ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
VERICA TRSTENJAK
της 8ης Σεπτεμβρίου 2011 (1)
Υπόθεση C‑384/10
Jan Voogsgeerd
κατά
Navimer SA
[αίτηση του Hof van Cassatie (Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Σύμβαση της Ρώμης σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές – Άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄ – Επιλογή του δικαίου από τους συμβαλλομένους – Αναγκαστικού δικαίου διατάξεις περί του εφαρμοστέου ελλείψει επιλογής δικαίου – Σύμβαση εργασίας – Εργαζόμενος ο οποίος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μια μόνο χώρα»
I – Εισαγωγή
1. Στην παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το βελγικό Hof van Cassatie (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) υποβάλλει στο Δικαστήριο σειρά ερωτημάτων που αφορούν την ερμηνεία της Συμβάσεως σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε για υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 (στο εξής: Σύμβαση της Ρώμης) (2). Η Σύμβαση αυτή συνομολογήθηκε, σύμφωνα με τις εκτιθέμενες στο προοίμιό της αιτιολογικές σκέψεις, με τον σκοπό να συνεχιστεί η ενοποίηση του δικαίου, που άρχισε εντός της Ενώσεως ιδίως στον τομέα της δικαιοδοσίας και της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων, στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, καθώς και με την επιθυμία να θεσπισθούν ενιαίοι κανόνες για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές. Η ενοποίηση των οικείων κανόνων συγκρούσεως θα πρέπει να συμβάλει στην ασφάλεια δικαίου στον ευρωπαϊκό χώρο δικαιοσύνης. Ο σκοπός αυτός επιδιώκεται και με τον κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) (3) (στο εξής: κανονισμός Ρώμη I), ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση της Ρώμης με ισχύ από 17 Δεκεμβρίου 2009. Δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνήφθησαν μετά την ημερομηνία αυτή και ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας συνήφθη στις 7 Αυγούστου 2001, μόνον οι διατάξεις της Συμβάσεως της Ρώμης εφαρμόζονται σ’ αυτήν.
2. Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως εκδόθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του J. Voogsgeerd, Ολλανδού υπηκόου, και του πρώην εργοδότη του, της εδρεύουσας στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου εταιρίας Navimer, για την οποία εργάσθηκε ως πρώτος μηχανικός πλοίου, σχετικά με αξίωση αποζημιώσεως λόγω προβαλλόμενης καταχρηστικής καταγγελίας της σχέσεως εργασίας. Υπάρχουν συναφώς αμφιβολίες ως προς το εθνικό δίκαιο που πρέπει να εφαρμοστεί, σε τελική ανάλυση, στη διαφορά της κύριας δίκης, κατά μείζονα λόγο διότι στην περίπτωση της εφαρμογής του λουξεμβουργιανού δικαίου –το οποίο επελέγη αρχικώς από τα συμβαλλόμενα μέρη ως lex contractus– η αξίωση αποζημιώσεως του J. Voogsgeerd προσκρούει στην τρίμηνη προθεσμία παραγραφής, η οποία έχει εν τω μεταξύ παρέλθει. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η εν λόγω προθεσμία παραγραφής δεν ισχύει, επειδή αντιβαίνει προς τις αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του βελγικού δικαίου, οι οποίες, κατά τη γνώμη του, είναι εφαρμοστέες στη σύμβαση εργασίας του. Για να στηρίξει την εφαρμογή του βελγικού δικαίου, ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως εργασίας ελάμβανε πάντοτε οδηγίες από άλλη, πλην όμως στενά συνδεδεμένη με τον εργοδότη του, επιχείρηση, ήτοι από την εδρεύουσα στην Αμβέρσα εταιρία Naviglobe. Εξ αυτού συνάγει ότι η Naviglobe πρέπει να θεωρηθεί ως άλλη εγκατάσταση του εργοδότη του, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Ρώμης, με συνέπεια ότι πρέπει, σε τελική ανάλυση, να ληφθούν υπόψη οι ειδικοί κανόνες που περιέχονται στη διάταξη αυτή.
3. Με τα προδικαστικά ερωτήματα ζητείται, κατ’ ουσίαν, να παρασχεθούν διευκρινίσεις ως προς την ερμηνεία του όρου «εγκατάσταση» υπό την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως και ως προς τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σχετικά με το εν λόγω στοιχείο, ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί ο κανόνας συγκρούσεως που διατυπώνεται στην ως άνω διάταξη. Όσον αφορά τις αναλογίες που υφίστανται μεταξύ της υποθέσεως C‑29/10, Koelzsch (4), η οποία αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως, και της παρούσας υποθέσεως, αποδεικνύεται αναγκαία η εξέταση της σχέσεως μεταξύ των δύο διατάξεων.
II – Το κανονιστικό πλαίσιο
Α – Η Σύμβαση της Ρώμης
4. Το άρθρο 3 της Συμβάσεως της Ρώμης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ελεύθερη επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου», έχει ως εξής:
«1. Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή αυτή, οι συμβαλλόμενοι μπορούν να ορίσουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασής τους.
[…]»
5. Το άρθρο 4 της Συμβάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εφαρμοστέο δίκαιο ελλείψει επιλογής», ορίζει τα εξής:
«1. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν έχει επιλεγεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα. Αν όμως ένα μέρος της σύμβασης μπορεί να διαχωρισθεί από την υπόλοιπη σύμβαση και παρουσιάζει στενότερο σύνδεσμο με άλλη χώρα, στο μέρος αυτής της σύμβασης θα μπορεί κατ’ εξαίρεση να εφαρμοστεί το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας.
[…]»
6. Το άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ατομική σύμβαση εργασίας», προβλέπει τα εξής:
«1. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 3, στη σύμβαση εργασίας η επιλογή από τους συμβαλλόμενους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή.
2. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 4, και εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται:
α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης, ακόμη και αν έχει αποσπασθεί προσωρινά σε άλλη χώρα, ή
β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα, από το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε,
εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας.»
7. Το άρθρο 1 του πρώτου πρωτοκόλλου για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία είναι ανοικτή προς υπογραφή από τις 19 Ιουνίου 1980 στη Ρώμη (5) (στο εξής: πρώτο πρωτόκολλο για την ερμηνεία της Συμβάσεως της Ρώμης), ορίζει τα εξής:
«Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας:
α) της συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία είναι ανοικτή προς υπογραφή από τις 19 Ιουνίου 1980, στη Ρώμη, [...]·
β) των συμβάσεων για την προσχώρηση στη σύμβαση της Ρώμης των κρατών που έγιναν μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μετά το άνοιγμα της σύμβασης προς υπογραφή·
[…]»
8. Το άρθρο 2 του πρώτου πρωτοκόλλου για την ερμηνεία της Συμβάσεως της Ρώμης ορίζει τα εξής:
«Τα ακόλουθα δικαστήρια μπορούν να ζητούν από το Δικαστήριο να αποφαίνεται προδικαστικά επί θέματος που ανακύπτει σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους και αφορά την ερμηνεία των κειμένων που αναφέρονται στο άρθρο 1, εάν κρίνουν ότι η απόφαση για το ζήτημα αυτό είναι απαραίτητη για να εκδώσουν τη δική τους απόφαση:
[…]
β) τα δικαστήρια των συμβαλλομένων κρατών όταν δικάζουν σε δεύτερο βαθμό.»
Β – Η Σύμβαση των Βρυξελλών
9. Το άρθρο 5 της Συμβάσεως των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών) (6) προβλέπει τα εξής:
«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:
[…]
5. ως προς διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκαταστάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου της τοποθεσίας τους.»
Γ – Το εθνικό δίκαιο
10. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 80 του νόμου του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, της 9ης Νοεμβρίου 1990, περί συστάσεως λουξεμβουργιανού νηολογίου (7), , η παράνομη καταγγελία συμβάσεως εργασίας ναυτικού γεννά δικαίωμα αποζημιώσεως νομιμοτόκως· η αγωγή αποζημιώσεως για την εν λόγω παράνομη καταγγελία μπορεί να ασκηθεί μόνον εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίηση της καταγγελίας ή της αιτιολογίας της ενώπιον του δικαστηρίου εργατικών διαφορών (arbeidshof).
III – Πραγματικά περιστατικά, κύρια δίκη και προδικαστικά ερωτήματα
11. Ο J. Voogsgeerd, Oλλανδός υπήκοος, συνήψε, στις 7 Αυγούστου 2001, σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την επιχείρηση Navimer με έδρα στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Ως εφαρμοστέο δίκαιο επελέγη, με την εν λόγω σύμβαση εργασίας, το δίκαιο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.
12. Ο J. Voogsgeerd ελάμβανε τον μισθό του από τη γραμματεία της επιχειρήσεως Navimer, η οποία είχε επίσης την έδρα της στο Λουξεμβούργο και, επιπλέον, είχε ασφαλιστεί σε λουξεμβουργιανό ταμείο υγείας.
13. Κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 2001 έως τον Απρίλιο του 2002 ασκούσε δραστηριότητα ως πρώτος μηχανικός στα πλοία MS Regina και Prince Henri, ιδιοκτησίας της επιχειρήσεως Navimer, ενώ ως ζώνη επιχειρήσεων αναφέρεται η Βόρεια Θάλασσα.
14. Με έγγραφο της 8ης Aπριλίου 2002, η Navimer απέλυσε τον J. Voogsgeerd, ο οποίος προσέβαλε τη μονομερή λύση της συμβάσεως εργασίας με αγωγή για την προστασία από την απόλυση που άσκησε στις 4 Απριλίου 2003 ενώπιον του δικαστηρίου εργατικών διαφορών της Αμβέρσας.
15. Προς στήριξη της αγωγής του, ο J. Voogsgeerd επικαλέστηκε, παραπέμποντας στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Ρώμης, τις αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του βελγικού δικαίου, οι οποίες έχουν εφαρμογή, ελλείψει επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως.
16. Ο J. Voogsgeerd ισχυρίστηκε συναφώς ότι θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνδέεται με σύμβαση εργασίας με τη βελγική επιχείρηση Naviglobe και όχι με τη λουξεμβουργιανή επιχείρηση Navimer, εφόσον, στο πλαίσιο της παροχής της εργασίας του, έπρεπε να μεταβαίνει συνεχώς στην Αμβέρσα, για να είναι παρών στη φόρτωση των πλοίων, και να λαμβάνει οδηγίες από τον εργοδότη του, οι οποίες του διαβιβάζονταν μέσω της Naviglobe.
17. Το δικαστήριο εργατικών διαφορών της Αμβέρσας έκρινε ότι, επί τη βάσει του συνόλου των συνθηκών της σχέσεως εργασίας, η Navimer θα πρέπει να θεωρηθεί ως η εγκατάσταση η οποία προσέλαβε τον J. Voogsgeerd και, επομένως, στη σύμβαση εργασίας θα πρέπει να εφαρμοστούν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του λουξεμβουργιανού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως.
18. Περαιτέρω, το δικαστήριο εργατικών διαφορών της Αμβέρσας έκρινε ότι η αγωγή αποζημιώσεως λόγω της παράνομης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας έπρεπε να απορριφθεί, επειδή ασκήθηκε μετά την εκπνοή της προβλεπόμενης προς τούτο στο άρθρο 80 του νόμου περί συστάσεως λουξεμβουργιανού νηολογίου, τρίμηνης προθεσμίας παραγραφής.
19. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο J. Voogsgeerd άσκησε έφεση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου της Αμβέρσας. Από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε μεν το ένδικο μέσο, πλην όμως δεν απέκλεισε τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που προβάλλει ο J. Voogsgeerd σε σχέση με τον τόπο της φορτώσεως και την υπαγωγή του στη διευθυντική εξουσία της Naviglobe.
20. Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο J. Voogsgeerd προβάλλει τα ίδια επιχειρήματα με αυτά που προέβαλε ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, στο μέτρο που τα στοιχεία είναι ακριβή, η εδρεύουσα στην Αμβέρσα επιχείρηση της Naviglobe θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η εγκατάσταση, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, με την οποία συνδέεται ο J. Voogsgeerd δυνάμει της πραγματικής του απασχολήσεως.
21. Λαμβανομένων υπόψη των ερμηνευτικών αμφιβολιών που εξακολουθούν να υφίστανται, το Hof van Cassatie αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
1) Πρέπει ως χώρα στην οποία βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε για υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980, να νοηθεί η χώρα όπου βρίσκεται η εγκατάσταση του εργοδότη η οποία κατά τη σύμβαση εργασίας προσέλαβε τον εργαζόμενο ή η χώρα όπου βρίσκεται η εγκατάσταση του εργοδότη με την οποία ο εργαζόμενος συνδέεται για την πραγματική του απασχόληση, ακόμη και αν αυτός δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα;
2) Πρέπει ο τόπος όπου ο εργαζόμενος, ο οποίος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα, πρέπει να παρουσιαστεί και από όπου λαμβάνει διοικητικές κατευθύνσεις, καθώς και οδηγίες για την άσκηση των δραστηριοτήτων του, να θεωρηθεί ως ο τόπος πραγματικής απασχολήσεως υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος;
3) Πρέπει η εγκατάσταση του εργοδότη με την οποία ο εργαζόμενος συνδέεται για την πραγματική του απασχόληση υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος να πληροί ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις όπως, μεταξύ άλλων, η κατοχή νομικής προσωπικότητας ή αρκεί εν προκειμένω η ύπαρξη μιας εν τοις πράγμασι εγκαταστάσεως;
4) Δύναται η εγκατάσταση μιας άλλης εταιρίας, με την οποία συνδέεται η εταιρία-εργοδότης, να λειτουργήσει ως εγκατάσταση υπό την έννοια του τρίτου ερωτήματος, ακόμη και αν η εξουσία του εργοδότη δεν μεταβιβάστηκε σε αυτή την άλλη εταιρία;»
IV – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία
22. Η από 7 Ιουνίου 2010 απόφαση περί παραπομπής περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Ιουλίου 2010.
23. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν εντός της προθεσμίας του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ο J. Voogsgeerd, η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
24. Στην ερώτηση του Δικαστηρίου προς το αιτούν δικαστήριο αν, ενόψει της αποφάσεως της 15ης Μαρτίου 2011, C-29/10, Koelzsch, η οποία του διαβιβάσθηκε, εμμένει στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το δικαστήριο αυτό έδωσε καταφατική απάντηση με έγγραφο της 4ης Απριλίου 2011, το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Απριλίου 2011.
25. Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του να λαμβάνει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, υπέβαλε στους μετέχοντες στη διαδικασία ερώτηση σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Ρώμης στη διαφορά της κύριας δίκης, στην οποία αυτοί απάντησαν γραπτώς εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
26. Επειδή κανείς από τους μετέχοντες στη διαδικασία δεν ζήτησε την κίνηση της προφορικής διαδικασίας, κατέστη δυνατόν να συνταχθούν οι προτάσεις στην υπόθεση αυτή μετά τη συνεδρίαση της διοικητικής ολομέλειας του Δικαστηρίου στις 17 Μαΐου 2011.
V – Τα κυριότερα επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία
Α – Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
27. Η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η φράση «χώρα όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο» κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη στη χώρα όπου βρίσκεται η εγκατάσταση της επιχειρήσεως, η οποία συνήψε τη σύμβαση εργασίας με τον εργαζόμενο.
28. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως πρέπει να ερμηνευθεί βάσει του γράμματός του. Πράγματι, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων συγκρούσεως προς αποτροπή του forum shopping, να προωθήσει την ασφάλεια δικαίου και να διευκολύνει τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου. Προς τον σκοπό αυτόν θα πρέπει, όμως, οι κανόνες συγκρούσεως να είναι σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμοι. Συναφώς δεν είναι σαφές, τι ακριβώς πρέπει να νοηθεί ως «τόπος της πραγματικής απασχολήσεως», ιδίως όταν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα.
29. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ως κύριος κανόνας συγκρούσεως θα πρέπει να θεωρηθεί ο περιλαμβανόμενος στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως, οπότε το εκάστοτε δικαστήριο θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να διαπιστώσει ποιο είναι το κέντρο βάρους της δραστηριότητας του εκάστοτε εργαζομένου. Το δικαστήριο θα πρέπει να στηρίζει τη συλλογιστική του, κατά το δυνατόν, στον τόπο της δραστηριότητας, ο οποίος αντιστοιχεί καλύτερα στη συγκεκριμένη κατάσταση, ακόμη και όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε πλείονα κράτη μέλη. Ο κανόνας αυτός διασφαλίζει, εάν ερμηνευθεί διασταλτικά, τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια δικαίου, επειδή είναι σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμος και, επιπλέον, αντικατοπτρίζει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι ο κανόνας αυτός καθιστά, στις περισσότερες περιπτώσεις, δυνατό τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου. Ο περιεχόμενος στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, κανόνας συγκρούσεως μπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά επικουρικώς, εάν δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ένα τέτοιο κέντρο βάρους της δραστηριότητας του εργαζομένου.
30. Κατά τον εν λόγω κανόνα συγκρούσεως, είναι δυνατές δύο προσεγγίσεις. Ο κανόνας αυτός θα μπορούσε, δηλαδή, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά είτε τον τόπο της εγκαταστάσεως με την οποία συνδέεται ο εργαζόμενος λόγω της δραστηριότητάς του (κριτήριο που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά) είτε τον τόπο της εγκαταστάσεως η οποία προσέλαβε τον εργαζόμενο δυνάμει της συμβάσεως εργασίας (τυπικό κριτήριο). Η Επιτροπή τάσσεται υπέρ της δεύτερης ερμηνείας. Αφενός, το γράμμα του στοιχείου β΄ συνηγορεί υπέρ της απόψεως αυτής: με τον όρο «πρόσληψη» συνδέεται μάλλον το χρονικό σημείο της συνάψεως της Συμβάσεως παρά το χρονικό σημείο της πραγματικής παροχής της εργασίας, σε αντιδιαστολή προς το κριτήριο στο στοιχείο α΄, το οποίο συνδέεται ρητώς με τη συνήθη παροχή της εργασίας κατά την εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας. Αφετέρου, από συστηματικής απόψεως δεν είναι λογικό να εφαρμόζεται ένα κριτήριο το οποίο στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά, μολονότι και σε περίπτωση ευρείας ερμηνείας του κριτηρίου που περιλαμβάνεται στο στοιχείο α΄, δεν είναι δυνατή η διαπίστωση του κέντρου βάρους της δραστηριότητας.
31. Ο J. Voogsgeerd και η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι η φράση «χώρα όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο» στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως αναφέρεται στη χώρα όπου βρίσκεται η εγκατάσταση με την οποία συνδέεται ο εργαζόμενος κατά την πραγματική παροχή της εργασίας του.
32. Ο J. Voogsgeerd ισχυρίζεται συναφώς ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, η σχέση εργασίας παρουσιάζει απλώς λίαν ασθενή σύνδεσμο με τον τόπο εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως, η οποία προσέλαβε τον εργαζόμενο. Η εφαρμογή του δικαίου της χώρας εκείνης τελεί σε αντίφαση προς τον βασικό κανόνα της Συμβάσεως, κατά τον οποίο εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας η οποία παρουσιάζει τον στενότερο σύνδεσμο με τη σχέση εργασίας. Κατά συνέπεια, η σύναψη συμβάσεως με την εγκατάσταση μητρικής εταιρίας με μοναδικό σκοπό την παροχή εργασίας στην αλλοδαπή για το υποκατάστημα της εταιρίας αυτής δεν θα πρέπει να ασκεί καμία επιρροή στον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου.
33. Πράγματι, κατά τον J. Voogsgeerd, θα αντέβαινε προς τον σκοπό του άρθρου 6 της Συμβάσεως η δυνατότητα του εργοδότη να απαλλαγεί κατά βούληση από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της χώρας προς την οποία η σύμβαση εργασίας παρουσιάζει πραγματικό και στενό σύνδεσμο, καθόσον η διάταξη αυτή επιτρέπει απλώς να υπογραφεί η σύμβαση εργασίας από άλλη εγκατάσταση. Με την εφαρμογή του δικαίου της χώρας της εγκαταστάσεως στην οποία εργάζεται, ο εργαζόμενος θα απήλαυε της ίδιας προστασίας όπως οι εργαζόμενοι, οι οποίοι εκπληρώνουν συνήθως τα καθήκοντά τους στην εγκατάσταση αυτή προς εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας τους. Ο J. Voogsgeerd επισημαίνει τελικώς ότι η αγγλική εκδοχή του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως δεν επιτρέπει καμία αμφιβολία περί του ότι η διάταξη δεν αφορά την επιχείρηση με την οποία ο εργαζόμενος συνήψε σύμβαση εργασίας.
34. Η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με τη φράση «χώρα όπου βρίσκεται η εγκατάσταση η οποία προσέλαβε τον εργαζόμενο» νοείται η χώρα όπου βρίσκεται η εγκατάσταση, με την οποία συνδέεται ο εργαζόμενος μέσω της πραγματικής παροχής της εργασίας του.
35. Η κυβέρνηση αυτή επισημαίνει, πρώτον, ότι ερμηνεία της διατάξεως αυτής υπό την έννοια ότι υποδηλώνει τη χώρα η οποία αναφέρεται στη σύμβαση θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια ότι οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της χώρας αυτής ουδόλως συνδέονται με την πραγματική παροχή εργασίας. Ο σύνδεσμος κατ’ εφαρμογή του κριτηρίου αυτού εξαρτάται από μια περίσταση, η οποία, συχνά, ουδόλως συνδέεται με την πραγματική εργασία. Δεύτερον, δεν μπορεί με αυτή να νοείται η σύναψη συμβάσεως εργασίας στην κύρια έδρα εταιρίας, χωρίς η εργασία να παρέχεται πράγματι στη χώρα στην οποία βρίσκεται η κύρια αυτή έδρα. Αυτό θα μπορούσε ευχερώς να έχει ως συνέπεια καταχρηστική εκμετάλλευση, στο μέτρο που ο εργοδότης θα μπορούσε να μεταφέρει την έδρα της εταιρίας σε χώρα όπου υπάρχουν ανεπαρκείς κοινωνικές εγγυήσεις για τον εργαζόμενο. Τρίτον, η προσέγγιση της Βελγικής Κυβερνήσεως στηρίζεται στη «θεωρία του στενού συνδέσμου», κατά την οποία πρέπει να εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας με την οποία, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, υπάρχουν οι στενότεροι σύνδεσμοι. Πολλά στοιχεία θα μπορούσαν να παραπέμψουν σε ένα στενότερο σύνδεσμο, όπως η γλώσσα της συμβάσεως, το χρησιμοποιούμενο νόμισμα, η εγγραφή στο μητρώο προσωπικού, η ιθαγένεια των συμβαλλομένων μερών και ο τόπος της ασκήσεως της διευθυντικής εξουσίας από τον εργοδότη.
Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
36. Κατά τον J. Voogsgeerd, ένας οικονομικός φορέας μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εγκατάσταση υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, εάν διαθέτει αντιπροσωπεία ή γραφείο, που παρουσιάζουν κάποια σταθερότητα καθώς και αν έχει νομική προσωπικότητα ή πληροί άλλες προϋποθέσεις.
37. Φρονεί, εν τούτοις, ότι η αναγνώριση της ιδιότητας αυτής δεν απαιτεί να κατέχει η οικεία οργανωτική οντότητα διευθυντική εξουσία ή να της έχει μεταβιβαστεί η εξουσία αυτή από την κύρια επιχείρηση. Η οντότητα αυτή μπορεί να είναι τόσο υποκατάστημα χωρίς νομική προσωπικότητα όσο και θυγατρική εταιρία με νομική προσωπικότητα.
38. Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η κατοχή της νομικής προσωπικότητας δεν συνιστά τυπική προϋπόθεση, ώστε μια οντότητα να θεωρηθεί ως «εγκατάσταση» υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, και ότι κάθε υποκατάστημα ή πρακτορείο εταιρίας, που ιδρύεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εγκαταστάσεως, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εγκατάσταση.
39. Εν τούτοις, κάθε εγκατάσταση επιχειρήσεως πρέπει να έχει λάβει από τη μητρική εταιρία τη διευθυντική εξουσία όσον αφορά τον καθορισμό των λεπτομερειών της αμοιβής και των όρων απολύσεως.
40. Η Επιτροπή είναι ομοίως της γνώμης ότι ο χαρακτηρισμός μιας οντότητας ως εγκαταστάσεως απαιτεί ένα ελάχιστο όριο σταθερότητας. Παραπέμπει συναφώς στην απόφαση Somafer (8), με την οποία το Δικαστήριο, κατά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 5, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αναγνώρισε ότι η έννοια του υποκαταστήματος, του πρακτορείου ή της εγκαταστάσεως προϋποθέτει ένα κέντρο επιχειρηματικής δραστηριότητας, που εκδηλώνεται με διαρκή τρόπο προς τα έξω ως προέκταση μητρικής επιχειρήσεως. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αντίστοιχη προσέγγιση εμποδίζει τη δημιουργία συνδέσμου με χώρα που παρέχει χαμηλό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων.
VI – Νομική εκτίμηση
A – Εισαγωγικές παρατηρήσεις
41. Οι συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών εννόμων τάξεων στον τομέα του εργατικού δικαίου εγείρουν ακριβώς στο πλαίσιο των σχέσεων εργασίας, οι οποίες εμφανίζουν διασυνοριακή διάσταση, περίπλοκα νομικά ζητήματα. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους δημιουργούν συχνά στα δικαστήρια των κρατών μελών, τα οποία καλούνται να καθορίσουν το εφαρμοστέο σε σύμβαση εργασίας δίκαιο, σημαντικά προβλήματα. Στις καθημερινές δυσκολίες σε σχέση με την ερμηνεία της συμβάσεως εργασίας προστίθεται, πράγματι, η αβεβαιότητα όσον αφορά την επιλογή της κατάλληλης προσεγγίσεως για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου. Οι δυσχέρειες αυτές αυξάνονται στη δικαστηριακή πρακτική, όσο συνηθέστερη καθίσταται η απόσπαση εργαζομένων, όσο περισσότεροι πολίτες της Ενώσεως κάνουν χρήση της ελευθερίας της κυκλοφορίας των εργαζομένων και όσο περισσότερες επιχειρήσεις διατηρούν εμπορικές σχέσεις με την αλλοδαπή ή εγκαταστάσεις σε άλλες χώρες. Η απόσπαση –προσωρινώς ή για αόριστο χρόνο– πολλών εργαζομένων κατέστη σημαντικός παράγων στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, και μάλιστα όχι μόνον εντός της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς, αλλά γενικώς σε παγκόσμια κλίμακα. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία η θέσπιση κανόνων συγκρούσεως, οι οποίοι προσφέρουν στα συμβαλλόμενα μέρη προβλέψιμες λύσεις για την ποικιλία των προβλημάτων που αφορούν τη σχέση εργασίας, όπως για παράδειγμα το ζήτημα ποιοι κανόνες καταγγελίας ισχύουν, ποιες αποζημιώσεις πρέπει ενδεχομένως να καταβληθούν στον εργαζόμενο, ποιοι κανόνες σχετικά με τις διακοπές τυγχάνουν εφαρμογής ή αν μια ρήτρα διαιτησίας πρέπει να θεωρηθεί έγκυρη (9).
42. Ένα τέτοιο πρόβλημα αντιμετωπίζει και ο εθνικός δικαστής της κύριας δίκης, ο οποίος καλείται να αποφασίσει αν στη διαφορά της κύριας δίκης πρέπει να εφαρμόσει το λουξεμβουργιανό ή το βελγικό δίκαιο. Οι πολλαπλές σχέσεις με το δίκαιο αμφοτέρων των κρατών μελών δεν καθιστούν, εκ πρώτης όψεως, δυνατόν να ενταχθεί με σαφήνεια η υπόθεση στη μία ή την άλλη έννομη τάξη. Ο καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου αποδεικνύεται, πάντως, για τον J. Voogsgeerd θεμελιώδους σημασίας, επειδή η αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε λόγω καταχρηστικής καταγγελίας εμπίπτει, στην περίπτωση της εφαρμογής του λουξεμβουργιανού δικαίου, στην τρίμηνη προθεσμία παραγραφής του άρθρου 80 του λουξεμβουργιανού νόμου της 9ης Νοεμβρίου 1990, περί συστάσεως λουξεμβουργιανού νηολογίου. Στην περίπτωση αυτή, η αγωγή του θα πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, ο αρμόδιος εθνικός δικαστής θα στηρίξει την απόφασή του στις οικείες διατάξεις της Συμβάσεως της Ρώμης και θα πρέπει συναφώς να λάβει υπόψη μια σειρά νομικών συνθηκών και πραγματικών στοιχείων. Η ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων και εννοιών, στην οποία θα προβεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, θα πρέπει να παράσχει στον εθνικό δικαστή τη δυνατότητα να εκδώσει νομικώς ορθή απόφαση, η οποία να λαμβάνει κατά το δυνατόν υπόψη και τον ρυθμιστικό σκοπό του άρθρου 6 της Συμβάσεως, δηλαδή τη διασφάλιση επαρκούς προστασίας για τον εργαζόμενο.
Έκθεση της λογικής ακολουθίας του ελέγχου για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου
43. Για να εντάξω τα νομικά ζητήματα που ανέκυψαν στο ορθό θεματικό και συστηματικό πλαίσιο, θα εξετάσω, πριν ασχοληθώ με τα κατ’ εξοχήν προδικαστικά ερωτήματα, εν συντομία τη λογική ακολουθία του ελέγχου που πρέπει να τηρήσει ο εθνικός δικαστής κατά τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου. Για να παράσχει στον εθνικό δικαστή μια κατά το δυνατόν χρήσιμη για την υπόθεση λύση των νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν, η έκθεση αυτή δεν θα γίνει ανεξάρτητα από τη διαφορά της κύριας δίκης, αλλά θα λαμβάνει κατά το δυνατόν υπόψη συγκεκριμένες πτυχές αυτής.
1. Η ελεύθερη επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου ως θεμελιώδης κανόνας
44. Η Σύμβαση της Ρώμης χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι αποδίδει κεντρική σημασία στην αυτονομία της βουλήσεως των συμβαλλομένων, καθόσον επιτρέπει στα συμβαλλόμενα μέρη, δυνάμει του θεμελιώδους κανόνα του άρθρου 3, παράγραφος 1, την ελεύθερη επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου (10). Επομένως, οι αξιολογήσεις της Συμβάσεως αυτής συνάδουν σε τελική ανάλυση προς την ήδη εκφρασθείσα από το Δικαστήριο με τη νομολογία του άποψη, ότι «οι συμβατικές διατάξεις που εκφράζουν την κοινή βούληση των μερών θα πρέπει να υπερισχύουν όλων των άλλων κριτηρίων, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν μόνο σε περίπτωση σιωπής της Συμβάσεως» (11). Εάν τα μέρη δεν προβούν σε επιλογή του δικαίου, το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συμβάσεως αυτής, το οποίο προβλέπει ως θεμελιώδες κριτήριο την εφαρμογή του δικαίου της χώρας με την οποία η σύμβαση συνδέεται στενότερα.
45. Επιβάλλεται, συναφώς, η διαπίστωση ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, της Συμβάσεως συντρέχουν πλήρως, εφόσον η εταιρία Navimer και ο J. Voogsgeerd όρισαν ρητώς, κατά τη σύναψη της συμβάσεως εργασίας, ως εφαρμοστέο δίκαιο το δίκαιο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου. Συναφώς, θα μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένη η κατ’ αρχήν εφαρμογή του λουξεμβουργιανού εργατικού δικαίου, εφόσον καμία ειδική διάταξη της Συμβάσεως αυτής δεν αφορά την παρούσα υπόθεση.
2. Ειδικοί κανόνες για την προστασία του εργαζομένου
46. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα άρθρα 3 και 4 θα μπορούσαν, πράγματι, να τεθούν εκποδών μέσω άλλων διατάξεων της Συμβάσεως αυτής συνεπεία σχέσεως ειδικού προς γενικό, σύμφωνα με την αρχή lex specialis derogat legi generali. Λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 6 της Συμβάσεως, το οποίο ρυθμίζει το εφαρμοστέο στις συμβάσεις και στις σχέσεις εργασίας δίκαιο. Το άρθρο αυτό συνιστά ειδικό κανόνα σε σχέση με τα άρθρα 3 και 4 της Συμβάσεως αυτής, στο μέτρο που περιέχει διατάξεις που παρεκκλίνουν για την προστασία του ασθενέστερου συμβαλλομένου μέρους, δηλαδή του εργαζομένου (12).
47. Αφενός, το άρθρο 6 παράγραφος 1, προβλέπει ότι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου από τους συμβαλλόμενους δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, εάν δεν είχε γίνει επιλογή. Αφετέρου, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως, προβλέπει ειδικούς κανόνες που ισχύουν αν τα μέρη δεν έχουν επιλέξει δίκαιο: στην περίπτωση αυτή, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του ή –αν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η χώρα στην οποία παρέχεται συνήθως η εργασία– το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο. Οι δύο βασικοί σύνδεσμοι χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι, πρώτον, τελούν σε εναλλακτική σχέση μεταξύ τους, δηλαδή αλληλοαποκλείονται αμοιβαίως, και, δεύτερον, καλύπτουν το συνολικό φάσμα των περιπτώσεων που είναι δυνατόν να ανακύψουν (13). Τέλος, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως περιέχει στο τελευταίο εδάφιο ρήτρα αποκλεισμού (14), κατά την οποία καμία από τις διατάξεις αυτές δεν μπορεί να εφαρμοστεί, εάν η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να εφαρμοστεί το δίκαιο αυτής της άλλης χώρας. Οι κανόνες αυτοί χαρακτηρίζονται από τη θεμελιώδη σκέψη ότι, προς το συμφέρον του άξιου προστασίας εργαζομένου, πρέπει να εφαρμοστεί το δίκαιο το οποίο είναι πλησιέστερο προς τη σύμβαση εργασίας.
48. Επομένως, προκειμένου να καταστεί δυνατόν να τεθεί εκποδών ο θεμελιώδης κανόνας του άρθρου 3, πρέπει το εθνικό δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως, να εξακριβώσει ποιο δίκαιο θα έπρεπε να εφαρμοστεί εάν τα μέρη δεν είχαν προβεί σε επιλογή δικαίου και αν ο εργαζόμενος πρέπει να στερηθεί ενδεχομένως της προστασίας την οποία του παρέχουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της άλλης χώρας. Στον εθνικό δικαστή απόκειται να προβεί στη διαπίστωση αυτή, οπότε πρέπει, κατ’ ουσίαν, να κρίνει ποιο δίκαιο –το επιλεγέν δίκαιο ή το, άλλως, εφαρμοστέο δίκαιο– παρέχει στον εργαζόμενο μεγαλύτερη προστασία (η καλούμενη αρχή του πλέον ευνοϊκού κανόνα που διέπει τις συγκρούσεις των κανόνων δικαίων) και αν οι ασκούσες επιρροή διατάξεις του ευνοϊκότερου δικαίου έχουν, στην εκάστοτε έννομη τάξη, τον χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου (15). Εάν το δίκαιο που επελέγη από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν περιέχει κανέναν αναγκαστικού δικαίου προστατευτικό κανόνα ή εάν η παρεχόμενη προστασία υπολείπεται του ορίου του κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως εφαρμοστέου δικαίου, τότε τυγχάνουν εφαρμογής οι ευνοϊκότεροι για τον εργαζόμενο αναγκαστικού δικαίου κανόνες της εν λόγω έννομης τάξεως. Τούτο μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι διαφορετικές έννομες τάξεις τυγχάνουν εφαρμογής στη σχέση εργασίας (16). Αντιθέτως, εάν το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη παρέχει στον εργαζόμενο ακριβώς την ίδια ή μεγαλύτερη προστασία από το εφαρμοστέο κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως δίκαιο, τότε παραμένει εφαρμοστέο το επιλεγέν από τα μέρη δίκαιο (17).
49. Λαμβανομένου υπόψη ότι, αφενός, ορισμένοι κανόνες της ίδιας έννομης τάξεως μπορεί να είναι ευνοϊκότεροι από άλλους και, αφετέρου, οι κανόνες σε αμφότερες τις έννομες τάξεις ενδέχεται να αποκλίνουν ή να είναι ασυμβίβαστοι μεταξύ τους, η εκτίμηση της πρώτης πτυχής –ποιο δίκαιο προβλέπει τους ευνοϊκότερους κανόνες– δυσχερώς μπορεί να καταλήξει στη σύγκριση των δύο συστημάτων εργατικού δικαίου συνολικά και εντελώς ανεξάρτητα από την υπό κρίση περίπτωση. Αυτό θα έθετε τον εθνικό δικαστή ενώπιον προβλημάτων που δύσκολα μπορούν να επιλυθούν, κατά μείζονα λόγο διότι ένας συγκεκριμένος κανόνας του εργατικού δικαίου μπορεί να έχει διαφορετικές συνέπειες ανάλογα με το αν εφαρμόζεται μόνος ή σε συνδυασμό με άλλους (18). Αντιθέτως, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως που θα πραγματοποιηθεί, πρέπει, πρωτίστως, να ληφθούν υπόψη οι πτυχές οι οποίες αφορούν το αντικείμενο της διαφοράς (19).
50. Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά κανόνες σχετικά με την προστασία υπαλλήλων από την καταγγελία καθώς και τη δικαστική της επιδίωξη (20). Κατά συνέπεια, κατά την εκτίμηση της διαφοράς της κύριας δίκης θα μπορούσε να ασκήσει κάποια επιρροή το γεγονός ότι, κατά το λουξεμβουργιανό δίκαιο, για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως λόγω παράνομης καταγγελίας ισχύει η τρίμηνη προθεσμία παραγραφής, ενώ στο βελγικό δίκαιο, ελλείψει στοιχείων περί του αντιθέτου από το αιτούν δικαστήριο, δεν ισχύει αντίστοιχος χρονικός περιορισμός. Η δυνατότητα εφαρμογής των προστατευτικών για τον εργαζόμενο ειδικών διατάξεων της Συμβάσεως είναι, κατ’ εμέ, προφανής, πρωτίστως εάν ληφθούν υπόψη οι επεξηγήσεις στην έκθεση Giuliano/Lagarde για τη Σύμβαση της Ρώμης (21) ως προς τη λειτουργία του άρθρου 6, οι οποίες εκθέτουν ένα παρεμφερές παράδειγμα ευνοϊκότερου για τον εργαζόμενο κανόνα: «Εάν οι εργαζόμενοι προστατεύονται καλύτερα από τους κανόνες που είναι εφαρμοστέοι επί τη βάσει της παραγράφου 2 απ’ ό,τι από το επιλεγέν δίκαιο, παραδείγματος χάριν, με την παροχή μεγαλύτερης προθεσμίας καταγγελίας, τότε οι διατάξεις αυτές αποκλείουν τους αντίστοιχους κανόνες του επιλεγέντος δικαίου και ισχύουν αντ’ αυτών». Λαμβανομένου υπόψη ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις πρόκειται για προθεσμίες, των οποίων η λειτουργία έγκειται στην προστασία του εργαζομένου από ζημίες που προκαλεί η καταγγελία, συνάγεται ότι η θεμελιώδης σκέψη που εκφράζεται στο παράδειγμα αυτό μπορεί να ισχύσει και για τον επίδικο εν προκειμένω κανόνα. Επομένως, η πρόβλεψη, στο βελγικό δίκαιο, μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής ή ακόμη η έλλειψη προβλέψεως τέτοιας προθεσμίας για τη δικαστική επιδίωξη του δικαιώματος αποζημιώσεως θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη θέση εκποδών των κατ’ αρχήν εφαρμοστέων λουξεμβουργιανών κανόνων.
51. Στο μέτρο που οι βελγικές διατάξεις για την προστασία από την καταγγελία θα πρέπει να χαρακτηρισθούν ως «αναγκαστικού δικαίου» υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως, η επιλογή του λουξεμβουργιανού δικαίου θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως «στέρηση» προστασίας για τον εργαζόμενο.
3. Η σχέση μεταξύ του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείων α΄ και β΄, της Συμβάσεως
52. Ο ρυθμιστικός σκοπός του άρθρου 6 της Συμβάσεως, ο οποίος, όπως ήδη αναφέρθηκε, έγκειται στην προστασία του εργαζομένου, θεμελιώνεται στο ότι ο εργαζόμενος θεωρείται, κατά κανόνα, ως το από κοινωνικής και οικονομικής απόψεως ασθενέστερο συμβαλλόμενο μέρος. Η προστασία αυτή εξασφαλίζεται, εφαρμόζοντας στη σύμβαση το δίκαιο της χώρας με την οποία η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα. Το δίκαιο αυτό είναι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Koelzsch, το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα και όχι, για παράδειγμα, το δίκαιο της χώρας της έδρας του εργοδότη. Πράγματι, κατά το Δικαστήριο, εντός του πρώτου αυτού κράτους εντοπίζεται η οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα του εργαζομένου και σε αυτό το κράτος οι επαγγελματικές και πολιτικές συνθήκες επηρεάζουν την εργασιακή δραστηριότητα. Επομένως, πρέπει να διασφαλίζεται, στο μέτρο του δυνατού, η τήρηση των κανόνων προστασίας της εργασίας τους οποίους προβλέπει το δίκαιο της χώρας αυτής (22).
53. Έτσι, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης, το Δικαστήριο διευκρίνισε περαιτέρω, με την απόφαση Koelzsch, ότι το κριτήριο της χώρας όπου ο εργαζόμενος «παρέχει συνήθως την εργασία του», το οποίο προβλέπει η παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του άρθρου αυτού, πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, ενώ το κριτήριο της έδρας «(της εγκατάστασης) που τον προσέλαβε», το οποίο προβλέπεται στην παράγραφο 2, στοιχείο β΄, του ίδιου άρθρου, πρέπει να εφαρμόζεται όταν το επιληφθέν δικαστήριο δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τη χώρα συνήθους παροχής της εργασίας (23).
54. Από τον ρυθμιστικό σκοπό, τη συστηματική διάρθρωση του άρθρου 6 καθώς και από το γράμμα των κατ’ ιδίαν διατάξεων («αν αυτός δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα») προκύπτει ότι ο εθνικός δικαστής, στο πλαίσιο του καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου, πρέπει να στηριχθεί στην παράγραφο 2, στοιχείο α΄, πριν αναχθεί στο στοιχείο β΄. Σ’ αυτόν εναπόκειται συναφώς, να εντοπίσει το κέντρο βάρους της δραστηριότητας του εργαζομένου. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ο εργαζόμενος, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του, έχει ενδεχομένως αποσπασθεί προσωρινώς σε άλλες χώρες δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως (24).
55. Το Δικαστήριο, το οποίο εκλήθη, στην υπόθεση Koelzsch, να ερμηνεύσει το κριτήριο της «συνήθους παροχής της εργασίας» κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως, έκρινε, με τη σκέψη 44 της αποφάσεως αυτής, ότι η διάταξη αυτή προορίζεται να έχει εφαρμογή «όταν το επιληφθέν δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει το κράτος με το οποίο η εργασία έχει σημαντικούς δεσμούς». Ένας τέτοιος δεσμός υφίσταται, όπως εξέθεσε περαιτέρω το Δικαστήριο στη σκέψη 45 της αποφάσεως εκείνης, με τον τόπο «στον οποίο ή με αφετηρία τον οποίο ο εργαζόμενος ασκεί όντως τις επαγγελματικές δραστηριότητές του και, ελλείψει κάποιου κέντρου ασκήσεως δραστηριοτήτων, [με] τον τόπο όπου αυτός ασκεί το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του» (η υπογράμμιση δική μου).
4. Κριτήρια για την εξακρίβωση του κέντρου ασκήσεως δραστηριοτήτων
56. Η ευρεία ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως με την απόφαση Koelzsch έχει συνέπειες για τη νομική εκτίμηση της παρούσας υποθέσεως, πρωτίστως όσον αφορά την επιλογή του ορθού κανόνα συγκρούσεως. Φαίνεται, πράγματι, ότι τα κριτήρια, τα οποία διατύπωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη, για να εξακριβώσει το κέντρο της δραστηριότητας, μπορούν να τύχουν εφαρμογής στη διαφορά της κύριας δίκης. Θα εξετάσω το ζήτημα αυτό διεξοδικά, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά χωρία της αποφάσεως, καθώς και τα κρίσιμα στοιχεία του πραγματικού της υποθέσεως της κύριας δίκης.
57. Όπως ορθώς έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση εκείνη, μπορεί ως τόπος της συνήθους παροχής της εργασίας να νοηθεί όχι μόνον ο τόπος, στον οποίον ο εργαζόμενος ασκεί πράγματι την επαγγελματική του δραστηριότητα. Αντιθέτως, οι επιταγές της προστασίας των εργαζομένων καθώς και μιας συνεπούς ερμηνείας σύμφωνης προς τις εκάστοτε διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών ή του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεως σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (25) (ο καλούμενος κανονισμός Βρυξέλλες Ι) (26), όπως αυτές διαπιστώθηκαν με τη νομολογία του Δικαστηρίου, υποδηλώνουν ότι υπό τον όρον αυτό πρέπει να νοηθεί και ο τόπος, από τον οποίον ο εργαζόμενος ασκεί πράγματι την επαγγελματική του δραστηριότητα. Σημειώνεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ενώσεως έλαβε ρητώς υπόψη την περίπτωση αυτή στη μετέπειτα διάταξη του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 (27), με την οποία διευκρινίσθηκε η υφιστάμενη νομική κατάσταση (28).
58. Εκκινώντας από τη διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο, με τις σκέψεις 48 επ. της αποφάσεως Koelzsch, διατύπωσε κριτήρια, τα οποία σκοπούν να διευκολύνουν τον εθνικό δικαστή να καθορίσει το κέντρο της δραστηριότητας του εργαζομένου. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι αντικείμενο της υποθέσεως εκείνης ήταν η εξακρίβωση του συνήθους τόπου εργασίας οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, τα κριτήρια αυτά συνδέονται, αντίστοιχα, με τον ειδικό τομέα των διεθνών μεταφορών. Πάντως, το γεγονός αυτό και μόνον δεν αποκλείει την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στη διαφορά της κύριας δίκης, κατά μείζονα λόγο διότι ο J. Voogsgeerd, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, εργάστηκε προφανώς για επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών. Μολονότι δεν εργάσθηκε ως πλοίαρχος αλλά ως πρώτος μηχανικός πλοίου, μπορεί να συναχθεί από τον φάκελο της δικογραφίας ότι, όπως προφανώς και το υπόλοιπο πλήρωμα, ασκούσε τη δραστηριότητά του επί πλοίων, τα οποία ενεργούσαν για την επιχείρηση στη Βόρεια Θάλασσα. Κατά συνέπεια, τα κριτήρια που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Koelzsch θα μπορούσαν, ελλείψει ενδείξεων περί του αντιθέτου, να ληφθούν άμεσα υπόψη κατά την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης.
59. Κατά τα κριτήρια αυτά, ο εθνικός δικαστής οφείλει, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της εργασίας στον τομέα των διεθνών μεταφορών, να συνεκτιμήσει το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα του εργαζομένου. Το αιτούν δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει ιδίως σε ποιο κράτος βρίσκεται ο τόπος με βάση τον οποίο ο εργαζόμενος ασκεί τις σχετικές με τη μεταφορά δραστηριότητές του, λαμβάνει οδηγίες για τις δραστηριότητές του αυτές και οργανώνει την εργασία του, καθώς και ο τόπος στον οποίο βρίσκονται τα εργαλεία εργασίας του. Πρέπει επίσης να εξακριβώσει ποιοι είναι οι τόποι στους οποίους πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο η μεταφορά, οι τόποι εκφορτώσεως του εμπορεύματος, καθώς και ο τόπος όπου ο εργαζόμενος επιστρέφει μετά την εργασία του. Σε τελική ανάλυση, καθοριστικής σημασίας είναι ο τόπος στον οποίον ο εργαζόμενος εκπληρώνει το ουσιώδες μέρος των υποχρεώσεών του έναντι του εργοδότη του (29).
60. Εάν το εθνικό δικαστήριο εφήρμοζε τα κριτήρια αυτά στη διαφορά της κύριας δίκης, τότε θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ώστε να γίνει δεκτό ότι το κέντρο της δραστηριότητας του J. Voogsgeerd, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως, βρισκόταν στην Αμβέρσα. Πράγματι, από την απόφαση περί παραπομπής μπορεί να συναχθεί ότι ο J. Voogsgeerd ήταν υποχρεωμένος να παρουσιάζεται στην Αμβέρσα πριν από την επιβίβαση στο πλοίο και ότι ελάμβανε οδηγίες και εντολές από την εκεί εδρεύουσα εταιρία Naviglobe, τούτο δε προς εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας που τον συνέδεε με την εταιρία Navimar. Επομένως, η Αμβέρσα ήταν ο τόπος στον οποίον ο J. Voogsgeerd εργαζόταν και είχε τη μόνιμη βάση του, η οποία αποτελούσε την αφετηρία για τα υπηρεσιακά του ταξίδια. Δεδομένου ότι ο καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου είναι άνευ ετέρου δυνατός επί τη βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, είναι αμφίβολο αν στη διαφορά της κύριας δίκης υφίσταται ακόμη περιθώριο για την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄ (30).
61. Πάντως, το γεγονός ότι πλείονα πραγματικά στοιχεία συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως πρέπει να θεωρηθεί ως ο κανόνας που πράγματι ασκεί επιρροή στη διαφορά της κύριας δίκης, δεν πρέπει να οδηγήσει εσφαλμένως στην αμφισβήτηση της σημασίας των ίδιων των προδικαστικών ερωτημάτων για την επίλυση της διαφοράς. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει το αντικείμενο των ερωτημάτων που προτίθεται να υποβάλει. Ομοίως, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ενώσεως, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει (31).
62. Πρέπει να υπομνησθεί περαιτέρω ότι το αιτούν δικαστήριο φέρει σε τελική ανάλυση την ευθύνη για την πλήρη διευκρίνιση των πραγματικών περιστατικών, ώστε τα πραγματικά και νομικά στοιχεία, τα οποία ενδεχομένως παρέχουν ενδείξεις για την ύπαρξη συνδέσμου με συγκεκριμένη έννομη τάξη, να διαπιστωθούν και να τεθούν στη διάθεση του Δικαστηρίου ως βάση για την απόφασή του. Με τον τρόπο αυτόν το Δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικά τις ερμηνευτικές του αρμοδιότητες στο πλαίσιο της σχέσεως συνεργασίας, η οποία χαρακτηρίζει τη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη ερμηνεία του δικαίου της Ενώσεως, η οποία συμβάλλει κατά το δυνατόν στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Μολονότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αιτούν δικαστήριο εκπλήρωσε την υποχρέωση αυτή και, με την περί παραπομπής απόφασή του, εξακρίβωσε το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της υποθέσεως και το αποτύπωσε με επαρκή ακρίβεια, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να διαθέτει ενδείξεις οι οποίες συνηγορούν υπέρ της εφαρμογής του κανόνα συνδέσεως του στοιχείου β΄, αντί, όπως υποστηρίζεται εν προκειμένω, του κανόνα συνδέσεως του στοιχείου α΄.
63. Πάντως, για τους σκοπούς της εν λόγω διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι το αιτούν δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως δεν μπορούσε να εφαρμοστεί. Για τον λόγο αυτόν πρέπει, στη συνέχεια, να ερμηνευθεί το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, υπό το φως των προδικαστικών ερωτημάτων.
Ανάλυση των προδικαστικών ερωτημάτων
1. Επί του πρώτου και επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
64. Το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αποσκοπούν στον ορισμό της έννοιας της «εγκαταστάσεως του εργοδότη» στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, οπότε το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν με τον όρον αυτόν νοείται ο τόπος στον οποίο ο εργαζόμενος προσελήφθη σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας ή μάλλον ο τόπος στον οποίο πράγματι απασχολείται.
65. Υπέρ της ερμηνείας ότι ως «εγκατάσταση του εργοδότη» στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, νοείται ο τόπος στον οποίον ο εργαζόμενος προσελήφθη σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας συνηγορεί το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής. Η χρησιμοποίηση του όρου «προσέλαβε» στην ίδια φράση στηρίζεται προφανώς στη σύναψη της συμβάσεως εργασίας ή, σε περίπτωση εν τοις πράγμασι σχέσεως εργασίας, στην έναρξη της εργασίας και όχι στην πραγματική απασχόληση του εργαζομένου (32). Το τελευταίο μπορεί πάντως να ασκήσει κάποια επιρροή στην ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, επειδή ο κανόνας αυτός στηρίζεται στο εν τοις πράγμασι κριτήριο της συνήθους παροχής εργασίας.
66. Περαιτέρω ενδείξεις επί του ζητήματος πώς πρέπει να ερμηνευθεί η φράση «εγκατάσταση του εργοδότη» στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, απορρέουν από την τελολογική και συστηματική ερμηνεία των κανόνων του άρθρου 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως.
67. Όπως προαναφέρθηκε, η έννοια και ο σκοπός των ειδικών διατάξεων για τις συμβάσεις και τις σχέσεις εργασίας έγκειται στην προστασία του εργαζομένου. Δεδομένου ότι ο τόπος στον οποίο ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του προς εκτέλεση της Συμβάσεως παρουσιάζει σε τελική ανάλυση τον στενότερο σύνδεσμο με τη σύμβαση εργασίας και ότι η σύνδεση με το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους λαμβάνει, επομένως, περισσότερο υπόψη την προστασία του εργαζομένου, το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως, όπως ορθώς διαπίστωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Koelzsch, πρέπει, κατ’ αρχήν, να ερμηνευθεί διασταλτικά. Κατά συνέπεια, η ανάγκη της κατά προτεραιότητα εφαρμογής της διατάξεως αυτής προς εξασφάλιση της προστασίας του εργαζομένου συνηγορεί υπέρ της συσταλτικής, αντιστοίχως, ερμηνείας του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄.
68. Αν δεν εφαρμοστεί το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι επιταγές της ασφάλειας δικαίου, πρωτίστως, συνηγορούν υπέρ μιας μάλλον προσηλωμένης στο γράμμα ερμηνείας του κανόνα του στοιχείου β΄, υπό την έννοια ότι αφορά τον τόπο όπου βρίσκεται η εγκατάσταση της επιχειρήσεως η οποία προσέλαβε τον εργαζόμενο σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας. Συναφώς, η προσέγγιση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως (33) και της Επιτροπής (34) που προσανατολίζονται στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να επιδοκιμαστούν σαφώς. Πράγματι, ο σύνδεσμος με τον τόπο της προσλήψεως παρουσιάζει το πλεονέκτημα της προβλεψιμότητας όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο, αντίθετα προς έναν σύνδεσμο που στηρίζεται σε ένα αμιγώς de facto κριτήριο, όπως ο τόπος της συνήθους παροχής της εργασίας. Ενώ ο τόπος αυτός μπορεί να αλλάζει συχνά στο πλαίσιο του επαγγελματικού βίου, ο τόπος της προσλήψεως παραμένει, κατά κανόνα, αμετάβλητος, και μάλιστα ανεξαρτήτως ενδεχομένων μεταφορών της έδρας της ίδιας της επιχειρήσεως ή πιθανών μακροχρονίων αποσπάσεων του εργαζομένου στην αλλοδαπή (35). Σε τελική ανάλυση, ο τόπος της προσλήψεως παρέχει τη σαφέστερη πληροφορία για το πού ο εργαζόμενος εντάχθηκε για πρώτη φορά στη δομή της επιχειρήσεως. Πάντως, ακριβώς στην περίπτωση σχέσεων εργασίας που απαιτούν μεγάλη κινητικότητα του εργαζομένου, το κριτήριο αυτό αποδεικνύεται ως εκείνο το οποίο εξυπηρετεί καλύτερα τη συνέχεια των εννόμων σχέσεων των συμβαλλομένων μερών (36).
69. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι σαφές γιατί τα κράτη που υπέγραψαν τη Σύμβαση της Ρώμης θα επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την προβλεψιμότητα του κριτηρίου αυτού, για να στηριχθούν, αντ’ αυτού, σε ένα λιγότερο αξιόπιστο κριτήριο όπως αυτό του τόπου της πραγματικής απασχολήσεως. Πράγματι, η εν λόγω ερμηνεία του επίμαχου κανόνα, την οποία υποστηρίζει ο J. Voogsgeerd με τις γραπτές παρατηρήσεις του (37), παραγνωρίζει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, προβλέπει ήδη ένα de facto κριτήριο, το οποίο, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας ερμηνείας του, θα τυγχάνει εφαρμογής στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Κατά συνέπεια, από συστηματικής απόψεως θα ήταν παράλογο να περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, το στοιχείο β΄ τον ίδιο κανόνα, εφόσον, διαφορετικά, αυτός θα ήταν απλούστατα περιττός. Αντιθέτως, η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου, χωριστού κανόνα συνηγορεί υπέρ του ειδικού ρυθμιστικού περιεχομένου της διατάξεως αυτής, το οποίο πρέπει να διακριθεί σαφώς από αυτό του κανόνα του στοιχείου α΄. Όσον αφορά αυτό ακριβώς το ρυθμιστικό περιεχόμενο, δεν μπορεί να καταλογιστεί στα συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως ότι δεν γνώριζαν τα προαναφερθέντα πλεονεκτήματα του τυπικού κριτηρίου συνδέσμου. Αντιθέτως, πρέπει να θεωρηθεί ότι επιθυμούσαν να ενσωματώσουν το κριτήριο αυτό στις νομικές ρυθμίσεις της Συμβάσεως. Επομένως, η συστηματική ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως οδηγεί μάλλον στο συμπέρασμα ότι η διάταξη παραπέμπει στον τόπο της συνάψεως της Συμβάσεως.
70. Πάντως, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι, ως «εγκατάσταση» κατά τη διάταξη αυτή νοείται μόνον η κύρια έδρα της επιχειρήσεως. Η ερμηνεία αυτή δεν θα ελάμβανε υπόψη, αφενός, ότι οι εμπορικές σχέσεις των επιχειρήσεων παρουσιάζουν σήμερα πολλές διακλαδώσεις σε διεθνή κλίμακα και, αφετέρου, ότι πολλές εταιρίες διατηρούν υποκαταστήματα και πρακτορεία σε πλείονα κράτη μέλη, για να επωφεληθούν των πλεονεκτημάτων της εσωτερικής αγοράς. Τα εν λόγω υποκαταστήματα και πρακτορεία μπορούν να προσλάβουν προσωπικό ιδίω ονόματι ή εν ονόματι της εταιρίας. Επομένως, πρέπει να είναι επίσης δυνατόν να ενταχθούν στην έννοια της «εγκαταστάσεως», εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται ακριβώς από την αγγλική γλωσσική απόδοση του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄ («the place of business through which he was engaged») της Συμβάσεως, κατά το γράμμα της οποίας προβλέπεται δυνατότητα προσλήψεως, στο πλαίσιο της οποίας η εγκατάσταση μπορεί να ασκήσει μόνο διαμεσολαβητική λειτουργία μεταξύ της εταιρίας και του εργαζομένου (38). Πάντως, για να μη παύσει ο κανόνας του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως να λειτουργεί ευχερώς εφαρμοστέο κριτήριο και επιπλέον για να περιοριστεί ο κίνδυνος καταχρηστικών εφαρμογών, θα πρέπει να απαιτείται το εκάστοτε παράρτημα ή πρακτορείο να έχει μετάσχει ενεργά κατ’ εντολή του εργοδότη στη σύναψη της συμβάσεως εργασίας, για παράδειγμα στο πλαίσιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων με τον εργαζόμενο (39).
71. Η καθιέρωση ως κριτηρίου του τόπου της προσλήψεως δεν μπορεί βέβαια να αποκλείσει εντελώς τον κίνδυνο καταχρήσεως, κατά μείζονα λόγο διότι είναι απολύτως εύλογο να υποτεθεί ότι ένας εργοδότης θα μπορούσε να επιλέξει ως τόπο για τη σύναψη της συμβάσεως εργασίας κράτος του οποίου οι εργατικού δικαίου διατάξεις εξασφαλίζουν χαμηλό μόνον επίπεδο προστασίας για τον εργαζόμενο (40). Υπό τις συνθήκες αυτές, ο σύνδεσμος με τον τόπο της προσλήψεως θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαίος ή εντελώς αυθαίρετος, εφόσον ο τόπος στον οποίο ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται με σύμβαση μπορεί, σε τελική ανάλυση, να εξαρτάται και από τυχηρό γεγονός. Για την πρόληψη του κινδύνου αυτού, θα πρέπει, σε ακραίες περιπτώσεις, να απαιτείται ως πρόσθετη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ως «εγκαταστάσεως» υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, ότι ο εργαζόμενος απασχολείται πράγματι στον τόπο αυτόν και ότι δεν πρόκειται, συναφώς, μόνο για τον τόπο της συνάψεως της Συμβάσεως (41).
72. Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα ελάχιστα στοιχεία που περιέχουν η απόφαση περί παραπομπής καθώς και το υπόμνημα του J. Voogsgeerd δεν παρέχουν τη δυνατότητα συναγωγής συμπερασμάτων για την ακριβή διεξαγωγή της διαδικασίας συνάψεως της Συμβάσεως ή για την ενδεχόμενη συμμετοχή της Naviglobe στη διαδικασία προσλήψεως. Εάν ο J. Voogsgeerd προσελήφθη, σύμφωνα με τη σύμβαση, εν ονόματι της εταιρίας Navimer, αυτό δεν αποκλείει κατ’ ανάγκη ότι η εταιρία Naviglobe μετέσχε ενδεχομένως στη διαδικασία προσλήψεως, καθόσον για παράδειγμα δημοσίευσε την προκήρυξη των κενών θέσεων, διεξήγαγε τη συνέντευξη προσλήψεως, καθόρισε τις λεπτομέρειες της συμβάσεως εργασίας ή διέθεσε τις εγκαταστάσεις της προς τον σκοπό της συνάψεως της συμβάσεως εργασίας. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να διαλευκάνει τις συνθήκες της προσλήψεως του J. Voogsgeerd και τον ακριβή ρόλο που διαδραμάτισε συναφώς η εταιρία Naviglobe.
73. Στο μέτρο που ήθελε αποδειχθεί ότι υφίσταται προφανής διάσταση μεταξύ του τόπου της προσλήψεως και του τόπου της πραγματικής απασχολήσεως, θα μπορούσε να δημιουργηθεί εκ νέου ένας, αναγκαίος για την προστασία του εργαζομένου, στενότερος σύνδεσμος της Συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας προς τον τόπο του εφαρμοστέου δικαίου με παραπομπή στον κανόνα παρεκκλίσεως του άρθρου 6, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο. Πράγματι, κατά τον κανόνα αυτόν, τυγχάνει εφαρμογής –κατά παρέκκλιση από τις λοιπές προαναφερθείσες διατάξεις– το δίκαιο της χώρας με την οποία η σύμβαση ή η σχέση εργασίας «συνδέεται στενότερα». Ο σκοπός του κανόνα αυτού συνίσταται στην αποτροπή του κινδύνου να μεταφέρει ο εργοδότης την έδρα της επιχειρήσεώς του σκοπίμως σε χώρα της οποίας το εργατικό δίκαιο παρέχει στον εργαζόμενο χαμηλό επίπεδο προστασίας, προκειμένου να εφαρμόσει το δίκαιο της χώρας αυτής. Ο κανόνας αυτός αντισταθμίζει ορισμένα από τα μειονεκτήματα του μάλλον άκαμπτου συστήματος των νομικών συνδέσμων του άρθρου 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως, καθόσον παραπέμπει κατ’ εξαίρεση στα περιθώρια εκτιμήσεως του εθνικού δικαστή, για να καταστήσει δυνατή μια ευέλικτη, προσαρμοσμένη στις εκάστοτε συνθήκες λύση (42). Η αποκλειστική λήψη υπόψη του τόπου της συνάψεως της Συμβάσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, μπορεί, πράγματι, να αποδειχθεί απρόσφορη όχι μόνο σε περίπτωση διαστάσεως μεταξύ της εγκαταστάσεως που συνήψε τη σύμβαση και του τόπου της δραστηριότητας, αλλά και στην περίπτωση μακράς διάρκειας της σχέσεως εργασίας και μεταγενέστερης αλλαγής των πραγματικών συνθηκών (43).
74. Είναι αναγκαίο η σύμβαση εργασίας να παρουσιάζει στενότερο σύνδεσμο με αυτή την άλλη χώρα. Η σημασία του δικαίου της χώρας αυτής μπορεί να προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων (44). Τα ακόλουθα κριτήρια μπορούν να παράσχουν ενδείξεις για την ύπαρξη στενότερου συνδέσμου προς ορισμένη χώρα: η γλώσσα της συμβάσεως, η υιοθέτηση νομικών εννοιών από συγκεκριμένη έννομη τάξη, το χρησιμοποιούμενο νόμισμα, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, η εγγραφή σε μητρώο προσωπικού, η ιθαγένεια των συμβαλλομένων μερών, ο τόπος της συνήθους διαμονής, ο τόπος στον οποίο ο εργοδότης ασκεί την εποπτεία επί του προσωπικού, καθώς και ο τόπος της συνάψεως της Συμβάσεως (45). Έκαστο των κριτηρίων αυτών μπορεί αφεαυτού να παράσχει πληροφορίες ως προς την ύπαρξη στενότερου συνδέσμου προς χώρα διαφορετική από τη χώρα όπου απασχολείται ο εργαζόμενος ή όπου βρίσκεται η εγκατάσταση, η οποία τον προσέλαβε. Πάντως, πρέπει να ληφθεί υπόψη συναφώς ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, περιέχει μόνο έναν κανόνα παρεκκλίσεως, ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής μόνον αφού προηγουμένως εξετασθεί η δυνατότητα εφαρμογής των κανόνων του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, της Συμβάσεως (46).
75. Συνοψίζοντας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ως χώρα στην οποία βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, πρέπει να νοηθεί η χώρα όπου βρίσκεται η εγκατάσταση του εργοδότη, η οποία κατά τη σύμβαση εργασίας προσέλαβε τον εργαζόμενο. Επειδή το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προδήλως υποβλήθηκε μόνο για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο ήθελε υιοθετήσει διαφορετική προσέγγιση, δηλαδή ότι ως χώρα στην οποία βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο πρέπει να νοηθεί η χώρα στην οποία βρίσκεται η εγκατάσταση του εργοδότη στην οποία πράγματι απασχολείται ο εργαζόμενος, παρέλκει η εξέταση του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος.
2. Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
76. Το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν, κατ’ ουσίαν, τις νομικές προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να πληροί μια «εγκατάσταση» υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, για να χαρακτηρισθεί ως τέτοια.
77. Ειδικότερα, με το τρίτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η εγκατάσταση του εργοδότη, στην οποία ο εργαζόμενος πράγματι απασχολείται υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος, πρέπει να πληροί ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις όπως η κατοχή νομικής προσωπικότητας ή αρκεί αντιθέτως προς τούτο η ύπαρξη de facto εγκαταστάσεως. Μολονότι το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε προφανώς για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα έδιδε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα απάντηση διαφορετική από αυτή που προτείνεται εν προκειμένω, είμαι της γνώμης ότι μπορούν, παρά ταύτα, να παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμα ερμηνευτικά στοιχεία, για να κρίνει τη διαφορά της κύριας δίκης, κατά μείζονα λόγο διότι αυτά ασκούν περαιτέρω επιρροή. Θα μπορούσαν δηλαδή να είναι χρήσιμα στο αιτούν δικαστήριο και για την αξιολόγηση του ζητήματος αν η εταιρία Naviglobe μπορεί να χαρακτηρισθεί ενδεχομένως, από λειτουργικής απόψεως, ως εγκατάσταση της εταιρίας Navimer υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως.
78. Συναφώς, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, εν πάση περιπτώσει κατά το γράμμα του, δεν επιβάλλει ως προϋπόθεση ότι μια εγκατάσταση υπό την έννοια της διατάξεως αυτής πρέπει πάντοτε να έχει νομική προσωπικότητα. Τούτο παραπέμπει στην ανάγκη λιγότερο στενής ερμηνείας του όρου «εγκατάσταση». Εάν ληφθεί περαιτέρω υπόψη ο προαναφερθείς σκοπός του κανόνα αυτού καθώς και της Συμβάσεως της Ρώμης στο σύνολό της (47), δηλαδή να επιτευχθεί, προς το συμφέρον των συμβαλλομένων μερών, μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου σε σχέση με το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου, τότε κατά πάσα πιθανότητα ο κανόνας αυτός δεν θα επετύγχανε τον σκοπό του, εάν ο σύνδεσμος προς το δίκαιο συγκεκριμένης χώρας εξηρτάτο σε τελική ανάλυση από το αν η επίδικη εγκατάσταση πληροί τις προϋποθέσεις για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας κατά τις διατάξεις της εν λόγω έννομης τάξεως. Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ των εννόμων τάξεων και των πιθανών ελαχίστων προϋποθέσεων που ενδέχεται να απαιτηθούν συναφώς, δεν θα ήταν πάντοτε απλό για τον εθνικό δικαστή, ο οποίος αντιμετωπίζει μια αλλοδαπή έννομη τάξη, να εξακριβώσει αν οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν σε σχέση με συγκεκριμένο παράρτημα ή πρακτορείο.
79. Δεδομένου ότι, κατά την πρόσληψη εργαζομένου, μια εγκατάσταση μπορεί να λειτουργήσει, ενδεχομένως, όπως ήδη εκτέθηκε, και ως «μεσάζων», χωρίς να χρειάζεται να συνάψει σύμβαση ιδίω ονόματι (48), η απαίτηση κατοχής νομικής προσωπικότητας της εγκαταστάσεως είναι σε τελική ανάλυση υπερβολικά αυστηρή, ώστε να λαμβάνει υπόψη, αφενός, την επιταγή της ασφάλειας δικαίου αλλά και, αφετέρου, τις επιταγές ενός απλού και ευέλικτου χειρισμού. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να θεωρηθεί υπερβολικά περιοριστική η απαίτηση να νοηθεί ως «εγκατάσταση», υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, η έδρα της εταιρίας αφεαυτής. Πάντως, οι επιταγές της ασφάλειας δικαίου και της ευελιξίας θα λαμβάνονταν αναμφιβόλως υπόψη, εάν με τον όρον αυτόν εννοείτο και μια εν τοις πράγμασι εγκατάσταση, π.χ. το γραφείο ενός εκπροσώπου του εργοδότη.
80. Πρέπει, πάντως, να απαιτηθεί, σε κάθε περίπτωση, ο εργοδότης να ασκεί τον πραγματικό έλεγχο επί της εγκαταστάσεως αυτής, ώστε οι πράξεις της εγκαταστάσεως να μπορούν να του καταλογισθούν ως ίδιες πράξεις. Αυτό θα πρέπει να συμβαίνει όταν μια εγκατάσταση εν ευρεία εννοία, δηλαδή ένα υποκατάστημα χωρίς νομική προσωπικότητα ή μια θυγατρική εταιρία εξοπλισμένη με νομική προσωπικότητα, λαμβάνει οδηγίες από τη διεύθυνση της δεσπόζουσας εταιρίας, αλλά και σε μια περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, κατά την οποία δύο επιχειρήσεις υπάγονται σε μία και την αυτή διεύθυνση. Επομένως, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ασκεί επιρροή στο πλαίσιο αυτό η μνεία, από τον J. Voosgeerd, του κοινού διευθυντή των δύο επιχειρήσεων (49). Πράγματι, όταν υπάρχει ταυτότητα στη συγκρότηση του διευθυντικού οργάνου, αίρονται σε μεγάλο βαθμό οι διαφορές μεταξύ των δύο επιχειρήσεων, εφόσον τόσον ο σχηματισμός της βουλήσεώς τους όσο και η δράση τους αντιστοιχούν σε αυτήν ενός ενιαίου φορέα.
81. Μολονότι η απόκτηση νομικής προσωπικότητας δεν αποτελεί αναγκαστικού χαρακτήρα προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ενός φορέα ως «εγκαταστάσεως» υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, πρέπει, πάντως, να απαιτηθεί ως ελάχιστη προϋπόθεση ότι η σχετική εγκατάσταση της εταιρίας –όπως ορθώς παρατηρούν ο J. Voogsgeerd (50) και η Επιτροπή (51)– παρουσιάζει ορισμένη διάρκεια στον οικείο τόπο. Με τον τρόπο αυτό πρέπει να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο εργοδότης να επωφεληθεί της προσωρινής μόνο παρουσίας του σε ορισμένη χώρα, για να εφαρμόσει το δίκαιο της χώρας αυτής, το οποίο χαρακτηρίζεται, υπό ορισμένες συνθήκες, από χαμηλό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής προϋπόθεση το γεγονός ότι ο εντολοδόχος αλλοδαπού εργοδότη εμφανιζόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα στον τόπο εκείνο, για να προσλάβει εργαζομένους προς απασχόληση στην αλλοδαπή (52). Αντιθέτως, εάν ο ίδιος εντολοδόχος ταξιδεύει σε μια χώρα, στην οποία ο εργοδότης διατηρεί μόνιμη αντιπροσωπεία της επιχειρήσεώς του, θα μπορούσε κάλλιστα να υποστηριχθεί ότι αυτή αποτελεί «εγκατάσταση» υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, στην οποία προσελήφθη ο εργαζόμενος (53).
82. Με αφετηρία τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξα όσον αφορά την ερμηνεία του κριτηρίου του τόπου προσλήψεως (54) και σύμφωνα με την ανωτέρω εκτεθείσα ελάχιστη απαίτηση της διάρκειας, ο όρος της «εγκαταστάσεως» κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καταλαμβάνει πρωτίστως την εκμετάλλευση η οποία οργανώνει στο σύνολό της την απασχόληση του εργαζομένου. Πάντως, ο όρος θα πρέπει να ερμηνευθεί ευρύτερα και να καταλάβει και άλλες οργανωτικές ενότητες, οι οποίες αναπτύσσουν δραστηριότητα για τον εργοδότη, υπό τη μορφή τμήματος εκμεταλλεύσεως ή μόνιμης εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως, χωρίς πάντως να χρειάζεται να πληρούνται οι προϋποθέσεις της εκμεταλλεύσεως (55). Πράγματι, η εγκατάσταση πρέπει, κατ’ αρχήν, να διακρίνεται από την έδρα του εργοδότη, δηλαδή του νομικού φορέα της επιχειρήσεως. Με απλουστευμένη διατύπωση, αρκεί για τον χαρακτηρισμό ως «εγκαταστάσεως» ότι ο εργοδότης δραστηριοποιείται επιχειρηματικά με αφετηρία τον τόπο αυτόν και προσλαμβάνει προς τον σκοπό αυτόν εργαζομένους (56).
83. Ενδείξεις υπέρ της ερμηνείας αυτής παρέχει η νομολογία του Δικαστηρίου για το άρθρο 5, σημείο 5, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, κατά την οποία ο όρος του υποκαταστήματος, του πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκαταστάσεως, υπό την έννοια του κανόνα αυτού, προϋποθέτει «ένα κέντρο επιχειρηματικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται με διαρκή τρόπο προς τα έξω ως προέκταση μητρικής επιχειρήσεως, έχει διεύθυνση και είναι ειδικά εξοπλισμένο ώστε να μπορεί να διαχειρίζεται υποθέσεις με τρίτους, κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι τελευταίοι, παρ’ όλον ότι γνωρίζουν ότι ενδεχόμενη έννομη σχέση θα συναφθεί με τη μητρική επιχείρηση της οποίας η έδρα είναι στο εξωτερικό, δεν οφείλουν να απευθυνθούν απευθείας στη μητρική επιχείρηση και μπορούν να συνάψουν συναλλαγές στο κέντρο επιχειρηματικής δραστηριότητας που αποτελεί την προέκταση της μητρικής επιχειρήσεως» (57). Οι αναλογίες μεταξύ της Συμβάσεως των Βρυξελλών και της Συμβάσεως της Ρώμης είναι, όπως εξέθεσα διεξοδικά με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Koelzsch (58), πολλαπλές. Επομένως, για τον λόγο αυτόν, μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο, με τη νομολογία του σχετικά με τις δύο Συμβάσεις, στο μέτρο που το ρυθμιστικό αντικείμενο των εκάστοτε κανόνων το επιτρέπει, επιχείρησε παράλληλη ερμηνεία των διατάξεων με παρεμφερή διατύπωση. Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν υπάρχει λόγος παρεκκλίσεως από αυτή την προσέγγιση. Ενόψει, κατά το δυνατόν, ενιαίας ερμηνείας των εννοιών του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, θα ήταν εύλογο να εφαρμοστεί ο ορισμός της «εγκαταστάσεως» που διατύπωσε το Δικαστήριο για το άρθρο 5, περίπτωση 5, της Συμβάσεως των Βρυξελλών και στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Ρώμης.
84. Από τις προηγούμενες αναλύσεις συνάγεται ότι μια «εγκατάσταση» υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως μπορεί να τελεί, έναντι της κύριας επιχειρήσεως, σε σχέση πλήρους νομικής εξαρτήσεως. Επομένως, εάν το αιτούν δικαστήριο ήθελε καταλήξει, κατά την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, στο συμπέρασμα ότι η Naviglobe πρέπει να θεωρηθεί ως υποκατάστημα η ως θυγατρική εταιρία της Navimer, η ενδεχόμενη έλλειψη νομικής προσωπικότητας της Naviglobe δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό της ως «εγκαταστάσεως» υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως.
85. Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η κατοχή νομικής προσωπικότητας δεν συνιστά προϋπόθεση την οποία πρέπει να πληροί η εγκατάσταση του εργοδότη, εφόσον η εγκατάσταση αυτή συστάθηκε σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του κράτους της έδρας και παρουσιάζει ορισμένη διάρκεια (59).
3. Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
86. Με το τελευταίο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η εγκατάσταση άλλης εταιρίας με την οποία η εταιρία-εργοδότης διατηρεί σχέσεις, μπορεί να λειτουργήσει ως «εγκατάσταση» υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, ακόμη και αν η διευθυντική εξουσία δεν μεταφέρθηκε στην εν λόγω άλλη εταιρία.
87. Πρέπει να επισημανθεί εκ προοιμίου ότι η διάταξη αυτή –όπως ήδη αναφέρθηκε στο πλαίσιο των αναλύσεών μου επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος (60)– στηρίζεται στην τυπική πράξη της «προσλήψεως» του εργαζομένου και όχι στην πραγματική πτυχή της παροχής εργασίας. Επομένως, δεν μπορεί να έχει σημασία για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής το ποιος ασκεί τη διευθυντική εξουσία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επειδή η διευθυντική εξουσία δεν συνιστά αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός φορέα ως «εγκαταστάσεως», θα πρέπει, κατά συνέπεια, να δοθεί καταφατική απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα.
88. Η εξέταση, επικουρικώς, αυτού που χαρακτηρίζει από νομικής απόψεως μια σχέση εργασίας δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια του εργαζομένου στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, που πρέπει, στο πλαίσιο του δικαίου της Ενώσεως, να ερμηνεύεται αυτοτελώς, «[τ]ο χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι […] το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς έτερο και υπό τη διεύθυνση αυτού του τελευταίου, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή» (61). Επομένως, η υπαγωγή του εργαζομένου στη διευθυντική εξουσία συνιστά χαρακτηριστικό στοιχείο κάθε σχέσεως εργασίας, το οποίο απαιτεί, κατ’ ουσίαν, το οικείο πρόσωπο να τελεί υπό τη διεύθυνση ή την εποπτεία άλλου προσώπου, το οποίο του επιβάλλει τις υπηρεσίες που πρέπει να παρέχει και/ή τον χρόνο εργασίας και του οποίου τις εντολές ή οδηγίες ο εργαζόμενος οφείλει να ακολουθεί (62). Το χαρακτηριστικό αυτό αποσκοπεί, πρωτίστως, στην οριοθέτηση έναντι των ανεξαρτήτων δραστηριοτήτων, οι οποίες είτε καλύπτονται από την ελευθερία εγκαταστάσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 49 επ. ΣΛΕΕ, είτε από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, σύμφωνα με τα άρθρα 56 επ. ΣΛΕΕ.
89. Μολονότι, στο πλαίσιο πραγματιστικής ερμηνείας, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι κατά κανόνα ο εργοδότης είναι εκείνος ο οποίος θα έχει, εντός της σχέσεως εργασίας, την αποκλειστική διευθυντική εξουσία, ο ορισμός αυτός δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, το ενδεχόμενο να μεταβιβάσει ο εργοδότης τη διευθυντική εξουσία του εν μέρει ή εν όλω σε τρίτον. Η έκταση της μεταβιβάσεως αυτής της διευθυντικής εξουσίας υπόκειται στην αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως και συνομολογείται ελευθέρως. Στο μέτρο που προβλέπεται συμβατικά ότι ο εργαζόμενος πρέπει να παρέχει υπηρεσίες έναντι εταιρίας, με την οποία η εταιρία-εργοδότης συνδέεται, μπορεί να αναμένεται ευλόγως ότι στην πρώτη εταιρία μεταβιβάζονται από τον εργοδότη και διευθυντικές εξουσίες σε σχέση με το είδος και τον τρόπο της παροχής της εργασίας.
90. Πάντως, το γεγονός ότι ο τρίτος μπορεί να διευθύνει τη δραστηριότητα του εργαζομένου, με τη συναίνεση του εργοδότη, διά της παροχής εντολών και της ασκήσεως εποπτείας, δεν αλλάζει από νομικής απόψεως τίποτε στο ότι ο εργαζόμενος πληροί τελικώς τα συμβατικά του καθήκοντα έναντι του εργοδότη. Στο μέτρο που ο J. Voogsgeerd συνήθως ελάμβανε τις εντολές του απευθείας από τη Naviglobe, είναι σαφές ότι τούτο συνέβαινε προς εκπλήρωση των συμβατικών καθηκόντων του έναντι της Navimer. Από νομικής απόψεως, είναι δυνατόν ο εργοδότης να διατηρεί τη διευθυντική εξουσία του έναντι του εργαζομένου ή να αναλαμβάνει εκ νέου την εξουσία αυτή, εάν το θεωρεί αναγκαίο. Σε τελική ανάλυση όμως, αυτό δεν αλλάζει τίποτε στο ότι η ενδεχόμενη παροχή διευθυντικής εξουσίας σε εγκατάσταση αποτελεί μία μόνο δυνατότητα μεταξύ πολλών, τις οποίες διαθέτει ο εργοδότης για να επιτύχει τους σκοπούς του. Πάντως, δεν μπορεί αφεαυτής να επηρεάσει την εκτίμηση του αν ο τρίτος πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «εγκατάσταση» του εργοδότη, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως.
91. Κατά συνέπεια, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η εγκατάσταση άλλης εταιρίας, με την οποία η εταιρία-εργοδότης διατηρεί σχέσεις, μπορεί να λειτουργήσει ομοίως ως εγκατάσταση υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, ακόμη και αν η διευθυντική εξουσία δεν μεταβιβάσθηκε στην εν λόγω άλλη εταιρία.
VII – Πρόταση
92. Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Hof van Cassatie ως εξής:
«1) Εάν το εθνικό δικαστήριο, αφού εξετάσει το σύνολο των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, ήθελε διαπιστώσει ότι ο εργαζόμενος, προς εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας, παρέχει συνήθως την εργασία του εντός συγκεκριμένης χώρας, πρέπει να εφαρμόσει το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε για υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980, ακόμη και εάν ο εργαζόμενος αποσπάσθηκε προσωρινώς σε άλλη χώρα. Στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄.
2) Εάν, κατά την κρίση του εθνικού δικαστηρίου, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, τότε το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
α) ως χώρα στην οποία βρίσκεται η εγκατάσταση η οποία προσέλαβε τον εργαζόμενο υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, πρέπει να νοηθεί η χώρα όπου βρίσκεται η εγκατάσταση του εργοδότη, η οποία προσέλαβε τον εργαζόμενο σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας·
β) η κατοχή νομικής προσωπικότητας δεν συνιστά προϋπόθεση την οποία πρέπει να πληροί η εγκατάσταση του εργοδότη υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, στο μέτρο που η εγκατάσταση αυτή συστάθηκε σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του κράτους της έδρας και παρουσιάζει ορισμένη διάρκεια·
γ) δύναται η εγκατάσταση μιας άλλης εταιρίας, με την οποία συνδέεται η εταιρία-εργοδότης, να λειτουργήσει ως εγκατάσταση υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, ακόμη και αν η εξουσία του εργοδότη δεν μεταβιβάστηκε σε αυτή την άλλη εταιρία.»
1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική. Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.
2 – ΕΕ 1980, L 266, σ. 1.
3 – ΕΕ 2008, L 177, σ. 6.
4 – Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2011, C‑29/10, Koelzsch (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).
5 – ΕΕ 1998, C 27, σ. 47.
6 – Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (που υπογράφηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1968) (ΕΕ L 299, 31.12.1972, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε από τη σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ L 304, σ. 1 και –για την κύρωση– σ. 77), από τη σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 388, σ. 1), από τη σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 285, σ. 1) και από τη σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 1996 για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (ΕΕ 1997, C 15, σ. 1).
7Mémorial Α αριθ. 58, σ. 807 επ.
8 – Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 1978, 33/78 (Συλλογή τόμος 1978, σ. 653).
9 – Βλ. Déprez, J., «La loi applicable au contrat de travail dans les relations internationales», Revue de jurisprudence sociale, 4/1994, σ. 237.
10 – Βλ. Plender, R., The European Contracts Convention – The Rome Convention on the Choice of Law for Contracts, Sweet & Maxwell, Λονδίνο 1991, σ. 87, σημείο 5.01, Schneider, G., «Einfluss der Rom‑I‑VO auf die Arbeitsvertragsgestaltung mit Auslandsbezug», Neue Zeitschrift für Arbeitsrecht, 2010, σ. 1380, και Ofner, H., «Neuregelung des Internationalen Vertragsrechts: Römisches Schuldvertragsübereinkommen», Recht der Wirtschaft, τεύχος 1/1999, σ. 5, οι οποίοι τονίζουν τη σημασία της ελεύθερης επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου. Κατά τον Lein, E., «The new Rome I/Rome II/Brussel I synergy», Yearbook of Private International Law, τόμος 10, 2008, σ. 179, η αρχή της ελευθερίας επιλογής, η οποία αποτελεί τη βάση της ελεύθερης επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, συνιστά μάλιστα μια γενική αρχή του δικαίου που αναγνωρίζουν τα πολιτισμένα έθνη υπό την έννοια του άρθρου 38, στοιχείο γ΄, του Οργανισμού του Διεθνούς Δικαστηρίου.
11 – Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1985, 318/81, Επιτροπή κατά CODEMI (Συλλογή 1985, σ. 3693, σκέψη 21).
12 – Βλ. Van Eeckhoutte, W., «The Rome Convention on the law applicable to contractual obligations and labour law», Freedom of services in the European Union – Labour and Social Security Law: The Bolkestein Initiative (επιμέλεια Blanpain, R.), Χάγη 2006, σ. 168, Wojewoda, M., «Mandatory rules in private international law: with special reference to the mandatory system under the Rome Convention on the law applicable to contractual obligations», Maastricht journal of European and comparative law, τεύχος 2/2000, σ. 197, 201, Boskovic, O., «La protection de la partie faible dans le règlement Rome I», Récueil Dalloz, 2008, σ. 2175, Pfeiffer, T./Weller, M./Nordmeier, F., Recht der elektronischen Medien – Kommentar (επιμέλεια Spindler, G./Schuster, S.), 2η έκδοση, Μόναχο 2011, «Rom I», άρθρο 8, σημείο 1, και Lein, E., όπ.π. (υποσημείωση 10), σ. 187, οι οποίοι εντοπίζουν στη διάταξη αυτή έναν ειδικό κανόνα που έχει τεθεί για την προστασία των εργαζομένων, προκειμένου να περιοριστεί η κατ’ αρχήν υφιστάμενη και για τη σύμβαση εργασίας ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου.
13 – Βλ. Juncker, A., «Gewöhnlicher Arbeitsort im Internationalen Privatrecht», Festschrift für Andreas Heldrich zum 70. Geburtstag, Mόναχο 2005, σ. 722.
14 – Βλ. Ofner, H., όπ.π. (υποσημείωση 10), σ. 5, Magnus, U., «Die Rom I‑Verordnung», Praxis des internationalen Privat- und Verfahrensrechts, τεύχος 1/2010, σ. 41, και Martiny, D., Internationales Vertragsrecht – Das internationale Privatrecht der Schuldverträge (επιμέλεια Reithmann, C./Martiny, D.), Kολωνία 2010, σ. 1431, οι οποίοι χαρακτηρίζουν ρητώς τον κανόνα του άρθρου 6, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, ως «ρήτρα εξαιρέσεως» («Ausweichklausel»).
15 – Βλ. Schäfer, K., Application of mandatory rules in the private international law of contracts, Φρανκφούρτη 2010, σ. 62 επ., Wojewoda, M., όπ.π. (υποσημείωση 12), σ. 197, 201, και Boskovic, O., όπ.π. (υποσημείωση 12), σ. 2175, οι οποίοι επισημαίνουν τη δυσκολία να διαπιστωθεί ποιοι εθνικοί κανόνες είναι ευνοϊκότεροι και αν οι οικείοι κανόνες έχουν τον χαρακτήρα διατάξεων αναγκαστικού δικαίου.
16 – Βλ. Schneider, G., όπ.π. (υποσημείωση 10), σ. 1382.
17 – Βλ. Martiny, D., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 1431 επ.
18 – Βλ. Van Eeeckhoutte, W., όπ.π. (υποσημείωση 12), σ. 173.
19 – Βλ. Déprez, J., «La loi applicable au contrat de travail dans les relations internationales», Revue de jurisprudence sociale, 3/1999, σ. 130, Pfeiffer, T./Weller, M./Nordmeier, F., όπ.π. (υποσημείωση 12), σημείο 7, κατά τους οποίους πρέπει να ληφθεί υπόψη το συγκεκριμένο αντικείμενο της διαφοράς για τη σύγκριση ενόψει καθορισμού του ευνοϊκότερου δικαίου, Schäfer, K., όπ.π. (υποσημείωση 15), σ. 62 επ., και Martiny, D., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 1361, σημείο 1883, κατά τους οποίους ισχύει η αρχή του ευνοϊκότερου κανόνα δικαίου κατά τις συγκρούσεις κανόνων δικαίου. Κατά τους συγγραφείς αυτούς, πρέπει να πραγματοποιηθεί σύγκριση του περιεχομένου των εννόμων τάξεων που λαμβάνονται υπόψη. Το προβάδισμα έχει ο ευνοϊκότερος για τον εργαζόμενο κανόνας. Η στάθμιση πραγματοποιείται με σύγκριση των αποτελεσμάτων στα οποία θα κατέληγαν σε συγκεκριμένη περίπτωση οι οικείες έννομες τάξεις. Η σύγκριση δεν πρέπει να επεκταθεί στο σύνολο της έννομης τάξεως, αλλά να προσανατολισθεί στο πραγματικό ζήτημα το οποίο πρέπει να επιλυθεί. Δεν πραγματοποιείται γενική σύγκριση των εννόμων τάξεων στο σύνολό τους. Η ευνοϊκότερη λύση είναι εκείνη η οποία ανταποκρίνεται περισσότερο, από ποσοτικής ή ποιοτικής απόψεως, στις αξιώσεις του εργαζομένου που απορρέουν από τη συγκεκριμένη σχέση εργασίας και του παρέχει πληρέστερη προστασία, παραδείγματος χάριν, προστατεύει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη διατήρηση της σχέσεως εργασίας του. Είναι δυνατόν να γίνει αντιπαράθεση και της χρηματικής αξίας των δικαιωμάτων σε εκάστη των εννόμων τάξεων.
20 – Κατά τους Schneider, G., όπ.π. (υποσημείωση 10), σ. 1382, και Schlachter, M., «Grenzüberschreitende Arbeitsverhältnisse», Neue Zeitschrift für Arbeitsrecht, τεύχος 2/2000, σ. 61, προκειμένου να εκτιμηθεί ποιό δίκαιο προβλέπει τους ευνοϊκότερους κανόνες, είναι δυνατόν να διαμορφωθούν συγκρίσιμες κατηγορίες (παραδείγματος χάριν, δίκαιο αδειών, δίκαιο καταγγελίας και/ή προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων). Η οριοθέτηση του αντικειμένου της διαφοράς που υιοθετείται εν προκειμένω (προστασία από την καταγγελία για υπαλλήλους καθώς και δικαστική της επιδίωξη) ακολουθεί την προσέγγιση των συγγραφέων αυτών.
21 – Έκθεση περί της Συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές των καθηγητών M. Giuliano και P. Lagarde (ΕΕ 1980, C 282, σ. 1).
22 – Απόφαση Koelzsch (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 42).
23 – Απόφαση Koelzsch (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 43).
24 – Υπό την έννοια αυτή, Van Eeckhoutte, W., όπ.π. (υποσημείωση 12), σ. 169, ο οποίος επισημαίνει ότι ο σκοπός του κανόνα αυτού έγκειται στο να δημιουργήσει ασφάλεια δικαίου και να εμποδίσει τη χειραγώγηση, στην περίπτωση προσωρινής αποσπάσεως στην αλλοδαπή.
25 – ΕΕ L 12, σ. 1.
26 – Όσον αφορά τον κανονισμό 44/2001, πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία η ιδέα της συνέχειας σε σχέση με τη Σύμβαση των Βρυξελλών («αρχή της συνέχειας»). Η σημασία της αρχής αυτής κατά την ερμηνεία του κανονισμού 44/2001 συνάγεται από τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, κατά την οποία, πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού και η ίδια ανάγκη συνέχειας ισχύει και όσον αφορά την ερμηνεία του κανονισμού από το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο τόνισε σαφώς με τη νομολογία του τη σημασία της ενιαίας ερμηνείας αμφοτέρων των νομικών πράξεων [βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου της 27ης Ιανουαρίου 2009, C‑533/07, Falco Privatstiftung και Rabitsch (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Συλλογή 2009, σ. I‑3327)].
27 – Πράγματι, το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 ορίζει τα εξής: «Σε περίπτωση ελλείψεως σχετικής επιλογής των συμβαλλομένων, η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της Συμβάσεως. Το ως άνω δίκαιο εξακολουθεί να εφαρμόζεται και όταν ο εργαζόμενος παρέχει προσωρινά την εργασία του εντός άλλης χώρας.»
28 – Η εκτίμηση που υιοθετείται εν προκειμένω, ότι με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 απλώς διευκρινίσθηκε η υφιστάμενη νομική κατάσταση, αντιστοιχεί στην άποψη ορισμένων συγγραφέων, οι οποίοι φρονούν ότι ο σκοπός του νέου αυτού νομικού κειμένου δεν ήταν να θεσπίσει νέους κανόνες, αλλά να μετατρέψει την υφιστάμενη Σύμβαση σε κανονισμό. Οι τροποποιήσεις αποσκοπούσαν στον εκσυγχρονισμό ορισμένων διατάξεων της Συμβάσεως και στην αναδιατύπωσή τους κατά τρόπο σαφέστερο και ακριβέστερο, ώστε να συμβάλουν τελικώς στην ασφάλεια δικαίου, χωρίς πάντως να εισαγάγουν νέα στοιχεία, τα οποία θα άλλαζαν ουσιωδώς την υφιστάμενη νομική κατάσταση (βλ. Ferrari, F., «From Rome to Rome via Brussels: remarks on the law applicable to contractual obligations absent of a choice by the parties», Rabels Zeitschrift für ausländisches und internationales Privatrecht, τεύχος 4/2009, σ. 751 επ.). Βλ. ειδικά για το κριτήριο του τόπου της συνήθους παροχής της εργασίας, Magnus, U., «Die Rom I‑Verordnung», Praxis des internationalen Privat- und Verfahrensrechts, τεύχος 1/2010, σ. 27, 41, ο οποίος θεωρεί την τροποποίηση μόνον ως διευκρίνιση. Κατά τον συγγραφέα αυτόν, η νέα προσθήκη «ή από τον οποίο» υποδηλώνει απλώς ότι αρκεί ότι ο εργαζόμενος έχει ένα κέντρο της δραστηριότητάς του, από το οποίο οργανώνεται η εργασία, από το οποίο αρχίζει την εργασία, στο οποίο επιστρέφει και στο οποίο ασκεί, ενδεχομένως, και μέρος της δραστηριότητάς του.
29 – Απόφαση Koelzsch (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 48 και 49).
30 – Βλ. προκειμένου περί του αντιστοίχου πεδίου εφαρμογής των κανόνων των στοιχείων α΄ και β΄ της Συμβάσεως ενόψει της διευκρινίσεως με τον κανονισμό (ΕΚ) 593/2008, Boskovic, O., όπ.π. (υποσημείωση 12), σ. 2175, ο οποίος παραπέμπει στην προαναφερθείσα νομοθετική διευκρίνιση του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 («από τον οποίο») και εκθέτει συναφώς ότι η διευκρίνιση αυτή θα συμβάλει στη ρύθμιση της καταστάσεως των ναυτικών που συνδέονται με συγκεκριμένη βάση. Κατά τον συγγραφέα αυτόν, η εν λόγω διευκρίνιση θα συρρικνώσει περαιτέρω το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 (της διατάξεως που αντικατέστησε το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Ρώμης). Ο Martiny, D., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 1434, σημείο 4848, επισημαίνει ότι η διευκρίνιση αυτή διευρύνει τον σύνδεσμο με τον τόπο εργασίας και περιορίζει τη σημασία του κριτηρίου της εγκαταστάσεως που προσέλαβε τον εργαζόμενο. Αμφότεροι οι συγγραφείς συμφωνούν ότι το πεδίο εφαρμογής του κριτηρίου του τόπου της συνήθους δραστηριότητας διευρύνθηκε, ενώ το πεδίο εφαρμογής του κριτηρίου του τόπου προσλήψεως συρρικνώθηκε.
31 – Βλ. τις αποφάσεις της 5ης Μαΐου 2011, C‑316/09, MSD Sharp (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 21), της 30ής Νοεμβρίου 2006, C‑376/05 και C‑377/05, Brünsteiner und Autohaus Hilgert (Συλλογή 2006, σ. I‑11383, σκέψη 26), της 22ας Μαΐου 2003, C‑18/01, Korhonen κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I‑5321, σκέψη 19), της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C‑373/00, Adolf Truley (Συλλογή 2003, σ. I‑1931, σκέψη 21), της 22ας Ιανουαρίου 2002, C‑390/99, Canal Satélite Digital (Συλλογή 2002, σ. I‑607, σκέψη 18), και της 13ης Μαρτίου 2001, C‑379/98, PreussenElektra (Συλλογή 2001, σ. I‑2099, σκέψη 38).
32 – Βλ. Plender, R., όπ.π. (υποσημείωση 10), σημείο 8.21, και Martiny, D., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 1369, σημείο 1891. Υπό την έννοια αυτή, Schneider, G., όπ.π. (υποσημείωση 10), σ. 1382, κατά τον οποίο, εφαρμόζεται η έννομη τάξη της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις και στον τόπο της εγκαταστάσεως. Κατά τον Martiny, D., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 1439, σημείο 4859, ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να εργαστεί στον τόπο της εγκαταστάσεως.
33 – Βλ. σημείο 14 του υπομνήματος της Ολλανδικής Κυβερνήσεως.
34 – Βλ. σημείο 20 του υπομνήματος της Επιτροπής.
35 – Βλ. Plender, R., όπ.π. (υποσημείωση 10), σ. 144, σημείο 8.21. Ομοίως και Martiny, D., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 1440, σημείο 4861, ο οποίος επισημαίνει ότι μεταγενέστερη μεταφορά της εγκαταστάσεως που προσέλαβε τον εργαζόμενο δεν μεταβάλλει το δίκαιο της συμβάσεως εργασίας.
36 – Βλ. Martiny, D., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 1438, σημείο 4857.
37 – Βλ. σημείο 5 του υπομνήματος του J. Voogsgeerd.
38 – Οι λοιπές γλωσσικές εκδοχές ουδόλως αποκλείουν την εν λόγω ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως, εφόσον καθιστούν δυνατές και τις δύο επιλογές, ήτοι ότι η εγκατάσταση προσέλαβε τον εργαζόμενο είτε ιδίω ονόματι είτε εν ονόματι της μητρικής εταιρίας. Βλ. τη γερμανική («Niederlassung […], die den Arbeitnehmer eingestellt hat»), τη γαλλική («établissement qui a embauché le travailleur»), την ισπανική («establecimiento que haya contratado al trabajador»), την ολλανδική («vestiging […] die de werknemer in dienst heeft genomen»), την ιταλική («sede che ha proceduto ad assumere il lavoratore»), καθώς και την πορτογαλική («estabelecimento que contratou o trabalhador») γλωσσική εκδοχή.
39 – Βλ. Plender, R., όπ.π. (υποσημείωση 10), σ. 145, σημείο 8.22, ο οποίος υποστηρίζει ότι ως τόπος της εγκαταστάσεως που προσέλαβε τον εργαζόμενο δεν χρειάζεται να νοηθεί μόνον ο τόπος ο οποίος χρησίμευσε ως έδρα εταιρίας που λειτουργεί ως ταχυδρομική θυρίδα, αλλά και ο τόπος της εγκαταστάσεως, η οποία μετέσχε ενεργά στην πρόσληψη του εργαζομένου, για παράδειγμα κινώντας προσυμβατικές διαπραγματεύσεις με τον εργαζόμενο.
40 – Βλ. Juncker, A., όπ.π. (υποσημείωση 13), σ. 731, ο οποίος παραπέμπει σε ευρέως διαδεδομένη πρακτική κατά την πρόσληψη ναυτικών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του, οι ναυτικοί προσλαμβάνονται συχνά από τα καλούμενα «hire agencies» ή «crewing companies», τα οποία εδρεύουν σε κράτη με χαμηλές προδιαγραφές όσον αφορά το εργατικό δίκαιο και με χαμηλές αμοιβές. Στην περίπτωση αυτή, η «προσλαμβάνουσα εγκατάσταση» δεν είναι η εφοπλίστρια εταιρία, αλλά για παράδειγμα πρακτορείο διαθέσεως προσωπικού στο νησιωτικό κράτος Αντίγκουα. και Μπαρμπούντα.
41 – Υπό την έννοια αυτή, Van Eeckhoutte, W., όπ.π. (υποσημείωση 12), σ. 171, ο οποίος επισημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει πράγματι εγκατάσταση στον τόπο της επιχειρήσεως και ο εργαζόμενος πρέπει να απασχολήθηκε πράγματι σε ένα κλάδο της επιχειρήσεως αυτής. Το γεγονός και μόνον ότι η σύμβαση εργασίας συνήφθη στην εγκατάσταση δεν αρκεί. Κατά τον Schlachter, M., όπ.π. (υποσημείωση 20), σ. 60, ως τόπος προσλήψεως πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρείται ο τόπος της συνάψεως της Συμβάσεως. Με την πρόβλεψη συγκεκριμένων απαιτήσεων όσον αφορά την έννοια της «εγκαταστάσεως», είναι δυνατόν να αρθεί η ανησυχία μήπως ένα νομικό σύστημα με το χαμηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας κριθεί ενδεχομένως εφαρμοστέο, συνεπεία ιδρύσεως πρακτορείου επιφορτισμένου αποκλειστικά με την πρόσληψη εργαζομένων. Κατά τον συγγραφέα αυτόν, πρέπει, επομένως, να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στην ανωτέρω έννοια της εγκαταστάσεως μόνον οι δομές που εξυπηρετούν άμεσα τον σκοπό της επιχειρήσεως τουλάχιστον μέσω της διευθύνσεως και της οργανώσεως των καθηκόντων των προσληφθέντων, όχι όμως και τα απλά πρακτορεία προσλήψεως.
42 – Βλ. Déprez, J., όπ.π. (υποσημείωση 19), σ. 119. Ο Juncker, A., όπ.π. (υποσημείωση 13), σ. 720, χαρακτηρίζει τον κανόνα του άρθρου 6, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, ως ρήτρα παρεκκλίσεως, η οποία καθιστά ευέλικτο το άκαμπτο σύστημα του κατ’αρχήν συνδέσμου. Ο Courneloup, S., «La loi applicable aux obligations contractuelles – Transformation de la Convention de Rome en règlement communautaire “Rome I”», La Semaine Juridique. Édition Générale, τεύχος 44/2008, σ. 26 επ., σημείο 11, τονίζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των αυστηρών κανόνων συνδέσμου. Αφενός, το γεγονός ότι παρέχεται ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στον δικαστή δεν καταλήγει πάντοτε σε προβλέψιμες λύσεις. Αφετέρου, ένας άκρως αυστηρός κανόνας συγκρούσεως δεν συνεπάγεται πάντοτε την εφαρμογή του δικαίου που συνδέεται στενότερα με τη σύμβαση εργασίας.
43 – Βλ. Martiny, D., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 1369, σημείο 1891.
44 – Αυτόθι., σ. 1371, σημείο 1893, και Schneider, G., όπ.π. (υποσημείωση 9), σ. 1383.
45 – Βλ. Van Eeckhoutte, W., όπ.π. (υποσημείωση 12), σ. 171 επ.
46 – Βλ. Juncker, A., όπ.π. (υποσημείωση 12), σ. 720, ο οποίος τονίζει ότι η άμεση προσφυγή στη ρήτρα αυτή πριν από την εξέταση των δύο βασικών συνδέσμων του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχεία α΄και β΄, αποκλείεται από μεθοδολογικής απόψεως.
47 – Βλ. σημείο 1 των παρουσών προτάσεων.
48 – Βλ. σημείο 71 των παρουσών προτάσεων.
49 – Βλ. σημείο I του υπομνήματος του J. Voogsgeerd.
50 – Βλ. σημείο IV. 3. του υπομνήματος του J. Voogsgeerd.
51 – Βλ. σημείο 28 του υπομνήματος της Επιτροπής.
52 – Βλ. Martiny, D., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 1439, σημείο 4859. Και ο Schneider, G., όπ.π. (υποσημείωση 10), σ. 1382, στηρίζεται στο κριτήριο της διάρκειας της εγκαταστάσεως.
53 – Υπό την έννοια αυτή, Lagarde, P., «Le nouveau droit international privé des contrats après l’entrée en vigueur de la Convention de Rome du 19 juin 1980», Revue critique de droit internationale privé, 1991, σ. 318 επ., ο οποίος, επί τη βάσει των δύο περιπτώσεων, επεξηγεί τα κριτήρια της εγκαταστάσεως υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως.
54 – Βλ. σημείο 71 των παρουσών προτάσεων.
55 – Κατά τον Schneider, G., όπ.π. (υποσημείωση 9), σ. 1382, η εγκατάσταση ορίζεται ως μια οργανωτική ενότητα της επιχειρήσεως, η οποία έχει ορισμένη διάρκεια και αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα, χωρίς, πάντως, να χρειάζεται να πληροί τις προϋποθέσεις μιας επιχειρήσεως.
56 – Βλ. Martiny, D., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 1369, σημείο 1891.
57 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8 απόφαση, σκέψη 12.
58 – Βλ. τις προτάσεις μου της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Koelzsch (προπαρατεθείσα απόφαση στην υποσημείωση 4, σημεία 44 επ.). Βλ., περαιτέρω, Lein, E., όπ.π. (υποσημείωση 10), σ. 178, η οποία ευστόχως παρατηρεί ότι οι κανονισμοί Ρώμη Ι, Ρώμη ΙΙ και Βρυξέλλες Ι χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι αποσκοπούσαν στη δημιουργία ενός ενιαίου ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, επιδιώκοντας πλείονες κοινούς στόχους: τη βελτίωση της προβλεψιμότητας του δικαίου, την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου εντός του ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης και την προώθηση της διαφάνειας. Οι κανονισμοί διαμορφώνουν ένα ενιαίο και αυτόνομο νομικό πλαίσιο, πράγμα που μπορεί να καταλήξει και σε σωρευτικά αποτελέσματα από την εφαρμογή τους.
59 – Υπό την έννοια, αυτή Martiny, D., όπ.π. (υποσημείωση 14), σ. 1369, σημείο 1891, και Schneider, G., όπ.π. (υποσημείωση 10), σ. 1382.
60 – Βλ. σημείο 76 των παρουσών προτάσεων.
61 – Βλ. αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1986 66/85, Lawrie-Blum (Συλλογή 1986, σ. 2121, σκέψεις 16 και 17), της 26ης Φεβρουαρίου 1992, C‑3/90, Bernini (Συλλογή 1992, σ. I‑1071, σκέψη 14), της 12ης Μαΐου 1998, C‑85/96, Martínez Sala (Συλλογή 1998, σ. I‑2691, σκέψη 32), της 8ης Ιουνίου 1999, C-337/97, Meeusen (Συλλογή 1999, σ. I‑3289, σκέψη 13), της 23ης Μαρτίου 2004, C‑138/02, Collins (Συλλογή 2004, σ. I‑2703, σκέψη 26), της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑456/02, Trojani (Συλλογή 2004, σ. I‑7573, σκέψη 15), της 17ης Μαρτίου 2005, C‑109/04, Kranemann (Συλλογή 2005, σ. I‑2421, σκέψη 12), και της 30ής Μαρτίου 2006, C‑10/05, Mattern (Συλλογή 2006, σ. I‑3545, σκέψη 18).
62 – Βλ. απόφαση Lawrie-Blum (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σκέψη 18).