ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 8ης Σεπτεμβρίου 2011 ( 1 )

Υπόθεση C-17/10

Toshiba Corporation κ.λπ.

[αίτηση του Krajský soud v Brně (Τσεχική Δημοκρατία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ανταγωνισμός — Σύμπραξη που λειτουργεί σε διεθνή κλίμακα με συνέπειες στην επικράτεια της ΕΕ, του ΕΟΧ και των κρατών μελών που προσχώρησαν την 1η Μαΐου 2004 — Άρθρο 81 EΚ και άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ — Δίωξη και κολασμός παραβάσεων για τον χρόνο πριν από και μετά την ημερομηνία προσχωρήσεως — Πρόστιμα — Οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού — Αρχή ne bis in idem — Άρθρο 3, παράγραφος 1, και άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 — Συνέπειες της προσχωρήσεως νέου κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση»

I – Eισαγωγή

1.

Πόσες αρχές ανταγωνισμού στην Ευρώπη μπορούν να επιληφθούν μιας και της αυτής συμπράξεως και να επιβάλουν κυρώσεις κατά των μετεχουσών σ’ αυτήν επιχειρήσεων; Αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα το οποίο καλείται να διευκρινίσει το Δικαστήριο με την παρούσα διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Στο πλαίσιο του ζητήματος αυτού ανακύπτουν όχι μόνο βασικά προβλήματα οριοθετήσεως των αρμοδιοτήτων μεταξύ των ευρωπαϊκών αρχών ανταγωνισμού, αλλά και λεπτές πτυχές της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως όσον αφορά την απαγόρευση της δίκης ή της ποινικής καταδίκης ενός προσώπου δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (ne bis in idem). Η σημασία των ζητημάτων αυτών για τη λειτουργία του νέου πλαισίου εφαρμογής του δικαίου των συμπράξεων, όπως αυτό εισήχθη την 1η Μαΐου 2004 με τον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 ( 2 ), δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Επιπλέον, παρέχεται στο Δικαστήριο η ευκαιρία να αναπτύξει περαιτέρω την ηλικίας άνω των 40 ετών νομολογία του Walt-Wilhelm ( 3 ).

2.

Η παρούσα διαδικασία ανάγεται σε μια σύμπραξη που λειτουργεί σε διεθνή κλίμακα και αποκαλύφθηκε το 2004, στην οποία συμμετείχαν πολλές γνωστές ευρωπαϊκές και ιαπωνικές επιχειρήσεις από τον κλάδο της ηλεκτροτεχνικής. Κατά των επιχειρήσεων αυτών στράφηκαν πλείονες αρχές ανταγωνισμού και επέβαλαν χρηματικά πρόστιμα εκατομμυρίων: σε ενωσιακό μεν επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την ιδιότητά της ως αρχής ανταγωνισμού του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (EΟΧ), σε εθνικό δε επίπεδο, μεταξύ άλλων, η τσεχική αρχή προστασίας του ανταγωνισμού ( 4 ).

3.

Η τσεχική αρχή ανταγωνισμού εφάρμοσε μόνο την εθνική νομοθεσία περί συμπράξεων και εξέτασε μόνο τις συνέπειες της συμπράξεως στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας, και μάλιστα για χρονική περίοδο πριν από την 1η Μαΐου 2004, δηλαδή την ημερομηνία προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πάντως, η σχετική διαδικασία ελέγχου των συμπράξεων κινήθηκε πολύ μετά την 1η Μαΐου 2004, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή είχε ήδη κινήσει διαδικασία δυνάμει του κανονισμού 1/2003. Επίσης, η απόφαση περί επιβολής προστίμου της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού εκδόθηκε μετά την απόφαση της Επιτροπής.

4.

Εν προκειμένω αμφισβητείται ενώπιον του δικαστηρίου το αν οι ενέργειες της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού ήσαν σύννομες. Η Toshiba και πολλοί άλλοι από τους μετέχοντες στη σύμπραξη προσάπτουν στην τσεχική αρχή ανταγωνισμού ότι υπερέβη, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, την αρμοδιότητα για τον κολασμό των παραβάσεων της νομοθεσίας περί συμπράξεων, επειδή η Επιτροπή είχε ήδη κινήσει διαδικασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επιπλέον, επικαλούνται την αρχή ne bis in idem.

II – Το νομικό πλαίσιο

Α Το δίκαιο της Ένωσης

5.

Σε ενωσιακό επίπεδο, το νομικό πλαίσιο της υποθέσεως αυτής καθορίζεται, εκτός από την Πράξη Προσχωρήσεως του 2003 ( 5 ), αφενός, από το άρθρο 81 EΚ (στο εξής: άρθρο 101 ΣΛΕΕ), το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ ( 6 ) και τα άρθρα 49 και 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 7 ), καθώς και, αφετέρου, από τον κανονισμό 1/2003. Συμπληρωματικά, πρέπει να αναφερθεί η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών του ανταγωνισμού («ανακοίνωση περί δικτύου») ( 8 ).

1. Οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου

6.

Η προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πραγματοποιήθηκε με ισχύ από την 1η Μαΐου 2004 ( 9 ). Το άρθρο 2 της Πράξεως προσχωρήσεως περιέχει τον ακόλουθο κανόνα όσον αφορά τον χρόνο της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στην Τσεχική Δημοκρατία και στα εννέα άλλα νέα κράτη μέλη:

«Από την ημερομηνία προσχώρησης, οι διατάξεις των αρχικών Συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση θεσπισθείσες πράξεις των οργάνων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται σε αυτά, υπό τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες αυτές και στην παρούσα Πράξη.»

7.

Κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται, μεταξύ άλλων, όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

8.

Το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ περιέχει απαγόρευση των συμπράξεων με το ίδιο περιεχόμενο προς το άρθρο 81 ΕΚ, της οποίας το πεδίο εφαρμογής εκτείνεται στο σύνολο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

9.

Η αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege καθιερώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων:

«Κανείς δεν μπορεί να καταδικασθεί για πράξη ή παράλειψη, η οποία δεν αποτελούσε, κατά τη στιγμή της τέλεσής της, αδίκημα κατά το εθνικό ή το διεθνές δίκαιο. Ούτε επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη η οποία ίσχυε κατά τη στιγμή της τέλεσης του αδικήματος. Εάν, μετά την τέλεση του αδικήματος, προβλεφθεί με νόμο ελαφρύτερη ποινή, επιβάλλεται αυτή η ποινή.»

10.

Η απαγόρευση της επιβολής διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη πράξη (αρχή ne bis in idem) διατυπώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ως εξής:

«Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο.»

2. Οι παραγώγου δικαίου διατάξεις του κανονισμού 1/2003

11.

Η «σχέση μεταξύ [του άρθρου 81 ΕΚ] […] και των εθνικών νομοθεσιών ανταγωνισμού» ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του κανονισμού 1/2003 ως εξής:

«(1)   Οσάκις οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ], οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφαρμόζουν επίσης το άρθρο 81 [ΕΚ] στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές. […]

(2)   Η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση συμφωνιών, αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, αλλά οι οποίες δεν περιορίζουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] ή οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 81, παράγραφος 3, [ΕΚ] ή καλύπτονται από κανονισμό για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, [ΕΚ]. Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν και να εφαρμόζουν στο έδαφός τους αυστηρότερες εθνικές διατάξεις οι οποίες να απαγορεύουν ή να επιβάλλουν κυρώσεις σε μονομερή συμπεριφορά στην οποία επιδίδονται επιχειρήσεις.

(3)   Με την επιφύλαξη των γενικών αρχών και λοιπών διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας, οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται όταν οι αρχές ανταγωνισμού και τα δικαστήρια των κρατών μελών εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία περί ελέγχου των συγχωνεύσεων, ούτε αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που επιδιώκουν κατ’ εξοχήν στόχο διάφορο του επιδιωκομένου από τα άρθρα 81 και 82 [ΕΚ].»

12.

Με τον τίτλο «Συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών», το άρθρο 11, παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 περιέχει επιπλέον τον ακόλουθο κανόνα:

«Η κίνηση διαδικασίας με σκοπό την έκδοση απόφασης κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου ΙΙΙ από την Επιτροπή συνεπάγεται την απώλεια από τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών της αρμοδιότητάς τους να εφαρμόζουν τα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ].»

13.

Τέλος, το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, με τον τίτλο «Ομοιόμορφη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού», προβλέπει τα εξής:

«Όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών αποφαίνονται για συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 [ΕΚ, οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν δύνανται να λαμβάνουν αποφάσεις που να συγκρούονται με την απόφαση που έχει λάβει η Επιτροπή.»

14.

Τις προαναφερθείσες διατάξεις επεξηγούν οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 9, 15, 17, 18, 22 και 34 του προοιμίου του κανονισμού 1/2003, οι οποίες έχουν, αποσπασματικά, ως ακολούθως:

«(8)

Για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού και η ορθή λειτουργία των μηχανισμών συνεργασίας που περιλαμβάνει ο παρών κανονισμός, είναι απαραίτητο να υποχρεωθούν οι αρχές ανταγωνισμού και τα δικαστήρια των κρατών μελών, οσάκις εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε συμφωνίες και πρακτικές που ενδέχεται να επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, να εφαρμόζουν επίσης και τα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ]. Για να δημιουργηθεί εντός της εσωτερικής αγοράς ένα ενιαίο πλαίσιο χειρισμών προκειμένου για συμφωνίες, αποφάσεις ομίλων επιχειρήσεων και εναρμονισμένες πρακτικές, είναι επίσης ανάγκη να προσδιορισθεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο ε), [ΕΚ], η σχέση μεταξύ εθνικών διατάξεων και νομοθεσίας ανταγωνισμού [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]. […]

(9)

Τα άρθρα 81 και 82 [ΕΚ] επιδιώκουν την προστασία του ανταγωνισμού στην αγορά. Ο παρών κανονισμός, ο οποίος εκδίδεται για την εφαρμογή αυτών των διατάξεων της Συνθήκης, δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη από του να εφαρμόζουν στο έδαφός τους εθνική νομοθεσία η οποία προστατεύει άλλα νόμιμα συμφέροντα, υπό τον όρον ότι η νομοθεσία αυτή συμβαδίζει με τις γενικές αρχές και τις λοιπές διατάξεις της νομοθεσίας [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]. Εφόσον η συγκεκριμένη εθνική νομοθεσία επιδιώκει κατά κύριο λόγο σκοπό άλλον από την προστασία του ανταγωνισμού στην αγορά, οι αρχές του ανταγωνισμού και τα δικαστήρια των κρατών μελών δύνανται να εφαρμόζουν την εν λόγω νομοθεσία στο έδαφός τους. […]

[…]

(15)

Η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών θα πρέπει να αποτελούν από κοινού ένα δίκτυο δημόσιων αρχών που θα συνεργάζονται στενά με σκοπό την εφαρμογή της νομοθεσίας του ανταγωνισμού [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]. […]

[…]

(17)

Τόσο για να διασφαλισθεί η συνεπής εφαρμογή της νομοθεσίας ανταγωνισμού όσο και για να επιτευχθεί η κατά το δυνατόν καλύτερη διαχείριση του δικτύου, επιβάλλεται να διατηρηθεί σε ισχύ ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίον οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών παύουν αυτοδικαίως να είναι αρμόδιες αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή κινήσει η ίδια διαδικασία για συγκεκριμένη υπόθεση. […]

(18)

Για να διασφαλιστεί η με τον καλύτερο τρόπο κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των μελών του δικτύου, ενδείκνυται να θεσπιστεί διάταξη γενικού χαρακτήρα βάσει της οποίας μια αρχή ανταγωνισμού θα μπορεί να αναστέλλει ή να περατώνει την εξέταση δεδομένης υπόθεσης με βάση το σκεπτικό ότι η ίδια υπόθεση εξετάζεται ή έχει εξετασθεί από κάποια άλλη αρχή. Ο στόχος είναι κάθε υπόθεση να εξετάζεται από μία μόνον αρχή. […]

[…]

(22)

Στο πλαίσιο ενός συστήματος παράλληλων αρμοδιοτήτων και προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της ομοιόμορφης εφαρμογής της νομοθεσίας ανταγωνισμού [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], πρέπει να αποφεύγεται η έκδοση αντικρουόμενων αποφάσεων. Επιβάλλεται συνεπώς να αποσαφηνισθούν, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα αποτελέσματα των αποφάσεων της Επιτροπής και των διαδικασιών στα δικαστήρια και τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών. […]

[…]

(34)

Με βάση τις αρχές που περιέχονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, όπως αυτές έχουν τεθεί σε εφαρμογή με τον κανονισμό 17, ο ρόλος που έχει ανατεθεί στα όργανα της [Eνώσεως] είναι κεντρικός. Ο κεντρικός αυτός ρόλος είναι σκόπιμο να διατηρηθεί, με ταυτόχρονη ενίσχυση της συμμετοχής των κρατών μελών στην εφαρμογή της νομοθεσίας ανταγωνισμού [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]. Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας οι οποίες διατυπώνονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του, ο οποίος είναι η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού [της Ευρωπαϊκής Ένωσης].»

15.

Τέλος, μνείας χρήζει η αιτιολογική σκέψη 37 του προοιμίου του κανονισμού 1/2003, η οποία είναι αφιερωμένη στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων:

«Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ειδικότερα, από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται, τηρουμένων των εν λόγω δικαιωμάτων και αρχών.»

3. H σχετική με το δίκτυο ανακοίνωση της Επιτροπής

16.

Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού περιέχει, στον τίτλο «3.2. Κίνηση διαδικασίας από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού του Συμβουλίου», μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες επεξηγήσεις:

«[…]

51.

Το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κανονισμού [1/2003] προ[βλέπει] ότι η κίνηση διαδικασίας από την Επιτροπή με σκοπό την έκδοση απόφασης κατ’ εφαρμογή του κανονισμού του Συμβουλίου συνεπάγεται την απώλεια από όλες τις ΕΑΑ της αρμοδιότητάς τους να εφαρμόζουν τα άρθρα 81 και 82 [ΕΚ]. Τούτο σημαίνει ότι, αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία, οι ΕΑΑ δεν μπορούν να ενεργήσουν στηριζόμενες στην ίδια νομική βάση κατά της ίδιας συμφωνίας (ή των ίδιων συμφωνιών) ή πρακτικής (ή πρακτικών) από μέρους της ίδιας επιχείρησης ή των ίδιων επιχειρήσεων και στην ίδια σχετική γεωγραφική αγορά και αγορά προϊόντος.

[…]

53.

[…] [Ε]άν η Επιτροπή είναι η πρώτη αρχή ανταγωνισμού που κινεί διαδικασία σε μία υπόθεση η οποία αφορά την έκδοση απόφασης βάσει του κανονισμού του Συμβουλίου, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δεν έχουν πλέον την εξουσία να επιληφθούν της υπόθεσης. Το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού του Συμβουλίου προ[βλέπει] ότι, αφ’ ης στιγμής έχει κινηθεί διαδικασία από την Επιτροπή, οι ΕΑΑ δεν δύνανται πλέον να κινήσουν αυτοτελή διαδικασία με σκοπό την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 [ΕΚ] ως προς την ίδια συμφωνία (ή συμφωνίες) ή πρακτική (ή πρακτικές) από μέρους της ίδιας επιχείρησης ή των ίδιων επιχειρήσεων και στην ίδια σχετική γεωγραφική αγορά και αγορά προϊόντος.

[…]»

Β Το εθνικό δίκαιο

17.

Aπό την τσεχική νομοθεσία, επιρροή εν προκειμένω ασκεί το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί της προστασίας του ανταγωνισμού. Η διάταξη αυτή ίσχυε μέχρι τις 30 Ιουνίου 2001, με την εκδοχή που περιλαμβάνεται στο κείμενο του νόμου 63/1991 Sb. ( 10 ), και από την 1η Ιουλίου 2001 με την εκδοχή που περιλαμβάνεται στο κείμενο του νόμου 143/2001 Sb. ( 11 ). Τόσο στην προηγούμενη όσο και στη μεταγενέστερη εκδοχή, ο κανόνας αυτός διατυπώνει, κατ’ ουσίαν, την ίδια απαγόρευση καταρτίσεως συμπράξεων, η οποία προβλέπεται και στο επίπεδο της Ένωσης στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 81 EΚ).

III – Ιστορικό, διοικητική διαδικασία και διαφορά της κύριας δίκης

18.

Η παρούσα υπόθεση αφορά σύμπραξη η οποία λειτουργεί σε παγκόσμια κλίμακα στην αγορά για τους εξοπλισμούς μεταγωγής με μόνωση αερίου ( 12 ), στην οποία μετείχαν για διαφορετικές χρονικές περιόδους μεταξύ του 1988 και του 2004 πλείονες γνωστές ευρωπαϊκές και ιαπωνικές επιχειρήσεις από τον τομέα της ηλεκτροτεχνικής. Τόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η τσεχική αρχή προστασίας του ανταγωνισμού ασχολήθηκαν κατά τα έτη 2006 και 2007 με συγκεκριμένες πτυχές της υποθέσεως αυτής και επέβαλαν πρόστιμα κατά των εν λόγω επιχειρήσεων ( 13 ), η τσεχική αρχή για την προστασία του ανταγωνισμού, πάντως, μόνο κατά το εθνικό δίκαιο περί συμπράξεων και μόνο για χρονική περίοδο πριν από την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004.

Η διοικητική διαδικασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο

19.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε στις 20 Απριλίου 2006, επί τη βάσει του άρθρου 81 EΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ σε συνδυασμό με τον κανονισμό 1/2003, διαδικασία επιβολής προστίμου ( 14 ). Η διαδικασία αυτή, της οποίας προηγήθηκαν αίτηση επιδείξεως επιείκειας ( 15 ) και έρευνες στις εγκαταστάσεις πλειόνων μετεχόντων στη σύμπραξη το 2004 ( 16 ), στρεφόταν κατά 20 συνολικά νομικών προσώπων, μεταξύ των οποίων και η Toshiba Corporation και 15 περαιτέρω προσφεύγουσες της κύριας δίκης.

20.

Με την από 24 Ιανουαρίου 2007 απόφασή της με την οποία περατώθηκε η διαδικασία ( 17 ) (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής), η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η προαναφερθείσα σύμπραξη που λειτούργησε από τις 15 Απριλίου 1988 μέχρι τις 11 Μαΐου 2004 συνιστά ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ ( 18 ), στην οποία οι κατ’ ιδίαν μετέχοντες έλαβαν μέρος για χρονικές περιόδους διαφορετικής διάρκειας. Κατά τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, επρόκειτο για περίπλοκη και παγκόσμιας κλίμακας σύμπραξη —με εξαίρεση τις ΗΠΑ και τον Καναδά—, η οποία επηρεάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ( 19 ) και στο πλαίσιο της οποίας οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, μεταξύ άλλων, αντήλλασσαν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες, κατένειμαν μεταξύ τους τις αγορές ( 20 ), συνομολογούσαν συμφωνίες για τις τιμές καθώς και έλυναν τη συνεργασία τους με μη μέλη της συμπράξεως.

21.

Mε την εξαίρεση μιας επιχειρήσεως ( 21 ), η οποία έτυχε του προγράμματος επιείκειας της Επιτροπής, επιβλήθηκαν σε όλους τους μετέχοντες στη διαδικασία, μεταξύ των οποίων και όλες οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, χρηματικά πρόστιμα συνολικού ύψους άνω των 750 εκατομμυρίων ευρώ ( 22 ). Το υψηλότερο ατομικό, που ανερχόταν σε 396 εκατομμύρια ευρώ, επιβλήθηκε στη γερμανική Siemens AG.

22.

Στο μέτρο που ασκεί επιρροή στην παρούσα υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικύρωσε, κατ’ ουσίαν, προσφάτως την απόφαση της Επιτροπής της 24ης Ιανουαρίου 2007 ( 23 ).

Η διοικητική διαδικασία σε εθνικό επίπεδο

23.

Για την ίδια σύμπραξη η τσεχική αρχή ανταγωνισμού κίνησε, στις 2 Αυγούστου 2006, κατά των ιδίων επιχειρήσεων, διαδικασία λόγω παραβάσεως του τσεχικού νόμου περί προστασίας του ανταγωνισμού. Στις 9 Φεβρουαρίου 2007, η τσεχική αρχή ανταγωνισμού εξέδωσε την πρώτη απόφαση ( 24 ), κατά της οποίας οι προσφεύγουσες υπέβαλαν, πάντως, (διοικητική) ένσταση. Κατόπιν της ενστάσεως αυτής, με απόφαση της 26ης Απριλίου 2007, ο πρόεδρος της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού μεταρρύθμισε την αρχική απόφαση ( 25 ).

24.

Με την από 26 Απριλίου 2007 διοικητική απόφαση επί της ενστάσεως, διαπιστώθηκε ότι υπήρξε σύμπραξη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας. Η συμπεριφορά αυτή συνιστούσε παράβαση του τσεχικού νόμου περί προστασίας του ανταγωνισμού, για την περίοδο έως τις 3 Μαρτίου 2004 ( 26 ). Με την εξαίρεση μιας επιχειρήσεως ( 27 ), στην οποία εφαρμόσθηκε το εθνικό πρόγραμμα επιείκειας, επιβλήθηκαν πρόστιμα σε όλες τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσε η διαδικασία ( 28 ).

Η διαδικασία ενώπιον των τσεχικών δικαστηρίων

25.

Κατά της αποφάσεως της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης άσκησαν προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου της περιφέρειας του Brno ( 29 ). Ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι η τσεχική αρχή ανταγωνισμού παραποίησε τη διάρκεια της συμπράξεως, μεταθέτοντας σκοπίμως τον τερματισμό της σε χρονικό σημείο προ της προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να δικαιολογήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο την εφαρμογή του τσεχικού νόμου περί της προστασίας του ανταγωνισμού. Δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, η τσεχική αρχή ανταγωνισμού έπαυσε να είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή της διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο, καθόσον η Επιτροπή έχει ήδη κινήσει διαδικασία για την ίδια υπόθεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κατά τις προσφεύγουσες, η διαδικασία σε εθνικό επίπεδο παραβιάζει την απαγόρευση της επιβολής διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη πράξη (ne bis in idem).

26.

Mε απόφαση της 25ης Ιουνίου 2008 ( 30 ), το δικαστήριο της περιφέρειας του Brno ακύρωσε τόσο την απόφαση της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού της 26ης Απριλίου 2007 επί της ενστάσεως όσο και την αρχική απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2007. Το δικαστήριο της περιφέρειας του Brno έκρινε ότι η υπό εξέταση συμπεριφορά των προσφευγουσών αποτελούσε μια διαρκή παράβαση διοικητικής φύσεως, η οποία —όπως διαπίστωσε η Επιτροπή— διήρκεσε μέχρι τις 11 Μαΐου 2004. Επειδή η Επιτροπή κίνησε διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 81 ΕΚ σε σχέση με την «παγκόσμια» αυτή σύμπραξη και εξέδωσε συναφώς «καταδικαστική» απόφαση, η νέα διαδικασία επί της αυτής υποθέσεως συνιστούσε παραβίαση της αρχής ne bis in idem. Η τσεχική αρχή ανταγωνισμού απώλεσε, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, την αρμοδιότητά της να εφαρμόσει το άρθρο 81 ΕΚ στην υπόθεση αυτή.

27.

Κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου της περιφέρειας του Brno, η τυχόν αναγνώριση, κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1/2003, στην τσεχική αρχή ανταγωνισμού της αρμοδιότητας να εφαρμόζει αναδρομικώς, ακόμη και μετά την 1η Μαΐου 2004, τις διατάξεις του τσεχικού νόμου περί της προστασίας του ανταγωνισμού, θα ήταν, επιπλέον, ασύμβατη προς την ενιαία εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού. Στον νόμο αυτόν διατυπώθηκε αντικειμενικά η ίδια απαγόρευση των συμπράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 81 ΕΚ. Η οικεία διάταξη του τσεχικού νόμου περί προστασίας του ανταγωνισμού διατυπώθηκε κατά τρόπον ώστε να επιτευχθεί, ακριβώς, η προσέγγιση της εσωτερικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν από την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας σε αυτήν.

28.

Η τσεχική αρχή ανταγωνισμού άσκησε ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Τσεχικής Δημοκρατίας ( 31 ) αίτηση αναιρέσεως κατά της πρωτόδικης αποφάσεως του δικαστηρίου της περιφέρειας του Brno. Θεωρεί περαιτέρω ότι είναι αρμόδια να στραφεί κατά της συμπεριφοράς των προσφευγουσών της κύριας δίκης μέχρι την ημερομηνία της προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθόσον η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να ασκήσει δίωξη για παράνομη συμπεριφορά η οποία εκδηλώθηκε στην Τσεχική Δημοκρατία μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο. Η τσεχική αρχή ανταγωνισμού φρονεί επίσης ότι η επιβολή κυρώσεων από πλείονες αρμόδιες αρχές για μια παγκόσμια σύμπραξη δεν συνεπάγεται προσβολή της αρχής ne bis in idem. Η Επιτροπή και η τσεχική αρχή ανταγωνισμού ασχολήθηκαν με διαφορετικές, από γεωγραφικής απόψεως, συνέπειες της ίδιας επίδικης συμπεριφοράς. Επιπλέον, η τσεχική αρχή ανταγωνισμού διατείνεται ότι από τη νομολογία Walt-Wilhelm ( 32 ) προκύπτει ότι είναι δυνατή η παράλληλη εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τον ανταγωνισμό και του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού.

29.

Με απόφαση της 10ης Απριλίου 2009 ( 33 ), το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του δικαστηρίου της περιφέρειας του Brno. Κατά την εκτίμηση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, το δικαστήριο της περιφέρειας του Brno υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαίο, στο μέτρο που έκρινε ότι η συμμετοχή των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στη σύμπραξη συνιστούσε διαρκή παράβαση. Μέχρι την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η σύμπραξη επί του τσεχικού εδάφους υπήγετο αποκλειστικά στην εθνική αρμοδιότητα και μπορούσε να διωχθεί μόνο κατά το εθνικό δίκαιο. Κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως και λόγω της συνδεόμενης με την προσχώρηση μεταβολής των αποφασιστικών αρμοδιοτήτων, επήλθε διάσπαση της διαχρονικής συνέχειας. Μολονότι οι προσφεύγουσες δεν έθεσαν τυπικώς τέρμα στις παραβάσεις που διέπραξαν στην Τσεχική Δημοκρατία πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά την κρίση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, η οικεία συμπεριφορά πρέπει να θεωρηθεί ότι έπαυσε να υφίσταται. Η συμπεριφορά τους μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά, από τυπικής απόψεως, χωριστή παράβαση —και συγκεκριμένα παράβαση του τότε κοινοτικού δικαίου (πλέον δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), για την οποία έχουν συντρέχουσα αρμοδιότητα οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού και η Επιτροπή, με τις νομικές διατάξεις να δίδουν, πάντως, το προβάδισμα στην Επιτροπή (άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003).

30.

Στο εξής η διαδικασία εκκρεμεί εκ νέου ενώπιον του δικαστηρίου της περιφέρειας του Brno, του αιτούντος δικαστηρίου, στο οποίο ανεπέμφθη η υπόθεση για την έκδοση αποφάσεως. Το δικαστήριο της περιφέρειας δεσμεύεται, βεβαίως, κατά το εθνικό δίκαιο ( 34 ), από τη νομική εκτίμηση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, πλην όμως φρονεί ότι χρήζουν διευκρινίσεως ορισμένα σημεία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία συνδέονται με την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, αφενός, και με την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1/2003, αφετέρου. Τέλος, με τον τρόπο αυτόν θα αχθούν ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και οι διαφορετικές απόψεις μεταξύ του δικαστηρίου της περιφέρειας του Brno και του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου.

IV – Aίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

31.

Mε διάταξη της 11ης Δεκεμβρίου 2009 ( 35 ), η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Ιανουαρίου 2010, το δικαστήριο της περιφέρειας του Brno υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει το άρθρο 81 ΕΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ) και ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι έχουν εφαρμογή (σε διαδικασία που κινήθηκε μετά την 1η Μαΐου 2004) για ολόκληρη την περίοδο λειτουργίας μιας συμπράξεως, η οποία άρχισε μεν στην Τσεχική Δημοκρατία πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ήτοι πριν από την 1η Μαΐου 2004), πλην όμως συνεχίστηκε και τερματίστηκε μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

2)

Πρέπει το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, με το σημείο 51 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών του ανταγωνισμού, με την αρχή ne bis in idem που απορρέει από το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τις γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αν η Επιτροπή κινήσει, μετά την 1η Μαΐου 2004, διαδικασία λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και εκδώσει απόφαση επί της οικείας υποθέσεως:

α)

οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών παύουν αυτοδικαίως να είναι αρμόδιες για την υπόθεση αυτή;

β)

οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών δεν είναι πλέον αρμόδιες να εφαρμόσουν στην υπόθεση αυτή τις ρυθμίσεις του εσωτερικού τους δικαίου που περιέχουν διατάξεις αντίστοιχες με το άρθρο 81 ΕΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ);»

32.

Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία ανέπτυξαν γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις οι Toshiba, Mitsubishi, Fuji ( 36 ), Hitachi ( 37 ), Alstom και Siemens ( 38 ), περαιτέρω η Τσεχική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Ισπανική και η Πολωνική Κυβέρνηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθώς και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ. Στη γραπτή διαδικασία μετέσχε και η Σλοβακική Κυβέρνηση, ενώ στην προφορική διαδικασία μετέσχε επιπλέον η τσεχική αρχή ανταγωνισμού.

V – Εκτίμηση

33.

Με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του δικαστηρίου της περιφέρειας του Brno ζητείται η παροχή διευκρινίσεων, στο πλαίσιο υποθέσεως σχετικής με τη νομοθεσία περί συμπράξεων, ως προς τις συνέπειες της προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται συναφώς, αφενός, για τη διάταξη του εφαρμοστέου δικαίου (πρώτο ερώτημα) και, αφετέρου, για την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων εντός του Ευρωπαϊκού δικτύου των αρχών ανταγωνισμού (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού, στο εξής: ΕΔΑ ( 39 )) (δεύτερο ερώτημα) σε σχέση με διασυνοριακές παραβάσεις της νομοθεσίας περί συμπράξεων, οι οποίες διαπράχθηκαν ως διαρκής παράβαση εν μέρει πριν από και εν μέρει μετά την ημερομηνία προσχωρήσεως και μπορούσαν να επηρεάσουν μεταξύ άλλων την επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας.

34.

Δεν υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό της εν λόγω αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Βεβαίως, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα θυμίζει, εκ πρώτης όψεως, την υπόθεση Ynos, στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο έκρινε εαυτόν αναρμόδιο να ερμηνεύσει μια οδηγία ( 40 ). Πάντως, σε αντιδιαστολή προς την υπόθεση Ynos, στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο καλείται, στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, να ερμηνεύσει όχι το περιεχόμενο του δικαίου της Ένωσης για τον προ της προσχωρήσεως νέου κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση χρόνο, αλλά να διευκρινίσει απλώς το χρονικό πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο είναι αναμφιβόλως αρμόδιο για την παροχή των διευκρινίσεων αυτών.

35.

Περαιτέρω, το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο δεσμεύεται, σύμφωνα με το εθνικό δικονομικό δίκαιο, από τη νομική εκτίμηση ανώτερου δικαστηρίου ( 41 ) δεν αποκλείει την υποβολή αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο και τον δεσμευτικό για το εθνικό δικαστήριο χαρακτήρα της απαντήσεως του Δικαστηρίου ( 42 ).

36.

Επειδή η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την εκτίμηση της νομιμότητας αποφάσεως της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού του έτους 2007, πρέπει, κατά την απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, να ληφθούν υπόψη ακόμη οι διατάξεις της Συνθήκης όπως είχε τροποποιηθεί με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ ( 43 ), ιδίως δε να εφαρμοστεί το άρθρο 81 EΚ και όχι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

Α Πρώτο προδικαστικό ερώτημα: το χρονικό πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου του ανταγωνισμού

37.

Mε το πρώτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 81 EΚ και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 έχουν εφαρμογή, εντός κράτους μέλους το οποίο προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, σε χρονικές περιόδους προγενέστερες της εν λόγω ημερομηνίας προσχωρήσεως ( 44 ).

38.

Τη βάση του ερωτήματος αυτού αποτελεί το γεγονός ότι η επίδικη σύμπραξη είναι ενιαία και διαρκής παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού ( 45 ), της οποίας οι επιζήμιες για τον ανταγωνισμό συνέπειες στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας εμφανίστηκαν ήδη πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και διαρκούσαν μέχρι την προσχώρηση αυτή. Οι χρονικές περίοδοι κατά τις οποίες διεξήχθησαν σε επίπεδο Ένωσης καθώς και σε εθνικό επίπεδο οι εκάστοτε διαδικασίες επιβολής προστίμων για τον κολασμό παραβάσεων της νομοθεσίας περί συμπράξεων ήσαν μάλιστα σαφώς μεταγενέστερες της ημερομηνίας προσχωρήσεως.

39.

Η πραγματική αυτή κατάσταση συνηγορεί υπέρ της απόψεως του αιτούντος δικαστηρίου και των προσφευγουσών της κύριας δίκης όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 81 EΚ και του κανονισμού 1/2003 καθ’ όλη τη διάρκεια της επίδικης συμπράξεως. Από την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων του δικαίου της Ένωσης, οι επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη προσδοκούσαν τελικώς ότι θα μπορούσαν να αποφύγουν εντελώς την επιβολή κυρώσεων από την τσεχική αρχή ανταγωνισμού.

1. Επί των επιταγών που απορρέουν από την Πράξη προσχωρήσεως και τις γενικές αρχές του δικαίου

40.

Σημείο αφετηρίας για τον καθορισμό του χρονικού πεδίου εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Τσεχική Δημοκρατία είναι το άρθρο 2 της Πράξεως προσχωρήσεως. Κατά τη διάταξη αυτή, οι αρχικές συνθήκες και οι νομικές πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που εκδόθηκαν πριν από την προσχώρηση είναι δεσμευτικές για τα νέα κράτη μέλη από την ημερομηνία της προσχωρήσεώς τους, επομένως από την 1η Μαΐου 2004.

41.

Κατά συνέπεια, από την ως άνω διάταξη της Πράξεως προσχωρήσεως προκύπτει απλώς ότι το άρθρο 81 EΚ και ο κανονισμός 1/2003 τυγχάνουν εφαρμογής στην Τσεχική Δημοκρατία από την 1η Μαΐου 2004. Αντιθέτως, η Πράξη προσχωρήσεως δεν παρέχει καμία διευκρίνιση ως προς το κατά πόσον το άρθρο 81 EΚ και ο κανονισμός 1/2003 πρέπει να εφαρμοστούν σε διαρκείς παραβάσεις, των οποίων οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες επί της τσεχικής επικράτειας επήλθαν εν μέρει πριν και εν μέρει μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συναφώς πρέπει να ληφθούν υπόψη οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, δηλαδή η αρχή της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και η απαγόρευση της αναδρομικότητας ( 46 ).

Η απαγόρευση της αναδρομικότητας κανόνων του ουσιαστικού δικαίου

42.

Από τις προαναφερθείσες γενικές αρχές του δικαίου έπεται ότι, όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα των νομικών μεταβολών, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ διαδικαστικών και ουσιαστικών διατάξεων: κατά παγία νομολογία, ενώ οι κανόνες διαδικασίας εφαρμόζονται γενικώς επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά το χρονικό σημείο της ενάρξεως της ισχύος τους, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ουσιαστικούς κανόνες, οι οποίοι ερμηνεύονται συνήθως ως μη διέποντες τις διαμορφωθείσες προ της ενάρξεως της ισχύος τους καταστάσεις ( 47 ).

43.

Με τον κανονισμό 1/2003 απέκτησαν βεβαίως ρητή κατοχύρωση πολυάριθμοι διαδικαστικοί κανόνες ( 48 ). Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού περιέχει, πάντως, όπως ακριβώς και το άρθρο 81 EΚ, ουσιαστικούς κανόνες για την εκτίμηση των συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων εκ μέρους των αρχών ανταγωνισμού. Επομένως, το άρθρο 81 EΚ και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 αποτελούν ουσιαστικούς κανόνες του δικαίου της Ένωσης.

44.

Οι εν λόγω κανόνες ουσιαστικού δικαίου δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να εφαρμοστούν αναδρομικά, και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν η εφαρμογή αυτή έχει ευμενείς ή δυσμενείς συνέπειες για τον ενδιαφερόμενο· πράγματι, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει, κάθε πραγματική κατάσταση να εκτιμάται, κατά κανόνα, εκτός αντίθετης ρητής μνείας, βάσει των ισχυόντων κανόνων δικαίου ( 49 ). Οι νέοι ουσιαστικοί κανόνες έχουν, κατ’ αρχήν, αμέσως εφαρμογή στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό το κράτος του παλαιού κανόνα ( 50 ).

45.

Κατά συνέπεια, επί συμπράξεως που λειτουργεί σε παγκόσμια κλίμακα, η οποία παρήγαγε ή μπορούσε να παραγάγει συνέπειες στην επικράτεια νέου κράτους μέλους υπό τη μορφή ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως τόσο πριν από όσο και μετά την ημερομηνία προσχωρήσεως ( 51 ), τυγχάνουν εφαρμογής, αναλόγως της χρονικής περιόδου, διαφορετικοί ουσιαστικοί κανόνες: σε σχέση με τις προγενέστερες της ημερομηνίας προσχωρήσεως χρονικές περιόδους, οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της συμπράξεως πρέπει να εκτιμηθούν στο οικείο κράτος μέλος μόνο κατά τους εθνικούς κανόνες ανταγωνισμού του κράτους αυτού. Αντιθέτως, όσον αφορά μεταγενέστερες της ημερομηνίας προσχωρήσεως χρονικές περιόδους, πρέπει να εκτιμηθούν σε επίπεδο Ένωσης ομοιόμορφα δυνάμει του άρθρου 81 EΚ και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ( 52 ).

46.

Ειδικότερα, για την παρούσα υπόθεση, αυτό σημαίνει τα εξής: το άρθρο 81 EΚ και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 πρέπει να εφαρμοστούν, εντός της Τσεχικής Δημοκρατίας, στην επίδικη σύμπραξη μόνο στο μέτρο που πρέπει να τιμωρηθούν οι ενδεχόμενες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειές της για τον μετά την 1η Μαΐου 2004 χρόνο. Αντιθέτως, οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της συμπράξεως αυτής, οι οποίες αφορούν τη χρονική περίοδο μέχρι τις 30 Απριλίου 2004, πρέπει να εκτιμηθούν, εντός της Τσεχικής Δημοκρατίας, μόνον επί τη βάσει του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού. Μπορεί μεν να υφίσταται ενιαία και διαρκής παράβαση, όμως οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειές της υπόκεινται για τον χρόνο πριν από και για τον χρόνο μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε διαφορετικούς κάθε φορά κανόνες δικαίου.

β) Καμία εξαίρεση από την απαγόρευση της αναδρομικότητας

47.

Σε αντιδιαστολή προς τους ισχυρισμούς των Siemens, Hitachi και Fuji, κανένα στοιχείο στην παρούσα υπόθεση δεν συνηγορεί υπέρ της αναδρομικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης κατά τρόπον ώστε και οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της επίδικης συμπράξεως που επήλθαν στην Τσεχική Δημοκρατία ήδη από τον χρόνο προ της προσχωρήσεώς της στην Ευρωπαϊκή Ένωση να καλύπτονται από το άρθρο 81 ΕΚ και από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

48.

Είναι αληθές βεβαίως ότι οι ουσιαστικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να τύχουν αναδρομικής εφαρμογής, μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από τη διατύπωσή τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωριστεί τέτοια ισχύς ( 53 ). Στην παρούσα υπόθεση όμως ούτε το γράμμα, ούτε οι σκοποί, ούτε η οικονομία του άρθρου 81 EΚ και του άρθρου 3 του κανονισμού 1/2003 περιέχουν σαφείς ενδείξεις υπέρ της αναδρομικής εφαρμογής των δύο αυτών διατάξεων. Αντιθέτως, η φύση του ενωσιακού δικαίου των συμπράξεων το οποίο φέρει χαρακτηριστικά όμοια προς αυτά του ποινικού δικαίου ( 54 ) αποκλείει κατηγορηματικά την εν λόγω αναδρομική εφαρμογή, διότι αυτή θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την παραβίαση της αρχής nullum crimen, nulla poena sine lege, η οποία, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προστατεύεται ως θεμελιώδες δικαίωμα (άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) ( 55 ).

49.

Ειδικότερα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το δίκαιο του ανταγωνισμού που ίσχυε στην Τσεχική Δημοκρατία πριν από την 1η Μαΐου 2004 είχε ήδη εμπνευσθεί, όσον αφορά το περιεχόμενό του, από το άρθρο 81 EΚ και, κατά συνέπεια, ότι το άρθρο 81 EΚ είναι απλώς ένα είδος μεταγενέστερου κανόνα, του οποίου η έναρξη ισχύος δεν επέφερε, κατ’ ουσίαν, καμία νέα συνέπεια για τις επιχειρήσεις στο εν λόγω κράτος μέλος.

50.

Το εθνικό τσεχικό δίκαιο ( 56 ) παρουσίαζε ενδεχομένως, ήδη πριν από την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σημαντικές ομοιότητες, ως προς το περιεχόμενό του, με το άρθρο 81 EΚ. Ενδέχεται επίσης η Συμφωνία για τον ΕΟΧ ( 57 ), με την οποία η Τσεχική Δημοκρατία συνδέθηκε με την Ευρωπαϊκή Ένωση, να περιελάμβανε στο άρθρο 64 κανόνα παρεμφερούς περιεχομένου προς αυτόν του άρθρου 81 EΚ.

51.

Πάντως, πριν από την 1η Μαΐου 2004, μόνο τα εθνικά όργανα μπορούσαν να εφαρμόσουν και να εκτελέσουν, στην Τσεχική Δημοκρατία, τόσο το εθνικό δίκαιο όσο και τη Συμφωνία για τον ΕΟΧ. Στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας, μόνον οι τσεχικές αρχές και τα τσεχικά δικαστήρια είχαν αρμοδιότητα να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τις ανωτέρω διατάξεις κατά τρόπο συνάδοντα προς τις επιταγές του άρθρου 81 EΚ. Η Επιτροπή, με την ιδιότητα της ευρωπαϊκής αρχής ανταγωνισμού, συνεργαζόταν βεβαίως στενά με τις τσεχικές αρχές, η ίδια όμως δεν μπορούσε, πριν από την 1η Μαΐου 2004, να εφαρμόσει, εντός της Τσεχικής Δημοκρατίας, ούτε το άρθρο 64 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ ούτε το άρθρο 81 EΚ και τα τσεχικά δικαστήρια δεν μπορούσαν να ζητήσουν από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ερμηνεύσει τις ως άνω διατάξεις.

52.

Ειδικότερα όσον αφορά το άρθρο 81 EΚ, επιβάλλεται ακόμη η παρατήρηση ότι η διάταξη εκείνη δεν μπορούσε να διεκδικήσει, πριν από την 1η Μαΐου 2004, την προτεραιότητα εφαρμογής έναντι του αυστριακού δικαίου. Επιπλέον, πριν από την 1η Μαΐου 2004, δεν ίσχυε ούτε στα παλαιά ούτε στα νέα κράτη μέλη ο κανονισμός 1/2003, του οποίου το άρθρο 3, παράγραφος 1, επέβαλε για πρώτη φορά στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού την υποχρέωση, υπό τις διεξοδικώς εκτιθέμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, να εφαρμόζουν το άρθρο 81 EΚ παράλληλα προς την εθνική νομοθεσία περί συμπράξεων καθώς και να τηρούν τις ανώτερης τυπικής ισχύος επιταγές του δικαίου της Ένωσης ( 58 ).

53.

Επομένως, μέχρις τις 30 Απριλίου 2004 ίσχυε συνολικά ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα από αυτό που εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2004 και στο εξής. Την 1η Μαΐου 2004 επήλθε, τόσον από ουσιαστικής όσο και από διαδικαστικής απόψεως, μια σημαντική διάσπαση της διαχρονικής συνέχειας του καθεστώτος των συμπράξεων, πράγμα το οποίο δεν συνηγορεί υπέρ της αναδρομικής εφαρμογής του άρθρου 81 EΚ και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 αλλά την αποκλείει.

54.

Η αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 81 EΚ και του κανονισμού 1/2003 θα μπορούσε ασφαλώς να περιορίσει τον κίνδυνο αποκλίνουσας εκτιμήσεως μιας και της ίδιας συμπράξεως εκ μέρους διαφορετικών αρχών και διαφορετικών δικαστηρίων στο πλαίσιο των αντιστοίχων διαδικασιών επιβολής προστίμου. Στο ανωτέρω επιχείρημα πρέπει, πάντως, να αντιταχθεί ότι η ύπαρξη αποφάσεων διαφορετικού περιεχομένου πριν από την 1η Μαΐου 2004 ήταν εγγενής στο σύστημα και γινόταν αποδεκτή, στο μέτρο που αυτό δεν έθιγε την πλήρη αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου των συμπράξεων και την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης ( 59 ). Όσο άξια επιδιώξεως και αν είναι η κατά το δυνατόν ενιαία και αποτελεσματική ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να εξαγοραστεί με το τίμημα της παραβιάσεως δικαιοκρατικών αρχών.

γ) Επί της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου ποινικού νόμου

55.

Η Hitachi επικαλείται την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου ποινικού νόμου (lex mitius), για να δικαιολογήσει την ανάγκη εκτιμήσεως των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συνεπειών της επίδικης συμπράξεως, οι οποίες επήλθαν στην Τσεχική Δημοκρατία ήδη κατά τον χρόνο πριν από την 1η Μαΐου 2004, επί τη βάσει του άρθρου 81 EΚ και του κανονισμού 1/2003.

56.

Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου ποινικού νόμου συγκαταλέγεται στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης ( 60 ). Εν τω μεταξύ καθιερώθηκε ρητώς και με το άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

57.

Επομένως, η τσεχική αρχή ανταγωνισμού θα έπρεπε αναμφιβόλως να εκτιμήσει τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της επίδικης συμπράξεως που είχαν επέλθει στην Τσεχική Δημοκρατία πριν από την 1η Μαΐου 2004 επί τη βάσει του άρθρου 81 EΚ και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, εάν η εκτίμηση αυτή θα κατέληγε σε ασυλία ή σε ποινή ηπιότερη από αυτή που προέβλεπε το εθνικό δίκαιο. Πάντως, το ενδεχόμενο αυτό είναι ελάχιστα πιθανό.

58.

Πράγματι, ούτε το άρθρο 81 EΚ ούτε ο κανονισμός 1/2003 περιέχουν οποιαδήποτε ένδειξη για την αυστηρότητα των κυρώσεων, τις οποίες μπορούν να επιβάλλουν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού για παραβάσεις της νομοθεσίας περί συμπράξεων. Στο άρθρο 5 του κανονισμού 1/2003 διευκρινίζεται απλώς ότι οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών δύνανται να εκδίδουν αποφάσεις για την επιβολή προστίμου, χρηματικής ποινής ή κάθε άλλης κύρωσης προβλεπόμενης από την εθνική τους νομοθεσία. Επομένως, ακόμη και αν η τσεχική αρχή ανταγωνισμού εφήρμοζε το άρθρο 81 EΚ σε χρονικές περιόδους πριν από την 1η Μαΐου 2004, οι επιβλητέες συναφώς κυρώσεις θα καθορίζονταν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ( 61 ).

59.

Ο πραγματικός σκοπός τον οποίο επιδιώκει η Hitachi με την επίκληση της αρχής του lex mitius είναι όντως εντελώς διαφορετικός: για τον χρόνο πριν από την 1η Μαΐου 2004, η επιχείρηση θα επιθυμούσε όχι να εκδοθεί ηπιότερη απόφαση, αλλά να μην εκδοθεί καμία απόφαση της τσεχικής αρχικής ανταγωνισμού. Σε τελική ανάλυση, θα επιθυμούσε να ερμηνευθεί ο κανόνας lex mitius υπό την έννοια ότι η τσεχική αρχή ανταγωνισμού χάνει την αρμοδιότητά της να τιμωρήσει την παράβαση της νομοθεσίας περί συμπράξεων για τον χρόνο πριν από την 1η Μαΐου 2004 και ότι οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της συμπράξεως που είχαν ήδη επέλθει κατά τον χρόνο εκείνο θεωρούνται ότι καλύφθηκαν από την απόφαση της Επιτροπής.

60.

Πάντως, η προσέγγιση αυτή παραγνωρίζει βασικά το περιεχόμενο της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου ποινικού νόμου. Η αρχή αυτή καθιερώνει απλώς, για λόγους επιείκειας, εξαίρεση από τη θεμελιώδη αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege ( 62 ). Παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να επωφεληθεί από τη μεταβολή των εκτιμήσεων του νομοθέτη και, κατά συνέπεια, να του επιβληθεί ηπιότερη ποινή από αυτή που προβλεπόταν κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως ( 63 ). Αντιθέτως, η αρχή αυτή δεν του παρέχει κανένα δικαίωμα να κριθεί από άλλο όργανο πλην εκείνου που θα ήταν αρμόδιο κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως. Ο κανόνας του lex mitius είναι αμιγώς ουσιαστικής φύσεως. Δεν περιέχει κανένα στοιχείο για τη διαδικασία και την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων αρχών που καλούνται να διώξουν νομικές παραβάσεις.

61.

Στο μέτρο που οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης προτίθενται να θέσουν εν αμφιβόλω την ίδια την αρμοδιότητα της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού να επιβάλλει πρόστιμα, αναφέρονται σε πρόβλημα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 και της απαγορεύσεως επιβολής διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη πράξη (ne bis in idem) ( 64 ) και, πάντως, όχι σε πρόβλημα σχετικό με τον ηπιότερο ποινικό νόμο (lex mitius).

62.

Συνοψίζοντας, ούτε η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου ποινικού νόμου οδηγεί, επομένως, στο αποτέλεσμα που επιθυμεί μεταξύ άλλων η Hitachi.

2. Επί ορισμένων αντεπιχειρημάτων των μετεχόντων στη διαδικασία

63.

Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία προβλήθηκε ακόμη μια σειρά περαιτέρω επιχειρημάτων σε σχέση με τη μέχρι τούδε νομολογία, τα οποία θα ήθελα να εξετάσω εν συντομία κατωτέρω. Επισημαίνω εκ προοιμίου ότι κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι πειστικό.

64.

Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την παρατιθέμενη από ορισμένους εκ των μετεχόντων στη διαδικασία απόφαση Dow Chemical Ibérica ( 65 ), αυτή δεν είναι κατάλληλη για να δημιουργήσει τις συνθήκες εφαρμογής του άρθρου 81 EΚ και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 στην επικράτεια νέου κράτους μέλους για χρονικές περιόδους προγενέστερες της προσχωρήσεώς του στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πράγματι, η υπόθεση Dow Chemical Ibérica δεν αφορούσε την εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, αλλά μόνο την εφαρμογή διαδικαστικών διατάξεων, ακριβέστερα την εφαρμογή των διατάξεων για τη διεξαγωγή ελέγχων (ερευνών) της Επιτροπής στους χώρους ασκήσεως των εμπορικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο κρίνει εφαρμοστέους τους εν λόγω διαδικαστικούς κανόνες, μόλις ένα νέο κράτος μέλος προσχωρήσει στην Ένωση, συνάδει απολύτως με τις ανωτέρω ( 66 ) μνημονευθείσες γενικές αρχές του δικαίου. Αντιθέτως, η απόφαση Dow Chemical Ibérica δεν παρέχει καμία ένδειξη για το ζήτημα που ενδιαφέρει εν προκειμένω, αν δηλαδή και οι ουσιαστικοί κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου του ανταγωνισμού τυγχάνουν εφαρμογής, στο μέτρο που πρόκειται για τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες συμπράξεως στην επικράτεια ενός νέου κράτους μέλους για τον χρόνο πριν από την προσχώρησή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση ( 67 ).

65.

Oι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση Asnef-Equifax ( 68 ), στις οποίες στηρίζονται, επιπλέον, ορισμένοι εκ των μετεχόντων στη διαδικασία, επίσης δεν αποκλίνουν από τις προμνησθείσες γενικές αρχές του δικαίου ( 69 ), αλλά, αντιθέτως, τις επιβεβαιώνουν: ο γενικός εισαγγελέας διαπιστώνει ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 1/2003 μπορεί να περιέχει κανόνες για την εκτίμηση των παρουσών και μελλοντικών συνεπειών συμφωνίας επιχειρήσεων, η οποία είχε συναφθεί πολύ πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1/2003 ( 70 ). Ουδόλως κάνει λόγο για αναδρομική εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε προγενέστερες χρονικές περιόδους.

66.

Ούτε η προβαλλόμενη από ορισμένες πλευρές νομολογία για τη διαχρονική ισχύ των θεμελιωδών ελευθεριών και της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων ( 71 ) παρέχει ενδείξεις που να συνηγορούν υπέρ της αναδρομικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο έδαφος νέου κράτους μέλους κατά τις προγενέστερες της προσχωρήσεώς του χρονικές περιόδους. Τούτο προκύπτει με ιδιαίτερη σαφήνεια από την απόφαση Saldanha, κατά την οποία το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 18 ΣΛΕΕ) «εφαρμόζεται στα μελλοντικά αποτελέσματα των καταστάσεων που δημιουργήθηκαν πριν από την προσχώρηση [...]» ( 72 ).

67.

Τέλος, ούτε από το παράρτημα ΙΙ, τμήμα 5, της Πράξεως προσχωρήσεως που επικαλείται η Siemens προκύπτει κάτι διαφορετικό ( 73 ). Πράγματι και οι διατάξεις της Πράξεως αυτής λαμβάνουν ως σημείο αφετηρίας την εφαρμογή του άρθρου 81 EΚ στα μελλοντικά αποτελέσματα των προ της ημερομηνίας προσχωρήσεως συναφθεισών συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων. Προβλέπουν εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν μόνο για τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία προσχωρήσεως, τροποποιούνται έτσι ώστε να πληρούν τους όρους των ισχυόντων κανονισμών σχετικά με την απαλλαγή κατά κατηγορίες. Αντίθετα προς την άποψη της Siemens, το παράρτημα II, τμήμα 5, της Πράξεως προσχωρήσεως δεν περιέχει καμία ένδειξη περί αναδρομικής εντάξεως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 EΚ των αποτελεσμάτων συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων που συνήφθησαν σε χρόνο προγενέστερο της 1ης Μαΐου 2004.

3. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

68.

Συνοψίζοντας, μπορεί να διατυπωθεί το ακόλουθο ενδιάμεσο συμπέρασμα:

Το άρθρο 81 EΚ και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 δεν τυγχάνουν εφαρμογής εντός κράτους μέλους, το οποίο προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, σε χρονικές περιόδους προγενέστερες της ημερομηνίας προσχωρήσεως, ακόμη και εάν πρόκειται να διωχθεί σύμπραξη που λειτουργεί σε παγκόσμια κλίμακα, η οποία συνιστά ενιαία και διαρκή παράβαση και μπορούσε, τόσο πριν από όσο και μετά την ημερομηνία προσχωρήσεως, να παραγάγει αποτελέσματα στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους.

Β Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα: η αρμοδιότητα των αρχών ανταγωνισμού και η απαγόρευση του να δικάζεται ή να τιμωρείται ποινικά πρόσωπο δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (αρχή ne bis in idem)

69.

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν διαδικασία επιβολής προστίμου που κινήθηκε μετά την 1η Μαΐου 2004 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εμποδίζει επί μονίμου βάσεως την εθνική αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους το οποίο προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την ως άνω ημερομηνία να στραφεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού, κατά συμπράξεως που λειτουργεί σε παγκόσμια κλίμακα, η οποία συνιστά ενιαία και διαρκή παράβαση και μπορούσε, τόσο πριν από όσο και μετά την προσχώρηση, να παραγάγει αποτελέσματα στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους.

70.

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί πρωτίστως διευκρινίσεις ως προς την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 6, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 καθώς και της αρχής ne bis in idem. Αναφέρεται, επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 1/2003 και στο σημείο 51 της ανακοινώσεως περί δικτύων της Επιτροπής.

71.

Αμφότερα τα σκέλη του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος αφορούν, αφενός, την αρμοδιότητα της εθνικής αρχής ανταγωνισμού να διεξαγάγει διαδικασία επιβολής προστίμου (ερώτημα 2, στοιχείο αʹ) και, αφετέρου, την εξουσία της αρχής αυτής να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού (ερώτημα 2, στοιχείο βʹ). Επειδή οι δύο αυτές πτυχές αυτές συνδέονται στενά μεταξύ τους, θα τις εξετάσω από κοινού και θα αφιερώσω διαδοχικά τις αναλύσεις μου σε δύο μεγάλους θεματικούς κύκλους: στην οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων των ευρωπαϊκών αρχών ανταγωνισμού κατά τη διαδικασία ελέγχου των συμπράξεων (βλ. κατωτέρω, τμήμα 1) και σ την απαγόρευση του να δικάζεται ή να τιμωρείται ποινικά πρόσωπο δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (αρχή ne bis in idem· βλ. κατωτέρω, τμήμα 2).

1. Η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων των ευρωπαϊκών αρχών ανταγωνισμού

72.

Το αιτούν δικαστήριο και οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης είναι της γνώμης ότι η τσεχική αρχή ανταγωνισμού απώλεσε, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 6, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, οριστικά την αρμοδιότητά της να στραφεί κατά της επίδικης συμπράξεως, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε τη δική της διαδικασία επιβολής προστίμου.

73.

Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί. Ως διαδικαστικός κανόνας ( 74 ), το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2004, εντός όλων των κρατών μελών, και σε πραγματικές καταστάσεις που γεννήθηκαν πριν από το εν λόγω χρονικό σημείο ( 75 ). Πάντως, το κανονιστικό του περιεχόμενο είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που δέχθηκαν το αιτούν δικαστήριο και οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης. Οι Κυβερνήσεις και η Επιτροπή που κατέθεσαν παρατηρήσεις στην παρούσα υπόθεση επισημαίνουν ορθώς το στοιχείο αυτό.

α) Γενικές σκέψεις για το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003

74.

Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, η κίνηση διαδικασίας με σκοπό την έκδοση αποφάσεως κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου ΙΙΙ από την Επιτροπή συνεπάγεται την απώλεια από τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών της αρμοδιότητάς τους να εφαρμόζουν τα άρθρα 81 και 82 ΕΚ (νυν άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ) ( 76 ). Η εν λόγω απώλεια αρμοδιότητας επέρχεται αυτοδικαίως ( 77 ), και μάλιστα κατά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή αποφασίζει τυπικώς να κινήσει τη διαδικασία ( 78 ).

75.

Εάν ληφθεί υπόψη μόνο το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, τότε φαίνεται ότι η απώλεια αρμοδιότητας αφορά μόνο την εξουσία των εθνικών αρχών ανταγωνισμού να εφαρμόσουν το περί συμπράξεων δίκαιο της Ένωσης (άρθρα 81 και 82 ΕΚ, ή νυν άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ), όχι όμως και την εξουσία να εφαρμόσουν το εθνικό δίκαιο. Και τα σημεία 51 και 53 της ανακοινώσεως περί δικτύων της Επιτροπής μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια αυτή ( 79 ).

76.

Πάντως, κατά την εφαρμογή κανόνα του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα, αλλά και τα συμφραζόμενα και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος ( 80 ). Ειδικά για τον κανονισμό 1/2003, το Δικαστήριο έκρινε επιπλέον ότι, μόνο σε περίπτωση που το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει κάποιον ειδικό κανόνα, μπορεί η εθνική αρχή ανταγωνισμού να εφαρμόσει τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου ( 81 ).

77.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω ότι το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 συνδέεται στενά, όσον αφορά το περιεχόμενό του, με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού. Από την από κοινού εξέταση των δύο αυτών κανόνων προκύπτει ότι οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού χάνουν πλέον την αρμοδιότητα να εφαρμόσουν όχι μόνο το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης αλλά και ένα τμήμα του δικού τους εθνικού δικαίου περί ανταγωνισμού ( 82 ), αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή κινήσει διαδικασία για την έκδοση αποφάσεως κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003.

78.

Ειδικότερα, η κατάσταση έχει ως εξής ( 83 ): το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 δημιουργεί στενή σχέση μεταξύ της απαγορεύσεως των συμπράξεων κατά το άρθρο 81 ΕΚ (άρθρο 101 ΣΛΕΕ) και των αντιστοίχων κανόνων του εθνικού δικαίου περί συμπράξεων. Εάν σε συμφωνία επιχειρήσεων η οποία μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, εφαρμόζεται η εθνική απαγόρευση των συμπράξεων, τότε πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, να εφαρμοστεί παράλληλα και το άρθρο 81 EΚ (άρθρο 101 ΣΛΕΕ). Επειδή όμως η εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν έχει, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, την εξουσία να εφαρμόσει το άρθρο 81 EΚ (άρθρο 101 ΣΛΕΕ), εφόσον η Επιτροπή κίνησε τη δική της διαδικασία, η εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν μπορεί σε τελική ανάλυση να εφαρμόσει πλέον ούτε την εθνική απαγόρευση των συμπράξεων.

79.

Πάντως, αντίθετα προς την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου και των προσφευγουσών της κύριας δίκης, τούτο δεν σημαίνει ότι η κίνηση διαδικασίας από την Επιτροπή έχει ως συνέπεια τη διαρκή και οριστική απώλεια της εξουσίας των εθνικών αρχών ανταγωνισμού να εφαρμόσουν το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού. Αναλόγως του τρόπου με τον οποίον η Επιτροπή περατώνει τη διαδικασία, μπορεί, στη συνέχεια, κάλλιστα να υπάρξει ακόμη περιθώριο εφαρμογής του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού ( 84 ).

80.

Πράγματι, η προστασία του ανταγωνισμού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης διασφαλίζεται από τη συνύπαρξη ενωσιακών και εθνικών διατάξεων περί ανταγωνισμού. Αμφότερες οι έννομες τάξεις εφαρμόζονται, κατά παγία νομολογία, εκ παραλλήλου ( 85 ). Ούτε ο εκσυγχρονισμός του ευρωπαϊκού καθεστώτος για την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού κατά τον κανονισμό 1/2003 άλλαξε κάτι συναφώς: σε αντιδιαστολή δηλαδή προς την αρχική πρόταση της Επιτροπής ( 86 ), είναι δυνατόν, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 1/2003, να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται σε μία και την αυτή περίπτωση τόσον οι κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης (άρθρα 81 και 82 EΚ, νυν άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ) όσο και οι εθνικοί κανόνες.

81.

Βεβαίως οι κανόνες περί ανταγωνισμού σε ενωσιακό και σε εθνικό επίπεδο επιδιώκουν, κατ’ ουσίαν, τον ίδιο σκοπό, δηλαδή να διασφαλίσουν την προστασία του ανταγωνισμού στην εκάστοτε σχετική αγορά ( 87 ). Πάντως, εκτιμούν τις περιοριστικές πρακτικές υπό διαφορετικά πρίσματα ( 88 ) και τα πεδία εφαρμογής τους δεν αλληλεπικαλύπτονται ( 89 ). Η βασική απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Walt Wilhelm, στην οποία ανάγονται οι προμνημονευθείσες διαπιστώσεις, ουδόλως έχει χάσει —εν πάση περιπτώσει όσον αφορά το ζήτημα αυτό— ούτε μετά από 40 έτη τη σημασία της ( 90 ). Είναι, βεβαίως, αναμφίβολον ότι εν τω μεταξύ η οικονομική ολοκλήρωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση πραγματοποίησε σημαντικές προόδους και η σταθερή κατάργηση των εμπορικών φραγμών μεταξύ των κρατών μελών προώθησε την υλοποίηση μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς. Εν τούτοις, πολλά προϊόντα εξακολουθούν να διατίθενται στο εμπόριο μόνο σε εθνικές ή περιφερειακές αγορές· οι όροι ανταγωνισμού για τα προϊόντα αυτά ενδέχεται να διαφέρουν σε πολύ μεγάλο βαθμό από χώρα σε χώρα —ενίοτε μάλιστα από περιφέρεια σε περιφέρεια— ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για την ύπαρξη ευρωπαϊκών ή, κατά μείζονα λόγο, παγκοσμίων αγορών. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποκλειστεί, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ούτε το ενδεχόμενο να ανακύψουν επί τόπου, εκτός από τα διασυνοριακά προβλήματα ανταγωνισμού που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 ΕΚ (νυν άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ), ενόψει εθνικών ή περιφερειακών ιδιομορφιών, πρόσθετα προβλήματα ανταγωνισμού, τα οποία οι αρχές ανταγωνισμού μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνο με την εφαρμογή του εκάστοτε εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού.

82.

Ακόμη και κατόπιν της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 1/2003, το γεγονός ότι πλείονες αρχές ανταγωνισμού επιλαμβάνονται υποθέσεως και την εξετάζουν υπό πλείονες επόψεις συνάδει προς τους σκοπούς και την οικονομία του ευρωπαϊκού δικαίου περί συμπράξεων ( 91 ). Μάλιστα, μέσω του νέου, αποκεντρωμένου καθεστώτος, οι εθνικές αρχές πρέπει να συνδέονται στενότερα ενόψει της εφαρμογής του δικαίου περί συμπράξεων από ό,τι μέχρι τούδε. Συναφώς υφίσταται θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του ευρωπαϊκού καθεστώτος της εφαρμογής του δικαίου περί συμπράξεων, όπως εκσυγχρονίσθηκε με τον κανονισμό 1/2003, και της ταυτοχρόνως τεθείσας σε ισχύ μεταρρυθμίσεως του ευρωπαϊκού ελέγχου των συγχωνεύσεων ( 92 ).

83.

Ο σκοπός της κατά το δυνατόν ενιαίας και αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων περί ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά ( 93 ) πραγματοποιείται, στο πλαίσιο του κανονισμού 1/2003, όχι με τη θέσπιση αποκλειστικών αρμοδιοτήτων μεμονωμένων αρχών ανταγωνισμού, αλλά, αντιθέτως, μέσω της συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού στο πλαίσιο δικτύου (EΔΑ) και του μεταξύ τους συντονισμού εντός του δικτύου αυτού ( 94 ). Την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης διασφαλίζουν συναφώς οι κανόνες των άρθρων 3 και 16 του κανονισμού 1/2003.

84.

Από την απλή ανάγνωση του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 συνάγεται ότι οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών διατηρούν την εξουσία δράσεως, ακόμη και αν η Επιτροπή από την πλευρά της έχει ήδη εκδώσει απόφαση. Πράγματι, η διάταξη αυτή δεν στερεί τις εθνικές αρχές από την αρμοδιότητά τους να δράσουν σε χρόνο μεταγενέστερο της επεμβάσεως της Επιτροπής, αλλά τους απαγορεύει απλώς να λαμβάνουν αποφάσεις που να συγκρούονται με απόφαση που έχει λάβει η Επιτροπή ( 95 ).

85.

Σύμφωνα με το γράμμα της, η διάταξη του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 αφορά βεβαίως μόνο την εφαρμογή του περί συμπράξεων δικαίου της Ένωσης από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού (επομένως την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 ΕΚ, νυν άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ). Ο ίδιος κανόνας όμως πρέπει κατά μείζονα λόγο να ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού επιθυμούν να εφαρμόσουν το εθνικό δίκαιο περί συμπράξεων. Εάν δηλαδή οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού έχουν την εξουσία να εφαρμόσουν, κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής, το δίκαιο της Ένωσης, θα πρέπει κατά μείζονα λόγο να μπορούν να εφαρμόσουν το εθνικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν τις ανώτερης τυπικής ισχύος επιταγές του δικαίου της Ένωσης υπό την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1/2003.

86.

Δεν θα ήταν σκόπιμο να ερμηνευθεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 τόσο στενά όσο προτείνουν το αιτούν δικαστήριο και οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης ( 96 ).

87.

Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 παρέχει στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού τη δυνατότητα να στραφούν κατά των μετεχόντων σε τέτοιες συμπράξεις, κατά των οποίων δεν κινήθηκε προηγουμένως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την απόφασή της. Επιβάλλεται, πάντως, η παρατήρηση συναφώς ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, ρυθμίζει απλώς κατά τρόπο εντελώς γενικό τη σχέση των αποφάσεων εθνικών αρχών ανταγωνισμού «για συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές» προς ήδη υπάρχουσες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ανεξαρτήτως του αντικειμένου των εν λόγων αποφάσεων της Επιτροπής και των αποδεκτών τους. Απαγορεύει ιδίως στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού να λαμβάνουν αποφάσεις που να συγκρούονται με την απόφαση που έχει λάβει η Επιτροπή. Θεσπίζει, επομένως, απαγόρευση παρεκκλίσεως και διασφαλίζει έτσι την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης.

88.

Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 δεν μπορεί ομοίως να περιοριστεί στην εξαιρετικά σπάνια περίπτωση της προηγούμενης διαπιστώσεως του ανεφάρμοστου των άρθρων 81 ή 82 EΚ (νυν άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού 1/2003 ( 97 ). Σε αντιδιαστολή δηλαδή προς την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου και ορισμένων εκ των μετεχόντων στη διαδικασία, το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όπως συνάγεται από την άκρως γενική διατύπωσή του και την ένταξή του στο κεφάλαιο για τη «συνεργασία», καλύπτει κάθε πιθανή απόφαση την οποία μπορεί να έχει λάβει η Επιτροπή επί τη βάσει του κανονισμού 1/2003, και ουδόλως περιορίζεται σε συγκεκριμένο μόνο τύπο αποφάσεως.

89.

Ούτε η αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο εσφαλμένης ερμηνείας υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επιθυμούσε να αφαιρέσει από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού την αρμοδιότητα εφαρμογής του εθνικού δικαίου περί συμπράξεων, κάθε φορά που η ίδια η Επιτροπή έχει προβεί στην έκδοση αποφάσεως. Βεβαίως στην αιτιολογική σκέψη 18 διατυπώνεται ο σκοπός, «κάθε υπόθεση να εξετάζεται μόνον από μια αρχή». Πάντως δεν πρόκειται συναφώς για γενικό κανόνα, ο οποίος χαρακτηρίζει ενδεχομένως, στο σύνολό του, το ευρωπαϊκό καθεστώς της εφαρμογής του δικαίου περί συμπράξεων κατά τον κανονισμό 1/2003. Αντιθέτως, ο σκοπός αυτός συνδέεται με έναν εντελώς συγκεκριμένο κανόνα του κανονισμού 1/2003, δηλαδή με τον κανόνα του άρθρου 13 αυτού. Κατά τη διάταξη αυτή, έχει βεβαίως κάθε αρχή ανταγωνισμού εντός του δικτύου ΕΔΑ τη δυνατότητα να αναστείλει τη διαδικασία που κίνησε ή να απορρίψει καταγγελία που υποβλήθηκε σ’ αυτήν, εάν άλλη αρχή του δικτύου ασχολείται με την ίδια υπόθεση. Πάντως, ουδόλως οι οικείες αρχές είναι υποχρεωμένες, να ενεργήσουν κατά τον τρόπο αυτόν. Αντιθέτως, το άρθρο 13 και η αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1/2003 αποτελούν έκφραση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν οι αρχές που συνεργάζονται στο πλαίσιο του δικτύου EΔΑ προκειμένου να διασφαλισθεί η με τον καλύτερο τρόπο κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των μελών του δικτύου.

90.

Τέλος, η αρχή της αναλογικότητας, θεωρούμενη υπό το πρίσμα της κατανομής αρμοδιοτήτων (άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, πρώην άρθρο 5, παράγραφος 3, ΕΚ), αποκλείει επίσης ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 κατά την οποία οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού χάνουν διαρκώς και οριστικώς την αρμοδιότητά τους να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο περί συμπράξεων, αφ’ ης στιγμής η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινήσει τη δική της διαδικασία. Η εν λόγω αρχή της αναλογικότητας, την οποία έλαβε ρητώς υπόψη ο νομοθέτης της Ένωσης στο προοίμιο του κανονισμού 1/2003 ( 98 ), αποκτά στο σύστημα των Συνθηκών θεμελιώδη και μάλιστα συνταγματική σημασία. Ορίζει ότι τα μέτρα της Ένωσης δεν μπορούν να υπερβαίνουν, από ουσιαστικής και τυπικής απόψεως, το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των σκοπών των Συνθηκών. Σκοπός του κανονισμού 1/2003 είναι να συμβάλει, στο πλαίσιο ενός αποκεντρωμένου συστήματος, στην αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης ( 99 ), εξυπακουομένου ότι πρέπει να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ( 100 ). Προς τούτο δεν είναι αναγκαίο να επιβληθεί στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών η διαρκής και οριστική απαγόρευση εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί συμπράξεων. Αρκεί να τους αφαιρεθεί η αρμοδιότητα αυτή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κίνησε η Επιτροπή και να υποχρεωθούν, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής, να λάβουν υπόψη την απόφαση της Επιτροπής ( 101 ).

91.

Επί τη βάσει των γενικών αυτών σκέψεων για το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δεν χάνουν διαρκώς και οριστικώς την εξουσία τους να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού, εάν η Επιτροπή κινήσει διαδικασία προς έκδοση αποφάσεως κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003. Αντιθέτως, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού μπορούν, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας που κίνησε η Επιτροπή, να αποφανθούν οι ίδιες, εντός των ορίων της απαγορεύσεως δίκης και καταδίκης ενός προσώπου δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (αρχή ne bis in idem).

β) Συμπληρωματικές σκέψεις σχετικά με τον χρόνο πριν από την προσχώρηση νέου κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση

92.

Την παρούσα υπόθεση χαρακτηρίζει επιπλέον και το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού αφορά —σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο— αποκλειστικά τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της επίμαχης συμπράξεως πριν από την 1η Μαΐου 2004, επομένως μόνο τον χρόνο πριν από την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

93.

Όπως εκτέθηκε ανωτέρω ( 102 ), το άρθρο 81 ΕΚ δεν εφαρμοζόταν κατά τη διάρκεια της περιόδου εκείνης στην Τσεχική Δημοκρατία και ούτε μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά σε ενδεχόμενες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες διαρκούς παραβάσεως κατά την περίοδο εκείνη.

94.

Επομένως, όσον αφορά τον τότε χρόνο, ούτε από το άρθρο 11, παράγραφος 6, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 συνάγονται κωλύματα για την εφαρμογή των διατάξεων του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού, όπως αυτές που περιλαμβάνονται στο άρθρο 3 του νόμου περί της προστασίας του ανταγωνισμού που ισχύει στην Τσεχική Δημοκρατία. Για τον προαναφερθέντα χρόνο πριν από την 1η Μαΐου 2004 δεν υφίσταται κίνδυνος συγκρούσεως αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού ούτε ανακύπτει ζήτημα αποφυγής αξιολογικών αντιφάσεων μεταξύ του άρθρου 81 ΕΚ και του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού. Το εθνικό δίκαιο δεν μπορεί εκ των προτέρων να τελεί σε αντίφαση προς κανόνα του δικαίου της Ένωσης ο οποίος δεν τυγχάνει εφαρμογής κατά την επίδικη χρονική περίοδο.

95.

Πάντως, ακόμη και αν λαμβάνονταν υπόψη για τον χρόνο πριν από την 1η Μαΐου 2004 οι σκοποί του νέου καθεστώτος σύμφωνα με τον κανονισμό 1/2003, τούτο θα συνηγορούσε σαφώς υπέρ της εφαρμογής του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού εκ μέρους της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού και όχι υπέρ της αντίθετης απόψεως. Πράγματι, θα ήταν διαμετρικά αντίθετο προς το βασικό αίτημα να δημιουργηθεί εντός της εσωτερικής αγοράς ένα ενιαίο πλαίσιο χειρισμών ( 103 ) και «να προστατευθεί ο ανταγωνισμός στην αγορά» ( 104 ), εάν η παράβαση της νομοθεσίας περί συμπράξεων σε ορισμένο τμήμα της εσωτερικής αγοράς δεν μπορούσε να διωχθεί για ορισμένο χρόνο (στο μέτρο, άλλωστε, που πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσουν οι αρχές του κράτους δικαίου και δεν έχει επέλθει παραγραφή του δικαιώματος διώξεως). Ακριβώς στην παρούσα περίπτωση η εφαρμογή του εθνικού δικαίου περί συμπράξεων ήταν η μοναδική δυνατότητα να τιμωρηθούν ενδεχόμενες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της επίδικης συμπράξεως στην Τσεχική Δημοκρατία κατά τον χρόνο πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

γ) Ενδιάμεσο συμπέρασμα

96.

Συνοψίζοντας, επομένως, από το άρθρο 11, παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 δεν μπορεί να συναχθεί κανένα διαρκές και οριστικό κώλυμα για την εφαρμογή του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού. Πάντως, αυτό ισχύει μόνον υπό την επιφύλαξη ενδεχομένων περιορισμών, οι οποίοι μπορεί να προκύπτουν από την απαγόρευση δίκης ή καταδίκης ενός προσώπου δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (αρχή ne bis in idem). Το επόμενο τμήμα είναι αφιερωμένο στο εν λόγω νομικό ζήτημα της υπό κρίση περιπτώσεως.

2. Η απαγόρευση δίκης ή επιβολής ποινικής κυρώσεως σ’ ένα πρόσωπο δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (αρχή ne bis in idem)

97.

Πρέπει ακόμη να εξετασθεί αν η απαγόρευση δίκης ή επιβολής ποινικής κυρώσεως σ’ ένα πρόσωπο δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (αρχή ne bis in idem) αποκλείει, σε μια περίπτωση όπως η υπό κρίση, την εφαρμογή του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού από την εθνική αρχή ανταγωνισμού.

98.

Το αιτούν δικαστήριο και οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης είναι της γνώμης ότι, με την απόφαση της Επιτροπής της 24ης Ιανουαρίου 2007, οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της επίδικης συμπράξεως στην Τσεχική Δημοκρατία τιμωρήθηκαν ήδη πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά συνέπεια, εκκινούν από την αφετηρία ότι το επιβληθέν χωριστά από την τσεχική αρχή ανταγωνισμού πρόστιμο συνιστά παραβίαση της αρχής ne bis in idem.

99.

Η αρχή ne bis in idem αναγνωρίζεται στο επίπεδο της Ένωσης ως γενική αρχή του δικαίου ( 105 ) και απολαύει εν τω μεταξύ, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, την τυπική ισχύ θεμελιώδους δικαιώματος της Ένωσης.

100.

Η αναγνώρισή της σε επίπεδο Ένωσης έχει ως συνέπεια ότι το πεδίο εφαρμογής της αρχής ne bis in idem βαίνει πέρα των αμιγώς εθνικών υποθέσεων και εκτείνεται σε διασυνοριακές πραγματικές καταστάσεις ( 106 ), πράγμα που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των κατά το δυνατόν ανεμπόδιστων συναλλαγών στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά.

Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem

101.

Είναι όντως αναμφίβολο ότι στη διαδικασία επιβολής προστίμου στο πλαίσιο του δικαίου περί συμπράξεων πρέπει να τηρείται η αρχή ne bis in idem ( 107 ), δεδομένου ότι αυτή φέρει χαρακτηριστικά όμοια προς αυτά του ποινικού δικαίου ( 108 ). Πάντως, στην παρούσα περίπτωση η Επιτροπή θέτει εν αμφιβόλω την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, τουλάχιστον κατά το μέτρο που αφορά το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

i) Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής

102.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων εφαρμόζεται μόνο κατά την εκτέλεση του δικαίου της Ένωσης. Δεδομένου ότι στην παρούσα περίπτωση η τσεχική αρχή ανταγωνισμού στήριξε την επίδικη απόφασή της μόνο στο εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού, δεν δεσμευόταν από τον Χάρτη.

103.

Η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί. Βεβαίως είναι αληθές ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, απευθύνεται «στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης» ( 109 ). Πάντως, το γεγονός και μόνον ότι στην παρούσα περίπτωση εφαρμόζεται, από ουσιαστικής απόψεως, μόνο το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν επιταγές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της υποθέσεως.

104.

Όπως ήδη αναφέρθηκε ( 110 ), οι διαδικαστικού δικαίου κανόνες του κανονισμού 1/2003 —σε αντίθεση προς τους ουσιαστικού δικαίου κανόνες— εφαρμόζονταν στην Τσεχική Δημοκρατία από την ημερομηνία της προσχωρήσεώς της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στους κανόνες αυτούς ανήκουν σε τελική ανάλυση και οι κανόνες και οι αρχές για την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων εντός του δικτύου των ευρωπαϊκών αρχών ανταγωνισμού, το οποίο δημιουργήθηκε με τον κανονισμό 1/2003 ( 111 ). Οι εν λόγω κανόνες και αρχές πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο σύμφωνο προς το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβανομένων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης.

105.

Επομένως, η τσεχική αρχή ανταγωνισμού μπορεί, από την 1η Μαΐου 2004, να διεξαγάγει διαδικασία επιβολής προστίμου στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας περί συμπράξεων, μόνον εάν και στο μέτρο που ο κανονισμός 1/2003, ερμηνευόμενος και εφαρμοζόμενος υπό το φως των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης, παρέχει τη σχετική δυνατότητα.

106.

Στα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης, τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξακρίβωση του υπολειπομένου περιθωρίου ελιγμών της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού, συγκαταλέγεται ειδικότερα η αρχή ne bis in idem, όπως κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης. Πράγματι, η αρχή ne bis in idem έχει συνέπειες όχι μόνον ουσιαστικού αλλά και διαδικαστικού δικαίου. Παράλληλα προς την προστασία των οφειλετών, η αρχή ne bis in idem αποσκοπεί και στην αποτροπή συγκρούσεων αρμοδιοτήτων (των καλουμένων θετικών συγκρούσεων αρμοδιοτήτων) μεταξύ των διαφόρων αρχών που επιλαμβάνονται ενδεχομένως ποινικής υποθέσεως ή διοικητικής παραβάσεως ( 112 ).

ii) Διαχρονική εφαρμογή

107.

Χάριν πληρότητας προσθέτω δύο ακόμη σύντομες σκέψεις επί του ζητήματος της διαχρονικής εφαρμογής της αρχής ne bis in idem.

108.

Αφενός πρέπει να υπομνησθεί ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων κατά τα έτη 2006 και 2007 δεν είχε ακόμη αναπτύξει δεσμευτική νομική ισχύ παρεμφερή προς αυτήν του πρωτογενούς δικαίου ( 113 ). Αντιθέτως, ο Χάρτης —εν προκειμένω ιδίως το άρθρο 50 αυτού— παρείχε ήδη τον χρόνο εκείνο, ως πηγή διασαφηνίσεως του δικαίου, ορισμένα στοιχεία σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία διασφαλίζει η έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 114 ). Στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1/2003 τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι το προοίμιό του περιέχει ρητή παραπομπή στον Χάρτη ( 115 ). Κατά συνέπεια, τα θεμελιώδη δικαιώματα του Χάρτη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του κανονισμού 1/2003 από την 1η Μαΐου 2004, επομένως από την ημερομηνία κατά την οποία ο κανονισμός αυτός τέθηκε σε ισχύ στα παλαιά καθώς και στα νέα κράτη μέλη.

109.

Αφετέρου σημειώνεται ότι η επίδικη απόφαση περί επιβολής προστίμου της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού αφορά χρονική περίοδο πριν από την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Καθοριστικό για τη διαχρονική εφαρμογή της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης ne bis in idem δεν είναι πάντως το χρονικό σημείο της τελέσεως της διωκόμενης πράξεως, αλλά το χρονικό σημείο της κινήσεως της εκάστοτε ποινικής διαδικασίας ή της διαδικασίας επιβολής προστίμου ( 116 ). Το 2006, όταν η τσεχική αρχή ανταγωνισμού κίνησε τη διαδικασία επιβολής προστίμου στην υπόθεση αυτή, η Τσεχική Δημοκρατία ήταν ήδη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κατά συνέπεια, υποχρεωμένη να τηρήσει τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης ne bis in idem.

110.

Συνοψίζοντας, τίποτε δεν εμποδίζει, επομένως, από διαχρονικής απόψεως, την εφαρμογή της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης ne bis in idem.

β) ʹΕκταση της προστασίας που συνεπάγεται η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem : τι σημαίνει idem;

111.

Επί της ουσίας, η αρχή ne bis in idem, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, συνεπάγεται ότι κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο.

112.

Εφαρμοζόμενη στο δίκαιο του ανταγωνισμού, η αρχή ne bis in idem απαγορεύει, στον τομέα του ανταγωνισμού, μια επιχείρηση να καταδικαστεί ή να διωχθεί εκ νέου για συμπεριφορά αντίθετη προς τον ανταγωνισμό για την οποία της είχε ήδη επιβληθεί κύρωση ή για την οποία είχε κριθεί ως μη έχουσα ευθύνη με προγενέστερη απόφαση η οποία δεν είναι πλέον δεκτική προσφυγής ( 117 ).

113.

Αμφισβητείται στην παρούσα υπόθεση, όπως τόσο συχνά στη διαδικασία του δικαίου των συμπράξεων, βάσει ποίων κριτηρίων πρέπει να διαπιστωθεί αν οι οικείες επιχειρήσεις διώχθηκαν ή καταδικάσθηκαν εκ νέου για την ίδια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, όταν η τσεχική αρχή ανταγωνισμού τους επέβαλε χρηματικό πρόστιμο. Επομένως, πρέπει να διευκρινιστεί τι σημαίνει ο όρος idem.

114.

Μέχρι τώρα τα δικαστήρια της Ένωσης σε διαδικασίες στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού εκτιμούσαν ότι η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος ( 118 ). Η αρχή ne bis in idem απαγορεύει την επιβολή πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ιδίου εννόμου αγαθού ( 119 ).

115.

Από τις τρεις προαναφερθείσες προϋποθέσεις δεν υφίσταται διαφωνία ως προς την ισχύ των δύο πρώτων —ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών και ταυτότητα του παραβάτη. Αμφισβητείται, αντιθέτως, κατά πόσον ισχύει η τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή το κριτήριο της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου αγαθού ή του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Αναφορικά με το κριτήριο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε σε ορισμένες υποθέσεις συμπράξεων ότι δεν ισχύει η απαγόρευση της επιβολής διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη πράξη στη σχέση της Ένωσης προς τρίτα κράτη ( 120 ).

116.

Πάντως, σε τομείς άλλους πλην του δικαίου του ανταγωνισμού, το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε την τρίτη αυτή προϋπόθεση. Πράγματι, σε σχέση με πειθαρχική διαδικασία στο πλαίσιο του υπαλληλικού δικαίου προσανατολίσθηκε μόνο στα πραγματικά περιστατικά (εξετάζοντας αν επρόκειτο για «άλλα πραγματικά περιστατικά») ( 121 ). Στον τομέα των ρυθμίσεων για τον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (άρθρο 54 ΣΕΣΣ ( 122 ) και Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ( 123 )) το Δικαστήριο έκρινε και μάλιστα ρητώς ότι το κριτήριο της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος δεν μπορεί να γίνει δεκτό ( 124 ). Ως το μοναδικό κατάλληλο κριτήριο εκλαμβάνει, κατά παγία νομολογία, την ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών, υπό την έννοια ότι πρόκειται για σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους ( 125 ).

117.

Το γεγονός ότι η αρχή ne bis in idem ερμηνεύεται και εφαρμόζεται κατά τόσο διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τον τομέα δικαίου θίγει την ενότητα της έννομης τάξεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τη θεμελιώδη σημασία της αρχής ne bis in idem ως βασικής αρχής του δικαίου της Ένωσης με την τυπική ισχύ θεμελιώδους δικαιώματος συνάγεται ότι το περιεχόμενό της δεν θα πρέπει να διαφέρει ουσιωδώς ανάλογα με τον τομέα του δικαίου τον οποίον αφορά ( 126 ). Για τον καθορισμό των εγγυήσεων που παρέχει η αρχή ne bis in idem, όπως κωδικοποιείται εφεξής στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, θα πρέπει να ισχύουν στο σύνολο του δικαίου της Ένωσης, για όλους τους τομείς, τα ίδια κριτήρια. Τούτο επισήμανε ορθώς η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ.

118.

Δεν υπάρχει κανένας αντικειμενικός λόγος να εξαρτηθεί η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στις υποθέσεις ανταγωνισμού από τη συνδρομή προϋποθέσεων διαφορετικών από αυτές που ισχύουν σε άλλους τομείς. Πράγματι, όπως ακριβώς η αρχή αυτή στο πλαίσιο του άρθρου 54 ΣΕΣΣ αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης εντός της Ένωσης ως «Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης» ( 127 ), συμβάλλει, και στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, στη βελτίωση και στη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά και, σε τελική ανάλυση, στη δημιουργία ενιαίων συνθηκών ανταγωνισμού σε όλο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (το λεγόμενο «level playing field»).

119.

Κατά τον εντοπισμό των καθοριστικών κριτηρίων για την έννοια του idem πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η απαγόρευση της επιβολής διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη πράξη στο δίκαιο της Ένωσης συνδέεται περαιτέρω με ένα θεμελιώδες δικαίωμα της ΕΣΔΑ ( 128 ), ακριβέστερα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, έστω και αν το πρωτόκολλο αυτό δεν έχει μέχρι σήμερα επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης ( 129 ). Τη μεγάλη αυτή εγγύτητα προς την ΕΣΔΑ επισημαίνουν όχι μόνον οι επεξηγήσεις του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης και των κρατών μελών ( 130 ), αλλά και η μέχρι τούδε νομολογία του Δικαστηρίου μας σχετικά με τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης ne bis in idem ( 131 ).

120.

Επομένως, τυγχάνει εφαρμογής η επιταγή της ομοιογένειας ( 132 ), κατά την οποία τα δικαιώματα του Χάρτη που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ έχουν την ίδια έννοια και εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η ΕΣΔΑ. Επομένως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), καθορίζει το ελάχιστο επίπεδο προστασίας, το οποίο πρέπει να διασφαλίζεται στο δίκαιο της Ένωσης κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της γενικής αρχής ne bis in idem.

121.

Μετά από μακρά περίοδο διακυμάνσεων της νομολογίας του ΕΔΔΑ όσον αφορά την έννοια του idem, το ΕΔΔΑ έκρινε, με μια θεμελιώδη απόφαση του έτους 2009, ότι το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ απαγορεύει να διώκεται ή να δικάζεται πρόσωπο για δεύτερη αξιόποινη πράξη, στο μέτρο που αυτή στηρίζεται στα ίδια ή ουσιωδώς στα ίδια πραγματικά περιστατικά ( 133 ). Τούτο σημαίνει ότι το ΕΔΔΑ στηρίζεται μόνο στην ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών, αποκλείοντας και ρητώς τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως ( 134 ). Συναφώς εμπνέεται εξ άλλου κυρίως από τη νομολογία του δικού μας Δικαστηρίου σχετικά με τον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ( 135 ). Έτι περαιτέρω, το ΕΔΔΑ χρησιμοποιεί εντελώς παρεμφερείς διατυπώσεις προς αυτές του δικού μας Δικαστηρίου, για να περιγράψει αυτό που νοείται ως ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη περί του ότι το ΕΔΔΑ θα μπορούσε να έχει την τάση να αναγνωρίσει ότι η αρχή ne bis in idem, ειδικά στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, παρέχει ήσσονες εγγυήσεις ( 136 ). Αντιθέτως: το ΕΔΔΑ παραθέτει μεν την απόφαση Aalborg Portland του Δικαστηρίου μας, όπου εφαρμόστηκε το κριτήριο της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου αγαθού, πλην όμως δεν την κατέστησε βάση της ερμηνείας της αρχής ne bis in idem ( 137 ).

122.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, θα πρέπει και κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της έννοιας του idem στο πλαίσιο της απαγορεύσεως της επιβολής διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη πράξη κατά το δίκαιο της Ένωσης να είναι καθοριστικής σημασίας στο εξής μόνον η ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών (η οποία περιλαμβάνει κατ’ ανάγκη και την ταυτότητα του παραβάτη ( 138 )).

123.

Η εμμονή στο κριτήριο της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου αγαθού θα είχε, σε τελική ανάλυση, ως συνέπεια, ότι το πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως επιβολής διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη πράξη κατά το δίκαιο της Ένωσης θα ήταν στενότερο και η εμβέλεια των εγγυήσεων που παρέχει θα υστερούσε του ελαχίστου επιπέδου προστασίας που προβλέπει συναφώς το άρθρο 4, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ. Η συνέπεια αυτή δεν συνάδει προς την επιταγή της ομοιογένειας. Όπως θα καταδείξω στη συνέχεια ( 139 ), τα προβλήματα που προκαλεί η σχέση με τα τρίτα κράτη, τα οποία μέχρι τούδε το Δικαστήριο έλυσε με το κριτήριο της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου αγαθού, μπορούν να ληφθούν προσηκόντως υπόψη και με διαφορετική προσέγγιση —στο πλαίσιο της εξετάσεως της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών.

124.

Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι για τον καθορισμό του περιεχομένου του idem στο πλαίσιο της αρχής ne bis in idem σημασία έχει μόνον η ταυτότητα της πραγματικών περιστατικών, υπό την έννοια ενός συνόλου περιστατικών συνδεομένων άρρηκτα μεταξύ τους. Πρέπει, επομένως, να πρόκειται για την ίδια ή ουσιωδώς την ίδια πραγματική κατάσταση.

γ) Εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση: δεν υπάρχει idem

125.

Εφαρμοζόμενη στην παρούσα περίπτωση, η ως άνω εκτεθείσα ερμηνεία του έννοιας του idem σημαίνει ότι πρέπει να εξετασθεί αν η απόφαση της Επιτροπής ( 140 ) και η απόφαση της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού ( 141 ) αφορούν την ίδια ή ουσιωδώς την ίδια πραγματική κατάσταση.

i) Ο χώρος και ο χρόνος όπου η σύμπραξη παράγει ή μπορεί να παραγάγει αποτελέσματα είναι ουσιώδη στοιχεία της πραγματικής καταστάσεως

126.

Θα μπορούσε να γίνεται πάντοτε δεκτό ότι συντρέχει η προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών όταν δύο αποφάσεις των αρχών ανταγωνισμού αφορούν την ίδια σύμπραξη. Προφανώς, το αιτούν δικαστήριο και ορισμένοι εκ των μετεχόντων στη διαδικασία έχουν υπόψη την εν λόγω άκρως ευρεία ερμηνεία του όρου idem.

127.

Η προσέγγιση αυτή όμως παραγνωρίζει τις ιδιομορφίες οι οποίες διακρίνουν γενικώς τις παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, ιδίως τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί συμπράξεων.

128.

Οι συμπράξεις απαγορεύονται και διώκονται ακριβώς διότι έχουν δυσμενείς για τον ανταγωνισμό συνέπειες ή εν πάση περιπτώσει μπορούν να επηρεάσουν δυσμενώς τον ανταγωνισμό. Για να χρησιμοποιηθεί η διατύπωση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ): οι αρχές ανταγωνισμού επιβάλλουν κυρώσεις στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε σύμπραξη, επειδή η συμπεριφορά τους έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού.

129.

Το ζήτημα αν μια συμπεριφορά είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού δεν μπορεί να κριθεί αφηρημένα, αλλά πρέπει να εξετάζεται πάντοτε λαμβανομένων υπόψη συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και συγκεκριμένου τομέα ( 142 ). Πράγματι η συμπεριφορά που τιμωρείται κατά το άρθρο 81 EΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ) δεν πρέπει να εντοπίζεται μόνο στην ίδια τη συμφωνία περί συμπράξεως, αλλά και στην εκτέλεσή της ( 143 ). Μέσω αυτής πραγματοποιείται επέμβαση στη δομή του ανταγωνισμού, πράγμα το οποίο σε τελική ανάλυση μπορεί να προκαλέσει ζημία στους καταναλωτές στον επίμαχο τομέα κατά την οικεία χρονική περίοδο.

130.

Επομένως, στα πραγματικά περιστατικά στα οποία εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem περιλαμβάνεται, σε σχέση με την παράβαση της νομοθεσίας περί συμπράξεων, κατ’ ανάγκη η χρονική περίοδος και ο τομέας στον οποίο η συμφωνία περί συμπράξεων παρήγαγε τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματά της (ο λεγόμενος περιορισμός του ανταγωνισμού «λόγω αποτελέσματος») ή μπορούσε να τα παραγάγει (ο λεγόμενος περιορισμός του ανταγωνισμού «λόγω αντικειμένου»). Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το προστατευόμενο έννομο συμφέρον ή με τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών· αντιθέτως, οι πραγματικές ή ενδεχόμενες συνέπειες συμπράξεως αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των πραγματικών περιστατικών, εξαιτίας των οποίων μπορεί να επιβληθεί κύρωση στις μετέχουσες στη σύμπραξη επιχειρήσεις από την αρχή ανταγωνισμού και, στη συνέχεια, δεν μπορεί να τους επιβληθεί κύρωση για δεύτερη φορά (ne bis in idem) ( 144 ).

131.

Η προβλεπόμενη στο δίκαιο της Ένωσης απαγόρευση της επιβολής διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη (αρχή ne bis in idem) εμποδίζει, εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, να επιβάλλουν πλείονες αρχές ανταγωνισμού ή δικαστήρια, όσον αφορά τον ίδιο τομέα και την ίδια χρονική περίοδο, κυρώσεις για τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες μίας και της αυτής συμπράξεως ( 145 ). Αντιθέτως, η αρχή ne bis in idem ουδόλως απαγορεύει, εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, να επιβάλλουν πλείονες αρχές ανταγωνισμού ή δικαστήρια κυρώσεις για τους —λόγω αντικειμένου ή λόγω αποτελέσματος— περιορισμούς του ανταγωνισμού που προκάλεσε μία και η αυτή σύμπραξη σε διαφόρους τομείς ή για διαφορετικές χρονικές περιόδους.

132.

Κατά μείζονα λόγο, η γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ne bis in idem δεν απαγορεύει να αποτελέσει μια σύμπραξη που λειτουργεί σε διεθνή κλίμακα το αντικείμενο διώξεων, αφενός, από αρχές ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ και, αφετέρου, από αρχές τρίτων κρατών, στις αντίστοιχες επικράτειές τους ( 146 ). Τούτο συνάγεται και από το γράμμα του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο αναφέρεται σε μια πρώτη καταδίκη ή πρώτη αθώωση που εξοπλίστηκαν με ισχύ δεδικασμένου «εντός της Ένωσης».

133.

Η αρχή ne bis in idem σκοπεί να εμποδίσει να διώκονται και ενδεχομένως να τιμωρούνται πλειστάκις επιχειρήσεις για τις αντίθετες —λόγω αντικειμένου ή λόγω αποτελέσματος— προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της συνιστώσας σύμπραξη συμπεριφοράς τους. Δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να παραμένουν ατιμώρητες οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της συμπεριφοράς αυτής σε ορισμένο τομέα για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

134.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η απαγόρευση της επιβολής διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη πράξη μπορεί να εφαρμοστεί και στην παρούσα περίπτωση μόνον εάν και στο μέτρο που η απόφαση της Επιτροπής και η απόφαση της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού αφορούν τους ίδιους τομείς και τις ίδιες χρονικές περιόδους. Το γεγονός και μόνον ότι επρόκειτο για σύμπραξη που λειτουργεί σε διεθνή κλίμακα («παγκοσμίως»), η οποία ασκούσε δραστηριότητες επί μακρό χρόνο, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι συντρέχει το idem.

ii) Η απόφαση της Επιτροπής και η απόφαση της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού δεν αφορούν τις ίδιες συνέπειες της συμπράξεως

135.

Το κατά πόσον οι αποφάσεις δυο αρχών ανταγωνισμού ανάγονται στην ίδια ή ουσιωδώς στην ίδια πραγματική κατάσταση, ώστε να αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά, συνιστά, κατ’ αρχήν, ζήτημα αξιολογήσεως πραγματικών περιστατικών, η οποία, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, δεν ανήκει στα καθήκοντα του Δικαστηρίου, αλλά εμπίπτει στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου ( 147 ).

136.

Πάντως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, στην παρούσα υπόθεση, μια από τις επίδικες αποφάσεις είναι νομική πράξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό την έννοια του άρθρου 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ (νυν άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ), δηλαδή πράξη οργάνου της Ένωσης. Η ερμηνεία μιας τέτοιας πράξεως εμπίπτει στην κατ’ αρχήν αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως (άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ). Επομένως, το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο διευκρινίσεις για το περιεχόμενο της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου της Επιτροπής της 24ης Ιανουαρίου 2007. Ενόψει της αρμοδιότητάς του να παράσχει στον εθνικό δικαστή διευκρινίσεις προκειμένου να τον καθοδηγήσει στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης ( 148 ), θα πρέπει το Δικαστήριο να κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής.

137.

Δυστυχώς, η απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2007 δεν περιέχει, ούτε στο διατακτικό της ούτε στις αιτιολογικές σκέψεις, ρητή διευκρίνιση ως προς το αν τα επιβληθέντα πρόστιμα αποσκοπούσαν στον κολασμό ενδεχομένων δυσμενών —λόγω αντικειμένου ή λόγω αποτελέσματος— συνεπειών για τον ανταγωνισμό στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας κατά τη χρονική περίοδο πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή πριν από την 1η Μαΐου 2004 ( 149 ). Επομένως, η ακριβής έκταση της επικράτειας την οποία αφορούν η απόφαση της Επιτροπής και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν με αυτήν πρέπει να καθοριστεί διά της ερμηνευτικής οδού.

138.

Το αιτούν δικαστήριο και οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης φρονούν ότι η επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας καλύπτεται από την απόφαση της Επιτροπής τόσο για τον χρόνο πριν από όσο και για τον χρόνο μετά την 1η Μαΐου 2004. Ως ένδειξη περί αυτού θεωρούν ιδίως το γεγονός ότι η Επιτροπή κάνει λόγο για παγκόσμια σύμπραξη και δεν εξαίρεσε ρητώς την επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας από το πεδίο εφαρμογής της αποφάσεώς της.

139.

Πάντως, η απόφαση της Επιτροπής μπορεί να ερμηνευθεί και κατά διαφορετικό τρόπο. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί, κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι κανένα στοιχείο της αιτιολογίας της δεν περιέχει ρητή ένδειξη περί του ότι καλύπτει πράγματι ενδεχόμενες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της συμπράξεως στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας για τον χρόνο πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντιθέτως, σε πολλά σημεία η Επιτροπή αναφέρεται ειδικά στις συνέπειες της συμπράξεως εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του ΕΟΧ ( 150 ), οπότε εν μέρει μάλιστα ρητώς κάνει μνεία των «τότε κρατών μελών» της Κοινότητας και των «τότε συμβαλλομένων κρατών» του ΕΟΧ ( 151 ).

140.

Εάν στην απόφαση της Επιτροπής γίνεται λόγος για παγκόσμια σύμπραξη, αυτό μπορεί να νοηθεί ως διευκρίνιση του τρόπου λειτουργίας της συμπράξεως και δεν περιέχει οπωσδήποτε κάποια ένδειξη για τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της συμπράξεως τις οποίες η Επιτροπή τιμώρησε σε τελική ανάλυση με τα πρόστιμα που επέβαλε. Το γεγονός ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε περαιτέρω στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών των μετεχόντων στη σύμπραξη ( 152 ) αποσκοπούσε μόνο στο να συγκριθεί το σχετικό μέγεθος των εν λόγω επιχειρήσεων προκειμένου να ληφθεί υπόψη η πραγματική δυνατότητά τους να προξενήσουν σημαντική ζημία στην αγορά των εξοπλισμών μεταγωγής με μόνωση αερίου εντός του ΕΟΧ ( 153 ).

141.

Καταδεικνύεται ότι και κατά τον υπολογισμό των χρηματικών προστίμων η Επιτροπή δεν περιέλαβε ακόμη στην απόφασή της τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004. Πράγματι, τη βάση για τον υπολογισμό των προστίμων αποτέλεσαν οι κύκλοι εργασιών των μετεχόντων στη σύμπραξη στον ΕΟΧ από το 2003, επομένως από το έτος πριν από την προς ανατολάς διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 154 ).

142.

Υπέρ της ερμηνείας της αποφάσεως της Επιτροπής υπό την έννοια ότι καταλαμβάνει μόνο τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες εντός του ΕΟΧ συνηγορεί, άλλωστε, ένας περαιτέρω σοβαρός λόγος: το πεδίο εφαρμογής των νομικών πράξεων των οργάνων της Ένωσης δεν μπορεί να εκτείνεται πέρα από αυτό της νομικής τους βάσεως ( 155 ). Όπως ήδη υπομνήσθηκε, το άρθρο 81 ΕΚ δεν είχε εφαρμογή στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η Επιτροπή δεν μπορούσε να ασκήσει οποιαδήποτε κυριαρχικά δικαιώματα στην επικράτεια αυτή πριν από την 1η Μαΐου 2004 ( 156 ). Εάν, αντιθέτως, η Επιτροπή είχε εκδώσει απόφαση με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο σε επιχειρήσεις που συνδέονται με την επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας για τον χρόνο πριν από την 1η Μαΐου 2004, θα είχε κατά τον τρόπο αυτόν υπερβεί τα όρια της αρμοδιότητάς της.

143.

Κατά παγία νομολογία, μια πράξη του ενωσιακού δικαίου πρέπει, σύμφωνα με γενική ερμηνευτική αρχή, να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο ώστε να μη θίγεται το κύρος της ( 157 ). Οσάκις διάταξη του παραγώγου δικαίου της Ένωσης επιδέχεται περισσότερες από μία ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται η ερμηνεία που καθιστά την εν λόγω διάταξη σύμφωνη προς τις Συνθήκες και όχι εκείνη που συνεπάγεται το ασυμβίβαστό της προς αυτές ( 158 ).

144.

Επομένως, κατ’ εφαρμογή των αρχών αυτών, η απόφαση της Επιτροπής της 24ης Ιανουαρίου 2007 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι με τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν με αυτή δεν κολάζονται παραβάσεις του ανταγωνισμού στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας κατά τη χρονική περίοδο πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

145.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν καταλαμβάνει αντίθετες —λόγω αντικειμένου ή λόγω αποτελέσματος— προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της επίδικης συμπράξεως στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας για τη χρονική περίοδο πριν από την 1η Μαΐου 2004, ενώ, αντιθέτως, με την απόφαση της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού —σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο— επιβλήθηκαν πρόστιμα μόνο για την επικράτεια εκείνη και για την εν λόγω χρονική περίοδο. Κατά συνέπεια, αμφότερες οι αποφάσεις έχουν μεν ως αντικείμενο παραβάσεις οι οποίες ανάγονται στην ίδια σύμπραξη που λειτουργεί σε παγκόσμια κλίματα, πλην όμως στηρίζονται σε διαφορετικές πραγματικές καταστάσεις ( 159 ).

146.

Επομένως, εν ολίγοις, η απόφαση της Επιτροπής και η απόφαση της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού δεν αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά, οπότε η τσεχική αρχή ανταγωνισμού με την απόφασή της δεν παραβίασε την αρχή ne bis in idem.

3. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

147.

Συνοψίζοντας, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης ne bis in idem δεν αποκλείει τις κυρώσεις κατά επιχειρήσεων που μετέχουν σε σύμπραξη, τις οποίες επιβάλλει η εθνική αρχή ανταγωνισμού του οικείου κράτους μέλους για αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της συμπράξεως στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους πριν από την προσχώρησή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν και καθόσον τα πρόστιμα που επέβαλε προηγουμένως η Επιτροπή κατά των ιδίων μετεχόντων στη σύμπραξη δεν είχαν ως αντικείμενο τις συνέπειες αυτές.

VI – Πρόταση

148.

Ενόψει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα ως ακολούθως:

1)

Τα άρθρα 81 EΚ και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 δεν τυγχάνουν εφαρμογής εντός κράτους μέλους το οποίο προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, σε χρονικές περιόδους προ της εν λόγω ημερομηνίας προσχωρήσεως, ακόμη και αν πρόκειται να διωχθεί σύμπραξη που λειτουργεί σε παγκόσμια κλίμακα, η οποία συνιστά ενιαία και διαρκή παράβαση και μπορεί να έχει συνέπειες στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους τόσο πριν από όσο και μετά την ημερομηνία προσχωρήσεως.

2)

Εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινήσει διαδικασία κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού 1/2003 κατά της συμπράξεως αυτής, τότε η εθνική αρχή ανταγωνισμού του οικείου κράτους μέλους δεν χάνει, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 6, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, την αρμοδιότητά της να κολάζει τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της συμπράξεως στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους σε σχέση με χρονικές περιόδους πριν από την προσχώρησή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά το εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού.

3)

Η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης ne bis in idem δεν αποκλείει τις κυρώσεις κατά επιχειρήσεων που μετέχουν σε σύμπραξη τις οποίες επιβάλλει η εθνική αρχή ανταγωνισμού του οικείου κράτους μέλους για αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της συμπράξεως στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους πριν από την προσχώρησή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν και καθόσον τα πρόστιμα που επέβαλε προηγουμένως η Επιτροπή κατά των ιδίων μετεχόντων στη σύμπραξη δεν είχαν ως αντικείμενο τις συνέπειες αυτές.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 2, από την 1η Μαΐου 2004.

( 3 ) Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1969, 14/68, Walt Wilhelm (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1).

( 4 ) Úřad pro ochranu hospodářské soutěže.

( 5 ) Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33).

( 6 ) Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Συμφωνία για τον ΕΟΧ, ΕΕ 1994, L 1, σ. 3).

( 7 ) Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακηρύχθηκε, κατ’ αρχάς, στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1) και, στη συνέχεια, εκ νέου στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο (ΕΕ 2007, C 303, σ. 1, και ΕΕ 2010, C 83, σ. 389).

( 8 ) ΕΕ 2004, C 101, σ. 43.

( 9 ) Άρθρο 2, παράγραφος 2, της Συνθήκης Προσχωρήσεως [Συνθήκη μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, του Βασιλείου της Δανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατία της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας για την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατία της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 17)].

( 10 ) Zákon č. 63/1991 Sb., o ochraně hospodářské soutěže.

( 11 ) Zákon č. 143/2001 Sb., o ochraně hospodářské soutěže.

( 12 ) Ο εξοπλισμός μεταγωγής με μόνωση αερίου χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της ροής ενέργειας στα δίκτυα ηλεκτρικού ρεύματος. Πρόκειται για βαρέος τύπου ηλεκτρικό υλικό που αποτελεί το κύριο εξάρτημα ετοίμων προς λειτουργία υποσταθμών ηλεκτρικού ρεύματος και αποτελεί περίπου το 30 έως 60 % της συνολικής τιμής των υποσταθμών αυτών. Ο εξοπλισμός μεταγωγής προστατεύει τον μετασχηματιστή από υπερφόρτωση και/ή απομονώνει το κύκλωμα και τον μετασχηματιστή που έχει υποστεί βλάβη. Οι εξοπλισμοί μεταγωγής φέρουν είτε μόνωση αερίου είτε μόνωση αέρα είτε υβριδική μόνωση, η οποία συνδυάζει τις δύο προηγούμενες τεχνικές.

( 13 ) Η τσεχική αρχή ανταγωνισμού δεν ήταν η μόνη που ασχολήθηκε με την περίπτωση αυτή. Ενώπιον του Δικαστηρίου ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία ανέφεραν ότι και η σλοβακική αρχή ανταγωνισμού στράφηκε κατά της επίδικης συμπράξεως (αποφάσεις 2007/KH/1/1/109 της 27ης Δεκεμβρίου 2007 και 2009/KH/R/2/035 της 14ης Αυγούστου 2009), ενώ η σχετική υπόθεση κατέληξε ομοίως σε ένδικη διαδικασία ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου (Krajský soud) της Μπρατισλάβα (δικογραφία 4 S 232/09).

( 14 ) Βλ. την τέταρτη εισαγωγική αιτιολογική αναφορά της αποφάσεως της Επιτροπής.

( 15 ) Η αίτηση επιδείξεως επιείκειας υποβλήθηκε στις 3 Μαρτίου 2004 από την ελβετική επιχείρηση ABB.

( 16 ) Οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν κατά τα στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή στις 11 και 12 Μαΐου 2004 στις επιχειρήσεις AREVA, Siemens, VA Tech και Hitachi (βλ. την αιτιολογική σκέψη 90 της αποφάσεως της Επιτροπής).

( 17 ) Απόφαση της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2007, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/38.899 — Εξοπλισμός μεταγωγής με μόνωση αερίου) [κοινοποιήθηκε με αριθμό εγγράφου C(2006) 6762 τελικό] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ), περίληψη σε ΕΕ 2008, C 5, σ. 7· το πλήρες κείμενο της αποφάσεως αυτής μπορεί να αναζητηθεί μόνο στην αγγλική γλώσσα στο Διαδίκτυο, υπό < http://ec.europa.eu/competition/antitrust/cases/index.html > σε μη εμπιστευτική εκδοχή.

( 18 ) H Eπιτροπή κάνει λόγο για «single and continuous infringement» (αιτιολογικές σκέψεις 270 και 299 της αποφάσεως της Επιτροπής)· συναφώς, η διαπιστωθείσα παράβαση του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ αφορά μόνο τη χρονική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1994, την ημερομηνία της ενάρξεως της ισχύος της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 2 και 322 της αποφάσεως της Επιτροπής).

( 19 ) Αιτιολογικές σκέψεις 3, 218 και 248 της αποφάσεως της Επιτροπής.

( 20 ) Με την απόφασή της, η Επιτροπή αποκάλυψε γενική συμφωνία κατά την οποία οι ιαπωνικές επιχειρήσεις κρατούσαν απόσταση από την ευρωπαϊκή αγορά και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κρατούσαν απόσταση από την ιαπωνική αγορά.

( 21 ) Πρόκειται για την ABB Ltd.

( 22 ) Βλ., συναφώς, και την ανακοίνωση Τύπου IP/07/80 της Επιτροπής της 24ης Ιανουαρίου 2007.

( 23 ) Η προσφυγή ακυρώσεως της γερμανικής Siemens AG κατά της αποφάσεως της Επιτροπής απορρίφθηκε στο σύνολό της με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2011, Τ-110/07, Siemens κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-477). Οι ασκηθείσες από τις Siemens AG Österreich κ.λπ. προσφυγές ακυρώσεως είχαν περιθωριακή επιτυχία όσον αφορά τη διάρκεια της διαπιστωθείσας παραβάσεως και το ύψος των προστίμων· βλ. την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2011, Τ-122/07 έως Τ-124/07, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-793). Οι ασκηθείσες από τις AREVA κ.λπ. προσφυγές ακυρώσεως ευδοκίμησαν ομοίως εν μέρει και είχαν ως συνέπεια ορισμένη μείωση των επιβληθέντων προστίμων· βλ. την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2011, Τ-117/07 και Τ-121/07, AREVA κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-633). Όλες οι προαναφερθείσες αποφάσεις αποτελούν επί του παρόντος αντικείμενο αιτήσεων αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, βλ. υποθέσεις C-231/11 P, Eπιτροπή κατά Siemens κ.λπ., C-232/11 P, Siemens Transmission & Distribution κατά Επιτροπής, C-233/11 P, Siemens Transmission & Distribution κατά Επιτροπής, C-239/11 P, Siemens κατά Επιτροπής, C-247/11 P, Areva κατά Επιτροπής κ.λπ., και C-253/11 P, Alstom κ.λπ. κατά Επιτροπής. Περαιτέρω προσφυγές ακυρώσεως, οι οποίες ήσαν εκκρεμείς κατά τον χρόνο της προφορικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου όσον αφορά την παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, εν μέρει ευδοκίμησαν και εν μέρει απορρίφθηκαν· βλ. τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Τ-112//07, Hitachi κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-3871), Τ-113/07, Toshiba κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-3989), Τ-132/07, Fuji Electric Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-4091), και Τ-133/07, Mitsubishi Electric κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-4219).

( 24 ) Φάκελος S 222/06-3113/2007/710.

( 25 ) Φάκελοι R 059-070, 075-078/2007/01-08115/2007/310.

( 26 ) Για μεν την χρονική περίοδο μέχρι τις 30 Ιουνίου 2001 διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του νόμου 63/1991, για δε το χρονικό διάστημα από την 1η Ιουλίου 1991 έως και τις 3 Μαρτίου 2004 διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του νόμου 143/2001.

( 27 ) Πρόκειται πάλι για την ABB Ltd.

( 28 ) Το υψηλότερο πρόστιμο ανερχόταν σε 107 248 000 τσεχικές κορώνες (CZK).

( 29 ) Krajský soud v Brně.

( 30 ) Φάκελος 62 Ca 22/2007-489.

( 31 ) Nejvyšší správní soud.

( 32 ) Απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3.

( 33 ) Φάκελος Afs 93/2008-920.

( 34 ) Άρθρο 110, παράγραφος 3, του νόμου 150/2002 Sb. για τη διοικητική δίκη (Zákon č. 150/2002 Sb., soudní řád správní).

( 35 ) Φάκελος 62 Ca 22/2007-124.

( 36 ) Οι εταιρίες Fuji Electric Holdings Co. και Fuji Electric Systems Co. Ltd. υπέβαλαν από κοινού γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις.

( 37 ) Οι εταιρίες Hitachi Ltd., Hitachi Europe Ltd. και Japan AE Power Systems Corporation υπέβαλαν από κοινού γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις.

( 38 ) Κατατέθηκε υπόμνημα μόνον από τη γερμανική εταιρία Siemens AG· στην προφορική διαδικασία η εταιρία αυτή εκπροσωπήθηκε από κοινού με τη Siemens Transmission & Distribution SA και τη Nuova Magrini Galileo SA.

( 39 ) Αγγλικά: European Competition Network (ECN).

( 40 ) Απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-302/04, Ynos (Συλλογή 2006, σ. I-371, σκέψεις 35 έως 37)· με την ίδια έννοια, προσφάτως, διάταξη της 11ης Μαΐου 2011, C-32/10, Semerdzhiev (σκέψη 25).

( 41 ) Βλ. συναφώς ανωτέρω, σημείο 30 των προτάσεων αυτών.

( 42 ) Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, C-173/09, Elchinov (Συλλογή 2010, σ. Ι-8889, ιδίως σκέψεις 24, 25, 27, 30 και 32).

( 43 ) Η οποία υπογράφηκε στις 2 Οκτωβρίου 1997 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999.

( 44 ) Το αιτούν δικαστήριο και ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία ήδη στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος διατύπωσαν παρατηρήσεις σχετικά με το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 καθώς και με την αρχή ne bis in idem. Πάντως, δεν θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω στο σημείο αυτό τις δύο εν λόγω πτυχές και, κατά συνέπεια, παραπέμπω απλώς, εν προκειμένω, στις αναλύσεις μου επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος (βλ. κατωτέρω, σημεία 69 έως 147 των προτάσεων αυτών).

( 45 ) Στον χαρακτηρισμό της συμπράξεως ως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως στηρίζεται τόσον η απόφαση της Επιτροπής όσο και η απόφαση της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού. Εφόσον το τσεχικό Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο κρίνει ότι υφίστανται δύο χωριστές παραβάσεις των κανόνων περί ανταγωνισμού, ανάλογα με το αν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος πριν από ή μετά την 1η Μαΐου 2004, θα πρέπει να πρόκειται μόνο για τη διαφορετική νομική εκτίμηση ενός ενιαίου συνόλου πραγματικών περιστάσεων.

( 46 ) Υπό την έννοια αυτή αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1982, 21/81, Bout (Συλλογή 1982, σ. 381, σκέψη 13), της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-120/08, Bayerischer Brauerbund (Συλλογή 2010, σ. Ι-13393, σκέψεις 40 και 41), και της 24ης Μαρτίου 2011, C-369/09 P, ISD Polska κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι-2011, σκέψη 98).

( 47 ) Αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Meridionale Industria Salumi κ.λπ. (Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9), της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-61/98, De Haan (Συλλογή 1999, σ. I-5003, σκέψη 13), και της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C-450/06, Varec (Συλλογή 2008, σ. I-581, σκέψη 27).

( 48 ) Για τον χαρακτηρισμό του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 ως διαδικαστικού κανόνα, βλ. κατωτέρω, σημείο 73 των προτάσεων αυτών.

( 49 ) Απόφαση Bayerischer Brauerbκαι (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 46, σκέψη 41).

( 50 ) Αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 1973, 143/73, SOPAD (Συλλογή τόμος 1973, σ. 809, σκέψη 8), της 29ης Ιανουαρίου 2002, C-162/00, Pokrzeptowicz-Meyer (Συλλογή 2002, σ. I-1049, σκέψη 50), της 6ης Ιουλίου 2010, C-428/08, Monsanto Technology (Συλλογή 2010, σ. Ι-6765, σκέψη 66), και Bayerischer Brauerbund (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 46, σκέψη 41).

( 51 ) Aρκεί η ικανότητα της συμπράξεως να προκαλέσει τέτοιες συνέπειες (απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, C-8/08, T-Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I-4529, σκέψεις 38, 39 και 43· με την ίδια έννοια, αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2008, C-209/07, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, Συλλογή 2008, σ. I-8637, ιδίως σκέψεις 16 και 17, και της 6ης Οκτωβρίου 2009, C-501/06 P, C-513/06 P, C-515/06 P και C-519/06 P, GlaxoSmithKline Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I-9291, σκέψεις 55 και 63).

( 52 ) Με την ίδια έννοια και η απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 1969-1971, 40/70, Sirena (Συλλογή τόμος 1971, σ. 681, σκέψη 12), που αναφέρεται στο άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ.

( 53 ) Αποφάσεις Bout (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 46, σκέψη 13), Salumi (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 47, σκέψη 9), Pokrzeptowicz-Meyer (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 50, σκέψη 49), Bayerischer Brauerbκαι (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 46, σκέψη 40) και ISD Polska κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 46, σκέψη 98).

( 54 ) Βλ., συναφώς, προσφάτως τις προτάσεις μου της 14ης Απριλίου 2011 στις δύο υποθέσεις C-109/10 P, Solvay κατά Επιτροπής (η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, σημείο 329), και C-110/10 P (η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, σημείο 170), με περαιτέρω παραπομπές.

( 55 ) Και η Hitachi το αναγνωρίζει με το δικόγραφό της.

( 56 ) Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου για την προστασία του ανταγωνισμού, αρχικώς κατά την εκδοχή του νόμου 63/1991 Sb. και, στη συνέχεια, κατά την εκδοχή του νόμου 143/2001 Sb.

( 57 ) Ευρωπαϊκή συμφωνία για την εγκαθίδρυση σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Τσεχικής Δημοκρατίας, αφετέρου (ΕΕ 1994, L 360, σ. 2), που υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 4 Οκτωβρίου 1993 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1995.

( 58 ) Ο κανονισμός 1/2003 εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 2, από την 1η Μαΐου 2004.

( 59 ) Απόφαση Walt Wilhelm (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψεις 4 και 6).

( 60 ) Αποφάσεις της 3ης Μαΐου 2005, C-387/02, C-391/02 και C-403/02, Berlusconi κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-3565, σκέψεις 68 και 69), της 11ης Mαρτίου 2008, C-420/06, Jager (Συλλογή 2008, σ. I-1315, σκέψη 59), και της 28ης Απριλίου 2011, C-61/11 PPU, El Dridi (Συλλογή 2011, σ. Ι-3015, σκέψη 61).

( 61 ) Βεβαίως θα έπρεπε να τηρηθούν συναφώς οι γενικές αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε η γενική αρχή της αναλογικότητας.

( 62 ) Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου της 14ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση Berlusconi κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σημεία 159 και 160).

( 63 ) Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου της 14ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση Berlusconi κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σημείο 161).

( 64 ) Βλ. συναφώς κατωτέρω, σημεία 69 έως 147 των προτάσεων αυτών.

( 65 ) Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1989, 97/87 έως 99/87, Dow Chemical Ibérica κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 3165, ιδίως σκέψεις 62 και 63).

( 66 ) Βλ. σημεία 42 και 44 των προτάσεων αυτών.

( 67 ) Στις προτάσεις του της 21ης Φεβρουαρίου 1989 στη συναφή προς την υπόθεση Dow Chemical Ibérica υπόθεση 46/87 και 227/88, Hoechst κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 2859, 2875), ο γενικός εισαγγελέας J. Mischo τονίζει ότι οι προσφεύγουσες στην υπόθεση Dow Chemical Ibérica δεν αμφισβήτησαν την αρμοδιότητα της Επιτροπής να κολάζει προγενέστερες της προσχωρήσεως ενέργειές τους κατά το μέτρο που οι ενέργειες αυτές παρήγαγαν και παράγουν αποτελέσματα θίγοντα τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς (σημείο 213). Επιπλέον, ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει ότι οι έλεγχοι που η Επιτροπή διενεργεί σε ισπανικές επιχειρήσεις μετά την προσχώρηση της Ισπανίας μπορούν επίσης να χρησιμεύουν για τη συλλογή αποδείξεων σε βάρος επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη (σημείο 215). Ο γενικός εισαγγελέας προσθέτει ότι οι έλεγχοι, ως εκ της φύσεώς τους, δεν μπορούν να αφορούν παρά γεγονότα του παρελθόντος, εκτός εάν οι σχετικές ενέργειες συνεχίζονται και στο παρόν (σημείο 216).

( 68 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L A. Geelhoed της 29ης Ιουνίου 2006, στην υπόθεση C-238/05, Asnef-Equifax και Administración del Estado (Συλλογή 2006, σ. I-11125, σημεία 28 και 29).

( 69 ) Βλ. σημεία 42 και 44 των προτάσεων αυτών.

( 70 ) Στο σημείο 29 των προτάσεών του (υπόθεση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 68) ο γενικός εισαγγελέας L A. Geelhoed τονίζει ότι «η κατάσταση σήμερα διέπεται [...]» από το άρθρο 3 του κανονισμού 1/2003. Όσον αφορά τις μελλοντικές συνέπειες, ο γενικός εισαγγελέας εκθέτει ότι η απόφαση που θα εκδοθεί (τηρουμένου του άρθρου 3 του κανονισμού 1/2003) «θα επηρεάσει οπωσδήποτε με κάποιο τρόπο τη λειτουργία του προτεινομένου αρχείου».

( 71 ) Αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-43/95, Data Delecta και Forsberg (Συλλογή 1996, σ. I-4661), της 2ας Οκτωβρίου 1997, C-122/96, Saldanha και MTS (Συλλογή 1997, σ. I-5325, σκέψη 14), της 1ης Ιουνίου 1999, C-302/97, Konle (Συλλογή 1999, σ. I-3099), της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-355/97, Beck και Bergdorf (Συλλογή 1999, σ. I-4977), της 30ής Νοεμβρίου 2000, C-195/98, Österreichischer Gewerkschaftsbund (Συλλογή 2000, σ. I-10497, σκέψη 55), και της 11ης Ιανουαρίου 2001, C-464/98, Stefan (Συλλογή 2001, σ. I-173, σκέψη 21).

( 72 ) Απόφαση Saldanha και MTS (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 71, σκέψη 14, η υπογράμμιση δική μου)· με την ίδια έννοια προσφάτως, απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, C-391/09, Runevič-Vardyn και Wardyn (Συλλογή 2011, σ. Ι-3787, σκέψη 53), για την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων των πολιτών της Ένωσης· ομοίως και προγενέστερα η απόφαση Stefan (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 71), κατά την οποία το άρθρο 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 63 ΣΛΕΕ) δεν είχε εφαρμογή στην Αυστρία προ της ημερομηνίας προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (σκέψη 22) και η ακυρότητα νομικής πράξεως δεν ήταν δυνατόν να ιαθεί επί τη βάσει της διατάξεως αυτής (σκέψη 25).

( 73 ) ΕΕ 2003, L 236, σ. 344.

( 74 ) Βλ. συναφώς ανωτέρω, το σημείο 42 των προτάσεων αυτών.

( 75 ) Η 1η Μαΐου 2004 δεν είναι μόνον η ημερομηνία προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας και εννέα άλλων κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και η ημερομηνία από την οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός 1/2003 σύμφωνα με το άρθρο του 45, παράγραφος 2.

( 76 ) Στις εν λόγω διαδικασίες κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου III ανήκουν ιδίως οι διαδικασίες για τη διαπίστωση και την παύση των παραβάσεων των άρθρων 81 και 82 ΕΚ (νυν άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ) (άρθρο 7 του κανονισμού 1/2003), κατά τη λήξη των οποίων μπορούν να επιβληθούν και πρόστιμα (άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003).

( 77 ) Αιτιολογική σκέψη 17, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003.

( 78 ) Για την κίνηση της διαδικασίας είναι αναγκαία η έκδοση νομικής πράξεως ασκήσεως εξουσίας από την πλευρά της Επιτροπής, η οποία εκφράζει τη βούλησή της να προβεί στην έκδοση αποφάσεως κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003 (υπό την έννοια αυτή —σχετικά με την προηγούμενη νομική κατάσταση– απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 1973, 48/72, Brasserie de Haecht, Συλλογή τόμος 1973, σ. 355, σκέψη 16). Στην υπό κρίση περίπτωση, η εν λόγω νομική πράξη εκδόθηκε στις 20 Απριλίου 2006 (βλ. ανωτέρω, σημείο 19 των προτάσεων αυτών). Μέτρα έρευνας που ελήφθησαν προηγουμένως δεν ισοδυναμούν, αντίθετα προς την άποψη ορισμένων εκ των μετεχόντων στη διαδικασία, με τυπική κίνηση της διαδικασίας.

( 79 ) Κατά το σημείο 51 της ανακοινώσεως περί δικτύων, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού χάνουν την αρμοδιότητα να εφαρμόσουν τα άρθρα 81 και 82 ΕΚ, όπερ σημαίνει ότι οι εθνικές αρχές δεν μπορούν πλέον να ενεργήσουν επί της ίδιας νομικής βάσεως. Το σημείο 53 της ανακοινώσεως περί δικτύων προσθέτει ότι, αφ’ ης στιγμής έχει κινηθεί διαδικασία από την Επιτροπή, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δεν δύνανται πλέον να κινήσουν αυτοτελή διαδικασία με σκοπό την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

( 80 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, την πάγια νομολογία, π.χ. τις αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 1983, 292/82, Merck (Συλλογή 1983, σ. 3781, σκέψη 12), της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-402/07 και C-432/07, Sturgeon κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I-10923, σκέψη 41), και της 7ης Οκτωβρίου 2010, C-162/09, Lassal (Συλλογή 2010, σ. Ι-9217, σκέψη 49).

( 81 ) Απόφαση της 3ης Μαΐου 2011, C-375/09, Tele 2 Polska (Συλλογή 2011, σ. Ι-3055, σκέψη 33).

( 82 ) Τα τμήματα του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού τα οποία εξακολουθούν να εφαρμόζονται αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, ως προς το οποίο παρέχονται επεξηγήσεις στις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 του κανονισμού 1/2003.

( 83 ) Στο εξής θα περιοριστώ στην ανάλυση της σχέσεως μεταξύ του άρθρου 81 EΚ (άρθρο 101 ΣΛΕΕ) και των αντίστοιχων εθνικών κανόνων. Στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, δεν θα εξετασθεί χωριστά το άρθρο 82 EΚ (άρθρο 102 ΣΛΕΕ).

( 84 ) Εάν, για παράδειγμα, η Επιτροπή απορρίψει καταγγελία τρίτων ελλείψει εννόμου συμφέροντος της Ένωσης, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δεν στερούνται της αρμοδιότητάς τους να επιληφθούν της οικείας υποθέσεως και να εφαρμόσουν σ’ αυτήν τα άρθρα 81 ή 82 EΚ (νυν άρθρα 101 ή 102 ΣΛΕΕ) καθώς και ενδεχομένως την εθνική νομοθεσία περί συμπράξεων, οπότε οφείλουν να τηρήσουν το άρθρο 3 του κανονισμού 1/2003.

( 85 ) Αποφάσεις Walt Wilhelm (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 3, τελευταία περίοδος), της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-137/00, Milk Marque και National Farmers’ Union (Συλλογή 2003, σ. I-7975, σκέψη 61), και της 13ης Ιουλίου 2006, C-295/04 έως C-298/04, Manfredi κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-6619, σκέψη 38).

( 86 ) Σύμφωνα με την αρχική πρόταση της Επιτροπής, το άρθρο 3 του κανονισμού 1/2003 έπρεπε να διατυπωθεί ως εξής: «Οσάκις μία συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 81 [ΕΚ] ή η καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης κατά την έννοια του άρθρου 82 [ΕΚ] είναι πιθανό να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, εφαρμοστέα είναι η νομοθεσία ανταγωνισμού [της Ένωσης] και αποκλείεται η εφαρμογή των εθνικών νομοθεσιών ανταγωνισμού» (πρόταση COM[2000] 582 τελικό, ΕΕ 2000, C 365 E, σ. 284).

( 87 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, την αιτιολογική σκέψη 9, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, όπου γίνεται λόγος για την «προστασία του ανταγωνισμού στην αγορά».

( 88 ) Απόφαση Walt Wilhelm (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 3)· βλ., επιπλέον, τις αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1980, 253/78 και 1/79 έως 3/79, Giry και Guerlain κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 527, σκέψη 15), της 16ης Ιουλίου 1992, C-67/91, Asociación Española de Banca Privada κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. I-4785, σκέψη 11), της 26ης Νοεμβρίου 1998, C-7/97, Bronner (Συλλογή 1998, σ. I-7791, σκέψη 19), Milk Marque και National Farmers’ Union (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 85, σκέψη 61) και Manfredi κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 85, σκέψη 38).

( 89 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, C-505/07, Compañía Española de Comercialización de Aceite (Συλλογή 2009, σ. I-8963, σκέψη 52).

( 90 ) Η απόφαση Manfredi κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 85, σκέψη 38), με την οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε εκ νέου τη νομολογία Walt-Wilhelm, εκδόθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1/2003, έστω και σχετικά με πραγματικά περιστατικά που γεννήθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της μεταρρυθμίσεως εκείνης. Διαφορετική γνώμη ως προς τη συνέχιση της εφαρμογής της νομολογίας Walt-Wilhelm φαίνεται ότι υποστήριξε ο γενικός εισαγγελέας L. A. Geelhoed με τις προτάσεις του της 19ης Ιανουαρίου 2006, στην υπόθεση C-308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-5977, υποσημείωση 23)· πάντως, πρόκειται συναφώς για μια εντελώς παρεμπίπτουσα παρατήρηση σε μια υποσημείωση, η οποία δεν είναι ειδικώς αιτιολογημένη.

( 91 ) Στα σημεία 12 και 14 της ανακοινώσεως περί δικτύου θεωρείται δεδομένο ότι έως και τρεις εθνικές αρχές ανταγωνισμού μπορούν να επιληφθούν ταυτοχρόνως μιας και της αυτής υποθέσεως.

( 92 ) Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ελέγχου των συγκεντρώσεων, το εθνικό δίκαιο ετίθετο ανέκαθεν εκποδών, όταν ετύγχανε εφαρμογής το δίκαιο της Ένωσης· επιπλέον, μόνον η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της διπλής αποκλειστικότητας)· βλ., συναφώς, το άρθρο 21, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων) (ΕΕ L 24, σ. 1).

( 93 ) Αιτιολογικές σκέψεις 8, 17 και 22 του κανονισμού 1/2003· βλ. και τις αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 2010, C-439/08, VEBIC (Συλλογή 2010, σ. Ι-12471, σκέψη 19), και της 14ης Ιουνίου 2011, C-360/09, Pfleiderer (Συλλογή 2011, σ. Ι-5161, σκέψη 19).

( 94 ) Αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 1/2003, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 8, πρώτη περίοδος, και 17. Βλ., περαιτέρω, τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 2009, C-429/07, X (Συλλογή 2009, σ. I-4833, σκέψεις 20 και 21), και Tele 2 Polska (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 81, σκέψη 26), με τις οποίες τονίζεται επίσης ότι με τον κανονισμό 1/2003 καθιερώθηκε μηχανισμός συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού στο πλαίσιο της γενικής αρχής της έντιμης συνεργασίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού εντός των κρατών μελών.

( 95 ) Σε τελική ανάλυση, το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 απλώς κωδικοποιεί προϋπάρχουσα νομολογία· βλ. τις αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 1991, C-234/89, Δηλιμίτης (Συλλογή 1991, σ. I-935, σκέψη 47), και της 29ης Απριλίου 2004, C-418/01, IMS Health (Συλλογή 2004, σ. I-5039, σκέψη 19).

( 96 ) H ερμηνεία διατάξεως δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα το να καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το σαφές και επακριβές γράμμα αυτής της διατάξεως (αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-199/05, Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά Βελγικού Δημοσίου, Συλλογή 2006, σ. I-10485, σκέψη 42, και της 22ας Mαρτίου 2007, C-437/04, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2007, σ. I-2513, σκέψη 56 in fine).

( 97 ) Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού 1/2003, αποφάσεις κατά το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού εκδίδονται μόνο «[σ]ε εξαιρετικές περιπτώσεις [...] για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος [της Ένωσης]».

( 98 ) Αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού 1/2003.

( 99 ) Βλ. τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 34 του κανονισμού 1/2003, καθώς και, συμπληρωματικά, τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 5 και 6 αυτού.

( 100 ) Αιτιολογικές σκέψεις 17 και 22 του κανονισμού 1/2003.

( 101 ) Βλ., συναφώς, το προμνησθέν άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

( 102 ) Βλ., συναφώς, τις αναλύσεις μου για το πρώτο προδικαστικό ερώτημα (σημεία 37 έως 68 των προτάσεων αυτών).

( 103 ) Αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 1/2003.

( 104 ) Αιτιολογική σκέψη 9, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 (υπό την ίδια έννοια και αιτιολογική σκέψη 25).

( 105 ) Παγία νομολογία· βλ., τις αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1966, 18/65 και 35/65, Gutmann κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 487), της 15ης Οκτωβρίου 2002, C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-8375, σκέψη 59), και της 29ης Ιουνίου 2006, C-289/04 P, Showa Denko κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-5859, σκέψη 50).

( 106 ) Βλ. τις επεξηγήσεις για το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17 [31]). Ιδιαιτέρως σαφής καθίσταται η διασυνοριακή συνιστώσα της απαγορεύσεως επιβολής διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη πράξη στο άρθρο 54 ΣΕΣΣ (βλ. συναφώς, αντί πολλών, την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, C-297/07, Bourquain, Συλλογή 2008, σ. I-9425).

( 107 ) Όσον αφορά τον όμοιο προς το ποινικό δίκαιο χαρακτήρα, βλ. τις αποδείξεις ανωτέρω, στην υποσημείωση 54.

( 108 ) Παγία νομολογία· βλ. τις αποφάσεις LVM (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 105, σκέψη 59), της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψεις 338 έως 340), και Showa Denko (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 105, σκέψη 50).

( 109 ) Για την ερμηνεία του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης βλ., ιδίως, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 5ης Απριλίου 2011, στην εκκρεμή υπόθεση C-108/10, Scattolon (σημεία 116 έως 120).

( 110 ) Βλ. τα σημεία 42 και 44 των προτάσεων αυτών.

( 111 ) Αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 1/2003.

( 112 ) Βλ., συναφώς, και την Πράσινη Βίβλο σχετικά με τις συγκρούσεις δικαιοδοσίας και την αρχή ne bis in idem στις ποινικές διαδικασίες που δημοσιεύθηκε από την Επιτροπή στις 23 Δεκεμβρίου 2005 (COM[2005] 696 τελικό), ιδίως τις εισαγωγικές παρατηρήσεις στο τμήμα 1 («Βασικό πλαίσιο»).

( 113 ) Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων απέκτησε το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες από της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009 (άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ).

( 114 ) Βλ., αντί πολλών, τις αποφάσεις της 13ης Mαρτίου 2007, C-432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I-2271, σκέψη 37), και της 27ης Ιουνίου 2006, C-540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-5769, σκέψη 38), περαιτέρω τις προτάσεις μου της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, στην υπόθεση C-540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (σημείο 108) και της 29ης Απριλίου 2010 στην υπόθεση C-550/07 P, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ. (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Συλλογή 2010, σ. Ι-8301, υποσημείωση 36).

( 115 ) Αιτιολογική σκέψη 37 του κανονισμού 1/2003.

( 116 ) Υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Mαρτίου 2006, C-436/04, Van Esbroeck (Συλλογή 2006, σ. I-2333, σκέψεις 21 έως 24).

( 117 ) Απόφαση LVM (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 105, σκέψη 59).

( 118 ) Απόφαση Aalborg Portland (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 108, σκέψη 338).

( 119 ) Απόφαση Aalborg Portland (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 108, σκέψη 338).

( 120 ) Αποφάσεις Showa Denko (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 105, ιδίως σκέψεις 52 έως 56), της 29ης Ιουνίου 2006, C-308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-5977, σκέψεις 28 έως 32), και της 10ης Μαΐου 2007, C-328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-3921, σκέψεις 24 έως 30).

( 121 ) Απόφαση Gutmann κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 105, σ. 488).

( 122 ) Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (ΣΕΣΣ), που υπογράφηκε στο Σένγκεν, στις 19 Ιουνίου 1990 (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19).

( 123 ) Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1).

( 124 ) Απόφαση Van Esbroeck (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 116, σκέψη 32).

( 125 ) Αποφάσεις Van Esbroeck (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 116, σκέψεις 27, 32 και 36), της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, C-467/04, Gasparini κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-9199, σκέψη 54), της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, C-150/05, Van Straaten (Συλλογή 2006, σ. I-9327, σκέψεις 41, 47 και 48), της 18ης Ιουλίου 2007, C-367/05, Kraaijenbrink (Συλλογή 2007, σ. I-6619, σκέψεις 26 και 28), και της 16ης Νοεμβρίου 2010, C-261/09, Mantello (Συλλογή 2010, σ. Ι-11477, σκέψη 39).

( 126 ) Υπό την έννοια αυτή και οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston, της 15ης Ιουνίου 2006, στην υπόθεση Gasparini κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 125, σημείο 156).

( 127 ) Απόφαση Van Esbroeck (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 116, σκέψεις 33 έως 35)· βλ., επιπλέον, τις προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 125 αποφάσεις Gasparini κ.λπ. (σκέψη 27) και Van Straaten (σκέψεις 45 έως 47, 57 και 58), καθώς και την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, C-288/05, Kretzinger (Συλλογή 2007, σ. I-6441, σκέψη 33).

( 128 ) Eυρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950).

( 129 ) Τέσσερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βέλγιο, Γερμανία, Κάτω Χώρες και Ηνωμένο Βασίλειο) δεν έχουν ακόμη επικυρώσει το πρωτόκολλο 7 της ΕΣΔΑ.

( 130 ) Άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

( 131 ) Αποφάσεις LVM (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 105, σκέψη 59) και Showa Denko (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 105, σκέψη 50).

( 132 ) Άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και άρθρο 52, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

( 133 ) EΔΔΑ, απόφαση Zolotukhin κατά Ρωσίας (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 10ης Φεβρουαρίου 2009 (προσφυγή υπ’ αριθμ. 14939/03, μη δημοσιευθείσα ακόμη στην Recueil des arrêts et décisions, § 82): «[…] l’article 4 du Protocole n° 7 doit être compris comme interdisant de poursuivre ou de juger une personne pour une seconde “infraction” pour autant que celle-ci a pour origine des faits identiques ou des faits qui sont en substance les mêmes».

( 134 ) Απόφαση Zolotukhin κατά Ρωσίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 133, § 81).

( 135 ) Το ΕΔΔΑ αναφέρεται ιδίως στις αποφάσεις Van Esbroeck (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 116) και Kraaijenbrink (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 121), αποσπάσματα των οποίων αναπαράγονται στην απόφασή του Zolotukhin κατά Ρωσίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 133, §§ 37 και 38).

( 136 ) Στην αφορώσα το άρθρο 6 EΣΔΑ απόφασή του Jussila κατά Φινλανδίας (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 23ης Νοεμβρίου 2006 (προσφυγή υπ’ αριθ. 73053/01, Recueil des arrêts et décisions 2006-XIV, § 43), το ΕΔΔΑ δεν χαρακτηρίζει το δίκαιο του ανταγωνισμού ως κλασικό ποινικό δίκαιο και θεωρεί ότι οι ποινικού δικαίου εγγυήσεις που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να εφαρμοσθούν στην πλήρη τους έκταση εκτός του «σκληρού πυρήνα» του ποινικού δικαίου. Πάντως, η απόφαση Zolotukhin κατά Ρωσίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 133) δεν περιέχει παρεμφερείς αναλύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να υποδηλώνουν την ιδιομορφία του δικαίου του ανταγωνισμού και σε σχέση με την αρχή ne bis in idem.

( 137 ) Στην απόφαση Zolotukhin κατά Ρωσίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 133, § 36) παρατίθεται το χωρίο της αποφάσεως Aalborg Portland (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 108, σκέψη 338), στο οποίο γίνεται λόγος για την ταυτότητα του προστατευομένου εννόμου αγαθού.

( 138 ) Την προϋπόθεση της ταυτότητας του παραβάτη αναγνωρίζει και το ΕΔΔΑ στην απόφαση Zolotukhin κατά Ρωσίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 133, § 84). Αναφέρεται συναφώς «στο σύνολο των συγκεκριμένων περιστάσεων που αφορούν τον ίδιο παραβάτη και συνδέονται, χρονικώς και τοπικώς, αρρήκτως μεταξύ τους» («un ensemble de circonstances factuelles concrètes impliquant le même contrevenant et indissociablement liées entre elles dans le temps et l’espace»)· η υπογράμμιση δική μου.

( 139 ) Βλ. συναφώς κατωτέρω, σημεία 125 έως 134 των προτάσεων αυτών, ιδίως σημεία 131 έως 133.

( 140 ) Βλ. συναφώς ανωτέρω, σημείο 20 των προτάσεων αυτών.

( 141 ) Βλ. συναφώς ανωτέρω, σημεία 23 και 24 των προτάσεων αυτών.

( 142 ) Ως «τομέας» δεν νοείται εν προκειμένω η σχετική γεωγραφική αγορά υπό την έννοια της αναλύσεως του ανταγωνισμού, αλλά η ζώνη στην οποία η οικεία συμπεριφορά έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού.

( 143 ) Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1972, 7/72, Boehringer κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 313, σκέψη 6)· υπό την ίδια έννοια, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 89/85, 104/85, 114/85, 116/85, 117/85 και 125/85 έως 129/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 5193, σκέψη 16).

( 144 ) Υπό την έννοια αυτή μπορεί να ερμηνευθεί και η απόφαση της 18ης Μαΐου 2006, C-397/03 P, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-4429, σκέψεις 68 και 69, σε συνδυασμό με τη σκέψη 64). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο τονίζει ότι «δεν συντρέχει ταύτιση των πραγματικών περιστατικών» (σκέψη 69), όταν οι κυρώσεις για τις εφαρμογές ή τις συνέπειες της συμπράξεως επιβάλλονται σε διαφορετικές «αγορές» (σκέψη 69) ή σε διαφορετικά «εδάφη» (σκέψη 66)· στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο, αφενός, για το έδαφος τρίτου κράτους και, αφετέρου, για το έδαφος της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

( 145 ) Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση Showa Denko (παρατεθείσα στην υποσημείωση 105, σκέψη 54).

( 146 ) Βλ., ακόμη, την απόφαση Archer Daniels Midland (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 144, σκέψεις 68 και 69).

( 147 ) Παγία νομολογία· βλ., αντί πολλών, τις αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 1979, 36/79, Denkavit Futtermittel (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 667, σκέψη 12), της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-265/04, Bouanich (Συλλογή 2006, σ. I-923, σκέψη 54), καθώς και της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, C-409/06, Winner Wetten (Συλλογή 2010, σ. Ι-8015, σκέψη 41), και C-316/07, C-358/07, C-359/07, C-360/07, C-409/07 και C-410/07, Stoß κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. Ι-8069, σκέψη 62).

( 148 ) Παγία νομολογία· βλ. τις αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, C-49/07, MOTOE (Συλλογή 2008, σ. I-4863, σκέψη 30), της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C-279/06, CEPSA (Συλλογή 2008, σ. I-6681, σκέψη 31), και της 2ας Δεκεμβρίου 2009, C-358/08, Aventis Pasteur (Συλλογή 2009, σ. I-11305, σκέψη 50).

( 149 ) Πράγματι, στην αιτιολογική σκέψη 478 της αποφάσεώς της, η Επιτροπή αναφέρει ότι η παράβαση «εκτεινόταν στο σύνολο τουλάχιστον του εδάφους του ΕΟΧ» («the infringement covered at least the whole territory of the EEA»).

( 150 ) Βλ., επί παραδείγματι, τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 218, 248, 300 της αποφάσεως της Επιτροπής· βλ., επιπλέον, το άρθρο 1 της αποφάσεως της Επιτροπής, όπου διαπιστώνεται ως παράβαση η συμμετοχή σε συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές εντός του ΕΟΧ.

( 151 ) Αιτιολογική σκέψη 218 της αποφάσεως της Επιτροπής· υπό την ίδια έννοια, αιτιολογικές σκέψεις 321 και 322.

( 152 ) Βλ., ιδίως, τις αιτιολογικές σκέψεις 478, 481 και 482 της αποφάσεως της Επιτροπής.

( 153 ) Απόφαση Archer Daniels Midland (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 144, σκέψεις 73 και 74).

( 154 ) Αιτιολογική σκέψη 478 της αποφάσεως της Επιτροπής.

( 155 ) Υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Mαρτίου 2006, C-65/04, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2006, σ. I-2239, σκέψη 27).

( 156 ) Βλ., συναφώς, τις αναλύσεις μου επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος (σημεία 37 έως 68 των προτάσεων αυτών)· με την ίδια έννοια και η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, Τ-456/05 και Τ-457/05, Gütermann κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. Ι-1443, σκέψη 40).

( 157 ) Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-402/07 και C-432/07, Sturgeon κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I-10923, σκέψη 47)· υπό την ίδια έννοια, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2001, C-403/99, Iταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I-6883, σκέψη 37).

( 158 ) Αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1983, 218/82, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1983, σ. 4063, σκέψη 15), της 29ης Ιουνίου 1995, C-135/93, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I-1651, σκέψη 37), και της 26ης Ιουνίου 2007, C-305/05, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-5305, σκέψη 28).

( 159 ) Αντιθέτως, εάν ήθελε αποδειχθεί ότι η τσεχική αρχή ανταγωνισμού επέβαλε κυρώσεις και για τη χρονική περίοδο μετά την 1η Μαΐου 2004, τότε η προϋπόθεση του idem θα συνέτρεχε μόνο κατά το μέτρο αυτό —επομένως, μόνο για τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συνέπειες της συμπράξεως στην Τσεχική Δημοκρατία μετά την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.