ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

PAOLO MENGOZZI

της 17ης Ιανουαρίου 2013 ( 1 )

Υπόθεση C‑121/10

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Κρατικές ενισχύσεις — Αρμοδιότητα του Συμβουλίου — Άρθρο 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ — Υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων — Πρόταση κατάλληλων μέτρων — Αποτελέσματα — Κανονισμός 659/1999 — Ενισχύσεις για επενδύσεις σχετικά με την αγορά γεωργικών εκτάσεων στην Ουγγαρία»

1. 

Με την προσφυγή που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση 2009/1017/EE, της 22ας Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης από τις αρχές της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας για την αγορά γεωργικής έκτασης από 1ης Ιανουαρίου 2010 έως 31ης Δεκεμβρίου 2013 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) ( 2 ).

2. 

Με άλλες τρεις προσφυγές οι οποίες ασκήθηκαν παραλλήλως, η Επιτροπή προσέβαλε ισάριθμες αποφάσεις του Συμβουλίου σχετικά με ενισχύσεις του ιδίου τύπου από τη Δημοκρατία της Λιθουανίας (υπόθεση C-111/10), τη Δημοκρατία της Πολωνίας (υπόθεση C-117/10) και από τη Δημοκρατία της Λετονίας (υπόθεση C-118/10).

3. 

Όλες οι προσφυγές αφορούν το ίδιο λεπτό ζήτημα: συνιστά πρόταση από την Επιτροπή κατάλληλων μέτρων στο πλαίσιο της διαρκούς εξετάσεως των καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη μέλη κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (ή του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ όσον αφορά την υπόθεση C-117/10), η οριστική θέση του εν λόγω οργάνου σχετικά με τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως με την κοινή αγορά, δυνάμενη να ματαιώσει την άσκηση από το Συμβούλιο της αρμοδιότητας εγκρίσεως ενισχύσεων που του απονέμει το άρθρο 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (ή το άρθρο 88, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΕΚ), κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 107 ΣΛΕΕ (ή του άρθρου 87 ΕΚ) ή άλλων διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, αν εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση;

I – Νομικό πλαίσιο

4.

Βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ:

«Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη αυτά. Τους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.»

5.

Η παράγραφος 2, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του άρθρου αυτού ορίζει ότι:

«Κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει ομοφώνως ότι ενίσχυση που έχει θεσπισθεί ή που πρόκειται να θεσπισθεί από το κράτος αυτό θεωρείται συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 107 ή των προβλεπομένων από το άρθρο 109 κανονισμών, αν εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση. Αν η Επιτροπή έχει κινήσει, ως προς την ενίσχυση αυτή, τη διαδικασία που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η αίτηση του ενδιαφερομένου κράτους προς το Συμβούλιο έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της σχετικής διαδικασίας μέχρις ότου αποφανθεί το Συμβούλιο.

Αν, ωστόσο, το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από την υποβολή της αιτήσεως, αποφασίζει η Επιτροπή.»

6.

Όσον αφορά την παράθεση των σχετικών διατάξεων του παραρτήματος IV, κεφάλαιο 4, της Πράξεως Προσχωρήσεως της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως του 2003) ( 3 ), του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ ( 4 ), των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (στο εξής: γεωργικές κατευθυντήριες γραμμές του 2000) ( 5 ) και των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας και δασοκομίας 2007‑2013 (στο εξής: γεωργικές κατευθυντήριες γραμμές 2007‑2013») ( 6 ), δεδομένης της κατ’ ουσία συμπτώσεως του νομικού πλαισίου της υπό εξέταση υποθέσεως και εκείνου της υποθέσεως C-117/10, ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στα σημεία 5 έως 16 των υπό σημερινή ημερομηνία προτάσεών μου στην ως άνω υπόθεση.

7.

Σε ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 15ης Μαρτίου 2008 ( 7 ), η Επιτροπή έλαβε «υπό σημείωση», σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, τη «ρητή και ανεπιφύλακτη σύμφωνη γνώμη» της Ουγγαρίας σχετικά με τα προταθέντα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με το σημείο 196 των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, την οποία οι ουγγρικές αρχές επιβεβαίωσαν γραπτώς προς την Επιτροπή, στις 7 Φεβρουαρίου 2007.

II – Το ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση

8.

Προ της προσχωρήσεώς της στην Ένωση η Ουγγαρία είχε θεσπίσει ενίσχυση για την αγορά γεωργικών εκτάσεων. Η ενίσχυση μπορούσε να χορηγηθεί μέσω δύο διαφορετικών καθεστώτων. Το πρώτο προέβλεπε επιδότηση των επιτοκίων των δανείων και κρατική εγγύηση για την ανάπτυξη των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, το δεύτερο, το οποίο θεσπίστηκε το 1999, συνίστατο σε άμεσες επιχορηγήσεις για τη συνένωση της γεωργικής ιδιοκτησίας. Αμφότερα τα καθεστώτα ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή κατά τη διαδικασία που προβλέπει το παράρτημα IV, κεφάλαιο 4, της Πράξεως Προσχωρήσεως του 2003 ( 8 ).

9.

Στις 27 Νοεμβρίου 2006 οι ουγγρικές αρχές ανακοίνωσαν στην Επιτροπή δύο καθεστώτα ενισχύσεων καλούμενα, αντιστοίχως, «Ενίσχυση για την αγορά εκτάσεων υπό τη μορφή δανείων με ευνοϊκούς όρους» και «Ενίσχυση για τη συνένωση των εκτάσεων», επισημαίνοντας την πρόθεσή τους να καταστήσουν τα υφιστάμενα καθεστώτα συμβατά με τους κανόνες που εφαρμόζονται ως προς τις κρατικές ενισχύσεις και ζητώντας την έγκρισή τους έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009. Το πρώτο καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο δεν προέβλεπε πλέον κρατική εγγύηση, χορηγούνταν για την αγορά γεωργικών εκτάσεων ελάχιστης επιφάνειας 1 εκταρίου και μέγιστης επιφάνειας 300 εκταρίων. Οι δικαιούχοι μπορούσαν να λάβουν δάνεια με ευνοϊκούς όρους ελάχιστου ποσού 1 εκατομμυρίου φιορινίων (HUF) και ανώτατου ποσού 75 εκατομμυρίων HUF, διάρκειας 5 έως 20 ετών. Η επιδότηση των επιτοκίων ήταν ίση με το 50 % της μέσης αποδόσεως των έντοκων γραμματίων του ουγγρικού δημοσίου διαρκείας 5 έως 10 ετών, επαυξημένης κατά 1,75 %. Οι προβλεπόμενες από το δεύτερο καθεστώς ενισχύσεις, μη σωρευόμενες με τις χορηγούμενες βάσει του πρώτου καθεστώτος, απέβλεπαν στην επέκταση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων μέσω της αγοράς εκτάσεων κείμενων στο ίδιο αγροτεμάχιο ή σε γειτνιάζοντα αγροτεμάχια. Η ενίσχυση χορηγούνταν έως το 20 % της τιμής αγοράς της εκτάσεως και έως το ποσό των 3 εκατομμυρίων HUF.

10.

Στις 22 Δεκεμβρίου 2006 η Επιτροπή αποφάσισε να μην διατυπώσει αντιρρήσεις έναντι των δύο ανακοινωθέντων καθεστώτων (στο εξής: αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2006) ( 9 ). Με τις αποφάσεις αυτές η Επιτροπή υπενθύμισε στις ουγγρικές αρχές την έκδοση, στις 6 Δεκεμβρίου 2006, των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 και την πρόταση κατάλληλων μέτρων που μνημονεύεται στο σημείο 196 αυτών.

11.

Με έγγραφο της 30ής Μαΐου 2005, η Επιτροπή κάλεσε τα κράτη μέλη να της υποβάλουν προτάσεις για την απλοποίηση των κανόνων σχετικά με τις ενισχύσεις στον γεωργικό τομέα. Νέο σχέδιο των κατευθυντήριων γραμμών εξετάσθηκε κατά τις συναντήσεις της 23ης Μαΐου 2006, της 23ης Ιουνίου 2006 και της 25ης Οκτωβρίου 2006 της ομάδας εργασίας για τις συνθήκες ανταγωνισμού στη γεωργία. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων αυτών, η Ουγγαρία ζήτησε από την Επιτροπή να διατηρήσει τη δυνατότητα χορηγήσεως ενισχύσεων για επενδύσεις σχετικά με την αγορά γεωργικών εκτάσεων και να αυξήσει το όριο του 10 % που προβλέπει ο κανονισμός 1857/2006 σε 40-50 %. Το αίτημα αυτό περιλήφθηκε εκ νέου σε έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 2006.

12.

Με έγγραφο της 4ης Νοεμβρίου 2009 απευθυνόμενο στο Συμβούλιο, οι ουγγρικές αρχές ζήτησαν να εγκριθούν κατ’ εξαίρεση οι ενισχύσεις για την αγορά γεωργικών εκτάσεων στην Ουγγαρία δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΕΚ. Αίτηση ομοίου περιεχομένου, αλλά περισσότερο λεπτομερής, υποβλήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2009. Στις 22 Δεκεμβρίου 2009 το Συμβούλιο ενέκρινε ομοφώνως την προσβαλλόμενη απόφαση (με την αποχή οκτώ αντιπροσωπειών). Το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής ορίζει ότι:

«Η έκτακτη κρατική ενίσχυση των ουγγρικών αρχών υπό τη μορφή επιδότησης του επιτοκίου και άμεσων επιχορηγήσεων για την αγορά γεωργικών εκτάσεων, η οποία ανέρχεται σε 4 δισεκατομμύρια HUF το ανώτατο και χορηγείται από 1ης Ιανουαρίου 2010 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 2013, κρίνεται συμβατή προς την εσωτερική αγορά.»

13.

Η ενίσχυση η οποία κρίθηκε συμβατή περιγράφεται στην έκτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ακολούθως:

«H κρατική ενίσχυση ανέρχεται συνολικά σε 4 δισεκατομμύρια HUF και θα πρέπει να απευθύνεται σε περίπου 5000 γεωργικούς παραγωγούς. Θα πρέπει να χορηγηθεί ως εξής:

μέχρι συνολικά 2 δισεκατομμύρια HUF, επιδότηση των επιτοκίων των δανείων για ιδιώτες γεωργούς που πληρούν προϋποθέσεις που σχετίζονται με την καταγραφή, τις επαγγελματικές δεξιότητες, την τήρηση ορθών γεωργικών πρακτικών και απαιτήσεων βιώσιμης εκμετάλλευσης, επιτρέποντάς τους να πάρουν ευνοϊκά δάνεια για την αγορά γεωργικής έκτασης που να μην ξεπερνά συνολικά το όριο καλλιέργειας των 300 εκταρίων. Η επιδότηση του επιτοκίου χορηγείται ως ενυπόθηκη πίστωση για ανώτατο ποσό 75 εκατομμυρίων HUF και για μεγίστη περίοδο 20 ετών, συμπεριλαμβανομένης διετούς περιόδου χάριτος για την εξόφληση κεφαλαίου, και θα ισούται με το 50 % της μέσης απόδοσης των έντοκων γραμματίων του ουγγρικού δημοσίου διαρκείας 5 έως 10 ετών, επαυξημένης κατά 1,75 %,

μέχρι συνολικά 2 δισεκατομμύρια HUF, άμεση επιχορήγηση για την αγορά γεωργικής έκτασης, η οποία ανέρχεται σε 20 % το ανώτατο της τιμής αγοράς που ορίζεται στο συμβόλαιο αγοράς, με ανώτατο ποσό 3 εκατομμυρίων HUF ανά αίτηση και δύο αιτήσεις το πολύ ετησίως ανά δικαιούχο. Η επιχορήγηση μπορεί να χορηγείται σε ιδιώτες που, την ημερομηνία αγοράς, ασχολούντο με γεωργική δραστηριότητα ως ιδιοκτήτες τουλάχιστον 0,5 ( 10 ) εκταρίων καλλιεργειών ή 1 εκταρίου άλλης γεωργικής έκτασης για περίοδο ενός έτους τουλάχιστον, σε αγροτεμάχιο συνεχόμενο προς την αγορασθείσα έκταση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα πουλήσουν την αγορασθείσα έκταση και θα τη χρησιμοποιήσουν πραγματικά με μοναδικό σκοπό τη γεωργική παραγωγή επί τουλάχιστον μία πενταετία από την καταβολή της ενίσχυσης. Η επιχορήγηση χορηγείται μόνον εφόσον το συνολικό μέγεθος της υπάρχουσας και της αγοραζόμενης έκτασης υπερβαίνει τις 210 χρυσές κορώνες (Golden Crowns) [μονάδα μετρήσεως της ποιότητας των γεωργικών εκτάσεων στην Ουγγαρία], ή 2 εκτάρια στην περίπτωση γεωργικής έκτασης που χρησιμοποιείται ως αμπελώνας ή οπωρώνας, εάν δεν είναι καταχωρημένη ως δασοκομική έκταση.»

III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

14.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Μαρτίου 2010, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Με διάταξη της 9ης Αυγούστου 2010, επετράπη στη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, στη Δημοκρατία της Λιθουανίας και στη Δημοκρατία της Πολωνίας να παρέμβουν προς υποστήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

15.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα. Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την παρούσα προσφυγή ως αβάσιμη και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Λιθουανία ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη. Η Πολωνία υποστηρίζει τα αιτήματα του Συμβουλίου και ως προς το μέρος κατά το οποίο ζητεί την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

IV – Επί της προσφυγής

16.

Η Επιτροπή προβάλλει τέσσερις λόγους προς στήριξη της προσφυγής της, οι οποίοι αφορούν, αντιστοίχως, αναρμοδιότητα του Συμβουλίου προς έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

Α – Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά αναρμοδιότητα του Συμβουλίου

17.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορά αναρμοδιότητα του Συμβουλίου, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσία ότι η πρόταση κατάλληλων μέτρων όπως διατυπώθηκε στο σημείο 196 των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, σε συνδυασμό με την αποδοχή της προτάσεως αυτής από την Ουγγαρία, συνιστά «απόφαση» με την οποία η Επιτροπή κήρυξε ασύμβατα προς την κοινή αγορά τα καθεστώτα ενισχύσεων που ενέκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση καθ’ όλη τη διάρκεια εφαρμογής των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, ήτοι έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013. Υπενθυμίζοντας τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2004 ( 11 ) και της 22ας Ιουνίου 2006 ( 12 ), για την ανάλυση των οποίων παραπέμπω στα σημεία 27 έως 31 των υπό σημερινή ημερομηνία προτάσεών μου στην υπόθεση C-117/10, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, δυνάμει της αρχής του αμοιβαίου αποκλεισμού, επί της οποίας, σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές, θεμελιώνεται το κριτήριο της κατανομής των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο δεν είναι εν προκειμένω αρμόδιο προς έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

18.

Η αντιπαράθεση των απόψεων των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου εγείρει κατ’ ουσία τρία ζητήματα. Το πρώτο αφορά τον χαρακτήρα των καθεστώτων ενισχύσεων που εγκρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση και στο πλαίσιο αυτού πρέπει ειδικότερα να εκτιμηθεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τα εν λόγω καθεστώτα συμπίπτουν με το καθεστώς που ήταν αντικείμενο της προτάσεως κατάλληλων μέτρων του σημείου 196 των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 ή αν, όπως αντιθέτως υποστηρίζει το Συμβούλιο, συνιστούν νέα και διαφορετική ενίσχυση (βλ. κατωτέρω υπό 1). Το δεύτερο ζήτημα αφορά τα αποτελέσματα της προτάσεως κατάλληλων μέτρων την οποία δέχεται το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος (βλ. κατωτέρω υπό 2). Στο πλαίσιο, τέλος, του τρίτου ζητήματος απαιτείται να προσδιοριστεί η έκταση της προτάσεως κατάλληλων μέτρων του σημείου 196 των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 και της σχετικής αποδοχής της από την Ουγγαρία (βλ. κατωτέρω υπό 3).

1. Επί του καθεστώτος ενισχύσεων που εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση

19.

Κατά την άποψή μου δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τα καθεστώτα ενισχύσεων που περιγράφονται αντιστοίχως στην απόφαση της Επιτροπής της 22ας Νοεμβρίου 2006 και στην προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου είναι ουσιαστικά ταυτόσημα. Εξάλλου, στο έγγραφο της 27ης Νοεμβρίου 2009 που απηύθυνε στο Συμβούλιο, η Ουγγαρία ζητεί ρητώς να εγκρίνει το όργανο αυτό «την παράταση των δύο καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων που εφαρμόζονται κατά την τρέχουσα περίοδο». Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα επιχειρήματα που προβάλει το Συμβούλιο προκειμένου να αποδείξει ότι τα εν λόγω καθεστώτα είναι διαφορετικά, τα οποία επιχειρήματα κατ’ ουσία επιδιώκουν να θεμελιώσουν ότι τα εγκριθέντα με την προσβαλλόμενη απόφαση καθεστώτα έχουν διαφορετικό χρονικό πεδίο εφαρμογής, ότι ωφελούν διαφορετικά πρόσωπα και ότι στηρίζονται σε νέα πραγματικά και νομικά στοιχεία, πρέπει, κατά την άποψή μου, να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 53, 54 και 56 των υπό σημερινή ημερομηνία προτάσεών μου στην υπόθεση C-117/10, στις οποίες ας μου επιτραπεί να παραπέμψω. Ως προς το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι για την εφαρμογή των εγκριθέντων με την προσβαλλόμενη απόφαση καθεστώτων απαιτείται η θέσπιση νέου νομικού πλαισίου, επισημαίνω ότι η Ουγγρική Κυβέρνηση, στο υπόμνημα παρεμβάσεως, δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε κανονιστική τροποποίηση κατ’ ουσία συνδεόμενη με τα καθεστώτα αυτά, τα οποία, αμφότερα, σύμφωνα με την εν λόγω κυβέρνηση, συνεχίζουν να ρυθμίζονται από υπουργικές αποφάσεις του 2007 ( 13 ).

20.

Από την άλλη, γίνεται δεκτό ότι τα καθεστώτα ενισχύσεων τα οποία σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκαν συμβατά με την εσωτερική αγορά αποτελούν «νέα ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 659/1999, καθόσον τα καθεστώτα που ανακοινώθηκαν το 2006 από την Ουγγαρία και εγκρίθηκαν με τις αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2006 προορίζονταν να εφαρμοστούν μόνο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009. Καίτοι, κατ’ αρχήν, προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στο σημείο 17 των προτάσεών μου ότι το συγκεκριμένο γεγονός δεν είναι αυτό καθαυτό σε θέση να αποκλείσει την αρμοδιότητα του Συμβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. υπό την έννοια αυτή σημείο 50 των υπό σημερινή ημερομηνία προτάσεών μου στην υπόθεση C-117/10), εντούτοις, εν προκειμένω, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, είναι καθοριστικής σημασίας. Στο σημείο αυτό αρκεί να επισημανθεί ότι η παράταση της ισχύος των εγκριθέντων το 2006 από την Επιτροπή καθεστώτων πέραν της 31ής Δεκεμβρίου 2009 απαιτούσε νέα κοινοποίηση και νέα λήψη θέσεως εκ μέρους της Επιτροπής υπέρ της συμβατότητάς τους, καθώς τα εν λόγω καθεστώτα δεν ήταν συμβατά με τον κανονισμό 1857/06.

2. Επί των αποτελεσμάτων της προτάσεως κατάλληλων μέτρων την οποία δέχεται το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος

21.

Για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 62 έως 72 των υπό σημερινή ημερομηνία προτάσεών μου στην υπόθεση C-117/10, στις οποίες παραπέμπω, είμαι της άποψης ότι πρόταση κατάλληλων μέτρων την οποία δέχεται το κράτος μέλος προς το οποίο αυτή απευθύνεται συνιστά οριστική θέση της Επιτροπής επί της συμβατότητας του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων και παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ανάλογα με εκείνα αποφάσεως. Κατά την άποψή μου, μια τέτοια πράξη είναι επομένως ικανή, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στο σημείο 17 των προτάσεών μου, να αποκλείσει την έκδοση αντίθετων αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

22.

Ως εκ τούτου, επιβάλλεται να καθοριστεί η έκταση, αφενός, της θέσεως επί της συμβατότητας των ενισχύσεων για την αγορά γεωργικών εκτάσεων την οποία έλαβε η Επιτροπή στο πλαίσιο της προτάσεως κατάλληλων μέτρων που περιλαμβάνεται στο σημείο 196 των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 και, αφετέρου, των υποχρεώσεων που ανέλαβε η Ουγγαρία με την αποδοχή της προτάσεως αυτής. Η ενδεχόμενη διαπίστωση της αναρμοδιότητας του Συμβουλίου προς έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως εξαρτάται στην πραγματικότητα από τα συμπεράσματα αυτής της διπλής εξετάσεως.

3. Επί της εκτάσεως των κατάλληλων μέτρων που περιλαμβάνονται στο σημείο 196 των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 και της αποδοχής της Ουγγαρίας

23.

Στο σημείο 74 των υπό σημερινή ημερομηνία προτάσεών μου στην υπόθεση C-117/10 παρατήρησα ότι, καίτοι είναι αληθές ότι οι γεωργικές κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 υιοθετούν συγκεκριμένη θέση ως προς το κατ’ αρχήν ασύμβατο των ενισχύσεων για επενδύσεις σχετικά με την αγορά γεωργικών εκτάσεων που δεν είναι σύμφωνες με το άρθρο 4, παράγραφος 8, του κανονισμού 1857/2006, η συγκεκριμένη λαμβανόμενη θέση, πάντως, δεν μπορεί αυτή καθαυτήν να θεωρηθεί οριστική, καθώς, σύμφωνα με το ίδιο σημείο 183 των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή οφείλει πάντως, στην περίπτωση των ατομικών ενισχύσεων ή των καθεστώτων που πρόκειται να θεσπιστούν, να διαπιστώσει και να κηρύξει το ασύμβατο αυτών διά της διαδικασίας έρευνας που προβλέπει το άρθρο 108 ΣΛΕΕ. Για τους λόγους αυτούς, απορρίπτω τη θέση της Επιτροπής, η οποία προβλήθηκε εκ νέου στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, ότι οι γεωργικές κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 «κηρύσσουν» ασύμβατες με την εσωτερική αγορά, από 31ης Δεκεμβρίου 2007 έως 31ης Δεκεμβρίου 2013, όλες –και επομένως και εκείνες που δεν έχουν ακόμη θεσπιστεί– τις ενισχύσεις για επενδύσεις σχετικά με την αγορά γεωργικών εκτάσεων που δεν συμμορφώνονται προς τις γραμμές αυτές. Όπως ορθώς, κατά την άποψή μου, παρατήρησε το Συμβούλιο, αποδοχή της απόψεως αυτής θα ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με αναγνώριση στην Επιτροπή κανονιστικής εξουσίας κατά παρέκκλιση της διαδικασίας του άρθρου 108 ΣΛΕΕ.

24.

Στο πλαίσιο αυτό, και δυνάμει του συνδυασμένου αποτελέσματος της προτάσεως κατάλληλων μέτρων που διατυπώνεται στο σημείο 196 των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 και της υποχρεώσεως που αναλαμβάνει το ενδιαφερόμενο κράτος, θεώρησα, στις προαναφερθείσες προτάσεις, ότι η θέση που λαμβάνει η Επιτροπή σχετικά με τα καθεστώτα ενισχύσεων για την αγορά γεωργικών εκτάσεων που ισχύουν στο κράτος μέλος αυτό έχει χαρακτήρα οριστικό και δυνάμενο να αποκλείσει την αρμοδιότητα του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΕΚ (βλ. σημεία 75 και 76).

25.

Πάντως, εν προκειμένω, οι περιστάσεις είναι διαφορετικές και δεν επιτρέπουν να συναχθεί το ίδιο συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, καίτοι είναι αληθές ότι η Ουγγαρία επιβεβαίωσε γραπτώς τη «ρητή και ανεπιφύλακτη» ( 14 ) σύμφωνη γνώμη της με τα προταθέντα από την Επιτροπή μέτρα στο σημείο 196 των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, αναλαμβάνοντας με τον τρόπο αυτό, όπως και τα άλλα κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τη σύμφωνη γνώμη τους, την υποχρέωση να τροποποιήσει τα καθεστώτα της ενισχύσεων για την αγορά γεωργικών εκτάσεων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, εντούτοις τα επίμαχα καθεστώτα έπαυσαν να εφαρμόζονται αυτήν την ίδια ημέρα. Συνάγεται ότι η Ουγγαρία δεν είχε συγκεκριμένη υποχρέωση να προβεί σε τροποποιήσεις και ότι η υποχρέωση την οποία ανέλαβε στην πραγματικότητα έπαυσε να ισχύει ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία άρχισε να στοιχειοθετείται και παράβαση αυτής της υποχρεώσεως.

26.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσέδωσε νόμιμο χαρακτήρα στην παραβίαση της συμφωνίας που συνάφθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ούτε αντιβαίνει στην οριστική θέση που έλαβε η Επιτροπή, αφού, όπως προαναφέρθηκε, τέτοια οριστική θέση υφίσταται μόνο αναφορικά με τα καθεστώτα που μνημονεύονται στη σημείο 196 των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, ήτοι, στην περίπτωση της Ουγγαρίας, αναφορικά με τα καθεστώτα που επρόκειτο να εφαρμοστούν μόνο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009. Θα μπορούσε ενδεχομένως να συναχθεί διαφορετικό συμπέρασμα μόνο αν υποστηριζόταν ότι η Ουγγαρία είχε δεχτεί τις γεωργικές κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 στο σύνολό τους, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να απόσχει από τη θέσπιση καθεστώτων ενισχύσεων για την αγορά γεωργικών εκτάσεων μη συμμορφούμενων προς τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές καθ’ όλη την περίοδο από 31ης Δεκεμβρίου 2009 έως 31ης Δεκεμβρίου 2013. Πάντως, αφενός, η άποψη αυτή, η οποία υποστηρίζεται σε ορισμένα χωρία των υπομνημάτων της Επιτροπής, δεν θα ήταν σύμφωνη με το περιεχόμενο της σύμφωνης γνώμης που ανακοίνωσε η Ουγγαρία στην Επιτροπή που, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 15 Μαρτίου 2008, περιοριζόταν στα κατάλληλα μέτρα του σημείου 196 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Αφετέρου, η άποψη αυτή θα σήμαινε στην πραγματικότητα έγκριση της εφαρμογής του μηχανισμού που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ρυθμίζεται από τα άρθρα 18 και 19 του κανονισμού 659/1999, καθ’ υπέρβαση όμως του πεδίου εφαρμογής του, ήτοι της διαρκούς εξετάσεως των καθεστώτων υφιστάμενων ενισχύσεων.

27.

Τέλος, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι με τις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 η Επιτροπή λαμβάνει θέση υπέρ της μη συμβατότητας με την εσωτερική αγορά των ενισχύσεων για επενδύσεις σχετικά με την αγορά γεωργικών εκτάσεων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του κανονισμού 1857/2006, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, πάντως δεν μπορεί να θεωρηθεί μια τέτοια θέση ικανή να αποκλείσει την αρμοδιότητα του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ χωρίς τροποποίηση της νομολογίας που μνημονεύεται στη σημείο 17 των προτάσεών μου, σύμφωνα με την οποία μόνο η οριστική θέση δύναται να επιφέρει το αποτέλεσμα αυτό. Καίτοι ενδεχομένως φαίνεται υπερβολικά τυπολατρική, η λύση που προτείνω στο Δικαστήριο εν προκειμένω προκύπτει ως η μόνη σύμφωνη με την ερμηνεία των κριτηρίων για την κατανομή των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 108 ΣΛΕΕ στην οποία προέβη το Δικαστήριο με τη νομολογία αυτή.

4. Συμπεράσματα σχετικά με την αρμοδιότητα του Συμβουλίου προς έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

28.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον πρώτο λόγο ακυρώσεως της Επιτροπής ο οποίος αφορά αναρμοδιότητα του Συμβουλίου.

Β – Επί του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν αντιστοίχως κατάχρηση εξουσίας και αθέτηση της υποχρεώσεως ειλικρινούς συνεργασίας

29.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσία ότι με την έγκριση των μέτρων ενισχύσεων που κρίθηκαν ασύμβατα με την κοινή αγορά στο σημείο 196 των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, το Συμβούλιο έκανε χρήση της αρμοδιότητας που του απονέμει το άρθρο 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ για σκοπούς διάφορους των προβλεπομένων από τη Συνθήκη. Κατά την άποψή της, η διάταξη αυτή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, επιτρέπει στο Συμβούλιο να κρίνει συμβατή με την κοινή αγορά ενίσχυση την οποία η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εγκρίνει, αλλά δεν παρέχει στο εν λόγω όργανο την εξουσία να καταστήσει ανεφάρμοστη την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τη συμβατότητα ενισχύσεως περιλαμβανόμενης σε πράξη δεσμευτικής ισχύος.

30.

Συμφωνώ συναφώς με την παραδοχή επί της οποίας στηρίζεται ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως, ήτοι ότι το σημείο 196 των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 σε συνδυασμό με την αποδοχή από την Ουγγαρία των κατάλληλων μέτρων που προτείνονται εκεί σημαίνει ότι η Επιτροπή έλαβε οριστική και δεσμευτική θέση σχετικά με τη συμβατότητα με την κοινή αγορά των μέτρων που είναι κατ’ ουσία όμοια με τα μέτρα τα οποία αφορούσε η προσβαλλόμενη απόφαση. Πάντως, από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως προκύπτει ότι αυτή η θέση, η οποία αφορούσε καθεστώς που έληγε, όπως και η υποχρέωση τροποποιήσεώς του την οποία ανέλαβε η Ουγγαρία, στις 31 Δεκεμβρίου 2009, δεν μπορούσε να παραγάγει τα αποτελέσματά της πέραν της ως άνω ημερομηνίας.

31.

Ως εκ τούτου, φρονώ ότι και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως ο οποίος αφορά κατάχρηση εξουσίας πρέπει να απορριφθεί.

32.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο απήλλαξε την Ουγγαρία από την υποχρέωση συνεργασίας που υπέχει στο πλαίσιο της διαρκούς εξετάσεως των υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων όπως προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και από την υποχρέωση την οποία είχε αναλάβει αποδεχόμενη τα κατάλληλα μέτρα που πρότεινε η Επιτροπή. Το Συμβούλιο με τον τρόπο αυτό διατάραξε τη θεσμική ισορροπία που καθιερώνει η Συνθήκη, θίγοντας τις αρμοδιότητες τις οποίες η Συνθήκη απονέμει στην Επιτροπή.

33.

Κατά την άποψή μου, πρέπει να απορριφθεί και ο υπό εξέταση λόγος. Πράγματι αυτός εδράζεται επί της παραδοχής ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρεμβαίνει στο πεδίο της υποχρεώσεως που είχε αναλάβει η Ουγγαρία έναντι της Επιτροπής για τροποποίηση των υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων για την αγορά εκτάσεων προκειμένου να τα καταστήσει συμβατά με τις γεωργικές κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013. Καθώς η υποχρέωση αυτή δεν εκπληρώθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2009, ημερομηνία λήξεως της ισχύος των εν λόγω καθεστώτων, η παρέμβαση την οποία επικαλείται η Επιτροπή δεν αποδείχθηκε, ανεξαρτήτως κάθε άλλης εκτιμήσεως.

Γ – Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων και παραβίαση της Συνθήκης και των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου

34.

Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή προβάλλει κατ’ ουσία δύο αιτιάσεις τις οποίες, στη συνέχεια, θα εξετάσω χωριστά. Πρώτον, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διότι οι περιστάσεις που προβάλλονται για τη δικαιολόγηση των εγκεκριμένων μέτρων ενισχύσεως δεν έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι τα μέτρα αυτά είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς και ειδικότερα λόγω της διάρκειας της χορηγηθείσας εγκρίσεως.

35.

Όσον αφορά εν γένει την έννοια των «εξαιρετικών περιστάσεων» κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τη φύση και την έκταση της διακριτικής εξουσίας του Συμβουλίου κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του απονέμει το εν λόγω άρθρο και τα όρια του ελέγχου του Δικαστηρίου επί των αποφάσεων που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου αυτού, ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στις εκτιμήσεις στα σημεία 86 και 87 των υπό σημερινή ημερομηνία προτάσεών μου στην υπόθεση C-117/10.

1. Επί της πρώτης αιτιάσεως η οποία αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

36.

Η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως εμφανίζει ως εξαιρετικές περιστάσεις ορισμένα διαρθρωτικά προβλήματα του γεωργικού τομέα στην Ουγγαρία. Παραπέμπει ειδικότερα στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως αυτής, όπου αναφέρεται η «δυσμενής κατανομή των γαιών» λόγω της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως που είχε ξεκινήσει η Ουγγαρία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η οποία οδήγησε «σε πολλές περιπτώσεις σε τεμαχισμένες ή αδιαίρετες κοινές ιδιοκτησίες αγροτικών εκτάσεων». Η Επιτροπή υποστηρίζει, επίσης, ότι το Συμβούλιο εσφαλμένως εμφάνισε ως εξαιρετική περίσταση «την εξέλιξη των συνθηκών της αγοράς» και, ειδικότερα, την αύξηση του κόστους παραγωγής και τη μικρή αποδοτικότητα της γεωργικής παραγωγής, που αναφέρονται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τέλος, όσον αφορά τους παράγοντες που αναφέρονται στην τρίτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι την «έλλειψη κεφαλαίων εκ μέρους των γεωργών», «τα υψηλά επιτόκια για τα επιχειρηματικά δάνεια αγοράς γεωργικών εκτάσεων» και «τα αυστηρότερα κριτήρια των τραπεζών για τη χορήγηση δανείων στους γεωργούς», καθώς και τον παράγοντα που αναφέρεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη, ήτοι τον κίνδυνο «να αυξηθεί η κερδοσκοπική αγορά εκτάσεων από οικονομικούς φορείς που ενώ δε συμμετέχουν στη γεωργική δραστηριότητα έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε κεφάλαια», όπως επίσης και εκείνους που αναφέρονται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη, ήτοι την αύξηση του ποσοστού ανεργίας και τη μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ουγγαρίας στη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία, μεταξύ των ετών 2008 και 2009, όπως αναφέρονται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο πρώτος παράγοντας είναι διαρθρωτικής φύσεως, ενώ οι λοιποί, συνέπειες της οικονομικής κρίσεως, δεν λειτουργούν ανεξάρτητα από τη γενική κατάσταση που αναφέρεται στην τρίτη και τέταρτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως.

37.

Κατ’ αρχάς, επισημαίνω συναφώς ότι, κατά την άποψή μου, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το στοιχείο που αναφέρεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι «η δυσμενής κατανομή των γαιών», δεν αποτελεί αυτό καθαυτό εξαιρετική περίσταση κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεδομένης της διαρθρωτικής του φύσεως η οποία δεν αμφισβητήθηκε ούτε από το Συμβούλιο ούτε από την Ουγγαρία, καθώς και του συγκυριακού χαρακτήρα του.

38.

Πάντως, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει το προσφεύγον όργανο, στην οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως, το στοιχείο αυτό, όπως και η «χαμηλή οικονομική βιωσιμότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων» της Ουγγαρίας, δεν εμφανίζεται ως εξαιρετική περίσταση αλλά, πιο συγκεκριμένα, ως παράγων ο οποίος χαρακτηρίζει τη διάρθρωση της ουγγρικής γεωργικής οικονομίας, η αναφορά στον οποίο συναρτάται προπαντός με την αξιολόγηση των επιπτώσεων οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που προκάλεσε η ύφεση, πρωταρχικό στοιχείο επί του οποίου, σύμφωνα με την τρίτη και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως αυτής, εδράζεται η δικαιολόγηση των εγκριθέντων μέτρων. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την έλλειψη ιδίων κεφαλαίων των γεωργών, σχετικά με την οποία η Επιτροπή περιορίζεται στην επίκληση του διαρθρωτικού χαρακτήρα της, χωρίς πάντως να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία.

39.

Από την άλλη, από την απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-122/94, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, προκύπτει σαφώς ότι, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του άρθρου 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρέχεται στο Συμβούλιο η δυνατότητα να στηριχθεί στη διατήρηση ή στην επιδείνωση των διαρθρωτικών προβλημάτων ορισμένου τομέα της οικονομίας προκειμένου να εκτιμηθούν οι συνέπειες μίας δυσμενούς συγκυρίας επί του τομέα αυτού ( 15 ).

40.

Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η αύξηση του ποσοστού ανεργίας, η αύξηση [των τιμών] των συντελεστών παραγωγής και η μείωση της αποδοτικότητας, παράγοντες οι οποίοι χαρακτήρισαν τον γεωργικό τομέα, καθώς και η ίδια η οικονομική κρίση αφορούσαν το σύνολο των κρατών μελών, υπενθυμίζω ότι, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι δεδομένη κατάσταση μπορεί να αφορά προσωρινώς περισσότερα κράτη μέλη, ή ενδεχομένως να αφορά διάφορους τομείς της οικονομίας, δεν αποκλείει ότι μπορεί παρά ταύτα να συνιστά περίσταση κρίσιμη για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ( 16 ), ιδίως λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνεπειών επί του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Η Επιτροπή δεν αποκλείει εξάλλου το ενδεχόμενο μια γενικευμένη κατάσταση οικονομικής κρίσεως, η οποία αποτελεί τον κύριο παράγοντα επί του οποίου στηρίχθηκε το Συμβούλιο στην προσβαλλόμενη απόφαση, να μπορεί εν γένει να αποτελεί εξαιρετική περίσταση.

41.

Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως όσον αφορά τη συνδρομή περιστάσεων δυνάμενων να δικαιολογήσουν την έκδοση αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

2. Επί του ανεπαρκούς και δυσανάλογου χαρακτήρα των εγκριθέντων με την προσβαλλόμενη απόφαση μέτρων

42.

Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι τα μέτρα ενισχύσεων για την αγορά εκτάσεων δεν συμβάλλουν στην επίλυση του προβλήματος που μνημονεύεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι της «δυσμενούς κατανομής των γαιών». Υποστηρίζει ότι, στο έγγραφό τους προς το Συμβούλιο της 27ης Νοεμβρίου 2009, οι ίδιες οι ουγγρικές αρχές διατύπωσαν αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα υπό την έννοια αυτή των εν λόγω μέτρων και ότι τα στοιχεία που προσαρτήθηκαν στο έγγραφο αυτό καταδεικνύουν ότι το μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων δεν αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ των ετών 2005 και 2007 παρά τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των δύο εφαρμοζόμενων στην Ουγγαρία καθεστώτων. Κατ’ αρχάς, παρατηρώ συναφώς ότι καίτοι οι «τεμαχισμένες ή αδιαίρετες κοινές ιδιοκτησίες αγροτικών εκτάσεων» συνιστούν διαρθρωτικό στοιχείο επί του οποίου στηρίχθηκε το Συμβούλιο στην προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να περιγράψει την κατάσταση του γεωργικού τομέα στην Ουγγαρία, παρά ταύτα η βελτίωση της διαρθρώσεως αυτής δεν παρουσιάζεται ρητώς ως αυτοτελής σκοπός επιδιωκόμενος από την προσβαλλόμενη απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν βάσει των στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή προέκυπτε ότι μόνο μια μικρή αύξηση του μέσου μεγέθους των ουγγρικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων μπορεί να αποδοθεί στην εφαρμογή των καθεστώτων ενισχύσεων για την αγορά γεωργικών εκτάσεων στην Ουγγαρία, τούτο, κατά την άποψή μου, δεν αρκεί αυτό καθαυτό προκειμένου να αποδείξει ότι το Συμβούλιο προδήλως υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεώς του κρίνοντας ότι τα εγκριθέντα με την προσβαλλόμενη απόφαση μέτρα ήταν επαρκή για την επιδίωξη ειδικότερα των σκοπών που αναφέρονται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι προκειμένου να «μπορούν να βοηθήσουν στη διάσωση των βιοτικών πόρων πολλών αγροτικών οικογενειών στην παρούσα κρίση, δημιουργώντας τις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε να μειωθεί το κόστος παραγωγής και να βελτιωθεί η αποδοτικότητα της γεωργικής παραγωγής, σταματώντας έτσι την αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας στις αγροτικές περιοχές». Ομοίως, δεν θεωρώ ότι μόνο το γεγονός ότι φαινόμενα όπως τα υψηλά επιτόκια των δανείων για την αγορά γεωργικών εκτάσεων και τα αυστηρότερα κριτήρια των τραπεζών για τη χορήγηση δανείων στους γεωργούς είχαν παρατηρηθεί όταν ακόμη η εφαρμογή των καθεστώτων ενισχύσεων για επενδύσεις σχετικά με την αγορά γεωργικών εκτάσεων ήταν επιτρεπτή βάσει του μεταβατικού καθεστώτος που προβλέπουν οι γεωργικές κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 αρκεί, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, να αποδείξει ότι τα εν λόγω καθεστώτα είναι προδήλως ακατάλληλα για την επιδίωξη του σκοπού της βελτιώσεως των προοπτικών της προσβάσεως των γεωργών στα δάνεια αυτά.

43.

Δεύτερον, η Επιτροπή αναφέρει ότι, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσεως, είχε εκδώσει το 2009 ειδική ανακοίνωση σχετικά με το προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης ( 17 ) (στο εξής: προσωρινό πλαίσιο), βάσει του οποίου, κατόπιν ορισμένων διαδοχικών τροποποιήσεων ( 18 ), εγκρίνονταν διάφορα είδη παρεμβάσεων των κρατών μελών υπέρ των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, μεταξύ των οποίων, ειδικότερα, προσωρινή ενίσχυση ύψους έως 15000 ευρώ έως τα τέλη του 2010. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μη λαμβάνοντας υπόψη την ενίσχυση αυτή, η οποία αποβλέπει συγκεκριμένα στην αντιμετώπιση των ίδιων προβλημάτων που συνδέονται με την κρίση, και μη εξετάζοντας ειδικότερα αν αυτή η ενίσχυση θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα συγκεκριμένα προβλήματα, το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Η Επιτροπή υποστηρίζει, επίσης, ότι το Συμβούλιο όφειλε να λάβει υπόψη και λοιπά εργαλεία ενισχύσεων θεσπισθέντα από την Επιτροπή ή από το ίδιο το Συμβούλιο, τα οποία αποβλέπουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που επισημαίνονται με την προσβαλλόμενη απόφαση και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από την Ουγγαρία προς τον σκοπό αυτό. Τέλος, όσον αφορά τον κίνδυνο που αναφέρεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή την αύξηση της κερδοσκοπικής αγοράς εκτάσεων από οικονομικούς φορείς που ενώ δεν συμμετέχουν στη γεωργική δραστηριότητα έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε κεφάλαια, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τις διατάξεις της Πράξεως Προσχωρήσεως του 2003 οι οποίες προβλέπουν για την Ουγγαρία μεταβατική περίοδο επτά ετών, με δυνατότητα παρατάσεως για ακόμη τρία έτη, κατά τη διάρκεια της οποίας εγκρίθηκαν περιοριστικά μέτρα σχετικά με την αγορά γεωργικών εκτάσεων από κατοίκους αλλοδαπής ( 19 ).

44.

Δεδομένων των επιχειρημάτων της Επιτροπής, προκύπτει η αναγκαιότητα να εξεταστεί αν, και σε ποιο βαθμό, απόκειται στο Συμβούλιο να λάβει υπόψη τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί σε επίπεδο Ένωσης για την αντιμετώπιση των καταστάσεων που, κατά το αιτούν κράτος μέλος, συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις. Εν προκειμένω, στηριζόμενος στις εκτιμήσεις που εκτίθενται στο σημείο 96 των υπό σημερινή ημερομηνία προτάσεών μου στην υπόθεση C‑117/10, στις οποίες παραπέμπω, θεωρώ ότι το Συμβούλιο οφείλει να λάβει τουλάχιστον υπόψη, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τα προϋπάρχοντα μέτρα που προορίζονται ειδικώς για την αντιμετώπιση καταστάσεων ικανών να δικαιολογήσουν την έγκριση των επίμαχων ενισχύσεων ( 20 ), χωρίς όμως τούτο να ανάγεται σε υποχρέωση του Συμβουλίου για εξέταση, ή αναφορά στην απόφασή του, του συνόλου των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό ζήτημα.

45.

Εν προκειμένω, δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Συμβούλιο είχε εξετάσει αν η Ουγγαρία είχε κάνει χρήση των προσφερόμενων δυνατοτήτων του προσωρινού πλαισίου και τα αποτελέσματα που είχαν επιφέρει οι ενδεχομένως βάσει αυτού πραγματοποιηθείσες παρεμβάσεις ( 21 ). Επισημαίνω, πάντως, ότι η άμεση ενίσχυση μικρού χρηματικού ποσού στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή, αφενός, όσον αφορά την άμβλυνση των οικονομικών επιπτώσεων λόγω της κρίσεως, δεν προοριζόταν ειδικώς στην προώθηση των επενδύσεων για τη βελτίωση της διαρθρώσεως των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και, αφετέρου, μπορούσε να χορηγηθεί μόνο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, όπως εξάλλου αναφέρει η Ουγγαρία στο από 27 Νοεμβρίου 2009 έγγραφό της προς το Συμβούλιο. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Συμβούλιο βασίμως μπορούσε να θεωρήσει, κατά την άποψή μου, ότι μια περισσότερο στοχευμένη παρέμβαση, μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας, θα μπορούσε είτε να επιδιώξει, ενδεχομένως σε συνδυασμό με άλλα εργαλεία, τον σκοπό της αμβλύνσεως των συνεπειών της οικονομικής κρίσεως και ειδικότερα της δυσκολίας των γεωργών να εξασφαλίσουν πιστώσεις είτε να αντιμετωπίσει επαρκέστερα τα διαρθρωτικά προβλήματα της ουγγρικής γεωργικής οικονομίας. Ομοίως, καίτοι απέκειτο, κατά την άποψή μου, στο Συμβούλιο να συνεκτιμήσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τις ενέργειες για την αντιμετώπιση της ανεργίας στους γεωργούς που προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινοτικής πολιτικής για την αγροτική ανάπτυξη σύμφωνα με τον κανονισμό 1698/2005 ( 22 ), η παράλειψη αυτή, κατά την άποψή μου, δεν αρκεί αυτή καθαυτήν για να αμφισβητήσει τον νόμιμο χαρακτήρα της εν λόγω αποφάσεως, δεδομένου ότι η απόφαση θεμελιώνεται σε πληθώρα λόγων και σε συνολική εκτίμηση της καταστάσεως του επίμαχου τομέα σε δεδομένη χρονική συγκυρία. Αντιθέτως, δεν θεωρώ ότι το Συμβούλιο έφερε ειδική υποχρέωση να λάβει υπόψη, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τον κανονισμό 1535/2007 ( 23 ), καθώς πρόκειται για εργαλείο το οποίο δεν προορίζεται αμέσως για την επιδίωξη των σκοπών που μνημονεύονται στην απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, το καθεστώς που εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση σκοπό έχει να προωθήσει τις επενδύσεις σχετικά με την αγορά γεωργικών εκτάσεων και επομένως λειτουργεί σε διαφορετικό επίπεδο σε σχέση με τον εν λόγω κανονισμό. Όσον αφορά τις διατάξεις της Πράξεως Προσχωρήσεως του 2003 οι οποίες επέτρεπαν στην Ουγγαρία να διατηρήσει μεταβατικώς περιορισμούς στην αγορά γεωργικών εκτάσεων από κατοίκους της αλλοδαπής, το Συμβούλιο ορθώς επισημαίνει ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι πάντως σε θέση να αποτρέψουν την κερδοσκοπία εκ μέρους Ούγγρων πολιτών ή πολιτών άλλων κρατών μελών της Ένωσης εγκατεστημένων στην Ουγγαρία.

46.

Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η χρονική παράταση των εγκριθέντων μέτρων και η διατήρηση των αποτελεσμάτων που επιφέρουν (προκειμένου για χρηματοδότηση δανείων μακράς διάρκειας), καθιστούν τα μέτρα δυσανάλογα.

47.

Κατά την άποψή μου, από τον εξαιρετικό χαρακτήρα της αρμοδιότητας του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η παρέκκλιση την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη και να χορηγείται μόνο για την περίοδο που είναι απολύτως αναγκαία για την αντιμετώπιση των περιστάσεων που προβάλλονται προς θεμελίωση της αποφάσεως ( 24 ). Τούτο συνεπάγεται ότι όταν μία απόφαση δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αφορά καθεστώτα ενισχύσεων που πρόκειται να εφαρμοστούν για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως εν προκειμένω, απόκειται στο Συμβούλιο να προσδιορίσει σαφώς τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι είναι αναγκαία, υπό το πρίσμα των περιστάσεων που επικαλείται προς στήριξη της διαπιστώσεως της συμβατότητας. Εν προκειμένω, καίτοι είναι αληθές ότι το έγγραφο των ουγγρικών αρχών προς το Συμβούλιο της 27ης Νοεμβρίου 2009 και η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνουν μόνο περιορισμένες αναφορές στους λόγους για τους οποίους κρίνεται αναγκαία η έγκριση των επίμαχων καθεστώτων για τέσσερα έτη, τούτοι μπορούν να συναχθούν από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και από τη φύση των εγκριθέντων μέτρων, από τα προβλήματα τα οποία τα μέτρα αυτά όφειλαν να επιλύσουν και από τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Εξάλλου, το Συμβούλιο περιέλαβε στα υπομνήματά του συμπληρωματικές αναφορές.

48.

Όσον αφορά την ουσία της αιτιάσεως της Επιτροπής, επισημαίνω ότι στηρίζεται κυρίως στη διαπίστωση της συμπτώσεως της διάρκειας της παρεκκλίσεως που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση και της διάρκειας εφαρμογής των γεωργικών κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, η οποία, κατά το προσφεύγον όργανο, καταδεικνύει ότι η επιλογή του Συμβουλίου απηχεί μάλλον τη βούλησή του να ματαιώσει την εφαρμογή αυτών των κατευθυντήριων γραμμών παρά τη βούλησή του να περιορίσει την παρέκκλιση αποκλειστικώς στον βαθμό που είναι απολύτως αναγκαία για τη διόρθωση των ανισορροπιών που διαπιστώθηκαν. Όμως, καίτοι αναγνωρίζω αυτή τη σύμπτωση, θεωρώ ότι, λαμβανομένων υπόψη των μακροπρόθεσμων σκοπών στην επιδίωξη των οποίων αποβλέπει η απόφαση και των αποτελεσμάτων, τα οποία επίσης είναι δυνατόν να διατηρηθούν επί μακρόν, των επιπτώσεων της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσεως, που προβάλλονται ως εξαιρετικές περιστάσεις προς θεμελίωση της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι, με την έγκριση των επίμαχων καθεστώτων για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2010 έως 31ης Δεκεμβρίου 2013, το Συμβούλιο υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής εξουσίας που έχει κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του άρθρου 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

V – Πρόταση

49.

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και

να διαπιστώσει ότι τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη φέρουν τα έξοδά τους.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

( 2 ) ΕΕ 2009, L 348, σ. 55.

( 3 ) Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 236, ειδικότερα σ. 798).

( 4 ) ΕΕ L 83, σ. 1.

( 5 ) ΕΕ 2000, C 28, σ. 2.

( 6 ) ΕΕ 2006, C 319, σ. 1.

( 7 ) ΕΕ C 70, σ. 11.

( 8 ) ΕΕ 2005, C 147, σ. 2.

( 9 ) Αποφάσεις N 795/2006 «Ενίσχυση για την αγορά εκτάσεων υπό μορφή δανείων με ευνοϊκούς όρους» και N 796/2006 «Ενίσχυση για τη συνένωση των εκτάσεων», ΕΕ 2007, C 68, σ. 11 και 12. Από την ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα προκύπτει ότι τα δύο καθεστώτα ίσχυαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008. Στο κείμενο, όμως, των αποφάσεων δεν επιβεβαιώνεται ο περιορισμός αυτός, γεγονός που προφανώς πρέπει να αποδοθεί σε τυπικό σφάλμα. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η ανακοίνωση περιλάμβανε αίτημα για την έγκριση των καθεστώτων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009.

( 10 ) Σύμφωνα με το διορθωτικό που δημοσιεύτηκε στην ΕΕ 2012, L 326, σ. 55.

( 11 ) Υπόθεση C-110/02, Eπιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2004, σ. I-6333).

( 12 ) Υπόθεση C-399/03, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-5629).

( 13 ) Απόφαση 99/2007 του Υπουργού Γεωργίας και Γεωργικής Ανάπτυξης σχετικά με την ενίσχυση για την αγορά γεωργικών εκτάσεων με σκοπό τη συνένωση των εκτάσεων (Magyar Közlöny 2007/112) και απόφαση 17/2007 του Υπουργού Γεωργίας και Γεωργικής Ανάπτυξης σχετικά με την επιδότηση των επιτοκίων των δανείων για τη βελτίωση των εκτάσεων (Magyar Közlöny 2007/34). Βλ. επίσης έγγραφο των ουγγρικών αρχών προς το Συμβούλιο της 27ης Νοεμβρίου 2009.

( 14 ) Βλ. την ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 15 Μαρτίου 2008, ΕΕ C 70.

( 15 ) Συλλογή 1996, σ. I‑881, σκέψη 21.

( 16 ) Ανάλογο επιχείρημα της Επιτροπής απορρίφθηκε στη σκέψη 22 της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 29ης Φεβρουαρίου 1996, Επιτροπή κατά Συμβουλίου.

( 17 ) ΕΕ C 83, σ. 1.

( 18 ) Ανακοίνωση της Επιτροπής γα την τροποποίηση του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης, με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση στη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (ΕΕ 2009, C 261, σ. 2).

( 19 ) Βλ. παράρτημα X της Πράξεως Προσχωρήσεως του 2003, κεφάλαιο 3 «Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων», σημείο 2.

( 20 ) Υπό την έννοια αυτή, βλ. επίσης τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Γ. Κοσμά στην προπαρατεθείσα υπόθεση C‑122/94, ιδίως σημείο 85.

( 21 ) Επισημαίνω, πάντως, ότι στο από 27 Νοεμβρίου 2009 έγγραφο προς το Συμβούλιο, οι ουγγρικές αρχές εξέθεσαν τους λόγους για τους οποίους υποστήριζαν ότι το προσωρινό πλαίσιο δεν αρκούσε για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που είχε επιφέρει η οικονομική και η χρηματοπιστωτική κρίση.

( 22 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 277, σ. 1).

( 23 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1535/2007 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis) στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 337, σ. 35).

( 24 ) Υπό την έννοια αυτή, βλ. προπαρατεθείσα απόφαση C-122/94, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (σκέψη 25).