Υπόθεση C-482/10

Teresa Cicala

κατά

Regione Siciliana

(αίτηση του la Corte dei conti,

sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Εθνική διοικητική διαδικασία – Διοικητικές πράξεις – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δυνατότητα καλύψεως της ελλείψεως αιτιολογίας κατά τη διάρκεια δίκης κινηθείσας κατά της διοικητικής πράξεως – Ερμηνεία των άρθρων 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έλλειψη αρμοδιότητας του Δικαστηρίου»

Περίληψη της αποφάσεως

Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

Η ερμηνεία από το Δικαστήριο διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις δικαιολογείται εκ του ότι το εθνικό δίκαιο προβλέπει την εφαρμογή τους ευθέως και ανεπιφυλάκτως, για να εξασφαλισθεί ομοιόμορφη μεταχείριση τόσο των εσωτερικών όσο και των διεπόμενων από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεων.

Αντιθέτως, στην περίπτωση που διάταξη του εθνικού δικαίου παραπέμπει γενικώς στις «αρχές που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη», και όχι ειδικώς στις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στις οποίες αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το επίμαχο εθνικό δίκαιο προβλέπει ευθέως και ανεπιφυλάκτως την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, αυτών καθ’ εαυτών. Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, υπό τις συνθήκες αυτές, ότι η παραπομπή στο δίκαιο της Ένωσης για τη ρύθμιση αμιγώς εσωτερικών καταστάσεων είναι ανεπιφύλακτη και κατά συνέπεια οι διατάξεις στις οποίες αναφέρονται τα εν λόγω ερωτήματα θα εφαρμόζονταν χωρίς περιορισμούς στην υπόθεση της κύριας δίκης.

Το Δικαστήριο δεν έχει, συνεπώς, αρμοδιότητα να αποφανθεί επί ερωτημάτων που υποβάλλει εθνικό δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία συγκεκριμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στην περίπτωση που δεν μπορεί να συναχθεί ότι, παραπέμποντας σε αρχές αντλούμενες από το δίκαιο της Ένωσης, ο εθνικός νομοθέτης θέλησε να παραπέμψει στο περιεχόμενο των εν λόγω συγκεκριμένων διατάξεων για να μεταχειρισθεί κατά όμοιο τρόπο τις εσωτερικές και τις διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις.

(βλ. σκέψεις 19, 25-27, 29-30 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2011 (*)

«Εθνική διοικητική διαδικασία – Διοικητικές πράξεις – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δυνατότητα καλύψεως της ελλείψεως αιτιολογίας κατά τη διάρκεια δίκης κινηθείσας κατά της διοικητικής πράξεως – Ερμηνεία των άρθρων 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έλλειψη αρμοδιότητας του Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C‑482/10,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana (Ιταλία) με απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Οκτωβρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης

Teresa Cicala

κατά

Regione Siciliana,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, Γ. Αρέστη, T. von Danwitz (εισηγητή) και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Regione Siciliana, εκπροσωπούμενη από τους V. Farina και D. Bologna, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Varone, avvocato dello Stato,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη V. Pasternak Jørgensen,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze, J. Möller και N. Graf Vitzthum,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E.-M. Μαμούνα και Κ. Παρασκευοπούλου, καθώς και από τον Ι. Μπακόπουλο,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Cattabriga και τον H. Kraemer,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των πράξεων της δημοσίας διοικήσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Τ. Cicala και της Regione Siciliana με αντικείμενο απόφαση με την οποία μειώθηκε το ποσό της συντάξεως της Τ. Cicala και ζητήθηκε η επιστροφή των ήδη καταβληθέντων για προηγούμενα χρονικά διαστήματα ποσών.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου 241 της 7ης Αυγούστου 1990, περί νέων κανόνων για τη διοικητική διαδικασία και το δικαίωμα προσβάσεως στα διοικητικά έγγραφα (GURI αριθ. 192, της 18ης Αυγούστου 1990, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 15 της 11ης Φεβρουαρίου 2005 (GURI αριθ. 42, της 21ης Φεβρουαρίου 2005, σ. 4, στο εξής: νόμος 241/1990), ορίζει:

«Η δραστηριότητα της διοικήσεως επιδιώκει τους καθοριζόμενους από τον νόμο σκοπούς και διέπεται από τα κριτήρια της αποδοτικότητας, της αποτελεσματικότητας, της αμεροληψίας, της δημοσιότητας και της διαφάνειας κατά τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου και των λοιπών διατάξεων που ρυθμίζουν ειδικές διαδικασίες καθώς και από τις αρχές που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη.»

4        Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 241/1990 ορίζει, όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως:

«1.      Οι διοικητικές πράξεις [...] αιτιολογούνται, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της παραγράφου 2. Η αιτιολογία περιλαμβάνει τις πραγματικές καταστάσεις και τους νομικούς λόγους οι οποίοι οδήγησαν τη διοίκηση στην έκδοση της πράξεως, βάσει της προηγηθείσας εξετάσεως του φακέλου.

2.      Δεν απαιτείται αιτιολόγηση των κανονιστικών πράξεων και των πράξεων γενικής εφαρμογής.»

5        Το άρθρο 21octies, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του νόμου 241/1990 έχει ως εξής:

«Η πράξη που εκδίδεται κατά παράβαση των κανόνων περί διαδικασίας και τύπου των πράξεων δεν ακυρώνεται όταν, λόγω του ότι προκύπτει από την άσκηση δέσμιας αρμοδιότητας της διοικήσεως, είναι πρόδηλο ότι δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο.»

6        Το άρθρο 3 του υπ’ αριθ. 10 περιφερειακού νόμου της Σικελίας, της 30ής Απριλίου 1991, περί διατάξεων για τις διοικητικές πράξεις, το δικαίωμα προσβάσεως στα διοικητικά έγγραφα και τη βελτίωση της λειτουργίας της διοικήσεως (στο εξής: περιφερειακός νόμος της Σικελίας 10/1991), επαναλαμβάνει κατά λέξη το άρθρο 3 του νόμου 241/1990.

7        Το άρθρο 37 του περιφερειακού νόμου της Σικελίας 10/1991 ορίζει:

«Για ό,τι δεν προβλέπεται στον παρόντα νόμο εφαρμόζονται, εφόσον συμβιβάζονται με αυτόν, οι διατάξεις του νόμου 241/1990, όπως έχουν τροποποιηθεί και συμπληρωθεί, καθώς και οι σχετικές με αυτές πράξεις εφαρμογής.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Η T. Cicala, η οποία εργαζόταν στη Regione Siciliana, λαμβάνει σύνταξη η οποία της καταβάλλεται από τη δεύτερη. Με σημείωμα του 1997, η Regione Siciliana πληροφόρησε την ενδιαφερόμενη ότι το ποσό της συντάξεως της, όπως είχε καθοριστεί με προγενέστερη πράξη της περιφέρειας, ήταν ανώτερο εκείνου που όντως οφειλόταν, ότι το ποσό αυτό θα μειωνόταν, καθώς και ότι όφειλε να επιστρέψει τα ποσά που είχαν ήδη καταβληθεί αχρεωστήτως. Η T. Cicala άσκησε προσφυγή ενώπιον του Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana, ζητώντας την ακύρωση του σημειώματος αυτού, επικαλούμενη την παντελή έλλειψη αιτιολογίας της πράξεως, η οποία καθιστούσε αδύνατο, μεταξύ άλλων, τον προσδιορισμό των πραγματικών και νομικών στοιχείων τα οποία δικαιολογούσαν τη μείωση της συντάξεώς της και την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

9        Η Regione Siciliana υποστήριξε, συναφώς, ότι το προσβαλλόμενο σημείωμα εκδόθηκε στο πλαίσιο ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας της διοικήσεως και ότι δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Κατά την ένδικη διαδικασία, παρέσχε στοιχεία σχετικά με τους λόγους που δικαιολογούν το σημείωμα αυτό και προέβαλε ότι δεν ήταν δυνατή η ακύρωσή του, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21octies του νόμου 241/1990.

10      Στην απόφασή του περί παραπομπής το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana, διαλαμβάνει εκτιμήσεις σχετικές με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί των υποβληθέντων ερωτημάτων. Επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι, όσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης, έχει εξουσία δικαιοδοτικού οργάνου. Πράγματι, στον τομέα των συντάξεων, έχει αποκλειστική δικαιοδοσία ως προς την ουσία και εξουσία ακυρώσεως διοικητικών πράξεων. Επομένως, αντιθέτως προς τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι διατάξεις της 26ης Νοεμβρίου 1999, C‑192/98, ANAS (Συλλογή 1999, σ. I‑8583), και C‑440/98, RAI (Συλλογή 1999, σ. I‑8597), στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν αναρμόδιο να αποφανθεί επί των ερωτημάτων που είχε υποβάλει το Corte dei conti, το τελευταίο πρέπει να θεωρηθεί, στο πλαίσιο της παρούσας ένδικης διαφοράς, όχι ως διοικητικό όργανο αλλά ως δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

11      Το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana, παρατηρεί, επίσης, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι παραδεκτά. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου 241/1990 περιλαμβάνει ευθεία και ανεπιφύλακτη παραπομπή στις αρχές που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης. Το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) έχει κρίνει, με πρόσφατη απόφασή του (sez. V 4035/2009), ότι οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης εφαρμόζονται απευθείας στην εσωτερική έννομη τάξη και ότι πρέπει να διέπουν τη συμπεριφορά της διοικήσεως. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στα άρθρα 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη εφαρμόζεται σε όλες τις δραστηριότητες της ιταλικής διοικήσεως, είτε πρόκειται για εκείνες που ασκούνται κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης είτε για εκείνες που ασκούνται στο πλαίσιο των ιδίων αρμοδιοτήτων της διοικήσεως.

12      Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι, εν προκειμένω, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά αμιγώς εσωτερική κατάσταση, η παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως πρέπει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να κριθεί παραδεκτή. Κρίνοντας ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία των διατάξεων αυτών του δικαίου της Ένωσης, το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)       Είναι συμβατή με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 3 του νόμου 241/1990 και του άρθρου 3 του περιφερειακού νόμου της Σικελίας 10/1991, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του νόμου 241/90, το οποίο υποχρεώνει την ιταλική διοίκηση να εφαρμόζει τις αρχές της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παράλληλα με την υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων της δημοσίας διοικήσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 41, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Χάρτη […], σύμφωνα με την οποία ερμηνεία οι πράξεις οι εκδοθείσες στο πλαίσιο ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας στον συνταξιοδοτικό τομέα και από τις οποίες απορρέουν δικαιώματα των ιδιωτών, μπορούν να εξαιρεθούν από την υποχρέωση αιτιολογίας; Μπορεί αυτό να θεωρηθεί παράβαση ουσιώδους τύπου του διοικητικού μέτρου;

2)      Είναι το άρθρο 21octies, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του νόμου 241/1990, όπως ερμηνεύεται με τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, σε σχέση με την υποχρέωση αιτιολογήσεως της διοικητικής πράξεως την οποία θεσπίζει το άρθρο 3 του ίδιου νόμου 241/1990 και του περιφερειακού νόμου της Σικελίας 10/1991, παράλληλα με την υποχρέωση αιτιολογίας των πράξεων της δημοσίας διοικήσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 41, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Χάρτη […], συμβατό με το άρθρο 1 του νόμου 241/1990, το οποίο προβλέπει υποχρέωση της διοικήσεως να εφαρμόζει τις αρχές της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Κατά συνέπεια, είναι συμβατή και παραδεκτή η ερμηνεία και η εφαρμογή της δυνατότητας της διοικήσεως να συμπληρώνει την αιτιολογία διοικητικού μέτρου κατά το στάδιο της δίκης;»

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

13      Λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως περί παραπομπής, ανακύπτει το ερώτημα αν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των υποβληθέντων σε αυτό ερωτημάτων, σε σχέση, αφενός, με τον χαρακτηρισμό του Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana, ως «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, με το αντικείμενο των εν λόγω ερωτημάτων.

14      Ως προς το σημείο αυτό, η Regione Siciliana, η Ιταλική, η Δανική, η Γερμανική και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί των υποβληθέντων ερωτημάτων, για τον λόγο ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά αμιγώς εσωτερική κατάσταση. Η Ιταλική και η Ελληνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι η παραπομπή στο δίκαιο της Ένωσης, κατά το άρθρο 1 του νόμου 241/1990, δεν πληροί τις, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προϋποθέσεις αναγνωρίσεως της αρμοδιότητάς του.

15      Κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας των Συνθηκών καθώς και των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Στο πλαίσιο της θεσπιζόμενης από το άρθρο αυτό συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, απόκειται αποκλειστικώς στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμούν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να εκδώσουν τη δική τους απόφαση όσο και το πρόσφορο των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 7ης Ιουλίου 2011, C‑310/10, Agafiţei κ.λπ., που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 24 και 25 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

16      Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα από τα εθνικά δικαστήρια ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει (βλ. αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2006, C‑3/04, Poseidon Chartering, Συλλογή 2006, σ. I‑2505, σκέψη 15· της 28ης Οκτωβρίου 2010, C‑203/09, Volvo Car Germany, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 24, καθώς και Agafiţei κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 26).

17      Κατ’ εφαρμογή της νομολογίας αυτής, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα δεχθεί ότι είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων σχετικά με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σε περιπτώσεις που τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, αλλά στις οποίες οι σχετικές διατάξεις του δικαίου αυτού εφαρμόζονται δυνάμει του εθνικού δικαίου λόγω της παραπομπής που γίνεται στο περιεχόμενο των ρυθμίσεών τους από αυτό. Στις αποφάσεις αυτές, οι εθνικές διατάξεις που επαναλάμβαναν τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν είχαν προδήλως περιορίσει την εφαρμογή των τελευταίων (αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, C‑130/95, Giloy, Συλλογή 1997, σ. I‑4291, σκέψη 23, καθώς και C‑28/95, Leur-Bloem, Συλλογή 1997, σ. I‑4161, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

18      Πράγματι, το Δικαστήριο έχει επισημάνει συναφώς ότι όταν η εθνική νομοθεσία αποσκοπεί στην εναρμόνιση των προβλεπόμενων για αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις λύσεων προς τις λύσεις που έχουν γίνει δεκτές στο δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου, για παράδειγμα, να αποφευχθούν οι διακρίσεις σε βάρος των ημεδαπών ή ενδεχόμενη νόθευση του ανταγωνισμού ή να εφαρμοσθεί ενιαία διαδικασία επί συγκρίσιμων καταστάσεων, υφίσταται οπωσδήποτε συμφέρον της Ένωσης για ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων ή των εννοιών που συμπίπτουν με διατάξεις ή έννοιες του δικαίου της Ένωσης ανεξάρτητα από τις συνθήκες υπό τις οποίες εφαρμόζονται, προκειμένου να αποφευχθούν ερμηνευτικές αποκλίσεις στο μέλλον (απόφαση Agafiţei κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Επομένως, η ερμηνεία από το Δικαστήριο διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις δικαιολογείται εκ του ότι το εθνικό δίκαιο προβλέπει την εφαρμογή τους ευθέως και ανεπιφυλάκτως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1995, C-346/93, Kleinwort Benson, Συλλογή 1995, σ. I-615, σκέψη 16, καθώς και της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑280/06, ETI κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑10893, σκέψη 25) για να εξασφαλισθεί ομοιόμορφη μεταχείριση τόσο των εσωτερικών όσο και των διεπόμενων από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Poseidon Chartering, προπαρατεθείσα, σκέψη 17, καθώς και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, Συλλογή 2006, σ. I‑11987, σκέψη 22).

20      Εν προκειμένω, είναι πρόδηλο ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες εφαρμόζονται σε αμιγώς εσωτερικό πλαίσιο, μεταξύ των οποίων επίμαχες στην κύρια δίκη είναι οι σχετικές με την αιτιολογία των διοικητικών πράξεων.

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν δικαιολογείται ερμηνεία των διατάξεων στις οποίες αναφέρονται τα υποβληθέντα ερωτήματα, όπως εκτιμά το αιτούν δικαστήριο, για τον λόγο ότι το εθνικό δίκαιο προβλέπει την εφαρμογή τους ευθέως και ανεπιφυλάκτως κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, λόγω της παραπομπής που γίνεται από το άρθρο 1 του νόμου 241/1990 στις αρχές που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης.

22      Συναφώς, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως διέπεται εξ ολοκλήρου από την εθνική νομοθεσία περί διοικητικής διαδικασίας και δεν μπορεί, επομένως, να αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας από το Δικαστήριο.

23      Πάντως, ο νόμος 241/1990 όπως επίσης και ο περιφερειακός νόμος της Σικελίας 10/1991 περιλαμβάνουν ειδικούς κανόνες όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως των διοικητικών πράξεων. Επιπλέον, ο νόμος 241/1990 προβλέπει, όσον αφορά τις συνέπειες της παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής, ειδικούς κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται στην υπόθεση της κύριας δίκης δυνάμει του άρθρου 37 του εν λόγω περιφερειακού νόμου της Σικελίας.

24      Επομένως, όπως, μεταξύ άλλων, επισήμαναν το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, η Regione Siciliana καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση, το άρθρο 3 του νόμου 241/1990 και το άρθρο 3 του περιφερειακού νόμου της Σικελίας 10/1991 καθιερώνουν ως αρχή την υποχρέωση αιτιολογήσεως των διοικητικών πράξεων καθορίζοντας, μεταξύ άλλων, το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο αυτής της αιτιολογίας. Επιπροσθέτως, όσον αφορά τις συνέπειες της παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής, το άρθρο 21octies, παράγραφος 2, του νόμου 241/1990 προβλέπει ότι δεν ακυρώνεται η πράξη όταν προκύπτει από δέσμια αρμοδιότητα της διοικήσεως και όταν είναι πρόδηλο ότι δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Τέλος, κατά το αιτούν δικαστήριο, η διάταξη αυτή επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη συμπλήρωση της αιτιολογίας διοικητικής πράξεως κατά τη διάρκειας δίκης.

25      Αντιθέτως, το άρθρο 1 του νόμου 241/1990 παραπέμπει γενικώς στις «αρχές που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη», και όχι ειδικώς στα άρθρα 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη στις οποίες αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα ή ακόμη σε άλλους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σχετικούς με την υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το ιταλικό δίκαιο προβλέπει ευθέως και ανεπιφυλάκτως την εφαρμογή αυτών καθ’ εαυτών των διατάξεων στις οποίες αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα.

27      Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, υπό τις συνθήκες αυτές, ότι η παραπομπή στο δίκαιο της Ένωσης για τη ρύθμιση αμιγώς εσωτερικών καταστάσεων είναι, εν προκειμένω, ανεπιφύλακτη και κατά συνέπεια οι διατάξεις στις οποίες αναφέρονται τα εν λόγω ερωτήματα θα εφαρμόζονταν χωρίς περιορισμούς στην υπόθεση της κύριας δίκης.

28      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana, ουδόλως αναφέρει ότι η παραπομπή αυτή έχει ως αποτέλεσμα να υπερισχύουν των σχετικών με την υποχρέωση αιτιολογήσεως εθνικών διατάξεων τα άρθρα 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη, τα οποία απευθύνονται, εξάλλου, κατά το γράμμα τους, όχι στα κράτη μέλη αλλά αποκλειστικώς στα θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης, ή ακόμη άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικές με την υποχρέωση αιτιολογήσεως, ακόμη και όταν πρόκειται για αμιγώς εσωτερική κατάσταση, προκειμένου να μεταχειρισθεί με τον ίδιο τρόπο τις αμιγώς εσωτερικές με τις διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις.

29      Επομένως, ούτε η απόφαση περί παραπομπής ούτε ο νόμος 241/1990 περιλαμβάνουν αρκούντως σαφείς ενδείξεις από τις οποίες θα μπορούσε να συναχθεί ότι ο εθνικός νομοθέτης, παραπέμποντας, στο άρθρο 1 του νόμου 241/1990, στις αρχές που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, θέλησε όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως να παραπέμψει στο περιεχόμενο των διατάξεων των άρθρων 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη ή ακόμη άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικών με την υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων για να μεταχειρισθεί κατά όμοιο τρόπο τις εσωτερικές και τις διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις. Δεν μπορεί επομένως να συναχθεί ότι υφίσταται, εν προκειμένω, βέβαιο συμφέρον της Ένωσης προς εξασφάλιση ομοιόμορφης ερμηνείας των διατάξεων αυτών.

30      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί των ερωτημάτων που υπέβαλε το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου των ερωτημάτων αυτών.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana, είναι, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

32      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί των ερωτημάτων που υπέβαλε το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana (Ιταλία), με απόφαση της 20ης Σεπτεμβρίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.