Υπόθεση C-338/10

Grünwald Logistik Service GmbH (GLS)

κατά

Hauptzollamt Hamburg-Stadt

(αίτηση του Finanzgericht Hamburg

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ντάμπινγκ — Επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων παρασκευασμένων ή διατηρημένων εσπεριδοειδών καταγωγής Κίνας — Κανονισμός (ΕΚ) 1355/2008 — Κύρος — Κανονισμός (ΕΚ) 384/96 — Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ — Καθορισμός της κανονικής αξίας — Χώρα εξαγωγής που δεν έχει οικονομία αγοράς — Υποχρέωση της Επιτροπής να επιδεικνύει επιμέλεια κατά τον καθορισμό της κανονικής αξίας με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς»

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Περιθώριο ντάμπινγκ — Καθορισμός της κανονικής αξίας — Εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς — Επιλογή ανάλογης χώρας

    (Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2117/2005, άρθρο 2 § 7, στοιχείο αʹ)

  2. Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Περιθώριο ντάμπινγκ — Καθορισμός της κανονικής αξίας — Εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς — Η τιμή που επικρατεί σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς ως τιμή αναφοράς

    (Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2117/2005, άρθρο 2 § 7, στοιχείο αʹ)

  3. Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Περιθώριο ντάμπινγκ — Καθορισμός της κανονικής αξίας — Εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς — Επιλογή ανάλογης χώρας

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2117/2005, άρθρο 2 § 7, στοιχείο αʹ, και 1355/2008)

  1.  Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2117/2005, στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία αγοράς, η κανονική αξία καθορίζεται καταρχήν, κατά παρέκκλιση των κανόνων που θεσπίζονται με τις παραγράφους 1 έως 6 του εν λόγω άρθρου, με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς. Κατά το δεύτερο εδάφιο της διάταξης αυτής, μια κατάλληλη τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς επιλέγεται με εύλογο τρόπο, αφού ληφθεί δεόντως υπόψη κάθε αξιόπιστη πληροφορία διαθέσιμη κατά τη στιγμή της επιλογής. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη τις υπάρχουσες εναλλακτικές λύσεις, να προσπαθήσουν να βρουν μια τρίτη χώρα στην οποία η τιμή ενός ομοειδούς προϊόντος διαμορφώνεται υπό περιστάσεις που να μοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τις περιστάσεις στη χώρα εξαγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για χώρα με οικονομία αγοράς.

    Η άσκηση από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης της διακριτικής ευχέρειάς τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Όσον αφορά την επιλογή της ανάλογης χώρας, πρέπει ειδικότερα να εξακριβώνεται κατά πόσον τα όργανα αυτά παρέλειψαν να λάβουν υπόψη ουσιώδη στοιχεία που να αποδεικνύουν την καταλληλότητα της επιλεγείσας χώρας και κατά πόσον τα στοιχεία του φακέλου εξετάστηκαν με την απαιτούμενη επιμέλεια, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι η κανονική αξία καθορίστηκε με κατάλληλο και εύλογο τρόπο.

    (βλ. σκέψεις 20-22)

  2.  Από το γράμμα και την οικονομία του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2117/2005, προκύπτει ότι η βασική μέθοδος για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, σε περίπτωση εισαγωγών από χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς, είναι η μέθοδος που βασίζεται στην τιμή ή στην κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς ή στην τιμή από αυτή την τρίτη χώρα προς άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ένωσης. Αν η εφαρμογή της μεθόδου αυτής δεν είναι εφικτή, προβλέπεται μια επικουρική μέθοδος για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, κατά την οποία η αξία αυτή καθορίζεται σε κάποια άλλη λογική βάση, συμπεριλαμβανομένης της τιμής που έχει πράγματι πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθεί στην Ένωση για το ομοειδές προϊόν, δεόντως προσαρμοσμένης, αν χρειάζεται, ώστε να συμπεριλαμβάνει ένα εύλογο περιθώριο κέρδους.

    Η χρήση αυτών των φράσεων στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού αποδεικνύει ότι ο σκοπός της προτεραιότητας αυτής που δίδεται στη βασική μέθοδο την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη είναι να είναι δυνατός ο εύλογος καθορισμός της κανονικής αξίας στη χώρα εξαγωγής χάρη στην επιλογή μιας τρίτης χώρας στην οποία η τιμή ενός ομοειδούς προϊόντος διαμορφώνεται υπό περιστάσεις που μοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τις περιστάσεις στη χώρα εξαγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για χώρα με οικονομία αγοράς.

    Κατά συνέπεια, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, παρά τη διακριτική ευχέρεια που έχουν κατά την επιλογή της ανάλογης χώρας, δεν μπορούν να μη λαμβάνουν υπόψη την απαίτηση να πρόκειται για χώρα με οικονομία αγοράς, εφόσον αυτό είναι εφικτό. Πράγματι, τα όργανα αυτά δεν μπορούν να μην εφαρμόζουν τον γενικό κανόνα που θέτει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού για τον καθορισμό της κανονικής αξίας των προϊόντων προέλευσης χωρών που δεν έχουν οικονομία αγοράς και να στηρίζονται σε κάποια άλλη λογική βάση παρά μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο γενικός αυτός κανόνας.

    (βλ. σκέψεις 24-26)

  3.  Το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2117/2005, κατά το οποίο δίδεται προτεραιότητα στη βασική μέθοδο την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, δηλαδή στη μέθοδο καθορισμού της κανονικής αξίας με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς, επιβάλλει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης την υποχρέωση να εξετάζουν με την απαιτούμενη επιμέλεια όλα τα στοιχεία που διαθέτουν, μεταξύ των οποίων καταλέγονται κυρίως τα στοιχεία της Eurostat, προκειμένου να εξακριβώσουν αν μπορούν να εντοπίσουν μια ανάλογη χώρα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Ειδικότερα, θα διακυβευόταν ο σκοπός της εν λόγω διάταξης, δηλαδή η επιδίωξη εξεύρεσης ανάλογης χώρας, στην οποία η τιμή ενός ομοειδούς προϊόντος διαμορφώνεται υπό περιστάσεις που να μοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τις περιστάσεις στη χώρα εξαγωγής, αν η έννοια «διαθέσιμη αξιόπιστη πληροφορία», δεν κάλυπτε παρά μόνο τις πληροφορίες που έχει παράσχει ο καταγγέλλων με την καταγγελία του ή τις πληροφορίες που παρέσχον στη συνέχεια οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διάρκεια της έρευνας.

    Επομένως, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να εξετάζει αυτεπαγγέλτως όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, διότι ο ρόλος της κατά την έρευνα αντιντάμπινγκ δεν είναι ρόλος διαιτητή, του οποίου η αρμοδιότητα περιορίζεται στη λήψη απόφασης βάσει των πληροφοριών και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα. Ο κανονισμός 384/96 παρέχει στην Επιτροπή, με το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, την εξουσία να ζητεί από τα κράτη μέλη να της παρέχουν πληροφοριακά στοιχεία και να διενεργούν όλες τις αναγκαίες επιθεωρήσεις και όλους τους αναγκαίους ελέγχους. κανονισμός παρέχει στην Επιτροπή, με το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, την εξουσία να ζητεί από τα κράτη μέλη να της παρέχουν πληροφοριακά στοιχεία και να διενεργούν όλες τις αναγκαίες επιθεωρήσεις και όλους τους αναγκαίους ελέγχους.

    Κατά συνέπεια, όταν τα στοιχεία της Eurostat που είναι διαθέσιμα κατά την έρευνα παρέχουν ενδείξεις για το ότι σε τρίτες χώρες με οικονομία αγοράς παράγονται προϊόντα παρόμοια με το οικείο προϊόν σε ποσότητες που δεν είναι αμελητέες, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν κάποια από τις χώρες αυτές μπορεί να αποτελέσει ανάλογη χώρα, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή δεν μπορεί να περιοριστεί στην αποστολή ενός μόνο ερωτηματολογίου σε δύο επιχειρήσεις της ίδιας τρίτης χώρας και να συναγάγει από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν απάντησαν το συμπέρασμα ότι είναι αδύνατον να καθοριστεί η κανονική αξία βάσει των τιμών που εφαρμόζονται σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς.

    (βλ. σκέψεις 30-32, 34)


Υπόθεση C-338/10

Grünwald Logistik Service GmbH (GLS)

κατά

Hauptzollamt Hamburg-Stadt

(αίτηση του Finanzgericht Hamburg

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ντάμπινγκ — Επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων παρασκευασμένων ή διατηρημένων εσπεριδοειδών καταγωγής Κίνας — Κανονισμός (ΕΚ) 1355/2008 — Κύρος — Κανονισμός (ΕΚ) 384/96 — Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ — Καθορισμός της κανονικής αξίας — Χώρα εξαγωγής που δεν έχει οικονομία αγοράς — Υποχρέωση της Επιτροπής να επιδεικνύει επιμέλεια κατά τον καθορισμό της κανονικής αξίας με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς»

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς – Επιλογή ανάλογης χώρας

    (Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2117/2005, άρθρο 2 § 7, στοιχείο αʹ)

  2. Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς – Η τιμή που επικρατεί σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς ως τιμή αναφοράς

    (Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2117/2005, άρθρο 2 § 7, στοιχείο αʹ)

  3. Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς – Επιλογή ανάλογης χώρας

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2117/2005, άρθρο 2 § 7, στοιχείο αʹ, και 1355/2008)

  1.  Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2117/2005, στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία αγοράς, η κανονική αξία καθορίζεται καταρχήν, κατά παρέκκλιση των κανόνων που θεσπίζονται με τις παραγράφους 1 έως 6 του εν λόγω άρθρου, με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς. Κατά το δεύτερο εδάφιο της διάταξης αυτής, μια κατάλληλη τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς επιλέγεται με εύλογο τρόπο, αφού ληφθεί δεόντως υπόψη κάθε αξιόπιστη πληροφορία διαθέσιμη κατά τη στιγμή της επιλογής. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη τις υπάρχουσες εναλλακτικές λύσεις, να προσπαθήσουν να βρουν μια τρίτη χώρα στην οποία η τιμή ενός ομοειδούς προϊόντος διαμορφώνεται υπό περιστάσεις που να μοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τις περιστάσεις στη χώρα εξαγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για χώρα με οικονομία αγοράς.

    Η άσκηση από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης της διακριτικής ευχέρειάς τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Όσον αφορά την επιλογή της ανάλογης χώρας, πρέπει ειδικότερα να εξακριβώνεται κατά πόσον τα όργανα αυτά παρέλειψαν να λάβουν υπόψη ουσιώδη στοιχεία που να αποδεικνύουν την καταλληλότητα της επιλεγείσας χώρας και κατά πόσον τα στοιχεία του φακέλου εξετάστηκαν με την απαιτούμενη επιμέλεια, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι η κανονική αξία καθορίστηκε με κατάλληλο και εύλογο τρόπο.

    (βλ. σκέψεις 20-22)

  2.  Από το γράμμα και την οικονομία του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2117/2005, προκύπτει ότι η βασική μέθοδος για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, σε περίπτωση εισαγωγών από χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς, είναι η μέθοδος που βασίζεται στην τιμή ή στην κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς ή στην τιμή από αυτή την τρίτη χώρα προς άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ένωσης. Αν η εφαρμογή της μεθόδου αυτής δεν είναι εφικτή, προβλέπεται μια επικουρική μέθοδος για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, κατά την οποία η αξία αυτή καθορίζεται σε κάποια άλλη λογική βάση, συμπεριλαμβανομένης της τιμής που έχει πράγματι πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθεί στην Ένωση για το ομοειδές προϊόν, δεόντως προσαρμοσμένης, αν χρειάζεται, ώστε να συμπεριλαμβάνει ένα εύλογο περιθώριο κέρδους.

    Η χρήση αυτών των φράσεων στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού αποδεικνύει ότι ο σκοπός της προτεραιότητας αυτής που δίδεται στη βασική μέθοδο την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη είναι να είναι δυνατός ο εύλογος καθορισμός της κανονικής αξίας στη χώρα εξαγωγής χάρη στην επιλογή μιας τρίτης χώρας στην οποία η τιμή ενός ομοειδούς προϊόντος διαμορφώνεται υπό περιστάσεις που μοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τις περιστάσεις στη χώρα εξαγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για χώρα με οικονομία αγοράς.

    Κατά συνέπεια, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, παρά τη διακριτική ευχέρεια που έχουν κατά την επιλογή της ανάλογης χώρας, δεν μπορούν να μη λαμβάνουν υπόψη την απαίτηση να πρόκειται για χώρα με οικονομία αγοράς, εφόσον αυτό είναι εφικτό. Πράγματι, τα όργανα αυτά δεν μπορούν να μην εφαρμόζουν τον γενικό κανόνα που θέτει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού για τον καθορισμό της κανονικής αξίας των προϊόντων προέλευσης χωρών που δεν έχουν οικονομία αγοράς και να στηρίζονται σε κάποια άλλη λογική βάση παρά μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο γενικός αυτός κανόνας.

    (βλ. σκέψεις 24-26)

  3.  Το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2117/2005, κατά το οποίο δίδεται προτεραιότητα στη βασική μέθοδο την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, δηλαδή στη μέθοδο καθορισμού της κανονικής αξίας με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς, επιβάλλει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης την υποχρέωση να εξετάζουν με την απαιτούμενη επιμέλεια όλα τα στοιχεία που διαθέτουν, μεταξύ των οποίων καταλέγονται κυρίως τα στοιχεία της Eurostat, προκειμένου να εξακριβώσουν αν μπορούν να εντοπίσουν μια ανάλογη χώρα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Ειδικότερα, θα διακυβευόταν ο σκοπός της εν λόγω διάταξης, δηλαδή η επιδίωξη εξεύρεσης ανάλογης χώρας, στην οποία η τιμή ενός ομοειδούς προϊόντος διαμορφώνεται υπό περιστάσεις που να μοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τις περιστάσεις στη χώρα εξαγωγής, αν η έννοια «διαθέσιμη αξιόπιστη πληροφορία», δεν κάλυπτε παρά μόνο τις πληροφορίες που έχει παράσχει ο καταγγέλλων με την καταγγελία του ή τις πληροφορίες που παρέσχον στη συνέχεια οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διάρκεια της έρευνας.

    Επομένως, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να εξετάζει αυτεπαγγέλτως όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, διότι ο ρόλος της κατά την έρευνα αντιντάμπινγκ δεν είναι ρόλος διαιτητή, του οποίου η αρμοδιότητα περιορίζεται στη λήψη απόφασης βάσει των πληροφοριών και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα. Ο κανονισμός 384/96 παρέχει στην Επιτροπή, με το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, την εξουσία να ζητεί από τα κράτη μέλη να της παρέχουν πληροφοριακά στοιχεία και να διενεργούν όλες τις αναγκαίες επιθεωρήσεις και όλους τους αναγκαίους ελέγχους. κανονισμός παρέχει στην Επιτροπή, με το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, την εξουσία να ζητεί από τα κράτη μέλη να της παρέχουν πληροφοριακά στοιχεία και να διενεργούν όλες τις αναγκαίες επιθεωρήσεις και όλους τους αναγκαίους ελέγχους.

    Κατά συνέπεια, όταν τα στοιχεία της Eurostat που είναι διαθέσιμα κατά την έρευνα παρέχουν ενδείξεις για το ότι σε τρίτες χώρες με οικονομία αγοράς παράγονται προϊόντα παρόμοια με το οικείο προϊόν σε ποσότητες που δεν είναι αμελητέες, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν κάποια από τις χώρες αυτές μπορεί να αποτελέσει ανάλογη χώρα, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή δεν μπορεί να περιοριστεί στην αποστολή ενός μόνο ερωτηματολογίου σε δύο επιχειρήσεις της ίδιας τρίτης χώρας και να συναγάγει από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν απάντησαν το συμπέρασμα ότι είναι αδύνατον να καθοριστεί η κανονική αξία βάσει των τιμών που εφαρμόζονται σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς.

    (βλ. σκέψεις 30-32, 34)