ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

JÁN MAZÁK

της 3ης Ιουλίου 2012 ( 1 )

Υπόθεση C-614/10

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Δημοκρατίας της Αυστρίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα — Οι εθνικές αρχές ελέγχου στις οποίες έχει ανατεθεί η επίβλεψη της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία — Στενή προσωπική και οργανωτική διασύνδεση της αρχής ελέγχου και της ομοσπονδιακής καγκελαρίας»

I – Εισαγωγή

1.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την υπό κρίση προσφυγή ( 2 ), την οποία άσκησε βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών ( 3 ), διότι η ισχύουσα στην Αυστρία νομοθεσία δεν ανταποκρίνεται στο κριτήριο πλήρους ανεξαρτησίας, όσον αφορά την Datenschutzkommission (επιτροπή προστασίας δεδομένων, στο εξής: DSK), η οποία συνιστά την αρχή ελέγχου της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.

Στην παρούσα υπόθεση, όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, C-518/07, Επιτροπή κατά Γερμανίας ( 4 ) (στο εξής: απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας), ανακύπτει το ζήτημα της έκτασης της ανεξαρτησίας που πρέπει να έχει η αρχή ελέγχου κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46.

3.

Κατά συνέπεια, η ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας θα είναι κρίσιμη για την εκτίμηση του βασίμου της προσφυγής της Επιτροπής, υπέρ της οποίας έχει παρέμβει ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ).

4.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει παρέμβει υπέρ της Δημοκρατίας της Αυστρίας.

II – Νομικό πλαίσιο

A – Η νομοθεσία της Ένωσης

5.

Από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 προκύπτει ότι σκοπός της είναι η εντός των κρατών μελών προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής τους, σε σχέση με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της ίδιας αυτής οδηγίας, η προστασία αυτή δεν δικαιολογεί την επιβολή περιορισμών ή απαγορεύσεων στην ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των κρατών μελών. Επομένως, σκοπός της οδηγίας 95/46 είναι η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ αφενός της προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και αφετέρου της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων αυτών.

6.

Όπως προκύπτει από την εξηκοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 95/46, η σύσταση σε κάθε κράτος μέλος ανεξάρτητων αρχών ελέγχου αποτελεί ουσιώδες στοιχείο αυτής της προστασίας των προσώπων. Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 28 της οδηγίας 95/46, το οποίο επιγράφεται «Αρχή ελέγχου», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές επιφορτίζονται με τον έλεγχο της εφαρμογής, στο έδαφός του, των εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπισθεί από τα κράτη μέλη, κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Οι εν λόγω αρχές ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με πλήρη ανεξαρτησία.»

7.

Σε επίπεδο οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, η προστασία των φυσικών προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών ( 5 ), ο οποίος εκδόθηκε με βάση το άρθρο 286 ΕΚ. Κατ’ αναλογία προς την υποχρέωση που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 28 της οδηγίας 95/46, ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει τη σύσταση μιας ανεξάρτητης εποπτικής αρχής, που αποκαλείται ΕΕΠΔ. Σε σχέση με την ανεξαρτησία της αρχής αυτής το άρθρο 44 του κανονισμού 45/2001 προβλέπει τα εξής:

«1.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων απολαύει πλήρους ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

2.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων δεν ζητά ούτε δέχεται εντολές από οιονδήποτε.

3.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων απέχει από οποιαδήποτε πράξη η οποία δεν συμβιβάζεται με τα καθήκοντά του και δεν ασκεί, κατά τη διάρκεια της θητείας του, καμία άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη.

4.   Μετά τη λήξη της θητείας του, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων υποχρεούται να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.»

Β – Η εθνική νομοθεσία

8.

Η οδηγία 95/46 μεταφέρθηκε στην αυστριακή νομοθεσία με τον νόμο του 2000 για την προστασία των δεδομένων (Datenschutzgesetz 2000, στο εξής: DSG 2000).

9.

Τα άρθρα 35 επ. του DSG 2000 προβλέπουν τη σύσταση της DSK ως αρχής ελέγχου, κατά την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 ( 6 ).

10.

Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 1, του DSG 2000, η DSK έχει έξι μέλη, τα οποία διορίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατόπιν πρότασης της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, για θητεία πέντε ετών.

11.

Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 3, του DSG 2000, ένα από τα έξι μέλη της DSK πρέπει να είναι νομικός και να προέρχεται από το σώμα των δημόσιων υπαλλήλων της Ομοσπονδίας.

12.

Σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 3a, του DSG 2000, τα καθήκοντα του μέλους της DSK ασκούνται παράλληλα με άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες, καθόσον η άσκηση των καθηκόντων αυτών θεωρείται ως δραστηριότητα μερικής απασχόλησης.

13.

Το άρθρο 37, παράγραφος 1, του DSG 2000, κάνοντας χρήση της δυνατότητας που παρέχεται με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του ομοσπονδιακού συνταγματικού νόμου (Bundes- Verfassungsgesetz, στο εξής: B-VG) για απαλλαγή των οργάνων από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τις εντολές των ιεραρχικά ανώτερων οργάνων, ορίζει ότι τα μέλη της DSK «είναι ανεξάρτητα και δεν δεσμεύονται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, από εντολές τρίτων».

14.

Το άρθρο 38, παράγραφος 1, του DSG 2000 ορίζει ότι η DSK θεσπίζει εσωτερικό κανονισμό για την ανάθεση της διαχείρισης των τρεχουσών υποθέσεων σε ένα από τα μέλη της (τον «διοικούντα σύμβουλο»). Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού της DSK προβλέπει ότι καθήκοντα διοικούντος συμβούλου ασκεί ο υπάλληλος της Ομοσπονδίας που διορίζεται κατά το άρθρο 36, παράγραφος 3, του DSG 2000.

15.

Το άρθρο 38, παράγραφος 2, του DSG 2000 ορίζει τα εξής:

«Για την υποστήριξη της λειτουργίας της [DSK], ο ομοσπονδιακός καγκελάριος ιδρύει ειδική υπηρεσία και θέτει στη διάθεσή της την αναγκαία υποδομή και το αναγκαίο προσωπικό. Ο καγκελάριος έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται οποτεδήποτε από τον πρόεδρο και τον διοικούντα σύμβουλο για κάθε ζήτημα που αφορά τη λειτουργία της [DSK].»

16.

Το προβλεπόμενο στο άρθρο 38, παράγραφος 2, του DSG 2000 δικαίωμα του καγκελαρίου να ενημερώνεται για κάθε ζήτημα που αφορά τη λειτουργία της DSK απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 2, του B-VG, το οποίο έχει ως εξής, καθόσον ενδιαφέρει εν προκειμένω:

«[…]

Όσον αφορά τα ανεξάρτητα όργανα, με νόμο θα προβλέπεται το ενδεδειγμένο για την περίπτωσή τους δικαίωμα εποπτείας των ιεραρχικά ανώτερων οργάνων, τουλάχιστον το δικαίωμά τους να ενημερώνονται για κάθε ζήτημα που αφορά τη λειτουργία των ανεξάρτητων οργάνων και –εφόσον δεν πρόκειται για όργανο προβλεπόμενο στα σημεία 2, 3 και 8– το δικαίωμά τους να ανακαλούν τα ανεξάρτητα αυτά όργανα, αν συντρέχει σοβαρός λόγος.»

17.

Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου του 1979 για τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα (Beamten-Dienstrechtsgesetz 1979) ορίζει τα εξής:

«Ο προϊστάμενος φροντίζει ώστε οι συνεργάτες του να εκπληρώνουν τα υπηρεσιακά καθήκοντά τους σύμφωνα με τις αρχές της νομιμότητας, της σκοπιμότητας, της αποδοτικότητας και της οικονομικής φειδούς. Προς τούτο δίδει στους συνεργάτες του οδηγίες και εν ανάγκη εντολές, διορθώνει τα σφάλματα και τις παραλείψεις και επιβλέπει την τήρηση των ωραρίων. Φροντίζει για την προαγωγή των συνεργατών του ανάλογα με την απόδοσή τους και τους κατευθύνει προς τις θέσεις εργασίας για τις οποίες ενδείκνυνται περισσότερο τα προσόντα τους.»

III – Νομική εκτίμηση

18.

Η Επιτροπή, υπέρ της οποίας έχει παρέμβει ο ΕΕΠΔ, καταλογίζει στη Δημοκρατία της Αυστρίας ότι δεν έχει θεσπίσει νομοθεσία που να ανταποκρίνεται στο κριτήριο της πλήρους ανεξαρτησίας της αρχής ελέγχου, κατά την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46. Κατά την Επιτροπή, το πρόβλημα έγκειται στο ότι, πρώτον, καθήκοντα διοικούντος συμβούλου της DSK ασκεί ένας υπάλληλος της ομοσπονδιακής καγκελαρίας, δεύτερον, η ειδική υπηρεσία της DSK είναι υπηρεσιακά ενταγμένη στην καγκελαρία και, τρίτον, ο καγκελάριος μπορεί να ασκήσει έναντι της DSK απεριόριστο δικαίωμα ενημέρωσής του.

19.

Για την εκτίμηση του βασίμου της προσφυγής της Επιτροπής πρέπει καταρχάς να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της φράσης «με πλήρη ανεξαρτησία» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 σε σχέση με την αρχή ελέγχου. Στη συνέχεια θα εξετάσω αν από το σύνολο των στοιχείων που καταλογίζει η Επιτροπή στη Δημοκρατία της Αυστρίας μπορεί να συναχθεί ότι η DSK δεν μπορεί, ως αρχή ελέγχου, να ασκεί τα καθήκοντά της με πλήρη ανεξαρτησία, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 28, παράγραφος 1.

Επί του περιεχομένου της φράσης «με πλήρη ανεξαρτησία »

20.

Η Επιτροπή και η Δημοκρατία της Αυστρίας διαφωνούν επί του ζητήματος του περιεχομένου της φράσης «με πλήρη ανεξαρτησία».

21.

Κατά την Επιτροπή, η οποία στηρίζεται στην απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, η εν λόγω φράση δηλώνει όχι μόνο λειτουργική ανεξαρτησία, αλλά και ανεξαρτησία τόσο από θεσμική άποψη όσο και από άποψη υποδομής. Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού επιβεβαιώνεται από τον σκοπό του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, δηλαδή τον σκοπό αποτελεσματικού και αξιόπιστου ελέγχου των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο έχει διαμορφωθεί το λειτούργημα του ΕΕΠΔ στον κανονισμό 45/2001, ο οποίος προβλέπει τη μέγιστη δυνατή ανεξαρτησία για τον ΕΕΠΔ τόσο από θεσμική άποψη όσο και από άποψη υποδομής. Επιπλέον, η Επιτροπή εφιστά την προσοχή επί του σημείου 17 της εισηγητικής έκθεσης του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο αφορά τις αρχές ελέγχου και τη διασυνοριακή ροή δεδομένων και απαριθμεί τα στοιχεία που μπορούν να συμβάλλουν στην ανεξαρτησία της αρχής ελέγχου, μεταξύ των οποίων είναι η σύνθεση της αρχής αυτής, ο τρόπος διορισμού των μελών της, η διάρκεια της θητείας τους και οι προϋποθέσεις λήξης της άσκησης των καθηκόντων τους, η παροχή επαρκών πόρων στην εν λόγω αρχή και η έκδοση των αποφάσεών της χωρίς να υπάρχει δυνατότητα επηρεασμού από εντολές ή διαταγές τρίτων.

22.

Η Δημοκρατία της Αυστρίας φρονεί, αντίθετα, ότι από την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι αρχές ελέγχου πρέπει να έχουν ανεξαρτησία από θεσμική άποψη και από άποψη υποδομής. Η ανεξαρτησία μιας αρχής ελέγχου κατά την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 συναρτάται προς τη λειτουργική ανεξαρτησία της αρχής αυτής, πράγμα που σημαίνει ότι η εν λόγω αρχή ελέγχου πρέπει να είναι αφενός ελεύθερη να ενεργεί χωρίς να δεσμεύεται από εντολές προερχόμενες από ελεγχόμενους φορείς και αφετέρου επαρκώς ανεξάρτητη και αμερόληπτη έναντι των ιδιωτών.

23.

Η Δημοκρατία της Αυστρίας εμμένει στο ότι για την ερμηνεία της φράσης «με πλήρη ανεξαρτησία» πρέπει να ληφθεί υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ανεξαρτησία των κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ δικαστηρίων. Η Δημοκρατία της Αυστρίας τονίζει ότι η DSK έχει συσταθεί ως συλλογικό όργανο με δικαιοδοτικά καθήκοντα. Οι αιτήσεις έκδοσης προδικαστικής απόφασης που υποβάλλουν τα όργανα αυτά με βάση το άρθρο 267 ΣΛΕΕ κρίνονται παραδεκτές από το Δικαστήριο, πράγμα που σημαίνει ότι το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι τα όργανα αυτά αποτελούν δικαστήρια ( 7 ) και, συνεπώς, ότι έχουν ανεξαρτησία, η οποία συνιστά ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την εξακρίβωση, στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, της δικαιοδοτικής ή μη φύσης ενός εθνικού οργάνου. Η Δημοκρατία της Αυστρίας συνάγει από τα παραπάνω το συμπέρασμα ότι η DSK έχει ανεξαρτησία, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, και συνεπώς πρέπει να θεωρηθεί επίσης ως ανεξάρτητη αρχή ελέγχου, κατά την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46.

24.

Λόγω των επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων που έχουν προβάλει οι διάδικοι εν προκειμένω επικαλούμενοι την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, ενδείκνυται να υπενθυμίσω την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση. Το Δικαστήριο, βασιζόμενο στο γράμμα του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 και στους σκοπούς και την οικονομία της οδηγίας αυτής, έδωσε αυτοτελή και ευρεία ερμηνεία στη φράση «με πλήρη ανεξαρτησία». Κατά το Δικαστήριο, οι αρχές ελέγχου ( 8 )«πρέπει να απολαύουν ανεξαρτησίας, η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να ασκούν τα καθήκοντά τους χωρίς εξωτερική επιρροή. Η ανεξαρτησία αυτή αποκλείει όχι μόνον κάθε εξωτερική επιρροή εκ μέρους των ελεγχομένων οργανισμών, αλλά και κάθε εντολή και κάθε άλλη εξωτερική επιρροή, άμεση ή έμμεση, η οποία θα μπορούσε να διακυβεύσει την εκ μέρους των εν λόγω αρχών εκπλήρωση των καθηκόντων τους, που συνίσταται στην επίτευξη της προσήκουσας ισορροπίας μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.» ( 9 ).

25.

Θα ήθελα να επισημάνω δύο στοιχεία που συνάγονται από την ερμηνεία αυτή. Το πρώτο είναι ότι το Δικαστήριο δεν βασίζεται, για την ερμηνεία που δίδει στη φράση «με πλήρη ανεξαρτησία», στα κριτήρια ανεξαρτησίας των δικαστηρίων κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Επομένως, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η ανεξαρτησία των αρχών ελέγχου είναι αυτοτελής έναντι της ανεξαρτησίας των κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ δικαστηρίων, πράγμα που σημαίνει ότι εν προκειμένω δεν ασκεί καμία επιρροή το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Αυστρίας ότι η DSK είναι δημόσια αρχή που πληροί τις προϋποθέσεις ανεξαρτησίας που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ ( 10 ).

26.

Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι το Δικαστήριο απέφυγε να χρησιμοποιήσει, στην απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, ορισμένες εκφράσεις, όπως «ανεξαρτησία από λειτουργική ή από θεσμική άποψη ή από άποψη υποδομής», μολονότι τόσο η Επιτροπή όσο και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τις είχαν χρησιμοποιήσει στα επιχειρήματα που ανέπτυξαν στην υπόθεση εκείνη.

27.

Με δεδομένη την ευρεία ερμηνεία στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο για τη φράση «με πλήρη ανεξαρτησία», θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα αν το Δικαστήριο εννοούσε την από κάθε πιθανή άποψη ανεξαρτησία των αρχών ελέγχου. Η γνώμη μου είναι ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Το Δικαστήριο, με την ερμηνεία του, παρέχει πλήρη ελευθερία για την κατά περίπτωση εξέταση του αν το μέτρο για το οποίο κατηγορείται το κράτος μέλος μπορεί να συνιστά άσκηση άμεσης ή έμμεσης εξωτερικής επιρροής επί της εκπλήρωσης των καθηκόντων της αρχής ελέγχου.

28.

Το Δικαστήριο δεν απαρίθμησε όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να γίνεται δεκτό ότι οι αρχές ελέγχου ασκούν τα καθήκοντά τους «με πλήρη ανεξαρτησία». Όπως εξέθεσα επίσης με τις προτάσεις που ανέπτυξα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας ( 11 ), η απαρίθμηση αυτή θα ήταν δύσκολη και θα ήταν προτιμότερο να εφαρμοστεί μια αρνητική μέθοδος, δηλαδή η εξέταση των συνεπειών ορισμένων συγκεκριμένων στοιχείων ή ενός συνόλου συγκεκριμένων στοιχείων επί της ανεξαρτησίας της οικείας αρχής ελέγχου. Αυτή τη μέθοδο εφάρμοσε και το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση, κατά την εξέταση των συνεπειών της κρατικής εποπτείας επί της ανεξαρτησίας της αρχής ελέγχου.

Επί του ζητήματος ότι ο διοικών σύμβουλος είναι υπάλληλος της ομοσπονδιακής καγκελαρίας

29.

Κατά την Επιτροπή, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού της DSK συνάγεται ότι ο διοικών σύμβουλος της DSK, ο οποίος διαχειρίζεται τις τρέχουσες υποθέσεις της DSK και έχει συνεπώς προεξάρχοντα ρόλο εντός της DSK, πρέπει πάντοτε να είναι υπάλληλος της ομοσπονδιακής καγκελαρίας. Δεδομένου ότι η άσκηση των καθηκόντων μέλους της DSK θεωρείται ως δραστηριότητα μερικής απασχόλησης, η οποία ασκείται παράλληλα με άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες, ο διοικών σύμβουλος δεσμεύεται από τις εντολές του ομοσπονδιακού καγκελαρίου και υπόκειται σε διοικητική εποπτεία. Κατά την Επιτροπή, μεταξύ του διοικούντος συμβούλου και της ομοσπονδιακής καγκελαρίας υπάρχει υπηρεσιακή σχέση, την οποία δεν εξάλειψε το άρθρο 37, παράγραφος 1, του DSG 2000, που αφορά την ανεξαρτησία των μελών της DSK. Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή φρονεί ότι η σώρευση των καθηκόντων του διοικούντος συμβούλου της DSK με τα καθήκοντα δημόσιου υπαλλήλου της καγκελαρίας δεν συμβιβάζεται με την απαίτηση ανεξαρτησίας που θέτει το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 και αποδεικνύει την έλλειψη θεσμικής ανεξαρτησίας της DSK.

30.

Η Δημοκρατία της Αυστρίας προβάλλει τον αμυντικό ισχυρισμό ότι από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού της DSK, σε συνδυασμό με το άρθρο 36, παράγραφος 3, του DSG 2000, δεν προκύπτει ότι ο διοικών σύμβουλος της DSK πρέπει να είναι πάντα υπάλληλος της ομοσπονδιακής καγκελαρίας. Κατά τις παραπάνω διατάξεις, ο διοικών σύμβουλος πρέπει να είναι νομικός προερχόμενος από το σώμα των δημόσιων υπαλλήλων της Ομοσπονδίας, αυτός δε ο όρος καλύπτει ολόκληρη την κατηγορία των νομικών που εργάζονται στις ομοσπονδιακές αρχές και όχι μόνο τους δημόσιους υπαλλήλους της ομοσπονδιακής καγκελαρίας που είναι νομικοί. Επιπλέον, κατά το άρθρο 38, παράγραφος 1, του DSG 2000, ο διορισμός του διοικούντος συμβούλου γίνεται κατόπιν αυτόνομης απόφασης της ίδιας της DSK. Ακόμη και αν ως διοικών σύμβουλος της DSK διοριζόταν υπάλληλος της καγκελαρίας, το άρθρο 37, παράγραφος 1, του DSG 2000, που απαγορεύει στην καγκελαρία να δίδει εντολές τεχνικού ή ουσιαστικού περιεχομένου στον διοικούντα σύμβουλο της DSK, θα απέτρεπε την εμφάνιση φαινομένων σύγκρουσης καθηκόντων πίστης και σύγκρουσης συμφερόντων.

31.

Κατά την άποψή μου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι από την αυστριακή νομοθεσία δεν προκύπτει ότι ο διοικών σύμβουλος της DSK πρέπει οπωσδήποτε να είναι υπάλληλος της ομοσπονδιακής καγκελαρίας. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού της DSK, σε συνδυασμό με το άρθρο 36, παράγραφος 3, του DSG 2000, τη θέση του διοικούντος συμβούλου πρέπει να καταλαμβάνει υπάλληλος της Ομοσπονδίας που να είναι νομικός, πράγμα που σημαίνει ότι ο διοικών σύμβουλος μπορεί να είναι, χωρίς όμως να πρέπει οπωσδήποτε να είναι, υπάλληλος της καγκελαρίας. Παραμένει πάντως γεγονός ότι υπάρχει πάντοτε υπηρεσιακή σχέση μεταξύ του διοικούντος συμβούλου της DSK και της ομοσπονδιακής αρχής στην οποία ανήκει ο υπάλληλος αυτός.

32.

Με δεδομένη αυτή την υπηρεσιακή σχέση, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μπορεί η ιεραρχικά ανώτερη ομοσπονδιακή αρχή να ασκεί επιρροή επί της δραστηριότητας του διοικούντος συμβούλου. Προφανώς δεν πρόκειται βέβαια για άμεση επιρροή, την οποία απαγορεύει το άρθρο 37, παράγραφος 1, του DSG 2000. Η σώρευση των καθηκόντων του διοικούντος συμβούλου της DSK και του ομοσπονδιακού δημόσιου υπαλλήλου ενέχει μάλλον τον κίνδυνο ( 12 ) έμμεσου επηρεασμού της δραστηριότητας του διοικούντος συμβούλου της DSK από την ιεραρχικά ανώτερη ομοσπονδιακή αρχή, πράγμα που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία της DSK, την οποία απαιτεί το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46.

33.

Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι ο επηρεασμός αυτός θα μπορούσε να προέρχεται από τους εργοδότες των άλλων μελών της DSK, αφού η άσκηση των καθηκόντων μέλους της DSK θεωρείται ως δραστηριότητα μερικής απασχόλησης, η οποία ασκείται παράλληλα με άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες. Αν το Δικαστήριο εμμείνει στην αντίληψη ότι η οδηγία 95/46 πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τον κανονισμό 45/2001 ( 13 ), το συμπέρασμα θα είναι τότε ότι η απαγόρευση άσκησης άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας είναι μία από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις της προβλεπόμενης στο άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 ανεξαρτησίας των αρχών ελέγχου, με δεδομένο ότι το άρθρο 44, παράγραφος 3, του κανονισμού 45/2001 επιβάλλει την προϋπόθεση αυτή σε σχέση με την ανεξαρτησία του ΕΕΠΔ.

Επί της ένταξης της ειδικής υπηρεσίας της DSK στις υπηρεσίες της ομοσπονδιακής καγκελαρίας

34.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ένταξη της ειδικής υπηρεσίας της DSK στη δομή των υπηρεσιών της ομοσπονδιακής καγκελαρίας δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, διότι σημαίνει ότι η DSK δεν είναι ανεξάρτητη ούτε από θεσμική άποψη ούτε από άποψη υποδομής. Το προσωπικό της DSK τελεί υπό την επίβλεψη της ομοσπονδιακής καγκελαρίας και υπόκειται στη διοικητική εποπτεία. Επομένως, η ειδική υπηρεσία της DSK είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο επηρεασμού της από την ομοσπονδιακή καγκελαρία. Ένα επιβαρυντικό στοιχείο είναι ότι η καγκελαρία υπόκειται, ως δημόσια αρχή, στον έλεγχο που τεκμαίρεται ότι ασκεί η DSK.

35.

Συναφώς ο ΕΕΠΔ προσθέτει ότι η δυνατότητα της ομοσπονδιακής καγκελαρίας να ασκεί επιρροή επί της άσκησης των καθηκόντων της DSK επιτείνεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία χωριστή πίστωση του προϋπολογισμού η οποία να προορίζεται για την DSK και ότι ο προϋπολογισμός της DSK είναι ενταγμένος στον προϋπολογισμό της ομοσπονδιακής καγκελαρίας.

36.

Η Δημοκρατία της Αυστρίας ομολόγησε ότι η ειδική υπηρεσία της DSK, η οποία είναι ένα γραφείο υποστήριξης του έργου της DSK, είναι ενταγμένη στην ομοσπονδιακή καγκελαρία και ότι το προσωπικό του γραφείου αυτού ανήκει, από νομική άποψη, στην καγκελαρία, η οποία ασκεί τη διοικητική εποπτεία. Το γεγονός αυτό πάντως δεν έχει καμία σημασία για την εκτίμηση της ανεξαρτησίας της DSK, αφού πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της DSK ως οργάνου και της ειδικής υπηρεσίας της.

37.

Όσον αφορά τον προϋπολογισμό της DSK, η Δημοκρατία της Αυστρίας ισχυρίζεται ότι, από την άποψη της αυστριακής νομοθεσίας για τον προϋπολογισμό, το ζήτημα σε ποιο υπουργείο είναι ενταγμένος ο προϋπολογισμός ενός ομοσπονδιακού φορέα είναι δευτερεύον και δεν παρέχει καμία ένδειξη για την ανεξαρτησία του εν λόγω φορέα.

38.

Όπως αποδεικνύεται από τα επιχειρήματα που έχουν αναπτύξει εν προκειμένω αφενός η Επιτροπή και αφετέρου η Δημοκρατία της Αυστρίας, δεν αμφισβητείται ότι η ειδική υπηρεσία της DSK είναι ενταγμένη στην ομοσπονδιακή καγκελαρία και ότι, για τον λόγο αυτό, το προσωπικό της DSK υπόκειται στη διοικητική εποπτεία της ομοσπονδιακής καγκελαρίας.

39.

Στο πλαίσιο αυτό, νομίζω ότι το επιχείρημα σχετικά με τη διάκριση μεταξύ της DSK ως οργάνου και της ειδικής υπηρεσίας της είναι σαθρό. Θεωρώ ότι η ειδική υπηρεσία και το προσωπικό της αποτελούν ουσιώδες στοιχείο του νομικού καθεστώτος της αρχής ελέγχου. Απόδειξη τούτου είναι π.χ. η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγίας-πλαίσιο) ( 14 ), κατά την οποία οι εθνικές κανονιστικές αρχές θα πρέπει, για να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία τους, να διαθέτουν όλους τους απαραίτητους πόρους, όσον αφορά το προσωπικό, την εμπειρία και τα οικονομικά μέσα, για να διεκπεραιώνουν τα καθήκοντά τους ( 15 ).

40.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, αν ένα πρόσωπο ή ένας φορέας ασκεί επιρροή επί της ειδικής υπηρεσίας της αρχής ελέγχου και του προσωπικού της, πράγμα που συμβαίνει αναμφισβήτητα εν προκειμένω, το πρόσωπο αυτό ή ο φορέας αυτός ασκεί συνεπώς επιρροή επί της ίδιας της αρχής ελέγχου, πράγμα που δεν συμβιβάζεται με την απαίτηση ανεξαρτησίας της αρχής ελέγχου.

Επί του απεριόριστου δικαιώματος ενημέρωσης του ομοσπονδιακού καγκελαρίου από την DSK

41.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το απεριόριστο δικαίωμα ενημέρωσης που παρέχει στον ομοσπονδιακό καγκελάριο το άρθρο 20, παράγραφος 2, του B-VG έχει ως αποτέλεσμα να διακυβεύεται η ανεξαρτησία της DSK, διότι υπάρχει ο κίνδυνος να χρησιμοποιείται το δικαίωμα αυτό για την άσκηση πολιτικής επιρροής επί της DSK. Συναφώς η Επιτροπή υπενθυμίζει και πάλι ότι ο ομοσπονδιακός καγκελάριος υπόκειται και αυτός στον έλεγχο της DSK.

42.

Η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν αμφισβητεί ότι ο ομοσπονδιακός καγκελάριος έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για κάθε ζήτημα που αφορά τη λειτουργία της DSK, η οποία συστάθηκε ως ανεξάρτητο όργανο κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του B-VG. Το εν λόγω κράτος μέλος διευκρινίζει ότι το δικαίωμα αυτό αποτελεί το απολύτως ελάχιστο δικαίωμα εποπτείας το οποίο απαιτείται, κατά το συνταγματικό δίκαιο, ως προς τις σχέσεις μεταξύ των ιεραρχικά ανώτερων οργάνων και των ανεξάρτητων οργάνων που δεν έχουν την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις εντολές των ανώτερων οργάνων. Το δικαίωμα ενημέρωσης δεν παρέχει στον ομοσπονδιακό καγκελάριο καμία δυνατότητα να ασκεί επιρροή επί της λειτουργίας της DSK. Η Δημοκρατία της Αυστρίας εφιστά την προσοχή επί του γεγονότος ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει παρόμοιο δικαίωμα ενημέρωσης από τα τακτικά δικαστήρια, το οποίο δεν θεωρείται ότι αντιβαίνει στην προϋπόθεση ανεξαρτησίας που ισχύει για τα δικαστήρια.

43.

Όπως ανέφερα ήδη, το Δικαστήριο, με την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, προέβη σε αυτοτελή ερμηνεία της ανεξαρτησίας της αρχής ελέγχου έναντι της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Για τον λόγο αυτό, το επιχείρημα που διατυπώνει η Δημοκρατία της Αυστρίας στηριζόμενη στην ύπαρξη παρόμοιου δικαιώματος ενημέρωσης σε σχέση με τα τακτικά δικαστήρια δεν ασκεί καμία επιρροή εν προκειμένω.

44.

Κατά την άποψή μου, υπάρχουν δύο στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το επίμαχο δικαίωμα ενημέρωσης θα μπορούσε να έχει ολέθριες συνέπειες για την ανεξαρτησία της DSK. Πρώτον, πρόκειται για απεριόριστο και ανεπιφύλακτο δικαίωμα. Δεύτερον, ο ομοσπονδιακός καγκελάριος, ο οποίος έχει το δικαίωμα αυτό, υπόκειται και αυτός στην εξουσία ελέγχου της DSK, οπότε η άσκηση από τον καγκελάριο του δικαιώματος ενημέρωσης θα μπορούσε να συνιστά άσκηση επιρροής από τον ελεγχόμενο φορέα.

45.

Το συμπέρασμά μου είναι συνεπώς ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, επειδή, πρώτον, προβλέπει ότι ο διοικών σύμβουλος της DSK είναι συγχρόνως υπάλληλος της Ομοσπονδίας, δεύτερον, έχει εντάξει την ειδική υπηρεσία της DSK στην ομοσπονδιακή καγκελαρία και, τρίτον, έχει παράσχει στον ομοσπονδιακό καγκελάριο δικαίωμα ενημέρωσης από την DSK, έχει προβεί σε εσφαλμένη μεταφορά στην αυστριακή έννομη τάξη της απαίτησης που θέτει το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, ότι δηλαδή οι αρχές ελέγχου ασκούν «με πλήρη ανεξαρτησία» τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί.

IV – Πρόταση

46.

Με βάση όλα τα παραπάνω στοιχεία, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)

Η Δημοκρατία της Αυστρίας έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, επειδή, πρώτον, προβλέπει ότι ο διοικών σύμβουλος της Datenschutzkommission είναι συγχρόνως υπάλληλος της Ομοσπονδίας, δεύτερον, έχει εντάξει την ειδική υπηρεσία της Datenschutzkommission στην ομοσπονδιακή καγκελαρία και, τρίτον, έχει παράσχει στον ομοσπονδιακό καγκελάριο δικαίωμα ενημέρωσης από την Datenschutzkommission, πράγμα που σημαίνει ότι έχει προβεί σε εσφαλμένη μεταφορά στην αυστριακή έννομη τάξη της απαίτησης ότι οι αρχές ελέγχου ασκούν «με πλήρη ανεξαρτησία» τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί.

2)

Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Όσον αφορά τη διαδικασία πριν από την άσκηση της προσφυγής, αρκεί η διαπίστωση ότι το στάδιο εκείνο της διαδικασίας διεξήχθη σύμφωνα με το άρθρο 226 ΕΚ και ότι δεν προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κανένα επιχείρημα προς αμφισβήτηση της νομιμότητας του εν λόγω σταδίου.

( 3 ) ΕΕ L 281, σ. 31.

( 4 ) Συλλογή 2010, σ. I-1885.

( 5 ) ΕΕ L 8, σ. 1.

( 6 ) Επισημαίνεται ότι η DSK συστάθηκε πολύ πριν από την έκδοση της οδηγίας 95/46, και συγκεκριμένα με τον νόμο του 1978 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

( 7 ) Ως παράδειγμα η Δημοκρατία της Αυστρίας αναφέρει το Bundeskommunikationssenat (ανώτατο ομοσπονδιακό συμβούλιο τηλεπικοικωνιών), επί των προδικαστικών ερωτημάτων του οποίου εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2007, C-195/06, Österreichischer Rundfunk (Συλλογή 2007, σ. I-8817), το Umweltsenat (ανεξάρτητη νομική υπηρεσία περιβάλλοντος), επί του προδικαστικού ερωτήματος της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, C-205/08, Umweltanwalt von Kärnten (Συλλογή 2009, σ. I-11525), και το Oberster Patent- und Markensenat (ανώτατο γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων), επί των προδικαστικών ερωτημάτων του οποίου εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Ιουνίου 2007, C-246/05, Häupl (Συλλογή 2007, σ. I-4673).

( 8 ) Μολονότι η απόφαση του Δικαστηρίου αφορούσε τις αρχές ελέγχου που είναι αρμόδιες για την επίβλεψη της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον εκτός του δημοσίου τομέα, είμαι της γνώμης ότι η ερμηνεία αυτή ισχύει επίσης για όλες γενικά τις αρχές ελέγχου.

( 9 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4 απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (σκέψη 30).

( 10 ) Έχω πλήρη επίγνωση του ότι αυτό ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας καταστάσεων στις οποίες μια εθνική αρχή να μπορεί μεν να θεωρηθεί ότι είναι αρκετά ανεξάρτητη για να χαρακτηριστεί ως δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, αλλά συγχρόνως ότι δεν είναι αρκετά ανεξάρτητη για να αποτελεί «αρχή ελέγχου» κατά την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46. Πρόκειται για αναπόφευκτη συνέπεια της αυτοτελούς ερμηνείας του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46.

( 11 ) Σημείο 24.

( 12 ) Με την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι απλώς και μόνον ο κίνδυνος επηρεασμού των αποφάσεων των αρχών ελέγχου αρκεί για να εμποδίσει την ανεξάρτητη άσκηση των καθηκόντων των αρχών αυτών (σκέψη 36 της εν λόγω απόφασης).

( 13 ) Η ερμηνευτική αυτή μέθοδος εφαρμόστηκε με την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (σκέψη 26), καθώς και με την απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, C-92/09 και C-93/09, Volker και Markus Schecke και Eifert (Συλλογή 2010, σ. Ι-11063, σκέψη 106).

( 14 ) ΕΕ L 108, σ. 33.

( 15 ) Μια αντίστοιχη περιγραφή των χαρακτηριστικών της ανεξαρτησίας των εθνικών αρχών περιλαμβάνεται στην τεσσαρακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ σχετικά με την πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 52, σ. 3).