ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JAN MAZÁK

της 15ης Σεπτεμβρίου 2011 (1)

Υπόθεση C‑409/10

Hauptzollamt Hamburg-Hafen

κατά

Afasia Knits Deutschland GmbH

[αίτηση του Bundesfinanzhof (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινή εμπορική πολιτική – Συμφωνία εταιρικής σχέσεως ΑΚΕ/ΕΕ – Προτιμησιακές ρυθμίσεις για προϊόντα καταγωγής κρατών ΑΚΕ – Εξαγωγή υφασμάτων κινεζικής καταγωγής από την Τζαμάικα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση – Καταγωγή εμπορευμάτων μη υπαγόμενη σε προτιμησιακό καθεστώς – Εκ των υστέρων έλεγχος πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR.1 – Συνεργασία – Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και τζαμαϊκανές αρχές – Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών δασμών – Άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 – Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας – Κατανομή του βάρους της αποδείξεως – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη»





I –    Εισαγωγή

1.        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 32 του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (στο εξής: κράτη ΑΚΕ), αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου, που υπογράφηκε στην Κοτονού, στις 23 Ιουνίου 2000 (στο εξής: συμφωνία) (2), το οποίο αφορά τον έλεγχο των πιστοποιητικών καταγωγής προϊόντων με προέλευση από κράτος ΑΚΕ, και τους κανόνες προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (στο εξής: τελωνειακός κώδικας) (3).

II – Νομικό πλαίσιο

2.        Η συμφωνία προβλέπει ότι κατά τη διάρκεια προπαρασκευαστικής περιόδου ορισμένα προϊόντα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα υφάσματα, με καταγωγή από τα κράτη ΑΚΕ θα εισάγονται στην Κοινότητα άνευ δασμών και φόρων ισοδυνάμου αποτελέσματος (4).

3.        Το πρωτόκολλο 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας αφορά τον ορισμό της έννοιας των «καταγόμενων προϊόντων» ή «προϊόντων καταγωγής» και τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας. Το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αυτού (5) ορίζει:

«1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παραρτήματος V σχετικά με την εμπορική συνεργασία, τα παρακάτω προϊόντα θεωρούνται ως καταγωγής των κρατών ΑΚΕ:

α) τα προϊόντα που παράγονται εξ ολοκλήρου στα κράτη ΑΚΕ κατά την έννοια του άρθρου 3 του παρόντος πρωτοκόλλου·

β) τα προϊόντα που παράγονται στα κράτη ΑΚΕ αλλά περιέχουν και ύλες που δεν έχουν παραχθεί εξ ολοκλήρου σ' αυτά, υπό την προϋπόθεση ότι οι ύλες αυτές έχουν υποστεί στα κράτη ΑΚΕ επεξεργασίες ή μεταποιήσεις επαρκείς κατά την έννοια του άρθρου 4 του παρόντος πρωτοκόλλου […]».

4.        Το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας (6) ορίζει:

«1. Προϊόντα καταγωγής των κρατών ΑΚΕ εμπίπτουν κατά την εισαγωγή τους στην Κοινότητα στο Παράρτημα V εφόσον υποβληθεί:

α) πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 […]».

5.        Το άρθρο 15 του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, το οποίο τιτλοφορείται «Διαδικασία έκδοσης πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR.1», ορίζει:

«1. Το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής μετά από γραπτή αίτηση, που υποβάλλεται από τον εξαγωγέα ή, υπ’ ευθύνη του εξαγωγέα, από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

[…]

3. Ο εξαγωγέας που ζητεί την έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων ΕUR.1 πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλει ανά πάσα στιγμή, εάν του ζητηθεί από τις τελωνειακές αρχές του κράτους ΑΚΕ εξαγωγής στο οποίο εκδίδεται το πιστοποιητικό κυκλοφορίας ΕUR.1, κάθε κατάλληλο έγγραφο για την απόδειξη του χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων καθώς και της τήρησης των λοιπών όρων του παρόντος πρωτοκόλλου.

[…]»

6.        Το άρθρο 28 του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, το οποίο τιτλοφορείται «Φύλαξη του πιστοποιητικού καταγωγής και των δικαιολογητικών εγγράφων», ορίζει:

«1. Ο εξαγωγέας, που ζητεί την έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, φυλάσσει επί τρία τουλάχιστον έτη τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 15, παράγραφος 3.»

7.        Το άρθρο 32 του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας (7), το οποίο τιτλοφορείται «Έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής», ορίζει:

«1. Ο μεταγενέστερος έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής πραγματοποιείται δειγματοληπτικά ή κάθε φορά που οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής έχουν βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα τέτοιων εγγράφων, τον χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων ή την εκπλήρωση των λοιπών απαιτήσεων του παρόντος πρωτοκόλλου.

2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1, οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής οφείλουν να επιστρέφουν το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 και το τιμολόγιο, αν έχει υποβληθεί, τη δήλωση τιμολογίου ή αντίγραφο των εν λόγω εγγράφων στις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής, αναφέροντας, όπου κρίνεται σκόπιμο, τους λόγους που δικαιολογούν την έρευνα. Προς επίρρωση της αίτησής τους για έλεγχο, αυτές παρέχουν όλα τα έγγραφα και όλες τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρώσει και που δικαιολογούν την υποψία ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στο πιστοποιητικό καταγωγής είναι ανακριβείς.

3. Ο έλεγχος διενεργείται από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής. Για τον σκοπό αυτό, αυτές έχουν το δικαίωμα να ζητούν την προσκόμιση κάθε αποδεικτικού στοιχείου και να διενεργούν ελέγχους των λογιστικών βιβλίων του εξαγωγέα καθώς και οποιονδήποτε άλλο έλεγχο κρίνουν αναγκαίο.

[…]

5. Οι τελωνειακές αρχές που ζητούν τη διενέργεια του ελέγχου πρέπει να ενημερώνονται για τα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού το ταχύτερο δυνατό. Τα εν λόγω αποτελέσματα πρέπει να ορίζουν σαφώς αν τα έγγραφα είναι γνήσια και αν τα σχετικά προϊόντα μπορούν πράγματι να θεωρηθούν ως προϊόντα καταγωγής κρατών ΑΚΕ ή μιας από τις άλλες χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 6 και ότι πληρούν τις λοιπές απαιτήσεις του παρόντος πρωτοκόλλου.

[…]

7. Όταν από τη διαδικασία ελέγχου ή από οποιαδήποτε άλλη διαθέσιμη πληροφορία προκύπτουν ενδείξεις ότι οι διατάξεις του παρόντος πρωτοκόλλου παραβιάζονται, το κράτος ΑΚΕ με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως της Κοινότητας διεξάγει τις κατάλληλες έρευνες ή φροντίζει για τη διεξαγωγή τους με τη δέουσα ταχύτητα ώστε τέτοιες παραβιάσεις να προσδιορίζονται και να προλαμβάνονται, δύναται δε, να καλεί την Κοινότητα να συμμετέχει στις εν λόγω έρευνες.»

8.        Το άρθρο 220 του τελωνειακού κώδικα ορίζει:

«1. Όταν το ποσό των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή δεν έχει βεβαιωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 218 και 219 ή έχει καταλογισθεί σε ύψος χαμηλότερο εκείνου που νομίμως οφειλόταν, η βεβαίωση του ποσού των δασμών που έχει ή που απομένει να εισπραχθεί, πρέπει να γίνει σε διάστημα δύο ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η τελωνειακή αρχή αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή και είναι σε θέση να υπολογίσει το νομίμως οφειλόμενο ποσό και να ορίσει τον οφειλέτη (καταλογισμός εκ των υστέρων). Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί σύμφωνα με το άρθρο 219.

2. Εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 217, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, δεν επιτρέπεται εκ των υστέρων βεβαίωση όταν:

α) […]

β) το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση.

Όταν το προτιμησιακό καθεστώς ενός εμπορεύματος θεσπίζεται βάσει συστήματος διοικητικής συνεργασίας με τη συμμετοχή των αρχών τρίτης χώρας, η χορήγηση πιστοποιητικού από τις εν λόγω αρχές, εφόσον αυτό αποδειχθεί ανακριβές, συνιστά σφάλμα το οποίο δεν όφειλε ευλόγως να έχει γίνει αντιληπτό κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου.

Η έκδοση ανακριβούς πιστοποιητικού, ωστόσο, δεν συνιστά σφάλμα εάν το πιστοποιητικό βασίζεται σε ανακριβή έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα, εκτός εάν, ιδίως, είναι προφανές ότι οι αρμόδιες για την έκδοσή του αρχές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούν τους απαιτούμενους όρους προκειμένου να επωφεληθούν προτιμησιακής μεταχείρισης.

Ο υπόχρεος μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι, κατά την περίοδο των συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων, κατέβαλε κάθε επιμέλεια ώστε να εξακριβωθεί ότι τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την προτιμησιακή μεταχείριση.

Ο υπόχρεος δεν μπορεί, ωστόσο, να επικαλεστεί την καλή του πίστη εάν η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα τ[ης] Ευρωπαϊκ[ής] [Ένωσης] ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος από τη δικαιούχο χώρα·

γ) οι διατάξεις που θεσπίστηκαν με τη διαδικασία της επιτροπής απαλλάσσουν τις τελωνειακές αρχές από την εκ των υστέρων βεβαίωση ποσών δασμών που είναι κατώτερα από ορισμένο ποσό.»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9.        H Afasia Knits Deutschland GmbH (στο εξής: Afasia) ανήκει σε όμιλο εταιρειών με κύρια έδρα στο Χονγκ Κονγκ, ο οποίος έχει ιδρύσει επιχειρήσεις στην Τζαμάικα οι οποίες παρήγαγαν υφάσματα από πρώτες ύλες καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (στο εξής: Κίνα) και τα εξήγαγαν προς την Ένωση. Το 2002, η Afasia προμηθεύθηκε πλείονα φορτία υφασμάτων από μία από τις επιχειρήσεις της στην Τζαμάικα, την ARH Enterprises Ltd (στο εξής: ARH). Η Afasia εισήγαγε τα υφάσματα σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης χωρίς τελωνειακούς δασμούς δυνάμει της συμφωνίας, δηλώνοντας ως κράτος καταγωγής την Τζαμάικα και υποβάλλοντας σχετικά πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1.

10.      Κατά την απόφαση περί παραπομπής όλα τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας που είχαν εκδοθεί κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 2002 και 2004 εξετάστηκαν στο πλαίσιο αποστολής στην Τζαμάικα, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2005 από την Επιτροπή (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης· στο εξής: OLAF) και της οποίας αφορμή ήταν η υποψία υπάρξεως παρατυπιών. Διαπιστώθηκε συναφώς ότι οι τζαμαϊκανοί εξαγωγείς (μεταξύ των οποίων η ARH) είχαν παραβεί τις διατάξεις της συμφωνίας, επειδή τα εξαχθέντα προϊόντα δεν είχαν κατασκευαστεί αποκλειστικά από κινεζικό νήμα, όπως απαιτούσαν οι προϋποθέσεις καταγωγής, αλλά τα περισσότερα ή όλα τα εισαχθέντα στην Ένωση προϊόντα είτε είχαν κατασκευαστεί από έτοιμα υφασμένα ή πλεκτά είδη από την Κίνα είτε ήταν επανεξαγωγές έτοιμων υφασμάτων κινεζικής καταγωγής. Λαμβανομένου υπόψη ότι είχαν πραγματοποιηθεί περιορισμένες παραδόσεις νημάτων από την Κίνα, υπήρχε το ενδεχόμενο για ορισμένα από τα εμπορεύματα που εξήχθησαν στην Ένωση να είχαν κατασκευαστεί από τα νήματα αυτά, αλλά οι εξαγωγείς δεν μπορούσαν να αποδείξουν την ακριβή ποσότητα των προϊόντων που είχαν κατασκευαστεί με τον τρόπο αυτόν. Κατά την Επιτροπή, στις αιτήσεις τους για την έκδοση πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR.1, οι Τζαμαϊκανοί εισαγωγείς είχαν προβεί σε ψευδείς δηλώσεις για την καταγωγή των εξαχθέντων στην Ένωση εμπορευμάτων, η οποία, λόγω του επαγγελματικού τρόπου αποκρύψεως της καταγωγής των εμπορευμάτων, δυσχερώς μπορούσε να εντοπισθεί από τις τζαμαϊκανές αρχές. Η τζαμαϊκανή τελωνειακή υπηρεσία είχε κρίνει ότι τα εκδοθέντα πιστοποιητικά κυκλοφορίας ήταν γνήσια, αλλά ανακριβή όσον αφορά την πιστοποιούμενη καταγωγή των εμπορευμάτων και, κατά συνέπεια, άκυρα. Πάντως, η ομάδα που διεξήγαγε την έρευνα επιβεβαίωσε ότι η τελωνειακή υπηρεσία ενήργησε καλοπίστως και με τη δέουσα επιμέλεια.

11.      Οι διαπιστώσεις της αποστολής και τα βάσει αυτών συναχθέντα συμπεράσματα καταγράφηκαν σε πρωτόκολλο με ημερομηνία 23 Μαρτίου 2005, το οποίο υπεγράφη από τα μέλη της αποστολής και, για λογαριασμό της Τζαμαϊκανής Κυβερνήσεως, από τον μόνιμο γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών και Εξωτερικού Εμπορίου.

12.      Το Hauptzollamt Hamburg-Hafen επέβαλε τον δασμό που αναλογούσε στα εισαχθέντα προϊόντα.

13.      Κατόπιν της απορρίψεως της ενστάσεως που άσκησε ενώπιον των τελωνειακών αρχών, η Afasia άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Hamburg, το οποίο ακύρωσε την πράξη βεβαιώσεως δασμών και έκρινε ότι τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας που είχαν υποβληθεί για τα εισαχθέντα φορτία δεν είχαν ακυρωθεί. Το Finanzgericht Hamburg έκρινε ότι τα επίδικα πιστοποιητικά κυκλοφορίας δεν έπρεπε να θεωρηθούν άκυρα, επειδή το αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου τους δεν στηρίζεται σε απευθυνθείσα στη τζαμαϊκανή τελωνειακή υπηρεσία αίτηση εκ των υστέρων ελέγχου και στις δικές της έρευνες, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 32 του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, αλλά σε έρευνες της αποστολής της Ένωσης (OLAF). Κατά το δικαστήριο, το πρωτόκολλο της 23ης Μαρτίου 2005 έφερε το λογότυπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τον τίτλο «Συμπεράσματα της αποστολής ελέγχου» και, επομένως, δεν επρόκειτο για συμπεράσματα της Τζαμαϊκανής Κυβερνήσεως, καίτοι το είχε συνυπογράψει γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών και Εξωτερικού Εμπορίου.

14.      Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο κλίνει προς την αποδοχή της απόψεως ότι ο εκ των υστέρων έλεγχος των εκδοθέντων στην Τζαμάικα πιστοποιητικών κυκλοφορίας και το αποτέλεσμα του ελέγχου συνάδουν προς το άρθρο 32 του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας. Έρευνες για το αν τηρήθηκαν οι διατάξεις του πρωτοκόλλου 1 είναι δυνατόν να διενεργηθούν από το κράτος εξαγωγής τόσο με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως της Ένωσης (άρθρο 32, παράγραφος 7, του πρωτοκόλλου 1). Τέτοια αίτηση μπορεί να υποβληθεί και από την Επιτροπή (OLAF). Την αποστολή της Ένωσης στην Τζαμάικα ανέλαβε η OLAF κατόπιν προσκλήσεως του τζαμαϊκανού Υπουργείου Εξωτερικών και Εξωτερικού Εμπορίου στο πλαίσιο της διοικητικής και ερευνητικής συνεργασίας προς συντονισμό των ερευνών λόγω παρατυπιών που είχαν αρχίσει σε εννέα κράτη μέλη. Το γεγονός ότι οι έρευνες διεξήχθησαν κατ’ ουσίαν από την Επιτροπή (OLAF) και η τζαμαϊκανή τελωνειακή υπηρεσία παρέσχε συναφώς μόνο επικουρία, δεν μπορεί επίσης να προβληθεί ως επιχείρημα κατά της ισχύος της δηλώσεως των τζαμαϊκανών αρχών σχετικά με την ακυρότητα των πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR.l.

15.      Εφόσον τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 ακυρώθηκαν επί τη βάσει εκ των υστέρων ελέγχου δυνάμει του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 220, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα και ότι, αντίθετα προς την κρίση του Finanzgericht Hamburg, είναι αμφίβολο εάν η Afasia μπορεί να επικαλεστεί την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα. Το Finanzgericht Hamburg είχε εκτιμήσει ότι το αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα πιστοποιητικά κυκλοφορίας και, άρα, ούτε σε εκείνα που είχαν εκδοθεί για τις εισαγωγές της Afasia, και, καθώς είχε γίνει στην Τζαμάικα επεξεργασία ορισμένης, έστω μικρής, ποσότητας κινεζικών νημάτων, ήταν τουλάχιστον ενδεχόμενο τα εισαχθέντα από την Afasia προϊόντα να πληρούσαν τους κανόνες σχετικά με την καταγωγή.

16.      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ερείδεται επί αμφισβητήσιμης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι η Afasia μπορεί σε κάθε περίπτωση να επικαλεστεί την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δυνάμει του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, εφόσον δεν προκύπτει σαφώς από τα αποτελέσματα των ελέγχων της αποστολής ότι τα εσφαλμένα πιστοποιητικά κυκλοφορίας είχαν βασιστεί σε ψευδείς πληροφορίες προερχόμενες από τον εξαγωγέα.

17.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesfinanzhof αποφάσισε στις 29 Ιουνίου 2010 να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάδει προς το άρθρο 32 του πρωτοκόλλου 1, σχετικά με τον ορισμό της έννοιας “προϊόντα καταγωγής” ή “καταγόμενα προϊόντα” και τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας [το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα V] της Συμφωνίας Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφετέρου, το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβαίνει κατ’ ουσίαν η ίδια στον εκ των υστέρων έλεγχο χορηγηθέντων πιστοποιητικών καταγωγής στη χώρα εξαγωγής, έστω και με τη στήριξη των εκεί αρχών, και μπορεί να γίνει συναφώς λόγος για αποτέλεσμα ελέγχου υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, εάν τα ληφθέντα με τον τρόπο αυτόν αποτελέσματα του ελέγχου της Επιτροπής καταχωρίστηκαν σε πρωτόκολλο, το οποίο συνυπογράφεται από εκπρόσωπο της κυβερνήσεως της χώρας εξαγωγής;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, κατά την οποία πιστοποιητικά παροχής προτιμησιακού καθεστώτος που χορηγήθηκαν εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος από τη χώρα εξαγωγής ακυρώθηκαν, επειδή δεν κατέστη δυνατόν να επιβεβαιωθεί η καταγωγή του προϊόντος επί τη βάσει του εκ των υστέρων διεξαχθέντος ελέγχου, πλην όμως δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί ότι κάποια από τα εξαχθέντα προϊόντα πληρούσαν τις προϋποθέσεις καταγωγής, μπορεί ο οφειλέτης δασμών, στηριζόμενος στο άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, εδάφια 2 και 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ισχυριζόμενος ότι τα προσκομισθέντα στην περίπτωσή του πιστοποιητικά που αποσκοπούν στην προτιμησιακή μεταχείριση ήσαν πιθανώς ακριβή και, επομένως, στηρίζονταν σε ακριβή έκθεση των πραγματικών στοιχείων εκ μέρους του εξαγωγέα;»

IV – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

18.      Γραπτές παρατηρήσεις υποβλήθηκαν από την Afasia, την Ιταλική και την Τσεχική Κυβέρνηση, καθώς και από την Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Ιουλίου 2011, η Afasia και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

V –    Εκτίμηση

 Πρώτο ερώτημα

19.      Το πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά κατ’ ουσίαν τον βαθμό συμμετοχής της Επιτροπής/Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) στον εκ των υστέρων έλεγχο των χορηγηθέντων πιστοποιητικών καταγωγής για τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης υφάσματα και εάν το πρωτόκολλο ή πρακτικά της αποστολής της Επιτροπής (8) στην Τζαμάικα, με ημερομηνία 23 Μαρτίου 2005, τα οποία καταγράφηκαν σε χαρτί που έφερε το λογότυπο της Επιτροπής/Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και συνυπογράφηκαν, αφενός, από τον μόνιμο γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών και Εξωτερικού Εμπορίου για λογαριασμό της Τζαμαϊκανής Κυβερνήσεως και, αφετέρου, από ορισμένα άλλα πρόσωπα για λογαριασμό της Επιτροπής/Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και των κρατών μελών (στο εξής: πρακτικά) πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας. Από την απόφαση περί παραπομπής και την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι έχουν εγερθεί αμφιβολίες για τη νομιμότητα του εκ των υστέρων ελέγχου των πιστοποιητικών καταγωγής των επίμαχων στην κύρια δίκη φορτίων υφασμάτων και τη νομιμότητα της ακυρώσεως των πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR.1 για τα υφάσματα αυτά.

20.      Βάσει της συμφωνίας, τα υφάσματα τζαμαϊκανής καταγωγής τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχειρίσεως και, συνεπώς, απαλλάσσονται από την καταβολή τελωνειακών δασμών κατά την εισαγωγή τους στην Ένωση υπό την προϋπόθεση της υποβολής, μεταξύ άλλων, πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR.1 (9). Στο πρωτόκολλο 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας ορίζεται η έννοια «καταγόμενα προϊόντα» ή «προϊόντα καταγωγής» και θεσπίζεται σύστημα διοικητικής συνεργασίας ανάμεσα, μεταξύ άλλων, στην Ένωση και τα κράτη μέλη της και τα κράτη ΑΚΕ. Το σύστημα αυτό βασίζεται σε κατανομή των καθηκόντων καθώς και στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των αρχών του ενδιαφερομένου κράτους μέλους και αυτών του συγκεκριμένου κράτους ΑΚΕ (10).

21.      Κατά το άρθρο 15 του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, στις Τζαμαϊκανές αρχές απόκειται η έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR.1 και ο έλεγχος της καταγωγής των επίδικων στην υπόθεση της κύριας δίκης υφασμάτων. Οι αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής πρέπει να αποδέχονται το κύρος των πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR.1 τα οποία βεβαιώνουν την Τζαμαϊκανή καταγωγή των υφασμάτων (11). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 32 του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, οι Τζαμαϊκανές αρχές έχουν την ευθύνη του εκ των υστέρων ελέγχου της τηρήσεως των κανόνων σχετικά με την καταγωγή των προϊόντων. Οι αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής οφείλουν να αποδέχονται τα πορίσματα στα οποία καταλήγουν οι Τζαμαϊκανές αρχές σε εκ των υστέρων έλεγχο (12). Προκύπτει, επομένως, ότι σύμφωνα με το πρωτόκολλο 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, οι αρχές του κράτους ΑΚΕ εξαγωγής θεωρούνται πλέον κατάλληλες, σε σχέση με την Επιτροπή ή τα κράτη μέλη εισαγωγής, να ελέγχουν άμεσα τα περιστατικά από τα οποία αποδεικνύεται η καταγωγή των οικείων εμπορευμάτων (13).

22.      Κατά το άρθρο 32, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, οι εκ των υστέρων έλεγχοι των πιστοποιητικών καταγωγής πραγματοποιούνται δειγματοληπτικώς ή κάθε φορά που οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής έχουν βάσιμες αμφιβολίες ως προς, μεταξύ άλλων, την καταγωγή των προϊόντων. Επιπλέον, κατά το άρθρο 32, παράγραφος 5, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, οι τελωνειακές αρχές που ζητούν τη διενέργεια του ελέγχου πρέπει να ενημερώνονται για τα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού το ταχύτερο δυνατό. Από τα αποτελέσματα πρέπει να προκύπτει σαφώς εάν τα έγγραφα είναι γνήσια και εάν τα οικεία προϊόντα μπορούν πράγματι να θεωρηθούν ως προϊόντα καταγωγής κρατών ΑΚΕ.

23.      Στο άρθρο 32, παράγραφος 7, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας θεσπίζεται πρόσθετη διαδικασία η οποία σκοπό έχει τόσο τον εντοπισμό όσο και την πρόληψη των παραβάσεων του πρωτοκόλλου αυτού. Έρευνες δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 7, μπορούν να διενεργηθούν επί τη βάσει οποιασδήποτε διαθέσιμης πληροφορίας από την οποία προκύπτουν ενδείξεις ότι οι διατάξεις του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας παραβιάζονται (14). Επιπλέον, από το άρθρο 32, παράγραφος 7, προκύπτει ότι το κράτος ΑΚΕ μπορεί είτε να διεξάγει το ίδιο τις έρευνες ή να φροντίσει για τη διεξαγωγή τους για λογαριασμό του ώστε να εντοπίζονται και να προλαμβάνονται τέτοιες παραβάσεις. Επιπροσθέτως, κατά την ίδια ως άνω διάταξη, το κράτος ΑΚΕ δύναται να καλεί την Ένωση να συμμετέχει σε αυτές τις έρευνες.

24.      Στο άρθρο 32, παράγραφος 7, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας δεν περιλαμβάνεται ρύθμιση σχετικά με τον τύπο που πρέπει να περιβληθεί η παρουσίαση των αποτελεσμάτων των διεξαγόμενων βάσει του άρθρου αυτού ερευνών προκειμένου να δεσμεύουν τις αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής. Φρονώ, επομένως, ότι σε τέτοιες περιστάσεις δεν απαιτείται ορισμένος τύπος, ώστε να μπορούν τα κράτη μέλη εισαγωγής να κινήσουν διαδικασία εισπράξεως δασμών (15). Εντούτοις, η έλλειψη ιδιαίτερων τυπικών προϋποθέσεων δεν σημαίνει ότι τα αποτελέσματα δεν πρέπει να πληρούν ορισμένες ελάχιστες προδιαγραφές προκειμένου να δεσμεύουν το κράτος μέλος εισαγωγής. Συναφώς, μολονότι ούτε στο άρθρο 32, παράγραφος 5, του πρωτοκόλλου 1 προσδιορίζεται ιδιαίτερος τύπος για την ενημέρωση των αρχών που ζητούν διενέργεια ελέγχου δυνάμει της διατάξεως αυτής σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών, εντούτοις στα αποτελέσματα αυτά πρέπει να αναφέρεται σαφώς, μεταξύ άλλων, εάν τα οικεία προϊόντα πρέπει να θεωρηθούν ως προϊόντα καταγόμενα από το κράτος ΑΚΕ. Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 32, παράγραφος 7, έχει την έννοια ότι επιβάλλει αντίστοιχη υποχρέωση σαφήνειας προς όφελος της ασφάλειας δικαίου και της αμοιβαίας συνεργασίας (16).

25.      Φρονώ ότι οι αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής μπορούν να επιβάλλουν την καταβολή δασμών επί τη βάσει ερευνών που έχουν διεξαχθεί από τρίτους πέραν των αρχών κράτους ΑΚΕ δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 7, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας μόνο όταν από τα αποτελέσματα των ερευνών σαφώς προκύπτει ότι τα οικεία προϊόντα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως προϊόντα καταγόμενα από το κράτος ΑΚΕ και το κράτος αυτό διαβεβαιώνει εγγράφως με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι υιοθετεί πλήρως τα αποτελέσματα αυτά. Η έγγραφη διαβεβαίωση ή αποδοχή πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να χρονολογείται και να υπογράφεται από εκπρόσωπο του κράτους ΑΚΕ.

26.      Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, θεωρώ ότι σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 32, παράγραφος 7, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας είναι αδιάφορο το αν η Επιτροπή/OLAF προέβη κατ’ ουσίαν η ίδια στη διεξαγωγή του εκ των υστέρων ελέγχου της καταγωγής των προϊόντων στην Τζαμάικα, έστω και επικουρούμενη από τις αρχές του κράτους αυτού, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η Τζαμάικα φρόντισε για τη διεξαγωγή αυτών των ερευνών από την Επιτροπή/OLAF και ότι το κράτος αυτό υιοθέτησε πλήρως τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών.

27.      Κατά τα πρακτικά, η OLAF διεξήγαγε κοινοτική αποστολή διοικητικής συνεργασίας και έρευνας στην Τζαμάικα «μετά από πρόσκληση του Τζαμαϊκανού Υπουργείου Εξωτερικών και Εξωτερικού Εμπορίου», «με σκοπό να ελεγχθούν οι σχετικές εξαγωγές από την Τζαμάικα προς την Κοινότητα». Στα πρακτικά αναφέρεται ότι το τζαμαϊκανό «Υπουργείο Εξωτερικών και Εξωτερικού Εμπορίου, η Υπηρεσία τελωνείων, το Εμπορικό Επιμελητήριο και ο Οργανισμός Προωθήσεως της Τζαμάικα (JAMPRO) συνεργάστηκαν πλήρως στην διενέργεια της έρευνας κατά το πρωτόκολλο 1 της συμφωνίας της Κοτονού.» Επιπλέον, «[ε]κπρόσωποι του Υπουργείου Εξωτερικών και Εξωτερικού Εμπορίου και των αρχών των οικείων ελευθέρων ζωνών συνόδευσαν την κοινοτική ομάδα κατά τις επισκέψεις της στις εγκαταστάσεις των εταιριών.» Στα πρακτικά αναφέρεται, περαιτέρω, ότι οι εκπρόσωποι της Τζαμαϊκανής Κυβερνήσεως και της OLAF κατέληξαν στα πορίσματα που αντλήθηκαν από τους ελέγχους αυτούς. Επισημαίνω επίσης ότι πέρα από την καταγραφή των «από κοινού ελέγχων» (17) και των κοινών συμπερασμάτων που αντλήθηκαν από αυτούς, στα πρακτικά αναφέρεται ότι «[η] τζαμαϊκανή Υπηρεσία Τελωνείων συμπεραίνει επομένως ότι τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 που έχουν εκδοθεί από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως σήμερα, όσον αφορά τα φορτία που είναι αντικείμενο αυτής της έρευνας, είναι γνήσια αλλά εντούτοις εσφαλμένα σε ό,τι αφορά την καταγωγή των συγκεκριμένων προϊόντων και, κατά συνέπεια, άκυρα.»

28.      Συνεπώς από τα πρακτικά προκύπτει, με την επιφύλαξη του ελέγχου που θα διενεργήσει το αιτούν δικαστήριο, ότι η Τζαμάικα συνήνεσε στη διενέργεια των επίμαχων ελέγχων από την OLAF και ότι οι τζαμαϊκανές αρχές συμμετείχαν σε ορισμένο βαθμό στους ελέγχους αυτούς και εν τέλει υιοθέτησαν πλήρως ως δικά τους τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών. Επιπλέον, με την επιφύλαξη του ελέγχου που θα διενεργήσει το αιτούν δικαστήριο, οι τζαμαϊκανές τελωνειακές αρχές φέρονται να έχουν δηλώσει με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 που είχαν εκδοθεί από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 23 Μαρτίου 2005, για τα επίδικα στην υπόθεση της κύριας δίκης φορτία υφασμάτων, ήταν άκυρα.

29.      Τα πρακτικά υπογράφηκαν για λογαριασμό της Τζαμαϊκανής Κυβερνήσεως από τον μόνιμο γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών και Εξωτερικού Εμπορίου. Το γεγονός ότι τα πρακτικά έχουν επίσης υπογραφεί από ορισμένα άλλα πρόσωπα για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής/Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και των κρατών μελών και έχουν καταγραφεί σε χαρτί που φέρει λογότυπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής/Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), κατά τη γνώμη μου, δεν μειώνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ισχύ της υπογραφής των πρακτικών από τον μόνιμο γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών και Εξωτερικού Εμπορίου για λογαριασμό της Τζαμαϊκανής Κυβερνήσεως.

30.      Σημειώνω ότι η Afasia υποστηρίζει επίσης ότι ο μόνιμος γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών και Εξωτερικού Εμπορίου ενήργησε καθ’ υπέρβαση των εξουσιών του δυνάμει του τζαμαϊκανού δικαίου (18). Από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει καμία ένδειξη ότι ο μόνιμος γραμματέας ενήργησε εκτός των ορίων της αρμοδιότητάς του και ότι δεν είχε την εξουσία να δεσμεύει την Τζαμάικα όσον αφορά το περιεχόμενο των πρακτικών. Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι το άρθρο 32, παράγραφος 7, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο όργανο ή οργανισμό αλλά μόνο στο κράτος ΑΚΕ, το ερώτημα σχετικά με το ποιο κρατικό όργανο ή οργανισμός έχει την εξουσία να δεσμεύει ένα κράτος ΑΚΕ κατά τη διάταξη αυτή πρέπει να απαντηθεί βάσει του δικαίου του κράτους αυτού και δεν είναι επομένως ερώτημα σχετικό με το δίκαιο της Ένωσης (19). Εάν οι τελωνειακές αρχές κράτους μέλους προβούν στην είσπραξη δασμών επί τη βάσει εγγράφου, το οποίο είχε υπογραφεί από πρόσωπο το οποίο προφανώς είχε την εξουσία να δεσμεύει το κράτος ΑΚΕ και δεν έχουν λάβει γνώση κατά το χρόνο της εισπράξεως ότι το πρόσωπο που υπέγραψε ενήργησε καθ’ υπέρβαση των εξουσιών του, αυτή η είσπραξη είναι, κατά τη γνώμη μου, νόμιμη κατά το δίκαιο της Ένωσης. Θεωρώ ότι ενδεχόμενη αποκατάσταση για τέτοιες φερόμενες ως εκδοθείσες καθ’ υπέρβαση εξουσίας πράξεις πρέπει να ζητηθεί σύμφωνα με τους νόμους του συγκεκριμένου κράτους ΑΚΕ.

31.      Κατά τη γνώμη μου, με την επιφύλαξη του ελέγχου που θα διενεργήσει το αιτούν δικαστήριο, τα πρακτικά είναι αρκούντως σαφή τόσο ως προς το περιεχόμενό τους όσο και ως προς τον τρόπο διατυπώσεως τους ώστε να μην προκύπτει εύλογη αμφιβολία σχετικά με την υποστηριζόμενη από την Τζαμάικα και ειδικότερα τις τζαμαϊκανές τελωνειακές αρχές νομική άποψη σχετικά με την ακυρότητα του επίμαχου πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR.1 καθώς και για τα γεγονότα και τις συνθήκες που οδήγησαν στη διαμόρφωση αυτής της απόψεως. Εκτιμώ, επομένως, ότι έχει τηρηθεί η αρχή της ασφάλειας δικαίου. Κατά τη γνώμη μου, θα συνιστούσε υπερβολική τυπολατρία και παραβίαση της αρχής της αμοιβαίας συνεργασίας να ζητείται από το κράτος ΑΚΕ ή τις τελωνειακές του αρχές η κοινοποίηση απευθείας στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών με χρήση εγγράφου ορισμένης μορφής των αποτελεσμάτων των ελέγχων που έχουν διενεργηθεί δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 7, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας. Τέτοια αναιτιολόγητα αυστηρή προσέγγιση, η οποία δεν προκύπτει από το άρθρο 32, παράγραφος 7, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά το σύστημα διοικητικής συνεργασίας ανάμεσα, μεταξύ άλλων, στην Ένωση και τα κράτη μέλη της και τα κράτη ΑΚΕ, το οποίο εγκαθιδρύει το πρωτόκολλο 1 του παραρτήματος 5 της συμφωνίας.

32.      Φρονώ, επομένως, ότι σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 7, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας η Επιτροπή μπορεί να αναλάβει τον εκ των υστέρων έλεγχο της καταγωγής προϊόντων σε ένα κράτος ΑΚΕ εξαγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος ΑΚΕ ζητεί από την Επιτροπή ή μεριμνά ώστε να διεξαγάγει αυτή τον εκ των υστέρων έλεγχο και το κράτος ΑΚΕ δηλώνει σαφώς, σε έγγραφο, χρονολογημένο και υπογεγραμμένο από πρόσωπο που προφανώς έχει την εξουσία να δεσμεύσει το εν λόγω κράτος ΑΚΕ, ότι αποδέχεται και, κατά συνέπεια υιοθετεί ως δικά του τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών. Η Επιτροπή μπορεί να κοινοποιεί τα αποτελέσματα αυτά στις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής.

 Δεύτερο ερώτημα

33.      Το Bundesfinanzhof υπέβαλε επίσης στο Δικαστήριο δεύτερο ερώτημα το οποίο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα. Το ερώτημα απορρέει από το γεγονός ότι καθώς πραγματοποιήθηκαν μικρές παραδόσεις κινεζικών νημάτων, ορισμένα από τα εμπορεύματα που εισήχθησαν στην Ένωση ενδέχεται να έχουν παραχθεί από το νήμα αυτό και, κατά συνέπεια, να είναι τζαμαϊκανής καταγωγής και να υπάγονται στην προτιμησιακή μεταχείριση. Εντούτοις, κατά τους εκ των υστέρων ελέγχους οι εξαγωγείς δεν μπόρεσαν να αποδείξουν την ακριβή ποσότητα των εμπορευμάτων που παρήχθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το δεύτερο ερώτημα αφορά το εύρος της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του εισαγωγέα κατά το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα ελλείψει αποδείξεων σχετικά με την καταγωγή των επίμαχων εμπορευμάτων.

34.      Η Afasia φρονεί ότι, ελλείψει αποδείξεων περί του αντιθέτου, τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 πρέπει να κριθούν ακριβή και στηριζόμενα σε ακριβή έκθεση των πραγματικών περιστατικών από τον εξαγωγέα. Ο εισαγωγέας μπορεί να απαλλαγεί από τον δασμό κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα όταν δεν έχει καταστεί δυνατή η εξακρίβωση της καταγωγής των εμπορευμάτων κατά τους εκ των υστέρων ελέγχους και δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί ότι ορισμένα από τα εξαχθέντα εμπορεύματα είχαν τηρηθεί οι κανόνες καταγωγής. Η Afasia θεωρεί ότι το Hauptzollamt Hamburg-Hafen θα πρέπει να αποδείξει ότι η ARH υπέβαλε ανακριβείς δηλώσεις σε σχέση με κάθε ένα από τα εξαχθέντα φορτία. Η Afasia υποστηρίζει ότι δεν οφείλεται σε αμέλεια της ARH το γεγονός ότι οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούσαν να προσκομίσουν τις επίμαχες αποδείξεις. Τα εργοστάσια της ARH καταστράφηκαν από τυφώνα το 2004. Σε τέτοιες περιπτώσεις ανωτέρας βίας, το βάρος αποδείξεως συνεχίζουν να φέρουν οι τελωνειακές αρχές.

35.      Η Τσεχική Κυβέρνηση εκτιμά ότι σε περίπτωση όπως αυτή της κυρίας δίκης, όπου πιστοποιητικά παροχής προτιμησιακού καθεστώτος εκδοθέντα από το κράτος εξαγωγής έχουν ακυρωθεί επειδή δεν μπορεί να εξακριβωθεί η καταγωγή των προϊόντων κατά τους εκ των υστέρων ελέγχους αλλά δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο για ορισμένα από τα εμπορεύματα να έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις καταγωγής, ο οφειλέτης των δασμών μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα μόνο όταν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι η αδυναμία προσδιορισμού της καταγωγής των εμπορευμάτων δεν είναι αποτέλεσμα της αθετήσεως από τον εξαγωγέα των υποχρεώσεών του και οι τελωνειακές αρχές δεν έχουν προσκομίσει άλλα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ανακριβής παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών από τον εξαγωγέα. Ο εξαγωγέας δεν αθετεί την υποχρέωσή του διαφυλάξεως των σχετικών με την καταγωγή των εμπορευμάτων εγγράφων, όταν τα έγγραφα αυτά καταστρέφονται σε φυσική καταστροφή.

36.      Η Ιταλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι στις περιπτώσεις που οι έλεγχοι της OLAF δεν μπορούν να επιβεβαιώσουν την προτιμησιακή καταγωγή των εμπορευμάτων και ακόμα και αν δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο για ορισμένα από τα εμπορεύματα να έχουν τηρηθεί οι κανόνες καταγωγής, ο εισαγωγέας δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα προβάλλοντας ότι στην περίπτωσή του τα πιστοποιητικά υπαγωγής σε προτιμησιακό καθεστώς είναι ακριβή.

37.      Η Επιτροπή εκτιμά ότι το δεύτερο ερώτημα πρέπει να αναδιατυπωθεί. Με το ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί ποιος φέρει το βάρος αποδείξεως σε περίπτωση, όπως αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπου πιστοποιητικά κυκλοφορίας που είχαν χορηγηθεί κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου ακυρώθηκαν επειδή η καταγωγή των εμπορευμάτων δεν μπορούσε να εξακριβωθεί κατά τους εκ των υστέρων ελέγχους, αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι για ορισμένα από τα εξαχθέντα προϊόντα είχαν τηρηθεί οι κανόνες καταγωγής και ο εισαγωγέας προβάλλει ότι τα πιστοποιητικά προτιμησιακής καταγωγής τα οποία είχαν υποβληθεί στην περίπτωσή του ήταν ενδεχομένως ακριβή ως στηριζόμενα σε ακριβή παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών από τον εξαγωγέα.

38.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι σε αυτήν την περίπτωση η απόδειξη της ακρίβειας των πιστοποιητικών βαρύνει τον εισαγωγέα, ή ενδεχομένως τον εξαγωγέα, και όχι τις τελωνειακές αρχές. Η κατανομή του βάρους αποδείξεως πρέπει να γίνει λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 28 του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, το οποίο επιβάλλει στον εξαγωγέα την υποχρέωση διαφυλάξεως επί τριετία των εγγράφων που αποδεικνύουν την καταγωγή των οικείων προϊόντων. Η Επιτροπή εκτιμά ότι στην προκείμενη περίπτωση, όπου ο εισαγωγέας και ο εξαγωγέας ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιρειών, η μη συμμόρφωση προς την υποχρέωση διαφυλάξεως των εγγράφων και ο κίνδυνος απώλειας των εγγράφων αυτών αφορά τον όμιλο στο σύνολό του. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το επιχείρημα της Afasia ότι δεν μπορεί να προσκομίσει τα έγγραφα λόγω του τυφώνα στην Τζαμάικα το 2004 δεν είναι πειστικό. Επομένως, όταν ο εισαγωγέας προβάλλει ότι τα υποβληθέντα στην περίπτωσή του πιστοποιητικά καταγωγής ήταν ενδεχομένως ακριβή και στηριζόμενα σε ακριβή παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών από τον εξαγωγέα, το βάρος αποδείξεως για την προσκόμιση στοιχείων που επιβεβαιώνουν τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στα πιστοποιητικά φέρει ο εισαγωγέας.

39.      Κατά πάγια νομολογία, σκοπός της διαδικασίας του εκ των υστέρων ελέγχου είναι να εξακριβωθεί κατά πόσον η καταγωγή που αναγράφεται στο πιστοποιητικό καταγωγής EUR.1 ανταποκρίνεται στην αλήθεια (20). Οσάκις από τον εκ των υστέρων έλεγχο δεν επιβεβαιώνεται η αναγραφόμενη στο πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 καταγωγή των εμπορευμάτων, πρέπει να συνάγεται ότι το εμπόρευμα είναι άγνωστης καταγωγής και ότι, επομένως, κακώς χορηγήθηκαν το πιστοποιητικό και η δασμολογική προτίμηση (21). Οφείλονται επομένως εισαγωγικοί δασμοί για τα εμπορεύματα αυτά οι οποίοι πρέπει να εισπραχθούν από τις τελωνειακές αρχές κατ’ εφαρμογή του άρθρου 220, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα (22).

40.      Κατά την απόφαση περί παραπομπής, για μικρή ποσότητα από τα υφάσματα της κύριας δίκης ενδέχεται όντως να έχουν τηρηθεί οι κανόνες καταγωγής. Εντούτοις, εφόσον τα υφάσματα αυτά, τα οποία έχουν παραχθεί στην Τζαμάικα, έχουν προφανώς αναμειχθεί με άλλα μη τζαμαϊκανής καταγωγής υφάσματα και άρα δεν ήταν δυνατόν να διακριθούν από αυτά, πρέπει κατά τη γνώμη μου να συναχθεί ότι ανακριβή πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 έχουν εκδοθεί για το σύνολο των επίμαχων υφασμάτων (23). Κατά τη γνώμη μου, τα επιχειρήματα που προβάλλει η Afasia υπέρ της απόψεως ότι το Hauptzollamt Hamburg-Hafen πρέπει να αποδείξει ότι η ARH προέβη σε ανακριβείς δηλώσεις όσον αφορά κάθε εξαχθέν φορτίο είναι απορριπτέα. Ο εξαγωγέας φέρει το βάρος να αποδείξει με όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα ποια φορτία είναι τζαμαϊκανής καταγωγής (24). Όταν ο εξαγωγέας δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό το βάρος αποδείξεως, οφείλονται, κατ’ αρχήν, εισαγωγικοί δασμοί για τα επίμαχα φορτία υφασμάτων, οι οποίοι πρέπει να εισπραχθούν από τις τελωνειακές αρχές κατά το άρθρο 220, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα.

41.      Στο άρθρο 220, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα καθιερώνονται ορισμένες εξαιρέσεις από τον κανόνα της εισπράξεως ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 220, παράγραφος 1. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, που παρέχονται υπό ορισμένες προϋποθέσεις και σε ειδικώς προβλεπόμενες περιπτώσεις, συνιστούν εξαίρεση από το κανονικό σύστημα εισαγωγών και εξαγωγών και ότι, κατά συνέπεια, οι προβλέπουσες μια τέτοια επιστροφή ή διαγραφή διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Εφόσον η «καλή πίστη» αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να ζητηθεί επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, έπεται ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο αριθμός των περιπτώσεων επιστροφής ή διαγραφής να παραμείνει περιορισμένος (25).

42.      Κατά το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, οι αρμόδιες αρχές δεν προβαίνουν σε εκ των υστέρων βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών μόνον αν συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις. Καταρχάς, η αδυναμία εισπράξεως των δασμών πρέπει να οφείλεται σε σφάλμα των ιδίων των αρμοδίων αρχών, εν συνεχεία, το σφάλμα αυτό πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως ώστε λογικά να μην μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον καλόπιστο οφειλέτη και, τέλος, ο οφειλέτης πρέπει να έχει τηρήσει όλες τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας όσον αφορά την τελωνειακή του διασάφηση (26). Συνεπώς, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των εμπόρων προστατεύεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις σε περίπτωση σφάλματος των τελωνειακών αρχών όσον αφορά την υπαγωγή των εμπορευμάτων σε προτιμησιακό καθεστώς.

43.      Επίμαχη στην κύρια δίκη είναι η πρώτη από τις ανωτέρω προϋποθέσεις και, επομένως, η εκτίμηση του αν οι τελωνειακές αρχές υπέπεσαν σε σφάλμα. Όταν η καταγωγή των εμπορευμάτων που αναγράφεται στο πιστοποιητικό EUR.1 δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί κατά τον διεξαγόμενο εκ των υστέρων έλεγχο, το πιστοποιητικό αυτό πρέπει να θεωρείται ως «ανακριβές πιστοποιητικό» κατά την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα (27) και να θεωρείται ότι οι τελωνειακές αρχές έχουν υποπέσει σε σφάλμα.

44.      Εντούτοις, κατά το τρίτο εδάφιο του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, οι τελωνειακές αρχές θεωρούνται ότι δεν έχουν υποπέσει σε σφάλμα εάν έχουν εκδώσει το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 επί τη βάσει ανακριβών πληροφοριών που παρέσχε ο εξαγωγέας. Σε τέτοια περίπτωση, είναι δυνατή η επιβολή των επίμαχων εισαγωγικών δασμών. Οι τελωνειακές αρχές, οι οποίες προτίθενται να επιβάλλουν εισαγωγικούς δασμούς, φέρουν το βάρος της προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων για το ότι η έκδοση των ανακριβών πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR.1 οφειλόταν σε ανακριβή έκθεση των πραγματικών περιστατικών από τον εξαγωγέα (28).

45.      Το άρθρο 28, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας επιβάλλει στον εξαγωγέα υποχρέωση διαφυλάξεως επί τριετία των εγγράφων που πιστοποιούν την καταγωγή των εμπορευμάτων.

46.      Όταν ο εξαγωγέας δεν διαφυλάσσει τα σχετικά έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν την καταγωγή των επίμαχων εμπορευμάτων, παρά τη νόμιμη προς τούτο υποχρέωσή του, και, κατά συνέπεια, οι τελωνειακές αρχές τελούν σε αδυναμία να προσκομίσουν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία περί του αν τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 είχαν βασισθεί σε ακριβή ή ανακριβή έκθεση των πραγματικών περιστατικών από τον εξαγωγέα, το βάρος αποδείξεως ότι αυτά τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 τα οποία έχουν εκδοθεί από το κράτος ΑΚΕ για τα επίμαχα εμπορεύματα έχουν βασισθεί σε ακριβή έκθεση των πραγματικών περιστατικών φέρει ο βαρυνόμενος με την υποχρέωση αυτή (29).

47.      Από αυτό προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι, όταν ο εξαγωγέας δεν έχει διαφυλάξει τα δικαιολογητικά έγγραφα της καταγωγής των εμπορευμάτων, ο οφειλέτης του δασμού, εν προκειμένω η Afasia, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα προβάλλοντας απλώς το επιχείρημα ότι ορισμένα από τα εμπορεύματα ενδεχομένως πληρούν τις προϋποθέσεις καταγωγής και υπάγονται στο προτιμησιακό καθεστώς. Η Afasia οφείλει να προσκομίσει στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν τα πραγματικά αυτά περιστατικά.

48.      Στην απόφαση Huygen κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση κατοχής των δικαιολογητικών εγγράφων της καταγωγής των εμπορευμάτων βαρύνει αποκλειστικά τον εξαγωγέα (30). Εάν το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 δεν μπορεί να επαληθευθεί εκ των υστέρων για λόγους ανωτέρας βίας, δηλαδή, περιστάσεις ασυνήθεις και απρόβλεπτες που εκφεύγουν του ελέγχου του ενδιαφερόμενου εξαγωγέα όση επιμέλεια και να επιδείξει, δεν είναι δυνατή η είσπραξη εισαγωγικών δασμών (31).

49.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι δεν έχουν αντικρουσθεί τα επιχειρήματα της Afasia ότι τα ευρισκόμενα στην Τζαμάικα σχετικά έγγραφα καταστράφηκαν σε τυφώνα. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει την αλήθεια των επιχειρημάτων αυτών, δηλαδή, εάν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην απώλεια των εγγράφων συνιστούν ανωτέρα βία σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια, καθώς και την ανυπαρξία οποιασδήποτε εύλογης πιθανότητας για την εκ μέρους του εισαγωγέα ανασύσταση του περιεχομένου των επίμαχων εγγράφων μέσω αντιγράφων ή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου.

50.      Επισημαίνω συναφώς ότι, κατά τα πρακτικά και με την επιφύλαξη του ελέγχου που θα διενεργήσει το εθνικό δικαστήριο, η ARH πλην εξαιρετικής περιπτώσεως εφοδιαζόταν με υλικά (32) από την Κίνα. Τα εμπορεύματα προελεύσεως Κίνας, τιμολογούνταν από εταιρείες του ομίλου Afasia εγκατεστημένες στο Χονγκ Κονγκ. Δεδομένων των προφανώς πολύ στενών εμπορικών και άλλων δεσμών (33) μεταξύ των εταιριών του ομίλου Afasia, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει εάν η ARH, ή η Afasia μπορούν να βρουν αποδεικτικά στοιχεία από άλλες εταιρίες του ιδίου ομίλου, για παράδειγμα ελεγχθέντα λογιστικά βιβλία και στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να βοηθήσουν την εξακρίβωση της καταγωγής των επίμαχων υφασμάτων στην κύρια δίκη.

51.      Επομένως φρονώ ότι, όταν ένας εξαγωγέας δεν διαφυλάσσει τα σχετικά έγγραφα τα αποδεικνύοντα την καταγωγή των εμπορευμάτων, παρά τη νόμιμη προς τούτο υποχρέωσή του, και, κατά συνέπεια, οι τελωνειακές αρχές τελούν σε αδυναμία προσκομίσεως των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, κατά το τρίτο εδάφιο του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, περί του αν τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 για τα εμπορεύματα αυτά είχαν βασισθεί σε ακριβή ή ανακριβή έκθεση των πραγματικών περιστατικών από τον εξαγωγέα, ο οφειλέτης του δασμού δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα προβάλλοντας απλώς το επιχείρημα ότι ορισμένα από τα εμπορεύματα ενδεχομένως πληρούν τις προϋποθέσεις καταγωγής. Το πρόσωπο αυτό οφείλει, εάν δεν συντρέχει ανωτέρα βία, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι για τα επίμαχα εμπορεύματα έχουν τηρηθεί οι κανόνες καταγωγής.

VI – Πρόταση

52.      Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα από το Bundesfinanzhof (Γερμανία) προδικαστικά ερωτήματα ως ακολούθως:

1)      Σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 7, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (κράτη ΑΚΕ), αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου, που υπογράφηκε στην Κοτονού, στις 23 Ιουνίου 2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να αναλάβει τον εκ των υστέρων έλεγχο της καταγωγής προϊόντων σε ένα κράτος ΑΚΕ εξαγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος ΑΚΕ ζητεί από την Επιτροπή ή μεριμνά ώστε αυτή να διεξαγάγει τον εκ των υστέρων έλεγχο και το κράτος ΑΚΕ δηλώνει σαφώς, σε έγγραφο, χρονολογημένο και υπογεγραμμένο από πρόσωπο που προφανώς έχει την εξουσία να δεσμεύσει το εν λόγω κράτος ΑΚΕ, ότι αποδέχεται και, κατά συνέπεια, υιοθετεί ως δικά του τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών. Η Επιτροπή μπορεί να κοινοποιεί τα αποτελέσματα αυτά στις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής.

2)      Όταν ένας εξαγωγέας δεν διαφυλάσσει τα σχετικά έγγραφα τα αποδεικνύοντα την καταγωγή των εμπορευμάτων, παρά τη νόμιμη προς τούτο υποχρέωσή του, και, κατά συνέπεια, οι τελωνειακές αρχές τελούν σε αδυναμία προσκομίσεως των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, κατά το τρίτο εδάφιο του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (τελωνειακός κώδικας), περί του αν τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 για τα εμπορεύματα αυτά είχαν βασισθεί σε ακριβή ή ανακριβή έκθεση των πραγματικών περιστατικών από τον εξαγωγέα, ο οφειλέτης του δασμού δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα προβάλλοντας απλώς το επιχείρημα ότι ορισμένα από τα εμπορεύματα ενδεχομένως πληρούν τις προϋποθέσεις καταγωγής. Το πρόσωπο αυτό οφείλει, εάν δεν συντρέχει ανωτέρα βία, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι για τα επίμαχα εμπορεύματα έχουν τηρηθεί οι κανόνες καταγωγής.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – ΕΕ L 317, σ. 3. Η συμφωνία εγκρίθηκε εκ μέρους της Ένωσης με την απόφαση 2003/159/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, για τη σύναψη της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου, που υπογράφηκε στην Κοτονού, στις 23 Ιουνίου 2000· άρχισε δε να ισχύει από την 1η Απριλίου 2003.


3 – ΕΕ L 302, σ. 1, όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών κατόπιν της τελευταίας τροποποιήσεώς του με τον κανονισμό (ΕΚ) 2700/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 311, σ. 17).


4 – Βλ., σχετικώς, άρθρο 1 του πρωτοκόλλου V της συμφωνίας.


5 – Το οποίο βρίσκεται στον τίτλο II του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, ο οποίος τιτλοφορείται «Ορισμός της έννοιας “καταγόμενα προϊόντα” ή “προϊόντα καταγωγής”».


6 – Το οποίο βρίσκεται στον τίτλο IV του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας, ο οποίος τιτλοφορείται «Απόδειξη καταγωγής».


7 – Το οποίο βρίσκεται στον τίτλο V του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας.


8 – Επισημαίνω ότι τέτοιες αποστολές δεν είναι σπάνιες. Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1996, C-153/94 και C-204/94, Faroe Seafood κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑2465, σκέψη 16)· της 17ης Ιουλίου 1997, C-97/95, Pascoal & Filhos (Συλλογή 1997, σ. I‑4209, σκέψη 15 επ.), και της 1ης Ιουλίου 2010, C-442/08, Επιτροπή κατά Γερμανίας (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30).


9 – Βλ. άρθρο 14 του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας.


10 – Βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 70, και της 9ης Φεβρουαρίου 2006, C-23/04 έως C-25/04, Σφακιανάκης (Συλλογή 2006, σ. I-1265, σκέψη 21).


11 – Βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 73, και Σφακιανάκης, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 37.


12 – Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 73.


13 – Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 71.


14 – Συνεπώς, οι έρευνες δεν συνίστανται απαραιτήτως σε δειγματοληπτικούς εκ των υστέρων ελέγχους ή σε εκ των υστέρων ελέγχους με πρωτοβουλία των τελωνειακών αρχών ενός κράτους εισαγωγής.


15 – Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Pascoal & Filhos, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8. Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι ανακοίνωση, την οποία απευθύνουν στις αρχές του κράτους εισαγωγής, μετά από ολοκλήρωση εκ των υστέρων ελέγχου πιστοποιητικού EUR.1, οι αρχές του κράτους εξαγωγής και με την οποία αυτές οι αρχές διαπιστώνουν απλώς ότι κακώς εκδόθηκε το εν λόγω πιστοποιητικό και πρέπει επομένως να ακυρωθεί, χωρίς να εκθέτουν λεπτομερώς τους λόγους αυτής της ακυρώσεως, εμπίπτει στην έννοια των αποτελεσμάτων του ελέγχου κατά την εφαρμοστέα στην εν λόγω υπόθεση νομοθεσία, καθώς και ότι οι αρχές του κράτους εισαγωγής έχουν την εξουσία, βάσει μιας τέτοιας ανακοινώσεως και μόνον, να κινήσουν διαδικασία εκ των υστέρων εισπράξεως των δασμών, χωρίς να προσπαθήσουν να εξακριβώσουν την αληθή καταγωγή των εισαχθέντων εμπορευμάτων.


16 – Βλ., επίσης, απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 78. Σε εκείνη την υπόθεση το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι ουγγρικές αρχές, αφού ολοκλήρωσαν τον εκ των υστέρων έλεγχο που είχαν ζητήσει ορισμένα κράτη μέλη καθώς και η Επιτροπή, δήλωσαν σαφώς με το από 26 Μαΐου 1998 έγγραφο ότι για τα οχήματα που είχαν εισαχθεί στη Γερμανία και αναφέρονταν στα έγγραφα και στους σχετικούς φακέλους δεν είχαν τηρηθεί οι περί καταγωγής κανόνες και, συνεπώς, έδωσαν στις αρχές του κράτους εισαγωγής επαρκείς πληροφορίες ώστε να θεωρήσουν ότι τα επίδικα πιστοποιητικά είχαν ανακληθεί (η υπογράμμιση δική μου).


17 – Ορολογία που χρησιμοποιείται στα πρακτικά.


18 – Η Afasia διατείνεται ότι μόνο ο Υπουργός Βιομηχανίας, Επενδύσεων και Εμπορίου και το Εμπορικό Επιμελητήριο είχαν εξουσία να λάβουν τέτοια απόφαση.


19 – Επισημαίνω, για παράδειγμα, ότι το άρθρο 32, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας αναφέρεται συγκεκριμένα στις «τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής». Τέτοια αναφορά δεν υπάρχει στο άρθρο 32, παράγραφος 7, το οποίο κάνει λόγο για το «κράτος ΑΚΕ» και πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί ότι η διατύπωση αυτή επιλέχθηκε ώστε να εκφραστεί η βούληση των συμβαλλομένων μερών στη συμφωνία.


20 – Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, C-293/04, Beemsterboer Coldstore Services (Συλλογή 2006, σ. I‑2263, σκέψη 32).


21 – Βλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1993, C-12/92, Huygen κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. I‑6381, σκέψεις 17 και 18), καθώς και απόφαση Beemsterboer Coldstore Services, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 34.


22 – Στην απόφαση Huygen κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21) το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατ’ αρχήν, το να ζητεί το κράτος εισαγωγής την καταβολή δασμών που δεν καταβλήθηκαν κατά την εισαγωγή αποτελεί φυσική συνέπεια του αρνητικού αποτελέσματος του εκ των υστέρων ελέγχου· βλ. σκέψη 19.


23 – Βλ., κατ’ αναλογία, προτάσεις τις γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Beemsterboer Coldstore Services, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σημεία 36 έως 44. Κατά τις προτάσεις αυτές, εφόσον δεν μπορεί να προσδιοριστεί με σαφήνεια κατά τους εκ των υστέρων ελέγχους εάν τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 είναι ακριβή ή ανακριβή, τα επίμαχα εμπορεύματα θεωρούνται αγνώστου καταγωγής και θεωρείται ότι υπάρχει ανακριβές πιστοποιητικό κατά την έννοια του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα. Πράγματι, αναμειγνύοντας και κατ’ αυτόν τον τρόπο καθιστώντας μη διακριτά τα υφάσματα τζαμαϊκανής καταγωγής από τα κινεζικής καταγωγής, οι εξαγωγείς «μίαναν» τα επίμαχα υφάσματα με αποτέλεσμα, κατ’ αρχήν και ελλείψει αποδείξεως της τζαμαϊκανής καταγωγής συγκεκριμένων φορτίων, να μην υπάγεται το σύνολο των υφασμάτων στην προτιμησιακή μεταχείριση.


24 – Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Faroe Seafood κ.λπ., προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, όπου το Δικαστήριο έκρινε στις σκέψεις 63 και 64, ότι, όταν οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων υφίστανται επεξεργασία σε εργοστάσιο των Φερόων Νήσων το οποίο επεξεργάζεται και γαρίδες προελεύσεως τρίτων χωρών, στον εξαγωγέα εναπόκειται να αποδείξει, υποβάλλοντας κάθε χρήσιμο δικαιολογητικό, ότι οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων χωρίστηκαν υλικώς από τις γαρίδες άλλης καταγωγής. Σε περίπτωση μη προσκομίσεως αυτής της αποδείξεως, οι γαρίδες δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ως καταγόμενες από τις Φερόες Νήσους και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται ότι κακώς χορηγήθηκε το πιστοποιητικό EUR.1 και εφαρμόστηκε ο προτιμησιακός δασμολογικός συντελεστής.


25 – Βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 2009, C-552/08 P, Agrar-Invest-Tatschl κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I-9265, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


26 – Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, C-499/03 P, Biegi Nahrungsmittel και Commonfood κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-1751, σκέψη 46).


27 – Απόφαση Beemsterboer Coldstore Services, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 35.


28 – Απόφαση Beemsterboer Coldstore Services, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 39.


29 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Beemsterboer Coldstore Services, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψεις 40 έως 46.


30 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 34.


31 – Όπ.π., σκέψη 31.


32 – «Δηλαδή, τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, ετικέτες και/ή παρόμοια βοηθητικά υλικά για την κατασκευή/ολοκλήρωση των ενδυμάτων, τον μηχανολογικό εξοπλισμό συμπεριλαμβανομένων των ανταλλακτικών […]».


33 – Από τα πρακτικά προκύπτει ότι όλες οι εταιρίες του ομίλου Afasia ανήκουν σε δύο φυσικά πρόσωπα.