των κρατών μελών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης. Στην υπό κρίση υπόθεση, το ύψος των τελών που ζητούν οι ολλανδικές αρχές για τη χορήγηση των εγγράφων που προβλέπει η οδηγία 2003/109 πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να κριθεί επίσης δυσανάλογο.

50

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αμφισβητεί τη λυσιτέλεια της οδηγίας 2003/109 για τον καθορισμό του περιεχομένου της έννοιας της «δίκαιης» διαδικασίας που περιλαμβάνεται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/109. Κατά το κράτος μέλος αυτό, η οδηγία 2004/38 είναι νεώτερη από την οδηγία 2003/109 και αφορά διαφορετικό νομικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, ενώ η άδεια διαμονής που χορηγείται δυνάμει της οδηγίας 2004/38 έχει αποκλειστικά αναγνωριστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι το θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών απορρέει από την ίδια τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η άδεια που χορηγείται δυνάμει της οδηγίας 2003/109 έχει διαπλαστικό χαρακτήρα.

51

Ομοίως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι η προσφυγή της Επιτροπής παραγνωρίζει το ιστορικό της θεσπίσεως της οδηγίας 2003/109. Ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε ρητώς να μην προβλέψει διάταξη σχετική με την είσπραξη των τελών, απορρίπτοντας σχετική πρόταση της Επιτροπής. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να αφήσει στα κράτη μέλη την εξουσία να καθορίζουν το ύψος των τελών που μπορούν να επιβληθούν δυνάμει της οδηγίας αυτής.

52

Κατά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση. Πρώτον, μολονότι το Δικαστήριο έκρινε ότι τα επίμαχα τέλη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η υπόθεση εκείνη ήταν δυσανάλογα, εντούτοις έλαβε υπόψη τη ρήτρα «standstill» της αποφάσεως 1/80, την οποία εξέδωσε στις 19 Σεπτεμβρίου 1980 το Συμβούλιο Συνδέσεως, το οποίο συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από τη Δημοκρατία της Τουρκίας, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48), ρήτρα η οποία απαγορεύει την εισαγωγή νέων περιορισμών στην έννομη τάξη του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Δεύτερον, μολονότι το άρθρο 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, το οποίο υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και το οποίο συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149), επιβάλλει σύγκριση μεταξύ του ύψους των τελών που υποχρεούνται να καταβάλουν οι Τούρκοι υπήκοοι και εκείνων που αξιώνονται από τους πολίτες της Ένωσης, τέτοια απαίτηση σύγκρισης μεταξύ πολιτών της Ένωσης και υπηκόων τρίτων χωρών δεν περιλαμβάνεται στην οδηγία 2003/109.

53

Το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή δεν κατέδειξε ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών παρεμποδίζονται να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους απονέμει η οδηγία 2003/109 λόγω του υψηλού ποσού των επιβαλλόμενων τελών. Ο αριθμός των αιτήσεων για τη χορήγηση καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος που υποβλήθηκαν από υπηκόους αυτής της κατηγορίας αυξήθηκε ραγδαία μεταξύ των ετών 2006 και 2009, πράγμα που ουδόλως συνηγορεί υπέρ του αποτρεπτικού αποτελέσματος των τελών αυτών. Ομοίως, το γεγονός και μόνον ότι το ποσό των ισχυόντων τελών σε περίπτωση αιτήσεως χορηγήσεως του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος είναι υψηλότερο από το ποσό που προβλέπεται για τους αιτούμενους τη χορήγηση ανάλογων εγγράφων πολίτες της Ένωσης δεν συνεπάγεται αφεαυτού την ύπαρξη εμποδίου. Εκτός αυτού, η διοικητική έρευνα που διεξάγεται σε περίπτωση αιτήσεων υποβαλλόμενων από υπηκόους τρίτων χωρών είναι σε σημαντικό βαθμό διεξοδικότερη από εκείνη που πραγματοποιείται για τη διεκπεραίωση αιτήσεων των πολιτών της Ένωσης.

54

Η Ελληνική Δημοκρατία, με το υπόμνημα παρέμβασης που κατέθεσε προς στήριξη των αιτημάτων του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, υποστηρίζει ότι οι οδηγίες 2003/109 και 2004/38 επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς, επισημαίνοντας επιπλέον τη μη ταύτιση των όρων και διαδικασιών που προβλέπονται στις εν λόγω δύο οδηγίες.

55

Κατά το κράτος μέλος αυτό, για τον καθορισμό των τελών αδείας διαμονής των επί μακρόν διαμενόντων μεταναστών θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αφενός, το ύψος των ανταποδοτικών οφελών που αντιστοιχούν στο κόστος των παρεχόμενων διοικητικών υπηρεσιών όχι μόνο για τον έλεγχο και την πιστοποίηση του δικαιώματος διαμονής αλλά και για την ενσωμάτωση των εν λόγω ατόμων, ως αναγκαίος όρος απόκτησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος μετανάστη, καθώς και, αφετέρου, η χρηματοοικονομική ισορροπία του εθνικού συστήματος διαχείρισης της μετανάστευσης στο σύνολό του, ως λόγος γενικού συμφέροντος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

56

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το ύψος των επίμαχων στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής τελών τα οποία αξιώνει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών από τους υπηκόους τρίτων χωρών κυμαίνεται μεταξύ 188 και 830 ευρώ.

57

Απαντώντας σε γραπτές ερωτήσεις που του έθεσε το Δικαστήριο, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών εξήγησε σε τι αντιστοιχούν τα εν λόγω ποσά.

58

Συγκεκριμένα, ποσό 201 ευρώ ζητείται για την άδεια διαμονής του επί μακρόν διαμένοντος — ΕΚ που χορηγεί το Βασίλειο των Κάτω Χωρών σε υπήκοο τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109, διάταξης που περιέχεται στο κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας αυτής. Η άδεια αυτή χορηγείται στους υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5 και 7, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας.

59

Το ποσό των 433 ευρώ αντιστοιχεί στα τέλη που οφείλει υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, έχοντας αποκτήσει καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε πρώτο κράτος μέλος, ζητεί, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, τη χορήγηση δικαιώματος διαμονής στην ολλανδική επικράτεια. Αυτή η αίτηση για άδεια διαμονής καλύπτει την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο μισθωτής ή ανεξάρτητης απασχόλησης ή την παρακολούθηση σπουδών ή την επαγγελματική κατάρτιση, σύμφωνα με την παράγραφο 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του εν λόγω άρθρου.

60

Όσον αφορά τις αιτήσεις για άδεια διαμονής «με άλλους σκοπούς», που εμπίπτουν στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/109, οι υπήκοοι τρίτων χωρών οφείλουν να καταβάλουν ποσό ύψους 331 ευρώ.

61

Όσον αφορά τα ποσά που απαιτούνται από τα μέλη της οικογενείας των υπηκόων τρίτων χωρών που ζητούν τη χορήγηση αδείας διαμονής στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών δυνάμει του άρθρου 16 της οδηγίας 2003/109, τόσο το άρθρο αυτό όσο και η εθνική κανονιστική ρύθμιση διακρίνουν μεταξύ, αφενός, αιτήσεων που υποβάλλονται από τα μέλη της οικογενείας του επί μακρόν διαμένοντος οσάκις η οικογένεια έχει ήδη δημιουργηθεί στο πρώτο κράτος μέλος εντός του οποίου ο εν λόγω επί μακρόν διαμένων απέκτησε το καθεστώς αυτό και, αφετέρου, αιτήσεων που υποβάλλονται από τα μέλη της οικογενείας οσάκις η οικογένεια δεν έχει δημιουργηθεί στο πρώτο κράτος μέλος. Ενώ, για την πρώτη κατηγορία διαμενόντων, τα μέλη της οικογενείας οφείλουν να καταβάλουν ποσό ύψους 188 ευρώ, για τη δεύτερη κατηγορία το ποσό αυτό ανέρχεται στα 830 ευρώ στην περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται από το πρώτο μέλος της οικογενείας δυνάμει του εν λόγω άρθρου 16, και στα 188 ευρώ σε περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται από καθένα εκ των λοιπών μελών της οικογενείας.

62

Όσον αφορά τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη από την οδηγία 2003/109 σε σχέση με τα τέλη που ζητούν από τους υπηκόους τρίτων χωρών και από τα μέλη της οικογενείας τους για τη χορήγηση τίτλων και αδειών διαμονής, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι καμία διάταξη της οδηγίας αυτής δεν καθορίζει το ύψος των τελών που μπορούν να ζητούν τα κράτη μέλη για τη χορήγηση τέτοιων εγγράφων.

63

Όπως υποστήριξε και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μολονότι η πρόταση οδηγίας που είχε υποβάλει η Επιτροπή προέβλεπε τη χορήγηση αδειών διαμονής δωρεάν ή έναντι ποσού μη υπερβαίνοντος τα τέλη και τις επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στους ημεδαπούς για την έκδοση δελτίων ταυτότητας, ο νομοθέτης της Ένωσης, εκδίδοντας την οδηγία 2003/109, αποφάσισε να μη συμπεριλάβει τέτοια διάταξη στο κείμενό της.

64

Επομένως, δεν αμφισβητείται, ούτε και από την Επιτροπή, ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να εξαρτούν τη δυνάμει της οδηγίας 2003/109 χορήγηση αδειών και τίτλων διαμονής από την καταβολή τελών καθώς και ότι, κατά τον καθορισμό των τελών αυτών, διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως.

65

Παρά ταύτα, η εξουσία εκτιμήσεως που παρέχει συναφώς στα κράτη μέλη η οδηγία 2003/109 δεν είναι απεριόριστη. Συγκεκριμένα, τα κράτη δεν μπορούν να εφαρμόσουν εθνική ρύθμιση που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει μια οδηγία και, συνεπώς, να της στερήσουν την πρακτική της αποτελεσματικότητα (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Απριλίου 2011, C-61/11 PPU, El Dridi, Συλλογή 2011, σ. Ι-3015, σκέψη 55).

66

Όπως προκύπτει από την τέταρτη, την έκτη και τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/109, πρωταρχικός σκοπός της οδηγίας αυτής είναι η ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη. Όπως προκύπτει από τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, το δικαίωμα διαμονής σε άλλο κράτος μέλος των επί μακρόν διαμενόντων και των μελών της οικογενείας τους, το οποίο προβλέπεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ της ίδιας οδηγίας, σκοπεί επίσης να συμβάλει στην πραγματική υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ως χώρου στον οποίον εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

67

Τόσο για την πρώτη κατηγορία υπηκόων τρίτων χωρών που εμπίπτει στο κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας 2003/109 όσο και για τη δεύτερη κατηγορία υπηκόων, οι αιτήσεις των οποίων για τη χορήγηση αδείας διαμονής σε άλλο κράτος μέλος εμπίπτουν στο κεφάλαιο ΙΙΙ της ίδιας οδηγίας, η οδηγία αυτή, και ειδικότερα τα άρθρα της 4, 5, 7 και 14 έως 16, προβλέπει συγκεκριμένες ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται για τη χορήγηση των ζητούμενων αδειών διαμονής από τα ενδιαφερόμενα κράτη. Κατ’ ουσίαν, οι αιτούντες πρέπει να αποδεικνύουν ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους και ασφάλιση ασθενείας, ώστε να μην αποτελούν βάρος για το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, και να επισυνάπτουν στην αίτησή τους προς τις αρμόδιες αρχές τα αναγκαία δικαιολογητικά.

68

Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία 2003/109 και του συστήματος που αυτή θέτει σε εφαρμογή, επισημαίνεται ότι, εφόσον οι υπήκοοι τρίτων χωρών πληρούν τις προϋποθέσεις και τηρούν τις διαδικασίες της οδηγίας αυτής, δικαιούνται να αποκτήσουν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος καθώς και τα λοιπά δικαιώματα που απορρέουν από το καθεστώς αυτό.

69

Επομένως, μολονότι επιτρέπεται στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών να εξαρτά τη δυνάμει της οδηγίας 2003/109 χορήγηση αδειών διαμονής από την είσπραξη τελών, το ύψος στο οποίο καθορίζονται τα τέλη αυτά δεν μπορεί να έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εμποδίου στην απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος που προβλέπει η οδηγία αυτή, διότι, στην αντίθετη περίπτωση, καταστρατηγείται ο σκοπός και το πνεύμα της οδηγίας αυτής.

70

Η επιβολή τελών συνεπαγόμενων σημαντική οικονομική επιβάρυνση των υπηκόων τρίτων χωρών που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία για τη χορήγηση των αδειών αυτών ενδέχεται να στερήσει από τους εν λόγω υπηκόους τη δυνατότητα να επικαλεστούν τα δικαιώματα που απονέμει η οδηγία 2003/109, αντιθέτως προς τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της.

71

Όπως όμως προκύπτει από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, το σύστημα κανόνων που διέπει τις διαδικασίες για την εξέταση της αίτησης χορηγήσεως του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος δεν θα πρέπει να αποτελεί μέσο παρεμπόδισης της άσκησης του δικαιώματος διαμονής.

72

Λαμβανομένης υπόψη της στενής σχέσης μεταξύ των δικαιωμάτων που χορηγεί στους υπηκόους τρίτων χωρών το κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας 2003/109 και εκείνων που απορρέουν από το κεφάλαιο ΙΙΙ αυτής, οι ίδιες εκτιμήσεις εφαρμόζονται όσον αφορά τις αιτήσεις για άδεια διαμονής που υποβάλλονται, κατά τα άρθρα 14 έως 16 της οδηγίας αυτής, από τους υπηκόους τρίτων χωρών και από τα μέλη της οικογενείας τους σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που χορήγησε το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος.

73

Επομένως, στο μέτρο κατά το οποίο το υψηλό ποσό των τελών που επιβάλλει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στους υπηκόους τρίτων χωρών ενδέχεται να δημιουργεί εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η οδηγία 2003/109, η ολλανδική κανονιστική ρύθμιση διακυβεύει τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία, στερώντας της την πρακτική της αποτελεσματικότητα.

74

Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως, η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά τον καθορισμό του ύψους των τελών που μπορούν να επιβληθούν στους υπηκόους τρίτων χωρών για τη χορήγηση αδειών διαμονής βάσει των κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας 2003/109 δεν είναι απεριόριστη, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η επιβολή τελών που θεωρούνται υπερβολικά, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής οικονομικής επιβάρυνσης που συνεπάγονται για τους υπηκόους τρίτων χωρών.

75

Συγκεκριμένα, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, τα εθνικά μέτρα που θεσπίζει η εθνική κανονιστική ρύθμιση μεταφοράς της οδηγίας 2003/109 πρέπει να είναι κατάλληλα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων από τη ρύθμιση σκοπών και να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή τους μέτρου.

76

Ασφαλώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το ύψος των τελών που εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών που εμπίπτουν στην οδηγία 2003/109 να κυμαίνεται αναλόγως του είδους της αιτούμενης αδείας διαμονής καθώς και των σχετικών ελέγχων τους οποίους οφείλει να διενεργεί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως, η ίδια η οδηγία, με το άρθρο της 16, προβαίνει σε διάκριση όσον αφορά τη χορήγηση αδείας διαμονής στα μέλη της οικογενείας του υπηκόου τρίτης χώρας αναλόγως του αν η εν λόγω οικογένεια δημιουργήθηκε ή όχι στο κράτος μέλος το οποίο χορήγησε στον υπήκοο αυτό το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος.

77

Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, το ύψος των τελών που ζητεί το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κυμαίνεται εντός συγκεκριμένων ορίων, στο πλαίσιο των οποίων η χαμηλότερη τιμή είναι σχεδόν επτά φορές μεγαλύτερη από το ποσό που καταβάλλεται για την απόκτηση εθνικού δελτίου ταυτότητας. Παρά το γεγονός ότι οι Ολλανδοί πολίτες δεν τελούν σε πανομοιότυπη κατάσταση με εκείνη των υπηκόων τρίτων χωρών καθώς και των μελών της οικογενείας τους που εμπίπτουν στην οδηγία 2003/109, εντούτοις, η μεγάλη αυτή απόκλιση στα επιβαλλόμενα τέλη αποδεικνύει τον δυσανάλογο χαρακτήρα των τελών που ζητούνται κατ’ εφαρμογή της επίμαχης εν προκειμένω εθνικής κανονιστικής ρύθμισης.

78

Δεδομένου ότι τα τέλη που επιβάλλει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών βάσει της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης που μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2003/109 είναι αφεαυτών δυσανάλογα και ικανά να δημιουργήσουν εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η οδηγία αυτή, παρέλκει η εξέταση του πρόσθετου επιχειρήματος της Επιτροπής ότι είναι αναγκαίο να συγκριθούν τα τέλη που επιβάλλονται στους υπηκόους τρίτων χωρών και στα μέλη της οικογενείας τους δυνάμει της εν λόγω οδηγίας με εκείνα που οφείλουν να καταβάλουν οι πολίτες της Ένωσης για τη χορήγηση παρεμφερών εγγράφων κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2004/38.

79

Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στο μέτρο που επέβαλε στους υπηκόους τρίτων χωρών που ζητούν να τους χορηγηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στις Κάτω Χώρες και στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι, έχοντας αποκτήσει το καθεστώς αυτό σε άλλο κράτος μέλος εκτός του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, ζητούν να ασκήσουν το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, καθώς και στα μέλη της οικογενείας τους που ζητούν τη χορήγηση αδείας προκειμένου να τους συνοδεύσουν ή να τους συναντήσουν εκεί εκ νέου, υπερβολικά και δυσανάλογα τέλη, ικανά να δημιουργήσουν εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η οδηγία 2003/109, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

80

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 4, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

81

Επειδή η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και το τελευταίο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Η Ελληνική Δημοκρατία, η οποία παρενέβη στη δίκη, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στο μέτρο που επέβαλε στους υπηκόους τρίτων χωρών που ζητούν να τους χορηγηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στις Κάτω Χώρες και στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι, έχοντας αποκτήσει το καθεστώς αυτό σε άλλο κράτος μέλος εκτός του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, ζητούν να ασκήσουν το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, καθώς και στα μέλη της οικογενείας τους που ζητούν τη χορήγηση αδείας προκειμένου να τους συνοδεύσουν ή να τους συναντήσουν εκεί εκ νέου, υπερβολικά και δυσανάλογα τέλη, ικανά να δημιουργήσουν εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

 

2)

Καταδικάζει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

 

3)

Η Ελληνική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.